ΥΠΟΘΕΣΗ ΛΗ΄ (38)
Ἀπό τό βίο τοῦ ἁγίου Εὐθυμίου τοῦ Νέου,
ἐπισκόπου Μαδύτου
Κάποια νύχτα μερικοί ἱερόσυλοι ἄνοιξαν τόν τοῖχο τοῦ ναοῦ ὅπου
ἱερουργοῦσε ὁ ὅσιο αὐτός Εὐθύμιος καί ἔκλεψαν τά ἱερά κειμήλια πού ἦταν
ἐκεῖ. Τό πρωί, ὅταν διαπιστώθηκε τό γεγονός, ξεσηκώθηκε ὅλη ἡ κωμόπολη
νά βρεῖ τούς δράστες. Πράγματι, καθώς τό νέο διαδόθηκε παντοῦ, πιάστηκαν
οἱ κακοῦργοι καί βρέθηκαν στά χέρια τῶν κατοίκων, οἱ ὁποῖοι μέ
ἀμείλικτη ὀργή ἤθελαν νά ἐπιβάλουν στούς ἄθλιους πρωτοφανεῖς τιμωρίες.Ὅταν ὁ μέγας Εὐθύμιος ἄκουσε ὅτι σκέφτονται τέτοια, πῆγε, στάθηκε στή μέση καί εἶπε:
«Παιδιά μου, δέν εἶναι σωστό νά τιμωρηθοῦν αὐτοί οἱ βέβηλοι ἀπό ἄλλον, ἐφόσον ὑπάρχω ἐγώ πού ἔχω περισσότερο δίκιο ἀπό ὅλους νά εἶμαι ἀγανακτισμένος, ἀφοῦ ἀπό ἐμένα ἔκλεψαν. Θά τούς τιμωρήσω λοιπόν ἀνελέητα, κάνοντάς τους νά ἀργοπεθάνουν μέ βασανιστήρια καί ἀσιτία καί δίψα».