Ἕνα
Σάββατο πῆγε γιά τόν ἑσπερινό στήν ἐκκλησία τοῦ ἁγίου Ἀναστασίου.Τήν
ὥρα τῆς ἀκολουθίας, βλέπει ἔξαφνα τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο! Ἦρθε καί
στάθηκε ἀνάμεσα στό λαό. Πίσω της φάνηκαν οἱ θεῖοι Ἀπόστολοι καί μερικοί
ἀκόμη ἅγιοι. Σχεδόν ἀμέσως ἄρχισε νά περνάει μπροστά ἀπό κάθε
χριστιανό καί νά ἐξετάζει τήν πνευματική του κατάσταση. Ἀπό ἀρκετούς
φαινόταν εὐχαριστημένη καί χαρούμενη, γιατί ἐξακρίβωνε ὅτι μέ πολύ μόχθο
ἀγωνίζονταν γιά τήν σωτηρία τους. Ἀπό ἄλλους ὅμως ἀπογοητευόταν, γιατί
παραμελοῦσαν τήν ψυχή τους. Μπροστά σ’ αὐτούς στεκόταν περισσότερο,
κουνοῦσε μέ λύπη τό κεφάλι της, ὕψωνε τά χέρια στόν Υἱό της καί μέ
δάκρυα Τόν ἱκέτευε νά τούς ἐλεήσει.
Μέ πολύ φόβο καί θαυμασμό παρακολουθοῦσε ὁ Νήφων τήν πορεία τῆς
Παναγίας μέσα στό ναό. Καί μέ βαθειά συγκίνηση διαπίστωνε, πώς ἡ
πανάχραντη Δέσποινα δέν ἐγκαταλείπει ποτέ τούς χριστιανούς, ἀλλ’
ἀδιάκοπα φροντίζει γιά δίκαιους καί ἁμαρτωλούς, ποθώντας τή σωτηρία
τους.
Ἀφοῦ πέρασε ἀπ’ ὅλους ἡ Θεοτόκος, εἶδε τέλος στήν πόρτα ἕναν εὐνοῦχο. Κάποιοι
φτωχοί τόν πλησίαζαν καί τοῦ ζητοῦσαν βοήθεια, μά δέν τούς ἔδινε
τίποτα. Σκύβει τότε ἡ Παναγία στόν φύλακα ἄγγελό του καί τόν ρωτάει:
-Πές μου, Εὐθεήλ, ἔχει πολύ χρυσάφι αὐτός ὁ ἄνθρωπος στό σπίτι του;
-Ἔχει Δέσποινά, γιατί εἶναι φιλάργυρος καί χαλάει τόν
κόσμο γιά ἕναν ὀβολό*. Τούς δούλους του τούς χτυπάει ἄγρια καί τούς
ἀφήνει νηστικούς, πιέζοντάς τους, ὡστόσο, νά τοῦ δουλεύουν σκληρά.
-Καί μέ ποιά πρόφαση δέν δίνει ἐλεημοσύνη στούς φτωχούς;
-Ἔρχεται, Παναγία μου, συχνά ὁ διάβολος καί τοῦ
λέει:‟Θά γεράσεις, θ’ ἀρρωστήσεις καί θά καταπέσεις. Μή δίνεις λοιπόν
τίποτε ἀπό τά πλούτη σου, γιατί τότε καθώς θά λιώνεις μέσα στή στέρηση,
θά μετανιώσνεις πικρά καί θά λές: ῾Τί ἤθελα καί τά μοίρασα στούς
φτωχούς;’. Μά θά ’ναι πιά ἀργά’’. Αὐτά τοῦ συχνοψιθυρίζει, Δέσποινά
μου, ὁ ἀδιάντροπος καί ἀπατεώνας διάβολος. Κι αὐτός τά πιστεύει καί δέν
δείχνει καμιά συμπάθεια στίς ἀνάγκες τῶν φτωχῶν.
-Ἔ, ἀφοῦ εἶναι ἔτσι, θά πάθει αὐτό πού πιστεύει, εἶπε
αὐστηρά ἡ Θεοτόκος. Καί ἄς μήν τά βάζει μέ τόν πανάγαθο Θεό, ἀλλά μέ τόν
ἑαυτό του. «Ὁ γὰρ Θεὸς ἀπείραστος ἐστι κακῶν, πειράζει δὲ αὐτὸς οὐδένα. Ἕκαστος δὲ πειράζεται ὑπὸ τῆς ἰδία ἐπιθυμίας»57, γιατί δέν προσέχει, παρά πιστεύει στίς ὑπερβολές τοῦ διαβόλου.
Καί μ’ αὐτά τά λόγια ἡ Θεοτόκος ἐξαφανίστηκε μαζί μέ τούς Ἀποστόλους καί τούς ἄλλους ἁγίους.
Ὁ εὐνοῦχος σέ λίγες μέρες ἀρρώστησε βαριά κι ἔπεσε στό
κρεβάτι, ὅπως εἶχε πιστέψει. Ἡ ἀρρώστια του ἦταν ὀδυνηρή καί ἀνίατη.
Ὅλο του τό χρυσάφι τό ξόδεψε στούς γιατρούς, μά καλυτέρευση δέν εἶδε.
Ἀντίθετα μάλιστα, ἡ κατάστασή του χειροτέρεψε καί οἱ πόνοι ἔγιναν
ἀφόρητοι. Ἔτσι βασανίστηκε γιά καιρό, ὥσπου ἔλιωσε καί ἔσβησε καί χάθηκε
σάν καπνός. Πέθανε καί σωματικά καί ψυχικά. Ἔτσι ἐκπληρώθηκε καί σ’
αὐτόν τό γραμμένο: «Ἰδοὺ ἄνθρωπος, ὅς οὐκ ἔθετο τὸν Θεὸν βοηθὸν
αὐτοῦ, ἀλλ’ ἐπήλπισεν ἐπὶ τὸ πλῆθος τοῦ πλούτου αὐτοῦ καὶ ἐνεδυναμώθη
ἐπὶ τῇ μακαριότητα αὐτοῦ»58.
Ἀργότερα, μετά τό θάνατό τοῦ εὐνούχου, ὁ ἅγιος Νήφων
διηγήθηκε τό περιστατικό αὐτό σέ μερικούς ἐπισκέπτες του, καί τούς
συμβούλεψε:
Ἄς προσέχουμε κι ἐμεῖς, ἀδελφοί, νά μήν ξεγελιόμαστε
ἀπ’ τό σατανά. Νά μήν εἴμαστε σκληροί καί ἄσπλαχνοι μέ τούς φτωχούς, ἄν
μάλιστα ἔχουμε πλοῦτο, γιατί ἴσως κι ὁ Θεός νά φανεῖ δίκαια σκληρός
μαζί μας. Καί τότε θά χάσουμε καί τή ζωή μας καί τή ψυχή μας – καί τόν
κόσμο τοῦτο καί τή βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Ἕνας Ἀσκητής Ἐπίσκοπος
Ὅσιος Νήφων Ἐπίσκοπος Κωνσταντιανῆς
(σελ.111-113)
Ἱερὰ Μονή Παρακλήτου
Ὠρωπος Ἀττικῆς 2004
http://makkavaios.blogspot.gr/2015/02/blog-post_30.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου