Ὁ
Ἅγιος
Ἀνδρέας,
ὁ
διά
Χριστόν
Σαλός,
ὅπως
διαβάζουμε
στόν
βίο
του,
ἐνῷ
ἦταν
ἀπαθής
καί
ἅγιος,
ἔκανε
τόν
σαλό
καί
γύριζε
ὁπουδήποτε.
Ἔτσι
κάποτε
μπῆκε
καί
μέσα
σ᾿
ἕνα
σπίτι,
πού
ἦταν
γυναῖκες
ἁμαρτωλές
κι
ἔνοιωσε
πολλή
δυσοσμία·
δέν
μποροῦσε
νά
σταθῆ
ἀπό
τήν
δυσοσμία
ἐκεῖ,
γιατί
αὐτός
ἦταν
ἁγνός
καί
δυσφοροῦσε.
Ὁ
Ἅγιος
μέ
τόν
τρόπο
του
φανέρωσε
σ᾿
αὐτές,
πόση
δυσωδία
ἀνέδιδαν
λόγῳ
τῆς
ψυχικῆς
καί
σωματικῆς
ἁμαρτίας
των.
Πόσο
μᾶλλον
οἱ
ἄγγελοι
καί
μάλιστα
ὁ
φύλακας
ἄγγελος
παραμερίζουν
καί
φεύγουν
μακρυά,
ὅταν
ὁ
ἄνθρωπος
δέν
εἶναι
προσεκτικός!
Ὅταν
ὅμως
εἶναι
προσευχόμενος,
δέχεται
ἀπό
Θεοῦ
εὐωδία
καί
χάρι
καί
ὁ
ἄγγελος
δίπλα
του
προσεύχεται
κι
αὐτός.
Παρακαλεῖ
ὁ
ἄνθρωπος,
παρακαλεῖ
κι
ὁ
ἄγγελος
καί
λέει:
«Θεέ
μου,
ἄκουσε
τήν
προσευχή
του,
κάνε
του
αὐτό,
πού
σέ
παρακαλεῖ».
Κι
ὅταν
ἡ
προσευχή
εἶναι
καί
δακρύβρεκτη,
ὅταν
ἡ
προσευχή
γίνεται
μέ
μετάνοια,
τότε
κι
ὁ ἄγγελος
χαίρεται,
γιατί
ἔχει
κι
αὐτός
παρρησία
στόν
Θεό
ὅτι
εἶναι
ὡραία
ἡ
ψυχή
πού
συνοδεύει,
ἔχει
ὡραῖον
ἄνθρωπο
νά
φυλάη.
Ὅταν
ἔχη
ὅμως
ἕναν
ἄνθρωπο,
πού εἶναι πολύ βρώμικος, κουρελιασμένος,
σκισμένος, αὐτός στέκεται ἀπό μακρυά
κι ὁ δαίμονας εἶναι κοντά του. Βλέπουμε
τόν χοῖρο (τό γουρούνι) νά ἀναπαύεται
μέσα στόν βοῦρκο, νά βάζη τό πρόσωπό
του, τό στόμα του ἐκεῖ, νά τρώη τά σάπια
πράγματα καί τόν σιχαινόμαστε. Ἔτσι
εἶναι κι ὁ ἄνθρωπος μπροστά στά μάτια
τοῦ Θεοῦ, σάν τόν χοῖρο, ὅταν δέν
προσέχη τήν ζωή του!
Οἱ
ἄγγελοι ἔχουν τρομερή ἀγάπη πρός τήν
ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, γιατί εἶναι οἱ
μεγάλοι ἀδελφοί μας καί γνωρίζουν τί
ἐστι παράδεισος καί τί ἐστι κόλασις.
Πανηγυρίζουν, ὅταν ἔλθη ἡ ὥρα νά
ἀνεβάσουν μιά ψυχή σωσμένη πρός τά
ἐπάνω. Σκέπτονται: «Γιατί νά κολασθῆ
ἡ ψυχή, πού μοῦ ἔδωσε ὁ Θεός· γιατί νά
τήν πάρη ὁ διάβολος καί νά μήν τήν
κερδίση ὁ Χριστός! Γιατί νά νικήση ὁ
μαῦρος· γιατί νά τήν πάρη ὁ κλέφτης
αὐτός καί νά μή νικήσω ἐγώ μέ τήν χάρι
τοῦ Θεοῦ καί νά τήν πάρω στά φτερά μου
νά τήν πάω στόν Οὐρανό, ἀφοῦ εἶναι
πνοή τοῦ Θεοῦ καί πρέπει νά τήν πάρη ὁ
Πατέρας κοντά Του!». Καί κάνει
προσπάθεια ὁ ἄγγελος· καί μᾶς φωτίζει
καί μᾶς συμβουλεύει νά μή κάνουμε τό
ἕνα, τό ἄλλο, καί πῶς νά προσέχουμε.
Ἀλλά
ἔρχεται αὐτή ἡ ταλαίπωρη βρώμικη
δύναμι, καί μᾶς ἕλκει προσφέροντας
τόσα ἑλκυστικά πράγματα. Ἔχουμε ἀπό
μέσα μας καί τόν ἄλλο κόσμο, τόν ἐμπαθῆ,
τόν παλαιό ἄνθρωπο, πού ἔχει κι αὐτός
τίς ἐπιθυμίες του. Σμίγουν οἱ ἐπιθυμίες
αὐτές μέ τίς ἀπ᾿ ἔξω,
«πρεσσάρουν» τήν
ψυχή καί ὑποχωρεῖ· καί κάθε ὑποχώρησις
σημαίνει καί μιά ἀνάλογη ἁμαρτία. Κι
αὐτή ἡ ἁμαρτία καταγράφεται στό ποινικό
τοῦ ἀνθρώπου· κι ὅταν ἔλθη ἡ ὥρα νά
πεθάνη σωματικά, παίρνει μαζί του τό
ποινικό αὐτό καί τό περνάει ἀπό τά
τελώνια. Ἄν ἐδῶ κάτω ἔχη ἐξομολογηθῆ
ὁ ἄνθρωπος καί τά ἔχη σβήσει ὁ Θεός
διά τοῦ πνευματικοῦ, ὅταν πάη νά περάση
ἐπάνω, θά ποῦν οἱ δαίμονες: «Κοίταξε
τί ἁμαρτία ἔκανες ἐδῶ;»
Θά ἀπαντήση ὁ ἄγγελος: «Κοιτάξετε
καί παραπλεύρως· εἶναι σβησμένα, ἔχουν
τακτοποιηθῆ κάτω αὐτά. Δέν ἔχετε καμμία
μερίδα σ᾿ αὐτά, γιατί αὐτά εἶναι
ἐξομολογημένα, σβησμένα, κλαμένα. Ἔπεσαν
δάκρυα ἐπάνω ἐδῶ κι ἔχουν σβήσει. Αὐτά
στά δικά σας τά χαρτιά δέν περνᾶνε. Ὁ
Θεός εἶναι δίκαιος καί δέν ἀδικεῖ
κανένα».
Γι᾿
αὐτό ἡ Ἐκκλησία μας μᾶς νουθετεῖ
συνεχῶς: «Λούσασθε
καί καθαροί γίνεσθε· ἀφέλετε τάς
πονηρίας ἀπό τῶν καρδιῶν ὑμῶν»
(Ἡσ.
1 : 16). Λουσθεῖτε,
λέει, καθαρισθεῖτε, πετάξετε ἀπό τίς
καρδιές σας τίς πονηρίες, οἰκειωθεῖτε
μέ τόν Θεό, διορθώσετε τίς σχέσεις πού
εἶναι χαλασμένες μέ τόν Θεό, γιατί δέν
ξέρετε ἡ αὔριον τί θά ξημερώση.
Ὅπως
καί ὁ Μέγας Ἀντώνιος, ὅταν ἐκοιμήθη
κι ἀνέβαινε πρός τόν Οὐρανό, τόν
σταμάτησαν τά δαιμόνια. Τοῦ Λένε:
- Ποῦ πᾶς;
- Γιά τόν Θεό πάω, λέγει ὁ Ἅγιος.
Λέγουν
πάλι:
- Ἔχεις ἐδῶ ἁμαρτίες.
Ἔρχονται
ὁ Ἀρχάγγελος καί ὁ ἄγγελος φύλακας
καί λένε στά δαιμόνια:
- Αὐτά πού λέτε ὅτι ἔκανε ἡ ψυχή, πότε τά ἔκανε· πρό τοῦ σχήματος, ἤ μετά τό ἀγγελικό σχῆμα πού πῆρε;
Ἀπαντοῦν:
- Πρό τοῦ σχήματος.
Λέγουν
οἱ ἄγγελοι:
- Ἐφ᾿ ὅσον εἶναι πρό τοῦ σχήματος, αὐτά τά ἔσβησε τό ἀγγελικόν σχῆμα, τό δεύτερο βάπτισμα πού πῆρε σάν μοναχός. Μετά τό σχῆμα ἔχετε τίποτα νά παρουσιάσετε;
Κοίταξαν
τά χαρτιά τους, ἀλλά ἦταν τόσο καθαρός
καί ἁγνός ὁ Ἅγιος, πού δέν εἶχαν τίποτα
γραμμένο. Ἔτσι ἔγινε ἀκωλύτως ἡ ἄνοδος
τῆς ψυχῆς τοῦ Ἀντωνίου, παρ᾿ ὅτι τόν
καθυστέρησαν μιά ὥρα.
Ὁ
Ἀββᾶς Παῦλος, ὁ ἁπλοῦς ἦταν πολύ
γέρων, ἀλλά ἁγιασμένος, καί σέ μεγάλη
ἡλικία πῆγε νά γίνη μοναχός.
Κάποια
μέρα, ἐνῷ ἦταν ἀκόμη στόν κόσμο, πῆγε
στό χωράφι του νά ἐργασθῆ. Ὅταν γύρισε
στό σπίτι, εἶδε τήν γυναῖκα του μέ
κάποιον ἄλλον. Λέει:
- Τακτοποιηθεῖτε ἐσεῖς ἐδῶ, μείνετε οἱ δυό σας καί ἐγώ φεύγω γιά μοναχός.
Ἔφυγε
ἀμέσως καί πῆγε στόν Μέγα Ἀντώνιο.
Χτύπησε τήν πόρτα καί βγαίνει ὁ Μέγας
Ἀντώνιος καί τοῦ λέει:
- Τί θέλεις ἐδῶ παππία; (δηλ. παππούλη).
- Ἦλθα νά γίνω μοναχός.
- Σ᾿ αὐτήν τήν ἡλικία ἦρθες νά γίνης μοναχός καί ἦρθες σέ μένα; Δέν πᾶς καλύτερα σέ κανένα κοινόβιο, πού ὑπάρχουν καί νέοι ἄνθρωποι νά σέ ὑπηρετήσουν· ἐγώ γέρος ἄνθρωπος, ἐσύ γέρος, τί θά κάνουμε ἐδῶ; Πῶς θά ὑπηρετήση ὁ ἕνας τόν ἄλλον;
- Ἐγῶ δέν φεύγω, θά καθίσω ἐδῶ.
- Μήν κάθεσαι ἐδῶ, πήγαινε, γιατί δέν πρόκειται νά σέ κρατήσω.
- Ὄχι, ἐγώ δέν φεύγω ἀπό δῶ.
Μπῆκε
ὁ Μέγας Ἀντώνιος μέσα στό κελλί του κι
ἔκλεισε τήν πόρτα. Ἔμεινε μέσα τρεῖς
μέρες καί ἐπειδή εἶχε κάποια ἀνάγκη
νά βγῆ ἔξω ἀπό τό κελλί, ἀνοίγει τήν
πόρτα καί βλέπει ἀκόμη ἔξω τόν Ὅσιο
Παῦλο. Τοῦ λέει:
- Παππία ἐδῶ εἶσαι ἀκόμη;
- Ἐδῶ εἶμαι· θά πεθάνω ἐδῶ καί θά ἐλέγξω τήν σκληρότητά σου –τοῦ λέει χαριεντιζόμενος– γιατί δέν μέ παίρνεις μέσα νά μέ κάνης μοναχό.
- Μά, λέει, δέν μπορεῖς σ᾿ αὐτήν τήν ἡλικία νά γίνης μοναχός.
- Μπορῶ, πῶς δέν μπορῶ.
- Ἔ, ἔλα μέσα νά μπῆς στόν ἀγῶνα! Ξέρεις ἐμεῖς οἱ μοναχοί διαβάζουμε.
- Κι ἐγώ θά διαβάσω.
- Ἐμεῖς ψάλλουμε, προσευχόμαστε.
- Κι ἐγώ μπορῶ νά τά κάνω αὐτά.
Ἄρχισε
τούς ἀγῶνες ὁ Μέγας Ἀντώνιος, μαζί κι
ὁ Παῦλος ὁ ἁπλοῦς.
- Ἄντε, νά στρώσουμε τραπέζι, νά φᾶμε, εἶπε ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος κι ἔβρεξε δυό παξιμαδάκια γιά τόν Παῦλο κι ἕνα γιά τόν ἑαυτό του.
- Ἄντε, νά ποῦμε γράμματα.
Ἔκαναν
μιά ὥρα ὄρθιοι, νά ποῦν τά γράμματα,
τήν προσευχή.
- Κάθισε παππία, νά φᾶς.
- Γιατί μοῦ ἔβαλες ἐμένα δύο καί σένα ἕνα;
- Γιατί ἐγώ εἶμαι μοναχός κι ἐσύ ἀκόμα δέν εἶσαι.
- Ἀφοῦ κι ἐγώ μοναχός θά γίνω, ἕνα θά φάω.
Καί
τελικά τόν κράτησε· καί ἦταν τόσο
ἀγωνιστής ὁ παππούλης, πού ὑπερηκόντισε
καί νέους. Καί γιά τήν πολλή του ἁπλότητα
καί ἁγιότητα πῆρε χάρι ἀπό τόν Θεό νά
βγάζη δαιμόνια μεγάλα, δηλαδή ἀξιωματικούς
δαιμονίων.
Κάποια
μέρα ἔφεραν στόν Μέγα Ἀντώνιο ἕνα
δαιμονισμένο, γιά νά τοῦ βγάλη τά
δαιμόνια κι ἐκεῖνος τούς παρέπεμψε
στόν ἀββᾶ Παῦλο. Προσπάθησε ὁ Ὅσιος
Παῦλος, ἀλλά τό δαιμόνιο δέν ἔβγαινε.
Ἀνέβηκε ἐπάνω σ᾿ ἕνα βράχο καί σήκωσε
τά χέρια του σέ προσευχή. Ἐκεῖ καίει ὁ
ἥλιος σάν καμίνι· τό ζυμάρι τό κάνει
ψωμί, σάν νά τό βάζη κανείς μέσα στό
φοῦρνο. Τόσο ἔκαψε ὁ ἥλιος κι ἐκεῖνος
στάθηκε ἐκεῖ ἐπάνω στό βράχο γιά ὧρες. «Κύριε
Ἰησοῦ Χριστέ, εἶπε, δέν κατεβαίνω ἀπό
δῶ, ἄν δέν βγάλης αὐτόν τον δαίμονα
ἀπό τό πλάσμα σου» . Μόλις εἶπε
ἔτσι, ἀντί νά καίγεται ὁ ἀββᾶς Παῦλος
ἐπάνω στήν πέτρα, καιγόταν τό δαιμόνιο
μέσα στόν ἄνθρωπο.
«Βγαίνω
παππία, παππία βγαίνω· ἡ ταπείνωσίς
σου μέ καίει», φώναζε τό δαιμόνιο καί
βγῆκε.
Γιατί
ὅμως ἀπό τήν ἀρχή πού τοῦ εἶπε νά βγῆ,
δέν βγῆκε; Διότι ὁ Παῦλος ἀντιλόγησε
στόν Μέγα Ἀντώνιο καί εἶπε: «Γιατί
ἐσύ, Γέροντα, δέν τό βγάζεις καί λές σέ
μένα νά τό βγάλω;» Γιά τήν ἀντιλογία
αὐτή τό δαιμόνιο δέν ἔβγαινε. Ἐπειδή
ὅμως ἦταν ἅγιος, ἁπλοῦς καί ἀσκανδάλιστος,
γιά τήν πολλή του ἁπλότητα τελικά τό
ἔβγαλε.
Βλέπουμε,
λοιπόν, οἱ καλές πράξεις, πού εἶχε ἀπό
τόν κόσμο, ἀλλά καί μετά ταῦτα στήν
ἄσκησι, πόσο τόν βοήθησαν. Ἔγινε σκεῦος
ἐκλογῆς, ἔγινε τόσο ὄμορφος στήν ψυχή,
πού τά δαιμόνια καί μόνο πού τόν
ἀντίκρυζαν, ἔφευγαν, παρέλυαν.
Ἔτσι
λοιπόν κι ἐμεῖς πρέπει νά προσπαθήσουμε
νά ὀμορφύνουμε τήν ψυχή μας μέ καλές
πράξεις, νά προσέχουμε νά μήν κάνουμε
ἁμαρτίες καί νά εἴμαστε καθαροί. Ἡ
καθαρή κατοικία γιά τούς καθαρούς εἶναι
ἡ βασιλεία τῶν Οὐρανῶν μέ τούς ἀγγέλους
καί τόν καθαρό Κύριο. Ἡ βρώμικη εἶναι
ἡ κόλασι καί τά δαιμόνια.
Ὁ
Χριστός μας ἀγαπᾶ ἰδιαίτερα τίς καθαρές
ψυχές καί κάνει γάμο πνευματικό,
παρθενικό, ἁγνό καί ἅγιο μαζί τους. Καί
ὅλες τίς ψυχές πού νυμφεύεται ὁ Χριστός,
τίς βάζει στήν Βασιλεία Του καί στήν
ὀμορφιά τῆς ἄνω κληρονομίας. Ἐκεῖ θά
μαζευτοῦν ὅλες οἱ νύμφες ψυχές μέσα
στά ἄσπρα· νεώτατες, πανέμορφες,
στεφανωμένες κάθε μία μέ τίς ἀρετές
της, πού θά εἶναι στεφάνια, περιδέραια,
ὀμορφιά, καλλονή, εὐωδία· γιατί ὅλες
θά εὐωδιάζουν σάν τόν Θεό. Καί ἡ μία θά
βλέπη τήν ἄλλη καί θά χαίρεται, διότι
δέν θά βλέπη τήν δική της λάμψι, ἀλλά
ὅλων τῶν ἄλλων καί θά χαίρεται.
Ἄς
ἀγωνισθοῦμε νά ἀξιωθοῦμε κι ἐμεῖς
αὐτῆς τῆς μερίδος τῶν ἐκλεκτῶν τῆς
Βασιλείας τοῦ Θεοῦ! Ἀμήν.
Τέλος
καί τῷ Θεῷ δόξα!
Ἀπό
τό
βιβλίο:
“
Ἡ
τέχνη
τῆς
σωτηρίας”
Γέροντος
Ἐφραίμ
Φιλοθεΐτου
Ἔκδοσεις
Ἱεράς
Μονῆς
Φιλοθέου
Ἅγιον
Ὄρος
Τόμος
α΄
Κεντρική
διάθεση:
ΕΚΔΟΣΕΙΣ:
«ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ
ΚΥΨΕΛΗ»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου