«Πολλά χρόνια πονούσε η ψυχή μου από το λογισμό, πώς να, εμείς οι μοναχοί απαρνηθήκαμε τον κόσμο, αφήσαμε και συγγενείς και πατρίδα, εγκαταλείψαμε το πάν, όσα συνήθως αποτελούν τη ζωή των ανθρώπων· δώσαμε υποσχέσεις ενώπιον Θεού και αγίων αγγέλων και ανθρώπων να ζούμε σύμφωνα με το νόμο του Χριστού· απαρνηθήκαμε το θέλημά μας και περνάμε ουσιαστικά μαρτυρική ζωή και παρόλα αυτά δεν ευδοκιμούμε στο καλό. Άραγε είναι πολλοί από μας πού σώζονται; Εγώ πρώτος χάνομαι. Παρατηρώ και τους άλλους, τους κατέχουν τα πάθη. Όταν, όμως, συναντώ τους κοσμικούς, βλέπω ότι αυτοί ζουν σε μεγάλη άγνοια και αμέλεια και δεν μετανοούν. Και να που σιγά-σιγά, χωρίς να καταλάβω πώς, έμαθα να προσεύχομαι για τον κόσμο.Έχυσα πολλά δάκρυα με τη σκέψη ότι, αν εμείς οι μοναχοί που απαρνηθήκαμε τον κόσμο δεν σωζόμαστε, τότε τι γίνεται γενικότερα στον κόσμο; Έτσι βαθμηδόν μεγάλωνε η θλίψη μου και άρχισα να χύνω δάκρυα απογνώσεως. Και να, πέρυσι ενώ βρισκόμουν στην απελπισία αυτή, εξαντλημένος από το κλάμα, ξαπλωμένος καταγής, εμφανίσθηκε ο Κύριος και με ρώτησε: