ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΙΤΙΣΣΑ

ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΙΤΙΣΣΑ
ΧΑΙΡΕ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ ΚΑΙ ΘΕΟΒΑΔΙΣΤΟΝ(Κάνετε κλίκ στήν εἰκόνα γιά νά ὁδηγηθεῖτε στό ἱστολόγιο: ΚΥΡΙΟΣ ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ 3

Δευτέρα 18 Φεβρουαρίου 2013

Ἀγνώστου συγγραφέως: Οἱ περιπέτειες ἑνός προσκυνητοῦ (μέρος 1ο)


 Με του Θεού τη χάρι, είμαι ένας χριστιανός.
Οι πράξεις μου, αλλοίμονο, με παρουσιάζουν ένα μεγάλο αμαρτωλό κι ως προς τη ζωή μου, είμαι ένας άνθρωπος χωρίς σπίτι, προέρχομαι από πολύ άσημη οικογένεια και γυρίζω περιπλανώμενος από μέρος σε μέρος.

Τα υπάρχοντά μου είναι, ένα σακκούλι στην πλάτη μου με λίγο ψωμί μέσα, και μια Αγία Γραφή μέσ’ στην τσέπη του σακκακιού μου. Αυτά είναι όλη μου η περιουσία.

Κάποτε, ήταν το Σάββατο της 32ας εβδομάδος μετά την Πεντηκοστή κ’ επήγα εις την Εκκλησία να προσευχηθώ και ν’ ακούσω τη θεία λειτουργία.

Άκουσα τον Απόστολο της ημέρας που ήταν παρμένος από την πρώτη επιστολή του Παύλου προς Θεσσαλονικείς και μού ‘καναν πολύ βαθειά εντύπωσι οι δύο λέξεις, «αδιαλείπτως προσεύχεσθε».

Οι λέξεις αυτές εμπήκαν και κατέλαβαν κυριολεκτικά το μυαλό μου, άρχισα δε να σκέπτωμαι σοβαρά, πώς είναι δυνατόν να προσεύχεται κανείς χωρίς να σταματά ούτε στιγμή, αφού ο κάθε άνθρωπος πρέπει να κάνη και κάποια άλλη δουλειά για να ζήση;

Εδιάβασα και ο ίδιος εις το δικό μου Ευαγγέλιο το ρητό αυτό που είχα ακούσει, δηλαδή, τα λόγια που προτρέπανε, κάθε στιγμή και σε κάθε τόπο, να σηκώνουμε τα χέρια μας εις τον ουρανό και να προσευχώμεθα.

Εσκέφθηκα και ξανασκέφθηκα πάνω σ’ αυτήν την προτροπή χωρίς να μπορέσω να την καταλάβω.

«Τι πρέπει να κάνω;» «Πού πρέπει να βρω κάποιον να μου εξηγήση τις δύσκολες αυτές λέξεις;» διερωτώμουνα κι απεφάσισα να πάω ν’ ακούσω τους καλύτερους ιεροκήρυκες, μήπως ημπορέσουν αυτοί και μου ερμηνεύσουν το μυστήριο και ξεδιαλύνουν την έννοιά του εις το μυαλό μου.

Πράγματι, άκουσα πολλούς εξαίσιους λόγους για την προσευχή, που με έμαθαν τι είναι προσευχή, πόσο τη χρειαζόμεθα, και ποιοι είναι οι καρποί της, ακόμη δε, άκουσα για την πνευματική προσευχή και την αδιάλειπτη προσευχή. Αλλά πώς θα μπορούσα να την εφαρμόσω, κάνεις δεν ημπόρεσε να μου το ξεδιαλύνη.

Έτσι κατάλαβα πως οι λόγοι των Ιεροκηρύκων δεν ήτο δυνατόν να με βοηθήσουν, κ’ έβαλα σ’ ενέργεια ένα άλλο σχέδιο, που σκοπό είχε να με βοηθήση να δυνηθώ με του Θεού τη χάρι, να βρω κάποιον άνθρωπο που νάχη πείρα ανάλογη για να μπορέση να μου εξηγήση σε συζήτησι το πρόβλημα που με απασχολούσε.

Για πολύν καιρό έπειτα, περιπλανήθηκα σε πολλά μέρη. Εδιάβαζα πάντα την Αγία Γραφή που είχα και όπου πήγαινα ρωτούσα αν υπάρχη εκεί κανένας δάσκαλος θρησκευτικός, κανένας ιερωμένος ή μοναχός, έχοντας έτσι την ελπίδα ότι κάποτε θα βρω κάποιον να με φωτίση εις την απορία και την δυσκολία μου αυτή την ανυπέρβλητη.

Κάποια μέρα τέλος, μού ‘παν ότι σ’ ένα χωριό κοντά εκεί που ήμουνα, βρισκόταν κάποιος που είχε αφιερωθή εις την σωτηρία της ψυχής του. Είχε κ’ ένα εκκλησάκι εκεί που έμενε, δεν απομακρυνόταν ποτέ από το μέρος που ζούσε, περνούσε δε τις ημέρες του με εγκράτεια, με μελέτη και με προσευχή.

Αλήθεια! φτερά έκανα κ’ επήγα και τον ευρήκα. «Τι θέλεις από μένα;» μ’ ερώτησε. «Άκουσα ότι είσθε ένας άνθρωπος αφιερωμένος εις τον Θεόν», του απάντησα, «αλλά σας παρακαλώ, για την αγάπη του Χριστού, εξηγήστε μου τα λόγια του Αποστόλου αδιαλείπτως προσεύχεστε. Πέστε μου πώς είναι δυνατόν να προσεύχεται κανείς χωρίς ποτέ να σταματά; Πάρα πολύ θέλω να μάθω γι’ αυτό, που δυστυχώς δεν ημπορώ μόνος μου να το καταλάβω».

Εσιώπησε για λίγο και με είδε κοντά – κοντά. Έπειτα είπε: «Αδιάλειπτη εσωτερική προσευχή είναι η αδυσώπητη επιθυμία της ψυχής του ανθρώπου για τον Θεό. Για να επιτύχη κανείς εις αυτήν την άσκησι, που γεμίζει την ψυχήν από παρηγοριά, πρέπει να προσεύχεται εις τον Θεόν περισσότερο, να τον διδάξη Αυτός πώς να προσεύχεται αδιαλείπτως. Προσευχήσου όλο και περισσότερο, όλο και πιο θερμά. Η ίδια η προσευχή θα σου αποκαλύψη πώς θα κατορθωθεί να γίνη ακατάπαυστη. Αλλά αυτό θα διαρκέση αρκετά». Αυτά λέγοντας, μού ‘δωσε τροφή και χρήματα για το ταξίδι μου και μ’ άφησε να φύγω.

Δεν ημπόρεσε να μου εξηγήση αυτό που ήθελα.

Άρχισα πάλι τις περιπλανήσεις, εσκέφθηκα και πάλι εσκέφθηκα, εδιάβασα και πάλι εδιάβασα κ’ εμελέτησα με πολλήν υπομονή αυτά που είχα ακούσει, μα δεν κατώρθωσα να τα καταλάβω εις το βάθος τους. Κι όμως επιθυμούσα πολύ να δυνηθώ να τα καταλάβω, τόσο, που δεν κοιμώμουν ούτε μέρα ούτε νύκτα. Θα περπάτησα το λιγώτερο διακόσια χιλιόμετρα μέχρις ότου έφθασα σε μια μεγάλη πόλι, πρωτεύουσα εις την επαρχία, πού ‘χε κ’ ένα μοναστήρι. Εις τον ξενώνα του μοναστηριού άκουσα οτι ο ηγούμενος ήταν πολύ καλός και φιλόξενος άνθρωπος.

Επήγα να τον ιδώ. Με εδέχτη με καλωσύνη, με παρεκάλεσε να καθήσω λίγο και μου προσέφερε ένα αναψυκτικό. «Δεν είναι ανάγκη για το αναψυκτικό άγιε πάτερ», είπα, «το μόνο που σας χιλιοπαρακαλώ είναι να μου δώσετε πνευματικές συμβουλές, πώς να σώσω την ψυχή μου». «Να σώσετε την ψυχή σας; Δεν έχετε παρά να ζήτε σύμφωνα με τις εντολές του Θεού, να είστε τακτικός εις τις προσευχές σας, και θα σωθήτε». «Μα άκουσα οτι θα μπορούσε κανείς να προσεύχεται χωρίς ποτέ να σταματήση, κ’ εγώ δεν ηξεύρω πώς να το εφαρμόσω και, ακόμα, δεν γνωρίζω ούτε τι θα πη ακατάπαυστη προσευχή.

Σας ικετεύω, πάτερ μου, δεν θα μπορούσατε σεις να μου το εξηγήσετε αυτό;» «Δεν ηξεύρω να σου πω περισσότερα, παιδί μου, αλλά στάσου μια στιγμή, έχω ένα μικρό βιβλίο που θα σε βοηθήση», μου είπε, και μούδωσε ένα βιβλίο για την πνευματική μόρφωσι του εσωτερικού ανθρώπου. «Διάβασε αυτή τη σελίδα» πρόσθεσε ανοίγοντάς μου το βιβλίο κ’ εγώ άρχισα να διαβάζω τ’ ακόλουθα: «Τα λόγια του Αποστόλου, αδιαλείπτως προσεύχεστε, εννοούν την δημιουργική προσευχή της κατανοήσεως. Η κατανόησις αυτή μπορεί πάντοτε να εκτείνεται ψηλά προς τον Θεό, ενώ ο άνθρωπος θα προσεύχεται προς Αυτόν αδιάλειπτα».

«Αλλά», ερώτησα, «ποιά είναι η μέθοδος που κάνει την κατανόησι να στρέφεται συνεχώς προς τον Θεό χωρίς ενόχλησι, και την προσευχή να γίνεται ακατάπαυστη;» «Είναι πολύ δύσκολο και γι’ αυτούς, που ο ίδιος ο Θεός τους έχει χαρίσει το δώρο αυτό», απήντησεν ο ηγούμενος, χωρίς να μου δώση την εξήγησι που ζητούσα.

Έμεινα το βράδυ εκεί και το πρωί ευχαριστώντας για την ευγενική του φιλοξενία, έφυγα χωρίς να ξεύρω που πηγαίνω. Η αποτυχία μου να καταλάβω αυτό που ζητούσα με έθλιβε πολύ και άνοιξα το Ευαγγέλιό μου να διαβάσω για να βρω κάποια ανακούφισι. Έτσι έκανα άλλες πέντε ημέρες πορεία. Τέλος το βραδάκι της πέμπτης ημέρας, μ’ έφθασε ένας γεροντάκος που έμοιαζε σαν ιερωμένος.

Απαντώντας εις τις ερωτήσεις μου, μού ‘πε μαζί με άλλα, ότι ήταν μοναχός σ’ ένα μοναστήρι οκτώ χιλιόμετρα μακρυά από το μέρος που συναντηθήκαμε. Με παρεκίνησε να πάω, λέγοντάς μου: «Δεχόμεθα προσκυνητάς, και τους προσφέρουμε τροφή και ανάπαυσι εις τον ξενώνα, όπου τους περιποιούνται αφωσιωμένοι εις τον Θεόν άνθρωποι».

Δεν αισθανόμουν μεγάλη επιθυμία να πάω κι απήντησα οτι η ειρήνη της ψυχής μου δεν εξαρτάται από την εξεύρεσι μέρους για να αναπαυθώ και φαγητού για να φάω, αλλά από την απόκτησι τροφής πνευματικής. Τι με ένοιαζε εμένα για την υλική τροφή; Μήπως τάχα δεν είχα ένα σωρό παξιμάδια εις το σακκίδιό μου;

«Τι είδους πνευματική τροφή ζητείς;» μ’ ερώτησε ο γερο – μοναχός. «Τι είναι αυτό που σε κάνει τόσο πολύ ν’ απορής; Σε παρακαλώ έλα, έλα να πάμε στο μοναστήρι, αδελφέ μου. Εκεί έχουμε αγίους πνευματικούς οδηγούς με ώριμη σκέψι που θα μπορέσουν να καθοδηγήσουν την ψυχή σου εις το αληθινό μονοπάτι, με τη βοήθεια που παρέχει το φως του Λόγου του Θεού και τα συγγράμματα των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας».

«Αφού είναι έτσι, πάτερ μου, άκουσέ με», του είπα. «Εδώ κ’ ένα χρόνο, ένα Σάββατο εις την λειτουργία, άκουσα απ’ την περικοπή του Αποστόλου, λόγια που παρώτρυναν τους ανθρώπους λέγοντάς τους να προσεύχωνται αδιάλειπτα. Δεν κατώρθωσα να καταλάβω την βαθειά τους έννοια κι άρχισα έτσι να διαβάζω πολύ το Ευαγγέλιο.

Άλλοι μου είπαν σε διάφορα μέρη, οτι σύμφωνα με την εντολή αυτή του Παύλου, πρέπει να προσευχώμεθα κάθε στιγμή, σε κάθε μέρος, όχι μόνον όταν είμεθα ξύπνιοι, αλλά και όταν κοιμώμεθα ακόμα, όπως λέει κ’ ένα άλλο ρητό, εγώ κ α θ ε ύ δ ω και η καρδία μου αγρυπνεί. Έτσι έχασα την ηρεμία μου, επειδή κι ο ίδιος εχάθηκα εις τις σκέψεις για να εννοήσω όλα αυτά, και να βρω τρόπο να τα εφαρμόσω.

Μέρα και νύκτα οι σκέψεις μου στριφογύριζαν επάνω εις το θέμα αυτό, που μου αναστάτωνε τις πνευματικές μου δυνάμεις και μου φλόγιζε την επιθυμία για μάθησι. Επήγαινα εις τις εκκλησίες για ν’ ακούσω ειδικές ομιλίες κι άκουσα πολλές, αλλά καμμιά δεν έσβησε την δίψα που ε!χα για να γνωρίσω πώς να προσεύχωμαι ακατάπαυστα, ακόμη δε γυρίζω τρέχοντας ζητώντας φλογερά να μάθω, πώς να γευθώ τον άγνωστο καρπό, που θα με κάνη να γνωρίσω τον τρόπο, ώστε να προσεύχωμαι αδιάλειπτα».

Όταν είπα αυτά, είδα τον γερο – μοναχό να κάνη το σταυρό του και να μου λέη: «Δόξασε το όνομα του Θεού, αδελφέ μου, που σου απεκάλυψε την ανειρήνευτη επιθυμία, για την ακατάπαυστην εσωτερική προσευχή. Πρέπει να αναγνωρίσης οτι αυτό είναι κλήσις του Θεού, και ειρήνευσε με τον εαυτό σου. Ησύχασε με την βεβαιότητα ότι, αυτό που έχει συμβή μέσα σου μέχρι τώρα, δεν είναι παρά μια εξέτασις της αρμονίας της εσωτερικής σου θελήσεως, με του Θεού την φωνή.

«Έχεις ήδη αξιωθή να καταλάβης οτι, το ουράνιο φως της αδιαλείπτου προσευχής, δεν επιτυγχάνεται ούτε με την σοφία αυτού του κόσμου ούτε με την σκέτην επιθυμία για γνώσι, αλλ’ αντίθετα αποκτάται με την απλότητα του πνεύματος και την πραγματική πείρα της απλότητος της καρδιάς. Γι’ αυτό δεν είναι εκπληκτικό το γεγονός οτι, μέχρι τώρα δεν άκουσες τίποτα για την ουσιώδη εργασία της προσευχής και δεν απέκτησες την γνώσι, πώς να κατορθώσης να αποκτήσης την ατελείωτην ενέργειά της.

Δεν υπάρχει αμφιβολία οτι πολλά έχουν ειπωθή και γραφή από τους διαφόρους ιεροκήρυκες και συγγραφείς. Εφ’ όσον όμως περισσότερα απ’ αυτά, βασίστηκαν εις την σκέψι και την εργασία της συνηθισμένης σοφίας και όχι εις την ενεργητική πραγματική πείρα, απετέλεσαν μόνον λόγους, για τις ιδιότητες της προσευχής μάλλον, παρά για την ουσία της.

Ο ένας πραγματεύεται όμορφα, για την αναγκαιότητα της προσευχής, ο άλλος για την δύναμί της και τις ευεργεσίες της, ο τρίτος για ολα αυτά που οδηγούν εις την τελειότητα της προσευχής, δηλαδή, για την απόλυτη αναγκαιότητα του ζήλου, για την προσήλωση του μυαλού, για την θερμότητα της καρδιάς, την καθαρότητα της σκέψεως, την συμφιλίωσι με τους εχθρούς μας, την ταπείνωσι, την συντριβή, και άλλα.

»Αλλά τι είναι η προσευχή; Ποιά είναι η ουσία της; Και πώς μαθαίνει κανείς να προσεύχεται; Απάντησι εις τις ερωτήσεις αυτές που είναι πρωταρχικές και ουσιώδεις, πολύ δύσκολα μπορεί κανείς να πάρη σήμερα, επειδή αυτές τις απορίες πολύ δυσκολώτερα τις καταλαβαίνει κανείς από τις ιδιότητες της προσευχής που προηγουμένως ανέφερα. Οι απορίες αυτές χρειάζονται γνώσι πολλή, γνώσι βαθειά, γνώσι μυστικιστική και όχι μόνο την γνώσι που δίνουν τα σχολεία.

«Αλλά το πιο θλιβερό απ’ όλα είναι οτι, η μάταιη σοφία του κόσμου αυτού, απαιτεί, τα θεία πράγματα, να μετρηθούν με ανθρώπινο μέτρο. Πολλοί άνθρωποι σκέπτονται λανθασμένα για την προσευχή, νομίζοντας ότι, οι καλές πράξεις και η καλή διάθεσις, μας κάνουν ικανούς, γι’ αυτή, μα συμβαίνει εντελώς το αντίθετο, επειδή η προσευχή είναι εκείνη που έχει ως αποτέλεσμα τα καλά έργα και τις αρετές όλες. Αυτοί που σκέπτονται, όπως είπαμε παραπάνω, -θεωρούν, λανθασμένα βέβαια, οτι οι καρποί και τα αποτελέσματα είναι τα μέσα για την απόκτησί της. Έτσι όμως υποτιμούν την δύναμι της προσευχής.

»Είναι δε το παραπάνω λάθος αυτό, αντίθετο προς την Αγ. Γραφήν, επειδή ο Απόστολος Παύλος γράφει: Παρακαλώ ούν πρώτον πάντων ποιείσθε δεήσεις, προσευχάς, εντεύξεις,ευχαριστίας. Αυτό λοιπόν που ο Παύλος είπε, είναι ότι, η προσευχή προπορεύεται σε κάθε τι. Παρακαλώ πρώτον πάντων… Ο χριστιανός είναι υποχρεωμένος να κάνη πολλές ενάρετες πράξεις, αλλά πρώτα απ’ όλα οφείλει να προσεύχεται, επειδή χωρίς προσευχή καμμιά άλλη καλή πράξις δεν είναι τελεία.

»Χωρίς προσευχήν ο χριστιανός δεν ημπορεί να καταλαβη την αλήθεια, δεν ημπορεί να σταυρώση την σάρκα αυτού σύν τοίς παθήμασι και τ α ί ς έ π ι θ υ μ ί α ι ς. Η καρδία του αδυνατεί να φωτισθή με το φως του Χριστού κι ο ίδιος δεν ημπορεί να ενωθή δια της σωτηρίας με τον Θεό. Κανένα απ’ όσα αναφέραμε δεν είναι αποτελεσματικόν, εάν δεν προηγήται σ’ αυτό συνεχής προσευχή. Λέγω συνεχής, επειδή η τελειότης της προσευχής δεν εξαρτάται από τις δικές μας δυνάμεις, όπως λέγει κι ο Παύλος, το γαρ τι προσεύξασθαι καθ’οδεί ουκ οίδαμεν.

»Έτσι είναι σωστό να προσευχώμεθα συχνά, να προσευχώμεθα πάντοτε, πράξεις που έχουμε τη δύναμι να τις κάνουμε και που θα μας βοηθήσουν σιγά- σιγά να φθάσουμε εις το ύψος της καθαρότητος της προσευχής, που είναι η μητέρα κάθε πνευματικής ευλογίας. Αιχμαλώτισε την μητέρα κι αυτή θα σου δώση τα παιδιά, είπεν ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος. Μάθε πρώτα πώς να απόκτησης την δύναμι της προσευχής κ’ έπειτα χωρίς δυσκολία θα κατορθώσης την εφαρμογή όλων των άλλων αρετών. Είναι ομως γεγονός οτι αυτοί που δεν γνωρίζουν πολλά απ’ αυτήν την πρακτική πείρα και τις βαθειές διδασκαλίες των Πατέρων της Εκκλησίας, έχουν φτωχές γνώσεις εις το θέμα μας τούτο και δεν είναι ικανοί να μας είπουν πολλά γι’ αυτό».

Με το τέλος των λόγων αυτών, είχαμε φθάσει σχεδόν στο μοναστήρι. Για να μη χάσω την επαφή με τον σοφόν αυτόν γερο – μοναχό, και για να βρω όσο μπορούσα γρηγορώτερα αυτό που ήθελα, έσπευσα να τον παρακαλέσω, λέγοντας: «Κάνετέ μου την χάριν, άγιε πάτερ, να μου δείξετε τι σημαίνει αδιάλειπτη προσευχή και πώς να την αποκτήσω; Κατάλαβα, πάτερ μου, ότι όλα αυτά δεν σας διαφεύγουν».

Συγκατατέθηκε εις την παράκλησί μου ο άγιος αυτός γέρος και μ’ επήρε εις το κελλί του.
«Έλα μέσα», μού ‘πε, «θα σου δώσω ένα τόμο των Πατέρων της Εκκλησίας απ’ τον οποίον, με του Θεού τη βοήθεια, θα μπορέσης να μάθης για την προσευχή αυτή, καθαρά και με λεπτομέρειες».

Εμπήκαμε εις το κελλί του κι άρχισε να μου μιλή με τα παρακάτω λόγια.
«Η ακατάπαυστη εσωτερική προσευχή του Χριστού, είναι μιά συνεχής αδιάκοπη επίκλησις του θείου ονόματος του Ιησού Χριστού, με τα χείλη, με το πνεύμα, και με την καρδιά, ενώ συγχρόνως μέσ’ στο μυαλό σχηματίζεται η εικόνα της διαρκούς παρουσίας Του και κυριαρχεί η Χάρις Του, σε κάθε ασχολία μας, σε κάθε στιγμή, σε κάθε τόπο, ακόμη και όταν κοιμώμεθα. Η επίκλησις αποτελείται από τα λόγια: «Κ;yριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με».

«Εκείνος που συνηθίζει τον εαυτόν σου σ’ αυτή την επίκλησι, παίρνει εις την ψυχή του σαν αποτέλεσμα, μια βαθειά παρηγοριά και αισθάνεται την ανάγκη να προσεύχεται πάντοτε, μη μπορώντας πια να ζήση χωρίς την επίκλησι αυτή, ενώ ο εσωτερικός του εαυτός συνεχίζει να την απαγγέλλη σιωπηλά, ώστε να μοιάζη η άφωνη αυτή απαγγελία σαν αρμονική ηχώ των λέξεων που άρθρωναν τα χείλη του. Κατάλαβες τώρα τι είναι η αδιάλειπτη προσευχή;»

«Βεβαίως κατάλαβα, πάτερ μου, αλλ’ εις την αγάπη του Χριστού, σε παρακαλώ, δίδαξέ με ακόμα, πώς να αποκτήσω την συνήθειαν αυτήν;» εφώναξα συνεπαρμένος από χαρά.

«Διάβασε αυτό το βιβλίο», μου είπε, «ονομάζεται «Φιλοκαλία των Νηπτικών» και περιλαμβάνει σε λεπτομέρειες την επιστήμη της συνεχούς εσωτερικής προσευχής, γραμμένη από τριάντα Πατέρες της Εκκλησίας. Το βιβλίο αυτό περιέχει υψηλή σοφία και είναι τόσο ωφέλιμο για τον αναγνώστη, ώστε θεωρήθηκε ότι είναι το καλύτερο, της εσωτερικής μυστικής και πνευματικής ζωής, εγχειρίδιο.

Ο όσιος Νικηφόρος, γράφει οτι το βιβλίο αυτό οδηγεί τον κάθε ένα εις την σωτηρία, χωρίς κόπο και ιδρώτα».

«Είναι πιο υψηλό και άγιο και από την Αγία Γραφή;» ερώτησα.

«Όχι, δεν είναι. Αλλά περιλαμβάνει σαφή ερμηνεία για όσα η Αγία Γραφή μιλεί, με κεκαλυμμένο τρόπο, και τα οποία δεν ημπορούμε εύκολα να τα συλλάβουμε με τις ασθενείς μας ανθρώπινες δυνάμεις. Θα σου πω ένα παράδειγμα σχετικό. Ο ήλιος είναι το πιό μεγάλο, το πιό λαμπρό και το πιο θαυμάσιο απ’ όλα τα ουράνια σώματα, αλλά δεν ημπορεί κανείς να τον συλλάβη και να τον εξετάση με απροστάτευτα μάτια. Πρέπει να χρησιμοποιήση μαύρα γυαλιά που είναι σε επιφάνεια εκατομμύρια φορές μικρότερα από τον ήλιο. Όμως, μέσα από τα μικρά αυτά μαύρα γυαλιά μπορεί κανείς να εξετάση τον μεγαλόπρεπο μονάρχη των άστρων, μπορεί να τον χαρή χωρίς να τον βλάψουν οι σουβλερές του ακτίνες.

»Η Αγία Γραφή είναι σαν τον λαμπερόν ήλιο, και το βιβλίο τούτο η «Φιλοκαλία», είναι τα μικρά γυαλιά που μας κάνουν ικανούς να εντρυφήσουμε εις τον ήλιο και την βασιλική του λάμψι. Αλλά τώρα άκουσέ με. Θα σου διαβάσω ένα κομμάτι που πραγματεύεται γι’ αυτή την ατελεύτητη εσωτερική προσευχή».

Άνοιξε το βιβλίο κ’ εδιάβασε τα παρακάτω από τον Συμεών τον Νέο θεολόγο:
«Κάθησε κάτω μόνος σε σιωπή, χαμήλωσε το κεφάλι σου, κλείσε τα μάτια σου, ανάπνεε ήρεμα και φαντάσου ότι βλέπεις μες της καρδιάς σου τα βάθη. Κάνε ώστε οι σκέψεις σου να βαδίζουν απ’ εκεί μέσ’ την καρδιά σου και με το ρυθμό της αναπνοής σου λέγε, Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με!

Λέγε την επίκλησιν αυτήν ελαφρά με τα χείλη σου ή καλύτερα με το μυαλό σου, προσπάθησε να διώξης κάθε άλλη σκέψι και με υπομονή και ηρεμία προχώρει επαναλαμβάνοντάς την συνεχώς».

Ο γερο – μοναχός μου τα εξήγησε όλα αυτά με λόγια και με παραδείγματα. Έπειτα εδιαβάσαμε απ’ την «Φιλοκαλία» σελίδες του αγίου Γρηγορίου του Σιναΐτου, του αγίου Καλλίστου, του αγίου Ιγνατίου, και ο,τι εδιάβαζαμε μου το εξηγούσε ο γέροντας με δικά του λόγια. Άκουγα με προσοχή και με μεγάλην ευχαρίστησι και προσπαθούσα να τα χαράξω στο μυαλό μου, για να μπορώ να θυμούμαι και την πιό μικρή λεπτομέρειά τους. Έτσι επεράσαμε όλη τη νύχτα κ’ επήγαμε εις τον Όρθρο το πρωί, χωρίς νά ‘χουμε κοιμηθή καθόλου.

Ο Πνευματικός οδηγός μου, με άφησε να φύγω δίδοντάς μου την ευλογία του και λέγοντάς μου ότι, κατά το διάστημα που θα έκανα εξάσκησι για την προσευχή, θα έπρεπε συχνά να τον επισκέπτωμαι και να του λέγω με λεπτομέρεια κάθε απορία και δυσκολία που θα συναντούσα, επειδή η εσωτερική πρόοδος δεν ημπορεί να προχωρήση καλά και με επιτυχία, χωρίς την καθοδήγησι του πνευματικού διδασκάλου.

Εις την εκκλησία μέσα, αισθάνθηκα να γιγαντώνεται η επιθυμία μου, να κάνω το κάθε τι που θα περνούσε από το χέρι μου, για να μπορέσω να μάθω την ακατάπαυστη εσωτερική προσευχή —την προσευχή της καρδιάς— και παρεκάλεσα τον Θεό να με βοηθήση σ’ αυτό. Έπειτα άρχισα να διερωτώμαι πώς θα μπορούσα να καταφέρω να ιδώ τον Πνευματικό μου οδηγό πάλι, για να τον συμβουλευθώ και να εξομολογηθώ, επειδή δεν ημπορούσε κανείς να πάρη άδεια για να μείνη εις τον ξενώνα του μοναστηριού περισσότερο από τρεις ημέρες και δυστυχώς ούτε άλλα σπίτια, κοντά γύρω εκεί, υπήρχαν.

Ευτυχώς έμαθα, ότι σε μικρή απόστασι, μόνο τέσσερα πέντε χιλιόμετρα, από το μοναστήρι, ήταν ένα χωριουδάκι κ’ επήγα για να βρω κανένα μέρος να μείνω, πράγμα που ο Θεός εύκολα μου το εχάρισε. Ένας χωρικός με άφησε να κατοικήσω σ’ ένα καλύβι εις το κτήμα του για όλο το καλοκαίρι, με την υποχρέωσι να προσέχω τον μικρό του κήπο. Ήμουν ικανοποιημένος γιατί θα έμενα όλο το καλοκαίρι μόνος. Ας έχη δόξαν ο Θεός. Είχα βρη ένα ήρεμο μέρος. Έτσι εγκαταστάθηκα εις την καλύβα μου, άρχισα να εφαρμόζω όσα είχα μάθει για την εσωτερική προσευχή και θα πήγαινα κάθε τόσο να επισκέπτωμαι τον Πνευματικό μου οδηγό.

Για μιαν εβδομάδα εφρόντισα να εφαρμόσω όλα όσα μέχρι τη στιγμή είχα μάθει. Εις την αρχή τα πράγματα επήγαν καλά. Μα έπειτα η προσπάθεια μ’ εκούραζε πολύ. Αισθανόμουν οκνηρία και στενοχώρια, μ’ εκυρίευε η νύστα και σύννεφα από σκέψεις όλων των ειδών με περικυκλώνανε. Επήγα με θλίψι εις τον γέρον οδηγό μου να του εξομολογηθώ την κατάστασί μου.

Μ’ εχαιρέτησε και μου είπε με πολύ φιλικό τρόπο: «Αδελφέ μου, ήλθε επάνω σου η επίθεσις του κόσμου του σκότους, επειδή ο κόσμος εκείνος τίποτε άλλο δεν έχει χειρότερο από την ιδική μας εγκάρδια προσευχή. Ο κόσμος αυτός του σκότους προσπαθεί με κάθε τρόπο να σ’ εμποδίση και να σε απομακρύνη από την προσευχή της καρδιάς. Όμως μη φοβείσαι. Ο Θεός ουδέποτε επιτρέπει τον πειρασμό να είναι για τον άνθρωπο μεγαλύτερος από ό,τι χρειάζεται.

«Φαίνεται πως πρέπει η ταπείνωσί σου να δοκιμαστή ακόμα, γιατί παρά τον περίσσιο σου ζήλο, είναι ίσως πολύ ενωρίς να πλησίασης την υψηλότερη είσοδο της καρδιάς. Υπάρχει φόβος να πέσης σε πνευματικό χάος. Θα σου δώσω αυτή τη φορά γι’ αυτήν την περίπτωσι συμβουλές όχι δικές μου, αλλά από την «Φιλοκαλία»».

Ξεφύλλισε τις σελίδες του οσίου Νικηφόρου κ’ εδιάβασε:
«Εάν έπειτα από μερικές προσπάθειες δεν επιτυγχάνης να μπης μέσα εις τα βασίλεια της καρδιάς σου, όπως εδιδάχθηκες, κάνε αυτό που θα σου πω τώρα, και με του Θεού την βοήθεια θα βρης εκείνο που ζητείς. Η ικανότης να προφέρη κανείς τις λέξεις, βρίσκεται εις τον λάρυγγα και την γλώσσα. Απόρριψε όλες τις άλλες σκέψεις —μπορείς να το κάνης αυτό αν -θελήσης— και κάνε την γλώσσα σου να επαναλαμβάνη συνεχώς τις ακόλουθες λέξεις: «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με.

«Πίεσε τον εαυτόν σου να κάνη το ίδιο συνεχώς. Εάν επιτύχης για κάμποσο χρόνο, τότε χωρίς καμμιάν αμφιβολία, η καρδιά σου θα ανοίξη, τέλος, για προσευχή. Αυτό το ξεύρουμε από πείρα».

«Έχεις γι’ αυτό την διδασκαλία των αγίων πατέρων», μού ‘πε ο οδηγός μου, «έτσι, λοιπόν, πρέπει από τώρα και εις το εξής να εφαρμόζης τις οδηγίες μου με πεποίθησι και να επαναλαμβάνης την προσευχή του Χριστού όσο το δυνατόν συχνότερα. Να ένα κομποσχοίνι προσευχής. Πάρε το και άρχισε να λες την παραπάνω προσευχή, τρεις χιλιάδες φορές την ημέρα. Είτε στέκεσαι, είτε κάθεσαι κι όταν περπατής κι όταν είσαι ξαπλωμένος ακόμη, λέγε χωρίς διακοπή: «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με». «Λέγε το μέσα σου, χωρίς βιασύνη, αλλ’ ούτε λιγώτερο, ούτε περισσότερο από τρείς χιλιάδες φορές την ημέρα. Ο Θεός θα σε βοηθήση και με τον τρόπον αυτό θα κατορθώσης να φθάσης εις το σημείο, που της καρδιάς η ενεργητικότης γίνεται ακατάπαυστη».

Με χαρά άκουσα την καθοδήγησι και άρχισα εις την καλύβα μου, αμέσως, πιστά την εφαρμογή της. Για δυο ημέρες μου ήταν λίγο δύσκολο, αλλ’ έπειτα συνήθισα τόσο, και μου ήταν τόσο ευχάριστο, ώστε αν καμμιά φορά σταματούσα, αισθανόμουν σαν ανάγκη εσωτερική να εξακολουθήσω την προσευχή του Ιησού και εις το τέλος την επανελάμβανα εντελώς θεληματικά και ελεύθερα, χωρίς καθόλου να βιάζω τον εαυτόν μου, όπως μου συνέβαινε εις την αρχή.

Ανέφερα όλα αυτά εις τον Πνευματικό μου οδηγό, που μου είπε να επαναλαμβάνω την Προσευχή, τώρα, έξη χιλιάδες φορές την ημέρα, να είμαι ήρεμος, να εφαρμόζω με κάθε δυνατή ακρίβεια τον αριθμό της επαναλήψεως της προσευχής κι ο Θεός θα με παρηγορή και θα μου παρέχη την Χάρι Του.

Εις την απομονωμένη μου κατοικία έλεγα την προσευχή του Ιησού έξη χιλιάδες φορές την ημέρα, για μιαν εβδομάδα.

Δεν αισθάνθηκα ούτε την παραμικρή ανησυχία. Δεν έδινα καμμιά σημασία στις επιθέσεις άλλων λογισμών που είχα, παρά μόνο εις την απόφασί μου να εφαρμόσω τις οδηγίες του γέρου οδηγού μου. Και τι έγινε τέλος; Απλούστατα, συνήθισα τόσο πολύ την προσευχή μου αυτή, ώστε όταν συνέβαινε να σταματήσω μια στιγμή, ενόμιζα πως η στιγμή αυτή πήγαινε χαμένη, ενόμιζα πώς κάτι έχανα. Από την ίδια στιγμή που ξανάρχιζα την προσευχή, προχωρούσα εύκολα κι όλο χαρούμενα την κάθε φορά. Όταν συναντούσα τυχόν κάποιον, δεν αισθανόμουν την επιθυμία ούτε να του μιλήσω. Το μόνο που λαχταρούσα ήταν να μένω μόνος και να λέγω την προσευχή του Ιησού Χριστού. Τόσο πολύ την συνήθισα την προσευχή μέσα σε μιαν εβδομάδα!

Ο οδηγός μου δεν με είχε ιδή για δέκα μέρες. Την ενδεκάτη όμως ημέρα ήλθε ο ίδιος να με συναντήση κ’ έμαθε την πρόοδό μου.

Άκουσε με προσοχή όλα όσα του είπα, και μου απήντησε: «Τώρα συνήθισες την νοερά προσευχή, αλλά πρέπει να διατηρήσης την συνήθεια και να την δυναμώσης. Μη χάνης καιρό, λοιπόν, και ζήτησε από σήμερα την βοήθεια του Θεού, να λες εις το εξής την προσευχή δώδεκα χιλιάδες φορές την ημέρα. Μείνε εις την μοναξιά σου, να σηκώνεσαι ενωρίς το πρωί, να κοιμάσαι αργά το βράδυ και νά ‘ρχεσαι κάθε δεκαπέντε ημέρες σε μένα για συμβουλές».

Έκανα όπως με συμβούλευσε. Την πρώτην ημέρα κατώρθωσα να φέρω εις πέρας τις δώδεκα χιλιάδες επικλήσεις αργά το βράδυ. Την δεύτερη ημέρα το ίδιο έγινε ευκολώτερα και με ευχαρίστησι. Εις την αρχή αυτή η πραγματικά ατελείωτη προσευχή μού ‘φερε ωρισμένα συμπτώματα κοπώσεως. Την γλώσσα την αισθανόμουνα σαν μουδιασμένη, είχα ένα στυγνό αίσθημα εις τα σαγόνια μου, εις την αρχή είχα ένα αίσθημα ευχαριστήσεως στον ουρανίσκο που έγινε όμως έπειτα δυσάρεστο από ένα είδος πόνου. Ο αντίχειρ του αριστερού μου χεριού με τον οποίο μετρούσα τις προσευχές εις τους κόμπους του κομποσχοινιού είχε λίγο ματώσει. Το ίδιο μου χέρι είχε ένα γλυκόν ερεθισμό απ’ το κάτω μέρος μέχρι τον αγκώνα. Παρ’ όλα ταύτα όμως, όλα όσα ανέφερα, με παρώτρυναν περισσότερο εις την επανάληψι της επικλήσεως.

Για πέντε ημέρες επανελάμβανα καθημερινά τις δώδεκα χιλιάδες επικλήσεις, και μόλις απέκτησα και την συνήθειαν αυτήν, αισθάνθηκα συγχρόνως και την ευχαρίστησι της ικανοποιήσεως για την επιτυχία μου.

Ενωρίς ένα πρωί, η Προσευχή με εξύπνησε κι άρχισα να λέγω τις συνηθισμένες μου προσευχές του όρθρου, αλλά η γλώσσα μου αδυνατούσε να τις λέγη εύκολα και με ακρίβεια.

Η όλη μου επιθυμία ήταν προσηλωμένη σ’ ένα μόνο πράγμα, εις το να λέγω την προσευχή του Ιησού. Όπως δε προχωρούσα εγέμιζα από χαρά και ανακούφισι.

Τα χείλη μου και η γλώσσα μου προφέρανε τα λόγια αυτά της προσευχής εντελώς αυθόρμητα, χωρίς καμμιά από μέρους μου προσπάθεια.

Επέρασα όλη την ημέραν αυτή σε μια κατάστασι μεγίστης ευχαριστήσεως και είχα την εντύπωσι ότι είχα αποξενωθή από κάθε άλλο πράγμα.

Εζούσα σαν σ’ έναν άλλον κόσμο, και ενωρίς το βραδάκι ετελείωσα τις δώδεκα χιλιάδες επικλήσεις.
Αισθανόμουν την επιθυμία μέσα μου να προχωρήσω, αλλ’ ο Πνευματικός μου οδηγός μου είχεν ειπή να μη ξεπεράσω τις δώδεκα χιλιάδες.

Κάθε μερα έκανα το ίδιο, και τ’ όνομα του Ιησού μου έδινε μεγάλη ετοιμότητα και ευχαρίστησι.
Τέλος, επήγα να ιδώ τον γέρο οδηγό μου και του είπα τα καθέκαστα, ειλικρινά, και με κάθε λεπτομέρεια.

Αυτός με άκουσε και μου είπε: «Να είσαι ευγνώμων εις τον Θεό επειδή σε αξίωσε να έχης την επιθυμία αυτή για την Προσευχή και σε εβοήθησε να προοδεύσης σ’ αυτή, με ευκολία.
»Αυτό είναι η φυσική συνέπεια που ακολουθεί την συνεχή προσπάθεια και τα πνευματικά κατορθώματα.

«Έτσι και μια μηχανή την βάζει κάποιος σε κίνησι, κ’ έπειτα αυτή εργάζεται μόνη της, αλλά για να εξακολουθήση να εργάζεται θέλει λάδωμα και κάθε τόσο ένα καινούργιο ξανάρχισμα.

«Βλέπεις, λοιπόν, πόσα ο Θεός χαρίσματα, με την αγάπη του προς τον άνθρωπο, έχει χαρίσει, όχι μόνο εις την ψυχή του αλλά και στο ανθρώπινο το υλικό του σώμα;

«Βλέπεις τι συναισθήματα είναι δυνατόν να παραχθούν, έστω κ’ έξω απ’ την κατάστασι της Χάριτος του Θεού, σε μια ψυχή αμαρτωλή και υποκείμενη σε πάθη, όπως συ ο ίδιος έλαβες ανάλογη πείρα;

«Αλλ’ ακόμη πόσο θαυμάσιο, πόσον ευχάριστο, και πόσο παρηγορητικό πράγμα είναι, όταν ο Θεός ευαρεστήται να χαρίση το δώρο της αυτοενεργούσης πνευματικής Προσευχής, καθώς και το δώρο της καθάρσεως της ψυχής από κάθε γήϊνη αίσθησι! Είναι μία κατάστασις που είναι αδύνατον να περιγραφή, και η ανακάλυψις αυτού του μυστηρίου της Προσευχής είναι μία πρόγευσις, εις την γη, της ευλογίας των ουρανών, του Παραδείσου.

«Παρόμοια ευτυχία φυλάσσεται γι’ αυτούς που ακολουθούν τον Θεό με απλότητα και αγάπη καρδιάς. Τώρα σου δίνω την άδεια να επαναλαμβάνης την επίκλησι όσο συχνά μπορείς κ’ επιθυμείς. Προσπάθησε κάθε σου στιγμή να είναι αφιερωμένη εις την προσευχή, επικαλέσου το όνομα του Ιησού Χριστού χωρίς να μετράς πόσες φορές και υπόταξε τον εαυτόν σου ταπεινά εις του Θεού την θέλησι, παρακαλώντας Τον για βοήθεια. Είμαι βέβαιος οτι δεν θα σε εγκαταλείψη αλλά θα σε οδηγήση εις το αληθινό μονοπάτι».

Υπό την καθοδήγησιν αυτήν επέρασα όλο το καλοκαίρι με ακατάπαυστη προφορική προσευχή προς τον Ιησού Χριστό και αισθανόμουν απόλυτη ειρήνη εις την ψυχή μου. Εις τον ύπνο μου, πολλές φορές ονειρεύτηκα οτι έλεγα την Προσευχή. Κατά το διάστημα της ημέρας, εάν τύχαινε να συναντήσω κάποιον, οποιοδήποτε ανθρώπινο πλάσμα, χωρίς εξαίρεση, συνέβαινε, να τους αισθάνωμαι όλους αγαπητούς τόσο, σαν να ήσαν από τους πιο στενούς συγγενείς μου.

Αλλά δεν ερχόμουν σε πολλές σχέσεις μαζί τους. Όλες μου οι ιδέες ήταν ήρεμες με το κάθε τι. Δεν εσκεπτόμουν τίποτε άλλο παρά την Προσευχή. Το μυαλό μου ήταν συνεπαρμένο μ’ αυτή και η καρδιά μου άρχισε μόνη της να αισθάνεται, πολλές φορές, θερμότητα και ευφροσύνη. Όταν επήγαινα εις την εκκλησία, η μακρά ακολουθία του μοναστηριού μου φαινόταν σύντομη και ποτέ τώρα δεν μ’ εστενοχωρούσε, όπως συνέβαινε εις το παρελθόν. Η μικρή μου καλύβα μου φαινόταν λαμπρό παλάτι και δεν εύρισκα τρόπο πώς να ευχαριστήσω τον Θεό που έστειλε σ’ εμένα, ένα χαμένον αμαρτωλό, τον άγιο και σοφό Πνευματικό μου οδηγό.

Όμως δεν εχάρηκα πολύ τον γέρον οδηγό και διδάσκαλό μου, που ήταν γεμάτος από θεία σοφία, γιατί εκοιμήθη εις το τέλος του καλοκαιριού. Τον έκλαψα ήρεμα, τον εγέμισα με χαιρετίσματα και ευγνωμοσύνη για την πατρική διδασκαλία που έδωσε εις τον ερειπωμένο εαυτό μου σαν ευλογία και ενθύμιο, παρεκάλεσα δε να μου χαρισθή το κομποσχοίνι που εις τους κόμπους του, εμετρούσε την ιδική του επίκλησι.

Έτσι έμεινα μόνος. Το καλοκαίρι ετελείωσε και μαζί μ’ αυτό και ο κήπος που εφύλαγα. Δεν είχα πια μέρος να μείνω. Ο χωρικός που είχε το κτήμα, με πρόπεμψε δίδοντάς μου λίγα χρήματα και γεμίζοντάς μου το σακκίδιο με παξιμάδι για το ταξείδι μου. Άρχισα πάλι τα ταξείδια μου. Αλλά τώρα δεν εβάδιζα μόνος, όπως πριν, γεμάτος από φροντίδες. Η επίκλησις του ονόματος του Ιησού Χριστού έκανε χαρούμενο τον δρόμο μου. Ο κάθε άνθρωπος που συναντούσα ήταν ευγενικός σε μένα, και ήμουν βέβαιος ότι το κάθε πλάσμα του Θεού, λογικό ή άλογο, μ’ αγαπούσε θερμά.

Όπως περιπλανιώμουνα άρχισα να απορώ, τι να κάνω τα λίγα χρήματα που μου είχε δώσει ο χωρικός. Τι τα ήθελα; Εσταμάτησα για μια στιγμή κ’ εσκέφθηκα. Τώρα πια δεν είχα Πνευματικόν οδηγό. Γιατί τάχα να μην αγόραζα με τα δυο ρούβλια που είχα μια «Φιλοκαλία», και να εξακολουθήσω περισσότερο να διδάσκωμαι απ’ αυτή για την εσωτερική Προσευχή;

Έκανα το σταυρό μου κ’ εξακολούθησα το δρόμο μου με την γνωστήν επίκλησι. Έφθασα σε μια μεγάλη πόλι, όπου εζήτησα εις όλα τα βιβλιοπωλεία το βιβλίο που ήθελα. Εις το τέλος το βρήκα, αλλά μου ζήτησαν τρία ρούβλια ενώ εγώ είχα μόνο δύο. Παζάρευσα για πολλήν ώρα, αλλ’ ο βιβλιοπώλης ήταν ανένδοτος. Τέλος μου είπε: «Πήγαινε εις την εκκλησία εδώ κοντά, και μίλησε σ’ έναν επίτροπο. Αυτός έχει ένα παλιό και λίγο εφθαρμένο σώμα της «Φιλοκαλίας» κ’ ίσως σου το πουλήση για δυο ρούβλια». Επήγα πράγματι και τέλος την αγόρασα. Ήμουν πολύ ευχαριστημένος. Την συμμάζεψα όσο μπορούσα, της έκανα ένα πάνινο κάλυμμα, και την είχα μαζί με την Αγία Γραφή μου.

Τώρα πλέον προχωρώ με την ακατάπαυστην επανάληψι της Προσευχής του Χριστού, που είναι για μένα το πιο πολύτιμο πράγμα εις τον κόσμον αυτό.

Μερικές φορές βαδίζω πενήντα έως πενήντα πέντε χιλιόμετρα την ημέρα και αισθάνομαι ότι δεν περπατώ καθόλου, επειδή το μόνο γεγονός που καταλαβαίνω είναι η προσευχή.

Όταν το πικρό κρύο με περονιάζη, αρχίζω την προσευχή του Χριστού και μια γλυκεία θερμότης απλώνεται σε όλο το κορμί μου. Όταν η πείνα αρχίζη να με κυριεύη, το όνομα του Ιησού με κάνει να την λησμονώ εντελώς. Όταν οι ρευματισμοί απλώνωνται εις τα πόδια και την πλάτη μου, προσηλώνω τις σκέψεις μου εις την Προσευχή του Ιησού κ’ έτσι δεν αισθάνομαι τον πόνο.

Όταν κανείς μου κάνη κακό, σκέπτομαι αμέσως, «πόσο γλυκειά είναι του Ιησού η Προσευχή» και η βλάβη ή η προσβολή, φεύγουν και εξαφανίζονται. Δεν με ενδιαφέρει τίποτα από τις φασαρίες του κόσμου αυτού. Το μόνο που με ικανοποιεί, είναι να βρίσκωμαι μόνος, να προσεύχωμαι αδιάλειπτα, και κάνοντας αυτό γεμίζω από χαρά. Ο Θεός γνωρίζει τι μεγάλο πράγμα έχει συντελεσθή σε μένα τον αμαρτωλό.

Βεβαίως όλα αυτά που μου συμβαίνουν είναι φυσικά και γήϊνα όπως ο Πνευματικός μου οδηγός είχεν ειπή. Είναι μια τεχνητή κατάστασις η οποία ακολουθεί την οδό της κατά φυσικό τρόπο. Αλλά εγώ λόγω της αναξιότητός μου και της αμυαλωσύνης μου δεν τολμώ μόνος μου να προχωρήσω, να μάθω περισσότερα και να εφαρμόσω εις τα βάθη της καρδιάς μου την πνευματική προσευχή, περιμένοντας να μου δώση ο Θεός την ευκαιρία.

Εις το μεταξύ αναπαύομαι με την ελπίδα που έχω εις τις προσευχές του Πνευματικού μου διδασκάλου, για μένα. Έτσι, αν και δεν έχω ακόμη φθάσει εις το ύψος της αδιαλείπτου πνευματικής προσευχής, που είναι η αυτοενέργεια της καρδιάς, όμως ευχαριστώ τον Θεό, επειδή τώρα αντιλαμβάνομαι την έννοια των λόγων του Αποστόλου «αδιαλείπτως προσεύχεστε».

———————————————————-
πηγή: Ανωνύμου, «Οι Περιπέτειες ενός προσκυνητού», μεταφρ. Μητροπολίτου Κορίνθου Παντελεήμονος Καρανικόλα, εκδ. Παπαδημητρίου, 1998, σελίδες 7-28
 
http://paterikakeimena.blogspot.gr/2011/08/1_31.html
http://www.hristospanagia.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου