Ἁγίου Ἰγνατίου Μπριαντσανίνωφ
«Κανείς ἄς μή σᾶς κατακρίνει, δείχνοντας δῆθεν ταπεινοφροσύνη», λέει ὁ ἅγιος Παῦλος1.
Ἀληθινή ταπεινοφροσύνη εἶναι ἡ οἰκείωση τοῦ φρονήματος τοῦ Χριστοῦ,
«ὁ ὁποῖος, ἄν καί ἦταν Θεός,… τά ἀπαρνήθηκε ὅλα καί πῆρε μορφή δούλου·
ἔγινε ἄνθρωπος καί ὄντας πραγματικός ἄνθρωπος, ταπεινώθηκε θεληματικά,
ὑπακούοντας μέχρι θανάτου, καί μάλιστα σταυρικοῦ»2.
Ἡ ἀληθινή ταπεινοφροσύνη εἶναι ἡ διάκριση, πού ἀποτελεῖ δῶρο Θεοῦ,
ἐνέργεια τῆς θείας χάριτος στόν νοῦ καί τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου.
Ὑπάρχει καί αὐτόβουλη ταπεινοφροσύνη. Αὐτή εἶναι ἐφεύρημα ψυχῆς
φιλόδοξης, ψυχῆς πλανεμένης καί αὐταπατημένης, ψυχῆς πού κολακεύει τόν
ἑαυτό της καί ζητάει τήν κολακεία τοῦ κόσμου, ψυχῆς πού ὁλοκληρωτικά
προσηλώθηκε στίς ἐπίγειες ἐπιτυχίες καί ἀπολαύσεις, ψυχῆς πού λησμόνησε
τήν αἰωνιότητα καί τόν Θεό.
Ἡ αὐτόβουλη, ἡ ἐπινοημένη, ἡ πλαστή ταπεινοφροσύνη εἶναι ἕνα σύνολο
ἀναρίθμητων καί ποικίλων τεχνασμάτων, μέ τά ὁποῖα ἡ ἀνθρώπινη
ὑπερηφάνεια προσπαθεῖ νά ὑποκλέψει τή δόξα τῆς ταπεινοφροσύνης ἀπό τόν
τυφλωμένο κόσμο, τόν κόσμο πού ἀγαπᾶ τά δικά του3, τόν κόσμο πού
ἐγκωμιάζει τό ἐλάττωμα, ὅταν αὐτό καλύπτεται πίσω ἀπό τό προσωπεῖο τῆς
ἀρετῆς, τόν κόσμο πού μισεῖ τήν ἀρετή, ὅταν αὐτή παρουσιάζεται μπροστά
του μέ τή θεία ἁπλότητά της, μέ τήν ἁγία καί σταθερή ὑποταγή στό
Εὐαγγέλιο.
Τίποτα δέν εἶναι τόσο ἐνάντιο στήν ταπείνωση τοῦ Χριστοῦ ὅσο ἡ
αὐθαίρετη ταπεινοφροσύνη, πού ἀπορρίπτει τόν ζυγό τῆς ὑπακοῆς στόν Κύριο
καί ὑπηρετεῖ τόν σατανά, φορώντας τόν μανδύα τῆς ὑπηρεσίας τοῦ Θεοῦ.
Ἄν κοιτάζουμε ἀκατάπαυστα τήν ἁμαρτωλότητά μας, ἄν προσπαθοῦμε νά
παρατηροῦμε κάθε της ὄψη, δέν θά βροῦμε μέσα μας καμιάν ἀρετή, δέν θά
βροῦμε μέσα μας οὔτε τήν ταπεινοφροσύνη.
Ἡ ἀληθινή ταπείνωση κρύβει τήν ἀληθινή ἀρετή, ὅπως μιά σεμνή κόρη
κρύβει τήν ὀμορφιά της μ᾿ ἕνα κάλυμμα, ὅπως τά «ἅγια τῶν ἁγίων»
κρύβονταν ἀπό τά μάτια τῶν ἀνθρώπων μέ τό καταπέτασμα4.
Ἡ ἀληθινή ταπεινοφροσύνη εἶναι ὁ χαρακτήρας τοῦ Εὐαγγελίου, τό ἦθος τοῦ Εὐαγγελίου, ἡ λογική τοῦ Εὐαγγελίου.
Ἡ ἀληθινή ταπεινοφροσύνη εἶναι θεϊκό μυστήριο, μυστήριο ἀσύλληπτο ἀπό
τόν ἀνθρώπινο νοῦ. Ὄντας ὕψιστη σοφία, φαίνεται παράλογη στή σαρκική
διάνοια.
Τό θεϊκό μυστήριο τῆς ταπεινώσεως τό ἀποκαλύπτει ὁ Κύριος Ἰησοῦς
στούς πιστούς μαθητές Του, σ᾿ ἐκείνους πού κάθονται κοντά στά πόδια Του
καί ἀκοῦνε μέ προσοχή τά σωτήρια λόγια Του. Μά κι ὅταν αὐτό ἀποκαλυφθεῖ,
παραμένει κρυφό. Ἡ ταπείνωση εἶναι ἀνεξήγητη μέ τά λόγια καί τή γλώσσα
τῆς γῆς. Ἡ ταπείνωση εἶναι ἀπρόσιτη στόν σαρκικό λογισμό. Προσιτή
γίνεται μόνο στόν πνευματικό λογισμό. Ὡστόσο, κι ὅταν γίνεται προσιτή,
οὐσιαστικά παραμένει ἀπρόσιτη.
Ἡ ταπείνωση εἶναι ζωή οὐράνια πάνω στή γῆ.
Ἡ θαυμαστή καί εὐλογημένη θέα τῶν μεγαλείων τοῦ Θεοῦ καί τῶν
ἀναρίθμητων εὐεργεσιῶν Του πρός τόν ἄνθρωπο, ἡ μακάρια γνώση τοῦ Λυτρωτῆ
καί ἡ διακονία Του μέ αὐτοθυσία, ἡ ἀναγνώριση τῆς καταστροφικῆς πτώσεως
τοῦ ἀνθρωπίνου γένους –νά τά ἀόρατα γνωρίσματα τῆς ταπεινώσεως, νά οἱ
προθάλομοι τοῦ πνευματικοῦ αὐτοῦ ἀνακτόρου πού ἔχτισε ὁ Θεάνθρωπος.
Ἡ ταπείνωση δέν αἰσθάνεται ταπεινή. Ἀπεναντίας, βλέποντας μέσα της
ὑπερβολικό ἐγωισμό, ψάχνει, ἐπίμονα νά βρεῖ ὅλα τά κλαδιά του. Καί ὅσο
ψάχνει, τόσο διαπιστώνει ὅτι πρέπει ν᾿ ἀγωνιστεῖ γιά πολύ ἀκόμα.
Ὁ σημειοφόρος καί πνευματοφόρος ὅσιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος, πού
ἐπονομάστηκε ἀπό τήν Ἐκκλησία Μέγας γιά τίς μεγάλες ἀρετές του,
ἰδιαίτερα γιά τή βαθιά του ταπείνωση, λέει σέ μιάν ἀπό τίς ὑψηλές, τίς
ἅγιες, τίς πνευματικές πραγματικά ὁμιλίες του ὅτι ἀκόμα κι ἕνας καθαρός,
ἀκόμα κι ἕνας τέλειος, θά λέγαμε, ἄνθρωπος ἔχει μέσα του τήν τάση πρός
τήν ἔπαρση5 ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ ὄχι μόνο ἔφτασε ὁ ἴδιος στήν πιό ὑψηλή
βαθμίδα τῆς χριστιανικῆς τελειότητας, ἀλλά καί γνώρισε στά χρόνια του,
χρόνια πλήθους ἁγίων, τόν πιό μεγάλο ὅσιο, τόν Μέγα Ἀντώνιο. Βεβαίωσε,
ὡστόσο, ὅτι δέν γνώρισε κανέναν ἄνθρωπο πού θά μποροῦσε νά ὀνομαστεῖ
τέλειος μ᾿ ὅλη τή σημασία τῆς λέξεως6.
Ἡ ψεύτικη ταπείνωση αἰσθάνεται ταπεινή. Καί εἶναι ἀστεῖο, συνάμα καί
θλιβερό, νά εὐχαριστιέται μ᾿ αὐτή τήν ἀπατηλή καί ψυχοφθόρα αἴσθηση.
Ὁ σατανάς μεταμφιέζεται σέ ἄγγελο φωτός7. Οἱ ἀπόστολοι τοῦ σατανᾶ
μεταμφιέζονται σέ ἀποστόλους τοῦ Χριστοῦ8. Ἡ διδασκαλία τοῦ σατανᾶ
παρουσιάζεται σάν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ. Οἱ ἀπατηλές καί πλανερές
καταστάσεις πού προκαλοῦνται ἀπό τόν σατανά, παρουσιάζονται σάν
πνευματικές καί εὐλογημένες καταστάσεις πού προέρχονται ἀπό τόν Χριστό. Ἡ
ὑπερηφάνεια καί ἡ κενοδοξία πού ἐμπνέονται ἀπό τόν σατανά, δημιουργοῦν
στόν ἄνθρωπο τήν αὐταπάτη ὅτι ἀποτελοῦν τήν ταπείνωση τοῦ Χριστοῦ.
Ἄχ! ποῦ κρύβονται ἀπό τούς δύστυχους ὀνειροπόλους, πού εἶναι ὀλέθρια
ἱκανοποιημένοι μέ τήν κατάσταση τῆς αὐταπάτης τους καί δέν σκέφτονται
παρά τήν ἀπόλαυση καί τήν εὐδαιμονία, ποῦ κρύβονται ἀπ᾿ αὐτούς τά λόγια
τοῦ Σωτήρα, «Μακάριοι ἐσεῖς πού τώρα κλαῖτε…, μακάριοι ἐσεῖς πού τώρα
πεινᾶτε…, ἀλίμονο σ᾿ ἐσᾶς πού τώρα εἶστε χορτάτοι…, ἀλίμονο σ᾿ ἐσᾶς πού
τώρα γελᾶτε»9;
Κοίταξε μέ προσοχή, κοίταξε δίχως ἐμπάθεια τήν ψυχή σου, ἀγαπητέ μου ἀδελφέ!
Δέν εἶναι προτιμότερη γι᾿ αὐτήν ἡ μετάνοια ἀπό τήν ἡδονή;
Δέν εἶναι προτιμότερο γι᾿ αὐτήν τό κλάμα πάνω στή γῆ, τήν κοιλάδα τῶν
θλίψεων τήν προορισμένη ἀκριβῶς γιά τόν θρῆνο, ἀπό τίς ἄκαιρες, τίς
ἀπατηλές, τίς ἄπρεπες, τίς ὀλέθριες ἀπολαύσεις;
Ἡ μετάνοια καί τό πένθος γιά τίς ἁμαρτίες σου ἀποτελοῦν προϋποθέσεις
τῆς αἰώνιας μακαριότητάς σου –εἶναι γνωστό, εἶναι ἀναμφισβήτητο, εἶναι
βεβαιωμένο ἀπό τόν Κύριο. Βυθίσου σ᾿ αὐτές τίς ἅγιες καταστάσεις σταθερά
καί μόνιμα. Μή ζητᾶς τίς ἀπολαύσεις, μήν εὐφραίνεσαι μ᾿ αὐτές, μήν
ἱκανοποιεῖσαι μ᾿ αὐτές, μήν ἐξαλείφεις μ᾿ αὐτές τήν εὐλογημένη πείνα καί
δίψα τῆς ψυχῆς σου γιά τή δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, τήν εὐλογημένη καί
σωτήρια λύπη τῆς ψυχῆς σου γιά τήν ἁμαρτωλότητά της.
Ἡ πείνα καί ἡ δίψα τῆς δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ10 εἶναι οἱ μάρτυρες τῆς συναισθήσεως τῆς πνευματικῆς φτώχειας11.
Τό πένθος εἶναι ἡ ἔκφραση τῆς ταπεινώσεως, εἶναι ἡ φωνή της.
Ἡ ἀπουσία τοῦ πένθους, ἡ ἀπουσία πνευματικῆς ζωῆς, ὁ χορτασμός καί ἡ ἀπόλαυση φανερώνουν τήν ὑπερηφάνεια τῆς καρδιᾶς.
Νά φοβᾶσαι μήν τυχόν, γιά τήν κούφια καί ἀπατηλή ἀπόλαυση,
κληρονομήσεις τήν αἰώνια συμφορά, ὅπως προειδοποίησε ὁ Θεός ὅσους
χορταίνουν τώρα ἑκούσια, ἐνάντια στό θέλημα Του12.
Ἡ κενοδοξία καί τά παιδιά της, δηλαδή οἱ ψεύτικες πνευματικές
ἀπολαύσεις, πού ἐνεργοῦν μέσα στήν ψυχή δίχως νά διαποτίζονται μέ τή
μετάνοια, δημιουργοῦν ἕνα φάντασμα ταπεινώσεως. Αὐτό τό φάντασμα
ἀντικαθιστᾶ στήν ψυχή τήν ἀληθινή ταπείνωση. Τό φάντασμα τῆς ἀλήθειας,
τό ὁποῖο στό ὄνομα της ἐγκαταστάθηκε στόν ναό τῆς ψυχῆς, φράζει στήν
ἴδια τήν ἀλήθεια ὅλες τίς εἰσόδους τοῦ πνευματικοῦ αὐτοῦ ναοῦ.
Ἀλίμονο σου, ψυχή μου, θεόπλαστε ναέ τῆς ἀλήθειας! Μέ τό νά δέχεσαι
μέσα σου τό φάντασμα τῆς ἀλήθειας, μέ τό νά προσκυνᾶς τό ψέμα ἀντί γιά
τήν ἀλήθεια, γίνεται εἰδωλολάτρισσα!
Στό εἰδωλεῖο στήθηκε τό εἴδωλο: ἡ ψευδοταπείνωση. Ἡ ψευδοταπείνωση
εἶναι ἡ πιό φρικτή μορφή ὑπερηφάνειας. Ἄν μέ τόση δυσκολία διώχνει ὁ
ἄνθρωπος ἀπό μέσα του τήν ὑπερηφάνεια, ὅταν τήν ἀναγνωρίζει ὡς
ὑπερηφάνεια, πῶς θά τή διώξει, ὅταν τοῦ φαίνεται σάν ταπείνωση;
Σ᾿ αὐτό τό εἰδώλεῖο βρίσκεται τό θλιβερό βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως13! Σ᾿
αὐτό τό εἰδωλεῖο προσφέρεται θυμίαμα εἰδωλολατρικό. Ἐκεῖ ψάλλονται
ὕμνοι πού εὐφραίνουν τόν ἅδη. Ἐκεῖ οἱ λογισμοί καί τά αἰσθήματα γεύονται
τά ἀπαγορευμένα εἰδωλόθυτα14 καί πίνουν κρασί ἀνακατεμένο μέ θανατηφόρο
δηλητήριο. Ἐκεῖ κατοικοῦν εἴδωλα, ἀκάθαρτα δαιμόνια, γι᾿ αὐτό ὄχι μόνο ἡ
θεία χάρη καί τά πνευματικά χαρίσματα δέν πλησιάζουν, μά καί καμιά
ἀληθινή ἀρετή ἤ εὐαγγελική ἐντολή.
Ἡ ψεύτικη ταπείνωση τυφλώνει τόσο τόν ἄνθρωπο, πού τόν κάνει ὄχι μόνο
νά πιστεύει καί νά ὑπαινίσσεται, ὅταν μιλᾶ στούς ἄλλους, πώς εἶναι
ταπεινός, ἀλλά καί ἀνοιχτά νά τό λέει καί δυνατά νά τό κηρύσσσει15.
Σκληρά μᾶς ἐμπαίζει τό ψέμα, ὅταν ἐμεῖς, ἀπατημένοι ἀπ᾿ αὐτό, τό παίρνουμε γιά ἀλήθεια.
Ἡ μακάρια ταπείνωση εἶναι ἀόρατη, ὅπως ἀόρατος εἶναι καί ὁ χορηγός
της Θεός. Εἶναι σκεπασμένη μέ τή σιωπή, τήν ἁπλότητα, τήν εἰλικρίνεια,
τή φυσικότητα, τήν ἐλευθερία.
Ἡ ψεύτικη ταπείνωση συνοδεύεται πάντοτε ἀπό τήν προσποίηση καί τήν
ἐξωστρέφεια, μέ τήν ὁποία αὐτοδιαφημίζεται. Ἡ ψεύτικη ταπείνωση ἀγαπᾶ
τούς θεατρινισμούς· μ᾿ αὐτούς ἀπατᾶ καί αὐταπατᾶται.
Ἡ ταπείνωση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ντυμένη μέ χιτώνα ἄρραφο16, μέ τό πιό
ἁπλό ἔνδυμα. Μ᾿ αὐτό τό ἔνδυμα δέν ἀναγνωρίζεται καί δέν γίνεται
ἀντιληπτή ἀπό τούς ἀνθρώπους.
Ἡ ταπείνωση εἶναι ἅγιος καρδιακός θησαυρός, εἶναι ἀνώνυμη17 καρδιακή
ἰδιότητα, εἶναι θεία συνήθεια, πού γεννιέται ἀνεπαίσθητα στήν ψυχή ἀπό
τήν τήρηση τῶν εὐαγγελκῶν ἐντολῶν18.
Ἡ ἀρετή τῆς ταπεινοφροσύνης ἐνεργεῖ ὅπως τό πάθος τῆς φιλαργυρίας.
Ὅσο συγκεντρώνει φθαρτούς θησαυρούς ὁ φιλάργυρος, τόσο κυριεύεται ἀπό
τήν ἀπληστία· ὅσο πιό πλούσιος γίνεται, τόσο πιό φτωχός αἰσθάνεται. Τό
ἴδιο συμβαίνει καί μέ τόν ταπεινό ἄνθρωπο: Ὅσο περισσότερο πλουτίζει σέ
ἀρετές καί θεῖα χαρίσματα, τόσο πιό φτωχός πνευματικά, τόσο πιό
τιποτένιος αἰσθάνεται. Εἶναι φυσικό. Ὁ ἄνθρωπος πού δέν ἔχει γευθεἶ τό
ὕψιστο οὐράνιο καλό, θεωρεῖ πολύτιμα τά δικά του καλά, τά μολυσμένα ἀπό
τήν ἁμαρτία. Ὁ ἄνθρωπος πού ἔχει γευθῆ τό ἁγιοπνευματικό, τό θεῖο καλό,
βλέπει πώς δέν ἔχουν καμιάν ἀξία τά δικά του καλά, πού εἶναι συνενωμένα
μέ τό κακό.
Πολύτιμο εἶναι γιά τόν ζητιάνο τό σακί μέ τά χάλκινα νομίσματα, πού
μάζεψε μέ πολύ κόπο ἔπειτα ἀπό πολλά χρόνια. Ὅταν, ὅμως, ἕνας πλούσιος
τοῦ προσφέρει θησαυρό ἀμύθητο ἀπό χρυσά νομίσματα, τό σακί μέ τά χάλκινα
νομίσματα τό πετᾶ περιφρονητικά σάν περιττό βάρος.
Ὁ δίκαιος καί πολύπαθος Ἰώβ, μετά τήν παροιμιώδη ὑπομονή πού ἔδειξε
στίς φοβερές του δοκιμασίες, ἀξιώθηκε νά δεῖ τόν Θεό. «Πρωτύτερα Σέ
γνώριζα μονάχα ἀπ᾿ ὅσα εἶχα ἀκουστά γιά Σένα, μά τώρα Σέ εἶδα μέ τά
μάτια μου», Τοῦ εἶπε σέ μιάν ὡραία προσευχή του19. Καί ποιός ἦταν ὁ
καρπός τῆς θεοπτίας στήν ψυχή τοῦ δικαίου; Ἡ ταπείνωση:
«Γι᾿ αὐτό περιφρόνησα τόν ἑαυτό μου, ἔλιωσα (ἀπό καρδιακή συντριβή), αἰσθάνομαι σάν χῶμα καί στάχτη20.
Θέλεις ν᾿ ἀποκτήσεις ταπείνωση; Τήρησε τίς εὐαγγελικές ἐντολές. Ἔτσι
θά ἐγκατασταθεῖ στήν καρδιά σου καί θά ἑνωθεῖ μαζί της ἡ ἁγία ταπείνωση,
ἡ ταπείνωση τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ἀρχή τῆς ταπεινώσεως εἶναι ἡ συναίσθηση τῆς πνευματικῆς φτώχειας.
Μέση της εἶναι ἡ εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ.
Τέλος καί τελείωσή της εἶναι ἡ ἀγάπη πρός τόν Χριστό.
Ἡ ταπείνωση ποτέ δέν ὀργίζεται, ποτέ δέν ζητάει τήν ἐπιδοκιμασία τῶν
ἀνθρώπων, ποτέ δέν παραδίνεται στή θλίψη, ποτέ καί τίποτα δέν φοβᾶται.
Μπορεῖ, ἀλήθεια, νά παραδοοθεῖ στή θλίψη ἐκεῖνος πού προκαταβολικά θεώρησε τόν ἑαυτό του ἄξιο γιά κάθε θλίψη;
Μπορεῖ, ἀλήθεια, νά φοβηθεῖ τίς συμφορές ἐκεῖνος πού προκαταβολικά
αὐτοκαταδικάστηκε σέ συμφορές, ἐκεῖνος πού βλέπει τίς συμφορές σάν μέσο
σωτηρίας;
Οἱ δοῦλοι τοῦ Θεοῦ ἀγαποῦν τά λόγια τοῦ συνετοῦ ληστῆ, πού ἦταν
σταυρωμένος κοντά στόν Κύριο, καί τά ἐπαναλαμβάνουν στίς θλίψει τους:
«Τιμωρούμαστε δίκαια γι᾿ αὐτά πού κάναμε… Θυμήσου μας, Κύριε, στή
βασιλεία Σου»21. Κάθε θλίψη τήν ἀντιμετωπίζουν μέ τή συναίσθηση πώς
εἶναι ἄξιοι γι᾿ αὐτήν22.
Ἡ οὐράνια εἰρήνη ἔρχεται στίς καρδιές τους χάρη στά ταπεινά τους
λόγια καί αἰσθήματα. Αὐτή ἡ εἰρήνη προσφέρει τό ποτήρι τῆς παρηγοριᾶς
καί στόν ἄρρωστο καί στόν φυλακισμένο καί στόν κατατρεγμένο ἀπό τούς
ἀνθρώπους καί στόν πληγωμένο ἀπό τούς δαίμονες.
Τό ποτήρι τῆς παρηγοριᾶς προσφέρεται μέ τά χέρια τῆς ταπεινώσεως καί
σ᾿ ἐκεῖνον πού εἶναι καρφωμένος σέ σταυρό. Ὁ κόσμος μπορεῖ νά τοῦ
προσφέρει μόνο «ξύδι ἀνακατεμένο μέ χολή»23.
Ὁ ταπεινός εἶναι ἀνίκανος νά αἰσθανθεῖ κακία καί μίσος. Ἐχθρούς δέν
ἔχει. Ἄν ἀδικηθεῖ ἀπό κάποιον ἄνθρωπο, αὐτόν τόν βλέπει σάν ὄργανο τῆς
δικαιοκρισίας ἤ τῆς πρόνοιας τοῦ Θεοῦ.
Ὁ ταπεινός παραδίνει ὁλοκληρωτικά τόν ἑαυτό του στό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Ὁ ταπεινός ζεῖ ὄχι αὐτονομημένος ἀλλά μαζί μέ τόν Θεό καί ἐξαρτημένος ἀπό τόν Θεό.
Ὁ ταπεινός δέν γνωρίζει τήν ἔπαρση, γι᾿ αὐτό πάντοτε ζητάει τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ καί ἀδιάλειπτα προσεύχεται.
Τό καρπερό κλαδί γέρνει πρός τή γῆ, λυγίζοντας κάτω ἀπό τό βάρος τῶν
πολλῶν καρπῶν του. Τό ἄκαρπο κλαδί ὑψώνεται πρός τά πάνω, αὐξάνοντας τά
ἄκαρπα βλαστάρια του24.
Ψυχή πλούσια σέ εὐαγγελικές ἀρετές, βυθίζεται ὅλο καί πιό πολύ στήν
ταπείνωση. Στά βάθη αὐτῆς τῆς νοητῆς θάλασσας βρίσκει πολύτιμα
μαργαριτάρια, τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι πιστό γνώρισμα ἀνθρώπου κούφιου, γνώρισμα δούλου
τῶν παθῶν, γνώρισμα ψυχῆς στήν ὁποία ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ δέν βρῆκε
πρόσβαση.
Μήν κρίνεις τούς ἀνθρώπους ἀπό τήν ἐξωτερική τους ἐμφάνιση. Μή
βγάζεις ἐπιπόλαια συμπεράσματα γιά τήν ὑπερηφάνεια ἤ τήν ταπείνωσή τους.
«Μήν κρίνετε ἐπιφανειακά», μᾶς συμβουλεύει ὁ Κύριος, «νά κρίνετε μέ τά
σωστά κριτήρια»25. «Ἀπό τούς καρπούς τους θά τούς καταλάβετε»26, δηλαδή
ἀπό τή διαγωγή τους, ἀπό τίς πράξεις τους καί ἀπό τίς συνέπειες τῶν
πράξεών τους.
«Ξέρω τήν ὑπερηφάνειά σου καί τήν κακία τῆς καρδιᾶςσου», ἔλεγε στόν
Δαβίδ ὁ πλησίον του27. Ἀλλά ὁ Θεός ἔδωσε διαφορετική μαρτυρία γιά τόν
προφήτη:
«Βρῆκα τόν δοῦλο μου τόν Δαβίδ καί μέ τό ἅγιό μου λάδι τόν ἔχρισα
βασιλιά»28. «Ὁ Θεός δέν βλέπει, ὅπως βλέπουν οἱ ἄνθρωποι. Οἱ ἄνθρωποι
βλέπουν τό πρόσωπο· ὁ Θεός βλέπει τήν καρδιά»29.
Οἱ ἐπιπόλαιοι κριτές συχνά θεωροῦν ταπεινό ἕναν ὑποκριτή καί
τιποτένιο, πού ἐπιδιώκει νά ἀρέσει στούς ἀνθρώπους. Αὐτός, ὅμως στήν
πραγματικότητα δέν εἶναι παρά μιά ἄβυσσος κενοδοξίας.
Ἀπεναντίας, ὑπερήφανο θεωροῦν ἐκεῖνον πού δέν ἀποζητάει ἐπαίνους ἤ
ἀναγνώριση ἀπό τούς ἀνθρώπους καί γι᾿ αὐτό δέν σέρνεται δουλικά μπροστά
τους. Αὐτός εἶναι ἀληθινός ὑπηρέτης τοῦ Θεοῦ. Ἔχοντας γνωρίσει τή θεϊκή
δόξα, πού ἀποκαλύπτεται μόνο στούς ταπεινούς, ὀσφράνθηκε τή δυσοσμία τῆς
ἀνθρώπινης δόξας κι ἔφυγε μακριά της.
«Τί εἶναι πίστη;», ρώτησαν ἕναν μεγάλο δοῦλο τοῦ Θεοῦ. Κι ἐκεῖνος ἀποκρίθηκε:
«Πίστη εἶναι τό νά ζεῖ κανείς μέ ταπεινοφροσύνη καί νά ἔχει εὐσπλαχνία»30.
Ἡ ταπείνωση στηρίζει τίς ἐλπίδες της στόν Θεό. Δέν τίς στηρίζει στόν
ἑαυτό της. Δέν τίς στηρίζει στούς ἀνθρώπους. Γι᾿ αὐτό ἡ συμπεριφορά της
εἶναι ἁπλή, εἰλικρινής, σταθερή, μεγαλειώσης. Τέτοιας λογῆς συμπεριφορά
οἱ ἄνθρωποι αὐτοῦ τοῦ κόσμου ὄντας πνευματικά τυφλοί, τήν ὀνομάζουν
ὑπερηφάνεια.
Ἡ ταπείνωση δέν ἐκτιμᾶ καθόλου τά ἐπίγεια ἀγαθά. Μπροστά στά μάτια
της μεγάλος εἶναι ὁ Θεός, μεγάλο εἶναι τό Εὐαγγέλιό Του. Ἐκεῖ εἶναι
προσηλωμένη σταθερά. Τήν προσοχή της καί τή ματιά της δέν τήν ἑλκύουν ἡ
φθορά καί ἡ ματαιότητα. Αὐτή τήν Ἁγία ἀδιαφορία της πρός τή φθορά καί τή
ματαιότητα οἱ ἐργάτες τῆς φθορᾶς καί τῆς ματαιότητας τήν ὀνομάζουν
ὑπερηφάνεια.
Ὑπάρχει προσκύνηση ἁγία, πού γίνεται ἀπό ταπείνωση, ἀπό σεβασμό πρός
τόν πλησίον, ἀπό σεβασμό πρός τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ἀπό σεβασμό πρός τόν
ἀδελφό τοῦ Χριστοῦ. Καί ὑπάρχει προσκύνηση ψυχοκτόνα, προσκύνηση
ὑστερόβουλη, προσκύνηση ἀνθρωπάρεσκη καί συνάμα μισάνθρωπη, προσκύνηση
θεομίσητη. Εἶναι ἡ προσκύνηση πού ζήτησε ὁ σατανάς ἀπό τόν Θεάνθρωπο μέ
ἀντάλλαγμα ὅλα τά βασίλεια τοῦ κόσμου καί τή λαμπρότητά τους31.
Πόσοι δέν εἶναι καί σήμερα ἐκεῖνοι πού προσκυνοῦν, γιά ν᾿ ἀποκτήσουν
ἐπίγεια ἀγαθά καί ἀξιώματα! Ἐπαινοῦνται, μάλιστα, γιά τήν ταπείνωσή τους
ἀπό τούς ἀνθρώπους πού δέχονται τήν προσκύνησή τους!
Προσεκτικά παρατήρησε ὅσους σέ προσκυνοῦν.
Τό κάνουν, ἄραγε, ἀπό σεβασμό πρός τόν ἄνθρωπο;
Τό κάνουν ἀπό ἀγάπη καί ταπείνωση;
Ἤ μήπως ἡ προσκύνησή τους ἀφενός ἱκανοποιεῖ τή δική σου ὑπερηφάνεια καί ἀφετέρου ἀποβλέπει στό δικό τους πρόσκαιρο συμφέρον;
Μεγάλε τῆς γῆς! Προσεκτικά παρατήρησε καί συνετά συλλογίσου:
Μπροστά σου σέρνονται ἡ κενοδοξία, τό ψέμα, ἡ ὑποκρισία! Αὐτοί πού σέ
προσκυνοῦν, ὅταν πετύχουν τόν σκοπό τους, θά σέ χλευάσουν καί μέ τήν
πρώτη εὐκαιρία θά σέ προδώσουν. Τή γενναιοδωρία σου ποτέ μήν τή δείχνεις
στόν κενόδοξο. Ὁ κενόδοξος ὅσο σκυφτός εἶναι μπροστά στούς ἀνωτέρους
του, τόσο θρασύς καί ἀπάνθωπος εἶναι πρός τούς κατωτέρους του. Πῶς θά
καταλάβεις τόν κενόδοξο; Ἀπό τήν ἰδιαίτερη ἱκανότητα καί ἐπίδοσή του
στήν κολακεία, τήν ἰδιοτελή ἐξυπηρετικότητα, τό ψέμα καί, γενικά, τή
φαυλότητα καί τή χαμέρπεια.
Ὁ Πιλάτος παρανόησε τή σιωπή τοῦ Χριστοῦ, ἀποδίδοντάς την σέ
ὑπερηφάνεια. «Σ᾿ ἐμένα δέν μιλᾶς;», Τοῦ εἶπε. «Δέν ξέρεις πώς ἔχω
ἀξουσία εἴτε νά Σέ σταυρώσω εἴτε νά Σέ ἀφήσω ἐλεύθερο;»32. Ὁ Κύριος τοῦ
ἐξήγησε ὅτι σώπαινε ἀπό ὑπακοή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὄργανο τοῦ ὁποίου
ἦταν ὁ Πιλάτος33, μολονότι νόμιζε ὅτι ἐνεργοῦσε μέ τήν ἐλεύθερη βούλησή
του. Ἐξαιτίας τῆς ὑπερηφάνειάς του ὁ ἡγεμόνας ἦταν ἀνίκανος νά καταλάβει
ὅτι μπροστά του στεκόταν ἡ ἀπόλυτη Ταπείνωση, ὁ σαρκωμένος Θεός.
Τήν ψυχή πού πετᾶ ψηλά, τήν ψυχή πού ἐλπίζει στά οὐράνια,, τήν ψυχή
πού περιφρονεῖ τά φθαρτά ἀγαθά τοῦ κόσμου, τήν ψυχή πού δέν γνωρίζει τή
φτηνή δουλοπρέπεια καί τή χαμέρπεια τῶν ἀνθρώπων, ἐσφαλμένα τήν
ἀποκαλεῖς ὑπερήφανη, ἐπειδή δέν ἱκανοποιεῖ τίς ἀπαιτήσεις τῶν παθῶν σου.
Τίμησε, Ἀμάν, τήν εὐλογημένη, τή θεάρεστη ὑπερηφάνεια τοῦ Μαρδοχαίου!
Αὐτό πού θεωρεῖς ὑπερηφάνεια δέν εἶναι παρά ἡ Ἁγία ταπείνωση34.
Ἡ ταπείνωση εἶναι τό μυστικό ἔνδυμα καί ἡ μυστική δύναμη τοῦ Χριστοῦ.
Ντυμένος τήν ταπείνωση ἦρθε ἀνάμεσά μας ὁ Θεός. Ὅποιος ἀπό τούς
ἀνθρώπους ντυθεῖ τήν ταπείνωση, γίνεται ὅμοιος μέ τό Θεό35.
«Ὅποιος θέλει νά μέ ἀκολουθήσει», εἶπε ἡ παναγία Ταπείνωση, «ἄς μέ
ἀκολουθεῖ»36. Ἀλιῶς δέν εἶναι δυνατό νά γίνει κανείς μαθητής καί
ἀκόλουθος Ἐκείνου πού «ταπεινώθηκε θεληματικά, ὑπακούονττας μέχρι
θανάτου, καί μάλιστα θανάτου σταυρικοῦ»37, Ἐκείνου πού κάθησε στά δεξιά
τοῦ Θεοῦ38, Ἐκείνου πού εἶναι ὁ νέος Ἀδάμ39, ὁ ἱδρυτής τοῦ ἁγίου γένους
τῶν ἐκλεκτῶν. Στόν ἀριθμό τῶν ἐκλεκτῶν συγκαταλέγονται ὅσοι πιστεύουν
στόν Χριστό. Ἡ πίστη σ᾿ Αὐτόν, ὅμως, προϋποθέτει τήν ἁγία ταπείνωση καί
ἐπισφραγίζεται μέ τήν Ἁγία ἀγάπη. Ἀμήν.
Τέλος καί τῇ Τρισηλίῳ Θεότητι
κράτος, αἶνος καί δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Ἀμήν
Ἀπό τό βιβλίο: “ΑΣΚΗΤΙΚΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ”
Τόμος Β΄
Ἱερά Μονή Παρακλήτου Ὠρωπός Ἀττικῆς.
1Κολ. Β΄: 18.
2»Φιλπ. Β΄: 6-8.
3Βλ. Ἰω. Ιε΄ : 19.
4Βλ. Ἐξ. 26 : 31-34.
5Βλ. Ὁσίου Μακαρίου τοῦ Μεγάλου, Ὁμιλίαι Πνευματικαί, Ζ΄, 4.
6Βλ. ὅ.π., Η΄, 5.
7Β΄ Κορ. ια΄ : 14.
8Πρβλ. Β΄ Κορ. ια΄ : 13, 15.
9Λουκ. Στ΄ : 21, 25.
10Βλ. Ματθ. Δ΄ : 6.
11Βλ. Ματθ. Δ΄ : 3.
12Βλ. Λουκ. Στ΄ : 25.
13Πρβλ. Δαν. Θ΄ : 27. Ματθ. Κδ΄ : 15.
14Βλ. Πραξ. Ιε΄ : 29.
15Ἔτσι κάνει ὁ συγγραφέας τοῦ βιβλίου Ἡ μίμηση τοῦ Χριστοῦ, βιβλ. Γ΄, κεφ. β΄.
16Βλ. Ἰω. Ιθ΄ : 23-24.
17Βλ. Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου, ὅ.π., ΚΕ΄, 3.
18Πρβλ. Ἀββᾶ Δωροθέου, ὅ.π., Β΄, 33-37.
19Ἰωβ 42 : 5.
20Ἰώβ 42 : 6.
21Πρβλ. Λουκ. Κγ΄: 41-42.
22Βλ. Ἀββᾶ Δωροθέου, ὅ.π., Β΄, 30.
23Ματθ. Κζ΄ : 34.
24Πρβλ. Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου, ὅ.π., ΚΕ΄, 44.
25Ἰω. ζ΄ : 24.
26Ματθ. Ζ΄ : 16, 20.
27Α΄ Βασ. Ιζ΄ : 28.
28Ψαλμ. 88 : 21.
29Α΄ Βασ. Ιστ΄ : 6.
30Τό Γεροντικόν, Ἀββάς Ποιμήν, ἀπόφθεγμα ξθ΄
31Βλ. Ματθ. Δ΄ : 8-9.
32Ἰω. Ιθ΄ : 10.
33Βλ. Ἰω. Ιθ΄: 11.
34Βλ. Ἐσθήρ δ΄ : 1-7 : 10.
35Βλ. Ἀββᾶ Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, ὅ.π., Κ΄, 1.
36Ματθ. Ιστ΄ : 24.
37Φιλπ. Β΄ : 8.
38Βλ. Μαρκ. Ιστ΄ : 19.
39Βλ. Α΄ Κορ. Ιε΄ : 45.
…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου