Η Μαρία Βασσοπούλου γεννήθηκε το 1921 στο χωριό Χατζηλέρι της
Δυτικής Μικράς Ασίας πού υπαγόταν στην Ιερά Μητρόπολη Εφέσου. Ο πατέρας
της Φώτιος γεννήθηκε στις Μηλιές του Πηλίου και η μητέρα της Αναστασία
Κεχαγιά γεννήθηκε στην Καρδίτσα. Ο Φώτιος ήταν έμπορος και η Αναστασία
δασκάλα του κεντήματος. Μετακόμισαν και εγκαταστάθηκαν στο Χατζηλέρι της
Μικράς Ασίας αναζητώντας μια καλύτερη επαγγελματική τύχη. Και οι δύο
ήταν άνθρωποι ήρεμοι και πράοι, ευσεβείς, καλόγνωμοι και πολύ ελεήμονες.
Ο πατέρας της λέγεται ότι άφηνε κρυφά κατά την διάρκεια της νύκτας
καλάθια μέ τρόφιμα στις πόρτες πτωχών οικογενειών, ενώ για την μητέρα
της λέγεται ότι ζούσε μέ προσευχή και μελέτη ως μοναχή στον κόσμο.
Το σπιτικό τους στολίσθηκε μέ την γέννηση τεσσάρων παιδιών, του
Νικηφόρου και της Γεωργίας (πού κοιμήθηκαν μικρά), της Μαρίας
(Γερόντισσα) και του Γεωργίου. Μέ τά γεγονότα του 1922, την Μικρασιατική
καταστροφή και τον ξεριζωμό, η οικογένεια Βασσοπούλου πήρε τον δρόμο
της επιστροφής για την ελεύθερη Μητέρα Ελλάδα και εγκαταστάθηκαν στον
προσφυγικό συνοικισμό της Νέας Ιωνίας Βόλου.
Εκεί η μικρή Μαρία φοίτησε στο Δημοτικό Σχολείο, όπου τελείωσε τις
τρεις μόνο τάξεις του, επειδή οι περιστάσεις της εποχής ήταν δύσκολες.
Στα επτά της χρόνια δέχθηκε αποκάλυψη της θείας Χάριτος. Αισθάνθηκε μέσα
της έντονη την επιθυμία να αφιερωθεί στον Χριστό με τό μοναχικό σχήμα,
άλλα δεν γνώριζε τίποτε γι’ αυτό. Είχε πάρει από τους καλοπροαίρετους
και ευλαβείς γονείς της χριστιανική ανατροφή και έτσι η αγαθή ψυχή της
δέχθηκε τό θείο μήνυμα μέ άφατη αγαλλίαση. ’Έτσι από τότε ήταν
συγκεντρωμένη στον στόχο της και όλες οι πράξεις και επιλογές της
εξυπηρετούσαν τον ιερό της πόθο. Επιπλέον απέσπασε την πολύτιμη γι’
αυτήν ευχή των γονιών της για να πραγματοποιήσει την επιθυμία της και
για να ακολουθήσει μια ασύμβατη μέ τον εφήμερο κόσμο ζωή.
Μετά από αγγελική πληροφορία, ένα χρόνο πριν, ο Φώτιος κοιμήθηκε εν
Κυρίω ειρηνικά την Καθαρά Δευτέρα τού 1929 και μετά από ένα χρόνο, την
Καθαρά Δευτέρα τού 1930, η Αναστασία. Η Μαρία ήταν μόλις εννέα ετών και ό
Γεώργιος τεσσάρων. Από μικρά γεύθηκαν στην απαλή ψυχή τους όλη την
πίκρα πού προξενούσαν η ορφάνια, η προσφυγιά, η φτώχεια, η έλλειψη
ηθικής υποστηρίξεως. Μολονότι είχαν την φροντίδα τους γνωστοί και
γείτονες, όμως υπήρχαν περιπτώσεις πού στερήθηκαν ακόμη και τό ψωμί. Η
Μαρία μέ υψηλό αίσθημα ευθύνης μέσα της, ανέλαβε τον μικρό Γεώργιο σαν
αληθινή μητέρα. Γρήγορα μπήκε στο μεροκάματο εργάστηκε ως οικιακή
βοηθός, σε βιοτεχνία συσκευασίας αμυγδάλου κ.ά.
Την προστασία τού εαυτού της και τού μικρού Γεωργίου ανέθεσε εξ
ολοκλήρου στην Παναγία. Μέ πόνο καρδιάς την φώναζε όχι μόνο στην
προσευχή της, άλλα όπου και αν βρισκόταν, όλη την ήμερα. Την αισθανόταν
μητέρα της και μέ την πύρινη προσευχή της άνοιγε την πληγωμένη καρδιά
της εκφράζοντας κάθε πόνο και αγωνία. Και Εκείνη ως αληθινή μητέρα δεν
σταματούσε μέ την θαυμαστή της παρουσία -ζωντανά και στον ύπνο- να
στηρίζει και να παρηγορεί την Μαρία, να την ενισχύει, και έτσι να την
καλεί να ακολουθήσει την μοναχική ζωή.
Σε κάποιο σπίτι πού εργαζόταν ως υπηρέτρια γνωρίσθηκε μέ τον πρώτο
πνευματικό της. ’Ήταν ο Ιερομόναχος Έφραίμ Καραγιάννης, πνευματικό τέκνο
του Γέροντα Ιωσήφ του Ησυχαστή και Σπηλαιώτη, πού ήταν εκείνα τά χρόνια
εφημέριος στον Ιερό Ναό τού Αγίου Αποστόλου τού Νέου στον Βόλο. Μέ την
γνωριμία αυτή φάνηκε η πρόνοια τού Θεού για την μικρή Μαρία, διότι ο
ευλαβής αυτός ιερομόναχος αναδέχθηκε ουράνιο δώρο για τό ποίμνιο της
Εκκλησίας μετέφερε την ησυχαστική πατερική παράδοση στην περιοχή, δίδαξε
την νοερά προσευχή και συντέλεσε στο να γνωρίσουν πολλοί χριστιανοί από
την πόλη τού Βόλου τό ‘Άγιον Όρος και τον ενάρετο Γέροντα Ιωσήφ τον
Ησυχαστή.
Αργότερα έπιασε δουλειά στο καπνεργοστάσιο τού Ματσάγγου στον Βόλο.
Τά χέρια της εργάζονταν χωρίς να σταματούν, ενώ τό στόμα της έλεγε
ακατάπαυστα την ευχή. Μολονότι ήταν η μικρότερη στην δουλειά, κατάφερε
να διακριθεί για την καλή συμπεριφορά της, την συστολή της. τό φιλότιμο,
την προθυμία, την σιωπή. Μέ τά πρώτα της χρήματα έκανε Σαρανταλείτουργο
για την μνήμη τών γονιών της. Όταν τελείωσαν οι 40 λειτουργίες, οι
γονείς της εμφανίστηκαν και στην ίδια και στον πνευματικό της και τούς
ευχαρίστησαν για ότι έκαναν για την ανάπαυσή τους. Από τότε και ως τά
τέλη της δεν έπαυσε να μιλά στούς ανθρώπους για τό όφελος από τά Ιερά
Σαρανταλείτουργα.
Η νεαρή Μαρία μεγαλώνοντας πρόκοβε στην πνευματική ζωή. Μέ θώρακα την
πίστη της στον Χριστό, περικεφαλαία την ελπίδα της στην Παναγία και
μάχαιρα την ευχή τού Ιησού και τό κομβοσχοίνι, μεγάλωνε στην ηλικία και
την σοφία. Δεν αποχωριζόταν ποτέ τό κομβοσχοίνι της, και αν τό ξεχνούσε,
έτριβε μέ τά δάκτυλά της τό επανωφόρι της έτσι, πού σε αυτό τό σημείο
τό επανωφόρι να έχει φθαρεί.
Προκειμένου να εξασφαλίσει ένα καλύτερο αύριο για τον αδελφό της, τον
έστειλε σε συγγενείς τους στον Λαγκαδά και εκείνοι στον νονό του στην
Θεσσαλονίκη για να βγάλει τό Γυμνάσιο. Για πολλά χρόνια τά δύο αδέλφια
είχαν χαθεί. Μέ την θαυματουργική όμως ενέργεια του Αγίου Μηνά (τον
όποιο ένιωθε να κινεί τό χέρι του στο χαρτί ο Γεώργιος, όταν η αδελφή
του έκανε Θεία Λειτουργία στην χάρη Του) ξανάσμιξαν.
Ο Γεώργιος από τον Βόλο πήγε στην Αθήνα, όπου σπούδασε λογιστικά και
ξένες γλώσσες με την οικονομική υποστήριξη της Μαρίας και ενός απογόνου
από την Αιγυπτιωτική οικογένεια Αμπέτ (που είχαν ιδρύσει τό «Άμπέτειον»
φθισιατρείο και τό νοσοκομείο φυματικών «Σωτηρία»),.Η πίστη της Μαρίας
στον λόγο τού Θεού, το Ευαγγέλιο, και στα λόγια τού πατέρα της για
εμπιστοσύνη στο θείο θέλημα έφερνε πάντοτε τό επιθυμητό αποτέλεσμα.
Ακόμη και στις μεγαλύτερες δυσκολίες των δύο αδελφών, την τελευταία
στιγμή βρίσκονταν άνθρωποι για να τούς βοηθήσουν.
Από τούς πιο πνευματικούς ανθρώπους πού στήριξαν με κάθε τρόπο την
Μαρία, ακόμη και όταν έγινε μοναχή, ήταν η Βικτωρία Μωραϊτου
(1887-1984), η μητέρα του Γέροντα Έφραίμ (της Αμερικής). Οι δύο γυναίκες
είχαν κοινό πνευματικό τον Γέροντα Έφραίμ (Καραγιάννη). Η Βικτωρία ήταν
σεμνή, θεοσεβής, δοσμένη στην προσευχή, την μελέτη, την αγρυπνία και
στα φιλανθρωπικά έργα, έτσι ώστε ο Γέροντας Εφραίμ έλεγε: «Όλες μαζί μία
Βικτωρία δεν την κάνετε!» Ή Βικτωρία συμπαραστεκόταν στην Μαρία, όπως
και σε πολύ κόσμο, και ηθικά και υλικά. Με τον καιρό απέκτησαν μεταξύ
τους πολλή πνευματική Αγάπη. Αποτέλεσμα αυτού του συνδέσμου ήταν να
περνούν τις νύκτες με ολονύκτιες προσευχές, με δάκρυα και μετάνοιες. Από
εκείνα τά χρόνια η Μαρία είχε την Βικτωρία Μητέρα και Γερόντισσά της,
ενώ ποτέ δεν πικράθηκαν μεταξύ τους.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΣ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ. ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΚΑΒΒΑΔΙΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ.
http://apantaortodoxias.blogspot.gr/2016/07/40.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου