Ἀκούστε τήν ὁμιλία ἐδῶ:Ἡ
μορφή τοῦ Γέροντα 5, Ἅγιος Σιλουανός ὁ
Ἀθωνίτης.
Π.Σωφρονίου, 10ο Μέρος, Ὁμιλία στίς29-03-2015
Συνεχίζουμε,
μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ ἀπό τόν Ἅγιο
Σιλουανό, τό τρίτο κεφάλαιο: Ἡ μορφή
τοῦ Γέροντα.
«Γιά
πολλά χρόνια τό μεγάλο ραφεῖο τῆς
Μονῆς», ἐννοεῖ
τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος, τοῦ Ρωσικοῦ
Μοναστηριοῦ στό Ἅγιο Ὄρος,
«τό διηύθυνε ὁ πατήρ Διάδοχος». Σήμερα,
ἄν ζοῦσε, θά γιόρταζε κιόλας, εἶναι
τοῦ Ἁγίου Διαδόχου ἐπισκόπου Φωτικῆς.
«Μοναχός
ὑποδειγματικός σέ ὅλα, ἐπιμελής μέχρι
σχολαστικότητας, φιλακόλουθος,
μελετημένος, ἤρεμος, δίκαιος καί εὐγενής
στήν συμπεριφορά του, ἔχαιρε τήν ἐκτίμηση
ὅλων. Μιά φορά τήν ἡμέρα τῆς γιορτῆς
του -προφανῶς
σάν σήμερα-
«πῆγα νά τόν συγχαρῶ καί τόν βρῆκα
ἀνάμεσα στούς πνευματικούς του φίλους:
ἕναν γέροντα πνευματικό, τόν πατέρα
Τρόφιμο καί τόν Γέροντα Σιλουανό»1.
Γιά νά εἶναι
ἐκεῖ καί ὁ Ἅγιος Σιλουανός σημαίνει
ὅτι ὄντως ἦταν σπουδαῖος μοναχός.
«Ὁ
πνευματικός διηγήθηκε κάτι, πού διάβασε
στήν ἐφημερίδα καί γυρνώντας στόν
Γέροντα Σιλουανό τόν ρώτησε:
-
Ἐσεῖς, Πάτερ Σιλουανέ, τί γνώμη ἔχετε
γιά αὐτό;
-
Δέν μ’ ἀρέσει, Ἅγιε Πνευματικέ, νά
διαβάζω ἐφημερίδες καί νά μαθαίνω τά
νέα τους, ἀποκρίθηκε αὐτός.
-
Γιατί;
-
Γιατί τά γραφόμενα στίς ἐφημερίδες
συγχίζουν τόν νοῦ καί δυσκολεύουν τήν
καθαρή προσευχή»2.
Βλέπουμε
πῶς ὁ Ἅγιος ἦταν προσανατολισμένος
στόν Θεό πού εἶναι ὁ στόχος μας - πρέπει
νά εἶναι - καί κάνει τό πᾶν γιά νά
ἐξασφαλίσει συνθῆκες κατάλληλες, ὥστε
νά μπορεῖ νά προσεύχεται. Γιατί, τελικά,
αὐτός εἶναι ὁ σκοπός τοῦ ἀνθρώπου,
νά ἑνωθεῖ μέ τόν Θεό καί αὐτό δέν
γίνεται μέ ἄλλο τρόπο παρά μένοντας
στήν προσευχή. Βλέπουμε ἀπό ὅλους τούς
Ἁγίους, καί τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τούς
Προφῆτες καί ὅλους τούς δικαίους καί
στήν Καινή Διαθήκη καί στό ὄρος Θαβώρ
καί στήν Πεντηκοστή, ὁ Θεός φανερώνεται
ἐν ὥρα προσευχῆς, ὅταν ὁ ἄνθρωπος
προσεύχεται.
Καί σέ ὅλους τούς βίους τῶν Ἁγίων βλέπουμε πώς εἶχαν ἐμπειρίες τοῦ Θεοῦ καί ἐμπειρίες θεώσεως καί θεοπτίας, ὅταν ἦταν προσευχόμενοι. Ὅσο πιό τέλεια καί καθαρά προσεύχεται κανείς, τόσο εὐαρεστεῖ στόν Θεό. Δέν ὑπάρχει, λένε οἱ Ἅγιοι, πιό εὐάρεστο ἔργο στόν Θεό, πού μπορεῖ νά κάνει ὁ ἄνθρωπος, ἀπό τήν καθαρά προσευχή. Ὄχι ἁπλῶς πῆγα στήν ἐκκλησία ἀλλά ὁ νοῦς μου εἶναι ἀλλοῦ… εἶναι στό κινητό πού θά χτυπήσει.. εἶναι στό παιδί πού μιλάει ἤ δέν ξέρω τί ἄλλο..
Καί σέ ὅλους τούς βίους τῶν Ἁγίων βλέπουμε πώς εἶχαν ἐμπειρίες τοῦ Θεοῦ καί ἐμπειρίες θεώσεως καί θεοπτίας, ὅταν ἦταν προσευχόμενοι. Ὅσο πιό τέλεια καί καθαρά προσεύχεται κανείς, τόσο εὐαρεστεῖ στόν Θεό. Δέν ὑπάρχει, λένε οἱ Ἅγιοι, πιό εὐάρεστο ἔργο στόν Θεό, πού μπορεῖ νά κάνει ὁ ἄνθρωπος, ἀπό τήν καθαρά προσευχή. Ὄχι ἁπλῶς πῆγα στήν ἐκκλησία ἀλλά ὁ νοῦς μου εἶναι ἀλλοῦ… εἶναι στό κινητό πού θά χτυπήσει.. εἶναι στό παιδί πού μιλάει ἤ δέν ξέρω τί ἄλλο..
Μερικοί
προσπαθοῦν κάπως νά μαζευτοῦνε, δέν
ξέρω γιά ποιό λόγο τό κάνουνε, ψιθυρίζουνε
κιόλας τά ψαλλόμενα καί δυσκολεύουνε
καί τούς ἄλλους. Λοιπόν, αὐτό δείχνει
ὅτι δέν ἔχουμε βρεῖ τόν Θεό πραγματικά,
δηλαδή τήν καθαρή προσευχή, ἡ ὁποία
εἶναι ἐσωτερική καρδιακή προσευχή
καί, ὅταν κανείς τήν καταφέρει, κλείνει
μέσα της μιά πάρα πολύ μεγάλη μακαριότητα.
Τότε καταλαβαίνει ὅτι πράγματι εἶναι
ἔτσι, ὅπως πρέπει νά εἶναι. Γιατί ὁ
ἄνθρωπος ἔτσι πλάστηκε γιά νά εἶναι,
ὡς «νοῦς ὁρῶν τόν Θεόν», νοῦς δηλαδή
πού βλέπει τόν Θεό, ἐπειδή ὁ ἄνθρωπος
κυρίως εἶναι νοῦς, δέν εἶναι τό σῶμα.
Τό σῶμα εἶναι ἁπλῶς τό περίβλημα, τό
ὁποῖο θά τό ἀφήσουμε κάποια στιγμή,
γιά νά τό ξαναπάρουμε στήν Δευτέρα
Παρουσία ἄφθαρτο. Ἀλλά ἐκεῖνο πού
εἶναι κυρίως ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὁ νοῦς,
εἶναι τό κατ’ εἰκόνα, ἡ εἰκόνα τοῦ
Θεοῦ πού εἶναι τό νοερό καί τό αὐτεξούσιο.
Ὅταν λοιπόν ὁ ἄνθρωπος ἔχει καθαρό
τόν νοῦ του, δηλαδή ὄχι σκοτισμένο,
δηλαδή ὄχι ἀποπροσανατολισμένο, ἀλλά
τόν ἔχει προσανατολισμένο ἐκεῖ πού
πρέπει νά εἶναι προσανατολισμένος,
δηλαδή στόν Θεό, τότε λειτουργεῖ σωστά
καί τότε καταλαβαίνει ὅτι εἶναι αὐτός
πού πρέπει νά εἶναι, ὅτι ἔχει ἀρχίσει
νά γίνεται ἄνθρωπος μέ τήν κυριολεκτική
σημασία τοῦ ὅρου. Γιατί τί θά πεῖ
ἄνθρωπος; Αὐτός πού θρώσκει ἄνω, πού
κοιτάει πρός τά πάνω, δηλαδή πρός τόν
Θεό.
Ὁπότε
βλέπετε ἐδῶ ἀμέσως τήν ἀντίρρηση τοῦ
Ἁγίου. Δέν ἔχει μέσα ἐγωισμό οὔτε
θέλει νά κάνει τόν ἔξυπνο, ἀλλά λέει
μιά πολύ μεγάλη ἀλήθεια. Ὅταν διαβάζεις
ἐφημερίδες ὁ νοῦς σου τί κάνει;
Ἀποπροσανατολίζεται, σκοτίζεται ὅπως
λένε οἱ Πατέρες. Καί ὁ σκοτισμός τοῦ
νοῦ εἶναι ἀκριβῶς τό νά μή βλέπει ὁ
νοῦς τόν Θεό. Ὅπως ἕνας καθρέφτης, πότε
εἶναι φωτεινός; Ὅταν εἶναι στραμμένος
πρός τόν ἥλιο. Ὅταν στραφεῖ πρός τή
γῆ, σκτοτίζεται, χάνει τό φῶς του, τό
ὁποῖο εἶναι ἐξ ἀντανακλάσεως βέβαια.
Ἔτσι καί ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι
ἕνα κάτοπτρο τό ὁποῖο εἶναι φωτεινό
ὅταν βλέπει πρός τόν Θεό. Ὅταν κοιτάει
πρός τή γῆ, σκοτίζεται. Γι’ αὐτό μᾶς
λένε οἱ Πατέρες ὅτι ἐσκοτίσθη ὁ νοῦς
τοῦ Ἀδάμ ὅταν ἁμάρτησε. Γιατί ἐσκοτίσθη
ὁ νοῦς
τοῦ Ἀδάμ; Διότι, ἐνῶ μέχρι τότε ἔβλεπε
πρός τόν Θεό, πρός τό Φῶς, τόν Ἥλιο τῆς
δικαιοσύνης, μετά κοίταξε πρός τά
κτίσματα, πρός τόν καρπό, στήν ἀρχή ἡ
Εὔα καί μετά ὁ Ἀδάμ μέ τήν ὑποκίνησή
της καί ἑπομένως, ἔχασε τόν προσανατολισμό
του, ἔχασε τό φῶς του. Ἔτσι καί σήμερα
οἱ ἄνθρωποι ὅλοι εἶναι σκοτισμένοι.
Γιατί εἶναι σκοτισμένοι; Διότι δέν
βλέπουν στόν Θεό, δέν προσεύχονται, ἀλλά
βλέπουν πρός τά ὑλικά πράγματα καί
θέτουν ὡς σκοπό τῆς ζωῆς τους τό νά
ἀποκτήσουν πράγματα - ὁ κύριος σκοπός
- νά ἀποκτήσουν ὑλικά ἀγαθά ἤ νά ἔχουν
καί κάποια ἀναγνώριση ἀπό τόν κόσμο,
μιά δόξα τοῦ κόσμου, μάταιη ὅπως ξέρουμε.
Ὅταν
ὁ ἄνθρωπος ἀντί νά βλέπει στόν Θεό,
θέλει νά μαθαίνει τά «νέα», τά ὁποῖα
δέν εἶναι νέα.. οὐσιαστικά τό μόνο νέο
καί «τό
πάντων καινόν καινότατον», εἶναι ὅτι
ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος. Αὐτό τό νέο
πρέπει νά μάθει ὁ κάθε ἄνθρωπος, ὅτι
ὁ Θεός ἐνανθρώπησε, γιά νά γίνω ἐγώ καί
ὁ καθένας θεός. Αὐτό εἶναι τό ἀληθινό
νεό. Ὅλα τά ἄλλα εἶναι μάταια καί, ὅπως
ἔλεγε κάποιος φιλόσοφος, «αὐτά πού
γράφουν σήμερα δέν ἰσχύουν αὔριο».
Σήμερα μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι κι αὐτά
πού γράφουν σήμερα δέν ἰσχύουν. Ἁπλῶς
μᾶς λένε αὐτά πού θέλουν νά μᾶς ποῦνε,
γιά νά μᾶς κάνουν τή λεγόμενη πλύση
ἐγκεφάλου ἤ διαμόρφωση κοινῆς γνώμης,
πού ξέρουμε ὅτι κάνουν τά Μ.Μ.Ε. Ἄν μή τί
ἄλλο πάντως, ὅταν ὁ ἄνθρωπος διαβάζει
ἐφημερίδα δέν βλέπει στόν Θεό, δέν
προσεύχεται.
Ὁπότε,
λέει ὁ Ἅγιος, γι’ αὐτό δέν διαβάζω,
γιατί συγχύζεται ὁ νοῦς. Συγχύζεται
αὐτό σημαίνει ἀποπροσανατολίζεται,
φεύγει ἀπό τόν Θεό καί βλέπει στά
κτίσματα. Γιατί, τί θά σοῦ ποῦνε οἱ
ἐφημερίδες; Δέν θά σοῦ ποῦνε, πῶς νά
μάθεις νά εἶσαι ταπεινός, πῶς νά μάθεις
νά προσεύχεσαι ἤ πῶς θά μάθεις ν’
ἀγαπᾶς σωστά, ἔτσι; Θά σοῦ ποῦνε, ὁ
τάδε σκότωσε τόν τάδε καί ὅλα αὐτά τά
φοβερά καί ἀποτρόπαια πράγματα, τά
ὁποῖα εἶναι ὅλα θλιβερά, σοκαριστικά
καί δημιουργοῦν ἄγχος, ἀγωνία καί μία
λύπη καί μία κατάθλιψη τελικά, γιατί ὁ
ἄνθρωπος κλείνεται πλέον, αὐτοφυλακίζεται
στόν κόσμο καί στόν ἑαυτό του καί δέν
ἔχει μία παρηγοριά καί μία διέξοδο.
Γιατί ἡ ἔξοδος εἶναι πράγματι τό νά
προσευχηθεῖ ὁ ἄνθρωπος, νά δεῖ πρός
τόν Θεό καί τά διάφορα Μ.Μ.Ε. - πού ὑπάρχουν
σήμερα πάρα πολλά - δέν σέ ἀφήνουν νά
τό κάνεις αὐτό.
«Παράξενο,
λέει ὁ πνευματικός» πού
εἶχε διαβάσει τήν ἐφημερίδα. Γιατί τό
λές αὐτό δηλαδή ὅτι συγχύζεις τόν νοῦ
σου; «Γιά μένα,
ἀντιθέτως, οἱ ἐφημερίδες συντελοῦν
στήν προσευχή». Κοιτάξτε
τώρα ἕνα ἐπιχείρημα εὔλογο. «Ζοῦμε
ἐδῶ στήν ἔρημο», στό
Ἅγιο Ὄρος δηλαδή,
«δέν βλέπουμε τίποτε καί ἔτσι ἡ ψυχή
λησμονεῖ σιγά-σιγά τόν κόσμο, κλείνεται
στόν ἑαυτό της καί ἔτσι ἐξασθενεῖ ἡ
προσευχή … Ἐγώ, ὅταν διαβάζω ἐφημερίδα,
βλέπω πῶς ζεῖ ὁ κόσμος, πῶς πάσχουν
οἱ ἄνθρωποι καί ἀπό αὐτό μοῦ ἔρχεται
ὁ πόθος νά προσευχηθῶ. Τότε, εἴτε
λειτουργῶ εἴτε προσεύχομαι στό κελλί
μου, παρακαλῶ μέ ὅλη μου τήν ψυχή τόν
Θεό γιά τούς ἀνθρώπους καί τόν κόσμο».
Καί τοῦ ἀπαντάει
ὁ Ἅγιος Σιλουανός:
«-
Ἡ ψυχή, πού προσεύχεται γιά τόν κόσμο
ξέρει καί χωρίς τίς ἐφημερίδες, πολύ
καλά πῶς θλίβεται ὅλη ἡ γῆ, ξέρει ποιές
ἀνάγκες ἔχουν οἱ ἄνθρωποι καί τούς
λυπᾶται»3.
Κοιτάξτε
μία ἄλλη ὁδό γνώσεως, πού εἶναι πολύ
πιό ἀσφαλής καί πολύ πιό ὀρθή ἀπό τήν
γνώση τήν ἐγκεφαλική, τήν γνώση πού
ἔρχεται μέσα ἀπό τίς αἰσθήσεις, τί θά
διαβάσουμε, τί θά ἀκούσουμε, τί θά μᾶς
ποῦνε οἱ ἄλλοι - εἶναι κι αὐτό μιά
γνώση. Αὐτή ἡ γνώση, ὅμως, εἶναι σωστή;
Πολλές φορές δέν εἶναι σωστή. Εἶναι
ψευδεῖς γνώσεις καί ὁπωσδήποτε εἶναι
μία γνώσις, ἡ ὁποία σέ ἀποπροσανατολίζει,
δηλαδή ἀπορροφᾶ τόν νοῦ σου καί τόν
στρέφει πρός τά κτίσματα καί πρός τά
γεγονότα καί ὄχι ἀληθινά πρός τόν Θεό,
ὅπου πρέπει νά εἶναι στραμμένος ὁ
νοῦς.
Ἐνῶ
τοῦ λέει ὁ Ἅγιος Σιλουανός μιά ἄλλη
ὁδό γνώσεως. Ποιά εἶναι αὐτή; Ἡ προσευχή.
Ἡ προσευχή, λέει, καθαρίζει τόν νοῦ καί
ὁ νοῦς ἔχει ἄλλα μάτια, ὄχι τά μάτια
τά σαρκικά, τά ὁποῖα τροφοδοτοῦν τήν
διάνοια, τόν ἐγκέφαλο καί ὄχι τήν
καρδιά. Βέβαια μετά αὐτά πᾶνε καί στήν
καρδιά ἀπό τόν ἐγκέφαλο, ἄν δέν προσέξει
ὁ ἄνθρωπος καί σκοτίζεται καί ἡ καρδιά.
Ἀλλά ὑπάρχουν τά μάτια τῆς καρδιᾶς,
τά μάτια τῆς ψυχῆς, τά ὁποῖα ὅταν
καθαριστοῦν, ὅταν λειτουργήσουν σωστά,
διά τῆς προσευχῆς καί διά ὅλης τῆς
ἀσκητικῆς καί τῆς μυστηριακῆς ζωῆς,
ὁ ἄνθρωπος πλέον γνωρίζει ἀληθινά,
γιατί γνωρίζει διά τοῦ Θεοῦ, ἐν τῷ
θεῷ, τά γεγονότα, τά πρόσωπα καί τά
πράγματα καί ἐμβαθύνει πραγματικά στήν
ψυχική κατάσταση τοῦ ἄλλου, στόν πόνο
τοῦ ἄλλου. Πῶς μπορεῖς νά νιώσεις τόν
ἄλλον πραγματικά, ἄν δέν τόν ἀγαπήσεις;
Καί πῶς θά τόν ἀγαπήσεις, ἄν δέν
προσεύχεσαι; Αὐτό λέει ἐδῶ ὁ Ἅγιος
λοιπόν. Θέλεις νά γνωρίσεις πραγματικά
τόν πόνο τοῦ ἄλλου; Δέν θά τόν μάθεις
ἀπό τίς ἐφημερίδες τόν πόνο τοῦ ἄλλου.
Θά τόν μάθεις, ἄν τόν ἀγαπήσεις. Γι’
αὐτό λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος «κατανοῶμεν
ἀλλήλους εἰς παροξυσμόν ἀγάπης»4.
Πότε καταλαβαίνουμε τόν ἄλλον καί τόν
πόνο τοῦ ἄλλου; Ὅταν ὄχι ἁπλῶς τόν
ἀγαπήσουμε λέει, ἀλλά ἔχουμε παροξυσμό
ἀγάπης, δηλαδή τρελαθοῦμε ἀπό ἀγάπη
γιά τόν ἄλλον καί φυσικά τότε θά
προσευχόμαστε θερμά στόν Θεό γι΄ αὐτόν,
τότε γνωρίζουμε τήν ψυχή τοῦ ἄλλου καί
τό δράμα τοῦ ἄλλου πραγματικά. Ἀλλιῶς
μένουμε σέ κάτι ἐπιφανειακό καί μετά
ἀπό λίγο τό ξεχνᾶμε.
Νά,
λοιπόν, ἡ ἄλλη ὁδός γνώσεως, διά τῆς
καρδίας, διά τοῦ νοός. Καί αὐτός ὁ νοῦς,
λοιπόν, εἶναι ὁ νοῦς ὁ διορατικός. Ὄχι
μόνο βλέπει τό φῶς τοῦ Θεοῦ, ἀλλά διά
τοῦ φωτός τοῦ Θεοῦ μετά βλέπει καί τόν
ἑαυτό του καί ὅλα τά κτίσματα καί τούς
ἀνθρώπους, στό βάθος πού τοῦ ἐπιτρέπει
ὁ Θεός, στό βάθος πού καθάρισε τόν νοῦ
του. Γνωρίζει τά πάντα μετά ὁ καθαρός
νοῦς. Γιατί ἔτσι ἔχει φτιάξει ὁ Θεός
τόν ἄνθρωπο, νά εἶναι κυρίαρχος σ’ ὅλη
τήν κτίση. Νά εἶναι βασιλέας τῆς κτίσεως
καί βασιλέας σημαίνει ἀκριβῶς κυβερνήτης
καί φυσικά γνώστης τῶν γεγονότων καί
τῶν καταστάσεων τῆς κτίσεως.
Ἡ
ψυχή, λοιπόν, πού προσεύχεται γιά τόν
κόσμο, ξέρει καί χωρίς ἐφημερίδες πώς
θλίβεται ὅλη ἡ γῆ. Ξέρει
ποιές ἀνάγκες ἔχουν οἱ ἄνθρωποι καί
τούς λυπᾶται καί βλέπει πράγματι καί
ἑστιάζει στίς ἀληθινές, στίς καίριες,
στίς πολύ σπουδαῖες καί μεγάλες ἀνάγκες
πού ἔχει ὁ ἄνθρωπος. Ἐνῶ ἕνας ἄνθρωπος,
πού βλέπει ἐπιφανειακά τά πράγματα,
θλίβεται, γιατί κάποιοι ἄνθρωποι δέν
ἔχουν ἐνδεχομένως τά ἀναγκαῖα,
στεροῦνται τροφή, πεινᾶνε.. ὄχι ὅτι ὁ
ἄνθρωπος δέν θλίβεται καί γιά αὐτό,
ἀλλά θλίβεται ἀπείρως περισσότερο
βλέποντας τήν φτώχεια τήν πνευματική
πού ὑπάρχει, τήν ἁμαρτωλότητα καί τήν
ἀμετανοησία πού ὑπάρχει στούς ἀνθρώπους.
Αὐτό εἶναι τό μεγαλύτερο δράμα τῆς
ἀνθρωπότητας, τό ὅτι δέν ὑπάρχει
μετάνοια, δέν ὑπάρχει ταπείνωση, δέν
ὑπάρχει κῆδος, δηλαδή φροντίδα γιά τήν
σωτηρία. Ὅπως ἔλεγε ὁ π. Σωφρόνιος,
ὅλοι οἱ ἄνθρωποι σήμερα εἶναι σέ
κατάσταση ἀκηδίας, δηλαδή ἀφροντισιᾶς
γιά τήν σωτηρία τους. Ἕνας ἄνθρωπος
τοῦ Θεοῦ βλέποντας αὐτό τό πράγμα
θλίβεται πάρα πολύ, γιατί οἱ ἄνθρωποι
ἔχουνε πλέον γίνει σάρκες καί οὔτε κἄν
σκέφτονται τήν ἄλλη ζωή καί νομίζουν
ὅτι ὅλα τελειώνουν μέ τόν θάνατο.
Ρωτάει τώρα ὁ πνευματικός:
«-
Πῶς μπορεῖ μόνη της ἡ ψυχή νά ξέρει τί
γίνεται στόν κόσμο;»5.
Αὐτό κρύβει
κάτι, ὅτι ὁ πνευματικός ἔχει ἄγνοια
αὐτοῦ τοῦ τρόπου γνώσεως, διά τῆς
διοράσεως, διά τοῦ καθαροῦ νοός, διά
τῆς προσευχῆς τῆς καθαρᾶς. Καί τοῦ
ἀπαντάει ὁ Ἅγιος Σιλουανός:
«-
Οἱ ἐφημερίδες δέν γράφουν γιά τούς
ἀνθρώπους ἀλλά γιά τά γεγονότα καί
πολλές φορές ὄχι τήν ἀλήθεια». Σίγουρα
ἔτσι εἶναι.
«Ὁδηγοῦν στήν σύγχυση τόν νοῦ καί ἀπ’
αὐτές δέν μαθαίνεις τήν ἀλήθεια. Ἡ
προσευχή ὅμως καθαρίζει τόν νοῦ καί
διακρίνει καλύτερα τά πάντα.
-
Δυσκολεύομαι νά καταλάβω τί θέλετε νά
πεῖτε, ἀπαντάει ὁ πνευματικός.
Ὅλοι
περιμένουν τώρα νά ἀπαντήσει ὁ Ἅγιος
Σιλουανός. Αὐτός ὅμως ἔσκυψε τό κεφάλι
καί καθόταν σιωπηλός, χωρίς νά ἐπιτρέψει
στόν ἑαυτό του νά ἐξηγήσει μπροστά σέ
πνευματικό καί γέρους μοναχούς πῶς ἡ
ψυχή πού ἀπομακρύνθηκε ἀπό ὅλα μπορεῖ
μέ τήν προσευχή της γιά ὅλο τόν κόσμο,
μέ τή βοήθεια τοῦ Πνεύματος -τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος-
νά ξέρει τήν ζωή τοῦ κόσμου καί τίς
ἀνάγκες καί τόν πόνο τῶν ἀνθρώπων»6.
Συστέλλεται
καί ἀπό μία ἐντροπή θά λέγαμε, καλή
ἐντροπή, ἀπό ἕναν σεβασμό, ἀπό μία
εὐλάβεια στά ἄσπρα μαλλιά πού ἔχει
μπροστά του, στούς Γέροντες καί στόν
πνευματικό. Πού αὐτός ἕνας ἁπλός
μοναχός τά γνωρίζει κι αὐτοί δέν τά
γνωρίζουν... γιατί αὐτό φανερώνουν μ’
αὐτά πού λένε.
«Ἐνῶ
ἀξιώθηκε γνώση, πού λίγοι σέ κάθε γενιά
ἀξιώνονται, ἦταν σάν νά συστελλόταν
στίς συζητήσεις καί δέν προχωροῦσε
πέρα ἀπό τόν ὑπαινιγμό. Γι’ αὐτό συχνά
ἔμεναν κρυμμένες ἀπό τόν συνομιλητή
ἡ μεγάλη του σοφία καί ἡ ἐντελῶς
ξεχωριστή πείρα του. Συνήθως, ὅταν ἔβλεπε
ὁ Γέροντας, ὅτι δέν ἔγιναν κατανοητά
τά πρῶτα του λόγια, δέν ἤλπιζε πώς θά
μποροῦσε πιά νά κάνει μέ διασαφήσεις
κατανοητό κάτι πού γνωρίζεται προπαντός
μέ τήν πείρα»7.
Ὁ Θεός καί τά
τοῦ Θεοῦ δέν γνωρίζονται ἐγκεφαλικά.
Τά μυστήρια τοῦ Θεοῦ δέν γνωρίζονται
ἐγκεφαλικά ἀλλά μόνο διά τῆς πείρας.
Γι’ αὐτό ὁ Ἅγιος καταλάβαινε ὅτι, ὅσες
ἐξηγήσεις καί νά ἔδινε, δέν θά μποροῦσαν
νά μποῦνε στό βάθος αὐτῶν πού ἤθελε
νά τούς πεῖ, ὁπότε σιωποῦσε. Ἔμενε καί
ὁ ἴδιος στήν ἀσφάλεια τῆς ταπείνωσης
καί κατά κάποιο τρόπο καί τούς ἄλλους
δέν τούς ἔφερνε σέ δύσκολη θέση.
«Καί
ἡ πνευματική του σωφροσύνη τόν ἔκανε
νά μήν ἀποφασίζει νά ἀποκαλύψει τή
δική του πείρα. Ἔτσι παρέμεινε κατά τήν
ζωή του «ἀφανής». Χωρίς ἀμφιβολία αὐτό
ἦταν ὄχι μόνο τό θέλημα τοῦ Θεοῦ γιά
αὐτόν, ἀλλά καί ἡ δική του ἐπιθυμία,
πού τήν ἀποδέχτηκε καί τήν ἐκπλήρωσε
ὁ Θεός κρύβοντάς τον ἀκόμη καί ἀπό
τούς Πατέρες τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ὄχι ὅμως
μέχρι τέλους. Μερικοί, μοναχοί καί μή,
ἄνθρωποι πού ἐπισκέφθηκαν τόν Ἄθωνα
ἤ ἀλληλογραφοῦσαν μέ τόν Γέροντα, τόν
ἐκτίμησαν καί τόν ἀγάπησαν βαθιά,
ἀνάμεσά τους ἐπίσκοποι καί ἱερεῖς μέ
ἀνώτερη θεολογική μόρφωση καί εὐσεβεῖς
κοσμικοί.
Θυμόμαστε
τό ἑξῆς γεγονός: στή Μονή φιλοξενήθηκε
γιά πολύ καιρό ἕνας ξένος ὀρθόδοξος,
στόν ὁποῖο ἡ συνάντηση μέ τόν Γέροντα
προκάλεσε βαθιά ἐντύπωση. Ἀγάπησε τόν
Γέροντα καί πήγαινε συχνά νά τόν ἀκούσει.
Αὐτό τό ἔμαθαν οἱ μοναχοί. Μιά μέρα
τόν συνάντησε στούς διαδρόμους τῆς
Μονῆς ὁ Ἱερομόναχος Ν., ἀπό τά πιό
γνωστά μέλη τοῦ ἡγουμενοσυμβουλίου
καί τοῦ εἶπε: - Δέν ξέρω, γιατί ἐσεῖς,
ἕνας πολυμαθής θεολόγος, πηγαίνετε
στόν Πατέρα Σιλουανό, ἕναν ἀγράμματο
χωρικό. Δέν ὑπάρχει τάχα ἄλλος εὐφυέστερος
ἀπό αὐτόν;»8.
Βλέπετε
κι ἐδῶ τόν ἐγκλωβισμό στή διάνοια,
στήν ἐξυπνάδα τήν ἐγκεφαλική. Γιατί
οἱ ἄνθρωποι, δυστυχῶς, ὅσοι εἶναι
ἀφώτιστοι -ἄς εἶναι καί μοναχοί-
λειτουργοῦν μέ τή διάνοια, μέ τόν
ἐγκέφαλο, μέ τή λογική καί νομίζουν ὅτι
ὅσο πιό διαβασμένος εἶναι κανείς, ὅσο
πιό εὐφυής εἶναι, τόσο πιό σωστή γνώση
θά ἔχει γιά τά πράγματα καί γιά τόν Θεό.
Ἀλλά δέν εἶναι ἔτσι. Ἡ ὁδός γιά τόν
Θεό, ἡ ὁδός τῆς θεογνωσίας δέν γίνεται
διά τοῦ ἐγκεφάλου, διά τῆς ἐξυπνάδας,
διά τῆς εὐφυΐας, ἀλλά διά τῆς καθαρᾶς
καρδίας. Γι’ αὐτό ὁ Κύριος εἶπε
«Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ»9.
Δέν εἶπε μακάριοι οἱ εὐφυεῖς, γιατί
αὐτοί θά γνωρίσουν τόν Θεό, ἀλλά μακάριοι
οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ καί αὐτοί μπορεῖ
νά μήν εἶναι καί καθόλου εὐφυεῖς, νά
εἶναι καί βλάκες γιά τόν κόσμο – συγγνώμη
γιά τήν λέξη, δηλαδή ἀνόητοι, νά μήν
ἔχουνε ὑψηλό IQ.
Τόν
ρώτησε αὐτό τό πράγμα καί τί τοῦ
ἀπαντάει;
«-
Γιά νά καταλάβει κανείς τόν Γέροντα
Σιλουανό, πρέπει νά εἶναι «πολυμαθής»,
ἀπάντησε ὁ φιλοξενούμενος μέ πόνο
ψυχῆς»10
καί προφανῶς
ἐννοοῦσε ὄχι νά εἶναι πολυμαθής
ἐγκεφαλικά, γιατί ὁ ἴδιος ἦταν
μορφωμένος, ἀλλά ἐννοοῦσε νά ἔχει
ἐμπειρία τοῦ ἀκτίστου, ἐμπειρία τοῦ
Θεοῦ. Τότε πραγματικά γνωρίζεις τόν
Θεό καί τότε γνωρίζεις καί τούς ἀνθρώπους
τοῦ Θεοῦ καί γιατί λειτουργοῦν ἔτσι
καί ὅτι αὐτή εἶναι ἡ ἀσφαλής ὁδός
γιά τήν γνώση καί τή Θεογνωσία καί τήν
γνώση τῶν ὄντων. Γιατί ὁ ἄνθρωπος τοῦ
Θεοῦ, ὁ Ἅγιος δηλαδή, γνωρίζει καί τά
ὄντα διά τοῦ Θεοῦ πολύ-πολύ βαθιά, ὅσο
δέν τά γνωρίζουνε οἱ ἐπιστήμονες.
Βλέπουμε στόν Ἅγιο Πορφύριο, ἄς ποῦμε,
τί βαθιά ἐπιστημονική γνώση ἔχει,
ἰατρικές γνώσεις, γνώσεις διαστημικές,
χημικές. Ὅπου νά ἀνοίξει κανείς, τά
βιβλία περιγράφουν θαυμαστές συζητήσεις
μέ ὑψηλούς καί κορυφαίους ἐπιστήμονες,
οἱ ὁποῖοι ἔμεναν ἔκθαμβοι πού γνώριζε
ὅλα αὐτά πού γνώριζε. Κι ὅλα αὐτά,
βεβαίως, δέν ἦταν μόνο καρπός μελετῶν,
γιατί διάβαζε κιόλας, ρωτοῦσε… ἀλλά
ἤτανε καί ἀποτέλεσμα τῆς καθαρότητας
τοῦ νοός του καί τῆς προσευχῆς του.
Εἶναι
γνωστό ἕνα περιστατικό μ’ ἕνα
διαστημόπλοιο, τό ὁποῖο εἶχε χάσει
τήν ἐπαφή του μέ τή βάση. Οἱ Ἀμερικάνοι,
δηλαδή, εἶχαν χάσει τήν ἐπαφή καί τό
διαστημόπλοιο πήγαινε στό διάστημα
ἀκυβέρνητο, μόνο του. Θά χανόταν δηλαδή.
Καί μαζεύτηκαν ἐπιστήμονες ἀπό ὅλο
τόν κόσμο καί ἀπό τήν Ἑλλάδα καί ἔκαναν
παγκόσμιο Συνέδριο. Ὁ διαστημικός
Ἕλληνας ἐπιστήμονας ἤτανε πνευματικό
παιδί τοῦ Γέροντα Πορφυρίου καί σκέφτηκε
νά περάσει ἀπό τόν Γέροντα νά πάρει μιά
εὐχή πρίν πάει στό Συνέδριο. Πῆγε λοιπόν
στόν Γέροντα καί τοῦ λέει, πάω στήν
Ἀμερική, ἔχει γίνει αὐτό τό πράγμα καί
θά ψάξουμε νά δοῦμε τί συμβαίνει. Καί
λέει ὁ Ἅγιος, κάτσε νά δοῦμε τί συμβαίνει…
Καί τοῦ εἶπε, νά αὐτό συμβαίνει, ἐκεῖ
εἶναι ἡ βλάβη στό διαστημόπλοιο. Ἀλλά
θά πᾶς στό Συνέδριο καί δέν θά τούς πεῖς
τίποτα. Θά τούς ἀφήσεις ὅλους νά
μιλήσουνε καί στό τέλος θά πεῖς αὐτό
πού σοῦ εἶπα. Πράγματι, ἐκεῖ ἦταν τό
πρόβλημα καί μείνανε ὅλοι ἔκθαμβοι.
Λύθηκε τό πρόβλημα καί σώθηκε καί τό
διαστημόπλοιο. Βλέπουμε, ἀκριβῶς, τί
σημαίνει Ἅγιος! Γνωρίζει ἐν Χριστῷ τά
πάντα! Ὅσα βεβαίως ὁ Θεός τοῦ ἀποκαλύπτει
κι ἄν πρέπει νά τοῦ ἀποκαλύψει γιά τό
συμφέρον τῶν ἄλλων κυρίως, ἀλλά καί
τό δικό του.
«Ὁ
ἴδιος Ἱερομόναχος Ν., πού ἐξακολουθοῦσε
νά μήν ἐννοεῖ, γιατί διανοούμενοι
ἄνθρωποι ἐπισκέπτονται καί σέβονται
τόν Γέροντα Σιλουανό, κουβεντιάζοντας
μέ τόν Πατέρα Μεθόδιο, πού διηύθυνε γιά
πολλά χρόνια τό βιβλιοπωλεῖο τῆς Μονῆς,
παρετήρησε..». Κι
αὐτός θά ἦταν ἄνθρωπος τοῦ βιβλίου,
τῶν γνώσεων. «-
Ἀπορῶ γιατί πηγαίνουν σ’ αὐτόν; Αὐτός
ὑποθέτω δέν διαβάζει τίποτε». Ἀπάντηση:
«- Δέν διαβάζει
τίποτε, ἀλλά τά κάνει ὅλα. Ἐνῶ ἄλλοι
πολλά διαβάζουν, ἀλλά δέν κάνουν τίποτε,
ἀπάντησε ὁ Πατήρ Μεθόδιος»11.
Αὐτό εἶναι
βέβαια πάρα πολύ σωστό καί τό λέει καί
ἡ Ἁγία Γραφή, ὅτι «ἔχομεν μόρφωσιν
εὐσεβείας, τήν δέ δύναμιν αὐτῆς
ἠρνημένοι»12.
Γνωρίζουμε ἐγκεφαλικά πολλά πράγματα,
διαβάζουμε πατερικά βιβλία, καί στήν
ἐποχή μας πού ὑπάρχει ἀφθονία ἐκδόσεων
καί εἶναι μιά εὐλογία αὐτό βεβαίως,
ἀλλά ἔχουμε ἀρνηθεῖ τήν δύναμη τῆς
εὐσεβείας. Δέν βιώνουμε δηλαδή αὐτά
πού διαβάζουμε, γιατί δέν μπαίνουμε στόν
κόπο νά ζήσουμε μέ τόν τρόπο ζωῆς πού
ἔζησαν οἱ Ἅγιοι καί μᾶς γνώρισαν ὅλα
αὐτά μέσα ἀπό τά βιβλία. Οἱ Ἅγιοι
κάνανε πράξη, γιά νά φτάσουν στή θεωρία.
Ἐμεῖς πᾶμε ἀνάποδα, προσπαθοῦμε νά
πᾶμε στή θεωρία χωρίς πράξη. Αὐτό πού
λέγαμε καί στό κήρυγμα, νά πᾶμε στήν
Ἀνάσταση χωρίς Σταυρό, νά συναντήσουμε
καί νά ἑνωθοῦμε μέ τόν Θεό, χωρίς
προηγουμένως νά περάσουμε τό μαρτύριο
τοῦ σταυροῦ, τήν κάθαρση ἀπό τά πάθη,
τήν βαθιά μετάνοια, τήν κατά Θεόν λύπη
καί ὅλα αὐτά τά ὁποῖα χρειάζεται νά
κάνει ὁ ἄνθρωπος, γιά νά ἀπαλλάξει τήν
καρδιά του ἀπό ὅλους τούς λογισμούς.
Γιατί
κάθαρση αὐτό σημαίνει, νά καθαριστεῖ
ἡ καρδιά καί ὁ νοῦς ἀπό ὅλους τούς
λογισμούς. Ἀλλά, γιά νά γίνει αὐτό,
χρειάζεται, ὅπως λένε οἱ Πατέρες, νά
δώσεις αἷμα, πνευματικό αἷμα, νά κάνεις
ὅλα αὐτά πού λέει ἡ Ἐκκλησία, τίς
ἀσκήσεις, τήν νηστεία, τήν ἀγρυπνία,
τίς προσευχές καί πάνω ἀπ’ ὅλα νά
κόψεις τό θέλημά σου, νά κάνεις ὑπακοή
καί νά δοθεῖς στόν Θεό δεχόμενος ὅλα
ὅσα σοῦ στέλνει ὁ Θεός μέ χαρά. Αὐτό,
ἔλεγε ὁ Ἅγιος Πορφύριος, εἶναι ἀληθινή
πίστη, τό νά δέχεσαι τά πάντα μέ χαρά.
Λέμε ὅτι πιστεύουμε στόν Θεό καί, ὅταν
μᾶς ἔρχεται κάτι «λυπηρό», καταθλιβόμαστε,
ἀπογοητευόμαστε καί τά βάζουμε καί μέ
τόν Θεό μερικές φορές. Αὐτό, ἀκριβῶς,
δείχνει ὅτι δέν ἐμπιστευόμαστε τόν
Θεό ὡς Πατέρα, ὁ Ὁποῖος μᾶς ἀγαπάει.
Ἔρχεται μιά οἰκονομική δυσκολία καί
τά χάνουμε καί λέμε, τί θά κάνω τώρα..
πάει… δέν ὑπάρχει ἐλπίδα γιά μένα. Πῶς
δέν ὑπάρχει ἐλπίδα; Πόσο χρονῶν εἶσαι;
Μπορεῖ νά εἶσαι 50-60. Τώρα τό λές αὐτό;
Δηλαδή, πῶς ἔφτασες καί ἔγινες 50 χρονῶν;
Ποιός σέ ἔφερε μέχρι ἐκεῖ; Μόνος σου
τά κατάφερες; Δέν εἶναι ὁ Θεός ἀπό
πίσω; Ὁ Θεός, λοιπόν, πού σέ ἔχει 50 χρόνια
θά σ’ ἀφήσει τώρα; Ποῦ εἶναι ἡ πίστη
σου;
Γι’
αὐτό, φανερωνόμαστε ποιοί εἴμαστε ἀπό
τά ἔργα μας. Καί ἡ πίστη μας φανερώνεται
ἀπό τά ἔργα μας καί ἡ ἀπιστία ἐπίσης
ἀπό τή λύπη καί τή στενοχώρια μας στά
διάφορα γεγονότα, πού μᾶς συμβαίνουν.
Θά
ποῦμε καί λίγο ἀπ’ τό Δ΄ Κεφάλαιο γιά
τήν Διδασκαλία τοῦ Γέροντα.
«Παράλληλα
πρός ὅσα εἴπαμε προγουμένως, ὁ ἀναγνώστης
μπορεῖ νά μάθει καί μερικά ἄλλα συμβάντα
τῆς ζωῆς τοῦ Γέροντα ἀπό τίς εἰλικρινεῖς
διηγήσεις πού περιέχουν τά γραπτά τοῦ
ἴδιου. Ἄς μᾶς ἐπιτραπεῖ τώρα νά
ἐκθέσουμε τήν διδασκαλία τοῦ Γέροντα.
«Διδασκαλία», στήν κυριολεξία πού ἔχει
συνήθως ἡ λέξη, δέν εἶχε». Δέν
εἶχε κάποιο σύστημα, θά λέγαμε, διδακτικό
καί κάποιο περιεχόμενο κηρυκτικό πού
νά τό παρέθετε στούς ἐπισκέπτες. «Ὅ,τι
παραθέτουμε στή συνέχεια εἶναι ἀπόπειρα
νά δώσουμε περιληπτικά ὅσα ἀκούσαμε
κατά τά χρόνια πού ἐπικοινωνούσαμε
μαζί του. Εἶναι νομίζω ἀδύνατο νά
ἐξηγήσουμε πῶς καί γιατί ἀποκτήσαμε
πίστη στόν Γέροντα, προφανῶς εἶναι
Χάρις Θεοῦ. Ὡστόσο, δέν θά ἦταν ἴσως
περιττό νά ποῦμε λίγα πράγματα γιά τή
στάση μας ἀπέναντί του.
Τά
θέματα τῶν συνομιλιῶν μας μέ τόν Γέροντα
ἔβγαιναν συχνά ἀπό τίς ἐρωτήσεις πού
τοῦ κάναμε. Πολλά, ἀπ’ ὅσα ἐθίγηκαν
σ’ αὐτές τίς συζητήσεις, δέν
συμπεριλαμβάνονται στά γραπτά του. Ὅταν
τοῦ ὑποβάλαμε ἐρωτήματα ἤ ἁπλῶς τόν
ἀκούγαμε, ἤμαστε βέβαιοι πώς τά λόγια
του προέρχονται ἀπό τήν πείρα πού τοῦ
δόθηκε ἄνωθεν. Γι’ αὐτό ἐδεχόμαστε
τά λόγια του μέχρι ἕνα σημεῖο, ὅπως
δέχεται ὅλος ὁ κόσμος τήν Ἁγία Γραφή,
πού μᾶς πληροφορεῖ γιά ἀλήθειες, σάν
γιά θετικά γεγονότα. Ὅσα ἔλεγε ὁ
Γέροντας δέν ἦταν καρπός διανοητικῆς
ἐπινοήσεως», στοχασμοῦ
δηλαδή. «Ὄχι.
Ἡ ἐσωτερική του πορεία ἦταν τελείως
διαφορετική. Ἀληθινή πείρα καί ὑπαρξιακή
γνώση βρισκόταν πίσω ἀπό τά λόγια του.
Γι’ αὐτό καί εἶχαν τά λόγια του τόν
χαρακτήρα μιᾶς θετικῆς μαρτυρίας γιά
γεγονότα τοῦ πνευματικοῦ κόσμου».
Ζοῦσε, δηλαδή,
τόν πνευματικό κόσμο καί κατέθετε αὐτή
τήν ἐμπειρία του. «Ἦταν
ξένη, σάν κάτι περιττό, ἡ ἀναζήτηση
λογικῶν αποδείξεων πού ξεκινοῦν ἀπό
τά κάτω. Ἄλλωστε εἶναι ἀσυνήθιστες
καί στήν Ἁγία Γραφή. Σάν τόν Ἰωάννη τόν
Θεολόγο, ἔλεγε καί ἐκεῖνος: «Ἡμεῖς
οἴδαμεν»13»14.
Ἐμεῖς γνωρίζουμε.
Δέν χρειάζεται νά ἐπιστρατεύσουμε
λογικές ἀποδείξεις ἀπό τά κτίσματα
γιά νά ἀποδείξουμε καί νά πειστοῦμε
ὅτι ὑπάρχει ὄντως Θεός. Αὐτό εἶναι
πολύ κατώτερο μέσο. Ἐμεῖς ἔχουμε
ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ, γνωρίσαμε τόν Ἴδιο
τόν Θεό. Ὅταν βλέπεις τόν Θεό, δέν
χρειάζεται μετά νά ψάξεις ἐπιχειρήματα
νά ἀποδείξεις ὅτι ὑπάρχει, ἀφοῦ Τόν
βλέπεις.
«Νά
ἕνα τέτοιο παράδειγμα ἀπό τίς γραφές
τοῦ Γέροντα: «Ἐμεῖς ξέρουμε», γράφει
ὁ Ἅγιος Σιλουανός,
«πώς ὅσο μεγαλύτερη εἶναι ἡ ἀγάπη,
τόσο μεγαλύτερος εἶναι ὁ πόνος τῆς
ψυχῆς. Ὅσο πληρέστερη εἶναι ἡ ἀγάπη,
τόσο πληρέστερη ἡ γνώση. Ὅσο θερμότερη
ἡ ἀγάπη, τόσο φλογερότερη ἡ προσευχή.
Ὅσο τελειότερη ἡ ἀγάπη, τόσο ἁγιότερη
ἡ ζωή»15.
Καταπληκτικά
λόγια! Σέ τρεῖς-τέσσερις φράσεις καί
σοῦ λέει τόσα πολλά πράγματα. Ὅσο
πληρέστερη ἡ ἀγάπη, τόσο πιό πλήρης ἡ
γνώση. Ὅσο θερμότερη ἡ ἀγάπη, τόσο πιό
φλογερή ἡ προσευχή. Τελειότερη ἡ ἀγάπη,
ἁγιότερη ἡ ζωή. Ὅλα, δηλαδή, ἐξαρτῶνται
ἀπό τήν ἀγάπη. Καί τί θά πεῖ ἀγάπη; Δέν
εἶναι ἁπλῶς ἕνα συναίσθημα, ἀλλά
εἶναι ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ.
«Καθεμιά
ἀπό τίς τέσσερις αὐτές θέσεις θά
μποροῦσε νά θεωρηθεῖ σάν πολύτιμο
ἐπίστεγασμα βαθυτάτων φιλοσοφικῶν,
ψυχολογικῶν καί θεολογικῶν ἐρευνῶν.
Ὁ Γέροντας ὅμως δέν τίς εἶχε ἀνάγκη
οὔτε κατέφευγε σ’ αὐτές»16,
σέ βιβλία
φιλοσοφικά, ψυχολογικά ἤ θεολογικά.
Δέν ἔκανε ἐπιστήμη κοσμικοῦ τύπου,
ἀλλά ἐπιστήμη θεολογικοῦ -θά λέγαμε-
τύπου. Γιατί κι αὐτή εἶναι ἐπιστήμη
καί εἶναι ἡ ἀληθινή ἐπιστήμη ἡ
Θεολογία, ἡ Πατερική Θεολογία πού εἶναι
ἐμπειρική Θεολογία, ὅπου ὁ ἄνθρωπος
πλέον βλέπει τόν Θεό διά τοῦ καθαροῦ
νοός.
«Εἴπαμε
ἤδη πώς ἡ συνομιλία μέ τόν Γέροντα εἶχε
ἐξαιρετικό χαρακτήρα. Ἤξερε μέ τίς
ἁπλές στή μορφή συζητήσεις του καί μέ
τήν προσευχή του νά μεταφέρει τόν
συνομιλητή του σ’ ἕναν ξεχωριστό κόσμο.
Τό σπουδαιότερο ὅμως ἦταν σ’ αὐτό πώς
ὁ συνομιλητής ἔμπαινε σ’ ἐκεῖνο τόν
κόσμο ὄχι μέ θεωρίες ἀλλά τήν μετάδοση
μιᾶς ἐσωτερικῆς πείρας»17.
Προφανῶς ὁ
Ἅγιος συνομιλοῦσε ἀλλά προσευχόταν
κιόλας καί ἡ προσευχή τοῦ Ἁγίου
λειτουργοῦσε καί στόν συνομιλητή ἔτσι,
ὥστε καί ὁ συνομιλητής νά μπεῖ μέσα
στήν πνευματική κατάσταση τοῦ Γέροντα,
ὅσο μποροῦσε, ὁπότε νά ἔχει κι αὐτός
σ’ ἕναν βαθμό μέθεξη καί ἐμπειρία
αὐτῶν τῶν ἐμπειριῶν πού εἶχε καί ὁ
Γέροντας. Ὁπότε, τόν κατανοοῦσε ἄμεσα
διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Θυμηθεῖτε
ἕνα παρόμοιο περιστατικό, ἕνα ἀνάλογο
περιστατικό, πού δείχνει αὐτό πού λέμε
στόν Ἅγιο Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ. Συνομιλοῦσε
μέ τόν Μοτοβίλωφ, ἕναν ἔμπορο, περί τοῦ
ἀκτίστου Φωτός καί ἔλεγε ὁ Μοτοβίλωφ,
δέν μπορῶ νά καταλάβω τί εἶναι αὐτό
πού λές Γέροντα γιά τό Φῶς, ὅτι ὁ
ἄνθρωπος βλέπει τό Φῶς. Καί τότε
προσευχήθηκε ὁ Ἅγιος Σεραφείμ μυστικά
μέσα του καί μπῆκε καί ὁ Μοτοβίλωφ στήν
ἀτμόσφαιρα τοῦ ἀκτίστου Φωτός καί
εἶδε τόν Ἅγιο Σεραφείμ νά λάμπει σάν
τόν ἥλιο, τό πρόσωπό του, καί δέν μποροῦσε
νά τόν κοιτάξει. Ἀλλά καί ὁ ἴδιος ὁ
Μοτοβίλωφ ἔγινε φωτεινός, μπῆκε μέσα
στό ἄκτιστο Φῶς. Γιατί δέν μπορεῖς νά
δεῖς τό Φῶς, ἄν δέν γίνεις Φῶς. «Ἐν τῷ
φωτί σου ὀψόμεθα φῶς»18.
Μέ τό Φῶς τοῦ Θεοῦ βλέπεις τό Φῶς. Κι
αὐτό ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς προσευχῆς
τοῦ Ἁγίου. Κάτι ἀνάλογο ἔκανε καί ὁ
Ἅγιος Σιλουανός ἐδῶ καί ὁ π. Παΐσιος
καί πολλοί ἄλλοι.
Πρόσφατα
ἄκουγα μιά ὁμιλία πού ἔκανε ὁ κ.
Ρακοβαλής, πού ἔχει γράψει κι ἕνα βιβλίο
γιά τόν π. Παΐσιο, καί ἔλεγε ὅτι ταξιδεύανε
μαζί ἀπό τήν Οὐρανούπολη γιά Θεσσαλονίκη
καί κάποια στιγμή τοῦ λέει: Γέροντα…
τέλος πάντων ποιός εἶναι Αὐτός ὁ Θεός;
Θέλω νά γνωρίσω τόν Θεό. Ἀκούω, ἀκούω
γιά τόν Θεό… Ποιός εἶναι ὁ Θεός; Ὁ
Ἅγιος Παΐσιος δέν τοῦ ἀπάντησε, ἀλλά
μετά ἀπό λίγο ἔνιωσε τέτοια κατάσταση
μέσα του αὐτός ὁ κύριος, πού πράγματι
γνώρισε τόν Θεό, ἐμπειρικά δηλαδή. Ἦταν
ἀποτέλεσμα προσευχῆς τοῦ Ἁγίου
Παϊσίου. Εἶδε μέ ἄλλα μάτια ὅλη τήν
κτίση. Κατάλαβε πόσο ἀγαπάει ὁ Θεός
ὅλη τήν κτίση, ὅλο τό σύμπαν, τό βίωσε.
Δέν χρειάστηκε νά πεῖ τίποτα μέ τά
λόγια, ἐγκεφαλικά νά τόν πληροφορήσει.
Τόν πληροφόρησε οὐσιαστικά ὁ Ἴδιος ὁ
Θεός διά τῆς προσευχῆς τοῦ Ἁγίου
Παϊσίου.
Εἴπαμε,
λοιπό,ν ὅτι ὁ Ἅγιος μέ ἁπλές συζητήσεις
ἔφερνε τόν συνομιλητή του σέ μία
κατάσταση, ὅπου τοῦ μετέδιδε τήν ἴδια
τήν δική του ἐμπειρία. «Στήν
πραγματικότητα, ἀπό ὅσα ξέρουμε, μόλις
πού μποροῦσε κανείς νά κρατήσει τήν
κατάσταση πού τοῦ μετέδιδε καί μόλις
πού μποροῦσε νά κάνει πράξη στή ζωή του
ὅσα γνώριζε σ’ αὐτή τήν ἐπικοινωνία»19.
Ἦταν, δηλαδή,
τόσο ὑψηλά αὐτά πού τοῦ μετέδιδε πού
τόν ὑπερέβαιναν πάρα πολύ τόν συνομιλητή
καί μόλις πού μποροῦσε νά τά κρατήσει
γιά πολύ λίγο. Δέν ὑπῆρχε δηλαδή δοχεῖο,
δέν ἦταν δεκτικός, γιατί ἡ καρδιά του
ἦταν καλυμμένη καί κατειλημμένη ἀπό
ἄλλα πράγματα. Ὁ Θεός γεμίζει τόν
ἄνθρωπο στό μέτρο πού ὁ ἄνθρωπος ἔχει
ἀδειάσει ἀπό τόν ἑαυτό του κι ἀπ’ τά
θελήματά του καί ἀπό τίς ἐπιθυμίες
του. Ὅσο ὁ ἄνθρωπος εἶναι γεμάτος ἀπ’
αὐτά δέν χωράει νά μπεῖ ὁ Θεός. Γι’
αὐτό δέν εἶναι ὅτι ὁ Θεός δέν θέλει
νά μπεῖ καί νά μᾶς γνωριστεῖ, νά μᾶς
ἀποκαλυφθεῖ, ἀλλά ἐμεῖς δέν Τοῦ τό
ἐπιτρέπουμε, γιατί ἔχουμε γεμίσει τόν
ἑαυτό μας μέ τόν ἑαυτό μας, μέ τά θελήματά
μας καί μέ τίς ἐπιθυμίες μας καί μέ τίς
κρίσεις, μέ τούς λογισμούς μας καί ὅλα
αὐτά.
«Χωρίς
ἀμφιβολία, ἡ ἄρση αὐτῆς τῆς χάρης
γινόταν στούς συνομιλητές του ἀφορμή
θλίψεως σ’ ὅλη τήν ὑπόλοιπη ζωή τους».
Ἐνῶ, δηλαδή,
ἔπαιρναν μιά γεύση τοῦ ἀκτίστου, τό
ἔχαναν. Κι αὐτό μετά βέβαια τούς ἔφερνε
μία λύπη. «Γιατί
θλίβεται ἡ
ψυχή, ὅταν ἀξιωθεῖ νά δεῖ ἕνα τέτοιο
φῶς καί μετά τό στερηθεῖ. Πάντως, πιό
ἀπελπιστικό εἶναι νά μή γνωρίσεις
καθόλου αὐτό τό φῶς, κι ἀκόμα πιό πολύ
νά μήν ὑποπτεύεσαι κἄν τήν ὕπαρξή του,
κάτι πού παρατηρεῖται συχνά»20.
Ἕνας ἄνθρωπος
τοῦ κόσμου τώρα, ἄν ἀκούσει αὐτά πού
λέμε ἐδῶ, θά πεῖ, μᾶλλον ἔχουν παλαβώσει
οἱ ἄνθρωποι, δέν ξέρουν τί λένε. Οὔτε
κἄν ὑποψιάζεται τήν ὕπαρξη αὐτοῦ τοῦ
Φωτός, τοῦ Θεοῦ δηλαδή.
«Ξέρουμε,
πώς πολλοί πλησίαζαν μέ ἀγάπη τόν
Γέροντα γιά νά τούς νουθετήσει. Ἔπειτα,
ὅμως, ἀπομακρύνονταν, γιατί δέν μποροῦσαν
νά ζοῦν σύμφωνα μέ τά λόγια του. Ὁ λόγος
του ἦταν ἁπλός, ἤρεμος, εὐχάριστος,
μά γιά νά τόν ἀκολουθήσεις ἔπρεπε νά
ἔχεις τήν σκληρότητα πρός τόν ἑαυτό
σου», καί
προφανῶς τήν ἀποφαστιστικότητα, «πού
εἶχε καί ὁ ἴδιος ὁ Γέροντας». «Δῶσε
αἷμα, γιά νά λάβεις πνεῦμα». Δέν εἶναι
ὅτι τό αἷμα φέρνει τό πνεῦμα, ἡ ἄσκηση
δηλαδή, ἡ κακοπάθεια ἡ σωματική, ἀλλά
τί; Διά τῆς ἄσκησης, διά τῆς προσευχῆς,
διά τῆς προσπάθειας ὁ ἄνθρωπος «πείθει»
τό Ἅγιο Πνεῦμα νά ἔρθει, φανερώνει
ἔτσι διά ὅλων αὐτῶν τή θέλησή του νά
ἔρθει ὁ Θεός. Εἶναι ὁ Θεός ἐκεῖνος, ὁ
Ὁποῖος τελικά δίνει στόν ἄνθρωπο ὅ,τι
πρέπει νά πάρει, ὄχι ἡ ἄσκηση καί ἡ
προσευχή τοῦ ἀνθρώπου. Γιατί καί ἡ
προσευχή πού κάνουμε εἶναι μιά κτιστή
προσπάθεια, μιά ἀνθρώπινη προσπάθεια,
δέν μπορεῖ νά μᾶς πάει στόν Θεό. Ὁ Θεός
θά πρέπει νά ἔρθει. Ἀλλά γιά νά ἔρθει,
πρέπει νά τόν «πείσουμε» ὅτι πράγματι
Τόν θέλουμε καί Τόν ἀγαπᾶμε καί δέν
ἔχουμε ἄλλα κίνητρα, γιά τά ὁποῖα
προσευχόμαστε, γιά τά ὁποῖα κάνουμε
τήν νηστεία, γιά τά ὁποῖα ζοῦμε ὅπως
ζοῦμε. Γιατί πολλές φορές, δυστυχῶ,ς
ζοῦμε ὑποκριτικά, εὐσεβιστικά θά
ἔλεγα. Ὑπάρχει ἕνας ὅρος: ἀγγελισμός.
Δέν ξέρω, ἄν τόν ἔχετε ἀκούσει… πού ὁ
ἄνθρωπος παριστάνει τόν ἄγγελο! Μοναχός,
μοναχή, λαϊκός, ὁτιδήποτε.. καί λές, πώ,
πώ, τί οὐράνιος ἄνθρωπος εἶναι αὐτός..
καί μπορεῖ νά εἶναι ἕνας ἁπλός
ὑποκριτής, ἕνας μεγάλος ὑποκριτής. Νά
φαίνεται ἐξωτερικά ἅγιος, ἀλλά
οὐσιαστικά νά εἶναι γεμάτος θελήματα,
γεμάτος μέ δικές του ἐπιθυμίες, ὄχι μέ
τίς ἐπιθυμίες τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι μία:
νά σωθοῦμε, νά εἴμαστε μαζί Του στήν
αἰωνιότητα.
Γι’
αὐτό ὁ λόγος τοῦ Γέροντα, ἐπειδή ἦταν
ἀληθινός, γνήσιος καί ἔδειχνε τήν
ἀληθινή ὁδό πρός τόν Θεό, ἤτανε καί
βαρύς. Δέν τόν ἄντεχαν καί τόν ἀπέφευγαν.
Γι’ αὐτό λέει ἡ Ἁγία Γραφή «βαρύς
ἐστιν καί βλεπόμενος ὁ δίκαιος»21.
Ὄχι μόνο νά τόν ἀκούσει δέν θέλει ὁ
κοσμικός ἄνθρωπος τόν δίκαιο οὔτε νά
τόν δεῖ δέν θέλει. Γιατί καί μόνο ἡ ὄψη
του, ἡ παρουσία του τόν ἐλέγχει. Γιατί
εἶναι ὁδός πρός τήν ἀλήθεια ἡ ὅλη
παρουσία τοῦ Ἁγίου καί ὁ ἄλλος δέν
θέλει τήν ἀλήθεια, δέν θέλει τό φῶς…
Γιατί δέν θέλει;, θά μοῦ πεῖτε. Τό λέει
πάλι ἡ Ἁγία Γραφή «γιατί εἶναι πονηρά
τά ἔργα του»22.
Γι’ αὐτό δέν θέλει τό φῶς. Θέλει νά
εἶναι ἐκεῖ πού εἶναι, στό σκοτάδι.
Ὁπότε, μισεῖ ὅλους αὐτούς πού τοῦ
δείχνουν τό φῶς εἴτε μέ τά λόγια εἴτε
μέ τήν ὅλη τους παρουσία.
«Ἔπρεπε»,
λοιπόν, γιά νά
ἀκολουθήσει κανείς τόν Γέροντα,
«νά ἔχει ἐκείνη τήν ἀποφασιστικότητα
πού ζητεῖ ὁ Κύριος ἀπό ὅσους Τόν
ἀκολουθοῦν, δηλαδή τό «μισεῖν τήν
ἑαυτῶν ψυχήν»23»,
νά μισήσουν
τήν ψυχή τους. Τό λέει ὁ Κύριος αὐτό,
«ἄν κανείς δέν μισήσει τά πάντα καί
τούς συγγενεῖς του καί τά χρήματα καί
… καί … στό τέλος καί τήν ψυχή του, δέν
μπορεῖ νά γίνει μαθητής Μου»24.
Τί σημαίνει μισῶ τήν ψυχή μου; Παύω νά
θέλω ὁτιδήποτε δικό μου καί θέλω μόνο
αὐτό πού θέλει ὁ Θεός. Ἀπαρνοῦμαι τό
θέλημά μου. Ἀπαρνοῦμαι καί τή θέλησή
μου ἀκόμα νά σωθῶ. Ἄν θέλετε κι αὐτό
ἀκόμα νά τό μισήσουμε καί νά ποῦμε:
«Θεέ μου, Ἐσύ ἄν θέλεις νά μέ σώσεις.
Δικός Σου εἶμαι, κάνε με ὅ,τι θέλεις».
Αὐτός ὁ ἄνθρωπος εἶναι κατάλληλος
γιά νά ἔρθει ὁ Θεός νά τόν ἐπισκεφτεῖ
καί νά ἑνωθεῖ μαζί του.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
1
Ἀρχ.
Σωφρονίου,
Ὁ Γέροντας
Σιλουανός
τοῦ
Ἄθω,
Γ΄ ἔκδοση, Ἔσσεξ 1985 (στό
ἑξῆς: Ὁ
Ἄγιος
Σιλουανός).
2
Ὅ. π.
3
Ὅ. π.
4
Ἑβρ. 10,24.
5
Ὁ
Ἄγιος
Σιλουανός.
6
Ὅ. π.
7
Ὅ. π.
8
Ὅ. π.
9
Ματθ. 5,8.
10
Ὁ
Ἄγιος
Σιλουανός.
11
Ὅ. π.
12
Β΄ Τιμ. 3,5.
13
Α’ Ἰω.
3,14.
14
Ὁ
Ἄγιος
Σιλουανός.
15
Ὅ. π.
16
Ὅ. π.
17
Ὅ. π.
18
Ψαλμ. 35,10.
19
Ὁ
Ἄγιος
Σιλουανός.
20
Ὅ. π.
21
Σοφ.Σολ. 2,14.
22
Ἰωαν. 3,19.
23
Λουκ. 14,26.
24
Ὅ.π.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου