Ἄς συνεχίσουμε σήμερα μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ τό θέμα γιά τό πῶς πρέπει
νά παρακολουθοῦμε τόν ἑαυτό μας γιά νά φτάσουμε, σ΄ αὐτό πού λέμε,
ἐπίγνωση τῆς ἁμαρτωλότητάς μας. Λέγαμε ὅτι πρέπει κανείς νά φροντίζει
τήν συνείδησή του, νά τήν ἀκούει καί νά τήν καθαρίζει, γιατί ὑπάρχει καί
‘καπακωμένη’ συνείδηση, καθώς καί διεστραμμένη συνείδηση, νά νομίζεις
δηλαδή ὅτι κάνεις τό καλό, ἐνῶ κάνεις τό κακό.
– Πῶς πρέπει νά παρακολουθοῦμε τόν ἑαυτό μας;
Καί οἱ ἀρχαῖοι τό λέγανε ὅτι τό νά γνωρίσεις τόν ἑαυτό σου εἶναι ἡ πιό
σπουδαία ἀπ’ ὅλες τίς γνώσεις. Ὁ ἑαυτός μας πολλές φορές εἶναι ὁ μεγάλος
ἄγνωστος. Λέει κάπου καί ἡ Ἁγία Γραφή ὅτι: «ὁ ἄνθρωπος εἶναι βαθεῖα
καρδία» (Ἱερ. 17,9), δηλαδή δέν ξέρουμε οἱ ἄνθρωποι τά βάθη τῆς ψυχῆς
μας. Εἶναι τεράστια ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου καί ἔχει πολύ μεγάλο βάθος.
Κάνουμε κατά καιρούς πράγματα καί δέν ξέρουμε γιατί τά κάνουμε.
Ἀπό τόν π. Παΐσιο: Ἡ παρακολούθηση καί ἡ γνώση τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἡ μελέτη τοῦ ἑαυτοῦ μας: «Στόν
στρατό, στίς Διαβιβάσεις, εἴχαμε δίκτυο παρακολουθήσεως καί πίνακα
ἀναγνωρίσεως. Παρακολουθούσαμε καί καταλαβαίναμε ποιός σταθμός ἦταν
ξένος καί ποιός δικός μας, γιατί μερικές φορές ἔμπαιναν ἐνδιάμεσα καί
ξένοι σταθμοί. Ἔτσι καί ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά παρακολουθεῖ τούς λογισμούς
του καί τίς ἐνέργειές του, γιά νά βλέπει ἄν συμφωνοῦν μέ τίς ἐντολές
τοῦ Εὐαγγελίου, νά πιάνει τά σφάλματά του καί νά ἀγωνίζεται νά τά
διορθώνει.
Γιατί, ἄν ἄφηνει ἕνα σφάλμα του νά περνᾶ ἀπαρατήρητο ἤ ὅταν τοῦ λέει ὁ ἄλλος κάποιο ἐλάττωμά του, δέν κάθεται νά τό σκεφθεῖ, δέν μπορεῖ νά προκόψει πνευματικά».
Αὐτό εἶναι πολύ σημαντικό. Λέει ὁ Γέροντας ὅτι πρέπει νά παρακολουθεῖς τούς λογισμούς σου καί τίς ἐνέργειές σου καί νά τούς ἐξετάζεις μέ κάποιο κριτήριο ἄν εἶναι σωστοί ἤ ὄχι. Σήμερα οἱ ἄνθρωποι δέν ἔχουν σωστά κριτήρια.
Γιατί, ἄν ἄφηνει ἕνα σφάλμα του νά περνᾶ ἀπαρατήρητο ἤ ὅταν τοῦ λέει ὁ ἄλλος κάποιο ἐλάττωμά του, δέν κάθεται νά τό σκεφθεῖ, δέν μπορεῖ νά προκόψει πνευματικά».
Αὐτό εἶναι πολύ σημαντικό. Λέει ὁ Γέροντας ὅτι πρέπει νά παρακολουθεῖς τούς λογισμούς σου καί τίς ἐνέργειές σου καί νά τούς ἐξετάζεις μέ κάποιο κριτήριο ἄν εἶναι σωστοί ἤ ὄχι. Σήμερα οἱ ἄνθρωποι δέν ἔχουν σωστά κριτήρια.
– Μέ ποιό κριτήριο θά κρίνουμε τούς λογισμούς μας ἄν εἶναι καλοί ἤ ὄχι;
Τό κριτήριο εἶναι ἕνα: εἶναι ὁ Χριστός. Ἄν αὐτό πού σκέφτεσαι τό
ἐγκρίνει ὁ Χριστός ἤ ὄχι. Πρέπει νά τό γνωρίζεις. Ἄν δέν τό γνωρίζεις,
πρέπει νά ρωτήσεις τόν Πνευματικό σου: «αὐτός ὁ λογισμός πού ἔχω, ἀρέσει
στόν Χριστό;». Τό κριτήριο εἶναι πάντα ὁ Χριστός, τό σωστό κριτήριο.
Σήμερα οἱ ἄνθρωποι ἔχουν ἄλλα κριτήρια. Ἕνα ἀπό αὐτά εἶναι συνήθως τό τί
κάνει ἡ πλειοψηφία, τό τί κάνουν οἱ πολλοί. Ἀλλά αὐτό εἶναι λανθασμένο
κριτήριο, γιατί «οἱ πολλοί κεῖνται ἐν τῷ πονηρῷ» (πρβλ. Α΄ Ἰω. 5,19). Οἱ
πολλοί, ὁ κόσμος, εἶναι ὑποδουλωμένοι στόν πονηρό καί δέν κάνουν αὐτό
πού ἀρέσει στόν Θεό. Ἑπομένως δέν εἶναι σωστό κριτήριο νά κάνουμε αὐτό
πού κάνουν οἱ πολλοί.
Στή Δημοκρατία, πού τόσο πλέον μᾶς ἔχουν πιπιλήσει τό μυαλό μ’ αὐτή τήν
ἔννοια, εἶναι τί λένε οἱ πολλοί, ἀποφασίζουν οἱ πολλοί -τώρα πῶς
ἀποφασίζουν καί ποιοί κυβερνοῦν οὐσιαστικά εἶναι ἄλλο θέμα- ἀλλά στά
θέματα αὐτά τά πνευματικά δέν πρέπει νά σκεφτόμαστε ἔτσι… δημοκρατικά…
Καί ἡ ψυχολογία πού ἔχει καταλήξει σέ κάποια συμπεράσματα, λειτουργεῖ μέ
τόν ἴδιο τρόπο, τί κάνουν οἱ πολλοί. Καί λένε: ἀφοῦ τό κάνουν οἱ πολλοί
εἶναι φυσιολογικό. Δέν εἶναι φυσιολογικό. Ἐπειδή οἱ πολλοί εἶναι
ἄρρωστοι, θερωροῦμε φυσιολογικό τό ἄρρωστο. Γιατί ὅλοι ὅσοι εἶναι
ἄρρωστοι, κάνουν ἀρρωστημένα πράγματα.
– Ἐπειδή, λοιπόν, ὅλοι εἴμαστε ἄρρωστοι καί κάνουμε ἀρρωστημένα πράγματα, τό ἄρρωστο εἶναι φυσιολογικό;
Ἄν πάρουμε σάν κριτήριο τήν πλειοψηφία, εἶναι φυσιολογικό. Ἀλλά δέν
εἶναι. Τό φυσιολογικό εἶναι αὐτό πού κάνουν οἱ κατά φύσιν ἄνθρωποι.
– Ποιοί εἶναι οἱ κατά φύσιν ἄνθρωποι;
Ὁ Θεάνθρωπος, ὁ Χριστός καί ὅσοι Τόν μιμήθηκαν, δηλαδή οἱ Ἅγιοι. Ἄν
θέλεις δηλαδή νά βρεῖς τό φυσιολογικό τοῦ ἀνθρώπου, δέν πρέπει νά τό
ἀναζητήσεις στήν πλειοψηφία, στό τί κάνουν οἱ πολλοί, ἀλλά νά τό
ἀναζητήσεις στόν Θεάνθρωπο, στόν Χριστό, καί στούς ἀνθρώπους πού ἔχουν
θεανθρωποιηθεῖ, στούς Ἁγίους δηλαδή. Ἔχει μεγάλη σημασία αὐτό καί αὐτά
τά κριτήρια πρέπει νά δίνουμε καί στά παιδιά, γιά νά τούς βάζουμε στήν
καλή ἀγωνία νά παρακολουθοῦν τόν ἑαυτό τους, ἀλλά καί νά τόν κρίνουν μέ
σωστά κριτήρια.
Ἄλλο κριτήριο πού χρησιμοποιεῖ ὁ κόσμος εἶναι τί μέ κάνει ἐμένα νά
νιώθω καλά. Τελείως λάθος κι αὐτό τό κριτήριο. Ἐπειδή περνάω καλά, ἄρα
εἶναι καλό αὐτό πού κάνω καί πού ζῶ. Λάθος. Γιατί κι αὐτός πού παίρνει
ναρκωτικά, ἐκείνη τήν στιγμή περνάει καλά. Εἶναι καλό, ὅμως, αὐτό πού
κάνει, πού καταστρέφει τόν ἑαυτό του; Καθόλου καλό. Ἤ κάποιος πού
παίρνει τό αὐτοκίνητο ἤ τήν μηχανή καί τρέχει μέ 250 χλμ καί παίζει
κορώνα γράμματα τήν ζωή του, κάνει καλά; Φυσικά δέν κάνει καλά, γιατί
δέν πρέπει νά ἐκπειράζουμε τόν Θεό. Ἑπομένως πρέπει νά ἀποκτήσουμε σωστά
κριτήρια καί νά τά δώσουμε καί στούς ἄλλους, ἰδίως στά παιδιά μας, γιά
τά ὁποῖα εἴμαστε ὑπεύθυνοι. Τί λένε πολλές φορές οἱ γονεῖς; «Ἐγώ τό
ἔκανα αὐτό;». Δηλαδή ὁ πατέρας ἤ ἡ μάνα βάζει σάν κριτήριο τόν ἑαυτό
του. Λάθος κι αὐτό. Δέν ἔπρεπε νά κάνει κέντρο τόν ἑαυτό του. Πρέπει νά
κάνει κέντρο τόν Χριστό. Νά ξέρει τό παιδί ὅτι ὅταν κάνει κάτι λάθος,
δέν προσβάλλει τόν πατέρα του ἤ τήν μάνα του, ἀλλά κυρίως προσβάλλει τόν
ἴδιο τόν Θεό.
Ὅπως λοιπόν, λέει, μπαίνουν ξένοι σταθμοί στίς διάφορες λειτουργίες
αὐτές πού εἶχαν στόν Στρατό, στίς Διαβιβάσεις, τά ἐρτζιανά κύματα ὅπως
λέγονται, τά ἠλεκτρομαγνητικά κύματα, γιατί στίς τηλεπικοινωνίες μπορεῖ
νά γίνουν διάφορες παρεμβολές, ἔτσι γίνονται παρεμβολές καί στούς
λογισμούς μας ἀπό ἄλλους «σταθμούς». Ὑπάρχουν καί ἄλλοι «σταθμοί», πού
εἶναι οἱ δαίμονες, ἐκτός ἀπό τούς λογισμούς πού φτιάχνουμε ἐμεῖς μόνοι
μας ἤ ἀπό τούς λογισμούς πού μᾶς βάζει ὁ Θεός καί ὁ Ἄγγελός μας. Ἄν
λοιπόν δέν παρακολουθεῖς καί δέν ἐλέγχεις τίς παρεμβολές καί μάλιστα μέ
σωστά κριτήρια, δέν μπορεῖς νά προοδεύσεις.
Ἐπίσης ἔχουμε παρεμβολές καί ἀπό ἀνθρώπους. Ἔρχεται λ.χ. ὁ ἄλλος καί
σοῦ λέει: «αὐτό πού κάνεις, δέν τό κάνεις σωστά». Ἄν εἶσαι ἔξυπνος
πνευματικά, δέν θά τόν ἀπορρίψεις, οὔτε θά τόν ἀντιπαθήσεις, θά τόν
ἀγαπήσεις. Εἶναι εὐλογία νά ἔρθει κάποιος νά σοῦ ὑποδείξει ἕνα λάθος. Θά
καθίσεις νά τό ἐξετάσεις, πάλι μέ κριτήριο τόν Χριστό. Ἄν αὐτό πού σοῦ
λέει, τό λέει καί ὁ Χριστός, πρέπει νά πεῖς ὅτι ἔχει δίκαιο ὁ ἄνθρωπος
καί νά τόν εὐχαριστήσεις κιόλας πού σοῦ τό εἶπε. Ἄν εἶσαι ἐγωιστής, θά
πεῖς «γιατί μέ προσβάλλεις;» ἤ θά τό πεῖς μέσα σου καί θά τόν ἀπορρίψεις
ἀμέσως. Ἀλλά ἔτσι δέν πρόκειται νά προοδεύσεις. Κι αὐτός ὁ ἄλλος μπορεῖ
νά εἶναι τό παιδί σου, μπορεῖ νά εἶναι ὁ σύζυγός σου… γι’ αύτό μᾶς
ἔβαλε ὁ Θεός μαζί. Συνήθως αὐτοί πού εἶναι κοντά μας συνέχεια, αὐτοί μᾶς
κάνουν καί τή ζωή δύσκολη. Ἀλλά αὐτούς ἄν τούς ἀξιοποιήσεις σωστά, θά
προοδεύσεις. Αὐτοί σέ ζοῦν 24 ὧρες τό 24ωρο καί σέ βλέπουν. Δέν μπορεῖς
νά κρυφτεῖς. Ἐνῶ τούς ἔξω τούς ξεγελᾶς καί λένε ὅλοι «τί καλός
ἄνθρωπος!». Νά ρωτήσεις αὐτούς πού εἶναι δίπλα σου τί γνώμη ἔχουν γιά
σένα.
«Ἡ μελέτη τοῦ ἑαυτοῦ μας εἶναι ἡ πιό ὠφέλιμη ἀπό ὅλες τίς μελέτες», λέει ὁ Γέροντας. Διαβάζουμε πολλά βιβλία.
– Τόν ἑαυτό μας τόν διαβάζουμε; Τόν ἐξετάζουμε; Τόν ἀνακρίνουμε;
Κυρίως τόν ἀνακρίνουμε, τόν παρακολουθοῦμε μέ τίς σκέψεις μας καί τούς
λογισμούς μας. «Τί μοῦ ἦρθε τώρα; Τί μοῦ ἤρθε μετά; Γιατί μοῦ ἤρθε αὐτό;
Γιατί μοῦ ἔρχεται συνέχεια αὐτός ὁ λογισμός;». Μέ τό νά παρακολουθεῖς
τούς λογισμούς, βάζεις διάγνωση στό τί πάσχεις. Ἀνάλογα μέ τήν κατάσταση
πού ἔχει ἡ ψυχή, παράγει καί τούς ἀνάλογους λογισμούς. Εἶσαι
ὑπερήφανος, κάνεις συνέχεια ὑπερήφανους λογισμούς. Εἶσαι φιλήδονος, θά
ἔχεις φιλήδονους λογισμούς. Εἶσαι
γαστρίμαργος, θά σκέφτεσαι συνέχεια τό φαγητό. Ἀπό τούς λογισμούς
μπορεῖ νά βάλεις διάγνωση γιά τό τί πάθη ὑπάρχουν στήν ψυχή σου. Εἶναι
πολύ ὡραῖο αὐτό, πολύ σημαντικό, γιατί ἡ ἀρχή τῆς θεραπείας εἶναι ἡ
διάγνωση.
– Ἄν δέν ξέρεις ἀπό τί πάσχεις, πῶς θά θερεπευθεῖς;
Νά πάρουμε στήν τύχη μερικά φάρμακα καί ὅ,τι πιάσει; Μερικές φορές οἱ
γιατροί ὅταν δέν ξέρουν ποιό μικρόβιο σέ ἔχει χτυπήσει, σοῦ δίνουν ἕνα
ἀντιβιοτικό πού τό λένε «εὐρέως φάσματος» καί λένε ὅ,τι πιάσει… ἀλλά
κάνουμε καί ἐξετάσεις νά βροῦμε τό μικρόβιο. Ὁπότε, μόλις βροῦν τό
μικρόβιο, δίνουν ἀκριβῶς τό ἀντιβιοτικό πού χρειάζεται καί τό
ἐξουδετερώνουν. Ἔτσι πρέπει νά κάνουμε κι ἐμεῖς. Νά βροῦμε ἀκριβῶς ποιό
εἶναι τό μικρόβιο καί νά τό χτυπήσουμε μέ τό κατάλληλο ὅπλο, τό ὁποῖο
πάλι θά τό βρεῖς μέ τόν Πνευματικό σου, ὄχι μόνος σου, οὔτε μέσα ἀπό τά
βιβλία.
Γι’ αὐτό ὁ Θεός μᾶς στέλνει σέ ἕναν ἄνθρωπο, πού ἔχει τήν διάκριση, νά
μᾶς βοηθήσει νά δοῦμε τόν ἑαυτό μας. Γιατί πολλές φορές ἀπό αὐτά πού
ἀκούει ὁ Πνευματικός, θά σοῦ πεῖ «ἔχεις ἐγωισμό» ἤ θά σοῦ πεῖ «ἔχεις
κενοδοξία» ἤ
θά σοῦ πεῖ «ἔχεις φιλαυτία». Πρέπει νά τό προσέξεις αὐτό. Εἶναι πολύ
σημαντικό γιά νά καταλάβεις καί νά γνωρίσεις τόν ἑαυτό σου. Γιατί βασικά
αὐτός εἶναι ὁ πρῶτος στόχος τοῦ Πνευματικοῦ: νά καταλάβεις καί νά
γνωρίσεις τόν ἑαυτό σου. Πολλές φορές οἱ ἄνθρωποι πᾶνε καί λένε κάποιους
λογισμούς καί δέν ἔχουν συνειδητοποιήσει τί ὑποκρύπτεται ἀπό πίσω. Ἡ
μεγάλη βοήθεια τοῦ Πνευματικοῦ εἶναι πού σοῦ ἐντοπίζει τήν ἀρρώστια.
Ὅταν πᾶς στόν γιατρό, λές τά συμπτώματα, ἀλλά δέν ξέρεις ἀπό τί πάσχεις
καί σοῦ λέει ὁ γιατρός: «ἔχεις αὐτό». Ἔτσι εἶναι καί στά πνευματικά.
Εἶναι γιατρός ὁ Πνευματικός. Ἀπό τούς λογισμούς πού τοῦ λές ἤ ἀπό τίς
ἐνέργειες πού κάνεις, σοῦ λέει: ἔχεις αὐτό, αὐτό καί αὐτό, πρόσεξε αὐτό
καί αὐτό. Νά τί χρειάζεται ὁ Πνευματικός. Μπορεῖ νά στό κάνει αὐτό τό
βιβλίο ἤ ὁ ὑπολογιστής, ἄν ποῦμε ὅτι μαζεύουμε τά δεδομένα στόν
ὑπολογιστή;
«Μπορεῖ κανείς νά μελετάει πολλά βιβλία, ἀλλά, ἄν δέν παρακολουθεῖ τόν
ἑαυτό του, ὅλα ὅσα διαβάζει πᾶνε χαμένα». Γι’ αὐτό καί ὅταν διαβάζετε
βιβλία, νά τά γυρίζετε στόν ἑαυτό σας. Νά λέτε: «Αὐτό πού διαβάζω, τό
κάνω; Τί μπορῶ νά κερδίσω σέ αὐτά πού κάνω ἐγώ;». «Ἄν παρακολουθεῖ τόν
ἑαυτό του καί λίγο νά μελετάει, πολύ ὠφελεῖται. Τότε ἡ συμπεριφορά του
γίνεται λεπτή σέ ὅλες τίς ἐκδηλώσεις, ἀλλιῶς κάνει χονδρά σφάλματα καί
δέν τό καταλαβαίνει» καί ἔχει καί μιά ὑπεροψία ἅμα διαβάζει πολλά βιβλία
ὅτι ξέρει καί πολλά πράγματα. Ὑπάρχουν τέτοιοι ἄνθρωποι, πού ἔχουν «τήν
μόρφωση τῆς εὐσεβείας ἀλλά τήν δύναμιν αὐτῆς ἠρνημένοι» (Β΄Τιμ. 3,5),
ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος. Ἔχουμε γνώση θεωρητική γιά τά πάθη, πῶς
δημιουργεῖται τό ἕνα, πῶς δημιουργεῖται τό ἄλλο κ.λ.π. ἀλλά τήν δύναμη
τῆς εὐσεβείας τήν ἔχουμε ἀρνηθεῖ. Δηλαδή στήν ζωή μας δέν ζοῦμε αὐτά πού
διαβάζουμε. Αὐτά πού γνωρίζουμε δέν τά ζοῦμε. Τά ξέρουμε μόνο θεωρητικά
καί ἴσως κάνουμε καί ἐπίδειξη γνώσεων στούς ἄλλους καί κερδίζουμε ἀκόμα
περισσότερη πλάνη, γιατί αὐξάνει ἡ ὑπερηφάνειά μας καί ἡ κενοδοξία μας.
Ἄν ὅμως παρακολουθεῖς τόν ἑαυτό σου, τότε γίνεσαι λεπτός καί ὅλες σου
οἱ ἐκδηλώσεις εἶναι ὄμορφες καί δέν κάνεις καί χονδρά σφάλματα.
«Παρατηρῶ ἐκεῖ στό Καλύβι: Μέ βλέπουν νά κουβαλῶ τά κούτσουρα», ἐπειδή ὁ
Γέροντας, ἐκτός ἀπό τόν χειμώνα, τίς ἄλλες ἐποχές εἶχε στήν αὐλή τό
ἀρχονταρίκι του καί εἶχε κομμένους κορμούς γιά καθίσματα, τά ὁποῖα
μετακινοῦσε ἀνάλογα μέ τίς περιστάσεις. Ἦταν καί ἐξασθενημένος ἄνθρωπος
καί γέροντας… Τόν ἔβλεπαν λοιπόν οἱ ἄνθρωποι, οἱ προσκυνητές, νά
κουβαλάει τά κούτσουρα «ἀπό τήν ἄλλη ἄκρη, γιά νά καθίσουν καί ὅταν
σηκώνονται νά φύγουν δέν σκέφτονται ποιός θά τά πάει στήν θέση τους. Ἤ
βλέπουν ὅτι φέρνω ἕνα κούτσουρο καί δέν ἔχει ἄλλα γιά νά καθίσουν καί
περιμένουν νά τούς τά κουβαλήσω ἐγώ». Δηλαδή τό αὐτονόητο. Ἀφοῦ βλέπεις
δέν ἔχει, πήγαινε νά βοηθήσεις λίγο τόν Γέροντα. «Ἄν σκέφτονταν λίγο, θά
ἔλεγαν: ‘’καλά, εἴμαστε πέντε-ἕξι ἄνθρωποι· θά κουβαλήσει μόνος του
τόσα κούτσουρα ἀπό τήν ἄλλη μεριά;’’, καί τάκ-τάκ θά πήγαιναν νά τά
φέρουν». Φαίνεται δηλαδή πώς δέν παρακολουθοῦμε τόν ἑαυτό μας, ἀλλιῶς θά
ἔλεγε κάποιος: αὐτή τήν στιγμή τί πρέπει νά κάνω; Βλέπω ἕναν γέροντα νά
κουβαλάει κούτσουρα, δέν πρέπει νά τόν βοηθήσω;
–
Γέροντα μέ ρώτησε μιά μικρή ἀδελφή: ‘’Ὁ Γέροντας ὅταν ἦταν ἀρχάριος
μοναχός δέν εἶχε πτώσεις στόν ἀγῶνα του; Δέν τοῦ περνοῦσε κανένας
ἀριστερός λογισμός, δέν ἔπεφτε σέ κατάκριση;’’.
Ἀπάντηση τοῦ Γέροντα:
– Ἐγώ, ὅταν συνέβαινε κάτι στόν ἀγῶνα μου ἤ μοῦ ἔλεγαν μία κουβέντα, δέν τά περνοῦσα ἀφορολόγητα.
– Τί σημαίνει Γέροντα ἀφορολόγητα;
– Τό νά περνάει κανείς τά σφάλματά του μέ ἀδιαφορία.
Γιατί καί τά σφάλματα, σέ τελευταία ἀνάλυση, εἶναι καλά, εἶναι κατά
παραχώρηση Θεοῦ. Ὁ Θεός παραχωρεῖ νά κάνουμε καί τά σφάλματα. Γιατί; Γιά
νά μάθουμε μέσα ἀπό αὐτά. Ἀφοῦ δέν μάθαμε μέ τό καλό, μέ τίς συμβουλές,
μέ τήν Ἁγία Γραφή, μέ τόν Πνευματικό μας, παραχωρεῖ ὁ Θεός νά πέσουμε,
καί μέσα ἀπό τήν πτώση νά μάθουμε αὐτό πού δέν μάθαμε μέ τό καλό καί νά
διορθωθοῦμε ἀπ’ αὐτό πού πάθαμε, ἐπειδή ὑποστήκαμε τίς συνέπειες. Ὅπως
ἕνα παιδάκι πού τρώει ξύλο ἀπ’ τόν μπαμπά του γιατί ἔκανε παρακοή. Πόσες
φορές τοῦ εἶχε πεῖ ὁ μπαμπάς του: μήν τό κάνεις… μήν τό κάνεις… μήν τό
κάνεις…. Τό ἔκανε. Ἔ, μετά ἦρθε ἡ τιμωρία. Κάπως ἔτσι γίνεται καί μέ τήν
πτώση. Πόσες φορές μᾶς λέει ὁ Θεός; «Αὐτό μήν τό κάνεις». Μετά σ’
ἀφήνει. Παραχωρεῖ νά πέσεις, νά πληγωθεῖς, νά πονέσεις λίγο, γιά νά
καταλάβεις τί σημαίνει παρακοή καί τί σημαίνει νά μήν ἀκοῦς τόν Θεό.
Ἀφορολόγητα ἔλεγε ὁ Γέροντας σημαίνει τό νά περνάει κανείς τά σφάλματά
του μέ ἀδιαφορία, νά μήν τόν ἀγγίζουν, νά περνᾶνε ἀπ’ ἔξω. Αὐτό δέν
εἶναι καλό πράγμα. Μπορεῖς νά διδαχθεῖς πάρα πολλά ἀπ’ τά σφάλματά σου
καί ἀπό τούς πειρασμούς πού σοῦ βάζουν οἱ δαίμονες. Ξέρετε στό Ἅγιο Ὄρος
ἦταν κάποιος -καί εἶναι ἀκόμα νομίζω- ὁ ὁποῖος εἶναι προχωρημένος
πνευματικά. Αὐτός εἶχε γνωρίσει ὅλους τούς μεγάλους Γέροντες, τόν π.
Παΐσιο, τόν π. Πορφύριο κ.λ.π. καί τόν ρωτοῦσαν: Ἀπό ὅλους αὐτούς τούς
Γεροντάδες ἤ ἀπό τά ἄλλα πού διάβαζε τί τόν ὠφέλησε περισσότερο; Καί
λέει: «Ὅλοι αὐτοί οἱ Γεροντάδες συνέτειναν περίπου κατά 10% στήν
πνευματική μου προκοπή». «Καλά καί τό ὑπόλοιπο 90%, τί ἦταν αὐτό πού σέ
βοήθησε;». Ξέρετε τί εἶπε; «Ὁ διάβολος!». «Ὁ διάβολος σέ βοήθησε;». τοῦ
λένε. «Ναί», λέει, «μέ ὅλα αὐτά πού ἔκανε, τούς πειρασμούς, τίς
δυσκολίες καί ἐνδεχομένως καί κάποιες πτώσεις, ἔμαθα πολλά. Ἀπό αὐτά
ἔμαθα καί προχώρησα».
Γι’ αὐτό ὁ Θεός ἀφήνει τόν διάβολο νά μᾶς πειράζει καί δέν τόν
καταργεῖ. Ἄν τόν ‘ἀξιοποιήσουμε’ εἶναι πάρα πολύ βοηθητικός. Μέσα στήν
ἀνοησία του κι αὐτός… γιατί δέν θέλει νά μᾶς βοηθάει. Ἀλλά μέσα στήν
ἀνοησία του, ἅμα ἐμεῖς εἴμαστε ἔξυπνοι, μᾶς βοηθάει πάρα πολύ. Γιατί,
μέσα ἀπ’ αὐτά πού μᾶς κάνει καί μέσα ἀπ’ τίς πτώσεις μας, μαθαίνουμε νά
προχωρᾶμε καί νά μισοῦμε τό κακό καί τήν ἁμαρτία.
Ἑπομένως δέν πρέπει νά περνᾶνε τά σφάλματά μας ἀφορολόγητα, χωρίς
δηλαδή νά ἐξετάζουμε γιατί καί πῶς ἔγινε τό καθετί καί πῶς δέν θά
ξαναγίνει, πῶς δέν θά τό ξαναπάθουμε.
«Ὅπως
ἡ γῆ, ὅταν σκληρυνθεῖ, ὅση βροχή καί νά πέσει, δέν ρουφάει νερό μέσα
της, ἕνα τέτοιο πράγμα συμβαίνει καί σ’ αὐτή τήν περίπτωση», ὅταν κανείς
δηλαδή δέν προσέχει τόν ἑαυτό του καί τά σφάλματά του. «Σκληρύνεται
τό χωράφι τῆς καρδιᾶς ἀπό τήν ἀδιαφορία καί ὅ,τι καί ἄν τοῦ ποῦν, ὅ,τι
καί ἄν συμβεῖ, δέν τόν ἀγγίζει, γιά νά αἰσθανθεῖ τήν ἐνοχή του καί νά
μετανοήσει. Ἐγώ, ἄν ἔλεγε λ.χ. κάποιος ὅτι εἶμαι ὑποκριτής, δέν ἔλεγα:
‘κακό χρόνο νά ’χει’ αὐτός πού τό εἶπε, ἀλλά ἔψαχνα νά βρῶ τί ἦταν αὐτό
πού τόν ἀνάγκασε νά πεῖ αὐτή τήν κουβέντα». Τόν προβλημάτιζε. Γιατί τό
λέει; Μήπως ἔχει δίκαιο; «Κάτι συμβαίνει, ἔλεγα. Δέν φταίει ὁ ἄλλος,
κάτι δέν πρόσεξα, κάποια ἀφορμή ἔδωσα καί παρεξήγησε τήν συμπεριφορά
μου. Δέν μπορεῖ στά καλά καθούμενα νά τό εἶπε αὐτό. Ἄν πρόσεχα καί εἶχα
κινηθεῖ μέ σύνεση, δέν θά μέ παρεξηγοῦσε. Τόν ἔβλαψα τόν ἄλλον καί θά
δώσω λόγο στόν Θεό καί προσπαθοῦσα ἀμέσως νά βρῶ τό σφάλμα μου καί νά τό
διορθώσω». Βλέπετε πόσο λεπτά καί βαθιά προχωρᾶς, ὅταν παρακολουθεῖς
ὅλα αὐτά πού σοῦ λένε οἱ ἄλλοι καί τά ἀξιοποιεῖς σωστά; Αὐτό, δηλαδή,
πού γιά τόν ἄλλον θά ἦταν ἀφορμή ἁμαρτίας, νά καταραστεῖ, νά
ἀντιπαθήσει, νά μισήσει, ἐπειδή τοῦ ἔγινε παρατήρηση -δίκαιη ἤ ἄδικη,
δέν τό ἐξεταζουμε- γιά τόν Γέροντα Παΐσιο γίνεται ἀφορμή προόδου. Ψάχνει
τόν ἑαυτό του καί λέει ‘ἐδῶ ἁμαρτία ἔκανα, κάπου δέν πρόσεξα’. Ποῦ δέν
πρόσεξα, ὥστε νά κάνω τόν ἄλλον νά σκεφτεῖ ὅτι εἶμαι ὑποκριτής;
«Δέν ἐξέταζα δηλαδή πῶς τό εἶπε ὁ ἄλλος». Ὅπως συνήθως κάνουμε ἐμεῖς…
«Ἄν τό εἶπε ἀπό ζήλεια, ἀπό φθόνο, ἤ ἄν τό ἄκουσε ἀπό ἄλλον καί τό
κατάλαβε ἀλλιῶς. Δέν μέ ἀπασχολοῦσε αὐτό». Δηλαδή δέν ἔμπαινε στήν
διαδικασία νά κρίνει τόν ἄλλον. Βλέπετε; Ὁ σοφός ἄνθρωπος πάντοτε τόν
ἑαυτό του κρίνει. Δέν ἀσχολεῖται μέ τόν ἄλλον, πῶς τό εἶπε ὁ ἄλλος. «Καί
τώρα σ’ ὅλες τίς περιπτώσεις αὐτό κάνω. Ἄν μοῦ πεῖ λ.χ. κάποιος μιά
κουβέντα οὔτε κοιμᾶμαι». Ὄχι γιατί θίχτηκε ὁ ἐγωισμός του ἤ ἡ
ἀξιοπρέπειά του, ἀλλά γιατί λέει, κάπου ἔφταιξα γιά νά κάνω τόν ἄλλον νά
μιλήσει ἔτσι. «Κι ἄν εἶναι ἔτσι ὅπως τά λέει ἐκεῖνος, θά στενοχωρηθῶ
καί θά κοιτάξω νά διορθωθῶ. Κι ἄν δέν εἶναι ἔτσι, πάλι θά στενοχωρηθῶ,
γιατί σκέφτομαι ὅτι ἐγώ ἔφταιξα σέ κάτι», πού δέν τό βρίσκω, ἀλλά γιά νά
τό πεῖ ὁ ἀδελφός μου, σημαίνει ὅτι κάτι ὑπάρχει. «Κάπου δέν πρόσεξα καί
τόν σκανδάλισα. Δέν ρίχνω τό βάρος στόν ἄλλον. Ἐξετάζω πῶς θά κρίνει ὁ
Θεός αὐτό πού ἔκανα, ὄχι πῶς θά μέ δοῦν οἱ ἄνθρωποι. Ἄν δέν ἐξετάζει ὁ
ἄνθρωπος ἔτσι τά πράγματα, δέν ὠφελεῖται ἀπό τίποτε. Γι’ αὐτό λέμε
πολλές φορές γιά κάποιον: αὐτός ἔχει χάσει τόν ἔλεγχο. Ξέρετε πότε
χάνεται ὁ ἔλεγχος; Ὅταν δέν παρακολουθεῖ ὁ ἄνθρωπος τόν ἑαυτό του. Κι
ὅταν κάποιος πάσχει στό μυαλό καί δέν ἐλέγχει τόν ἑαυτό του, ἔχει
ἐλαφρυντικά. Ἀλλά ἕνας πού ἔχει μυαλό καί δέν ἐλέγχει τίς πράξεις του,
ἐπειδή δέν παρακολουθεῖ τόν ἑαυτό του, αὐτός δέν ἔχει ἐλαφρυντικά».
Καί βλέπετε πῶς ὁ καλός Θεός μᾶς ἔχει δώσει ἕνα ὁλόκληρο σύστημα
αὐτοελέγχου. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνα θαυμαστό πράγμα, πού μπορεῖ καί
ἐλέγχει τόν ἑαυτό του ἀνά πᾶσα στιγμή. Εἴμαστε γεμάτοι αἰσθήσεις, μάτια,
αὐτιά, ἁφή, ὅλα δίνουν πληροφορίες στόν ἐγκέφαλο γιά μᾶς. Ὅλα αὐτά δέν
εἶναι μάταια. Γιατί μᾶς τά ἔδωσε ὁ Θεός ὅλα αὐτά; Γιατί μᾶς ἔδωσε τήν
δυνατότητα; Ἀκριβῶς, γιά νά ἐλέγχουμε κάθε στιγμή στόν ἑαυτό μας καί
τούς λογισμούς μας καί τίς σκέψεις μας καί τίς κινήσεις μας καί τό πῶς
καθόμαστε καί τό πῶς μιλᾶμε, τά πάντα. Μέ σκοπό νά ζοῦμε ὅπως θέλει
Ἐκεῖνος. Νά ζοῦμε σύμφωνα μέ τίς προδιαγραφές μας, νά ζοῦμε ἄξια τῆς
δημιουργίας καί τοῦ προορισμοῦ μας, πού εἶναι ἡ ὁμοίωσή μας μέ τόν Θεό.
«Ἡ πείρα ἀπό τίς πτώσεις μας. Ὅταν ἐξετάζετε τόν ἑαυτό σας, πολύ
βοηθάει νά παίρνετε μερικές φορές τήν ζωή σας μέ τήν σειρά, ἀπό τήν
παιδική ἡλικία, γιά νά βλέπετε ποῦ βρισκόσασταν, ποῦ βρίσκεστε, καί ποῦ
ἔπρεπε νά βρίσκεστε. Ἄν δέν συγκρίνετε τό παρελθόν μέ τό παρόν, δέν
καταλαβαίνετε ὅτι μπορεῖ μέν νά εἶστε κάπως σέ καλή κατάσταση, ἀλλά δέν
βρίσκεστε ἐκεῖ πού ἔπρεπε νά βρίσκεστε καί στενοχωρεῖτε τόν Θεό». Γιατί,
δέν εἶναι ἁπλῶς νά εἶμαι σέ μιά κάπως καλή κατάσταση ἀλλά καί νά
προχωράω πνευματικά, νά προοδεύω. Ἔλεγε ὁ Γέροντας Παΐσιος: ἅμα μποροῦσα
νά κάνω δέκα θαύματα καί κάνω ἐννιά, αὐτό εἶναι ἁμαρτία, εἶναι ἔλλειψη
γιά μένα.
«Ὅταν εἶναι κανείς νέος καί βρίσκεται σέ μιά κατάσταση ὄχι πολύ καλή,
δικαιολογεῖται ἀλλά, ὅταν μεγαλώσει, ἄν παραμένει στήν ἴδια κατάσταση ἤ
ἔχει διορθωθεῖ λίγο, δέν δικαιολογεῖται. Ὅσο περνοῦν τά χρόνια, τόσο
ὡριμάζει ὁ ἄνθρωπος πνευματικά καί, ἄν ἀξιοποίησει τήν πείρα ἀπό τό
παρελθόν, προχωρεῖ πιό σταθερά καί πιό ταπεινά. Πολλές φορές καί τά
ἀνεβοκατεβάσματα στόν ἀγῶνα βοηθοῦν γιά μιά θετική καί σταθερή
πνευματική πορεία πρός τά ἄνω».
«Τό μικρό παιδί, ὅταν ἀρχίσει νά περπατάει, ἑπόμενο εἶναι νά πάρει καί
καμμιά κουτρουβάλα ἀπό τήν σκάλα, νά χτυπήσει καί τό κεφάλι στήν
κουπαστή, νά ἀνεβεῖ καί στήν καρέκλα καί νά πέσει. Δέν καταλαβαίνει ὅτι,
ἄν ἀνεβεῖ στήν καρέκλα καί πατήσει στήν ἄκρη, θά τουμπάρει. Ὅσο ὅμως
μεγαλώνει, ἀποκτάει πείρα, ὡριμάζει καί ἀρχίζει νά προσέχει. Τήν ἄλλη
φορά, σκέφτεται, ἀνέβηκα ἐκεῖ πέρα καί τουμπάρισα, δέν θά ἀνεβῶ τώρα.
Ἔτσι καί στόν ἀγῶνα μας, ὅταν ὅλα τά παρακολουθοῦμε καί τά ἀξιοποιοῦμε
γιά τό καλό, ἀποκτοῦμε πείρα, καί ἄν τήν χρησιμοποιοῦμε πολύ μᾶς
βοηθάει».
Ἰδιαίτερα πρέπει νά προσέχουμε, ὅταν ἔχουμε πέσει σέ κάποιες ἁμαρτίες,
γιατί ὑπάρχει ὁ φόβος νά τίς ἐπαναλάβουμε. Γιά νά μήν τίς ἐπαναλάβουμε,
θά πρέπει νά δοῦμε τά αἴτια, πῶς πέσαμε στή συγκεκριμένη ἁμαρτία καί νά
μήν τά ξανακάνουμε. Ὁ ἄνθρωπος πού ἁμαρτάνει μιά φορά, ἄς ποῦμε ἔχει μιά
δικαιολογία, ἀλλά ἄν τό ξανακάνει, σημαίνει πλέον ὅτι εἶναι ἀσύνετος.
Δέν προσέχει τά αἴτια. Καί οἱ ἀρχαῖοι ἔλεγαν: «Τό δίς ἐξαμαρτεῖν οὐκ
ἀνδρός σοφοῦ». Σημαίνει ὅτι εἶσαι ἄσοφος, ἀνόητος. Ἐντάξει τό ἔπαθες μιά
φορά, δέν διδάχθηκες; Γιατί τό ξανακάνεις; Τό μικρό παιδί, ἔπεσε μιά
φορά, ὁπότε λέει δέν ξανανεβαίνω ἐκεῖ πέρα. Αὐτό εἶναι τό σωστό καί τό
λογικό.
«Θυμᾶμαι, στό σπίτι, στήν Κόνιτσα, εἴχαμε ἕξι ἄλογα, μεγάλα καί μικρά.
Μιά μέρα πού τά περνοῦσα ἀπό ἕνα γεφυράκι φτιαγμένο μέ κορμούς δένδρων
καί σανίδια, ἕνας σαπισμένος κορμός ὑποχώρησε καί τό πόδι τοῦ πιό μικροῦ
ἀλόγου, πού ἦταν τεσσάρων χρόνων, πιάσθηκε ἀνάμεσα στά ξύλα. Ἀπό τότε,
ἄν καί ἔφτιαξα μεγαλύτερο τό γεφυράκι καί ἔβαλα γερά ξύλα, ἐν τούτοις,
ὅταν φθάναμε ἐκεῖ, τό ἀλογάκι ἀντιστεκόταν, κουνοῦσε τό κεφάλι πέρα-δῶθε
καί, ἤ ἔσπαζε τό καπίστρι καί ἔφευγε, ἤ ἔδινε μιά καί πηδοῦσε
ἀπέναντι». Δέν πατοῦσε πάνω στά ξύλα… Ἐμεῖς μερικές φορές γινόμαστε πιό
ἄλογοι ἀπό τά ἄλογα! «Ἄν τό ἄλογο τῶν τεσσάρων χρόνων, πού εἶναι ἄλογο,
χρησιμοποίησε τήν πείρα καί δέν ξαναπάτησε τό πόδι του στό γεφύρι, πόσο
μᾶλλον ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά χρησιμοποιεῖ τήν πείρα ἀπό τίς πτώσεις του»!
Βλέπετε, πῶς ὁ Γέροντας τά παρακολουθοῦσε ὅλα καί διδασκόταν ἀπό ὅλα.
Ξέρετε, τίποτα δέν εἶναι τυχαῖο στήν ζωή μας καί θά πρέπει καθετί πού
μᾶς στέλνει ἡ ἀγάπη καί ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ νά τό ἀξιοποιοῦμε πνευματικά
καί νά διδασκόμαστε ἀπό ὅλα καί ἀπό ὅλους, καί ἀπό τά καλά πού βλέπουμε
καί ἀπό τά ἄσχημα, ὥστε νά προχωρᾶμε πνευματικά.
Ὁ κόσμος, δηλαδή, εἶναι σάν ἕνα σχολεῖο, στό ὁποῖο ὁ δάσκαλος, ὁ
ἐκπαιδευτικός, εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Καί ὅλα αὐτά τά γεγονότα πού
παραχωρεῖ ὁ Θεός νά ζοῦμε, εἶναι ἀκριβῶς γιά νά μᾶς τελειοποιήσει καί νά
μᾶς ὁδηγήσει στήν Βασιλεία Του. Ὅπως τώρα αὐτά πού ζοῦμε στήν πατρίδα
μας, πού χάνουμε τήν ἐθνική μας κυριαρχία. Ἔμαθα πρόσφατα ὅτι μέ αὐτό
πού ὑπογράψαμε τό Μεσοπρόθεσμο, θά μᾶς πάρουν σχεδόν τά πάντα καί τίς
παραλίες καί ὅλα… Ὅλα αὐτά πρέπει νά μᾶς διδάξουν κάποια πράγματα. Γιατί
ὁ Θεός παραχώρησε, γιά παράδειγμα, νά μᾶς πάρουν τίς παραλίες; Γιατί
ἐμεῖς πού τίς εἴχαμε, τίς ἔχουμε κάνει Σόδομα και Γόμορρα, νά τό πῶ πολύ
ἁπλά. Λέει ὁ Θεός: δέν συμμορφώνεστε, θά σᾶς τίς πάρω. Δέν τίς
ἀξιοποίησαμε σωστά. Ὑπάρχει Κανόνας πού δέν ἐπιτρέπει νά συλλούεται
κάποιος μέ τό ἄλλο φύλο. Ποιός τηρεῖ τόν Κανόνα τῆς Ἐκκλησίας πού τό
ἀπαγορεύει; Δέν τόν τηροῦμε… Κι αὐτή εἶναι μία ἁμαρτία. Πόσες ἄλλες
γίνονται πολύ χειρότερες; Ὁπότε τό παραχωρεῖ ὁ Θεός. Πρέπει νά
διδαχτοῦμε ἀπ’ αὐτό. Ποιοί θά διδαχτοῦν ὅμως; Αὐτοί πού τά ἀξιοποιοῦν
ὅλα αὐτά καί προβληματίζονται καί λένε: «γιατί νά τό ἀφήσει ὁ Θεός;».
Γιατί ὅλα ὁ Θεός τά ἀφήνει. Μήπως ἐμεῖς τά κάνουμε..; Ἤ φταῖνε οἱ
πολιτικοί πού κάνουν κακούς χειρισμούς; Ὄχι, ἀπό πίσω εἶναι ὁ Θεός.
Γίνονται ὅλα κατά παραχώρηση τοῦ Θεοῦ γιά νά ὁδηγηθοῦμε στή μετάνοια.
Νά ἐντοπίζουμε καί νά χτυπᾶμε τόν ἐχθρό:
– Γέροντα, δέν ἔχω ἀγαπήσει τήν ταπείνωση, τήν θυσία, τό νά δέχομαι τήν ἀδικία…
–
Δέν εἶναι ἀκριβῶς ἔτσι ὅπως τά λές. Ἐγώ δέν ἀνησυχῶ, γιατί βλέπω ὅτι
ἔχει μπεῖ μέσα σου ἡ καλή ἀνησυχία. Γρήγορα θά ἀπαλλαγεῖς ἀπό τά πάθη,
γιατί ἔχεις ἀρχίσει νά πιάνεις τόν ἑαυτό σου.
Ἔχεις δηλαδή ἀρχίσει νά βάζεις διάγνωση, νά παρακολουθεῖς τόν ἑαυτό σου
καί, ὅπου σφάλλεις, νά τό καταλαβαίνεις. Αὐτό εἶναι πολύ σημαντικό, νά
πιάνεις τά σφάλματά σου.
«Αὐτό βοηθάει περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλον ἀγῶνα. Ὅποιος πιάνει τόν ἑαυτό
του, ἀφήνει τόν παλαιό ἑαυτό του καί μπαίνει σέ σωστό πνευματικό δρόμο.
Ὁ παλαιός ἑαυτός μας κλέβει ὅ,τι κάνει ὁ καινούργιος. Ὅταν μάθουμε νά
τόν πιάνουμε, πιάνουμε ὅλους τούς κλέφτες πού μᾶς κλέβουν ὅ,τι καλό μᾶς
δίνει ὁ Θεός καί μᾶς μένει ὁ πνευματικός πλοῦτος». Πρέπει νά πιάνεις τόν
κλέφτη.
– Ὁ πρῶτος κλέφτης ξέρετε ποιός εἶναι;
Ὁ λογισμός. Ὁ πρῶτος κλέφτης πού μᾶς κλέβει εἶναι ὁ λογισμός καί ἀπό
τόν λογισμό μετά πᾶμε καί στίς διάφορες ἐνέργειες πού κάνουμε τίς
ἄστοχες, τίς ἁμαρτωλές. Ὅταν, λοιπόν, πιάνεις τόν κλέφτη καί μάλιστα
πιάνεις τόν ἀρχικό κλέφτη, τόν λογισμό, μετά δέν ἐπιτρέπεις τήν κλοπή,
τό σταματᾶς καί φυλᾶς τόν πνευματικό σου πλοῦτο. Γιά παράδειγμα, πᾶς
καλά, διαβάζεις, κάνεις λίγο προσευχή… καί ἔρχεται ὁ κλέφτης. Ποιός
εἶναι ὁ κλέφτης; Ἡ κενοδοξία: ‘ἄ, ἐσύ εἶσαι λίγο πιό κάτω ἀπ’ τούς
ἁγίους, ἕνα φωτοστέφανο σοῦ λείπει…’. Ἅμα παρακολουθεῖς τόν ἑαυτό σου,
τόν πιάνεις τόν κλέφτη. Ἄν, ὅμως, δέν παρακολουθεῖς, χάνεις ἀμέσως τήν
πνευματική σου κατάσταση μόλις δεχτεῖς αὐτόν τόν λογισμό. Ἡ ἀπάντηση σ’
αὐτόν τόν λογισμό εἶναι ὅτι δέν τό ἔκανα ἐγώ, ὁ Θεός τό ἔκανε. Ἐπίσης νά
λάβεις τά μέτρα σου. Νά μή φαίνεσαι καθόλου στά πνευματικά. Ὅσο γίνεται
νά εἶναι κρυφά τά πνευματικά πού κάνεις καί ἡ προσευχή σου καί ἡ μελέτη
σου. Νά μήν προκαλεῖς τόν ἔπαινο τῶν ἄλλων.
– Γέροντα, ὅταν λυπηθῶ πολύ γιά ἕνα σφάλμα μου, λ.χ. γιατί μίλησα ἄσχημα σέ μιά αδελφή, αὐτό μέ βοηθάει;
Νά στενοχωρηθῶ, ἄς ποῦμε, πού κάνω ἕνα λάθος. Ἀλλά λέει πολύ νά στενοχωρηθῶ. Λέει ὁ Γέροντας:
–
Βοηθάει, ἀλλά νά προσέξεις νά μήν ξεπεράσεις και τά ὅρια. Νά λυπηθεῖς,
ἀλλά νά χαρεῖς κιόλας, γιατί σοῦ δόθηκε ἡ εὐκαιρία νά ἐκδηλωθεῖ ἡ
ἀρρώστια σου καί νά τήν θεραπεύσεις.
Βλέπετε; Καί νά λυπηθεῖς καί νά χαρεῖς. Νά πού ἐφαρμόζεται κι ἐδῶ τό:
«πάντοτε χαίρετε» (Α΄Θεσ. 5,16). Νά χαίρεσαι ἀκόμα καί στίς πτώσεις σου.
Γιατί νά χαίρεσαι; Γιατί ἀποκαλύφθηκες καί ἐπιτέλους βρῆκες ἕνα
μικρόβιο. Πολύ σημαντικό. Καί ὑπάρχει κι ἄλλος λόγος νά χαρεῖς, τό ὅτι
θά ἀγωνιστεῖς πλέον νά σταματήσεις τό μικρόβιο, νά τό ἐξολοθρεύσεις. Κι
ἄλλος λόγος νά χαρεῖς εἶναι ὅτι δέν πῆγες πιό κάτω, γιατί μποροῦσες νά
πᾶς ἀκόμα πιό κάτω, νά γίνεις ἀκόμα πιό κακός.
«Νά σκεφτεῖς: Γιά νά μιλήσω ἄσχημα καί νά φερθῶ ἔτσι, κάποιο πάθος
ὑπῆρχε μέσα μου καί δόθηκε αὔτη ἡ εὐκαιρία νά βγεῖ, γιά νά τό δῶ καί νά
τό διορθώσω». Τί πάθος; Μπορεῖ νά εἶναι ζήλια κρυμμένη. Νά μήν τό ἔχεις
καταλάβει ὅτι ζηλεύεις τήν ἀδελφή σου καί φανερώθηκε μ’ αὐτόν τόν ἄσχημο
τρόπο πού τῆς μίλησες. Μπορεῖ νά εἶναι φθόνος, μπορεῖ νά εἶναι
ἐγωισμός, μπορεῖ νά εἶναι εὐθιξία, ὑπερηφάνεια, φιλαυτία. Πολλές φορές
βγάζουμε ἄσχημη συμπεριφορά, γιατί μᾶς ζορίζει ὁ ἄλλος στή φιλαυτία μας.
Μᾶς ζητάει κάτι κι ἐμεῖς δέν θέλουμε νά βγοῦμε ἀπ’ τό βόλεμά μας, νά
κουραστοῦμε καί θυμώνουμε, γιατί μᾶς χαλάει τήν ἡσυχία μας.
«Θά ζήτησεις φυσικά καί συγχώρηση ἀπό τήν ἀδελφή. Οἱ πτώσεις σέ βοηθοῦν
νά γνωρίσεις τόν ἑαυτό σου. Βγαίνουν ὅλα στήν ἐπιφάνεια καί σιγά-σιγά
γίνεται ἡ καλή ἐργασία. Βλέπεις, καί οἱ γιατροί μερικές φορές δίνουν
στούς ἀρρώστους διάφορες οὐσίες, γιά νά ἐκδηλωθοῦν τά συμπτώματα τῆς
ἀρρώστιας καί νά κάνουν καλή διάγνωση». Πολύ ὡραῖο εἶναι αὐτό. «Δίνουν
π.χ. ζάχαρη καί κάνουν μετά ἐξέταση αἵματος γιά νά δοῦν ἄν ἀνεβεῖ τό
ζάχαρο».
– Πῶς μπορεῖς νά καταλάβεις, ἄν ἕνας ἄνθρωπος εἶναι καλός;
Νά δεῖς πῶς φέρεται, ὅταν τόν ἀτιμάζουν, ὅταν τόν προσβάλλουν, ὅταν τόν
ἀδικοῦν. Εἶναι ἕνα τέστ ἰατρικό… Μποροῦμε νά ποῦμε τό κάνει ὁ Ἰατρός, ὁ
Θεός. Σοῦ στέλνει μιά ἀτιμία, μιά προσβολή, γιά νά δεῖς τήν ἀρρώστια
σου, νά δεῖς πόσο ἐγωισμό ἔχεις. Τότε φαίνεται ὁ ἐγωισμός. Ὅταν σέ
χαϊδεύουν καί σοῦ λένε ‘τί καλή πού εἶσαι..’, τότε ὅλοι καλοί εἴμαστε!
Ὅταν σέ βρίζουν καί σέ ἀδικοῦν καί σέ ζημιώνουν, πῶς συμπεριφέρεσαι;
Εἶναι σάν τό γιατρό πού σοῦ δίνει ἐπίτηδες ἕνα φάρμακο, γιά νά δεῖ ἄν
εἶσαι ἄρρωστος ἤ ὄχι.
«Στόν πνευματικό ἀγῶνα χρειάζεται νά ἐπισημαίνουμε τά ἀδύνατα σημεῖα
τοῦ χαρακτήρα μας, τά ἐλαττώματά μας καί ὕστερα νά προσπαθοῦμε νά
χτυπᾶμε ἐκεῖ». Μήν ψάχνεις νά βρεῖς τίς ἀρετές σου. Ἄς μήν ξέρεις πόσο
καλός εἶσαι. Αὐτό ἄς τό ξέρει ὁ Θεός. Πού δέν εἶσαι καθόλου καλός… Γιατί
ὅλη ἡ καλοσύνη -ἄν ἔχουμε- εἶναι τοῦ Θεοῦ. Ὅπως λέμε: «πᾶσα δόσις ἀγαθή
καί πᾶν δώρημα τέλειον ἄνωθέν ἐστι καταβαῖνον» (Ἰακ. 1,17). Δικά μας
εἶναι τά ἐλαττώματα καί οἱ ἁμαρτίες. Αὐτά λοιπόν νά ψάχνεις καί ἀφοῦ τά
βρεῖς νά τά χτυπᾶς.
«Καί στόν πόλεμο, ὅταν κάνουμε ἀναγνώριση μιᾶς περιοχῆς, ἐπισημαίνουμε
τά σημεῖα, ὅπου εἶναι ὁ ἐχθρός ἤ ἀπ’ ὅπου μπορεῖ νά χτυπήσει καί ἔχουμε
τόν νοῦ μας ἐκεῖ. Γιατί, ὅταν ξέρεις σέ ποιά συγκεκριμένα σημεῖα
βρίσκεται ὁ ἐχθρός, κινεῖσαι μέ σιγουριά. Βάζεις τόν χάρτη κάτω καί λές:
Ὁ ἐχθρός εἶναι ἐδῶ κι ἐδῶ. Ἐμεῖς πρέπει νά προλάβουμε νά πιάσουμε
ἐκεῖνα κι ἐκεῖνα τά σημεῖα. Ἀπό ἐκεῖ θά ζητήσουμε ἐνίσχυση, ἐδῶ
χρειάζονται αὐτά τά ὅπλα κ.λπ.». Καί τά πάθη γιά νά καταπολεμηθοῦν
χρειάζεται μιά στρατηγική. Εἶναι ἕνας πόλεμος, ὁ πνευματικός πόλεμος, ὁ
ἀόρατος πόλεμος καί θέλει ἕνα σχέδιο. Δέν μπορεῖς νά πᾶς χωρίς σχέδιο,
γιατί σίγουρα θά ἡττηθεῖς ἀπ’ τόν ἐχθρό.
«Μπορεῖς δηλαδή νά κατάστρωσεις ἕνα σχέδιο. Ἀλλά γιά νά μάθεις ποῦ
βρίσκεται ὁ ἐχθρός, πρέπει νά ἀνησυχεῖς καί νά ἐρευνᾶς, δέν μπορεῖς νά
κοιμᾶσαι». Γιά νά ἐντοπίσεις τά ἐλαττώματά σου, πρέπει νά παρακολουθεῖς
τόν ἑαυτό σου. Νά ἔχεις τήν καλή ἀνησυχία νά ἐντοπίσεις τά λάθη καί τίς
ἀδυναμίες σου.
– Γέροντα εἶναι καλύτερα νά βρίσκει κανείς μόνος του τά ἐλαττώματά του ἤ νά τοῦ τά λένε οἱ ἄλλοι;
–
Καλό εἶναι νά ψάχνει νά τά βρίσκει μόνος του, ἀλλά καί ὅταν τοῦ τά
λένε, νά μήν ἀντιδρᾶ, νά τό δέχεται μέ χαρά. Γιατί, μπορεῖ νά νομίζει
ὅτι βλέπει τόν ἑαυτό του, ἀλλά νά τόν βλέπει, ὅπως θά ἤθελε νά εἶναι καί
ὄχι ὅπως εἶναι στήν πραγματικότητα.
Δυστυχῶς, πολλές φορές οἱ ἄλλοι μᾶς βλέπουν καλύτερα ἀπό ἐμᾶς. Ἐμεῖς
ἔχουμε φτιάξει μιά ψεύτικη ἰδέα γιά τόν ἑαυτό μας: ὅτι εἴμαστε πολύ
ἔξυπνοι, πολύ ὄμορφοι, πολύ καλοί, ὅτι ἔχουμε πάρα πολλές δυνατότητες
κ.λ.π. Ὁ ἄλλος εἶναι πιό ἀντικειμενικός παρατηρητής. Γι’ αὐτό, ἄν ἔχετε
ἀνθρώπους πολύ δικούς σας, φίλους σας, σύζυγο, παιδιά, μέ τούς ὁποίους
συναναστρέφεστε, μήν τούς ζητᾶτε νά σᾶς φέρονται κομψά καί μέ εὐγένεια.
Αὐτό βέβαια θά ὠφελοῦσε τούς ἴδιους. Ἀλλά γιά νά βοηθηθεῖτε ἐσεῖς, νά
τούς ζητᾶτε νά σᾶς λένε τά ἐλαττώματά σας. Ἕνας ἀπό τούς βασικούς
στόχους καί τῆς φιλίας καί τῆς συζυγίας καί μιά μεγάλη ὠφέλεια πού
προκύπτει ἀπό τήν συμβίωση πού ἔχουμε μέ κάποιους ἀνθρώπους, αὐτός
εἶναι, νά ζητήσεις ἀπό τόν ἄλλον νά σοῦ πεῖ πῶς σέ βλέπει. Ὄχι τά καλά
σου, τά ἄσχημά σου… καί νά τό θεωρεῖς μεγίστη βοήθεια.
– Γέροντα, οἱ ἄλλοι τόν βλέπουν καλύτερα τόν ἑαυτό μου;
Ἀπάντηση τοῦ Γέροντα:
– Μόνος του κανείς μπορεῖ, ἄν θέλει, νά δεῖ καλύτερα τόν ἑαυτό του.
Γιατί, βέβαια, ὁ πιό κοντινός στόν ἑαυτό σου εἶσαι ἐσύ ὁ ἴδιος. Ἀλλά μέ
τήν προϋπόθεση νά μήν λές ψέματα στόν ἑαυτό σου… Πολλές φορές λέμε
ψέματα στόν ἑαυτό μας καί ἐθελοτυφλοῦμε. Κλείνουμε τά μάτια μας καί δέν
θέλουμε νά παραδεχτοῦμε τήν ἀλήθεια.
«Δηλαδή, μπορεῖ νά ἐντοπίσει καλύτερα μιά ἀντίδρασή του, ἕνα σφάλμα
του», γιατί φυσικά αὐτά πού ἔχεις μέσα σου, δέν τά ξέρει κανένας, οὔτε ὁ
Πνευματικός σου, οὔτε κανένας. Ἐσύ τά ξέρεις. Ἄν λοιπόν τά ἀξιοποιήσεις
ὅλα αὐτά, λέει ὁ Γέροντας, βλέπεις καλύτερα ἐσύ τόν ἑαυτό σου ἀπό τούς
ἄλλους. «Καί νά βρεῖ ἀπό ποιά αἰτία προῆλθε, ἐνῶ ὁ ἄλλος βγάζει
συμπεράσματα ἀπό ὑποθέσεις πού κάνει» καί ὁπωσδήποτε εἶναι πιό μακριά
ἀπό σένα τόν ἴδιο.
– Μπορεῖ, Γέροντα, νά προσπαθεῖ κανείς νά δεῖ τόν ἑαυτό του ὅπως εἶναι καί νά μήν τόν βλέπει;
– Ναί, ἄν μέσα στήν προσπάθειά του αὐτή ὑπάρχει ὑπερηφάνεια, δέν μπορεῖ νά δεῖ τόν πραγματικό του ἑαυτό.
Ὁ ὑπερήφανος ἄνθρωπος ἔχει φτιάξει μιά ἄλλη εἰκόνα ψεύτικη, ἕνα εἴδωλο.
Καί αὐτό τό εἴδωλο, πού δέν εἶναι πραγματικό, ὑπαρκτό, αὐτό καί
προσκυνάει. Ὅπως λέει ὁ ἅγιος Ἀνδρέας Κρήτης «γέγονα αὐτείδωλον», ἔχω
κάνει τόν ἑαυτό μου εἴδωλο καί δυστυχῶς πολλοί ἄνθρωποι εἴμαστε ἔτσι.
Καί ἔχουμε μιά ἰδεατή εἰκόνα καί ὄχι τήν πραγματική. Ἄν εἴχαμε
πραγματική εἰκόνα, θά ἤμαστε πολύ ταπεινοί, πάρα πολύ ταπεινοί καί δέν
θά εἴχαμε μάτια καί στόμα νά κατακρίνουμε κανέναν. Ἀλλά ἐπειδή ἔχουμε
ὑπερηφάνεια καί νομίζουμε ὅτι εἴμαστε καλοί, γι’ αὐτό εἴμαστε ἕτοιμοι νά
κρίνουμε τούς πάντες, ἀπό τό πιό μικρό παιδάκι μέχρι καί τόν Πατριάρχη.
Τούς πάντες τούς κρίνουμε καί τούς κατακρίνουμε.
Νά καθρεφτίζουμε τόν ἑαυτό μας στούς ἄλλους.
«Ὁ ἄνθρωπος βλέπει καλύτερα τόν ἑαυτό του, ὅταν τόν καθρεφτίζει στούς
ἄλλους. Ὁ Θεός στόν κάθε ἄνθρωπο δίνει τό χάρισμα πού τοῦ χρειάζεται,
γιά νά βοηθηθεῖ, ἄσχετα ἄν τό ἀξιοποίησει ἤ ὄχι. Ἄν τό ἀξιοποίησει, θά
φθάσει στήν τελειότητα». Ὅλοι ἔχουμε κάποια χαρίσματα. Καθένας ἔχει
ἰδιαίτερο χάρισμα. Εἶναι μιά εἰδική δωρεά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἄλλος
ἔχει χάρισμα νά κάνει ἐλεημοσύνη, τοῦ ἀρέσει, εἶναι κοινωνικός. Ἄλλος
ἔχει χάρισμα νά προσεύχεται, τοῦ ἀρέσει νά ἡσυχάζει, νά ἀπομονώνεται. Ἄν
τά καλλιεργήσει αὐτά, ὁ ἕνας τήν ἐλεημοσύνη, ὁ ἄλλος τήν προσευχή –
χωρίς νά παραθεωρεῖ καί τά ὑπόλοιπα, γιατί ὅλα χρειάζονται – θά ἁγιάσει.
Γι’ αὐτό ἔλεγε ἕνας Γέροντας: νά βρεῖς αὐτό στό ὁποῖο ἔχεις κλίση. Ποῦ
ἔχεις κλίση; Κάπου σοῦ ἔχει δώσει ὁ θεός μιά ἰδιαίτερη κλίση. Μπορεῖ νά
ἔχεις κλίση στήν ἱεραποστολή. Κάνε ἱεραποστολή, ἀλλά μήν παραθεωρεῖς καί
τήν ἡσυχία καί τήν προσευχή. Ἄλλος ἔχει κλίση, ὅπως εἴπαμε, στόν
ἡσυχασμό. Κάνε ἡσυχασμό ἀλλά μήν παραθεωρεῖς καί τήν ἀγάπη καί ἐκεῖ θά
ἁγιάσεις.
Λίγο ἄν παρακολουθοῦμε τόν ἑαυτό μας, θά βροῦμε τήν κλίση μας… ἔστω καί
μέ τήν βοήθεια τοῦ Πνευματικοῦ. Τί σοῦ ἀρέσει νά κάνεις ἀπ’ τά
πνευματικά; Κάνε αὐτό πού σοῦ ἀρέσει. Εἶναι ἄλλος πού τοῦ ἀρέσει νά
μελετάει. Διάβαζε, διάβαζε βιβλία πνευματικά, ἀλλά μήν παραθεωρεῖς καί
τήν προσευχή, μήν παραθεωρεῖς καί τήν αὐτοεξέταση. Αὐτά πού διαβάζεις νά
τά περνᾶς ἀπό τόν ἑαυτό σου, νά τά κάνεις καί πράξη, ὄχι ἁπλῶς νά
μορφώνεσαι θεωρητικά. Κι ἄν ἀξιοποιήσεις αὐτή τήν ἔφεση γιά μελέτη, θά
ἁγιαστεῖς μέσα ἀπό τήν μελέτη. Γιατί καί ἡ μελέτη εἶναι μισή προσευχή.
Ὅταν μελετᾶς, ὁ νοῦς σου εἶναι σ’ αὐτά πού διαβάζεις, δέν εἶναι στά
πονηρά, στά κακά καί στά ἄσχημα. Εἶναι κι αὐτός ἕνας τρόπος νά ἐλέγξεις
τούς λογισμούς σου. Κατώτερος βέβαια σέ σχέση μέ τήν προσευχή, ἀλλά ὄχι
πολύ κατώτερος. Εἶναι πολύ σημαντικό πράγμα ἡ μελέτη. Ἄν σοῦ ἀρέσει νά
πηγαίνεις στήν Ἐκκλησία, νά πηγαίνεις στήν Ἐκκλησία ἀπό τήν ἀρχή μέχρι
τό τέλος καί σέ ὅλες τίς ἀκολουθίες. Πολύ ἁπλά, ὅ,τι πνευματικό σᾶς
ἀναπαύει περισσότερο, κάντε το. Ἄλλον δέν τόν τραβάει ἡ μελέτη, τόν
τραβάει νά λέει τήν εὐχή, λέγε τήν εὐχή.
«Τά ἐλαττώματα πάλι εἶναι δικά μας, εἴτε τά ἀποκτήσαμε ἀπό δική μας
ἀπροσεξία, εἴτε τά κληρονομήσαμε ἀπό τούς γονεῖς μας. Ὁ καθένας μας
πρέπει νά κάνει τόν ἀνάλογο ἀγῶνα, γιά νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό αὐτά. Μέχρι νά
ἀπαλλαγοῦμε, πρέπει νά καθρεφτίζουμε τόν ἑαυτό μας στά κουσούρια τοῦ
ἄλλου καί νά ἐξετάζουμε πού βρισκόμαστε ἐμεῖς. Ἄν δοῦμε λ.χ. στόν ἄλλον
ἕνα ἐλάττωμα, ἀμέσως νά ποῦμε: γιά νά δῶ, μήπως τό ἔχω κι ἐγώ;». Βλέπεις
τόν ἄλλον θυμώνει, γιά νά δῶ μήπως ἔχω καί ἐγώ θυμό; Βλέπεις ζήλεια.
Μήπως ἔχω καί ἐγώ; «Καί ἄν τό ἔχουμε, νά ἀγωνισθοῦμε νά τό κόψουμε».
Γίνονται δύο καλά: ἀφενός μέν δέν κατακρίνεις τόν ἄλλον, ἀφετέρου
βαθαίνει ἡ γνώση τοῦ ἑαυτοῦ σου.
– Κι ἄν Γέροντα, μοῦ λέει ὁ λογισμός ὅτι δέν ἔχω αὐτό τό ἐλάττωμα, τί νά λέω;
–
Νά λές: ἐγώ ἔχω ἄλλα μεγαλύτερα. Αὐτό εἶναι πολύ μικρό σέ σχέση μέ τά
δικά μου. Γιατί μπορεῖ καμιά φορά νά εἶναι μικρότερα τά δικά σου
ἐλαττώματα, ἀλλά νά ἐχεις λιγότερα ἐλαφρυντικά.
Ὁ Θεός ἐξετάζει τίς εὐκαιρίες πού εἶχες στή ζωή σου. Ὁ ἄλλος ὁ καημένος
δέν εἶχε εὐκαιρίες. Μεγάλωσε σ’ ἕνα σπίτι ἀθέων, ἀνήθικων, διαλυμένης
οἰκογένειας κ.λ.π. Ἐσύ μεγάλωσες σ’ ἕνα χριστιανικό σπίτι, μέ τό
κατηχητικό σου, μέ τήν Ἐκκλησία σου, μέ τόν Πνευματικό σου ἀπό μικρό
παιδί. Εἶχες πολύ περισσότερες εὐκαιρίες ἀπό τόν ἄλλον. Ἄρα, ἄλλα θά
ζητήσει ἀπό σένα ὁ Θεός. Καί μιά πτώση δική σου δέν βαραίνει τό ἴδιο μέ
τήν ἴδια πτώση τοῦ ἄλλου πού δέν εἶχε τίς ἴδιες εὐκαιρίες. Ἡ δική σου ἡ
πτώση εἶναι πολύ βαρύτερη, γιατί εἶχες πάρει πολλά. Καί «ἀπό αὐτόν πού
πῆρε πολλά, θά ζητηθοῦν καί πολλά» (Λουκ. 12,48), εἶπε ὁ Θεός. Γι’ αὐτό
λέει ἐδῶ ὁ Γέροντας, μπορεῖ νά ἔχεις μικρότερα ἐλαττώματα ἀλλά νά μήν
ἔχεις ἐλαφρυντικά.
«Ἄν ἐξετάζει κανείς ἔτσι τόν ἑαυτό του, βλέπει ὅτι αὐτός ἔχει
μεγαλύτερα κουσούρια ἀπό τόν ἄλλον». Λέει κάπου ἀλλοῦ ὁ Γέροντας
Παΐσιος: ἐγώ εἶμαι χειρότερος, γιατί μποροῦσα νά κάνω 10 θαύματα καί
κάνω 9, ἀπό ἕναν ἐγκληματία πού μποροῦσε νά κάνει 100 φόνους καί ἔκανε
99. Γιατί, μέ ὅλα αὐτά πού μοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, τίς εὐλογίες, μποροῦσα νά
κάνω 10 θαύματα καί κάνω 9, ἄρα εἶναι ἔλλειψη. Ἐνῶ ὁ ἄλλος πού συγκρατεῖ
τόν ἑαυτό του καί δέν κάνει ἕναν φόνο, ἐνῶ θά ἔπρεπε νά τόν κάνει,
εἶναι μεγάλη ἀρετή.
«Ὕστερα βλέπει καί τίς ἀρετές τοῦ ἄλλου». Καθρεφτίζει τόν ἄλλον καί
στίς ἀρετές, ὄχι μόνο στά κουσούρια. Βλέπεις τόν ἄλλον πού ἔχει μιά
ταπείνωση, μιά ἀγάπη, μιά καλοσύνη, εἶναι καλόκαρδος κ.λ.π. Γιά ψάξου.
Τά ἔχεις ἐσύ αὐτά πού ἔχει ὁ ἄλλος; «Γιά νά δῶ, λέει, ὑπάρχει σ’ ἐμένα
αὐτή ἡ ἀρετή; Ὄχι. Πώ πώ! Πόσο μακριά εἶμαι ἀπό ἐκεῖ πού ἔπρεπε νά
βρίσκομαι!». Ὁπότε, οὔτε ζηλεύεις τόν ἄλλον μέ τήν κακή ἔννοια. Τόν
ζηλεύεις μέ τήν καλή ἔννοια καί προχωρᾶς πνευματικά. Καλή ζήλεια νά
ἔχουμε. Νά θέλουμε νά φτάσουμε τόν ἄλλον στά πνευματικά.
«Ὅποιος ἐργάζεται ἔτσι ἀπό ὅλα βοηθιέται, ἀλλοιώνεται μέ τήν καλή
ἔννοια καί τελειοποιεῖται. Ὠφελεῖται ἀπό τούς Ἁγίους, ὠφελεῖται ἀπό τούς
ἀγωνιστές, ὠφελεῖται ἀκόμα καί ἀπό τούς κοσμικούς», ἀκόμα καί ἀπό τούς
ἀνθρώπους πού εἶναι δηλαδή ὑποταγμένοι στό πνεῦμα τοῦ κόσμου. «Γιατί,
ἄν δεῖ ἕναν κοσμικό λ.χ. νά μήν ὑπολογίζει τόν ἑαυτό του, νά
θυσιάζεται, λέει: ‘αὐτό τό φιλότιμο τό ἔχω ἐγώ; δέν τό ἔχω, καί εἶμαι
καί πνευματικός ἄνθρωπος!’». Πράγματι πολλές φορές οἱ κοσμικοί μᾶς
βάζουν τά γυαλιά ἐμᾶς τούς χριστιανούς. Γίνεται π.χ. μπροστά σου ἕνα
ἀτύχημα καί ἐνῶ ἐσύ ἀκόμα δέν ἐνεργοποιήθηκες, βλέπεις κάποιους
κοσμικούς τρέχουν νά βοηθήσουν καί νά συμπαρασταθοῦν σάν νά εἶναι δικοί
τους ἄνθρωποι. Καί λές: ‘ἐγώ τί κάνω; Κοιτάω τόν ἑαυτό μου ἤ κοιτάω τόν
Χριστό;’, πού λέει «πρέπει νά γίνεις καλός Σαμαρείτης καί ὁ ἄλλος
πλησίον σου». Αὐτό τό φιλότιμο πού ἔχει ἐκεῖνος, τό ἔχω ἐγώ; «Ὁπότε
προσπαθεῖ νά τόν μιμηθεῖ» ὁ πνευματικός ἄνθρωπος πού τά ἀξιοποιεῖ ὅλα.
«Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔχουμε νά κάνουμε πολλή δουλειά. Ὁ καλός Θεός ὅλα τά οἰκονομάει γιά τό καλό μας μέ σοφό τρόπο».
Βλέπετε πόσο φωτισμένα εἶναι αὐτά πού λέει ὁ Γέροντας! Καί μᾶς βοηθάει πάρα πολύ…
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
Ἐρ. : Ὅταν
λές σ’ ἕναν δικό σου ἄνθρωπο, ἄς ποῦμε στό παιδί σου, μήν τό φορᾶς
αὐτό, διαγράφει τό σῶμα σου καί δέν εἶναι σωστό, ἤ βάλε κάτι ἀπό πάνω
σου, πέφτεις σέ κατάκριση;
Ἀπ. : Ὄχι, βέβαια! Δέν κάνεις κατάκριση. Λές τό σωστό. Λές τήν ἀλήθεια.
Ἐρ. : Ἔχεις
τό δικαίωμα δηλαδή; Γιατί ἔρχεται ἡ ἀπάντηση… καί ἐσύ στά 70 βάφεις τό
μαλλί σου, φορᾶς κόκκινα… μέ ποιό δικαίωμα κρίνεις ἐμένα;
Ἀπ. : Ἔ,
ναί, πρέπει κι ἐσύ νά διορθωθεῖς! «Βγάλε πρῶτα τό δοκάρι ἀπό τό μάτι
σου…» (Ματθ. 7,4), μή βάφεις τά μαλλιά σου… Καί μετά νά προσέξουμε καί
πῶς θά τό ποῦμε. Πολλές φορές λέμε κάτι στό παιδί μας προβάλλοντας ὡς
μέτρο τῶν πάντων τόν ἑαυτό μας: Ἐγώ ὁ πατέρας σου, ἡ μάνα σου, τό κάνω
αὐτό τό πράγμα; Δηλαδή τό κριτήριο τῶν πάντων εἶμαι ἐγώ. Ἔ, ἄν τό πεῖς
ἔτσι στό παιδί, φυσικά καί θά σέ ἀπορρίψει.
Ἐρ. : Κατευθείαν θά σοῦ πεῖ τό δικό σου σφάλμα…
Ἀπ. : Ἀκριβῶς, θά σοῦ πεῖ
τό σφάλμα σου. Ἐνῶ τό κέντρο τῶν πάντων εἶναι ὁ Χριστός. Ἄν λοιπόν στό
παιδάκι ἔχεις κάνει σωστή ἀγωγή ἀπό μικρό καί τοῦ ἔχεις δώσει τό σωστό
κριτήριο, πού δέν εἶμαι ἐγώ -ὁ μπαμπάς, ἡ μαμά- γιατί κι ἐγώ κάνω λάθη,
τότε κάνεις σωστή δουλειά. Πρέπει νά δίνουμε πάντοτε τόν Χριστό στά
παιδιά. Τά καταστρέφουμε τά παιδιά ἐμεῖς οἱ ἴδιοι, οἱ μεγάλοι. Γιατί
οὐσιαστικά ἱκανοποιοῦμε τά πάθη μας πάνω στά παιδιά. Προβάλλουμε τόν
ἐγωισμό μας, τήν ὑπερηφάνειά μας καί θέλουμε νά τά κάνουμε κατ’ εἰκόνα
καί ὁμοίωσή μας καί ὄχι κατ’ εἰκόνα καί ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ. Ἔχουμε σάν
πρότυπο τόν ἑαυτό μας καί τούς δίνουμε σάν πρότυπο τόν ἑαυτό μας. Λάθος!
Τελείως λάθος. Δέν εἶναι δοῦλος σου τό παιδί οὔτε εἶναι προορισμένο νά
μοιάσει σέ σένα. Εἶναι προορισμένο νά μοιάσει στόν Θεό, ὅπως καί ἐσύ
εἶσαι προορισμένος νά μοιάσεις στόν Θεό. Ἐπειδή δέν ζοῦμε σωστά ἐμεῖς οἱ
ἴδιοι τόν προορισμό μας, περνᾶμε λάθος μηνύματα καί στά παιδιά.
Ἄν αὐτή ἡ κοπέλα πού ντύνεται ἄσεμνα, φοβόταν τόν Θεό, δέν θά τό ἔκανε.
Ἀλλά τῆς ἔχεις μάθει νά φοβᾶται τόν Θεό; Ἤ τῆς ἔχεις μάθει νά φοβᾶται
ἐσένα; Ἐκεῖ εἶναι τό λάθος. Νά μάθει νά φοβᾶται τόν Θεό, ὁ Ὁποῖος τήν
βλέπει παντοῦ, τήν παρακολουθεῖ παντοῦ καί κάποια στιγμή θά λογοδοτήσει
μπροστά στόν Θεό γιά τίς πράξεις της καί γιά τόν σκανδαλισμό πού
προξένησε σέ τόσες ψυχές, πού τήν εἶδαν ἔτσι.
Ἀλλά, δυστυχῶς, τό ἐπαναλαμβάνω, δέν λέμε αὐτά τά πράγματα στά παιδιά.
Δέν δίνουμε στά παιδιά τό κέντρο, τό Α καί τό Ω πού εἶναι ὁ Χριστός.
Ἀλλα κέντρα τούς δίνουμε καί κυρίως τούς δίνουμε τόν ἑαυτό μας. Αὐτό
εἶναι τό μεγάλο λάθος στήν ἀγωγή. Καί τό δεύτερο πού τούς δίνουμε εἶναι ὁ
ἑαυτός τους. Τά κάνουμε κι αὐτά κέντρο τοῦ κόσμου. Τούς τρέφουμε τόν
ἐγωισμό μέ τίς κολακεῖες καί ὅλα τά σχετικά. Αὐτό εἶναι κάτι πού
ἀρρωσταίνει τά παιδιά. Γιατί ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι φτιαγμένος νά
λειτουργεῖ ἐγωκεντρικά, νά ἔχει κέντρο τόν ἑαυτό του. Δέν μπορεῖς νά
ζήσεις ἔχοντας κέντρο τόν ἑαυτό σου, γιατί εἶσαι ἑτερόφωτος. Εἶσαι
ἐξαρτημένος. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι φτιαγμένος, εἶναι κτιστός, δέν ἔφτιαξε
μόνος του τόν ἑαυτό του, δέν εἶναι αὐθύπαρκτος. Ὅταν λοιπόν τοῦ δίνεις
γιά κέντρο τόν ἑαυτό του, τοῦ δίνεις τό κενό. Γι’ αὐτό τό παιδί μετά
χάνεται, δέν ξέρει ἀπό ποῦ νά πιαστεῖ, ἀφοῦ οὐσιαστικά εἶναι ἀνύπαρκτο,
δέν ὑπάρχει. Ὁ ὄντως Ὤν εἶναι ὁ Θεός. Ἄν δέν πιαστεῖς ἀπό αὐτόν πού
ὑπάρχει πραγματικά, χάνεσαι. Δηλαδή ὁ ἐγωκεντρισμός καί ὁ ἐγωισμός, πού
καλλιεργοῦμε, εἶναι ὁ χαμός. Αὐτή εἶναι ἡ ἀπώλεια τῆς ψυχῆς μας. Δέν
μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά σταθεῖ ἀπό μόνος του. Πρέπει νά τούς ἐξαρτήσεις
ὅλους καί τό παιδάκι σου καί τούς πάντες ἀπ’ τόν Χριστό, ἄν θέλεις
πραγματικά νά τούς βοηθήσεις.
Ἄν τό παιδάκι αὐτό ἀπό μικρό δεχτεῖ αὐτή τήν ἀγωγή, δέν θά φτάσει νά
κάνει αὐτά τά πράγματα. Ἤ ἄν τό κάνει μιά φορά, ἄς ποῦμε, στά δώδεκα πού
θά δεῖ τίς ἄλλες συμμαθήτριες, ἀμέσως θά τό διορθώσει. Ἄν τοῦ πεῖς:
παιδί μου αὐτό ὁ Θεός δέν τό θέλει γιά αὐτόν καί γιά αὐτόν τόν λόγο, θά
τό καταλάβει. Ἀλλά, ὅταν φτάσει στά τριάντα, ἔχει πετάξει τό πουλάκι,
ὅπως λέει καί ὁ π. Πορφύριος. Ἔχει φτιάξει μιά διεστραμμένη συνείδηση
καί λέει: «Γιατί κάνω κακό; Δέν κάνω κανένα κακό».
Ἐρ. : Σοῦ
λέει καί κάτι ἄλλο, ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὅλο ἀγάπη καί ἀλλοίμονο ἄν
κοιτάζει τί θά φορέσω καί αὐτά.. τήν ψυχή θά κοιτάξει ὁ Θεός.
Ἀπ. : Θά
τοῦ ποῦμε πολύ ἁπλά: ὁ Θεός, ὅπως ἀγαπάει ἐσένα παιδί μου, ἀγαπάει καί
τούς ἄλλους, πού σέ βλέπουν καί σκανδαλίζονται. Γιά χάρη τῶν ἄλλων,
λοιπόν, θά πρέπει νά συμμαζευτεῖς. Ἔχεις δικαίωμα νά σκανδαλίζεις τούς
ἄλλους; Δέν ἔχεις δικαίωμα. Τί λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος; «Οὐ μή φάγω κρέα
εἰς τόν αἰῶνα γιά νά μήν σκανδαλίσω τόν ἀδελφό μου» (Α΄Κορ. 8,13). Ἐνῶ
δέν εἶναι κακό νά φᾶς κρέας. Ἀλλά λέει δέν θά ξαναφάω ποτέ, στόν αἰῶνα,
ἀφοῦ κάποιοι πού μέ βλέπουν νά τρώω εἰδωλόθυτα, χάνουν τήν ψυχή τους ἀπό
αὐτό. Κάποιοι χριστιανοί ἀπό πολύ εὐαισθησία δέν ἀγόραζαν ἀπό τά κρέατα
πού εἶχαν προσφερθεῖ στούς δαίμονες καί στίς θυσίες τῶν εἰδωλολατρῶν
καί μετά τά πουλοῦσαν στά κρεοπωλεῖα. Κάποιοι ἄλλοι ἔλεγαν: ἄς πάρουμε
καί τί ἔγινε; Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἔλεγε, ἐπειδή κάποιοι σκανδαλίζονται
καί νομίζουν ὅτι τρῶμε τροφές δαιμονισμένες, νά μήν παίρνουμε.
Ἀφοῦ λοιπόν λές κι ἐσύ ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη, ἐσύ πόσο ἀγαπᾶς τόν Θεό;
Ὁ Θεός βέβαια σ’ ἀγαπάει, ἀλλά ἀγαπάει καί ὅλους τούς ἄλλους. Ἄν
ἀγαπᾶς, ὅμως, κι ἐσύ τόν Θεό, θά προσπαθήσεις νά τηρήσεις αὐτά πού λέει.
Καί ἡ πρώτη ἐντολή, πού λέει ὁ Θεός, εἶναι ν’ ἀγαπήσεις τόν πλησίον
σου. Τόν ἀγαπᾶς τόν πλησίον σου μ’ αὐτό πού κάνεις; Δέν τόν ἀγαπᾶς,
γιατί μέ τήν προκλητική σου ἐμφάνιση τόν σπρώχνεις στήν ἁμαρτία.
Ἐρ. : Πάτερ,
ἀπό τίς δυσκολίες τῆς ζωῆς μας μαθαίνουμε καί προχωρᾶμε μπροστά. Ὅμως
βλέπουμε σέ κάποιους ὅτι ὅταν ἔρθει μιά δυσκολία, τό παίρνουν
διαφορετικά καί φεύγουν τελείως μακριά ἀπ’ τόν Θεό. Δηλαδή ὑπάρχουν
κάποιες κυρίες πού χάνουν τόν ἄνδρα τους καί δέν πατᾶνε στήν Ἐκκλησία ἤ
γίνεται σέ κάποιο παιδί ἕνα ἀτύχημα καί φεύγουν πιό μακριά. Τούς βλέπεις
καί τούς λυπᾶσαι. Πῶς μπορεῖς νά τούς βοηθήσεις;
Ἀπ. : Μόνο
ἄν προσευχηθεῖς καί παρακαλέσεις τόν Θεό νά τούς ἀνοίξει τήν ψυχή καί
θελήσουν κι αὐτοί νά βοηθήσουν τόν ἑαυτό τους. Διότι τό πρόβλημα εἶναι
ὅτι δέν θέλουν. Γιατί τό παθαίνουμε αὐτό, ξέρετε; Ἐνῶ ὁ Θεός δίνει ἕνα
φάρμακο, ὁ ἄλλος, ἀντί νά θεραπευτεῖ, ἀρρωσταίνει πιό πολύ. Γιατί δέν τό
παίρνει τό φάρμακο τοῦ Θεοῦ. Κάνει ἀκόμα μία ἁμαρτία δηλαδή. Ἔρχεται ὁ
γιατρός νά σέ κάνει καλά καί τόν κλωτσᾶς. Ἔτσι, χίλιες φορές θά μείνεις
ἀθεράπευτος, γιατί αὐτά εἶναι τά γιατρικά τοῦ Θεοῦ, ἕνας θάνατος, μιά
καταστροφή κ.λ.π. γιά νά συνέλθεις ἀπ’ τόν μεγάλο σου ἐγωισμό, τήν
μεγάλη σου ὑπερηφάνεια.
Ἐρ. : Ὑπάρχουν κάποια χωριά πάνω στήν Πίνδο, πού οἱ χῆρες δέν πηγαίνουν στήν Ἐκκλησία… καί ἐνῶ τίς παρακαλάει ὁ ἱερέας…
Ἀπ. : Μά
σᾶς εἶπα πιστεύουμε τίς παραδόσεις τοῦ κόσμου καί ὄχι τόν Θεό. Λέμε ὅτι
πιστεύουμε στόν Θεό, ἀλλά λέμε ψέματα. Πιστεύουμε αὐτά πού θά πεῖ ἡ
κυρα-Κατίνα, αὐτά πού θά πεῖ ὁ κοινωνικός περίγυρος καί ὄχι αὐτά πού
λέει ὁ Θεός. Πόσοι ἄνθρωποι κάνουν ξεματιάσματα; Πόσες φορές τό ἔχουμε
πεῖ; Καί ὅλο αὐτό ἀκούω. Καί μόνο ἄν τούς ρωτήσω, γιατί διαφορετικά οὔτε
τούς πάει τό μυαλό ὅτι εἶναι ἁμαρτία νά κάνεις ἤ νά δέχεσαι ξεμάτιασμα.
Ἀλλά, γιατί τά κάνουμε ὅλα αὐτά; Γιατί λένε: ὅλος ὁ κόσμος ἔτσι κάνει…
τώρα τί λένε οἱ παπᾶδες…
Ἤ νά πᾶμε στόν μάγο! Γιατί μᾶς ἔκαναν μάγια καί γιά νά λύσουμε τά
μάγια, ποῦ θά πᾶμε; Σέ ἕναν τέτοιο πάλι… Ποῦ τό βρῆκες αὐτό; «Μοῦ τό
εἶπε», λέει, «κάποια». Ἀφοῦ τῆς τό εἶπε κάποια εἶναι νόμος. Τί λέει ὁ
Θεός δέν τό ἐξετάζει. Γι’ αὐτό δέν ἔχουμε σωστά κριτήρια.
Ἐρ. : Πάτερ ὁ 69 ψαλμός εἶναι γιά πονοκεφάλους;
Ἀπ. : Ἄν σᾶς λένε γιά πονοκεφάλους, γιά ξεματιάσματα καί γιά μάγια, θά τούς στέλνετε κατευθείαν στόν Πνευματικό.
Ἐρ. : Στήν καθημερινότητα…
Ἀπ. : Κάθε
μέρα νά τούς στέλνεις στόν Πνευματικό… γιά νά τούς γίνει βίωμα. Γιατί
κατά βάθος ὁ ἄνθρωπος δέν θέλει νά ταπεινωθεῖ καί ψάχνει νά βρεῖ ἄλλους
τρόπους, ἀνθρώπινες παρηγοριές. Οὔτε νά τίς ἀκοῦτε νά ἐξομολογοῦνται σέ
σᾶς, νά τίς στέλνετε στόν Πνευματικό. «Μή μοῦ τά λές ἐμένα, πήγαινε νά
τά πεῖς στόν Πνευματικό». Ἔτσι θά βοηθηθοῦν. Ἄν θέλετε νά βοηθήσετε τούς
ἀνθρώπους, νά τούς στέλνετε γιά ἐξομολόγηση. Τό πιό ἀπαραίτητο πράγμα,
εἰδικά στίς μέρες μας, εἶναι οἱ ἄνθρωποι νά ἐξομολογοῦνται, γιατί ἔχει
τόσο πολύ περισσέψει τό κακό καί ἡ ἁμαρτία, πού κολυμπᾶμε μέσα στούς
δαίμονες. Στήν κυριολεξία κολυμπᾶμε μέσα στίς δαιμονικές ἐνέργειες. Ὄχι
πονοκεφάλους… ἀπορίας ἄξιο πῶς ὑπάρχουμε καί δέν μᾶς ἔχουν ρημάξει ἀκόμα
οἱ δαίμονες!
Ἐρ. : …………………….
Ἀπ. : Αὐτό πού τρέμει περισσότερο ἀπό ὅλα ὁ διάβολος εἶναι ἡ Θεία Κοινωνία καί ἡ ἐξομολόγηση. Αὐτά τά δύο πράγματα.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου