ΥΠΟΘΕΣΗ ΛΣΤ΄ (36)
Ἀπό τό βίο τοῦ ἁγίου Παχωμίου
Ὅταν ὁ Ἰωάννης,ὁ ἀδελφός τοῦ Παχωμίου, ἄκουσε τά σχετικά μέ αὐτόν,
ἦρθε νά τόν βρεῖ, καί μόλις τόν εἶδε, τόν ἀσπάστηκε καί χάρηκε πολύ
–ἐπειδή ὁ Παχώμιος, ἀφότου βαπτίστηκε καί συντάχθηκε μέ τόν Χριστό καί
ἀκολούθησε τή μοναχική ζωή, ποτέ δέν ἐπισκέφτηκε τούς δικούς του. Καθώς
λοιπόν καί ὁ Ἰωάννης εἶχε τόν ἴδιο σκοπό μέ τόν Παχώμιο, ἔμειναν καί οἱ
δύο μαζί, μελετώντας συνεχῶς τόν νόμο τοῦ Θεοῦ1 καί ἀδιαφορώντας ἐντελῶς
γιά ὅλα τά ἐπίγεια. Ἔπειτα ὁ Παχώμιος, ἐπειδή θυμόταν τήν ὑπόσχεση πού
τοῦ δόθηκε μέσω τοῦ ἀγγέλου2, ὅτι ἐξαιτίας του πρόκειται νά σωθοῦν
ἀναρίθμητες ψυχές, ἄρχισε μαζί μέ τόν ἀδελφό του νά οἰκοδομεῖ πιό
εὐρύχωρη τή μονή, γιά νά δέχεται ὅσους θά ἤθελαν νά ἀπαρνηθοῦν τόν κόσμο
καί νά προσέλθουν στόν Θεό.