ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΙΤΙΣΣΑ

ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΙΤΙΣΣΑ
ΧΑΙΡΕ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ ΚΑΙ ΘΕΟΒΑΔΙΣΤΟΝ(Κάνετε κλίκ στήν εἰκόνα γιά νά ὁδηγηθεῖτε στό ἱστολόγιο: ΚΥΡΙΟΣ ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ 3

Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2016

̎Πῶςσωζόμαστε ̎,Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης

Ἀκοῦστε ἐδῶ  τήν ὁμιλία:̎Πῶςσωζόμαστε ̎, Ὁμιλία στίς 17-06-2015

Σκέφτηκα σήμερα μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ καί τίς εὐχές τῶν πατέρων καί ὅλων ὑμῶν, νά ποῦμε λίγα λόγια γιά τό τί σημαίνει σωτηρία καί πῶς μποροῦμε νά σωθοῦμε. Κατ’ ἀρχάς πρέπει νά ποῦμε ὅτι σωτήρας εἶναι ὁ Χριστός καί σωτηρία εἶναι ἡ ἕνωση μέ τόν Χριστό. Ἄς τό ἐξηγήσουμε λίγο αὐτό. Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος, εἶναι πνεῦμα, ὅπως εἶπε ὁ Ἴδιος στή Σαμαρείτισσα «πνεῦμα ὁ Θεός» (Ἰω. 4,24). Ἔχει καί σῶμα, ἔχει καί τήν ἀνθρώπινη φύση. Ἐπίσης ὁ Θεός μᾶς ἀποκάλυψε ὅτι εἶναι Τριαδικός, ὅτι εἶναι Πατήρ, Υἱός καί Ἅγιο Πνεῦμα. Οὔτε ὅμως ὁ Πατέρας, οὔτε τό Ἅγιο Πνεῦμα ἔχουν σῶμα ἀνθρώπινο. Μόνο ὁ Χριστός ἐνηνθρώπησε, πῆρε τήν ἀνθρώπινη φύση.
– Ὅταν λοιπόν λέμε νά ἐνωθοῦμε μέ τόν Χριστό, ἀφοῦ ὁ Χριστός εἶναι ἡ σωτηρία μας καί εἶναι καί ὁ Παράδεισος, ἐννοοῦμε νά ἑνωθοῦμε μέ τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ;Οἱ Ἅγιοι Πατέρες μᾶς εἶπαν ὅτι δέν μποροῦμε νά ἑνωθοῦμε μέ τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ. Κατ’ ἀρχάς δέν ξέρουμε τί εἶναι ὁ Θεός στήν οὐσία Του. Ὁ Χριστός μας εἶναι τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος. Ὡς ἄνθρωπος ἔχει τήν ἀνθρώπινη οὐσία πού ἔχουμε κι ἐμεῖς, άλλά ὡς Θεός ἔχει τήν θεία οὐσία πού δέν ξέρουμε τί εἶναι καί μέ τήν ὁποία δέν μποροῦμε νά ἑνωθοῦμε.

Μᾶς εἶπαν ἐπίσης οἱ Ἅγιοι Πατέρες πώς ὁ Θεός ἔχει καί ἐνέργειες καί μ’ αὐτές τίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ μποροῦμε νά ἑνωθοῦμε, νά ἔχουμε μία μετοχή στίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, μία μέθεξη στίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ. Ἑπομένως νά ἑνωθοῦμε μέ τόν Θεό σημαίνει νά μετέχουμε στίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Θεός εἶπε: «ἐγώ εἰμι ἡ ζωή» (Ἰω. 14,6). Ἐπίσης ὅτι εἶναι τό φῶς. Ἐπίσης λέει ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὅτι εἶναι ἡ ἀγάπη, «ὁ Θεός ἀγάπη ἐστίν» (Α΄ Ἰωαν. 4,7). Ἀκόμα μᾶς εἶπε ὁ Χριστός ὅτι «ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις» (Ἰω. 11,25). Ὅλα αὐτά δέν εἶναι βέβαια ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἀλλά εἶναι ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ. Ὅταν λέμε λοιπόν ὁ ἄνθρωπος νά ἑνωθεῖ μέ τόν Θεό καί αὐτό εἶναι ἡ σωτηρία του, ἐννοοῦμε νά ἑνωθεῖ, νά μετέχει σ’ αὐτές τίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ. Δηλαδή νά μετέχει στή ζωή τοῦ Θεοῦ, στό φῶς τοῦ Θεοῦ, στήν Ἀνάσταση, σ’ αὐτό πού εἶναι ὁ Θεός, στίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ γενικότερα. Μᾶς λένε οἱ Ἅγιοι Πατέρες ὅτι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά γίνει ὅπως εἶναι καί ὁ Θεός, ὡς πρός τίς ἐνέργειες βέβαια καί ὄχι ὡς πρός τήν οὐσία. Αὐτό εἶναι τό καθ’ ὁμοίωση, νά ὁμοιάσουμε στόν Θεό καί αὐτό εἶναι καί ἡ σωτηρία μας. Αὐτό μᾶς εἶπαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες εἶναι καί ἡ θέωση, δηλαδή ὁ ἄνθρωπος νά φτάσει νά γίνει ὅμοιος μέ τόν Θεό.
Ἄν ἀναλύσουμε λίγο αὐτό τό ρῆμα ̎σώζομαι ̎, σήμερα τό λέμε καί ̎διασώζομαι ̎, σημαίνει διασώζω τήν ὕπαρξή μου. Δηλαδή σώζομαι θά πεῖ συνεχίζω νά ὑπάρχω γιά πάντα. Αὐτό εἶναι ἡ σωτηρία. Ὁ ἄνθρωπος δηλαδή δέν ζεῖ δέκα, εἴκοσι, πενήντα, ἑξήντα, ὅσα χρόνια θά ζήσει μόνο ἐδῶ σ’ αὐτή τήν ζωή, ἀλλά ἔχει ἕναν προορισμό νά ζήσει αἰώνια, ὅπως μᾶς εἶπε ὁ Χριστός. Νά μήν πεθάνει δηλαδή, νά μήν διαλυθεῖ, νά μήν καταστραφεῖ., νά μή χαθεῖ ὡς ὕπαρξη. Νά συνεχίσει νά ὑπάρχει καί μετά τόν θάνατό του. Γιατί ὁ Χριστός μᾶς εἶπε καί οἱ ἅγιοι μᾶς τό ἐξήγησαν, ὄτι ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι μόνο τό σῶμα αὐτό πού βλέπουμε, ἀλλά ὑπάρχει καί ἕνα ἄλλο συστατικό πού δέν βλέπουμε, πού εἶναι ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. Εἶπε μάλιστα ὁ Χριστός μας ἐκείνη τήν περίφημη φράση: «Γιατί τί θά ὠφεληθεῖ ὁ ἄνθρωπος ἄν κερδίσει ὅλο τόν κόσμο καί ζημιωθεῖ τήν ψυχή του;» (Ματθ. 16,26). Τίποτα δέν ὠφελεῖται τότε ὁ ἄνθρωπος. Μπορεῖ νά μαζέψει ὅλα τά πλούτη τοῦ κόσμου, νά γίνει Ὠνάσης ἀλλά ἄν χάσει τήν ψυχή του, τίποτα δέν ἔκανε στή ζωή του. Μάταια ἔζησε. Ἑπομένως μᾶς μιλάει καί ὁ Χριστός μας γιά μία διάσωση. Λέει πάλι ἡ Ἁγία Γραφή ὅτι: «ὁ Θεός ἔδωσε σωτηρία ἐν μέσω τῆς γῆς» (Ψαλμ. 73,12). Μᾶς δίνει τήν δυνατότητα νά σωθοῦμε, νά διασώσουμε τήν ὕπαρξή μας.
– Ἀλλά πῶς μποροῦμε ἐμεῖς νά ὑπάρχουμε αἰώνια;
Μόνο ἄν ἑνωθοῦμε μέ Αὐτόν πού ὑπάρχει πραγματικά καί αἰώνια. Αὐτός εἶναι ὁ Χριστός, εἶναι ὁ Θεός. Γι’ αὐτό, ἄν παρατηρήσετε, ὅταν φτιάχνουμε τήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ στό φωτοστέφανο γράφουμε μία μικρή φρασούλα «Ὁ ὬΝ». Αὐτός πού ὑπάρχει, αὐτό θά πεῖ ὁ ὤν. Ὁ Θεός εἶναι Αὐτός πού πραγματικά ὑπάρχει. Ὅποιος λοιπόν ἑνώνεται μέ τόν Χριστό, μέ τόν Θεό, ἑνώνεται μέ Αὐτόν πού ὑπάρχει πάντα. Ἄρα καταλαβαίνουμε γιατί σωζόμαστε ὅταν ἑνωνόμαστε μέ τόν Χριστό. Ἑνωνόμαστε μέ Αὐτόν πού ὑπάρχει πάντα, ἄρα κι ἐμεῖς μετά διασωζόμαστε, σωζόμαστε, ὑπάρχουμε πάντα, ἀφοῦ ὁ Χριστός ὑπάρχει πάντα. Γι’ αὐτό ἡ σωτηρία μας, ὁ Παράδεισος εἶναι ὁ Χριστός. Δέν εἶναι ὁ Παράδεισος ἕνας τόπος πού περνᾶμε καλά. Ὁ Παράδεισος εἶναι ἕνα πρόσωπο, εἶναι ὁ Χριστός. Αὐτό τό ἔλεγε καί ὁ μακαριστός ὁ ἅγιος Πορφύριος, καθώς καί ὅλοι οἱ ἅγιοι.
Ἑπομένως ἡ σωτηρία μας εἶναι νά ἑνωθοῦμε μέ τόν Χριστό καί εἴπαμε δέν μποροῦμε νά ἑνωθοῦμε μέ τήν οὐσία τοῦ Χριστοῦ ἀλλά μέ τίς ἐνέργειες τοῦ Χριστοῦ, μέ τίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ. Εἴπαμε λίγα πράγματα γιά αὐτές τίς ἐνέργειες καί πῶς κι ἐμεῖς καλούμαστε νά μοιάσουμε στόν Χριστό, δηλαδή νά μετέχουμε σ’ αὐτές τίς ἐνέργειες τοῦ Χριστοῦ. Ὅπως ὁ Χριστός εἶναι ζωή, εἶναι ἀγάπη, εἶναι φῶς κι ἐμεῖς νά γίνουμε ζωή, ἀγάπη, φῶς. Ὅπως ὁ Χριστός εἶναι εἰρήνη καί ἀνάσταση κι ἐμεῖς νά ἔχουμε μετοχή σ’ αὐτή τήν εἰρήνη καί τήν ἀνάσταση.
Καί νά σᾶς πῶ ἕνα μυστικό; Ὅσο ὁ ἄνθρωπος μοιάζει στόν Χριστό, τόσο ἀποκτάει αὐτές τίς ἐνέργειες καί ζεῖ αὐτές τίς ἐνέργειες πού ἔχει ὁ Χριστός. Μία τέτοια ἐνέργεια εἶναι ἡ εἰρήνη. Ὁ ἄνθρωπος δηλαδή πού πλησιάζει καί ἑνώνεται μέ τόν Χριστό, ἔχει καί εἰρήνη. Ὅσο πιό πολύ ζεῖ τόν Χριστό, τόσο πιό πολύ ζεῖ καί τήν εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ. Ἐνῶ βλέπετε οἱ ἄνθρωποι πού εἶναι μακριά ἀπ’ τόν Χριστό εἶναι γεμάτοι ἄγχος, γεμάτοι ἀγωνία, γεμάτοι ἀνασφάλεια, γεμάτοι φοβίες καί τρέχουν στούς ψυχιάτρους καί στούς ψυχολόγους καί πάλι δέν βρίσκουν εἰρήνη. Δέν βρίσκουν αὐτή τήν γαλήνη πού ποθεῖ ἡ ψυχή τους γιατί αὐτή ἡ εἰρήνη καί ἡ γαλήνη ὑπάρχει μόνο στόν Χριστό καί σ’ αὐτούς πού πᾶνε νά ἑνωθοῦν μέ τόν Χριστό.
Ἕνα ἄλλο ἐρώτημα εἶναι τό ἑξῆς:
– Πῶς θά ἑνωθοῦμε μέ τόν Χριστό; Ὑπάρχει κάποιο μέσο, κάποιο ὄργανο μέ τό ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος ἑνώνεται μέ τόν Χριστό;
Καί βέβαια ὑπάρχει! Ὁ ἄνθρωπος ἑνώνεται μέ τόν Χριστό μέ ἕνα «ἐργαλεῖο», μέ ἕνα συστατικό πού ἔχουμε μέσα μας, τό ὁποῖο λέγεται νοῦς. Αὐτός ὁ νοῦς ὑπάρχει ὡς δύναμη τῆς ψυχῆς μας. Ἡ ψυχή μας, πού εἶναι τό κύριο συστατικό μας, ἔχει πέντε δυνάμεις, μᾶς εἶπαν οἱ ἅγιοι Πατέρες. Ἡ πρώτη δύναμη λέγεται νοῦς. Ὑπάρχουν καί ἄλλες τέσσερις. Ἡ διάνοια, αὐτό πού λέμε σκέψη. Ἡ δόξα, αὐτό πού λέμε κρίση. Ἡ φαντασία, ξέρετε τί εἶναι ἡ φαντασία. Καί ἡ αἴσθηση, μέ τήν ὁποία ἐπικοινωνοῦμε μέ τόν ἔξω κόσμο. Αὐτές εἶναι οἱ πέντε δυνάμεις πού ἔχει ἡ ψυχή μας. Οἱ ἅγιοι Πατέρες ἔψαξαν καί βρῆκαν μέ ποιά ἀπό τίς πέντε αὐτές δυνάμεις ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά ἑνωθεῖ μέ τόν Χριστό, μέ τόν Θεό. Βρῆκαν λοιπόν -καί πρώτη ἡ Παναγία μας- ὅτι μέ τήν δύναμη πού λέγεται νοῦς μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά κοινωνεῖ, νά ἐπικοινωνεῖ καί νά ἑνώνεται μέ τόν Χριστό.
Πότε ὅμως; Ὅταν ὁ νοῦς αὐτός τοῦ ἀνθρώπου εἶναι καθαρός, εἶναι ζωντανός, εἶναι δεκτικός, εἶναι ἀνοικτός στόν Θεό. Μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ὁ νοῦς μοιάζει μέ τό μάτι. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει τά μάτια μέ τά ὁποῖα βλέπει. Ἄν τό μάτι ὅμως εἶναι ἄρρωστο, ἄν τό μάτι εἶναι κλειστό, ὁ ἄνθρωπος δέν βλέπει. Ἔτσι καί τό μάτι τῆς ψυχῆς, εἶπαν οἱ ἅγιοι Πατέρες, εἶναι αὐτό πού λέμε νοῦς καί προσέξτε δέν εἶναι αὐτό πού λέμε σκέψη. Ὅταν οἱ ἅγιοι Πατέρες μιλᾶνε γιά τόν νοῦ, μιλᾶνε γιά αὐτή τή σπουδαιότερη δύναμη πού ἔχει ἡ ψυχή, ἡ ὁποία διαφέρει ἀπό τήν σκέψη. Τήν σκέψη τήν λένε διάνοια. Εἶναι μία ἄλλη δύναμη κατώτερη, τήν ὁποία σήμερα οἱ ἄνθρωποι ἔχουμε θεοποιήσει. Τήν διάνοια, τήν σκέψη, τήν λογική, τήν ἔχουμε κάνει ρυθμιστή τῆς ζωῆς μας κι αὐτό εἶναι τό μεγάλο μας λάθος. Καί ἀφήσαμε τόν νοῦ μας πού εἶναι ἡ πιό σπουδαία δύναμη, μέ τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά δεῖ τόν Θεό ἀπενεργοποιημένο, κλειστό. Ὁ νοῦς, τά μάτια τῆς ψυχῆς εἶναι κλειστά καί ὁ ἄνθρωπος δέν βλέπει στόν Θεό. Ἔχει ὑποδουλωθεῖ ὁ νοῦς στήν διάνοια, στήν λογική. Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος θεωρεῖ ὅτι πρέπει μέ τή λογική νά κανονίσει τήν ζωή του.
Νά ποῦμε ἕνα παράδειγμα. Κάνουν δύο ἄνθρωποι οἰκογένεια καί λένε τώρα πού κάναμε οἰκογένεια πρέπει νά κάνουμε καί παιδιά. Ἀλλά τί λέει ἀμέσως ἡ λογική; «Ἔχουμε χρήματα;», γιατί τά παιδιά θέλουν χρήματα. Ἄν βάλει ρυθμιστή λοιπόν τήν λογική θά πεῖ: «Ἄ, δέν ἔχουμε χρήματα, ἄρα δέν θά κάνουμε παιδιά ἤ θά κάνουμε ἀργότερα ἤ θά κάνουμε ἕνα παιδί». Αὐτά ὅλα, ἔλεγε ὁ ἅγιος Παΐσιος, εἶναι τά συμπτώματα τοῦ ἀνθρώπου πού κυβερνιέται ἀπό τή λογική. Ἀλλά, ἔλεγε, στό θέμα τῆς τεκνογονίας -μιά πού πιάσαμε αὐτό τό θέμα- δέν πρέπει νά κυριαρχεῖ ἡ λογική, ἀλλά ὁ Θεός.
– Πότε ὅμως ὁ ἄνθρωπος βλέπει τόν Θεό;
Ὅταν ὁ νοῦς του εἶναι ὑγιής, δέν εἶναι ἄρρωστος, δέν εἶναι κλειστός, δέν εἶναι τυφλός, δέν εἶναι σκοτισμένος.
– Πότε σκοτίζεται ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου;
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἁμαρτάνει καί δέν μετανοεῖ. Ὁ Ἀδάμ στόν Παράδεισο, πρίν κάνει αὐτήν τήν ἁμαρτία πού ἔκανε, τήν παρακοή στόν Θεό, εἶχε τόν νοῦ του φωτεινό. Τά μάτια τῆς ψυχῆς του δηλαδή ἀνοιχτά καί ἔβλεπε τόν Θεό καί κοινωνοῦσε μέ τόν Θεό καί ἡ ὕπαρξή του ἦταν ντυμένη μέ ἕνα ἔνδυμα θεϊκό, τήν θεία Χάρη. Γι’ αὐτό καί δέν ἔνιωθε γυμνός ὁ Ἀδάμ οὔτε ἡ Εὔα. Ὅταν ὅμως ἁμάρτησαν κάνοντας παρακοή στόν Θεό ἔνιωσαν γυμνοί. Ὁ νοῦς τους σκοτίστηκε, λένε οἱ ἅγιοι Πατέρες καί πλέον ἄρχισαν νά φοβοῦνται καί νά κρύβονται. Καί εἶπε ὁ Θεός στόν Ἀδάμ: «Γιατί Μέ φοβᾶσαι, ἐνῶ μέχρι τώρα δέν Μέ φοβόσουν; Μέ ἔβλεπες. Κοινωνούσαμε, ἐπικοινωνούσαμε, Μέ ἀγαποῦσες. Μήπως ἔφαγες ἀπό τόν καρπό αὐτόν πού σοῦ εἶπα νά μήν φᾶς;». Τό ἤξερε ὁ Θεός, ἀλλά τοῦ κάνει τήν ἐρώτηση γιά νά τόν βοηθήσει, ἐνῶ ἁμάρτησε, νά μετανοήσει καί νά ζητήσει συγχώρηση. Ὁ Ἀδάμ ὅμως τά ἔριξε στήν Εὔα καί στόν Θεό καί εἶπε «ἡ γυναίκα πού μοῦ ἔδωσες, αὐτή φταίει». Δέν ἔφταιγε ἡ γυναίκα. Ἔφταιγε ὁ ἴδιος πού ἔκανε παρακοή. Ἡ γυναίκα πάλι τά ἔριξε στό φίδι. Ἐπίσης ὅμως δέν ἔφταιγε τό φίδι, ἀλλά ἡ ἴδια. Τό γεγονός εἶναι ἕνα, ὅτι ἔνιωσαν γυμνοί, ἔχασαν τήν χάρη τοῦ Θεοῦ καί ἔχασαν καί τήν κοινωνία μέ τόν Θεό. Δέν ἔβλεπαν πιά τόν Θεό ὅπως πρίν. Σκοτίστηκε ὁ νοῦς τους. Μετά τί ἔγινε; Βγαίνουν ἀπό τόν Παράδεισο, τούς βγάζει ὁ Θεός καί μπαίνουν σ’ αὐτή τήν ζωή πού ξέρουμε ὅλοι μας μέ τούς ἱδρῶτες, μέ τόν πόνο, μέ τόν κόπο, μέ τίς ἀρρώστιες, μέ τήν ὅλη ταλαιπωρία πού ἔχει αὐτή ἡ ζωή καί τελικά μέ τόν θάνατο. Ὅλα αὐτά εἶναι τά ἀποτελέσματα τῆς ἁμαρτίας.
Ὁ Χριστός τώρα, ὁ Θεός τί κάνει; Μᾶς ἀφήνει σ’ αὐτή τήν τραγική μας κατάσταση; Ὄχι. Μᾶς στέλνει βοήθεια. Μᾶς στέλνει Προφῆτες, μᾶς στέλνει Ἀγγέλους, ἐμφανίζεται καί ὁ Ἴδιος στήν Παλαιά Διαθήκη ὡς Ἄγγελος καί μετά ἔρχεται καί ὡς ἄνθρωπος γιά νά μᾶς διδάξει τόν τρόπο νά ξανα-συνδεθοῦμε μαζί Του, νά ξαναφωτιστεῖ ὁ νοῦς μας, νά θεραπευτεῖ, νά ἀνοίξουν τά μάτια αὐτά τῆς ψυχῆς. Νά μπορέσει ὁ ἄνθρωπος πάλι νά ντυθεῖ τό ροῦχο πού ἔχασε βγαίνοντας ἀπό τόν Παράδεισο, τήν θεία χάρη καί νά μήν νιώθει ἀνασφαλής, νά μήν φοβᾶται, νά μήν ταλαιπωρεῖται, ἀλλά νά ἔχει αὐτή τήν χαρά πού εἶχε καί ὁ Ἀδάμ πρίν ἁμαρτήσει. Καί πῶς γίνεται αὐτό; Μᾶς τό εἶπε ὁ Χριστός: μέ τήν μετάνοια. Γι’ αὐτό ὅταν ἦρθε στή γῆ, ἔλεγε μία λεξούλα: «Μετανοεῖτε». Αὐτό φώναζε καί τό ἴδιο ἔκανε καί ὁ Πρόδρομός Του, ὁ ἅγιος Ἰωάννης. Μετανοεῖτε, ἀλλάξτε δηλαδή νοῦ, ὁ νοῦς σας μέχρι τώρα εἶναι σκοτισμένος, εἶναι τυφλός, ἀλλάξτε νοῦ, πετάξτε τό σκοτάδι καί ἀνοίξτε τόν νοῦ σας σέ Ἐμένα μέ τήν ἀλλαγή τοῦ τρόπου ζωῆς. Χρειάζεται αὐτό πού πολλές φορές λέμε νά ̎μετανοήσουμε ̎ ἀλλά χωρίς νά καταλαβαίνουμε ὅτι αὐτό σημαίνει νά φωτιστεῖ ὁ νοῦς μας, νά φύγει τό σκοτάδι, τό ὁποῖο παράγει ἁμαρτία. Ὅπως ὅμως μιά σκονίτσα πού πάει στό μάτι μας, ἄν δέν τήν βγάλουμε ἔγκαιρα μπορεῖ καί νά τυφλωθοῦμε ἀκόμα, ἔτσι καί ἡ ἁμαρτία πού πάει στόν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ἄν δέν τήν πετάξει ὁ ἄνθρωπος γρήγορα, σκοτίζει τόν νοῦ, τόν τυφλώνει καί τόν ἀχρηστεύει.
– Δέν ὑπάρχει θεραπεία;
Ὑπάρχει ἄν πᾶμε στήν Ἐκκλησία, στόν Χριστό νά πετάξουμε αὐτή τήν ἁμαρτία πού σκοτίζει τόν νοῦ μας. Ὅλη αὐτή ἡ διαδικασία, ὅλη αὐτή ἡ θεραπεία εἶναι ὁ ρόλος τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία ὑπάρχει γιά νά βοηθήσει ἐμᾶς τούς ἀνθρώπους νά θεραπευτοῦμε. Δηλαδή ὁ νοῦς μας ἀπό σκοτισμένος πού εἶναι νά γίνει φωτισμένος καί νά μπορέσει νά ἑνωθεῖ μέ τόν Θεό. Γιατί, ὅσο ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι σκοτισμένος καί ἔχει μέσα του ἁμαρτία, δέν βλέπει τόν Θεό καί κάνει θεό τήν λογική. Αὐτό συμβαίνει στίς μέρες μας. Στή συνέχεια κάνει θεό τόν ἑαυτό του, ἀφοῦ δέν βλέπει τόν ἀληθινό Θεό, λέει «ἐγώ εἶμαι ὁ Θεός», ἤ κάνει θεό τήν φύση, τόν ἥλιο, τά διάφορα καιρικά φαινόμενα… Δέν ἔχουμε ἀνθρώπους πού πιστεύουν γιά θεό τόν ἥλιο; Καί σήμερα ἀκόμα ἔχουμε εἰδωλολάτρες.
Ἔτσι προέκυψε ἡ εἰδωλολατρία. Σκοτίστηκε ὁ νοῦς μας, πάψαμε νά βλέπουμε τόν ἀληθινό Θεό καί κάναμε θεό τά κτίσματα, κάτι πού μᾶς τρόμαζε, κάτι πού ἦταν ἐντυπωσιακό, τόν ἥλιο, τόν κεραυνό, κάναμε αὐτά θεούς. Καί τέλος τόν ἴδιο τόν ἑαυτό μας. Ἡ Εὐρώπη, ἡ τάχατες φωτισμένη Εὐρώπη, θεοποίησε τόν ἄνθρωπο. Ἀκοῦς καί σήμερα, πολιτικούς κ.λ.π. νά λένε «πρῶτα ὁ ἄνθρωπος, πάνω ἀπ’ ὅλα ὁ ἄνθρωπος». Μεγάλο λάθος! Δέν εἶναι θεός ὁ ἄνθρωπος γιά νά λέμε πάνω ἀπ’ ὅλα ὁ ἄνθρωπος. Πάνω ἀπ’ ὅλα καί πρῶτα ἀπ’ ὅλα ὁ Θεάνθρωπος, ὁ Χριστός δηλαδή. Αὐτή εἶναι ἡ σωστή τοποθέτηση. Νά γιατί σήμερα μᾶς βασανίζουν οἱ Εὐρωπαῖοι, ἐνῶ κι αὐτοί ἦταν χριστιανοί. Σήμερα ἔχουν γίνει ἄθεοι, ἄς λένε ὅτι πιστεύουν στόν Χριστό. Σέ ἄλλον Χριστό πιστεύουν δικῆς τους κατασκευῆς. Οὐσιαστικά πιστεύουν στόν ἑαυτό τους καί στά εἴδωλα. Αὐτό τό ἔλεγε ἕνας μεγάλος σύγχρονος ἅγιος, ὁ ἅγιος Ἰουστίνος Πόποβιτς ὅτι ἡ Εὐρώπη σήμερα εἶναι πολύ-εἰδωλολατρική. Ἔχει πολλά εἴδωλα καί τό κορυφαῖο εἴδωλο πού ἔχει εἶναι ὁ ἄνθρωπος.
Τά λέμε ὅλα αὐτά γιά νά καταλάβουμε σέ ποιά κατάσταση βρισκόμαστε σήμερα, τί σημαίνει σωτηρία καί πῶς μποροῦμε νά ὑπερβοῦμε αὐτή τήν κατάσταση. Πολλές φορές λέμε στήν Ἐκκλησία νά μετανοήσουμε, ἀλλά καταλαβαίνουμε τί σημαίνει; Σημαίνει ὁ νοῦς μας νά ἀπαλλαχτεῖ ἀπό τήν ἁμαρτία. Γι’ αὐτό οἱ ἅγιοι Πατέρες μᾶς μίλησαν γιά τρία στάδια πνευματικῆς ζωῆς, ὅπως ὅταν πᾶμε στό νοσοκομεῖο γιά τό σῶμα μας καί λέει ὁ γιατρός θά κάνουμε αὐτά τά θεραπευτικά βήματα, πρῶτα αὐτό, μετά αὐτό καί μετά αὐτό. Ἔτσι καί ἡ ψυχή μας ἔχει κάποια θεραπευτικά στάδια κι ὅταν λέμε ψυχή ἐννοοῦμε τόν νοῦ μας, νά θεραπευτεῖ ὁ νοῦς μας.
Τό πρῶτο στάδιο λέγεται κάθαρση. Πρέπει ὁ νοῦς μας νά καθαριστεῖ ἀπό τήν ἁμαρτία καί ἀπό τά πάθη.
– Τί εἶναι τά πάθη;
Τά πάθη εἶναι κακές συνήθειες, ἁμαρτωλές συνήθειες. Ὅταν μία ἁμαρτία γίνει μία φορά, παραμένει μία ἁμαρτία. Θυμώνουμε, γιά παράδειγμα. Ἄν τήν κάνουμε καί δεύτερη φορά καί τρίτη καί πέμπτη καί δέκατη καί ἑκατοστή, τότε γίνεται μία συνήθεια καί γινόμαστε θυμώδεις. Ἀποκτᾶμε τό πάθος τοῦ θυμοῦ. Δέν εἶναι ἁπλῶς μία ἁμαρτία, ἀλλά εἶναι μιά κατάσταση, μιά κακή ἕξη ὅπως λένε οἱ Πατέρες, μία κακή συνήθεια, πού ἐγκαθίσταται μέσα στήν ψυχή μας καί ἐνῶ καταλαβαίνουμε ὅτι δέν πρέπει νά θυμώνουμε, πρακτικά δέν μποροῦμε νά ἀντισταθοῦμε. Εἶναι σχεδόν ἀνίκητη αὐτή ἡ συνήθεια. Ἐκεῖ πού λές «τό πῆρα ἀπόφαση δέν θά ξαναθυμώσω», ξαναθυμώνεις ἀκόμα χειρότερα μάλιστα.
Αὐτή ἡ κακή συνήθεια λοιπόν σκοτίζει τόν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου καί ὁ ἄνθρωπος ἔτσι δέν ἔχει μάτια νά δεῖ τόν Θεό καί κάνει θεό τήν λογική. Γιά νά ξαναγυρίσουμε στό παράδειγμα πού λέγαμε προηγουμένως μέ τά παιδιά, ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος ὅταν τοῦ πεῖ ὁ Πνευματικός, ἄν πάει στόν Πνευματικό -πού δέν θά πάει- ὅτι εἶναι ἁμαρτία τό νά ἐμποδίζεις δηλαδή καί νά κάνεις αὐτή τήν πράξη πού ἔχει ὁρίσει ὁ Θεός μέ ἄλλο σκοπό, μέ σκοπό τήν ἡδονή καί ὄχι τήν παιδοποιία, δέν θά τό δεχτεῖ. Λέει: «Μά πάτερ εἶναι μετρημένα τά κουκιά μας. Τόσα χρήματα ἔχουμε. Δέν μποροῦμε νά κάνουμε παιδί τώρα».
Ἄς εἶναι ἁμαρτία, αὐτός ὁ ἄνθρωπος βάζει πάνω ἀπό τήν πίστη τήν λογική. Ἡ πίστη λέει ̎ἔχει ὁ Θεός ̎, αὐτή τήν σοφή κουβέντα. Ἐγώ μπορεῖ νά μήν ἔχω, ἀλλά ὁ Θεός εἶναι πάμπλουτος καί ὁ Θεός εἶναι πού δίνει τά παιδιά καί ὁ Θεός εἶναι πού δέν δίνει παιδιά. Πόσοι ἄνθρωποι θέλουν παιδί καί δέν τούς δίνει παιδί, ἔτσι δέν εἶναι; Ἄρα, ἄν τούς δώσει ὁ Θεός παιδί, ὁ Ὁποῖος εἶναι ἀγαθός ὅπως ξέρουμε, δέν θά τούς δώσει καί τά μέσα νά τό μεγαλώσουν; Σίγουρα θά τούς τά δώσει. Ἀλλά ποιός τό λέει αὐτό; Ὁ ἄνθρωπος πού ὁ νοῦς του εἶναι καθαρός καί βλέπει τόν Θεό, δηλαδή πιστεύει στόν Θεό. Ὁ ἄνθρωπος ὅμως πού εἶναι σκοτισμένος ὁ νοῦς του, δέν ἔχουν φύγει τά μπάζα, ὅπως ἔλεγε ὁ ἅγιος Παΐσιος καί ἑπομένως δέν λειτουργεῖ, κινεῖται μέ βάση τήν λογική. Καί λέει «Τί μοῦ λές τώρα; Γιά ποιά πίστη καί γιά ποιόν Θεό; Ἐγώ κάνω κουμάντο τήν ζωή μου καί δέν ὑπάρχει τίποτα ἄλλο», ὁπότε ἀπορρίπτει τόν Θεό. Αὐτή εἶναι καί ἠ μεγαλύτερη ἀρρώστια μας σήμερα. Κι ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι τό ἔχουμε πάθει αὐτό, ὄχι μόνο οἱ Εὐρωπαῖοι. Οἱ Εὐρωπαῖοι τό ἔχουν κάνει δόγμα αὐτό. Ἀλλά καί ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι βάζουμε τήν λογική πάνω ἀπό τόν Θεό, πάνω ἀπό τήν πίστη, γιατί ἔχει μπεῖ τό σκοτάδι, δηλαδή ἡ ἁμαρτία καί τά πάθη, στόν νοῦ μας καί δέν βλέπουμε τόν Θεό.
Χρειάζεται λοιπόν πρῶτα νά γίνει αὐτή ἡ κάθαρση, νά φύγει ἡ ἁμαρτία καί τά πάθη ἀπό τόν ἄνθρωπο καί μετά ἀφοῦ γίνει αὐτό, δημιουργεῖται χῶρος στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. Μέχρι τότε ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι κατειλημμένη ἀπό τήν ἁμαρτία καί τά πάθη. Δημιουργεῖται χῶρος γιά νά ἔρθει ὁ Θεός καί ἔρχεται ὁ Θεός πού εἶναι φῶς καί φωτίζει τόν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Ὁπότε ἔχουμε τό δεύτερο στάδιο τῆς θεραπείας πού λέγεται φωτισμός. Ὁ ἄνθρωπος πού ζεῖ σ’ αὐτό τό στάδιο βλέπει τόν Θεό, ἔχει χαρά, ἔχει εἰρήνη, ἔχει ὅλα αὐτά πού εἶναι καί ὁ Θεός. Ὁ Θεός ἔπειτα μπορεῖ νά τοῦ δώσει καί τό τρίτο σκαλοπάτι πού εἶναι τό κορυφαῖο καί λέγεται θέωση. Ὁ ἄνθρωπος πλέον τότε βλέπει τόν Θεό ὡς φῶς. Βλέπει τό ἄκτιστο φῶς. Ἐμεῖς πρέπει νά φτάσουμε τουλάχιστον στόν φωτισμό, ἄν θέλουμε νά σωθοῦμε, ἔτσι μᾶς εἶπαν οἱ ἅγιοι Πατέρες. Δηλαδή ν’ ἀρχίσουμε ἀπό τήν κάθαρση πού γίνεται μέ τήν μετάνοια καί νά προχωρήσουμε στόν φωτισμό μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ.
– Πῶς θά καθαριστεῖ ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου;
Οἱ ἅγιοι μᾶς εἶπαν καί τόν τρόπο. Ἡ ἁμαρτία καί τά πάθη λερώνουν τόν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, τόν σκοτίζουν. Πῶς τόν σκοτίζουν; Τί εἶναι αὐτό πού σκοτίζει τόν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου; Εἶναι, προσέξτε τήν λέξη, λογισμοί. Εἶναι οἱ λογισμοί καί οἱ ἐπιθυμίες, οἱ ὁποῖες πηγαίνουν στόν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου -ὁ ὁποῖος κανονικά ὑπάρχει στήν καρδιά- κυκλοφοροῦν ἐκεῖ μέσα καί δημιουργοῦν μία μόλυνση στήν καρδιά. Γι’ αὐτό εἶπε ὁ Χριστός μας: «ἀπό τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου βγαίνουν πονηροί λογισμοί, πορνεῖες, μοιχεῖες, ζήλειες, φθόνοι, κακίες, διαμάχες..» (Ματθ. 15,19) καί ὅλα τά κακά. Ἡ πηγή τοῦ σκοταδιοῦ, τῆς μόλυνσης εἶναι ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι ὁ νοῦς καί πρέπει αὐτός ὁ νοῦς νά καθαρίσει. Πῶς θά καθαρίσει; Ὅταν φύγουν αὐτοί ὅλοι οἱ λογισμοί καί οἱ ἐπιθυμίες. Καί πῶς φεύγουνε; Μᾶς τό εἶπε ὁ Χριστός μας, μᾶς τό εἶπαν καί οἱ Ἅγιοι: μέ τήν ἀδιάλειπτη προσευχή καί μέ τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ. Αὐτό εἶναι πολύ σπουδαῖο.
Ἀκοῦμε ὅτι ὁ Χριστός μᾶς ἔδωσε ἐντολές «μήν κάνεις αὐτό, μήν κάνεις ἐκεῖνο, κάνε αὐτό, κάνε ἐκεῖνο». Λέει ὁ ἄνθρωπος τώρα «μά ἐγώ προσπαθῶ καί δέν μπορῶ νά τίς τηρήσω τίς ἐντολές, πολύ δύσκολες εἶναι, ἀκατόρθωτες». Πράγματι εἶναι ἔτσι. Δέν μποροῦμε νά τίς τηρήσουμε, προσέξτε, μόνοι μας. Μέ τήν βοήθεια ὅμως τοῦ Θεοῦ μποροῦμε. Ἀλλιῶς ὁ Χριστός μας θά ἦταν ἀπάνθρωπος. Θά μᾶς ζητοῦσε κάτι πού δέν μποροῦμε νά τό κάνουμε. Θά ἦταν χωρίς ἀγάπη. Μά ὁ Χριστός εἶναι ἡ ἀγάπη. Ἑπομένως δέν μπορεῖ νά μᾶς ζητάει κάτι πού δέν μποροῦμε νά τό κάνουμε. Μᾶς ζητάει κάτι πού μποροῦμε νά κάνουμε ἀλλά μέ τήν δική του χάρη καί βοήθεια. Γι’ αὐτό, μᾶς εἶπε ὅτι, θά πρέπει νά ζητήσετε αὐτή τήν χάρη, αὐτή τήν βοήθεια, μέ τήν ὁποία θά μπορέσετε νά τηρήσετε τίς ἐντολές Μου καί ἔτσι νά καθαρίσετε τήν καρδιά σας καί νά ἑνωθεῖτε μαζί Μου, γιατί ἄν δέν καθαρίσει ἡ καρδιά – ὁ νοῦς, δέν μπορεῖτε νά ἑνωθεῖτε μαζί Μου.
Λένε οἱ ἅγιοι ἕνα πράγμα εἶναι ἀδύνατο στόν Θεό. Ἀφοῦ ξέρουμε ὅτι ὁ Θεός εἶναι Παντοδύναμος! Κι ὅμως ὑπάρχει κάτι πού εἶναι ἀδύνατο στόν Θεό. Ποιό εἶναι αὐτό; Νά ἑνωθεῖ μέ ἕναν ἀκάθαρτο νοῦ, μέ μιά ἀκάθαρτη καρδιά. Δέν μπορεῖ. Δέν γίνεται. Εἶναι ἀντίθετο μέ τόν Θεό αὐτό τό πράγμα. Δέν μπορεῖς νά εἶσαι βρώμικος καί νά ἑνωθεῖς μέ τόν Θεό. Θά πρέπει νά καθαριστεῖς. Κι αὐτό πάλι γίνεται διά τοῦ Θεοῦ. Δηλαδή ὁ Χριστός σέ καθαρίζει. Ἀλλά πότε; Ὅταν συνεργαστεῖς μαζί Του καί Τοῦ τό ζητήσεις: «Χριστέ μου ἔλα μέ τήν θεία Σου χάρη, μέ τήν ἐνέργειά Σου νά μέ καθαρίσεις. Θέλω νά μέ καθαρίσεις». Καί προσέξτε αὐτό δέν πρέπει νά τό πεῖ ὁ ἄνθρωπος μόνο μιά φορά, ἀλλά νά τό λέει συνέχεια. Πῶς τό λέει; Μέ τήν προσευχή, τήν ἀδιάλειπτη, τή συνεχή προσευχή.
Νά γιατί μᾶς εἶπε ὁ Χριστός μας «πρέπει συνέχεια νά προσεύχεστε καί νά μήν ἀποκάμνετε στήν προσευχή» (Λουκ. 18,1). Μᾶς τό εἶπε μέ μία ὡραία παραβολή, τήν παραβολή τοῦ ἄδικου κριτοῦ καί τῆς χήρας. Μιά χήρα ἀδικημένη πήγαινε σ’ ἕναν δικαστή, ὁ ὁποῖος ὅμως ἦταν ἄδικος καί τοῦ ἔλεγε: – Σέ παρακαλῶ δῶσε μου τό δίκιο μου. – Φύγε ἀπό δῶ. Τήν ἔδιωχνε. Αὐτή ὅμως ἐπέμενε. Ξαναπῆγε. Φύγε ἀπό δῶ. Τρίτη φορά. Φύγε ἀπό δῶ. Ἐπέμενε αὐτή καί τελικά, λέει, τῆς ἔκανε τό χατίρι, γιατί κουράστηκε. Τήν βαρέθηκε καί λέει: – Ἄντε νά στό κάνω τό χατίρι, νά μήν ἔρχεσαι καί μέ ἐνοχλεῖς. Λέει λοιπόν ὁ Χριστός: «Ἄν αὐτός ὁ δικαστής ὁ ἄδικος τελικά ὑποχώρησε στίς ἐπίμονες παρακλήσεις αὐτῆς τῆς ἀδικημένης χήρας, ὁ Θεός πού δέν εἶναι ἄδικος, ἀλλά εἶναι δίκαιος, δέν θά ἐκπληρώσει τά αἰτήματα, τήν παράκληση αὐτοῦ πού συνέχεια Τοῦ ζητάει τό ἔλεός Του;». Σίγουρα θά τό ἐκπληρώσει. Σᾶς λέω αὐτή τήν παραβολή, λέει ὁ Χριστός, γιά νά μήν ἀποκάμνετε, ἀλλά συνέχεια νά προσεύχεστε καί νά ζητᾶτε τήν βοήθεια, τό ἔλεος καί τήν χάρη Μου. Αὐτό εἶναι πού μᾶς χρειάζεται. Καί μᾶς χρειάζεται συνέχεια, γιατί συνέχεια πρέπει νά παίρνουμε αὐτή τήν ἐνέργεια ἀπό τόν Θεό.
Ἕνα ψυγεῖο, γιά παράδειγμα, τώρα τό καλοκαίρι πόσο μᾶς χρειάζεται καί πόσο μᾶς δροσίζει! Ἄν γιά λίγο τό βγάλεις ἀπό τήν πρίζα, θά λειτουργήσει ὅπως θέλεις; Θά ἔχει τήν ψύξη πού θέλεις; Ὄχι, πολύ γρήγορα θά ζεσταθεῖ, θά πάρει τήν θερμοκρασία τοῦ περιβάλλοντος καί δέν θά ἔχεις αὐτά τά ὠφέλη πού περιμένεις ἀπό ἕνα ψυγεῖο. Μπορεῖ νά εἶναι τέλειο τό ψυγεῖο, νά εἶναι πολύ καλή μάρκα, νά ὑπάρχει καί ἠλεκτρικό ρεῦμα στό σπίτι, ἄν ὅμως δέν κάνεις τήν κίνηση νά τό ἔχεις συνέχεια στήν πρίζα, μόνιμα, θά ἔχεις τά ὠφέλη πού περιμένεις; Δέν θά τά ἔχεις. Ἔτσι καί ὁ Χριστός μας, μᾶς ἔδωσε ἕνα τέλειο σῶμα, μιά τέλεια ψυχή, μᾶς παρέχει καί ὅλη τήν ἐγκατάσταση, ὥστε νά μποροῦμε νά παίρνουμε συνέχεια ἐνέργεια καί νά ἔχουμε ρεῦμα καί νά λειτουργοῦμε καί νά χαιρόμαστε καί νά δροσιζόμαστε διά τῆς συνεχοῦς κοινωνίας μαζί Του, διά τῆς προσευχῆς. Ἄν ὁ ἄνθρωπος δέν προσεύχεται, εἶναι σάν τό ψυγεῖο πού τό βγάζεις ἀπό τήν πρίζα. Δέν λειτουργεῖ. Ἔτσι καί ὁ ἄνθρωπος πού δέν ἔχει τήν χάρη, τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, μαραζώνει, καταθλίβεται, ἀρρωσταίνει ψυχικά, ἔχει ὅλα αὐτά τά ψυχολογικά, ὅλες αὐτές τίς φοβίες, τίς ἀνασφάλειες καί ἔχει σκοτισμένο τόν νοῦ του. Ἔχει μέσα στόν νοῦ του σκοτάδι καί παραπέει καί χτυπάει ἀπό δῶ κι ἀπό κεῖ σάν ἕναν τυφλό πού πέφτει ἀπό τοῖχο σέ τοῖχο. Ἔτσι εἶναι ὁ ἄνθρωπος χωρίς τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Χωρίς προσευχή δέν παίρνουμε αὐτή τήν ἐνέργεια. Καί χωρίς αὐτή τήν ἐνέργεια, δέν ἔχουμε ζωή, δέν ἔχουμε τίποτε ἀπό αὐτά πού ἀληθινά ζητᾶμε καί θέλουμε, τήν εἰρήνη, τήν χαρά κ.λ.π., ὅλα αὐτά τά ὁποῖα μᾶς δίνει ὁ Θεός.
Ἑπομένως χρειάζεται αὐτή ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή. Γι’ αὐτό μᾶς εἶπαν οἱ ἅγιοι Πατέρες νά μάθουμε νά προσευχόμαστε καί μᾶς εἶπαν ἕναν εὔκολο τρόπο. Μᾶς δίδαξαν μιά σύντομη προσευχή ὥστε νά μήν φεύγει ὁ νοῦς, ἀλλά μ’ αὐτή τήν μικρή προσευχή, μέ τίς πέντε λεξούλες ̎Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με ̎, νά μένουμε σέ κοινωνία μέ τόν Χριστό. Αὐτή ἡ συνεχής προσευχή μᾶς κρατάει σέ συνεχή τροφοδοσία θά λέγαμε καί παίρνουμε ἐνέργεια ἀπό τόν Θεό, ὥστε μετά αὐτή ἡ ἐνέργεια, αὐτός ὁ Θεός, νά μπαίνει μέσα στήν καρδιά μας καί νά μᾶς καθαρίζει, νά μᾶς φωτίζει καί νά μᾶς θεώνει. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος κάνει συνεχῶς αὐτή τήν προσευχή, ἀποκτάει ἕνα φῶς, θεϊκό φῶς καί μ’ αὐτό τό φῶς βλέπει μέσα του. Βλέπει τί ὑπάρχει μέσα στήν καρδιά του. Ξέρετε τί βλέπει; Βλέπει φοβερά πράγματα! Βλέπει βρωμιές, βλέπει θηρία, ἄγρια θηρία πού φωλιάζουν μέσα στήν καρδιά του, βλέπει δαίμονες πού ὑπάρχουν μέσα ἐκεῖ καί κυριαρχοῦν, τόν κάνουν κουμάντο, τόν διαφεντεύουν. Βλέπει τόν δαίμονα τοῦ θυμοῦ, τόν δαίμονα τῆς πορνείας, τόν δαίμονα τῆς μοιχείας, τόν δαίμονα τῆς κακίας, τόν δαίμονα τῆς μνησικακίας, τῆς ζήλειας, τοῦ φθόνου, ὅλους τούς δαίμονες τούς βλέπει ἐκεῖ μέσα καί φρίττει καί παρακαλάει πιό πολύ τόν Χριστό νά διώξει ὅλους αὐτούς τούς κακούς κατοίκους πού ἔχει μέσα στήν καρδιά του.
Τότε ὁ Χριστός μας βέβαια, μέ τήν δική μας συγκατάθεση, ἡ ὁποία πρέπει νά δίνεται συνέχεια, ὄχι μιά φορά, μᾶς στέλνει τήν χάρη Του καί μᾶς καθαρίζει. Ὅσο ὁ ἄνθρωπος προσεύχεται, τόσο διώχνει μακριά ἀπό τήν καρδιά του αὐτούς τούς δαίμονες. Σάν ἕναν στρατιώτη πού ἔχει τό ὅπλο του καί πυροβολεῖ τούς ἐχθρούς. Σιγά – σιγά οἱ ἐχθροί, ὅσο τούς πυροβολεῖ, φεύγουν πρός τά πίσω. Ἔτσι καί οἱ δαίμονες, ὅσο ὁ ἄνθρωπος πυροβολεῖ μέ τήν εὐχή καί λέει ̎Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με ̎, τόσο ἀπωθεῖ τόν ἐχθρό. Κι ἐνῶ στήν ἀρχή ὁ ἐχθρός ἔχει κάνει κατάληψη, ἔχει μπεῖ μέσα στήν καρδιά, μέσα στό ὀχυρό, σταδιακά φεύγει, βγαίνει ἔξω ἀπ’ τήν καρδιά καί φεύγει ὅλο καί πιό μακριά καί ὁ ἄνθρωπος ἀπαλλάσσεται, ξαλαφρώνει, εἰρηνεύει ἡ ψυχή του, ἡ καρδιά του, φωτίζεται ὁ νοῦς του, ἐλευθερώνεται καί ἀρχίζει νά νιώθει ὅλα αὐτά τά ὡραῖα πού εἶναι ὁ Χριστός. Νά νιώθει τήν εἰρήνη, τήν χαρά, τήν ἀγάπη, νά μπορεῖ νά κάνει κουμάντο τόν ἑαυτό του, νά μπορεῖ νά κυριαρχήσει στόν ἑαυτό του, νά πεῖ θά κάνω αὐτό καί νά τό κάνει. Νά θέλει νά προσευχηθεῖ στόν Χριστό μέ ὅλη του τήν καρδιά καί νά μπορεῖ νά τό κάνει, νά μή φεύγει ὁ νοῦς του ἐδῶ κι ἐκεῖ. Νά θέλει νά ζητήσει συγνώμη καί νά τό κάνει, νά θέλει νά πάει νά ἐξομολογηθεῖ καί νά μήν ντρέπεται, νά πηγαίνει. Νά μπορεῖ νά κάνει αὐτό πού πραγματικά θέλει καί ὄχι αὐτό πού τοῦ λένε οἱ δαίμονες νά κάνει. Αὐτό εἶναι ἀληθινή ἐλευθερία, ὄχι νά σέ κάνουν κουμάντο οἱ δαίμονες καί τά πάθη, ἀλλά ἐσύ νά κάνεις κουμάντο καί νά διαφεντεύεις τόν ἑαυτό σου. Αὐτό ὅμως δέν μπορεῖ νά γίνει, ἄν δέν μπεῖ ὁ Χριστός στήν καρδιά μας, στήν ψυχή μας καί δέν διώξει αὐτούς τούς κυρίαρχους, τούς μαύρους, τούς δαίμονες, πού ἔχουν μπεῖ μέσα μας μέ τίς ἁμαρτίες πού κάναμε καί μέ τά πάθη πού ἀποκτήσαμε. Ὅπως εἴπαμε, ὅταν μιά ἁμαρτία τήν κάνουμε πολλές φορές γίνεται κακή συνήθεια, γίνεται πάθος.
Αὐτός λοιπόν εἶναι ὁ σκοπός τῆς Ἐκκλησίας, νά μᾶς μάθει πῶς θά διώξουμε αὐτά τά δαιμόνια ἀπό μέσα μας. Σήμερα θά ἀκούσετε κάποιους ἐξυπνάκηδες νά λένε ὅτι δέν ὑπάρχουν δαίμονες καί δέν ὑπάρχει διάβολος. Ὑπάρχει καί παρα-ὑπάρχει! Ὁ Χριστός μας ὁ ἴδιος τό εἶπε: «ἦρθα γιά νά καταλύσω τά ἔργα τοῦ διαβόλου». (Α΄ Ἰω. 3,8) καί ἔδιωξε πάρα πολλά δαιμόνια ὁ Χριστός μας καί διώχνει πάντα μέ τήν χάρη Του διά μέσω τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν ἱερέων. Δέν μπορεῖ ἀλλιῶς ὁ ἄνθρωπος νά ἐλευθερωθεῖ, νά δεῖ τό φῶς, παρά μόνο μέσα στήν Ἐκκλησία καί διά τῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτό χρειάζεται ὁ ἄνθρωπος νά ἔχει Πνευματικό ὁδηγό, νά ἐξομολογεῖται καθαρά ἀλλά καί νά προσεύχεται ἀδιάλειπτα. Αὐτό εἶναι πολύ βασικό, γιατί τότε εἴπαμε γίνεται ἡ κάθαρση.
Πολλές φορές ἐξομολογούμαστε καί φεύγοντας ἀπό τήν ἐξομολόγηση κάνουμε τά ἴδια πράγματα. Ἔτσι δέν γίνεται συνήθως, γιά νά μήν ποῦμε πάντοτε; Γιατί συμβαίνει αὐτό; Γιατί ναί μέν μέ τήν ἐξομολόγηση πήραμε τήν συγχώρηση, πήραμε τήν ἄφεση βεβαίως, ἀλλά τά πάθη ὑπάρχουν μέσα στήν καρδιά καί θά πρέπει ὁ ἄνθρωπος νά δουλέψει μέ τήν συνεχή προσευχή καί τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν νά τά διώξει. Σ’ αὐτό ὑστεροῦμε. Πηγαίνουμε παίρνουμε τήν συγχώρηση ἀπό τόν Θεό, ἀλλά μετά ξανακάνουμε τά ἴδια γιατί δέν φροντίζουμε νά ἐλευθερώσουμε τόν νοῦ μας ἀπό τά πάθη καί νά τόν φυλάξουμε καθαρό. Εἶναι ἀναγκαία λοιπόν αὐτή ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή, ὥστε νά καθαριστεῖ ὁ νοῦς μας ἀπό τούς λογισμούς καί τά πάθη.
Θά πεῖ κανείς: «Ἐντάξει νά διώξω τούς κακούς λογισμούς ἀπό τήν καρδιά μου, ἀλλά ὑπάρχουν καί καλοί λογισμοί, ὑπάρχουν καί ἐπιθυμίες καλές». Οἱ ἅγιοι Πατέρες μᾶς εἶπαν ἕνα φοβερό μυστικό: στήν καρδιά μας δέν πρέπει νά ὑπάρχει οὔτε ὁ καλός λογισμός, οὔτε ἡ καλή ἐπιθυμία. Οἱ καλοί λογισμοί θά πρέπει νά ὑπάρχουν στόν ἐγκέφαλο, στήν διάνοια. Στήν καρδιά μας μόνο μία ἐπιθυμία καί ἕναν λογισμό καλό πρέπει νά ἔχουμε, τόν Χριστό, καί νά ἀγαπήσουμε τόν Χριστό. Καμιά ἄλλη ἐπιθυμία, κανέναν ἄλλο λογισμό, ἀκόμα κι ἄν φαίνεται καλός. Στήν καρδιά μας τίποτα δέν εἶναι καλό, ἐκτός ἀπό τόν Χριστό. Γι’ αὐτό ὁ Χριστός μᾶς εἶπε στήν πρώτη ἐντολή «πρέπει νά Μέ ἀγαπήσετε ἐξ ὅλης τῆς καρδίας» (Ματθ. 22,37), πού σημαίνει «ὅλη σου ἡ καρδιά πρέπει νά εἶναι δοσμένη σέ Μένα», πουθενά ἀλλοῦ, οὔτε στόν σύζυγο, στήν σύζυγο, στά παιδιά, στά λεφτά – πολύ χειρότερα, οὔτε σέ ἄλλον ἄνθρωπο, οὔτε καί στόν ἑαυτό μας, ν’ ἀγαπᾶμε τόν ἑαυτό μας, ἀλλά στόν Κύριο. Ἐξ ὅλης τῆς καρδίας, λέει, πρέπει νά μ’ ἀγαπήσεις. Μετά λέει καί κάτι ἀκόμα πιό σπουδαῖο καί φοβερό, καί «ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος καί ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καί ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου». Καί ὅλη ἡ σκέψη σου τελικά νά εἶναι ὁ Χριστός. Ὅλα νά γίνουν Χριστός.
Ξεκινάει λοιπόν ὁ ἄνθρωπος καί καθαρίζει τήν καρδιά του μέ τήν ἀδιάλειπτη προσευχή καί δέν μένει μέσα τίποτα, πάρα μόνο ὁ Χριστός καί τότε αὐτός ὁ ἄνθρωπος λέγεται καθαρός. Τότε αὐτός ὁ ἄνθρωπος φωτίζεται καί γίνεται φωτισμένος ἄνθρωπος καί χαριτωμένος ἄνθρωπος. Ἄν ὁ ἄνθρωπος δέν κάνει αὐτή τήν ἐργασία, δέν μπορεῖ νά σωθεῖ, γιατί ὁ νοῦς του εἶναι ἀκάθαρτος, ἡ καρδιά του εἶναι ἀκάθαρτη. Ἄν ἔχεις ἀκάθαρτο νοῦ, ἀκάθαρτη καρδιά, πῶς νά ἑνωθεῖς μέ τόν Χριστό; Γι’ αὐτό εἶναι πολύ σημαντική αὐτή ἡ ἐργασία. Αὐτό τό κήρυγμα πού κάναμε σήμερα εἶναι ἡ βάση τῆς σωτηρίας μας.
– Ὅλοι δέν θέλουμε νά σωθοῦμε;
Λέμε νά πᾶμε στόν Παράδεισο. Ὁ Παράδεισος ὅμως δέν εἶναι τόπος. Ὁ Παράδεισος εἶναι ὁ Χριστός καί ἡ ζωή στόν Παράδεισο εἶναι ἡ ζωή μέ τόν Χριστό. Ἀλλά ὁ Χριστός εἴπαμε δέν μπορεῖ νά ἑνωθεῖ ὅσο εἴμαστε βρώμικοι. Θά πρέπει νά καθαριστοῦμε, νά μποῦμε σ’ αὐτή τή διαδικασία τῆς ἀδιάλειπτης προσευχῆς καί τῆς τήρησης τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Ὄχι μόνο προσευχή. Ἡ προσευχή εἶναι πολύ σημαντικό, ἀλλά δέν εἶναι τό μοναδικό πού πρέπει νά κάνουμε. Θά πρέπει μετά, μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ πού θά πάρουμε, νά τηρήσουμε καί τίς ἄλλες ἐντολές. Δέν μπορεῖ λ.χ. νά λές ̎Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με ̎ κι ἀπ’ τήν ἄλλη νά τρέφεις μέσα σου μνησικακία καί νά λές «αὐτόν δέν πρόκειται νά τόν συγχωρήσω ποτέ γιά αὐτό πού μοῦ ἔκανε», νά κρατᾶς ἔχθρα καί νά μή λές καλημέρα. Δέν μπορεῖς νά σωθεῖς ἔτσι. Μπορεῖ μέσα στήν καρδιά σου νά λές τήν εὐχή ἀλλά ἅμα δέν διώξεις καί τήν μνησικακία, δέν ἀντισταθεῖς στά πάθη καί σύ ὁ ἴδιος, πάλι εἶσαι βρώμικος καί δέν μπορεῖς νά ἑνωθεῖς μέ τόν Χριστό. Θά πρέπει λοιπόν καί νά τηρεῖς τίς ἐντολές καί νά κάνεις τήν ἀδιάλειπτη προσευχή. Κι αὐτά ὅλα δέν μπορεῖς νά τά κάνεις σωστά, ἄν δέν μετέχεις καί στήν Θεία Κοινωνία, τήν Μυστηριακή ζωή ὅπως μᾶς λέει ἡ Ἐκκλησία μας. Γιά νά πάρεις λοιπόν τήν πλούσια χάρη πού δίνει ὁ Χριστός, εἶναι ἀπαραίτητη ἡ Θεία Εὐχαριστία μέ τήν Θεία Κοινωνία καί βέβαια καί ἡ ἐξομολόγηση.
Ἀπατεῖται λοιπόν ἀδιάλειπτη προσευχή, νά τηροῦμε τίς ἐντολές καί νά μετέχουμε στά Ἅγια Μυστήρια. Αὐτά εἶναι ἀπαραίτητα γιά τή σωτηρία μας. Θυμηθεῖτε αὐτό πού εἶπε ὁ Χριστός μας: «αὐτό τό γένος τῶν δαιμόνων δέν βγαίνει ἀπό τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου παρά μέ προσευχή καί νηστεία» (Ματθ. 17,21). Νά κι ἕνα ἀκόμα πού πρέπει νά ἔχουμε ὑπόψη μας: ἡ νηστεία. Ἡ νηστεία, ἡ ἐγκράτεια γενικότερα, διώχνει τούς δαίμονες μαζί μέ τήν προσευχή. Ἄρα γιά νά καθαριστεῖ ἡ καρδιά μας δέν χρειάζεται μόνο ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή, χρειάζεται καί ἡ νηστεία, χρειάζεται καί ἡ ἄσκηση, χρειάζονται καί τά Ἅγια Μυστήρια. Ἄν τά κάνει αὐτά ὁ ἄνθρωπος, τότε μπορεῖ νά σωθεῖ, τότε μπαίνει στήν πορεία γιά τήν σωτηρία του.
Εἶναι ὄντως πολύ σημαντικό τό μάθημα πού κάνουμε σήμερα καί πρέπει νά τά μάθουμε αὐτά γιατί νομίζουμε ὅτι ἡ σωτηρία εἶναι κάτι τυχαῖο καί λένε «νά μπῶ καί γώ σέ μιά ἀκρούλα τοῦ Παραδείσου». Δέν εἶναι τυχαῖο. Εἶναι μία θεραπεία καί πρέπει ὁ ἄνθρωπος νά μπεῖ σ’ αὐτή τήν διαδικασία τῆς θεραπείας.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
Ἐρ. : Πάτερ ἕνας χριστιανός τήν ἡμέρα προσεύχεται, παρακαλάει… Τό βράδυ στόν ὕπνο μπορεῖ νά ἔχει ἀνησυχίες..
Ἀπ. : «Ἐγώ καθεύδω καί ἡ καρδία μου ἀγρυπνεῖ» (Ἄσμα 5,2). Τό ἔχετε διαβάσει αὐτό; Ἐγώ καθεύδω, δηλαδή κοιμᾶμαι, καί ἡ καρδιά μου ἀγρυπνεῖ. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος προχωρήσει στή νοερά προσευχή, εὐλογημένη κατάσταση, τότε προσεύχεται καί στόν ὕπνο του γιατί προσεύχεται ἡ καρδιά. Μπορεῖ ἡ διάνοια ὅταν κοιμόμαστε νά ὑπολειτουργεῖ, ἡ καρδιά ὅμως δέν ὑπολειτουργεῖ, ὅπως χτυπάει τή μέρα χτυπάει καί τή νύχτα καί ὑπάρχει ὁ λεγόμενος ἐνδιάθετος λόγος. Αὐτή ἡ ἐσωτερική φωνή πού εἶναι φωνή τῆς καρδιᾶς. Εἶναι ἡ φωνή τοῦ νοῦ. Ὁ νοῦς λοιπόν ἔχει κι αὐτός φωνή, ἔχει γλώσσα, ἐσωτερική φωνή καί μποροῦμε νά τό καταλάβουμε αὐτό. Πολλές φορές δέν μιλᾶμε μέ τόν ἑαυτό μας, μέσα μας, μέ τήν καρδιά μας; «Τό λέω μέ τήν καρδιά μου», αὐτό δέν εἶναι σχῆμα λόγου, εἶναι πραγματικότητα. Λέμε καί μέ τήν καρδιά μας πράγματα. Αὐτή τή φωνούλα λοιπόν πρέπει νά βροῦμε καί νά τή βάλουμε νά φωνάζει στόν Χριστό: ̎Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησέ με ̎ καί τότε κάνουμε καρδιακή προσευχή. Αὐτή εἶναι ἡ νοερά προσευχή πού τήν κάνουμε μέ τή φωνή αὐτή τῆς καρδιᾶς. Αὐτή τώρα τή φωνούλα, ὅταν τή βάζουμε συνέχεια νά λέει ̎Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησέ με ̎ καί γίνει κάτι σάν -ἄς τό ποῦμε καί λίγο- μηχανικό, αὐτό δέν σταματάει στόν ὕπνο. Συνεχίζει αὐτή ἡ φωνούλα νά μιλάει στόν Χριστό καί στόν ὕπνο μας. Εἶναι ἀνεξάρτητη ἀπό τόν ἐγκέφαλο, ἀπό τήν διάνοια.
Σ’ ἐμᾶς τώρα ἐπειδή δέν τό ἔχουμε κάνει αὐτό πολύ, αὐτές οἱ δύο φωνοῦλες εἶναι μπερδεμένες καί αὐτή ἡ φωνούλα πού θά ἔπρεπε νά εἶναι στήν καρδιά μας καί νά μιλάει στόν Χριστό, ἔχει κολλήσει στόν ἐγκέφαλο κι ἔχουμε μπερδευτεῖ μέσα μας. Ἔχει γίνει ἕνα βραχυκύκλωμα καί σκέψεις πού θά ἔπρεπε νά εἶναι μόνο στόν ἐγκέφαλο, ἔχουν κατέβει στήν καρδιά. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀρχίσει νά προσεύχεται σιγά – σιγά ξεμπερδεύεται αὐτό τό βραχυκύκλωμα καί καταλαβαίνει ὁ ἄνθρωπος ὅτι ἔχει δύο ξεχωριστές δυνάμεις: μία στήν καρδιά καί μία στόν ἐγκέφαλο καί μπορεῖ μέ τόν ἐγκέφαλο νά σκέφτεται καί συγχρόνως μέ τήν καρδιά νά προσεύχεται. Εἶναι δύο διαφορετικά πράγματα: ὁ νοῦς στήν καρδιά καί ἡ διάνοια στόν ἐγκέφαλο. Μέ τήν διάνοια ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά σκέφτεται, νά κάνει μαθηματικές πράξεις, τίς δουλειές τῆς ἡμέρας, νά τακτοποιεῖ, μέ τήν καρδιά ὅμως νά εἶναι στόν Θεό.
Νά σᾶς τό πῶ πολύ ἁπλά. Ὅταν ἕνας νέος μέ μία νέα ἀγαπιοῦνται, αὐτό τούς ἐμποδίζει νά κάνουν καί τίς δουλειές τους; Ὄχι. Ἡ καρδιά τους εἶναι ἐκεῖ πού ἀγαποῦν καί ἡ διάνοια εἶναι στή δουλειά τους. Ἔτσι θά πρέπει ν’ ἀγαπήσουμε τόν Χριστό καί νά βάλουμε αὐτή τήν φωνούλα τῆς καρδιᾶς νά μιλάει συνέχεια καί αὐτό μετά συνεχίζει καί στόν ὕπνο.
Ὑπάρχει καί μιά ἀκόμα ἀνώτερη κατάσταση καί ἀπό αὐτήν. Ὅταν αὐτό δέν τό κάνει ὁ ἄνθρωπος ἀλλά τό κάνει ὁ Θεός, πού ὑπάρχει μέσα στόν ἄνθρωπο, τό Ἅγιο Πνεῦμα καί αὐτή εἶναι ἡ κατεξοχήν νοερά προσευχή. Πλέον αὐτή τήν κραυγή ̎Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με ̎, δέν τήν κάνει ὁ ἄνθρωπος, ἀλλά τό Ἅγιο Πνεῦμα πού ἔχουμε μέσα μας. Γι’ αὐτό λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, τό πνεῦμα πού ἔχουμε μέσα μας κράζει «ἀββᾶ ὁ πατήρ» (Ρωμ. 8,15). Πατέρα! Φωνάζει τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ὁπότε καί τή νύχτα ἡ καρδιά μας μπορεῖ νά προσεύχεται. Ἐμεῖς ἄς ἀρχίσουμε τήν ἡμέρα καί μακάρι στή συνέχεια νά φτάσουμε καί σ’ αὐτό τό στάδιο, νά προσευχόμαστε καί τή νύχτα.
Ἐρ. : Πάτερ εἴπατε ὅτι δέν πρέπει νά ἔχουμε καθόλου ἐπιθυμίες. Δηλαδή οὔτε καλές γιά τά παιδιά μας….
Ἀπ. : Δέν πρέπει νά ἔχουμε καμία ἐπιθυμία οὔτε καλή. Ξέρετε πῶς προκύπτει αὐτό; Πολύ ἁπλά. Τό Πάτερ ἡμῶν τό ξέρουμε ὅλοι. Τί λέμε στό Πάτερ ἡμῶν; «Γεννηθήτω τό θέλημά Σου». Στήν πράξη ὅμως πολλές φορές, γιά νά μήν ποῦμε πάντα, λέμε γεννηθήτω τό θέλημά μου. Ἔχουμε ἐπιθυμίες, ἔχουμε θελήματα. Θέλω νά εἶναι ὑγιές τό παιδί μου. Καλό εἶναι; Μπορεῖ νά μήν εἶναι καί καλό. Πόσα παιδιά ἔχουν ὑγεία σήμερα καί εἶναι μέσα στό βοῦρκο, μέσα στήν ἁμαρτία καί ζοῦνε τήν κόλαση; Καί πόσα παιδιά πού εἶναι ἄρρωστα, μέ σύνδρομο Down, παράλυτα, ζοῦνε τόν Παράδεισο; Ζοῦνε τόν Θεό καί δοξάζουν τόν Θεό γιά τό ἀτύχημα ἤ γιά τήν ἀρρώστια δίοτι ἐξαιτίας αὐτοῦ ξαπλωμένοι στό κρεβάτι τοῦ πόνου, βρῆκαν τόν Θεό. – Εἶναι καλό νά εἶσαι ὑγιής λοιπόν;
Ὁ Θεός ξέρει. Γι’ αὐτό λέμε «Θεέ μου ὅ,τι θέλεις Ἐσύ. Ἐγώ δέν θέλω τίποτα. Δέν ξέρω τίποτα». Ἔτσι μᾶς θέλει ὁ Θεός. Ὅταν τό νιώθεις αὐτό μέσα σου, μπορεῖς ποτέ νά στενοχωρεθεῖς; Ὅ,τι κι ἄν συμβεῖ, δέν θά στενοχωρεθεῖς. Γιατί; Ἀφοῦ εἶπες «Χριστέ μου νά γίνει τό θέλημά Σου» -καί ἐννοεῖται ὅτι τό λές συνέχεια- μετά εἶσαι βέβαιος πώς ὅ,τι σοῦ συμβαίνει, ὅ,τι σοῦ δίνει ὁ καλός Θεός, γιατί ὁ Θεός μόνο καλά πράγματα δίνει, εἶναι καλό. Ὁπότε ἔρχεται μία ἀσθένεια, στενοχωριέσαι; Ὄχι βέβαια. Ξέρεις ὅτι εἶναι γιά τό καλό σου. Ἔρχεται ἕνας θάνατος. Εἶναι κακό ὁ θάνατος; Ὄχι βέβαια, πολύ καλό εἶναι ἀφοῦ τό δίνει ὁ Θεός. Μέ τήν προϋπόθεση ὅτι συνέχεια εἴμαστε μέ τόν Χριστό. Προσπαθοῦμε καί ζητᾶμε νά γίνει τό θέλημά Του. Ὄχι νά κάνουμε ἁμαρτίες καί νά ἀναρωτιόμαστε γιατί συμβαίνει τό καθετί. Ὅταν κάνεις ἁμαρτίες εἶσαι μακριά ἀπό τόν Χριστό, ὁπότε μετά ἔρχονται καί οἱ συνέπειες τῆς ἁμαρτίας.
Ἑπομένως δέν πρέπει νά ἔχουμε καμία ἐπιθυμία, κανένα θέλημα. Μόνο ἕνα θέλημα: τόν Χριστό. Νά θέλουμε ὅ,τι θέλει Ἐκεῖνος, ὅπως τό θέλει καί ὅποτε τό θέλει. Μετά γινόμαστε, προσέξτε, ἄτρωτοι. Δέν μπορεῖ νά μᾶς πληγώσει τίποτα καί κανένας. Ὁποιαδήποτε συνθήκη, ὕφεση, πληθωρισμός, πτώχευση, ἀπειλή, ὁτιδήποτε, δέν μᾶς πειράζει καί δέν μᾶς κάνει δυστυχισμένους τίποτα. Πότε ἀρχίζει ἡ δυστυχία στόν ἄνθρωπο; Ὅταν ὁ ἄνθρωπος φτιάχνει θελήματα καί ἐπιθυμίες καί δέν τοῦ γίνονται. Εὐτυχῶς πού δέν τοῦ κάνει ὁ Θεός τίς ἐπιθυμίες του γιατί, νά μήν σᾶς πῶ ὅλες, τό 99,99% ἀπό αὐτά πού θέλουμε εἶναι καταστροφικά. Εἶναι αὐτοκαταστροφικά. Καί ἐπειδή μᾶς ἀγαπάει ὁ Θεός δέν μᾶς τά ἐκπληρώνει. Καί καλά κάνει! Ἅμα ὅμως πολύ – πολύ Τόν πιέζεις, στό δίνει γιά νά καταλάβεις μετά ὅτι αὐτό πού ζητοῦσες, δέν ἔπρεπε νά τό ζητήσεις. Τό καταλαβαίνεις ἀπό τίς συνέπειες πού ἔχει στή ζωή σου.
Ἐρ. : Μιά μητέρα πού βλέπει τά παιδιά της πού εἶναι μακριά ἀπό τόν Θεό, τί μπορεῖ νά κάνει;
Ἀπ. : Ἡ μητέρα πού βλέπει τά παιδιά της νά εἶναι μακριά ἀπό τόν Θεό, θά πρέπει πρῶτα ν’ ἁγιάσει τόν ἑαυτό της. Νά ἁγιαστεῖ ἡ ἴδια. Ὅταν αὐτή ἁγιαστεῖ, ἕνα μέρος θά λέγαμε, μία ἀντανάκλαση, μιά ροή ἁγιότητος πάει καί στά παιδιά. Μετά, ἐάν βεβαίως θέλουν καί τά παιδιά καί συνεργαστοῦν μέ τήν χάρη πού θά ἀκτινοβολεῖται ἀπό τήν μητέρα, θά μποῦνε κι αὐτά στόν δρόμο τοῦ Θεοῦ. Τό πρόβλημα νά ξέρετε εἶναι μέ μᾶς καί ἐπειδή εἴμαστε συνδεδεμένοι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἐπηρεάζουμε ὁ ἕνας τόν ἄλλον πάρα πολύ μέ τή ζωή μας, μέ τούς λογισμούς μας, μέ τήν σκέψη μας καί μέ τίς ἐπιθυμίες μας. Ὅταν ἐμεῖς διορθωθοῦμε, διορθώνεται ἕνα κομμάτι τῆς ἀνθρωπότητας καί βελτιώνεται ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα, γιατί εἴπαμε ὅλοι εἴμαστε συνδεδεμένοι, ὅλοι ἔχουμε τήν ἴδια οὐσία, τήν ἴδια φύση καί οὐσιαστικά εἴμαστε ἕνα. Ὅταν ἁμαρτάνουμε ἐπηρεάζουμε πάλι ἀρνητικά ὅλη τήν οἰκουμένη.
Δέν εἶναι σωστό αὐτό π.χ. πού λένε οἱ γυναῖκες «σῶμα μου εἶναι, τό κάνω ὅ,τι θέλω». Δέν τό κάνεις ὅ,τι θέλεις. Τό σῶμα σου ἀνήκει στόν Χριστό καί μέ τήν κακία σου, πού σκοτώνεις τό παιδί σου, ἐπηρεάζεις ὅλη τήν ἀνθρωπότητα καί ἁμαρτάνεις στόν Χριστό πρωτίστως καί στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ πού εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Ὅλοι εἴμαστε στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν ἕνα μέλος στό σῶμα δέν λειτουργεῖ σωστά, δέν βλάπτεται ὅλο τό σῶμα; Ὅλο τό σῶμα ἐπηρεάζεται. Ἄν τό μάτι σου λειτουργεῖ σωστά, σκοντάφτεις, πέφτεις κάτω καί τραυματίζεσαι. Ἔτσι γίνεται καί μέ τούς χριστιανούς. Ὅταν ἁμαρτάνουμε, ποτέ δέν ἁμαρτάνουμε ἀτομικά. Πάντα ἁμαρτάνουμε στήν Ἐκκλησία. Ἐπηρεάζουμε τήν Ἐκκλησία καί ὅταν βελτιωνόμαστε καί καθαριζόμαστε πάλι βελτιώνεται καί ἀνεβαίνει ὅλη ἡ Ἐκκλησία.
Ὁπότε καί γιά τά παιδιά μας ἰσχύει αὐτό. Θέλουμε νά βελτιωθοῦν τά παιδιά μας; Νά βελτιώσουμε τόν ἑαυτό μας, νά καθαριστοῦμε ἐμεῖς, ν’ ἁγιαστοῦμε. Ὑπάρχει ὅριο ἁγιασμοῦ; Δέν ὑπάρχει. «Ὁ ἅγιος ἁγιασθήτω ἔτι» (Ἀποκ. 22,11). Δέν μπορεῖ κανείς νά πεῖ «ἐντάξει ἐγώ εἶμαι ἅγιος». Ἅγιος γίνεσαι συνεχῶς. Εἶναι μιά ἀτέλεστη πορεία, γιατί ἡ τελειότητα εἶναι ἀτέλεστη.
Ἐρ. : Ἄρα νά μήν ἀπογοητευόμαστε καί κάποια στιγμή ὁ καλός Θεός…
Ἀπ. : Ποτέ δέν θά ἀπογοητευόμαστε. Πάντοτε ὅμως θά ἀναφερόμαστε στόν Χριστό. Τά παιδιά εἶναι τοῦ Χριστοῦ, δέν εἶναι δικά μας καί ἡ ζωή τῶν παιδιῶν εἶναι στά χέρια τοῦ Χριστοῦ καί ἡ ψυχή τῶν παιδιῶν στά χέρια τοῦ Χριστοῦ. Μπορεῖ ὁ Θεός νά μή δώσει νά τό δοῦμε ἐμεῖς καί νά τό δώσει μετά. Δέν ἔχει σημασία. Μπορεῖ ἐμεῖς νά φύγουμε ἀπό αὐτή τήν ζωή καί νά ἀλλάξουν μετά τά παιδιά μας. Τό πολύ σημαντικό εἶναι νά ἐργαστοῦμε ἐμεῖς στόν ἑαυτό μας. Νά ζοῦμε ἐμεῖς τόν Χριστό, νά προχωρήσουμε ἐμεῖς στήν κάθαρση καί στόν φωτισμό καί μετά ὁ Θεός φωτίζει καί τούς ἄλλους.
Ἐρ. : Ὅπως λέει «Αἰτεῖτε καί δοθήσεται ὑμῖν· ζητεῖτε, καί εὑρήσετε· κρούετε καί ἀνοιγήσεται» (Ματθ. 7,7). Ὁ καθένας ζητάει ἀπό τόν Χριστό αὐτά πού πιστεύει ὅτι τοῦ φέρνουν εὐτυχία καί χαρά. Ἄλλος ζητάει τήν ὑγεία ἑνός ἀρρώστου συγγενοῦς, ἄλλος ζητάει παιδί γιατί δέν ἔχει. Εἶναι κακό δηλαδή νά ζητάει κάποιος αὐτά; Νά ζητᾶμε μόνο νά γίνει τό θέλημά Του; Ἤ νά λέμε Θεέ μου βοήθησε π.χ. τόν πατέρα μου πού εἶναι ἄρρωστος ἤ δῶσε μου ἕνα παιδί καί στό τέλος νά λέμε τό γεννηθήτω τό θέλημά Σου;
Ἀπ. : Γιά τήν ἀδυναμία μας μποροῦμε νά τά ζητᾶμε κι αὐτά. Καί στήν Ἐκκλησία λέμε: «ὑπέρ εὐκρασίας ἀέρων, εὐφορίας τῶν καρπῶν τῆς γῆς, καιρῶν εἰρηνικῶν» κ.λ.π. Χρειάζεται νά τά ζητᾶμε; Σέ τελευταία ἀνάλυση δέν χρειάζεται. Ὁ Χριστός μᾶς εἶπε: «ζητεῖτε πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί ὅλα τά ἄλλα θά σᾶς προστεθοῦν» (Ματθ. 6,33) καί ὁ καλός καιρός καί τά φροῦτα καί τά χρήματα καί ὅ,τι χρειάζεστε θά σᾶς τά προσθέσω. Δηλαδή δέν χρειάζεται νά κάνετε κάτι ἐσεῖς. Οὔτε νά δουλεύετε… τίποτα. Σέ Ἐμένα νά δουλεύετε. Σήμερα οἱ ἄνθρωποι δέν ἐργάζονται, δουλεύουν, πού σημαίνει εἶναι δοῦλοι. Σέ τί εἶναι δοῦλοι; Στήν λογική τους. Αὐτό πού λέγαμε προηγουμένως, λένε «ἄν δέν δουλέψω, πῶς θά φάω;». Ὁ Χριστός ὅμως δέν εἶπε νά εἴμαστε δοῦλοι, εἶπε νά εἴμαστε ἐλεύθεροι καί δέν εἶπε νά δουλεύουμε, ἀλλά νά ἐργαζόμαστε. Ἔχει διαφορά. Ἐργάζομαι σημαίνει προσφέρω ἀγάπη καί αὐτός εἶναι ὁ λόγος πού πρέπει νά ἐργαζόμαστε.
Κάναμε μία σπουδαία ἀναθεώρηση σήμερα. Εἴπαμε δέν πρέπει νά ἔχουμε καμία ἐπιθυμία. Νά ὅμως πού καί μέσα στήν Ἐκκλησία ζητᾶμε πράγματα! Τά ζητᾶμε λόγω τῆς ἀδυναμίας μας. Ἅμα προχωρήσουμε πνευματικά, θά δοῦμε ὅτι μᾶς ἀρκεῖ καί μᾶς ὑπέρ-ἀρκεῖ νά λέμε ̎Κύριε ἐλέησον, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησέ με ̎ γιατί μέσα στό ἔλεος εἶναι ὁ Χριστός, εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ Χριστοῦ καί ἡ χαρά μας εἶναι ὁ Χριστός.
Κάποιοι ἄνθρωποι εἶναι δυστυχισμένοι πού δέν ἔχουν παιδί καί ζητᾶνε παιδί. Αὐτό εἶναι ἡ δυστυχία σου; Καί μπορεῖ νά ἔρθει τό παιδί μετά καί νά λέει «τί ἤθελα πού τό γέννησα». Πόσες μητέρες καταριοῦνται – πολύ κακό κι αὐτό – τήν ἡμέρα πού γέννησαν τό παιδί τους ἤ τό στέλνουν συγγνώμη, ξέρετε ποῦ. Φτάνουν σ’ αὐτό τό σημεῖο. Γιατί αὐτά; Ἄρα δέν εἶναι ἡ χαρά τό παιδί, κάτι ἄλλο εἶναι ἡ χαρά. Εἶναι τά χρήματα; Εἶναι τό καλό σπίτι; Εἶναι ἡ οἰκογένεια; Πολλοί πάσχουν πού δέν κάνουν οἰκογένεια. Ὄχι. Ἡ χαρά εἶναι ὁ Χριστός. Ἡ χαρά εἶναι τό ἔλεος καί ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὅταν λοιπόν ζητᾶς αὐτό, μετά ὅλα τά ὑπόλοιπα πού εἶναι γιά τό καλό σου, τό αἰώνιο καλό σου, θά στά δώσει ὁ Θεός. Ὄχι ἁπλῶς νά περάσεις καλά ἐδῶ ἤ νά ἔχεις μία καλή κοινωνική θέση, φήμη κλπ, ἀλλά θά σοῦ δώσει αὐτά πού σοῦ χρειάζονται γιά τήν αἰωνιότητα. Γι’ αὐτό ἕνας ἄσκητης πού βρίσκεται στό Ἅγιο Ὄρος ἤ κάπου ἀλλοῦ ἔχει τόση χαρά χωρίς νά ἔχει σχεδόν νά φάει καί ἐνῶ σκέφτεσαι νά πᾶς νά τόν παρηγορήσεις λίγο, παίρνεις ἐσύ παρηγοριά οὐράνια. Ὁπότε καταλαβαίνεις ὅτι αὐτός εἶναι μακάριος καί ἐμεῖς δυστυχισμένοι μέ τίς πολλές ἀνέσεις καί τίς πολλές ἐπιθυμίες πού ἔχουμε.
Ὁ δρόμος εἶναι αὐτός: νά μή ζητᾶμε τίποτα, παρά μόνο τό ἔλεος. «Ζητεῖτε τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί ὅλα τά ἄλλα θά σᾶς προστεθοῦν». Ἐπειδή βέβαια εἴμαστε ἀδύναμοι μποροῦμε νά ζητᾶμε καί τά ἄλλα. Νά ζητήσεις ἕνα παιδί γιά παράδειγμα, ἀφοῦ τό θέλεις, ἀλλά στό τέλος νά λές: γεννηθήτω τό θέλημά Σου. Νά λές: «Θέε μου, ἄν καί Ἐσύ τό θέλεις καί εἶναι γιά τό αἰώνιο καλό μου», γιατί μπορεῖ ἕνα παιδί νά εἶναι ἡ κόλασή σου – πιάσαμε αὐτό τό παράδειγμα μέ τά παιδιά. Νομίζετε εἶναι ἁπλό πράγμα νά ἔχεις ἕνα παιδί; Ἤ τό θέμα εἶναι μόνο νά τό μεγαλώσεις καί τελείωσες; Ἐξεπλήρωσες τό θεάρεστο ἔργο σου; Ὄχι. «Ἄν», λέει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, «τό παιδί σου, αὐτό πού γέννησες, δέν τό πᾶς καί στόν παράδεισο, κινδυνεύεις νά μήν πᾶς καί ἐσύ». Δηλαδή ἕνα παιδί μπορεῖ νά γίνει καταδίκη τοῦ γονιοῦ καί ἐξαιτίας τοῦ παιδιοῦ νά μήν πάει καί ὁ ἴδιος στόν Παράδεισο, ἐνῶ, ἄν δέν εἶχε τό παιδί, νά πήγαινε. Ἄρα, αὐτά πού θεωροῦμε ἐμεῖς καλά, δέν εἶναι καλά, ἄν δέν τά θέλει ὁ καλός Θεός. Ἄς μήν ἐμπιστευόμαστε λοιπόν τήν κρίση μας ἤ αὐτά πού λέει ὁ κόσμος. «Καλό δέν εἶναι νά παντρευτεῖς;». Ποῦ τό ξέρεις; Μπορεῖ νά μήν εἶναι καθόλου καλό νά παντρευτεῖς.
Πόσοι σήμερα παντρεύονται καί παίρνουν διαζύγιο; Ξέρετε τί σημαίνει διαζύγιο; Εἶναι ἁπλό πράγμα τό διαζύγιο νομίζετε; Διαζύγιο = φόνος. Φονεύεις αὐτόν τόν καινούριο ἄνθρωπο, τό ἀνδρόγυνο, πού ἔφτιαξε ὁ Χριστός μέσα στήν Ἐκκλησία. Δέν μιλᾶμε γιά πολιτικό γάμο ἤ γιά σύμφωνα συμβίωσης κλπ. Αὐτά δέν εἶναι γάμος. Αὐτά εἶναι πορνεῖες μέ τή βούλα τῆς πολιτείας. Μιλάμε γιά κανονικό γάμο. Ὅταν κάνεις κανονικό γάμο, φτιάχνεις ἕναν καινούριο ἄνθρωπο ἀπό τούς δύο, ὁ ὁποῖος λέγεται ἀνδρόγυνο. Ὅταν χωρίζεις, κάνεις φόνο αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Φοβερό ἁμάρτημα! Καί ὁ Χριστός ἔχει ὁρίσει ὅτι δέν ἐπιτρέπεται ποτέ νά διαλύεται ὁ γάμος, ἐκτός ἐάν ἕνας ἀπό τούς δύο πεθάνει, εἴτε βιολογικά, εἴτε ἠθικά, κάνει μοιχεία. Τότε «δύνασαι» νά χωρίσεις. Δέν ἐπιβάλλεται. Δύνασαι – μπορεῖς νά χωρίσεις. Ὁπότε εἶναι καλό νά παντρεύεσαι; Δέν ξέρουμε. Στόν Χριστό: «Χριστέ μου, ἄν θέλεις νά παντρευτῶ, νά παντρευτῶ». Ἔτσι πρέπει νά λέμε γιά ὅλα.

Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης

http://www.hristospanagia.gr/?p=61391#more-61391 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου