Ἔλεγαν
γιὰ τὸν ἀββᾶ Φιλήμονα τὸν ἀναχωρητή, ὅτι κλείστηκε σὲ μιά σπηλιὰ κοντὰ
στὴ Λαύρα ποὺ λεγόταν τῶν Ῥωμίων, καὶ ἐκεῖ διεξήγαγε τὰ παλαίσματα τῆς
ἀσκήσεως, ἐπαναλαμβάνοντας διαρκῶς στὴ διάνοιά του ἐκεῖνο πού, ὅπως
λένε, ἀπηύθυνε στὸν ἑαυτὸ του ὁ μέγας Ἀρσένιος: «Φιλήμων, μὴν ξεχνᾶς γιὰ
ποιὸ λόγο ἔφυγες ἀπὸ τὸν κόσμο». Ὑπέμενε λοιπὸν στὴ σπηλιὰ ἀρκετὸ καιρὸ
καὶ ἐργαζόταν τὴν καλαθοπλεκτική.
Τὰ ζεμπίλια πού ἔραβε, τὰ ἔδινε στὸν οἰκονόμο του γιὰ νὰ παίρνει λιγοστὸ ψωμί, ἐπειδὴ δὲν ἔτρωγε τίποτε ἄλλο παρὰ ψωμὶ καὶ ἁλάτι, κι αὐτὸ ὄχι κάθε μέρα. Ὡς ἐκ τούτου δὲν φρόντιζε διόλου γιὰ τή σάρκα του, ἀλλὰ ἀσχολούμενος πάντοτε μὲ τὴ θεωρία, λουζόταν ἀπὸ τὸ θεϊκὸ φωτισμὸ καὶ, καθὼς ἀπὸ αὐτὸν γευόταν ἀνέκφραστα μυστήρια, ζοῦσε σὲ διαρκῆ εὐφροσύνη.
Πηγαίνοντας στὴν ἐκκλησία κάθε Σάββατο καὶ Κυριακή, περπατοῦσε μόνος καὶ συγκεντρωμένος στὸν ἑαυτὸ του, μὴν ἐπιτρέποντας σὲ κανένα νὰ τὸν πλησιάσει, γιὰ νὰ μὴν ξεφύγει ὁ νοῦς του ἀπὸ τὴν πνευματικὴ ἐργασία.
Τὰ ζεμπίλια πού ἔραβε, τὰ ἔδινε στὸν οἰκονόμο του γιὰ νὰ παίρνει λιγοστὸ ψωμί, ἐπειδὴ δὲν ἔτρωγε τίποτε ἄλλο παρὰ ψωμὶ καὶ ἁλάτι, κι αὐτὸ ὄχι κάθε μέρα. Ὡς ἐκ τούτου δὲν φρόντιζε διόλου γιὰ τή σάρκα του, ἀλλὰ ἀσχολούμενος πάντοτε μὲ τὴ θεωρία, λουζόταν ἀπὸ τὸ θεϊκὸ φωτισμὸ καὶ, καθὼς ἀπὸ αὐτὸν γευόταν ἀνέκφραστα μυστήρια, ζοῦσε σὲ διαρκῆ εὐφροσύνη.
Πηγαίνοντας στὴν ἐκκλησία κάθε Σάββατο καὶ Κυριακή, περπατοῦσε μόνος καὶ συγκεντρωμένος στὸν ἑαυτὸ του, μὴν ἐπιτρέποντας σὲ κανένα νὰ τὸν πλησιάσει, γιὰ νὰ μὴν ξεφύγει ὁ νοῦς του ἀπὸ τὴν πνευματικὴ ἐργασία.