Η κοίμηση της ηγουμένης – Νέα ηγουμένη η μοναχή Ανυσία
Η γερόντισσα Κασσιανή, πλήρης ημερών είχε οσιακό τέλος. Έγινε η κηδεία και τα σαράντα της. Από τις άλλες μοναχές, καμμιά δε φιλοδοξούσε, ούτε σκεπτόταν για τη θέση της ηγουμένης. Τόσο ταπεινές ήσαν όλες, ώστε σχημάτισαν την εντύπωση, ότι αυτές δεν κάνουν για κάτι τέτοιο. Ο δεσπότης θα φροντίσει για ηγουμένη. Πράγματι, ο δεσπότης εφρόντισε. Πως όμως εφρόντισε; Έρχεται ανύποπτα μία μέρα στο μοναστήρι και τους έκανε λειτουργία. Έν συνέχεια κατεβαίνει, πιάνει την αδελφή Ανυσία και την τραβάει στην Ωραία Πύλη. Εκείνη ξαφνιάστηκε. Μόλις κατάλαβε ότι πρόκειται να την προχειρήσει για ηγουμένη, μόνο που δεν έπαθε συγκοπή.
—Σεβασμιώτατε τι; Που με πας;—Έλα εδώ, κάνε υπακοή.
Και στρεφόμενος προς τις αδελφές που και εκείνες έβλεπαν με απορία, τους λέει «σήμερα θα σας κάνουμε μητέρα». Όλες οι μοναχές το δέχθηκαν με μεγάλη χαρά. Από αυτό και μόνο φάνηκε η αρετή των αδελφών. Έβλεπες στο πρόσωπό τους ότι έλαμπαν από χαρά. Καμμιά δεν άντέδρασε να διαμαρτυρηθεί ή να μελαγχολήσει, όπως συμβαίνει συνήθως σε όσους ο νους τους είναι σε μεγαλεία και εξουσίες.
Η γερόντισσα Κασσιανή, πλήρης ημερών είχε οσιακό τέλος. Έγινε η κηδεία και τα σαράντα της. Από τις άλλες μοναχές, καμμιά δε φιλοδοξούσε, ούτε σκεπτόταν για τη θέση της ηγουμένης. Τόσο ταπεινές ήσαν όλες, ώστε σχημάτισαν την εντύπωση, ότι αυτές δεν κάνουν για κάτι τέτοιο. Ο δεσπότης θα φροντίσει για ηγουμένη. Πράγματι, ο δεσπότης εφρόντισε. Πως όμως εφρόντισε; Έρχεται ανύποπτα μία μέρα στο μοναστήρι και τους έκανε λειτουργία. Έν συνέχεια κατεβαίνει, πιάνει την αδελφή Ανυσία και την τραβάει στην Ωραία Πύλη. Εκείνη ξαφνιάστηκε. Μόλις κατάλαβε ότι πρόκειται να την προχειρήσει για ηγουμένη, μόνο που δεν έπαθε συγκοπή.
—Σεβασμιώτατε τι; Που με πας;—Έλα εδώ, κάνε υπακοή.
Και στρεφόμενος προς τις αδελφές που και εκείνες έβλεπαν με απορία, τους λέει «σήμερα θα σας κάνουμε μητέρα». Όλες οι μοναχές το δέχθηκαν με μεγάλη χαρά. Από αυτό και μόνο φάνηκε η αρετή των αδελφών. Έβλεπες στο πρόσωπό τους ότι έλαμπαν από χαρά. Καμμιά δεν άντέδρασε να διαμαρτυρηθεί ή να μελαγχολήσει, όπως συμβαίνει συνήθως σε όσους ο νους τους είναι σε μεγαλεία και εξουσίες.