Σήμερα κυριαρχεῖ στόν στόν κόσμο ἡ ἰδέα ὅτι δέν ὑπάρχει διάβολος.
Εἶναι κι αὐτό δικό του τέχνασμα, νά πείση τόν μορφωμένο κόσμο, τούς
τεχνοκράτες, αὐτούς πού ἀσχολοῦνται μέ τίς ἐπιστῆμες καί τίς γνώσεις,
ὅτι δέν ὑπάρχει διάβολος!
Παρ᾿ ὅλο πού ἡ πραγματικότητα εἶναι πολύ σκληρή μ᾿ αὐτήν τήν βρωμερή παρουσία, ἐν τούτοις γιά μᾶς τούς χριστιανούς μπορεῖ νά γίνη ἀφορμή γιά μιά εὐλογημένη ἄσκησι καί πνευματική μάχη πρός τόν ἀντίδικο. Παλεύοντας τόν πονηρό καί τά τεχνάσματά του, μπορεῖ νά προκόψη ὁ χριστιανός σέ ἀρετή καί ἁγιότητα.
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας μιλοῦν ἀκόμη καί γιά τήν ἀνάγκη ὑπάρξεως τῶν πειρασμῶν στή ζωή μας. “ Ἔκβαλον τόν πειρασμόν καί οὐδείς ὁ σωζόμενος”. Αὐτό σημαίνει πώς ὁ πειρασμός εἶναι ἀπαραίτητος ὡς μέσο σωτηρίας καί ὡς δρόμος πρός τήν τελειότητα καί τή θέωσι1. Θέλεις νά σωθεῖς; ὑπόμενε τούς πειρασμούς, τίς θλίψεις, τίς στενοχώριες, τίς ἀδικίες, τήν ἐχθρότητα καί ὅ,τι ἄλλο παρουσιάζει αὐτός ἐδῶ ὁ κόσμος, ἀλλά καί ὅ,τι προέρχεται ἀπό τό σῶμα μας.
Ὁ διάβολος προκαλῶντας πειρασμούς μᾶς βάζει σέ πνευματικό συναγερμό. Νηστεύουμε, ἀγρυπνοῦμε, ἐγκρατευόμεθα, προσευχόμεθα, ἐξομολογούμεθα, κοινωνοῦμε. Ἄρα, οἱ πειρασμοί μᾶς καθιστοῦν λαμπροφόρους, ὅταν ξέρουμε νά τούς ὑπομένουμε ἀγογγύστως καί ὅταν, ἐνῶ ἔρχονται αὐτοί, προστρέχουμε γιά βοήθεια στόν Θεό.
Οἱ πειρασμοί, πού προκαλεῖ ὁ πονηρός, εἶναι σύμφωνοι καί ἀνάλογοι μέ τήν δύναμι καί τήν ἀντοχή τοῦ καθενός μας. Ποτέ δέν εἶναι πάνω ἀπό τίς δυνάμεις μας. Βλέπουμε ὅτι τό πρόβλημα δέν βρίσκεται στήν ὕπαρξι τῶν πειρασμῶν ἀλλά στήν κατανίκησι τοῦ πειραστοῦ, δηλαδή τοῦ ἀκαθάρτου πνεύματος. Πρέπει νά νικηθῆ ὁ διάβολος.
Ἡ κοινωνική μορφή τῶν πειρασμῶν δημιουργεῖ τήν κοινωνική δαιμονοποίησι, πού εἶναι πολύ χειρότερη ἀπό τήν προσωπική, ἑνός μόνο ἀνθρώπου. Γιατί τό δαιμόνιο, ὁ πονηρός, δέν ἐπηρεάζει μόνο μεμονωμένα τά ἄτομα, ἀλλά δαιμονικά ἐπηρεάζει ὁμάδες ἀνθρώπων, ὅπως πχ. Μέ τίς ὁμαδικές αὐτοκτονίες! Ἐπίσης ἐπηρεάζει καί κοινωνίες ὁλόκληρες, ὅπως πχ. Ἑνός χωριοῦ, πού δαιμονίζεται ὁλόκληρο, ἤ μιᾶς οἰκογενείας, εἰδικώτερα ὅταν οἱ γονεῖς καί τά παιδιά βλασφημοῦν ἀσύστολα τά Θεῖα. Ἐπίσης ἐπηρεάζει ἱστορικές ἐποχές καί πολιτισμούς.
……….
Τό τραγικό γιά ὅλους μας εἶναι ὅτι μέσα στή δαιμονισμένη ἐποχή πού ζοῦμε καί στήν δαιμονοκρατούμενη κοινωνία τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ ὅπου ὑπάρχουμε, οἱ πειρασμοί μέρα μέ τήν ἡμέρα αὐξάνονται, ἐμεῖς ὅμως παραμένουμε ἀδιάφοροι πνευματικά. Μᾶς ἔχει καταλάβει δαιμονικός καί θανατηφόρος λήθαργος, τέτοιος, πού τελικά μόνο ὁ Θεός μπορεῖ νά μᾶς σώση ἀπό τούς πειρασμούς τῶν πονηρῶν πνευμάτων, καί ἡ λειτουργική ζωή μέ μετάνοια καί θερμή πίστι.
Κρίσιμη ἡ ἐρώτησις “τί εἶναι πειρασμός;”, τήν ὁποία πρέπει νά θέσουμε στόν ἑαυτό μας καί νά διερωτηθοῦμε ποιά εἶναι ἡ προτίμησίς μας:
Ὁ Θεός ἤ τό ἐγώ μου;
Ὁ Θεός ἤ ὁ κόσμος;
Ὁ Θεός ἤ ὁ διάβολος;
Ἀνάλογα μέ τήν κλίσι πού θά διαπιστώσουμε στήν ψυχή μας, θά κρίνουμε κατά πόσο μποροῦμε νά ποῦμε τήν Κυριακή Προσευχή καί νά παρακαλέσουμε τόν Θεό λέγοντας:
“Μή μέ βάζεις, Θεέ μου, κάτω ἀπό τή θηλειά τοῦ ἐγωϊσμοῦ μου, πού μέ πνίγει καί πνιγώ καί τούς ἄλλους. Μή μέ βάζεις στά τοῦ κόσμου, μή μέ δένεις καί μή μέ κάνεις αἰχμάλωτο στόν διάβολο, πού τυραννεῖ ὁλόκληρη τήν ἀνθρωπότητα.”
Γιά νά μπορῶ νά παρακαλέσω καί νά ζητήσω “ἀλλά ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπό τοῦ πονηροῦ”, σημαίνει ὅ,τι διαλέγω τόν Θεό καί τήν Ἐκκλησία Του, τόν Θεό καί τό Εὐαγγέλιο Του καί ὄχι τό “ἐγώ” μου, ὄχι τόν κόσμο, ὄχι τόν πονηρό.
Ἡ ἀνεβαίνουμε ἤ κατρακυλᾶμε στή λάσπη.
Ἤ ἀπελευθερωνόμεθα ἤ καθιστάμεθα σκλάβοι τῶν δαιμόνων διά μέσου τῶν παθῶν, πού ἐμεῖς οἱ ἴδιοι ὑπηρετοῦμε, ταϊζουμε καί χαϊδεύουμε.
“Ὅταν προσευχώμεθα πρός τόν Κύριο λέγοντας “καί μή εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν, ἀλλά ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπό τοῦ πονηροῦ” δέν λέμε νά μήν πέσουμε σέ πειρασμό, διότι αὐτό εἶναι ἀδύνατον, ἀλλά νά μή μᾶς καταπιῆ ὁ πειρασμός, πράττοντας αὐτό πού δέν ἀρέσει στόν Θεό. Διότι καί οἱ Ἅγιοι Μαρτυρές ἐπειράσθησαν μέ τά βασανιστήρια καί, ἀφοῦ δέν ἡττήθησαν, δέν μπῆκαν σέ πειρασμό, οὔτε ὅταν πάλευαν μέ τά θηρία, οὔτε ὅταν φαγώθηκαν ἀπό αὐτά”. Αὐτά κατά τόν Ἰωάννη τόν Εὐκρατᾶ.2
Καί ὁ ἐπίλογος τῆς Κηριακῆς Προσευχῆς” εἶναι:
“Ὅτι Σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καί ἡ δύναμις καί ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν”.
Ὁ Ἅγιος Συμεών Θεσσαλονίκης λέγει:
“Καί ποιός θά μπορέση νά μᾶς πειράξη καί νά μᾶς θλίψη, ἀφοῦ βασιλευόμεθα ἀπό Ἐσένα, πού εἶσαι τῶν ὅλων Θεός καί Βασιλεύς καί Δεσπότης, πού εἶσαι ἐξουσιαστής καί αὐτῶν τῶν Ἀγγέλων;
Ἤ ποιός θά ἀντισταθῆ στή δύναμί Σου; Κανένας, ἐπειδή Ἐσύ μᾶς ἔπλασες καί Σύ μᾶς διαφυλάττεις ὅλους.
Ἤ ποιός θά πῆ ἐναντίον τῆς δόξας Σου ἤ θά τολμήση γενικά κάτι ἐναντίον Σου;
Ἡ Δόξα Σου κρατεῖ τά πέρατα καί εἶναι πλήρης ἀπό αὐτήν ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ, ἀφοῦ εἶναι καί ἀρχαιότερη καί ἀπό τούς οὐρανούς καί ἀπό τούς Ἀγγέλους, ἐπειδή Ἐσύ μόνον ἤσουν πάντοτε καί εἶσαι Αἰώνιος”.3
Καί ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης γράφει:
“Γνωρίζοντας ὁ Κύριός μας ὅτι ἡ ἀνθρώπινη φύσις πάντοτε ὀλιγοπιστεῖ, ὡς ὀλιγόπιστη, γι᾿ αὐτό καί μᾶς παρηγορεῖ λέγοντας: Ἐπειδή ἔχετε αὐτοῦ τοῦ εἴδους Πατέρα καί Βασιλέα, δυνατό καί ὑπερένδοξο, μήν ἀμφιβάλλετε σέ ὅσα ζητεῖτε ἀπό Αὐτόν μέσα ἀπό τό “Πάτερ ἡμῶν” κατά καιρούς. Μόνο μήν ἀμελήσετε ἀπό τοῦ νά Τόν ἐνοχλῆτε καθημερινῶς, ὅπως ἐνοχλοῦσε ἐκείνη ἡ χήρα τόν κριτή τῆς ἀδικίας, λέγοντας πρός Αὐτόν: Κύριε λύτρωσέ μας ἀπό τόν ἀντίδικό μας.
Διότι δική Σου εἶναι ἡ χωρίς διαδοχή Βασιλεία, ἡ ἀνίκητη Δύναμις καί ἡ ἀκατάληπτη Δόξα. Καί ὡς μέν δυνατός Βασιλεύς προστάζεις καί τιμωρεῖς τούς ἐχθρούς μας, δηλαδή τούς δαίμονες, ὡς Θεός ὑπερένδοξος δοξάζεις καί μεγαλύνεις ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι Σέ δοξάζουν, καί ὡς φιλάνθρωπος καί φιλόστοργος Πατέρας φιλεῖς καί ἀγαπᾶς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἀξιώθηκαν μέ τό Ἅγιο Βάπτισμα νά γίνουν παιδιά Σου καί Σέ ἀγαποῦν μέ ὅλη τους τήν καρδιά”.4
Καί ὄχι μόνο εἶναι παιδιά Σου, ἀλλά ἔρχονται ἐδῶ στόν Ναό Σου καί Σέ ἀγαποῦν καί Σέ λατρεύουν καί Σέ ὑμνοῦν καί Σέ δοξολογοῦν καί Σέ εὐχαριστοῦν καί τρῶνε τό Σῶμα Σου καί πίνουν τό Αἷμα Σου “εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καί εἰς ζωήν αἰώνιον”.
Γύρω στό 1520, ζοῦσε στήν Κωνσταντινούπολι ἕνας ἔμπορος, ὀνόματι Ἰάκβος. Χριστιανός ἦταν, ἀλλά τήν πόρτα τῆς Ἐκκλησίας δέν τήν ἤξερε. Τήν ξεχνοῦσε γρήγορα… Πῶς νά τήν θυμηθῆ, ἀφοῦ τήν περνοῦσε μόνο τρεῖς φορές τόν χρόνο; Ὅσο γιά τήν πόρτα τοῦ Πνευματικοῦ, αὐτή δέν τόν εἶχε δεῖ ποτέ… χριστιανός τῆς ταυτότητας, θά λέγαμε σήμερα.
Κάποια μέρα λοιπόν ξαφνιάστηκε, ὅταν ἄκουσε ἕναν φίλο του Τοῦρκο νά θαυμάζη τήν πίστι τῶν χριστιανῶν.
“Εἶχα τή γυναῖκα μου ἄρρωστη, τοῦ εἶπε ὁ Τοῦρκος. Καί ἀφοῦ δέν εἶδα κανένα καλό ἀπ᾿ ὅλους τούς δικούς μας γιατρούς, πῆγα νά τήν διαβάση ὁ δικός σας Πατριάρχης, ὁ Νήφων. Τελείωνε ἐκεῖνο τό πρωϊνό ἡ Ἐκκλησία σας καί φώναξα κοντά στήν πόρτα τόν Πατριάρχη. Ἦρθε ντυμένος, ὅπως ἦταν μέ τά παράξενα ἐκεῖνα (ἐννοοῦσε ἀσφαλῶς τά ἄμφια) καί ἄρχισε νά διαβάζη τήν ἄρρωστη γυναῖκα μου.
Μόλις ἄρχισε τό διάβασμα ὁ Πατριάρχης, ξαφνικά ἄνοιξε ὅλος ὁ τροῦλλος τῆς Ἐκκλησίας σας καί ξεχύθηκε δέσμη φωτός ἀπό τόν οὐρανό! Καί δέν τό εἶδα μόνο ἐγώ, ἀλλά καί οἱ σκλάβοι ὑπηρέτες μου. Καί τρόμαξαν! Αὐτό τό οὐράνιο φῶς σκέπασε καί τόν Πατριάρχη καί τή γυναῖκα μου, τήν Φατμέ, φωτίζοντας συγχρόνως πολύ παράξενα καί ὅλη τήν Ἐκκλησία. Καί ἡ Φατμέ, ἡ γυναῖκα μου, ἔγινε καλά. Σηκώθηκε! Γι᾿ αὐτό σοῦ λέω ὅτι ἔχετε σπουδαία πίστι ἐσεῖς οἱ Ρωμηοί, οἱ χριστιανοί!”
Τά λόγια αὐτά συγκλόνισαν τόν Ἰάκωβο. Ἔνιωσε σάν νά ξυπνάη ἀπό ὄνειρο. Μαχαίρια τοῦ τρύπησαν τήν καρδιά. Ἄνοιξε ὁ νοῦς του καί φωτίστηκε. Κατάλαβε πολύ καλά τί πολύτιμος θησαυρός ἦταν ἡ Ὀρθόδοξος πίστις του. Κατενύγη, δάκρυσε καί ντράπηκε. Ντράπηκε, πού ἕνας Τοῦρκος εἶχε ἐκτιμήσει πολύ περισσότερο ἀπ᾿ αὐτόν τήν χριστιανική του πίστι. Ντράπηκε πολύ… Οἱ πολλές δουλειές καί ἡ πλεονεξία του τόν κοίμιζαν ἤ μᾶλλον τόν τύφλωναν καί δέν τόν ἄφηναν νά δῆ τήν ὀμορφιά, τήν ἀλήθεια καί τή δύναμι τῆς χριστιανικῆς πίστεως.
Ἡ ἑπόμενη ἡμέρα ἦταν Κυριακή. Πῆγε ἀπό τά χαράματα στήν Ἐκκλησία. Παρακολουθοῦσε κλαίγοντας τόν Πατριάρχη Νήφωνα, τόν μετέπειτα Ἅγιο τῆς Ἐκκλησίας μας, νά τελῆ τήν ἀναίμακτη Θυσία τῆς Θείας Λειτουργίας. Ἔφθασε ἡ στιγμή τῆς Ἁγίας Ἀναφορᾶς. Μετά τό “Στῶμεν καλῶς…” τοῦ διακόνου, ἀκολούθησε ἡ τριαδική εὐλογία ὑπό τοῦ Πατριάρχου…
Ἀπό τά χέρια τοῦ ἁγίου Νήφωνος, ὅπως εὐλογοῦσε τόν λαό, εἶδε νά ξεπετάγωνται ἀκτῖνες καί ἀστραπές ἀκτίστου φωτός, πού χτυποῦσαν τά στήθη τῶν ἐκκλησιαζομένων. Μιά ἀκτῖνα αὐτοῦ τοῦ ἀκαταλήπτου φωτός χτύπησε καί τά στήθη τοῦ Ἰακώβου! Καί τότε πλημμύρισε ἀπό εὐτυχία ἀπό μακαριότητα καί θεία εὐφροσύνη. Γέμισε ἀπό ἀνέκφραστη εἰρήνη. Οὔτε κατάλαβε πότε τελείωσε ἡ Θεία Λειτουργία. Εἶχαν ὅλοι φύγει κι αὐτός ἔμεινε μόνος του.
Τό ἴδιο ἀπόγευμα ζήτησε τόν Πατριάρχη καί ἐξωμολογήθηκε μέ πολλή συντριβή καί εἰλικρίνεια. Τόσα χρόνια στήν Κωνσταντινούπολι καί δέν εἶχε πάρει εἴδησι ὅτι εἶχε δίπλα του ἕναν κληρικό, ἕναν ἔμπιστο καί σοφό “θησαυροφύλακα” τοῦ πλούτου τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ἕναν πιστό οἰκονόμο τῆς Θείας Χάριτος!
Μέχρι τότε ἐμπιστευόταν μονάχα τά λεφτά του. Μέσα σέ μία ἡμέρα ὅμως ἄλλαξε! Μοίρασε ὁλόκληρη τήν περιουσία του στούς φτωχούς. 300.000 χρυσᾶ νομίσματα! Γιά τήν ἐποχή μας θά λέγαμε δύο δισεκατομμύρια!
Κατόπιν ἔγινε μοναχός… Ἡ δρᾶσις του, τά κηρύγματά του, ἦσαν φλογερά σαλπίσματα, γιά νά ξυπνήση τό σκλαβωμένο γένος τῶν Ὀρθοδόξων Ἑλλήνων. Αὐτό δέν ἄρεσε στούς κατακτητές. Τόν συνέλαβαν καί ὕστερα ἀπό μαρτύρια φρικτά τόν ἀποκεφάλισαν. Ἔτσι ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Νεομάρτυς μαρτύρησε γιά τήν πίστι τοῦ Χριστοῦ τόν Νοέμβριο τοῦ 1520.5
Πρωτ. π. Στεφάνου Κ. Ἀναγνωστόπουλου
1Ἁγ. Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, “Τά Σωζόμενα Ἀσκητικά”, Λόγος ΜΔ, … ὅ.π., σελ.. 230.
2Ἰω. Εὐκρατᾶ, Βίβλος ἡ λεγομένη Λειμών, P.G. 87, 3102 A.
3Ἁγίου Συμεών Θεσ/νίκης, “Ἄπαντα”, …ὅ.π., σελ. 258.
4Ἁγίου Μακαρίου Νοταρᾶ, “Περί συνεχοῦς Θείας Μεταλήψεως”, …ὅ.π., σελ. 43.
5Λαγγῆ Ματθαίου, “Ὁ Μέγας Συναξαριστής”, …ὅ.π., τ. ΙΑ΄, 1984, ΣΕΛ. 30 κέ.
http://www.hristospanagia.gr/?p=33767#more-33767
Παρ᾿ ὅλο πού ἡ πραγματικότητα εἶναι πολύ σκληρή μ᾿ αὐτήν τήν βρωμερή παρουσία, ἐν τούτοις γιά μᾶς τούς χριστιανούς μπορεῖ νά γίνη ἀφορμή γιά μιά εὐλογημένη ἄσκησι καί πνευματική μάχη πρός τόν ἀντίδικο. Παλεύοντας τόν πονηρό καί τά τεχνάσματά του, μπορεῖ νά προκόψη ὁ χριστιανός σέ ἀρετή καί ἁγιότητα.
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας μιλοῦν ἀκόμη καί γιά τήν ἀνάγκη ὑπάρξεως τῶν πειρασμῶν στή ζωή μας. “ Ἔκβαλον τόν πειρασμόν καί οὐδείς ὁ σωζόμενος”. Αὐτό σημαίνει πώς ὁ πειρασμός εἶναι ἀπαραίτητος ὡς μέσο σωτηρίας καί ὡς δρόμος πρός τήν τελειότητα καί τή θέωσι1. Θέλεις νά σωθεῖς; ὑπόμενε τούς πειρασμούς, τίς θλίψεις, τίς στενοχώριες, τίς ἀδικίες, τήν ἐχθρότητα καί ὅ,τι ἄλλο παρουσιάζει αὐτός ἐδῶ ὁ κόσμος, ἀλλά καί ὅ,τι προέρχεται ἀπό τό σῶμα μας.
Ὁ διάβολος προκαλῶντας πειρασμούς μᾶς βάζει σέ πνευματικό συναγερμό. Νηστεύουμε, ἀγρυπνοῦμε, ἐγκρατευόμεθα, προσευχόμεθα, ἐξομολογούμεθα, κοινωνοῦμε. Ἄρα, οἱ πειρασμοί μᾶς καθιστοῦν λαμπροφόρους, ὅταν ξέρουμε νά τούς ὑπομένουμε ἀγογγύστως καί ὅταν, ἐνῶ ἔρχονται αὐτοί, προστρέχουμε γιά βοήθεια στόν Θεό.
Οἱ πειρασμοί, πού προκαλεῖ ὁ πονηρός, εἶναι σύμφωνοι καί ἀνάλογοι μέ τήν δύναμι καί τήν ἀντοχή τοῦ καθενός μας. Ποτέ δέν εἶναι πάνω ἀπό τίς δυνάμεις μας. Βλέπουμε ὅτι τό πρόβλημα δέν βρίσκεται στήν ὕπαρξι τῶν πειρασμῶν ἀλλά στήν κατανίκησι τοῦ πειραστοῦ, δηλαδή τοῦ ἀκαθάρτου πνεύματος. Πρέπει νά νικηθῆ ὁ διάβολος.
Ἡ κοινωνική μορφή τῶν πειρασμῶν δημιουργεῖ τήν κοινωνική δαιμονοποίησι, πού εἶναι πολύ χειρότερη ἀπό τήν προσωπική, ἑνός μόνο ἀνθρώπου. Γιατί τό δαιμόνιο, ὁ πονηρός, δέν ἐπηρεάζει μόνο μεμονωμένα τά ἄτομα, ἀλλά δαιμονικά ἐπηρεάζει ὁμάδες ἀνθρώπων, ὅπως πχ. Μέ τίς ὁμαδικές αὐτοκτονίες! Ἐπίσης ἐπηρεάζει καί κοινωνίες ὁλόκληρες, ὅπως πχ. Ἑνός χωριοῦ, πού δαιμονίζεται ὁλόκληρο, ἤ μιᾶς οἰκογενείας, εἰδικώτερα ὅταν οἱ γονεῖς καί τά παιδιά βλασφημοῦν ἀσύστολα τά Θεῖα. Ἐπίσης ἐπηρεάζει ἱστορικές ἐποχές καί πολιτισμούς.
……….
Τό τραγικό γιά ὅλους μας εἶναι ὅτι μέσα στή δαιμονισμένη ἐποχή πού ζοῦμε καί στήν δαιμονοκρατούμενη κοινωνία τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ ὅπου ὑπάρχουμε, οἱ πειρασμοί μέρα μέ τήν ἡμέρα αὐξάνονται, ἐμεῖς ὅμως παραμένουμε ἀδιάφοροι πνευματικά. Μᾶς ἔχει καταλάβει δαιμονικός καί θανατηφόρος λήθαργος, τέτοιος, πού τελικά μόνο ὁ Θεός μπορεῖ νά μᾶς σώση ἀπό τούς πειρασμούς τῶν πονηρῶν πνευμάτων, καί ἡ λειτουργική ζωή μέ μετάνοια καί θερμή πίστι.
Κρίσιμη ἡ ἐρώτησις “τί εἶναι πειρασμός;”, τήν ὁποία πρέπει νά θέσουμε στόν ἑαυτό μας καί νά διερωτηθοῦμε ποιά εἶναι ἡ προτίμησίς μας:
Ὁ Θεός ἤ τό ἐγώ μου;
Ὁ Θεός ἤ ὁ κόσμος;
Ὁ Θεός ἤ ὁ διάβολος;
Ἀνάλογα μέ τήν κλίσι πού θά διαπιστώσουμε στήν ψυχή μας, θά κρίνουμε κατά πόσο μποροῦμε νά ποῦμε τήν Κυριακή Προσευχή καί νά παρακαλέσουμε τόν Θεό λέγοντας:
“Μή μέ βάζεις, Θεέ μου, κάτω ἀπό τή θηλειά τοῦ ἐγωϊσμοῦ μου, πού μέ πνίγει καί πνιγώ καί τούς ἄλλους. Μή μέ βάζεις στά τοῦ κόσμου, μή μέ δένεις καί μή μέ κάνεις αἰχμάλωτο στόν διάβολο, πού τυραννεῖ ὁλόκληρη τήν ἀνθρωπότητα.”
Γιά νά μπορῶ νά παρακαλέσω καί νά ζητήσω “ἀλλά ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπό τοῦ πονηροῦ”, σημαίνει ὅ,τι διαλέγω τόν Θεό καί τήν Ἐκκλησία Του, τόν Θεό καί τό Εὐαγγέλιο Του καί ὄχι τό “ἐγώ” μου, ὄχι τόν κόσμο, ὄχι τόν πονηρό.
Ἡ ἀνεβαίνουμε ἤ κατρακυλᾶμε στή λάσπη.
Ἤ ἀπελευθερωνόμεθα ἤ καθιστάμεθα σκλάβοι τῶν δαιμόνων διά μέσου τῶν παθῶν, πού ἐμεῖς οἱ ἴδιοι ὑπηρετοῦμε, ταϊζουμε καί χαϊδεύουμε.
“Ὅταν προσευχώμεθα πρός τόν Κύριο λέγοντας “καί μή εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν, ἀλλά ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπό τοῦ πονηροῦ” δέν λέμε νά μήν πέσουμε σέ πειρασμό, διότι αὐτό εἶναι ἀδύνατον, ἀλλά νά μή μᾶς καταπιῆ ὁ πειρασμός, πράττοντας αὐτό πού δέν ἀρέσει στόν Θεό. Διότι καί οἱ Ἅγιοι Μαρτυρές ἐπειράσθησαν μέ τά βασανιστήρια καί, ἀφοῦ δέν ἡττήθησαν, δέν μπῆκαν σέ πειρασμό, οὔτε ὅταν πάλευαν μέ τά θηρία, οὔτε ὅταν φαγώθηκαν ἀπό αὐτά”. Αὐτά κατά τόν Ἰωάννη τόν Εὐκρατᾶ.2
Καί ὁ ἐπίλογος τῆς Κηριακῆς Προσευχῆς” εἶναι:
“Ὅτι Σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καί ἡ δύναμις καί ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν”.
Ὁ Ἅγιος Συμεών Θεσσαλονίκης λέγει:
“Καί ποιός θά μπορέση νά μᾶς πειράξη καί νά μᾶς θλίψη, ἀφοῦ βασιλευόμεθα ἀπό Ἐσένα, πού εἶσαι τῶν ὅλων Θεός καί Βασιλεύς καί Δεσπότης, πού εἶσαι ἐξουσιαστής καί αὐτῶν τῶν Ἀγγέλων;
Ἤ ποιός θά ἀντισταθῆ στή δύναμί Σου; Κανένας, ἐπειδή Ἐσύ μᾶς ἔπλασες καί Σύ μᾶς διαφυλάττεις ὅλους.
Ἤ ποιός θά πῆ ἐναντίον τῆς δόξας Σου ἤ θά τολμήση γενικά κάτι ἐναντίον Σου;
Ἡ Δόξα Σου κρατεῖ τά πέρατα καί εἶναι πλήρης ἀπό αὐτήν ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ, ἀφοῦ εἶναι καί ἀρχαιότερη καί ἀπό τούς οὐρανούς καί ἀπό τούς Ἀγγέλους, ἐπειδή Ἐσύ μόνον ἤσουν πάντοτε καί εἶσαι Αἰώνιος”.3
Καί ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης γράφει:
“Γνωρίζοντας ὁ Κύριός μας ὅτι ἡ ἀνθρώπινη φύσις πάντοτε ὀλιγοπιστεῖ, ὡς ὀλιγόπιστη, γι᾿ αὐτό καί μᾶς παρηγορεῖ λέγοντας: Ἐπειδή ἔχετε αὐτοῦ τοῦ εἴδους Πατέρα καί Βασιλέα, δυνατό καί ὑπερένδοξο, μήν ἀμφιβάλλετε σέ ὅσα ζητεῖτε ἀπό Αὐτόν μέσα ἀπό τό “Πάτερ ἡμῶν” κατά καιρούς. Μόνο μήν ἀμελήσετε ἀπό τοῦ νά Τόν ἐνοχλῆτε καθημερινῶς, ὅπως ἐνοχλοῦσε ἐκείνη ἡ χήρα τόν κριτή τῆς ἀδικίας, λέγοντας πρός Αὐτόν: Κύριε λύτρωσέ μας ἀπό τόν ἀντίδικό μας.
Διότι δική Σου εἶναι ἡ χωρίς διαδοχή Βασιλεία, ἡ ἀνίκητη Δύναμις καί ἡ ἀκατάληπτη Δόξα. Καί ὡς μέν δυνατός Βασιλεύς προστάζεις καί τιμωρεῖς τούς ἐχθρούς μας, δηλαδή τούς δαίμονες, ὡς Θεός ὑπερένδοξος δοξάζεις καί μεγαλύνεις ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι Σέ δοξάζουν, καί ὡς φιλάνθρωπος καί φιλόστοργος Πατέρας φιλεῖς καί ἀγαπᾶς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἀξιώθηκαν μέ τό Ἅγιο Βάπτισμα νά γίνουν παιδιά Σου καί Σέ ἀγαποῦν μέ ὅλη τους τήν καρδιά”.4
Καί ὄχι μόνο εἶναι παιδιά Σου, ἀλλά ἔρχονται ἐδῶ στόν Ναό Σου καί Σέ ἀγαποῦν καί Σέ λατρεύουν καί Σέ ὑμνοῦν καί Σέ δοξολογοῦν καί Σέ εὐχαριστοῦν καί τρῶνε τό Σῶμα Σου καί πίνουν τό Αἷμα Σου “εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καί εἰς ζωήν αἰώνιον”.
Γύρω στό 1520, ζοῦσε στήν Κωνσταντινούπολι ἕνας ἔμπορος, ὀνόματι Ἰάκβος. Χριστιανός ἦταν, ἀλλά τήν πόρτα τῆς Ἐκκλησίας δέν τήν ἤξερε. Τήν ξεχνοῦσε γρήγορα… Πῶς νά τήν θυμηθῆ, ἀφοῦ τήν περνοῦσε μόνο τρεῖς φορές τόν χρόνο; Ὅσο γιά τήν πόρτα τοῦ Πνευματικοῦ, αὐτή δέν τόν εἶχε δεῖ ποτέ… χριστιανός τῆς ταυτότητας, θά λέγαμε σήμερα.
Κάποια μέρα λοιπόν ξαφνιάστηκε, ὅταν ἄκουσε ἕναν φίλο του Τοῦρκο νά θαυμάζη τήν πίστι τῶν χριστιανῶν.
“Εἶχα τή γυναῖκα μου ἄρρωστη, τοῦ εἶπε ὁ Τοῦρκος. Καί ἀφοῦ δέν εἶδα κανένα καλό ἀπ᾿ ὅλους τούς δικούς μας γιατρούς, πῆγα νά τήν διαβάση ὁ δικός σας Πατριάρχης, ὁ Νήφων. Τελείωνε ἐκεῖνο τό πρωϊνό ἡ Ἐκκλησία σας καί φώναξα κοντά στήν πόρτα τόν Πατριάρχη. Ἦρθε ντυμένος, ὅπως ἦταν μέ τά παράξενα ἐκεῖνα (ἐννοοῦσε ἀσφαλῶς τά ἄμφια) καί ἄρχισε νά διαβάζη τήν ἄρρωστη γυναῖκα μου.
Μόλις ἄρχισε τό διάβασμα ὁ Πατριάρχης, ξαφνικά ἄνοιξε ὅλος ὁ τροῦλλος τῆς Ἐκκλησίας σας καί ξεχύθηκε δέσμη φωτός ἀπό τόν οὐρανό! Καί δέν τό εἶδα μόνο ἐγώ, ἀλλά καί οἱ σκλάβοι ὑπηρέτες μου. Καί τρόμαξαν! Αὐτό τό οὐράνιο φῶς σκέπασε καί τόν Πατριάρχη καί τή γυναῖκα μου, τήν Φατμέ, φωτίζοντας συγχρόνως πολύ παράξενα καί ὅλη τήν Ἐκκλησία. Καί ἡ Φατμέ, ἡ γυναῖκα μου, ἔγινε καλά. Σηκώθηκε! Γι᾿ αὐτό σοῦ λέω ὅτι ἔχετε σπουδαία πίστι ἐσεῖς οἱ Ρωμηοί, οἱ χριστιανοί!”
Τά λόγια αὐτά συγκλόνισαν τόν Ἰάκωβο. Ἔνιωσε σάν νά ξυπνάη ἀπό ὄνειρο. Μαχαίρια τοῦ τρύπησαν τήν καρδιά. Ἄνοιξε ὁ νοῦς του καί φωτίστηκε. Κατάλαβε πολύ καλά τί πολύτιμος θησαυρός ἦταν ἡ Ὀρθόδοξος πίστις του. Κατενύγη, δάκρυσε καί ντράπηκε. Ντράπηκε, πού ἕνας Τοῦρκος εἶχε ἐκτιμήσει πολύ περισσότερο ἀπ᾿ αὐτόν τήν χριστιανική του πίστι. Ντράπηκε πολύ… Οἱ πολλές δουλειές καί ἡ πλεονεξία του τόν κοίμιζαν ἤ μᾶλλον τόν τύφλωναν καί δέν τόν ἄφηναν νά δῆ τήν ὀμορφιά, τήν ἀλήθεια καί τή δύναμι τῆς χριστιανικῆς πίστεως.
Ἡ ἑπόμενη ἡμέρα ἦταν Κυριακή. Πῆγε ἀπό τά χαράματα στήν Ἐκκλησία. Παρακολουθοῦσε κλαίγοντας τόν Πατριάρχη Νήφωνα, τόν μετέπειτα Ἅγιο τῆς Ἐκκλησίας μας, νά τελῆ τήν ἀναίμακτη Θυσία τῆς Θείας Λειτουργίας. Ἔφθασε ἡ στιγμή τῆς Ἁγίας Ἀναφορᾶς. Μετά τό “Στῶμεν καλῶς…” τοῦ διακόνου, ἀκολούθησε ἡ τριαδική εὐλογία ὑπό τοῦ Πατριάρχου…
Ἀπό τά χέρια τοῦ ἁγίου Νήφωνος, ὅπως εὐλογοῦσε τόν λαό, εἶδε νά ξεπετάγωνται ἀκτῖνες καί ἀστραπές ἀκτίστου φωτός, πού χτυποῦσαν τά στήθη τῶν ἐκκλησιαζομένων. Μιά ἀκτῖνα αὐτοῦ τοῦ ἀκαταλήπτου φωτός χτύπησε καί τά στήθη τοῦ Ἰακώβου! Καί τότε πλημμύρισε ἀπό εὐτυχία ἀπό μακαριότητα καί θεία εὐφροσύνη. Γέμισε ἀπό ἀνέκφραστη εἰρήνη. Οὔτε κατάλαβε πότε τελείωσε ἡ Θεία Λειτουργία. Εἶχαν ὅλοι φύγει κι αὐτός ἔμεινε μόνος του.
Τό ἴδιο ἀπόγευμα ζήτησε τόν Πατριάρχη καί ἐξωμολογήθηκε μέ πολλή συντριβή καί εἰλικρίνεια. Τόσα χρόνια στήν Κωνσταντινούπολι καί δέν εἶχε πάρει εἴδησι ὅτι εἶχε δίπλα του ἕναν κληρικό, ἕναν ἔμπιστο καί σοφό “θησαυροφύλακα” τοῦ πλούτου τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ἕναν πιστό οἰκονόμο τῆς Θείας Χάριτος!
Μέχρι τότε ἐμπιστευόταν μονάχα τά λεφτά του. Μέσα σέ μία ἡμέρα ὅμως ἄλλαξε! Μοίρασε ὁλόκληρη τήν περιουσία του στούς φτωχούς. 300.000 χρυσᾶ νομίσματα! Γιά τήν ἐποχή μας θά λέγαμε δύο δισεκατομμύρια!
Κατόπιν ἔγινε μοναχός… Ἡ δρᾶσις του, τά κηρύγματά του, ἦσαν φλογερά σαλπίσματα, γιά νά ξυπνήση τό σκλαβωμένο γένος τῶν Ὀρθοδόξων Ἑλλήνων. Αὐτό δέν ἄρεσε στούς κατακτητές. Τόν συνέλαβαν καί ὕστερα ἀπό μαρτύρια φρικτά τόν ἀποκεφάλισαν. Ἔτσι ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Νεομάρτυς μαρτύρησε γιά τήν πίστι τοῦ Χριστοῦ τόν Νοέμβριο τοῦ 1520.5
Τέλος καί τῇ Τρισηλίῳ Θεότητι
κράτος, αἶνος καί δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Ἀμήν.
Ἀπό τό βιβλίο: “ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ”Πρωτ. π. Στεφάνου Κ. Ἀναγνωστόπουλου
1Ἁγ. Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, “Τά Σωζόμενα Ἀσκητικά”, Λόγος ΜΔ, … ὅ.π., σελ.. 230.
2Ἰω. Εὐκρατᾶ, Βίβλος ἡ λεγομένη Λειμών, P.G. 87, 3102 A.
3Ἁγίου Συμεών Θεσ/νίκης, “Ἄπαντα”, …ὅ.π., σελ. 258.
4Ἁγίου Μακαρίου Νοταρᾶ, “Περί συνεχοῦς Θείας Μεταλήψεως”, …ὅ.π., σελ. 43.
5Λαγγῆ Ματθαίου, “Ὁ Μέγας Συναξαριστής”, …ὅ.π., τ. ΙΑ΄, 1984, ΣΕΛ. 30 κέ.
http://www.hristospanagia.gr/?p=33767#more-33767
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου