Η Εκκλησία εις την περιγραφήν του Παύλου ομοιάζει με ψυχιατρικήν κλινικήν. Η αντίληψίς του όμως δια την νόσον της ανθρωπίνης προσωπικότητος είναι πολύ πιό διορατική απ’ ό,τι είναι σήμερον γνωστόν εις την σύγχρονον ιατρικήν.
Δια να κατανοήσωμεν αυτήν την πραγματικότητα, πρέπει να ίδωμεν μέσω του Παύλου την Βιβλικήν κατανόησιν της φυσιολογικής και της μη φυσιολογικής καταστάσεως του ανθρώπου.
Ο νοσών άνθρωπος αποκαθίσταται εις την φυσιολογικήν του κατάστασιν, όταν οδηγήται «εις πάσαν την αλήθειαν» υπό του Πνεύματος της Αληθείας, δηλαδή εις την θέαν του Χριστού εν τη δόξη του Πατρός Του (Ιω. 17). Οι άνθρωποι που δεν βλέπουν την δόξαν του Θεού δεν είναι φυσιολογικοί. «Πάντες ήμαρτον και υστερούνται της δόξης του Θεού» (Ρωμ. 3:23). Με άλλα λόγια ο μόνος άνθρωπος, που εγεννήθη εις την φυσιολογικήν Του κατάστασιν είναι ο Κύριος της δόξης ο Οποίος γεννηθείς σαρκί εκ της Θεοτόκου ανέλαβε εκουσίως τα αδιάβλητα πάθη (τ.έ. πείναν, δίψαν, κόπωσιν, ύπνον, φθοράν, θάνατον, φόβον θανάτου), παρ’ ότι ως κατά φύσιν πηγή της ακτίστου «δόξης,» καταργεί ταύτα. Η άλλη όψις του εν λόγω θέματος είναι, ότι ο Θεός δεν αποκαλύπτει την δόξαν Του εις τον καθένα, διότι δεν θέλει να κολάση τους μη καταλλήλως προητοιμασμένους με ανιδιοτελή αγάπην. Η έκπληξις των προφητών της Π. Δ., ότι ηδύναντο να ζούν ακόμη, παρ’ ότι είδον τον θεόν, και η παράκλησις του λαού προς τον Μωϋσή να ζητήση από τον Θεόν να σταματήση να δείχνη την δόξαν Του, την οποίαν δεν ηδύναντο να υποφέρουν πλέον, είναι εν προκειμένω σαφώς επιβεβαιωτικά.
Η Εκκλησία των αποστόλων και των πατέρων δεν ησχολείτο με τον Θεόν μέσω στοχασμών και αφηρημένων σκέψεων περί Αυτού. Και τούτο, διότι ο Θεός παραμένει μυστήριον εις την λογικήν και εκείνων ακόμη εις τους οποίους αποκαλύπτει την εν Χριστώ δόξαν και βασιλείαν Του και οι οποίοι μετέχουν ούτως εις το μυστήριον του σταυρού μέσω του δοξασμού, δηλαδή της θεώσεώς των. Η μόνη απασχόλησις των προφητών, αποστόλων και πατέρων ήτο 1) η θεραπεία των «ιδιωτών» (λαϊκών) μέσω της καθάρσεως της καρδίας των και 2) η μύησίς των α) εις την κατάστασιν ως μελών του σώματος του Χριστού και ναών του Αγίου Πνεύματος μέσω του φωτισμού της καρδίας, και β) εις «τό τέλειον» (Α’ Κορ. 13:12), δηλαδή εις την θέαν του Χριστού εν δόξη «πρόσωπον προς πρόσωπον» (Α’ Κορ. 13:12), μέσω του δοξασμού (Α’ Κορ. 12:26; Ρωμ. 8:30) δια την διακονίαν της ανθρωπότητος (Ιω. 17). Το «…ούς εδικαίωσεν, τούτους και εδόξασεν» (Ρωμ. 8:30) σημαίνει, ότι ο φωτισμός και ο δοξασμός συνδέονται μεταξύ των εις την ζωήν αυτήν, αλλά δεν ταυτίζονται.
Η αρρώστια της ανθρωπίνης προσωπικότητος συνίσταται εις την εξασθένησιν της κοινωνίας της καρδίας με την δόξαν του Θεού (Ρωμ. 3:23) και την υποδούλωσίν της εις τον κόσμον, δια του κατακλυσμού της υπό των εξηρτημένων από το περιβάλλον λογισμών (Ρωμ. 1:21-24, 2:5). Εις αυτήν την κατάστασιν ο άνθρωπος φαντάζεται τον Θεόν κατά την εικόνα του νοσούντος εαυτού του ή ακόμη και των ζώων (Ρωμ. 1:22). Ούτως ο έσω άνθρωπός υφίσταται τον πνευματικόν θάνατον, «εφ’ ω (λόγω του οποίου) πάντες ήμαρτον» (Ρωμ. 5:12).[ 4 ] Δηλαδή η αγάπη υποδουλώνεται εις το ένστικτον της αυτοσυντηρήσεως, το οποίον την παραμορφώνει και την μεταμορφώνει εις εγωκεντρικήν και ιδιοτελή ενέργειαν, υποβαθμισμένην εις απλήν αναζήτησιν επιβιώσεως, ασφαλείας και ευτυχίας.
Η πτώσις εκάστου ανθρώπου και η δουλεία του εις την κτίσιν συνίσταται εις την σύγχυσιν της ενεργείας του ανθρωπίνου πνεύματος[ 5 ] με αυτήν της διανοίας, καθ’ ήν σύγχυσιν, οι προερχόμενοι εκ του περιβάλλοντος λογισμοί γίνονται λογισμοί του πνεύματος, με αποτέλεσμα να εξασθενή κατά ποικίλους βαθμούς η εν τη καρδία κοινωνία με την άκτιστον ενέργειαν και βασιλείαν του Θεού. Η θεραπεία της νόσου ταύτης αρχίζει με την κάθαρσιν του πνεύματος του από όλους τους λογισμούς, καλούς και κακούς, και τον περιορισμόν των εις την διάνοιαν. Συγχρόνως το πνεύμα (δηλαδή η νοερά ενέργεια) του ανθρώπου ελευθερούται από την διάνοιαν και επιστρέφει με την νοεράν ευχήν εις την καρδίαν. Εις την φυσικήν του κατάστασιν το πνεύμα του ανθρώπου ενεργεί ωσάν στρόβιλος εντός της καρδίας, ενώ εις την πεπτωκείαν του κατάστασιν ευρίσκεται διάχυτον εις τον εγκέγαλον ταυτιζόμενον με τα νοήματα και τα ρήματά του και υπόδουλος εις αυτά.
Έτσι αντί να βασιλεύει μετά του Θεού επί της φύσεως, καθίσταται δούλος αυτής. Δια να αποκατασταθή η φυσιολογική λειτουργία της ανθρωπίνης προσωπικότητος μέσω της περιτομής ταύτης της καρδίας από όλους τους λογισμούς (Ρωμ. 2:29), πρέπει να ελευθερωθή ο έσω άνθρωπος από την δουλείαν εις ό,τιδήποτε εν σχέσει προς το περιβάλλον του, λ.χ. αυτοϊκανοποίησιν, πλούτον, ιδιοκτησίαν, ακόμη και τους γονείς και συγγενείς του (Ματθ. 10:37; Λουκ. 14:26). Ο σκοπός δεν είναι η απόκτησις Στωϊκής απαθείας δια της καταργήσεως της συμπαθείας, αλλ’ η παροχή της δυνατότητος εις την καρδίαν να δεχθή τας προσευχάς και τους ψαλμούς, που το Άγιον Πνεύμα μεταφέρει εκεί από την διάνοιαν και ενεργοποιεί αδιαλείπτως. Έτσι ο επί κεφαλής του νευρικού συστήματος εγκέφαλος απασχολείται με τας καθημερινάς δραστηριότητας και τον ύπνον, ενώ συγχρόνως το πνεύμα του ανθρώπου προσεύχεται εν τη καρδία αδιαλείπτως. Δηλαδή γίνεται ωσάν επισκευασμένη δισκέτα υπολογιστού εις την οποίαν κείμενα προσευχών μεταφέρονται από τον εγκέφαλον και επανέρχονται εις αυτόν. Όμως οι ούτω πνεύματι προσευχόμενοι αδιαλείπτως, προσεύχονται και μεγαλοφώνως με την λογικήν προκειμένου να συνεισφέρουν εις την κατήχησιν και οικοδομήν των ιδιωτών και απίστων. Αυτό εννοεί ο Παύλος με το «προσεύξωμαι τω πνεύματι, προσεύξωμαι τω νοΐ, ψαλώ τω πνεύματι, ψαλώ και τω νοΐ» (Α’ Κορ. 14:15).
Αυτό είναι το πλαίσιον της αναφοράς του Αποστόλου Παύλου και του Ευαγγελιστού Ιωάννου εις το Παράκλητον Πνεύμα το Οποίον εντυγχάνει υπέρ ημών εν τη καρδία. Το Άγιον Πνεύμα καθ’ αυτό εντυγχάνει υπέρ όλων των ανθρώπων «στεναγμοίς αλαλήτοις» (Ρωμ. 4:26). Αλλ’ ευρίσκει ανταπόκρισιν εις εκείνους, που συνεργάζονται 1) εις την κάθαρσιν του πνεύματός των, δηλαδή του «έσω ανθρώπου» ή «τής νοεράς ενεργείας» από όλους τους λογισμούς, καλούς και κακούς, 2) εις τον επαναχωρισμόν του πνεύματος τούτου από την λογικήν και 3) εις την επάνοδον του πνεύματος εις την καρδίαν μαζί με προσευχάς και ψαλμούς της διανοίας. Έτσι η θεραπεία της ανθρωπίνης προσωπικότητος εισέρχεται εις το στάδιον του φωτισμού. Αυτά προϋποθέτει ο Παύλος όταν γράφει, «προσεύξομαι τω πνεύματι, προσεύξομαι δε τω νοΐ, ψαλώ τω πνεύματι, ψαλώ δε και τω νοΐ.» (1 Κορ. 14:15).
Μόλις μας είπεν ο Παύλος, ότι η προσευχή πνεύματι περιλαμβάνει ψαλμούς της Παλαιάς Διαθήκης. Επομένως δεν ομιλεί δια ακαταλήπτους και μεγαλοφώνους προσευχάς, αφού οι ψαλμοί ήσαν γνωστοί εις όλους.
Ο Παύλος ομιλεί δια τα «γένη γλωσσών,» τα οποία συμπεριλαμβάνουν προσευχάς και ψαλμούς του πνεύματος του ανθρώπου εν τη καρδία και τα οποία ακούονται μόνον από εκείνους που έχουν το ίδιον χάρισμα. Όσοι ιδιώται δεν είχον ακόμη το χάρισμα αυτό δεν ηδύναντο να ακούσουν τας προσευχάς και τους ψαλμούς εν τη καρδία των εχόντων το χάρισμα αυτό των «γλωσσών.» Κορίνθιοι εις την κατάστασιν του φωτισμού είχον εισαγάγει την καινοτομίαν να τελούν ακολουθίας νοερώς εν τη καρδία παρόντων των «ιδιωτών,» που δεν είχον λάβει ακόμη «τά γένη γλωσσών.» Έτσι όμως ήτο αδύνατον εις τους ιδιώτας να οικοδομούνται και να απαντούν με το «αμήν» τους εις τα κατάλληλα μέρη της ακολουθίας, διότι απλώς δεν ήκουον τίποτε.
Ο Παύλος δηλώνει σαφώς, ότι «ουδείς ακούει» (Α’Κορ.14:2). «Εάν έλθω προς υμάς γλώσσαις λαλών, τί υμάς οφελήσω, εάν μη υμίν λαλήσω…;» (Α’Κορ. 14:6-7). Οι μη έχοντες το χάρισμα των γλωσσών πρέπει να ακούσουν την «δύναμιν της φωνής» των προσευχών και των ψαλμών δια να απαντήσουν με το ιδικόν των «αμήν» (Α’ Κορ. 14:11,16). «…εάν άδηλον σάλπιγξ φωνήν δώ, τίς παρασκευάσεται εις πόλεμον; ούτως και υμείς δια της γλώσσης, εάν μη εύσημον λόγον δώτε, πώς γνωσθήσεται το λαλούμενον; έσεσθε γαρ εις αέρα λαλούντες. τοσαύτα ει τύχοι γένη φωνών εισιν εν κόσμω, και ουδέν άφωνον.» (1 Κορ, 14:8-10). Δεν πρέπει οι φωτισμένοι να περιορισθούν εις το «λαλείν γλώσσαις» με «άδηλον φωνήν» παρουσία των «ιδιωτών» (Α’ Κορ. 14:10-11). «Σύ μεν γαρ καλώς ευχαριστείς, αλλ’ ο έτερος ουκ οικοδομείται» (Α’ Κορ. 14:17).
Όταν ο Παύλος λέγη «μείζων ο προφητεύων ή ο λαλών γλώσσαις, εκτός ει μη διερμηνεύει, ίνα η Εκκλησία οικοδομήν λάβη» (Α’ Κορ. 14:5), εννοεί σαφώς, ότι εκείνος, ο οποίος ομιλεί μόνον «γλώσσαις,» πρέπει να αποκτήση το χάρισμα να «διερμηνεύη» τας προσευχάς και τους ψαλμούς του πνεύματος εν τη καρδία, συγχρόνως εις προσευχάς και ψαλμούς του νοός, δια να απαγγέλωνται και μεγαλοφώνως προς οικοδομήν των ιδιωτών. «Διό ο λαλών γλώσση προσευχέσθω, ίνα διερμηνεύη. Εάν γαρ προσεύχωμαι γλώσση, το πνεύμά μου προσεύχεται, ο δε νούς μου άκαρπός εστιν. Τί ουν εστιν; προσεύξωμαι τω πνεύματι, προσεύξωμαι δε (συγχρόνως) και τω νοΐ, ψαλώ τω πνεύματι, ψαλώ δε και (συγχρόνως) τω νοΐ. Επεί εάν ευλογής εν πνεύματι, ο αναπληρών τον τόπον του ιδιώτου, πώς ερεί το αμήν επί τη σή ευχαριστία, επειδή τί λέγεις ουκ οίδεν, σύ μεν καλώς ευχαριστείς, αλλ’ ο έτερος ουκ οικοδομείται. Ευχαριστώ τω Θεώ, πάντων υμών μάλλον γλώσσαις λαλώ, αλλ’ εν εκκλησία θέλω πέντε λόγους τω νοΐ μου λαλήσαι, ίνα και άλλους κατηχήσω ή μυρίους λόγους εν γλώσση» (Α’ Κορ. 14: 13- 19).
Ο Παύλος ουδέποτε λέγει, ότι ο είς διερμηνεύει εκείνα που έτερος λέγει «γλώσσαις.» Έκαστος διερμηνεύει αυτά που ο ίδιος λέγει «γλώσσαις.» Τούτο προϋποθέτουν και τα λεχθέντα εις το Α’ Κορ. 14:27- 28: «είτε γλώσση τις λαλεί, κατά δύο ή το πλείστον τρείς και ανά μέρος και είς διερμηνευέτω. Εάν δε μη ή διερμηνευτής, σιγάτω εν εκκλησία, εαυτώ λαλείτω και τω Θεώ.» Δηλαδή εάν ο γλώσση λαλών δεν είναι διερμηνευτής, τότε σιωπεί εν εκκλησία. Όμως λαλεί εαυτώ και τω Θεώ. Άλλαις λέξεσιν το λαλείν γλώσσαις καθ’ εαυτό γίνεται εν τη καρδία και όχι μεγαλοφώνως. Με την εντολήν αυτήν ο Παύλος στερεί τους έχοντας μόνον «τά γένη γλωσσών» της δυνάμεως να επιβάλλουν την εν λόγω καινοτομίαν των μέσω της πλειοψηφίας των.
Ο Παύλος ομιλεί σαφώς δια προσευχάς και ψαλμούς μη απαγγελομένους με «τήν δύναμιν της φωνής,» αλλ’ ακουομένους εντός της καρδίας. Ο φωτισμός αυτός της καρδίας ουδετερώνει την υποδούλωσιν εις το ένστικτον της αυτοσυντηρήσεως και αρχίζει την μεταμόρφωσιν της ιδιοτελούς αγάπης εις ανιδιοτελή αγάπην. Αυτό αποτελεί το χάρισμα της ενδιαθέτου πίστεως εις τον έσω άνθρωπον, το οποίον είναι η δικαίωσις, καταλλαγή, υιοθεσία, ειρήνη, ελπίς και ζωοποίησις.
Αι προσευχαί και οι ψαλμοί αδιαλείπτως (Β’ Θεσ. 5:17) ενεργούμενοι νοερώς εν τη καρδία (Εφ. 5:18-20), τ.έ. «τά γένη γλωσσών» (Α’ Κορ. 12:10,28), μεταμορφώνουν τον «ιδιώτην» (λαϊκόν) εις ναόν του Αγίου Πνεύματος και μέλος του σώματος του Χριστού και του βασιλείου ιερατεύματος. Αυτή είναι η αρχή της απελευθερώσεως του πιστού από την δουλείαν εις το περιβάλον, όχι δια της φυγής απ’ αυτό, αλλά δια του ελέγχου επ’ αυτού, όχι δια της ιδιοτελούς εκμεταλλεύσεως, αλλά δια της ανιδιοτελούς αγάπης. Εντός των πλαισίων τούτων «ο νόμος του Πνεύματος της ζωής εν Χριστώ Ιησού ηλευθέρωσέ με από του νόμου της αμαρτίας και του θανάτου… Ει δε τις Πνεύμα Χριστού ουκ έχει, ούτος ουκ εστιν αυτού. Ει δε Χριστός εν υμίν, το μεν σώμα νεκρόν δι’ αμαρτίαν, το δε πνεύμα ζωή δια δικαιοσύνην» (Ρωμ. 8:2,9, 10).
Καθ’ όν χρόνον η θεραπεία του φωτισμού αυξάνει την τελειότητα της αγάπης, και μάλιστα με ήτταν του διαβόλου, ο φωτισμένος λαμβάνει εκ των απαριθμουμένων εις το Α’ Κορ. 12.28 ανωτέρων χαρισμάτων αναλόγως, με κορύφωσιν τον δοξασμόν. Ο Παύλος δηλώνει, ότι «εί δοξάζεται έν μέλος, συγχαίρει πάντα τα μέλη» (Α’ Κορ. 12: 26), με σκοπόν να εξηγήση, διατί οι προφήται είναι δεύτεροι μετά τους αποστόλους και πρίν από όλα τα άλλα μέλη του σώματος του Χριστού. Η υπό του Πνεύματος μεταβίβασις εκ της διανοίας εις την καρδίαν προσευχών και ψαλμών είναι η δικαίωσις και η ζωοποίησις του έσω ανθρώπου και η θέα του Χριστού «δι’ εσόπτρου εν αινίγματι» (Α’ Κορ. 13:12). Δοξασμός είναι η έλευσις του «τελείου» (Α’ Κορ. 13:10), δηλαδή η θέα του Χριστού εν δόξη «πρόσωπον προς πρόσωπον» (Α’ Κορ. 13:12). Όταν γράφη ο Παύλος, «άρτι γιγνώσκω εκ μέρους» (αυτόθι), αναφέρεται εις την τρέχουσαν κατάστασιν του φωτισμού του ή της δικαιώσεως. Με την επομένην φράσιν του: » τότε δε επιγνώσομαι, καθώς και επεγνώσθην» (αυτόθι), ο Παύλος λέγει, ότι θα δοξασθή, όπως είχεν ήδη δοξασθή. Εις την κατάστασιν του φωτισμού ο πιστός είναι «νήπιος.» Αφού δοξασθή, επιστρέφει εις τον φωτισμόν ως «ανήρ» (Α’ Κορ. 13:11).
Κατά την διάρκειαν του δοξασμού, που είναι θέωσις και αποκάλυψις, η προσευχή εν τη καρδία («γλώσσαι»), η γνώσις και η προφητεία, μαζί με την πίστιν και την ελπίδα, καταργούνται, αφού αντικαθίστανται από τον ίδιον τον Χριστόν εν τη ακτίστω βασιλεία και δόξη του Πατρός. Μόνον η αγάπη δεν εκπίπτει (Α’ Κορ. 13:8-11). Κατά την διάρκειαν του δοξασμού τα περί Θεού και τα εν ευχή προς τον Χριστόν νοήματα και ρήματα καταργούνται. Μετά την θέωσιν και με την επιστροφήν εις τον φωτισμόν, επιστρέφουν γνώσις, προφητεία, γλώσσαι, πίστις και ελπίς και επανενώνονται με την αγάπην, η οποία δεν είχεν «εκπέσει.» Τα υπό των θεουμένων χρησιμοποιούμενα εις την διδασκαλίαν και προσευχήν ρήματα και νοήματα δια την καθοδήγησιν άλλων μέχρι τον δοξασμόν είναι θεόπνευστα, αλλά μόνον εις την χρήσιν και υπό την καθοδήγησιν φωτισμένων και θεουμένων. Οι μη γνωρίζοντες, ότι ο σκοπός αυτών των ρημάτων και νοημάτων είναι η κατάργησίς των κατά την διάρκειαν της θεώσεως, βαδίζουν επί θεμελίων της φαντασίας των.
Αυτή είναι η θέα του εν δόξη αναστάντος Χριστού, την οποίαν είχεν ο Παύλος και δια της οποίας ο Θεός θέτει εις την κεφαλήν (Α’ Κορ. 12:28) και το θεμέλιον (Εφ. 2:20) της Εκκλησίας τους αποστόλους και προφήτας. Αυτό το «θεμέλιον,» το οποίον περιλαμβάνει και γυναίκας προφήτιδας (Πράξ. 2:17; 21:9; Α’ Κορ. 11:5), αποτελεί το πλαίσιον της δηλώσεως του Παύλου, ότι εν Χριστώ «ουκ ένι άρσεν και θήλυ» (Γαλ. 3:28).
Ο δοξασμός δεν είναι θαύμα. Είναι το τελικόν φυσικόν στάδιον της μεταμορφώσεως της ιδιοτελούς αγάπης εις ανιδιοτελή αγάπην και η άφιξις του ανθρώπου εις την κατάστασιν δια την οποίαν εδημιουργήθη. Και ο Παύλος και ο Ιωάννης σαφώς θεωρούν την εν τη ζωή ταύτη θέαν του Χριστού εν δόξη αναγκαίαν δια την τελείωσιν της αγάπης και της διακονίας προς την κοινωνίαν (Ιω. 14:21-24, 16:22, 17:24; Α’ Κορ. 13:10-13; Εφ. 3:3-6). Αι εμφανίσεις του αναστάντος Χριστού εν δόξη δεν ήσαν και δεν είναι θαύματα, δια να εκθαμβώσουν τους θεατάς και να τους πείσουν να πιστεύσουν εις την θεότητά Του. Θαύμα δεν ήτο η ανάστασις του Κυρίου της δόξης. Θαύμα ήτο η σταύρωσις και ο θάνατός Του. Ο αναστάς Χριστός εμφανίζεται μόνον δια την τελείωσιν της αγάπης, ακόμη και εις την περίπτωσιν του Παύλου, ο οποίος είχε φθάσει το κατώφλι του δοξασμού (Γαλ. 1:14 εξ.), μη γνωρίζων, ότι ο Κύριος της δόξης, τον οποίον επρόκειτο να ίδη, είχε γεννηθεί, σταυρωθεί και αναστηθεί. Αι εμφανίσεις του αναστάντος Κυρίου της δόξης εις το Α’ Κορ. 15: 1-11 είναι οι δοξασμοί με τους οποίους ο Παύλος ολοκληρώνει την περί χαρισμάτων ανάπτυξιν που είχεν αρχίσει εις το 12:1.
Όλοι οι μετέπειτα θεωθέντες αποτελούν με τους αποστόλους το θεμέλιον της Εκκλησίας, διότι «…τήν ίσην δωρεάν έδωκεν αυτοίς ο Θεός ως και ημίν,» λέγει ο Πέτρος (Πράξ. 11:17, 10:47). Δηλαδή οδηγήθησαν, ως οι απόστολοι κατά την Πεντηκοστήν, εις «πάσαν την αλήθειαν,» η οποία είναι ο αναστάς και αναληφθείς εν δόξη Χριστός, επιστρέψας σαρκί εν ταις ακτίστοις πυρίναις γλώσσαις του Πνεύματός Του, δια να κατοικήση ως άνθρωπος μετά του Πατρός Του εν τοις γενομένοις ναοίς του Αγίου Πνεύματος πιστοίς ως ακριβώς υπεσχέθη (Ιω. 14-17). Ούτως, η Εκκλησία των ναών του Αγίου Πνεύματος προφητών έγινε το Σώμα του Χριστού, κατά του Οποίου «πύλαι άδου (θανάτου) ου κατισχύσουσιν.»
Δοξασμός είναι η μέθεξις όχι μόνον της ψυχής αλλά και του σώματος εις την αθανασίαν και αφθαρσίαν δια την τελείωσιν της αγάπης. Δύναται να είναι θέα μικράς ή μακράς διαρκείας. Μετά από κάποιαν έκστασιν αποπροσανατολισμού ο νεωστί θεωθείς βλέπει τα πάντα γύρω του διαβεβρωμένα με την δόξαν/βασιλείαν του Θεού, η οποία, αφού δεν είναι ούτε φώς, ούτε σκότος, και δεν ομοιάζει με τίποτε το κτιστόν, υπερβαίνει πάντα τα ρήματα και νοήματα καί, παρ’ ότι αποκαλυπτομένη, παραμένει μυστήριον αδιαπέραστον, ανέκφραστον και ως εκ τούτου απερίγραπτον. Κατά την διάρκειαν της θέας τα πάθη, τα οποία είχον ουδετεροποιηθεί και καταστεί αδιάβλητα με τον φωτισμόν, καταργούνται. Ο θεούμενος ούτε τρώγει, ούτε πίνει, ούτε κοιμάται, ούτε κουράζεται και δεν επηρεάζεται από την ζέστην ή το κρύο. Αυτά τα φαινόμενα εις τους βίους των αγίων, πρίν και μετά την ενσάρκωσιν του Κυρίου της δόξης, δεν είναι θαύματα, αλλ’ η αποκατάστασις της υγείας της νοσούσης ανθρωπίνης φύσεως.
Οι Γεροντολόγοι[ 6 ] έχουν αποδείξει ότι το γήρας είναι αρρώστια και ερευνούν, μήπως και ο ίδιος ο Θάνατος είναι αρρώστια. Θα ηδύναντο να αποτελέσουν συμβολήν εις την εν λόγω έρευναν οι θεούμενοι και τα λείψανά των. Τα σώματα εκατοντάδων θεουμένων παραμένουν σχετικώς ακέραια επί αιώνας εις μίαν κατάστασιν μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Από τα παλαιότερα παραδείγματα είναι το ακέραιον σώμα του Αγίου Σπυρίδωνος εις την νήσον Κέρκυρα, του λαβόντος μέρος το 325 εις την Α’ Οικ. Σύνοδον. Μόνον εις την Μονήν των Σπηλαίων εις το Κίεβον υπάρχουν 120 ακέραια ιερά λείψανα.
Αυτό είναι το πλαίσιον των λεχθέντων υπό του Αποστόλου Παύλου, ότι «καί η κτίσις ελευθερωθήσεται από της δουλείας της φθοράς εις την ελευθερίαν της δόξης των τέκνων του Θεού» (Ρωμ. 8:21). Από τα συμφραζόμενα είναι φανερόν, ότι η «ελευθερία της δόξης» είναι εδώ ελευθερία από την φθοράν και την θνητότητα. Αλλ’ ακόμη και εκείνοι, των οποίων ο έσω άνθρωπος έφθασεν εις την υιοθεσίαν του φωτισμού, ως και εκείνοι, των οποίων και τα σώματα είχον δια της θεώσεως πρόγευσιν της αθανασίας και της αφθαρσίας, περιμένουν «τήν υιοθεσίαν, την απολύτρωσιν του σώματος ημών» (Ρωμ. 8:23). «Οι νεκροί εγερθήσονται άφθαρτοι και ημείς αλλαγησόμεθα… Δεί γαρ το φθαρτόν τούτο ενδύσασθαι αφθαρσίαν και το θνητόν τούτο ενδύσασθαι αθανασίαν» (Α’ Κορ. 15:53,54).
Αυτά τα γνωρίζει κανείς όχι από στοχασμόν επάνω εις βιβλικά κείμενα, αλλά από την εμπειρίαν του δοξασμού, τουτέστι από «τήν ελευθερίαν της δόξης των τέκνων του Θεού.» Η εμπειρία του δοξασμού και όχι μόνον βιβλικά κείμενα είναι το θεμέλιον της πίστεως της Εκκλησίας εις την σωματικήν ανάστασιν του βιολογικού μέρους της ανθρωπίνης προσωπικότητος
Η ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΕΙΝΑΙ ΝΕΥΡΟΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΑΣΘΕΝΕΙΑ,
Η ΔΕ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΗΣ
© Ιωάννης Σ. Ρωμανίδης
[Πρώτη δημοσίευση από τήν Ιερά Μονή Κουτλουμουσίου, Αγίου Όρους, στόν τόμο «Ορθοδοξία, Ελληνισμός, πορεία στην 3η χιλιετηρίδα» 1966, σελ. 67-87]
https://paraklisi.blogspot.gr/2017/03/blog-post_244.html#more
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου