Ἄν παρακαλούσαμε κάποιον ἄρχοντα –
ὄχι γιά νά μᾶς γλιτώσει τήν ζωή μας, ἀλλά ἁπλά γιά νά μᾶς κάμει κάποια
μικρή «καλωσύνη», – δέν θά προσηλώναμε σ’ αὐτόν τά μάτια μας καί τήν
καρδιά μας; Δέν θά «κρεμόμασταν» κυριολεκτικά ἀπό τήν ὄψη τοῦ προσώπου
του, μέ ἔντονη προσοχή, γιά νά εἰσπράξουμε τήν συγκατάθεσή του ἔστω μέ
ἕνα νεῦμα του; Δέν θά τρέμαμε, μήπως κάποιος ἀκατάλληλος ἤ ἀδέξιος δικός
μας λόγος τόν ἐρεθίσει καί τοῦ κόψει τήν καλή γιά μᾶς διάθεση;
Ἄν βρισκόμαστε σέ κάποιο δικαστήριο καί εἴχαμε ἀπέναντί μας τόν
ἀντίδικο, καί ἐμεῖς τήν πιό κρίσιμη ὥρα ἀρχίζαμε νά βήχουμε, νά
φτύνουμε, νά γελᾶμε, νά χασμουριόμαστε ἤ νά κοιμόμαστε, τότε, δέν θά
ἔσπευδε ἀμέσως ἡ ἄγρυπνη κακή διάθεση τοῦ ἀντιπάλου μας νά ξεσηκώσει
ἐναντίον μας τήν αὐστηρή κρίση τοῦ δικαστῆ;