Εδώ θα βρείτε το Α΄ μέρος
Επεσκέφθηκα για κάμποσο καιρό διάφορες περιοχές έχοντας, για συνταξειδιώτη μου την προσευχή του Ιησού Χριστού που με εγκαρδίωνε και μ’ επαρηγορούσε σε όλα μου τα ταξείδια, σε όλες μου τις συναντήσεις με άλλους ανθρώπους εις τις μακρές μου πορείες.
Επεσκέφθηκα για κάμποσο καιρό διάφορες περιοχές έχοντας, για συνταξειδιώτη μου την προσευχή του Ιησού Χριστού που με εγκαρδίωνε και μ’ επαρηγορούσε σε όλα μου τα ταξείδια, σε όλες μου τις συναντήσεις με άλλους ανθρώπους εις τις μακρές μου πορείες.
Τέλος, όμως, άρχισα να αισθάνωμαι
την ανάγκη να σταματήσω κάπου και να εγκατασταθώ σε έναν τόπο, για να
μπορώ έτσι εις την μοναξιά μου να μελετώ την «Φιλοκαλία».
Αν και την εδιάβαζα όσο μπορούσα,
όπου κατέφευγα τη νύκτα ή όπου για λίγο εστεκόμουν την ημέρα, όμως,
επιθυμούσα να την διεξέλθω όσο πιο βαθύτερα ήτο δυνατόν, με πίστι και
εγκάρδια προσευχή, για να μάθω απ’ την μελέτη της, την διδασκαλία της
για την αλήθεια και για την σωτηρία της ψυχής μου.
Αλλ’ όσο κι αν εφρόντιζα, όσο κι
αν το επιθυμούσα δεν ημπόρεσα να βρω το καταφύγιο που ζητούσα, γιατί
αδυνατούσα να βρω δουλειά, επειδή το αριστερό μου χέρι ήταν μισοπαράλυτο
από τότε που ήμουν παιδί ακόμη.
Έτσι, εσκέφθηκα κι απεφάσισα να πάω εις την Σιβηρία για να προσκυνήσω τον τάφο του αγίου Ιννοκεντίου, εις το Ιρκούτσκ.
Κατέληξα εις την απόφασιν αυτή,
γιατί θα μπορούσα εις τα δάση και τις Σιβηριανές στέππες, να ταξειδεύω
με μεγάλην ησυχία κ’ έτσι θα είχα μια πολύ καλήν ευκαιρία για την μελέτη
και την Προσευχή μου. Άρχισα, λοιπόν, το ταξείδι μου κ’ έλεγα, όπως
προχωρούσα, την προφορική επίκλησι χωρίς να σταματώ καθόλου.
Ύστερα από λίγο χρονικό διάστημα είχα το συναίσθημα ότι η Προσευχή του Χριστού, πέρασε κάπως, από τα χείλη εις την καρδιά μου, κι αυτό εσήμαινεν ότι με τον κάθε φυσικό κτύπο της καρδιάς μου αυτόματα ελέγοντο οι λέξεις της Προσευχής, όπως π. χ. ένα, Κύριε, δύο, Ιησού, τρία, Χριστέ κ.ο.κ. Είχα σταματήσει να λέγω την Προσευχή με τα χείλη μου και απλώς άκουγα αυτό που η καρδιά μου έλεγε με τους κτύπους της. Μου φαινόταν ότι τα μάτια μου έβλεπαν ολόϊσα μέσ’ στην καρδιά μου και θυμώμουν έντονα τα λόγια του μακαρίτη του οδηγού μου που μου είχε μιλήσει γι’ αυτή την χαρά.
Έπειτα αισθάνθηκα μέσ’ στην καρδιά μου κάτι σαν ελαφρό πόνο, μα εις τις σκέψεις μου επικρατούσε τόση μεγάλη αγάπη για τον Χριστό, ώστε εδημιουργούσα μέσα μου την εικόνα ότι έβλεπα τον εαυτόν μου ριγμένο εις τα πόδια Του, χωρίς να τ’ αφήνω απ’ τ’ αγκαλιάσματα και τα τρυφερά φιλιά. Έβλεπα, με τα μάτια της ψυχής μου, ότι τον ευχαριστούσα με θερμά δάκρυα επειδή με την μεγάλη Χάρι Του και την αγάπη, με αξίωσε να βρω τόση μεγάλη παρηγοριά εις το Όνομά Του, εγώ ένα αμαρτωλό και ανάξιο πλάσμα. Σαν συνέχεια ήλθε εις την καρδιά μου μια θεία θερμότης που απλώθηκε σ’ όλο μου το στήθος.
Αυτό μ’ εκίνησε σε ακόμη στενότερη μελέτη της «Φιλοκαλίας», με τον σκοπό να εξετάζω τα συναισθήματά μου και να κάνω μια ολοκληρωμένη μελέτη της άφωνης και μυστικής προσευχής της καρδιάς.
Η γνώμη μου ήταν, μήπως χωρίς παρόμοια εξέτασι έπεφτα θύμα της ομορφιάς της Προσευχής ή μήπως έπαιρνα κατά λάθος ορισμένα φυσικά φαινόμενα ως αποτελέσματα της χάριτος του Θεού κι ακόμη, μήπως με κατελάμβανε χωρίς να το καταλάβω, υπερηφάνεια για το κατόρθωμά μου αυτό, της Προσευχής.
Γι’ αυτούς τους κινδύνους ο μακαρίτης Πνευματικός μου οδηγός μου είχε μιλήσει όταν εζούσε.
Τώρα απεφάσισα να περπατώ περισσότερο εις το διάστημα της νύκτας για να διαβάζω απ’ την «Φιλοκαλία» την ημέρα, κάτω απ’ τις σκιές των δένδρων των πυκνών δασών.
Ω! τι σοφία, ανεκάλυπτα κατά την μελέτη μου αυτή, σοφία που ούτε καν την είχα πριν υποπτευθή. Εντρυφώντας εις τα βάθη της σοφίας αυτής αισθανόμουν ευτυχία, που ποτέ δεν θα μπορούσα ούτε να την φαντασθώ.
Είν’ αλήθεια ότι μερικά χωρία, πολύ απείχαν από του να τα κατανοήσω, αλλ’ η Προσευχή της καρδιάς μου, έκανε ώστε να ξεκαθαρίζω κάπως αυτά, που τέλεια δεν ημπορούσα να τα συλλάβω με το μυαλό μου.
Άλλοτε πάλι, αν και σπάνια, έβλεπα εις τον ύπνο μου τον μακαρίτη τον Πνευματικό μου οδηγό να μου εξηγή πολλές δυσκολίες, και να καθοδηγή την άξεστή μου ύπαρξι, όλο και περισσότερον εις την ταπείνωσι.
Εις αυτή την κατάστασι της ουρανίου ευλογίας επέρασαν περισσότερο από δυο μήνες απ’ το καλοκαίρι. Το περισσότερο μέρος του χρόνου στο διάστημα αυτό, εβάδιζα μέσα από συντομώτερα μονοπάτια των δασών. Σαν έφθασα σ’ ένα χωριό εζήτησα μόνο λίγο παξιμάδι και μια χούφτα αλάτι, εγέμισα δε και το παγούρι μου με νερό κ’ εξεκίνησα για άλλα εκατό χιλιόμετρα ταξείδι.
Κατά το τέλος του καλοκαιριού εδέχθηκα επίθεσι ενός πειρασμού, που ήταν αποτέλεσμα ισως αμαρτιών της αθλίας ψυχής μου, ή ανάγκης για την πνευματική μου ζωή, ή και ανάγκης για απόκτησι διδασκαλίας από την πείρα. Μου συνέβη, λοιπόν, το εξής: Μιά ημέρα εβάδιζα εις τον αμαξωτό δρόμο την ώρα που έπεφτε το λυκόφως, όταν συνήντησα δυό ανθρώπους με ξυρισμένα κεφάλια. Ήλθαν ίσια κατεπάνω μου. Τους επήρα για στρατιώτες. Μου εζήτησαν χρήματα. Όταν τους είπα οτι δεν είχα ούτε μια πεντάρα επάνω μου, δεν μ’ επίστεψαν και μου φώναξαν άγρια: «Όλοι σεις οι προσκυνηταί είσθε ψεύτες και μαζεύετε ένα σωρό λεφτά, ζητιανεύοντας». «Γιατί να συζητούμε μαζί του»; είπε μετά ο ένας απ’ τους δύο και μούδωσε ένα κτύπημα στο κεφάλι με το δρύινο ραβδί του, αφήνοντάς με αναίσθητο. Δεν ηξεύρω πόσην ώρα έμεινα αναίσθητος αλλ’ όταν συνήλθα ήμουν ξαπλωμένος εις την άκρη του δάσους δίπλα εις τον αμαξωτό δρόμο και αντελήφθηκα ότι με είχαν ληστέψει. Το σακκίδιό μου είχε κάνει φτερά και το μόνο που έμεινε απ’ αυτό ήταν τα υπόλοιπα κορδόνια μου επάνω εις την πλάτη μου, κομμένα με μαχαίρι.
«Δόξα τω Θεώ» που δεν μου είχαν πάρει το βιβλιάριο με την ταξιδιωτική μου άδεια, γιατί το είχα μέσα εις το γούνινο καπέλλο μου, για ευκολία να το δείχνω αμέσως όταν μου το ζητούσαν. Σηκώθηκα με πικρά δάκρυα, όχι τόσο για τον πόνο εις το κεφάλι μου, όσο για το χάσιμο των βιβλίων μου, της Αγίας Γραφής και της «Φιλοκαλίας» μου, που τα είχα μέσ’ στο σακκίδιό μου και μου τα είχαν κλέψει μαζί του.
Όλην αυτή την ημέρα δεν εσταμάτησα να κλαίω και να θρηνώ. Πού να βρισκόταν η Βίβλος μου τώρα, που την είχα μαζί μου και την εδιάβαζα απ’ τα μικρά μου χρόνια; Πού να ήταν η «Φιλοκαλία» μου, που είχα πάρει τόση μεγάλη πνευματικήν ωφέλεια απ’ το διάβασμά της και παρηγοριά; Ω! ο δυστυχής εγώ, που έχασα τον πρώτο και τον τελευταίο θησαυρό μου, πριν ακόμη γεμίσω την ψυχή μου μ’ αυτούς. Καλύτερα να με είχαν σκοτώσει, παρά που έμεινα χωρίς την πνευματική τους τροφή, επειδή νομίζω πως ποτέ δεν θα μπορέσω να βρω χρήματα για να ξαναγοράσω βιβλία σαν κι αυτά.
Επί δυο ημέρες έσερνα κυριολεκτικά το κορμί μου εις το δρόμο και ήμουν τόσο συντετριμμένος απ’ το βάρος της ατυχίας μου, ώστε την τρίτην ημέρα εξαντλήθηκα τελείως. Εστάθηκα κ’ εξάπλωσα εις την σκιά ενός θάμνου, όπου μ’ επήρε ο ύπνος. Εις τον ύπνο μου είδα όνειρο. Είδα πως ευρέθηκα πάλι στο μοναστήρι, εις το κελλί του Πνευματικού μου οδηγού και έκλαιγα γι’ αυτά που μου πήραν.
Ο Γέροντας προσπαθούσε να με παρηγορήσει. «Ας σου γίνη αυτό ένα μάθημα», μου είπε, «που θα σε διδάξη την αποξένωσι από τα γήϊνα πράγματα, επειδή χωρίς αυτά καλύτερα προχωρείς προς τον ουρανό. Αυτό έγινε κατά παραχώρησι, για να σε προλάβη από την πτώσι, που είναι η απλή και σκέτη ευχαρίστησι για τα πνευματικά. Ο Θεός θέλει τον χριστιανό να πετάξη εντελώς από πάνω του, όλες τις επιθυμίες του, τις ευχαριστήσεις, τους συνδέσμους, και να υποτάξη τον εαυτόν του τέλεια εις την θεία θέλησι. Αυτός κατευθύνει κάθε γεγονός για την βοήθεια και την σωτηρία του ανθρώπου, Αυτός, θέλει πάντας σωθήναι».
«Έχε θάρρος, λοιπόν, και πίστευε ότι ο Θεός επιτρέπει τον πειρασμό αλλά και λυτρώνει απ’ αυτόν. Παραχωρεί «σύν τω πειρασμώ και την έκβασιv.». Γρήγορα θα πάρης πολύ περισσότερη χαρά από όση λύπη έχεις τώρα». Σ’ αυτά τα λόγια εξύπνησα και αισθάνθηκα οτι είχα ξαναποκτήσει τις δυνάμεις μου και οτι η ψυχή μου είχε πάρει φως και ειρήνη. Κύριε, «γενηθήτω το θέλημά Σου» είπα, έκανα το σταυρό μου κ’ εσηκώθηκα κ’ εσυνέχισα τον δρόμο μου. Η Προσευχή άρχισε πάλι να κτυπά μαζί με τους παλμούς της καρδιάς μου κ’ εβάδισα τρεις ημέρες με ειρήνη εις την ψυχή μου.
Αμέσως με το ξεκίνημά μου διεσταυρώθηκα εις τον δρόμο με μιαν ομάδα από κατάδικους που μετεφέροντο υπό συνοδείαν. Όταν επλησίασα, ανεγνώρισα μέσα σ’ αυτούς και τους δυο ανθρώπους που με είχαν ληστέψει. Ήσαν κ’ οι δυο στην εξωτερική γραμμή της παρατάξεως. Έπεσα σχεδόν εις τα πόδια τους, παρακαλώντας θερμά να μου πουν, τι έκαναν τα βιβλία μου. Εις την αρχή δεν μού έδωσαν σημασία αλλά τέλος ένας απ’ αυτούς μου είπε: «Εάν μας δώσης κάτι, θα σου πούμε που είναι τα βιβλία σου. Δώσε μας ένα ρούβλι». Τους εβεβαίωσα πώς για την αγάπη του Χριστού, αν μπορούσα, θα το ζητιάνευα ένα ρούβλι να τους το δώσω και τους προσέφερα το διαβατήριό μου για ενέχυρο. Έτσι μου είπαν ότι τα βιβλία μου ήσαν εις τις αποσκευές που ακολουθούσαν τους καταδίκους, μαζί με άλλα κλεμμένα αντικείμενα.
«Πώς θα μπορέσω να τα πάρω;» ερώτησα. «Παρακάλεσε τον αξιωματικό της συνοδείας» μου απήντησαν, και έσπευσα να τον βρω και να τον παρακαλέσω. «Λες αλήθεια πως ξεύρεις να διαβάζης την Αγία Γραφή»; μ’ ερώτησε. «Μάλιστα», απήντησα, «και όχι μόνο μπορώ να διαβάζω καλά, αλλά, ξεύρω και να γράφω. Εις το Ευαγγέλιό μου πάνω, υπάρχει η υπογραφή μου για να σε βεβαιώση ότι είναι δικό μου. Να το διαβατήριό μου με το όνομα και το επώνυμό μου».
Μετά από αυτά ο αξιωματικός μου είπεν ότι οι λωποδύται ήσαν λιποτάκται, εκρύβοντο σε μια λασπωμένη καλύβα του δάσους και είχαν ληστέψει πολλούς διαβάτες, αλλά ένας έξυπνος αμαξάς όταν του επετέθησαν χθες, κατώρθωσε να τους πιάση και να τους δέση. «Εν τάξει» προσέθεσε «θα σου δώσω τα βιβλία σου, αλλά πρέπει να έλθης μαζί μας μέχρι τον πρώτο σταθμό που θα κάνουμε για την νύχτα. Είναι μόλις τριάμιση χιλιόμετρα απ’ εδώ, και θα σταματήσουμε εκεί, γιατί εδώ εις την μέση του δρόμου δεν ημπορούμε να διακόψουμε την πορεία».
Με μεγάλη χαρά επεζοπόρησα δίπλα του και κουβεντιάζαμε, εγώ πεζός κι αυτός επάνω εις το άλογό του. Ήταν ευγενικός, φαινόταν ειλικρινής και είχε περάσει την πρώτη του νιότη. Μ’ ερωτούσε από που ερχόμουν και πού επήγαινα. Απήντησα σ’ όλες τις ερωτήσεις του χωρίς να κρύψω το παραμικρό κ’ έτσι εφθάσαμε εις το σπίτι που θα γινόταν η στάθμευσις για την διανυκτέρευσι. Ευρήκε τα βιβλία μου και μου τα έδωσε πίσω, λέγοντας: «Πού να πας τώρα νύχτα καιρό; Κάθησε εδώ και κοιμήσου σ’ αυτό εκεί το δωματιάκι». Με έπεισε να μείνω.
Τώρα που είχα βρη τα βιβλία μου ήμουν τόσον ευτυχής ώστε δεν ήξευρα πραγματικά πώς να ευχαριστήσω τον Θεό.
Έσφιξα τα βιβλία εις το στήθος μου και τα κράτησα εκεί τόσον, ώσπου τα χέρια μου μουδιάσανε. Έχυσα δάκρυα χαράς, και η καρδιά μου κτυπούσε με ευφροσύνη. Ο αξιωματικός με παρακολουθούσε και είπε: «Πρέπει όπως βλέπω, να αγαπάς πάρα πολύ την ανάγνωσι της Γραφής». Αλλ’ η χαρά μου ήτο τόσο μεγάλη ώστε δεν ημπόρεσα να του απαντήσω και αισθανόμουν διάθεσι να κλάψω.
Έπειτα προχώρησε λέγοντάς μου: «Κ’ εγώ διαβάζω τακτικά, κάθε μέρα το Ευαγγέλιο» και έβγαλε ένα μικρό βιβλιαράκι που είχε τα τέσσερα Ευαγγέλια, τυπωμένο εις το Κίεβο και δεμένο με αργυρές πλάκες. «Κάθησε», εξακολούθησε, «και θα σου πω τι μου συνέβη κάποτε.
«Φέρετέ μας κάτι να φάμε για βράδυ», εφώναξε δυνατά κ’ επλησιάσαμε εις το τραπέζι ενώ συγχρόνως, άρχιζε την ιστορία του.
«Όταν ήμουν νέος υπηρετούσα εις τον στρατό έξω εις την ύπαιθρο, όχι στα γραφεία. Ήμουν καλός εις την δουλειά μου και οι ανώτεροί μου αξιωματικοί με αγαπούσαν γιατί ήμουν ένας ευσυνείδητος ανθυπολοχαγός. Ήμουν ακόμη νέος όπως και οι φίλοι μου. Δυστυχώς όμως άρχισα να πίνω και σιγά – σιγά το πάθος του ποτού γιγάντωσε μέσα μου. Όταν δεν ήμουν κάτω απ’ την επήρεια του οινοπνεύματος ήμουν τακτικός και καλός αξιωματικός, αλλ’ όταν έπινα εγινόμουν ανίκανος για κάθε τι, για πολλές μέρες κάθε φορά.
Με ανέχθηκαν για αρκετόν καιρόν αλλά μια φορά ύστερα από πολύ ποτό, ασέβησα άσχημα εις τον διοικητή μου κ’ ετιμωρήθηκα με φυλάκισι και υποβιβασμό εις την τάξι του στρατιώτου, για τρία χρόνια. Απειλήθηκα με ακόμη βαρύτερη τιμωρία αν εξακολουθούσα να παραδίδωμαι εις το πάθος μου αυτό της μέθης. Παρ’ όλες τις ποινές όμως και τις απειλές δεν ημπορούσα να κυριαρχήσω εις τον εαυτό μου και να θεραπευθώ από το καταραμένο πάθος.
Επιχειρούσα, αλλά κάθε φορά απετύγχανα. Οι ανώτεροί μου απογοητευμένοι από την κατάστασί μου απεφάσισαν να με στείλουν σε σωφρονιστικές φυλακές. Όταν το έμαθα αυτό, το μυαλό μου πήγε να σταματήση. Ήμουν απορροφημένος σε θλιβερές σκέψεις μέσ’ στο στρατώνα, όταν ήλθε εκεί ένας μοναχός που έκανε εράνους για μιαν εκκλησία. Καθένας μας τούδωσε ό,τι μπορούσε.
Έπειτα ο μοναχός αυτός ήλθε κοντά μου και μ’ ερώτησε γιατί ήμουν τόσο θλιμμένος. Του είπα τι μου συνέβαινε και αυτός με συμπάθησε πολύ για τη δυστυχία μου και μου είπε: «Το ίδιο συνέβηκε, κάποτε με τον αδελφο μου. Τι νομίζεις, όμως, ότι τον εβοήθησε; Ο πνευματικός του του έδωσε ένα Τετραυάγγελο με αυστηρό κανόνα να διαβάζη ένα κεφάλαιο, χωρίς ούτε μιας στιγμής καθυστέρησι, κάθε φορά που θα αισθανόταν την επιθυμία να πιη.
Εάν η επιθυμία εξακολουθούσε, έπρεπε να προχώρηση εις το διάβασμα και άλλου κεφαλαίου και άλλου, μέχρις ότου το πάθος θα αναχαιτιζόταν. Ο αδελφός μου ακολούθησε πιστά την συμβουλή του πνευματικού του και έπειτα από λίγον καιρό κατώρθωσε να απαλλαγή απ’ το πάθος του ποτού.
Πάνε δεκαπέντε περίπου χρόνια από τότε και τα χείλη του δεν άγγιξαν ούτε σταλαγματιά από οποιοδήποτε ποτό. Κάνε το ίδιο, και θα δης ότι και συ θα γλυτώσης από την δυστυχίαν αυτή. Έχω ένα Τετραυάγγελο και θα έλθω επίτηδες πάλι, για να σου το φέρω.
»Τον άκουσα με προσοχή και μόλις ετελείωσε του είπα: «Πώς θα μπορέσουν τα Ευαγγέλιά σου να με βοηθήσουν αφού όλες οι προσπάθειες οι δικές μου και των γιατρών απέτυχαν από του να με σώσουν απ’ το πάθος του ποτού»; Εμίλησα κατ’ αυτόν τον τρόπο γιατί δεν ήξευρα τι είναι το Ευαγγέλιο και δεν το είχα ποτέ διαβάσει». «Μή το λες αυτό», μου είπεν, ο μοναχός, «σε βεβαιώνω εγώ ότι θα σε βοηθήση», και την άλλη μέρα μου έφερε το Τετραυάγγελο.
»Το άνοιξα, έρριξα μια ματιά μέσα και είπα: «Δεν το παίρνω, γιατί πώς θα το χρησιμοποιήσω μή γνωρίζοντας, όπως οι ιερωμένοι, την παλαιοσλαυονική γλώσσα»; Όμως ο μοναχός προχώρησε για να με βεβαιήση ότι οι λέξεις αυτές καθ’ εαυτές του Ευαγγελίου, είναι γεμάτες από θεία χάρι, και έχουν θεία δύναμι, επειδή με αυτές είναι γραμμένο εκείνο που ο ίδιος ο Θεός παρέδωσε και απεκάλυψεν εις τους ανθρώπους. «Δεν πειράζει αν εις την αρχή δεν καταλαβαίνεις καλά, μόνον, προχώρησε εις το διάβασμα με επιμέλεια.
Ένας άγιος μοναχός είπε κάποτε: «Εάν συ δεν καταλαβαίνης τις λέξεις του Ευαγγελίου του Λόγου του Θεού, τα πονηρά πνεύματα καταλαβαίνουν τι διαβάζεις και τρέμουν». Το πάθος σου για το ποτό είναι οπωσδήποτε σατανική ενέργεια. Θα σου πω και κάτι άλλο. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος γράφει, ότι και εις το δωμάτιο όπου φυλάσσεται ένα Ευαγγέλιο τα πνεύματα του σκότους κρατούνται έξω απ’ αυτό με τη δύναμί του, μέσα δε εκεί τρέμουν και το σκέπτονται πολύ να κάνουν κακό».
»Έδωσα λίγα χρήματα εις τον μοναχό, δεν θυμάμαι πόσα, και αγόρασα το Τετραυάγγελο, το έβαλα μέσα σ’ ένα μπαούλο με άλλα πράγματα και το εξέχασα εκεί. Σε λίγο μια ταραχή για το πάθος του ποτού άρχισε να με φοβίζη. Μια ακατανίκητη επιθυμία για να πιω μ’ έκανε ώστε, σαν τυφλός να σπεύσω να ανοίξω το μπαούλο για να πάρω κάμποσα χρήματα και να τρέξω στο ποτό. Αλλά τα μάτια μου έπεσαν αμέσως στο Τετραυάγγελο και σε μια στιγμή πέρασαν ζωηρά μέσ’ στο μυαλό μου όλα αυτά που ο μοναχός μου είχεν ειπή.
Άνοιξα το βιβλίο κι άρχισα να διαβάζω απ’ το πρώτο κεφάλαιο του ευαγγελιστού Ματθαίου. Έφθασα εις το τέλος του κεφαλαίου αυτού χωρίς να καταλάβω ούτε μία λέξι, αλλά θυμήθηκα πως ο μοναχός μου είχεν ειπή: «Μη στενοχωρήσαι αν δεν καταλαβαίνης αυτά που διαβάζεις, μόνο προχώρησε εις το διάβασμα με επιμέλεια». Εμπρός, είπα στον εαυτό μου, θα διαβάσω και το δεύτερο κεφάλαιο. Τώρα διαβάζοντας άρχισα κάπως να καταλαβαίνω κάτι.
»Έτσι συνέχισα το τρίτο κεφάλαιο κ’ έπειτα ξαφνικά σήμανε το σιωπητήριο του στρατοπέδου. Τώρα πλέον δεν επετρέπετο η έξοδος σε κανένα κ’ έπρεπε όλοι να πανε για ύπνο. Όταν εξύπνησα το πρωί, μαζί μου ξύπνησε και η ανεκπλήρωτη επιθυμία για να πιω, όμως, ξαφνικά, εσκέφθηκα να διαβάσω ακόμη ένα κεφάλαιο, για να έβλεπα, τέλος πάντων, ποιά θα ήτο η αποτελεσματικότης του Ευαγγελίου. Το εδιάβασα πράγματι, ηρέμησα για λίγο και δεν επήγα να αγοράσω ποτό. Ξαναγιγάντωσε σε λίγο μέσα μου η επιθυμία, αλλά ξαναδιάβασα ακόμη ένα κεφάλαιο και αισθάνθηκα ανακούφισι. Αυτό μου έδωσε θάρρος κ’ έκτοτε κάθε φορά που αισθανόμουν τον πειρασμό του πάθους της μέθης να με κυριεύη, εδιάβαζα ένα κεφάλαιο από εκεί που είχα μείνει και κάθε φορά υπερνικούσα το πάθος.
»Το περισσότερο δε, όσο επερνούσεν ο καιρός, τόσο και η κατάστασίς μου καλυτέρευε και όταν πάνω-κάτω ετελείωνα την ανάγνωσι των τεσσάρων Ευαγγελίων, τελείωνα και με το πάθος μου, που προχωρούσε ραγδαία προς τα πίσω, κοντεύοντας ν’ ανήκη πια εις το παρελθόν.
»Σε λίγον καιρό σιχαινόμουνα το ποτό και είναι είκοσι περίπου χρόνια, αφ’ ότου ούτε μια σταγόνα δεν έβαλα στο στόμα μου.
»Όλοι εκπλαγήκανε για την μεταβολή μου αυτή. Τρία χρόνια αργότερα επανήλθα εις τον βαθμό μου, προβιβάστηκα έπειτα και τέλος, ξαναμπήκα εις την σειρά προαγωγής που μου ανήκε, αλλά που την είχα χάσει εξ αιτίας του ποτού. Έπειτα παντρεύτηκα, και ζω ευλογημένα με την σύζυγο μου, έχουμε ολα τα καλά και δοξάζουμε τον Θεόν που μας έδωσε άφθονα τα πάντα. Βοηθούμε τους πτωχούς κατά δύναμι και φιλοξενούμε όταν μπορούμε τους προσκυνητάς. Έχω κ’ ένα γυιό αξιωματικό, πρώτης τάξεως παιδί. Σημείωσε όμως και το εξής: Αφ’ ότου θεραπεύθηκα απ’ το πάθος του ποτού έκανα τάμα να διαβάζω με τη σειρά, ένα ολόκληρο Ευαγγέλιο απ’ τα τέσσερα, κάθε μέρα, κάθε είκοσι τέσσερεις ωρες, ώσπου να κλείσω τα μάτια μου και φύγω απ’ τον κόσμο αυτό.
«Τίποτε εις τον κόσμο δεν ημπορεί να με εμποδίση από του να τηρώ κάθε μέρα το τάξιμό μου αυτό. Όταν είμαι καμμιά φορά πολύ κουρασμένος, ξαπλώνω και παρακαλώ τη γυναίκα μου να διαβάζη, ώστε ποτέ να μη χαλάσω τον κανόνα που έχω καθιερώσει. Για ευγνωμοσύνη και δοξολογία προς τον Θεό, το έντυσα αυτό το Τετραυάγγελο με καθαρό ασήμι, και το έχω πάντοτε μαζί μου μέσα εις την επάνω τσέπη του σακκακιού μου».
Άκουσα με πολλή χαρά όλη την ιστορία αυτή, και του είπα ότι κ’ εγώ ήξευρα μιά παρόμοια περίπτωσι. «Εις ένα εργοστάσιο εις το χωριό μου, ήταν ενας τεχνίτης πολύ ικανός, καλός κ’ ευγενής άνθρωπος. Δυστυχώς όμως έπινε και συχνά μάλιστα. Ένας θεοφοβούμενος άνθρωπος μια μέρα, τον συνεβούλευσε, ώστε όταν επρόκειτο να τον καταλάβη η επιθυμία τού ποτού να επαναλαμβάνη την προσευχή του Ιησού Χριστού τριάντα τρείς φορές, προς τιμήν της Αγίας Τριάδος και εις ανάμνησιν των τριάντα τριών ετών της ζωής του Χριστού.
»Η συμβουλή του έγινε ακουστή, και ο άνθρωπος με το πάθος την εφήρμοσε, και αλήθεια, πολύ σύντομα απαλλάχτηκε απ’ αυτό.
«Τρία χρόνια αργότερα ο άνθρωπος αυτός ελεύθερος πια, αφιέρωσε εις τον Θεό τον εαυτόν του και εκλείστηκε σ’ ένα μοναστήρι».
«Και ποιό είναι καλύτερο, να επαναλαμβάνη κανείς την Προσευχή του Χριστού, ή να διαβάζη από τα Ευαγγέλια»; μ’ ερώτησε ο αξιωματικός.
«Είναι το ίδιο», απήντησα. «Ό,τι είναι το Ευαγγέλιο είναι και η Προσευχή του Χριστού, επειδή το θείον όνομα του Ιησού Χριστού κατέχει μέσα του όλη την ευαγγελική αλήθεια. Οι άγιοι Πατέρες λέγουν ότι η Προσευχή του Χριστού είναι η περίληψις του Ευαγγελίου».
Μετά την συνομιλία μας εκάναμε την προσευχή μας και ο ταγματάρχης άρχισε να διαβάζη το Ευαγγέλιο του ευαγγελιστού Μάρκου απ’ την αρχή του, ενώ εγώ άκουγα λέγοντας την «Προσευχή» μέσ’ στην καρδιά μου.
Εις τας δύο μετά τα μεσάνυκτα ετελειώσαμε κ’ επήγε ο καθένας να κοιμηθή.
Εσηκώθηκα, όπως συνήθως, ενωρίς το πρωί. Όλοι εκοιμούντο ακόμη. Όταν άρχισε να φέγγη λίγο, επήρα εις τα χέρια μου με χαρά την αγαπημένη μου «Φιλοκαλία». Με τι ευχαρίστησι την άνοιξα! Δεν θα εχαιρόμουν τόσο, ούτε και τον πατέρα μου αν έβλεπα ή τον πιο αγαπημένο μου φίλο, να νεκραναστένωνται. Την ασπάστηκα και ευχαρίστησα τον Θεό που μου την ξαναχάρισε.
Άρχισα αμέσως να διαβάζω από τον Θεόληπτο Φιλαδελφείας, εις το δεύτερο μέρος του βιβλίου. Η διδασκαλία του με εξέπληξε, όταν εδιάβασα που έγραφε ότι ένα και το αυτό πρόσωπο μπορεί συγχρόνως να απασχολήται με τρία διαφορετικά πράγματα, να τρώη όταν κάθεται στο τραπέζι, να ακούη ανάγνωσι και συγχρόνως να προσεύχεται με το μυαλό του. Αλλά η ανάμνησις της τόσον ευχάριστης προηγουμένης βραδυάς, με έκανε, από την ίδια μου την πείρα, να καταλάβω την έννοια της σκέψεως αυτής του Θεόληπτου και ακόμη κατάλαβα ότι το μυαλό και η καρδιά είναι διαφορετικά πράγματα.
Όταν ο ταγματάρχης εσηκώθηκε, επήγα να τον ευχαριστήσω για την καλωσύνη του και να τον αποχαιρετήσω.
Μου έδωσε τσάϊ κ’ ένα ρούβλι και με κατευώδωσε.
Άρχισα τον δρόμο μου πάλι, ευχαριστημένος. Είχα προχωρήσει δυό χιλιόμετρα, όταν εθυμήθηκα ότι είχα ύποσχεθή εις τους λιποτάκτας ένα ρούβλι και να που το ρούβλι μου είχε έλθει, χωρίς να το ζητήσω από πουθενά.
Επρεπε να το δώσω ή όχι; Εις την αρχή εσκέφθηκα ότι αυτοί μ’ εκτύπησαν και με ελήστευσαν. Έπειτα, σε τι θα τους εχρησίμευε το ρούβλι αυτό αφού ήσαν φυλακισμένοι; Αργότερα όμως έκανα άλλες σκέψεις, θυμήθηκα ότι είναι γραμμένο εις την Καινή Διαθήκη, «εάν πεινά ο εχθρός σου ψώμιζε αυτόν», θυμήθηκα ότι και ο ίδιος ο Χριστός είπε: «αγαπάτε τους εχθρούς υμών».
Εγύρισα πίσω και μόλις έφθασα εις το σπίτι του αξιωματικού όλοι οι κατάδικοι ήσαν έτοιμοι για να ξαναρχίσουν τον δρόμο τους. Επήγα γρήγορα κοντά σ αυτούς τους δυό στρατιώτες και τους έδωσα το ρούβλι λέγοντας: «Μετανοείτε και προσεύχεστε· ο Χριστός αγαπά όλους τους ανθρώπους και δεν θα σας εγκαταλείψη ποτέ» κι αμέσως τους άφησα κ’ εξακολούθησα τον δρόμο μου. Μετά από 40 χιλιομέτρων πορεία εις τον αμαξωτό δρόμο, έκοψα σ’ ένα μονοπάτι για νάχω περισσότερη ησυχία και να διαβάσω.
Περπάτησα κάμποσο μέσα από την καρδιά του δάσους και πολύ σπάνια συναντούσα κανένα συνοικισμό. Μερικές φορές, εκαθόμουν όλη την ημέρα κάτω από τα δένδρα και εδιάβαζα με μεγάλη προσοχή την «Φιλοκαλία», απ’ την οποία έπαιρνα πολλές, πάρα πολλές γνώσεις. Η καρδιά μου εφλεγόταν από την επιθυμία να ενωθή με τον Θεό με την εσωτερική προσευχή και ανυπομονούσα να μάθω σχετικώς για την ένωσιν αυτή, με το μέτρο και την καθοδήγησι του βιβλίου μου αυτού.
Συγχρόνως ήμουν και λυπημένος γιατί δεν είχα μια κατοικία που θα μπορούσα να διαβάζω ήσυχος αυτά που ήθελα. Εδιάβαζα κι απ’ το Ευαγγέλιο και αισθανόμουν οτι καταλάβαινα καθαρώτερα τώρα από άλλοτε, μερικά που δεν ημπορούσα να εννοήσω καθαρά και που με έκαναν να πέσω θύμα των διαφόρων αμφιβολιών.
Οι άγιοι Πατέρες είχαν πολύ δίκιο όταν είπαν ότι η «Φιλοκαλία» είναι το κλειδί για την κατανόησι των μυστηρίων της Αγίας Γραφής. Με την βοήθειά της άρχισα να αντιλαμβάνωμαι πολλές από τις κεκαλυμμένες έννοιες του Λόγου του Θεού. Άρχισα να ξεκαθαρίζω στο μυαλό μου ρητά, όπως «ο εσωτερικός μυστικός άνθρωπος της καρδιάς», «η βασιλεία του Θεού εντός υμών εστιν», «η αληθής προσευχή λατρεύει εν πνεύματι», «το Πνεύμα εντυγχάνει υπέρ υμών στεναγμοίς αλαλήτοις», «μείνατε εν εμοί», «δος μοι υιέ σην καρδίαν», «ενδύσασθε τον Κύριον Ιησούν Χριστόν», «δους (ο Χριστός) τον αρραβώνα του Πνεύματος εν ταις καρδίαις ημών και την κραυγήν εκ του βάθους των καρδιών ημών, διά της οποίας κράζομεν αββά ο πατήρ», και άλλα.
Έχοντας όλα αυτά εις το μυαλό μου προσευχήθηκα με την καρδιά μου και κάθε τι γύρω μου, εφαινόταν θαυμάσιο κ’ ευχάριστο.
Τα δένδρα, η πρασινάδα, τα πουλιά, ο αέρας, το φως, μου εφαίνοντο πώς μου έλεγαν, ότι δημιουργήθηκαν για την εξυπηρέτησι του ανθρώπου και για να μαρτυρούν την αγάπη του Θεού προς αυτόν, την αγάπη που δείχνει ο Θεός εις τον άνθρωπο με αυτά, και με όλα τ’ άλλα πλάσματά του που τον δοξολογούν καθημερινά.
Έτσι κατενόησα αυτό που η «Φιλοκαλία» ονομμάζει «γνώσιν της γλώσσης των πλασμάτων» και αντελήφθηκα τον τρόπο με τον οποίο συνομιλούν τα πλάσματα με τον πλάστη τους.
Περιπλανήθηκα έπειτα για κάμποσο και περπάτησα τρεις ολόκληρες ημέρες, χωρίς να συναντήσω ούτε ένα χωριό, ενώ τα παξιμάδια μου άρχισαν να τελειώνουν, και με κατέλαβε ο φόβος μήπως εξακολουθήση έτσι η κατάστασις, και πεθάνω από την πείνα μέσα στην ερημιά. Άρχισα να προσεύχωμαι περισσότερο από τα τρίσβαθα της καρδιάς μου, κι όλοι οι φόβοι μου διαλυθήκανε, γιατί έθεσα εις τον Θεόν όλη μου την ελπίδα. Η ειρήνη του μυαλού μου επανήλθε και πάλι, καθώς επίσης και η ευδιαθεσία μου.
Όταν προχώρησα ακόμη εις τον αμαξωτό δρόμο που εκτεινότανε στο μάκρος ενός τεραστίου δάσους, είδα ένα σκύλο να βγαίνη απ’ αυτό και να έρχεται ολόισια κατ’ επάνω μου. Του σφύριξα και μ’ εζύγωσε κουνώντας ήμερα την ουρά του. Εδόξασα τον Θεό που μούδειξε ακόμη μια φορά την αγαθότητά του.
Σίγουρα θα υπήρχε κανένα κοπάδι ή κανένας κυνηγός μέσα εις το δάσος και οπωσδήποτε θα εύρισκα κανένα κομμάτι ψωμί, που είχα εικοσιτέσσερεις ώρες να φάγω, ή θα μπορούσα να μάθω, έστω, πού βρισκόταν το πλησιέστερο χωριό.
Ο σκύλος στριφογύρισε λίγο γύρω μου χαρούμενα, περιμένοντας να του δώσω κάτι, και έπειτα γύρισε προς το δάσος όπου μπήκε ακολουθώντας ενα στενό μονοπάτι. Τον ακολούθησα και σε πεντακόσια μέτρα απόστασι περίπου, τον είδα να μπαίνη σε μια τρύπα από την οποία ξαναβγήκε κι άρχισε να γαυγίζη. Συγχρόνως ένας ισχνός και μεσόκοπος χωρικός εβγήκε πίσω από ένα μεγάλο δένδρο. Μ’ ερώτησε από πού έρχομαι αλλά κ’ εγώ πράγματι πολύ ήθελα να μάθω γιατί μένει εκεί, κ’ έτσι αρχίσαμε φιλική συζήτησι.
Μ’ επήρε μέσα εις την λασπωμένη καλύβα του και μου είπε ότι ήταν φύλακας εις το μέρος αυτό του δάσους που είχε πουληθή για υλοτομία.
Μου έδωσε να φάγω ψωμί και αλάτι κι αρχίσαμε τη συζήτησι.
«Πόσο ζηλεύω», του είπα, «που μπορείς να είσαι μόνος και να ζης εδώ τόσο ήσυχα και δεν είσαι σαν και μένα που γυρίζω από τόπο σε τόπο και συναντώμαι με κάθε είδους ανθρώπους»!
«Μπορείς να μείνης και εσύ εδώ, αν θέλης» μου απήντησε. «Κοντά εδώ υπάρχει του παλιού φύλακος η καλύβα, και είναι μεν λίγο χαλασμένη, αλλά καλή να μείνης το καλοκαίρι αυτό. Πιστεύω πως έχεις διαβατήριο. Όσο για ψωμί θα έχουμε, γιατί μου φέρνουνε κάθε εβδομάδα αρκετό απ’ το χωριό. Η πηγή αυτή εδώ έχει πάντα άφθονο νερό. Όσο για μένα, αδελφέ μου, τα τελευταία δέκα χρόνια δεν τρώγω τίποτε άλλο από ψωμί και δεν πίνω τίποτα άλλο από νερό.
«Έτσι έχουν τα πράγματα. Όταν έλθη το φθινόπωρο και οι χωρικοί τελειώσουν την εργασία τους εις την γη, τότε θα έλθουν διακόσιοι περίπου εργάται για να κόψουν όλο το τμήμα αυτό του δάσους. Τότε κ’ εγώ θα φύγω από εδώ, αλλά κ’ εσύ δεν θα μπορέσης να μείνης περισσότερο».
Όταν άκουσα όλα αυτά που μου είπε, θέλησα απ’ τη χαρά μου να πέσω στα πόδια του και να τον ευχαριστήσω. Δεν ήξευρα πώς να ευχαριστήσω τον Θεό για την καλωσύνη του προς εμένα, θα περνούσα τέσσερεις μήνες εκεί μέχρι το φθινόπωρο, κ’ έτσι εις την ησυχία και τη σιωπή, θα απελάμβανα την μελέτη της «Φιλοκαλίας», με σκοπό να μάθω περισσότερο την ασίγαστη προσευχή της καρδίας.
Συνωμίλησα ακόμη λίγο με αυτόν τον απλό αδελφό, που μου παρεχώρησε το καταφύγιο, κ’ έμαθα την ιστορία της ζωής του και τις ιδέες του.
«Ήμουν καλός νοικοκύρης στο χωριό μου», μου είπε, «είχα ένα βαφείο υφασμάτων κ’ εζούσα καλά, αν κι όχι δίχως αμαρτία. Πολλές φορές απατούσα εις τις συναλλαγές τους συνανθρώπους μου, έπαιρνα ψεύτικους όρκους, έπινα κ’ εφιλονικούσα. Εις το χωριό μου όμως εζούσε ένας αναγνώστης, που είχε ένα βιβλίο «Περί της μελλούσης Κρίσεως», εσυνήθιζε δε να πηγαίνη από σπίτι σε σπίτι και να διαβάζη εις επήκοον των οικογενειών, παίρνοντας και κάτι, σαν μικρό φιλοδώρημα. Ήλθε και σε μένα. Με λίγα χρήματα κ’ ένα ποτήρι κρασί μπορούσε να σου διαβάση ολόκληρη νύκτα.
Εδιάβασε και για μένα κ’ εγώ άκουγα καθώς εδούλευα. Μου έκαναν μεγάλη εντύπωση αυτά που άκουσα για το τι μας περιμένει εις την Κόλασι, για την αλλαγή του κόσμου αυτού, για την ανάστασι των νεκρών, για τις σάλπιγγες που θα ηχήσουν και για το πώς ο Χριστός θα κρίνη ζώντας και νεκρούς και θα ευλογήση τους καλούς και ενάρετους, θα στείλη δε τους φαύλους και κακούς εις «το πυρ το εξώτερον».
»Μια μέρα όπως άκουγα την ανάγνωσι, με κατέλαβε τρόμος μεγάλος και είπα με τον εαυτόν μου: Αλλοίμονο! Τι βασανιστήρια έχω να υποστώ! θα φροντίσω απ’ εδώ και πέρα να εργασθώ για τη σωτηρία της ψυχής μου, ελπίζοντας ότι με την δύναμι της προσευχής θα αποφύγω τα αποτελέσματα της αμαρτίας. Εσκέφθηκα πολύ μ’ αυτόν τον τρόπο, και τέλος άφησα την εργασία μου, επούλησα το σπίτι μου κι όπως ήμουν μόνος εις τον κόσμο, έπιασα δουλειά ως φύλακας δασών και το μόνο που παρεκάλεσα τις κοινοτικές αρχές για την αμοιβή μου, ήταν να μου δίνουν ψωμί, ρούχα και μερικές λαμπάδες για τις προσευχές μου. Έτσι δουλεύοντας, έχω περάσει πάνω από δέκα χρόνια τώρα. Τρώγω μια φορά την ημέρα ψωμί και πίνω μόνο νερό. Σηκώνομαι το πρωί σχεδόν νύκτα για τις πρωινές μου προσευχές κι ανάβω εμπρός εις τις εικόνες επτά λαμπάδες.
»Όταν κάνω κάθε μέρα τον συνηθισμένο γύρο, στο δάσος, φορώ σιδερένιες αλυσίδες εις το κορμί μου που έχουν βάρος είκοσι οκάδες. Ποτέ δεν γκρινιάζω, ποτέ δεν πίνω ποτό, ποτέ δεν μαλώνω με κανένα και δεν συναναστρέφομαι με γυναίκες καθόλου εις την ζωήν μου. Εις την αρχή η ζωή αυτή με ευχαριστούσε, αλλά τελευταία άλλες σκέψεις έχουν καταλάβει την ψυχή μου και δεν ημπορώ να απαλλαγώ απ’ αυτές.
Ο Θεός ηξεύρει αν θα μπορέσω να λειώσω τις αμαρτίες μου μ’ αυτήν την σκληρή ασκητική ζωή που κάνω. Αλλά τώρα τελευταία, σκέπτομαι πολλές φορές, τάχα είναι αληθινό το κάθε τι που έγραφε το βιβλίο αυτό; Πώς είναι δυνατόν ένας νεκρός να αναστηθή, εάν μάλιστα είχε πεθάνει εδώ και διακόσια χρόνια πριν και δεν υπάρχει ούτε η σκόνη του; Ποιος ηξεύρει αν πραγματικά υπάρχει Κόλασις; Ποιος είναι δυνατόν να γνωρίζη τίποτε για τον άνθρωπο όταν αυτός πεθαίνη και αποσυντίθεται; Ίσως αυτό το βιβλίο το έγραψαν παπάδες και θεολόγοι για να φοβίσουν εμάς τους ανόητους φτωχούς και να μας κρατούν ήσυχους.
Ποιά βεβαιότητα, πώς ολα είναι όπως τα γράφει το βιβλίο αυτό, μπορεί να έχη κανείς που σαν εμένα υποθήκευσε τον εαυτό του για τίποτα, και κατεδίκασε μάταια κάθε ευχαρίστησι του κόσμου; Υπόθεσε ότι δεν υπάρχει άλλη ζωή απ’ αυτήν. Δεν είναι, λοιπόν, καλύτερα να χαρή κανείς τούτη την ζωή του εδώ και να μη στενοχωρήται για τίποτα; Σκέψεις σαν τις παραπάνω συχνά με στενοχωρούν και δεν ηξεύρω αν καμμιά μέρα δεν γυρίσω πάλι εις την παλιά μου εργασία».
Τον άκουσα με συμπάθεια. Λένε μόνον ότι οι μορφωμένοι και οι ευφυείς σκέπτονται ελεύθερα και δεν πιστεύουν σε τίποτα. Αλλά να ένας της δικής μου τάξεως άνθρωπος, ένας απλός χωρικός, έγινε λεία παρόμοιας απιστίας. Η βασιλεία του σκότους ανοίγει τις πύλες της μπροστά στον κάθε ένα, ίσως δε μάλιστα εις τους απλούς επιτίθεται πολύ πιο εύκολα. Ώστε ο καθένας πρέπει να μάθη να είναι συνετός και να δυναμώνη την ψυχή του με την μελέτη του λόγου του Θεού, οσο μπορεί περισσότερο, εναντίον των εχθρών της ψυχής.
Έτσι με αντικειμενικό σκοπό να βοηθήσω τον αδελφό μου αυτόν και να κάνω, ό,τι θα περνούσε από το χέρι μου για να ενισχύσω την πίστι του, έβγαλα από το σακκίδιό μου την «Φιλοκαλία». Εγύρισα εις το 109ον κεφάλαιον, που γράφει «Περί ησυχίας» και του το εδιάβασα. Έβαλα όλα τα δυνατά μου να του αποδείξω πόσο ανωφελές και μάταιο πράγμα είναι η αποφυγή της αμαρτίας απλώς και μόνο για το φόβο των βασάνων της Κολάσεως.
Του είπα ότι, η ψυχή είναι δυνατόν να ελευθερωθή από τις εφάμαρτες σκέψεις με την θέλησι, με την κυριαρχία επάνω εις το μυαλό μας και με την κάθαρσι της καρδιάς, και πώς αυτά μπορούν να γίνουν κατορθωτά με την εσωτερική προσευχή.
Πρόσθεσα ακόμη οτι σύμφωνα με όσα οι άγιοι Πατέρες λένε, όποιος πράττει καλές πράξεις απλώς και μόνο από φόβο να μη κολασθή, ακολουθεί το δρόμο της δουλείας, αυτός δε που αγαθοεργεί για να λάβη την ανταπόδοσι του Παραδείσου ακολουθεί τον δρόμο κάποιου παζαρέματος με τον Θεό. Ο πρώτος ονομάζεται δούλος, ο δεύτερος μισθοφόρος.
Αλλά ο Θεός θέλει όλους μας να έλθουμε προς Αυτόν σαν τα παιδιά εις τον πατέρα τους. Θέλει όλους μας να συμπεριφερώμεθα προς Αυτόν με τιμή, και από αγάπη προς Εκείνον, να εργαζώμεθα δε με ζήλο το θέλημά Του. Θέλει όλους μας να ευρίσκουμε την ευτυχία μας εις την ένωσι του εαυτού μας με Αυτόν, εις την ένωσι του νου και της καρδιάς μας με τον Σωτήρα μας.
«Οσοδήποτε και αν αναλώσης τον εαυτόν σου με το να κακοποιής το σώμα σου», του είπα, «ποτέ δεν θα βρης την ειρήνη εις τον νουν σου με αυτόν τον τρόπο, και εάν έχης το Θεό μέσα εις τον νου σου και την ασίγαστη Προσευχή του Χριστού μέσα εις την καρδιά σου, θα κινδυνεύης κάθε στιγμή να πέσης εις την αμαρτία με την παραμικρότερη αφορμή. Άρχισε, αδελφέ μου, την εργασία να συνηθίσης να λες αδιάκοπα την Προσευχή του Ιησού Χριστού.
Έχεις τόσο ωραία ευκαιρία να το κάνης αυτό εδώ σ’ αυτό το μοναχικό μέρος, και σε λίγο χρονικό διάστημα θα κατορθώσης να κερδίσης την επιτυχία της. Δεν θα σε καταλάβουν πιά άθεες σκέψεις και η αληθινή πίστις και η αγάπη για τον Χριστό θα αποκαλυφθούν σε σένα. Θα καταλάβης τότε, με ποιόν τρόπο οι νεκροί θα αναστηθούν, και θα ιδής την Μέλλουσα Κρίσι εις το πραγματικό της φως.
Η Προσευχή αυτή θα σε κάνη να αισθάνεσαι τόσην ανακούφισι και τόσην ευλογία μέσ’ στην καρδιά σου, ώστε και συ ο ίδιος θα απορήσης γι’ αυτό και όλη η πορεία της ζωής σου δεν θα είναι πια ούτε θλιβερή ούτε βασανισμένη».
Έπειτα προχώρησα για να του εξηγήσω, όπως καλύτερα μπορούσα, πώς να αρχίση και πώς να προχωρήση χωρίς διακοπή, με την Προσευχή του Ιησού Χριστού, και ακόμη, το πώς ο Λόγος του Θεού και τα συγγράμματα των αγίων Πατέρων, μάς διδάσκουν σχετικά με αυτή.
Συμφώνησε με όλα όσα του είπα, και αμέσως μου εφάνηκε οτι έγινε ηρεμώτερος.
Τον άφησα έπειτα απ’ αυτό, κ’ εκλείστηκα εις την καλύβα που μου είχε δείξει.
Ω! Πόσον ευχαριστημένος ήμουνα, πόσον ήρεμος και ευτυχής, όταν επερνούσε το κατώφλι αυτής της μοναχικής καλύβας ή καλύτερα αυτού του τάφου! Σε μένα εφαινόταν σαν ένα μεγαλόπρεπο παλάτι με κάθε είδους ανάπαυσι και ευχαρίστησι. Με δάκρυα εκστάσεως ευχαρίστησα τον Θεό και είπα εις τον εαυτό μου: Εδώ εις την ειρήνην αυτή και την ησυχία πρέπει να εργασθώ σοβαρά και να ικετεύσω τον Θεό να μου χαρίση φώτισι. Έτσι άρχισα το διάβασμα της «Φιλοκαλίας» πάλι, απ’ την αρχή μέχρι το τέλος, με μεγάλη προσοχή.
——————————————————–
πηγή: Ανωνύμου, «Οι Περιπέτειες ενός προσκυνητού», μεταφρ. Μητροπολίτου Κορίνθου Παντελεήμονος Καρανικόλα, εκδ. Παπαδημητρίου, 1998, σελίδες 29-49
Ύστερα από λίγο χρονικό διάστημα είχα το συναίσθημα ότι η Προσευχή του Χριστού, πέρασε κάπως, από τα χείλη εις την καρδιά μου, κι αυτό εσήμαινεν ότι με τον κάθε φυσικό κτύπο της καρδιάς μου αυτόματα ελέγοντο οι λέξεις της Προσευχής, όπως π. χ. ένα, Κύριε, δύο, Ιησού, τρία, Χριστέ κ.ο.κ. Είχα σταματήσει να λέγω την Προσευχή με τα χείλη μου και απλώς άκουγα αυτό που η καρδιά μου έλεγε με τους κτύπους της. Μου φαινόταν ότι τα μάτια μου έβλεπαν ολόϊσα μέσ’ στην καρδιά μου και θυμώμουν έντονα τα λόγια του μακαρίτη του οδηγού μου που μου είχε μιλήσει γι’ αυτή την χαρά.
Έπειτα αισθάνθηκα μέσ’ στην καρδιά μου κάτι σαν ελαφρό πόνο, μα εις τις σκέψεις μου επικρατούσε τόση μεγάλη αγάπη για τον Χριστό, ώστε εδημιουργούσα μέσα μου την εικόνα ότι έβλεπα τον εαυτόν μου ριγμένο εις τα πόδια Του, χωρίς να τ’ αφήνω απ’ τ’ αγκαλιάσματα και τα τρυφερά φιλιά. Έβλεπα, με τα μάτια της ψυχής μου, ότι τον ευχαριστούσα με θερμά δάκρυα επειδή με την μεγάλη Χάρι Του και την αγάπη, με αξίωσε να βρω τόση μεγάλη παρηγοριά εις το Όνομά Του, εγώ ένα αμαρτωλό και ανάξιο πλάσμα. Σαν συνέχεια ήλθε εις την καρδιά μου μια θεία θερμότης που απλώθηκε σ’ όλο μου το στήθος.
Αυτό μ’ εκίνησε σε ακόμη στενότερη μελέτη της «Φιλοκαλίας», με τον σκοπό να εξετάζω τα συναισθήματά μου και να κάνω μια ολοκληρωμένη μελέτη της άφωνης και μυστικής προσευχής της καρδιάς.
Η γνώμη μου ήταν, μήπως χωρίς παρόμοια εξέτασι έπεφτα θύμα της ομορφιάς της Προσευχής ή μήπως έπαιρνα κατά λάθος ορισμένα φυσικά φαινόμενα ως αποτελέσματα της χάριτος του Θεού κι ακόμη, μήπως με κατελάμβανε χωρίς να το καταλάβω, υπερηφάνεια για το κατόρθωμά μου αυτό, της Προσευχής.
Γι’ αυτούς τους κινδύνους ο μακαρίτης Πνευματικός μου οδηγός μου είχε μιλήσει όταν εζούσε.
Τώρα απεφάσισα να περπατώ περισσότερο εις το διάστημα της νύκτας για να διαβάζω απ’ την «Φιλοκαλία» την ημέρα, κάτω απ’ τις σκιές των δένδρων των πυκνών δασών.
Ω! τι σοφία, ανεκάλυπτα κατά την μελέτη μου αυτή, σοφία που ούτε καν την είχα πριν υποπτευθή. Εντρυφώντας εις τα βάθη της σοφίας αυτής αισθανόμουν ευτυχία, που ποτέ δεν θα μπορούσα ούτε να την φαντασθώ.
Είν’ αλήθεια ότι μερικά χωρία, πολύ απείχαν από του να τα κατανοήσω, αλλ’ η Προσευχή της καρδιάς μου, έκανε ώστε να ξεκαθαρίζω κάπως αυτά, που τέλεια δεν ημπορούσα να τα συλλάβω με το μυαλό μου.
Άλλοτε πάλι, αν και σπάνια, έβλεπα εις τον ύπνο μου τον μακαρίτη τον Πνευματικό μου οδηγό να μου εξηγή πολλές δυσκολίες, και να καθοδηγή την άξεστή μου ύπαρξι, όλο και περισσότερον εις την ταπείνωσι.
Εις αυτή την κατάστασι της ουρανίου ευλογίας επέρασαν περισσότερο από δυο μήνες απ’ το καλοκαίρι. Το περισσότερο μέρος του χρόνου στο διάστημα αυτό, εβάδιζα μέσα από συντομώτερα μονοπάτια των δασών. Σαν έφθασα σ’ ένα χωριό εζήτησα μόνο λίγο παξιμάδι και μια χούφτα αλάτι, εγέμισα δε και το παγούρι μου με νερό κ’ εξεκίνησα για άλλα εκατό χιλιόμετρα ταξείδι.
Κατά το τέλος του καλοκαιριού εδέχθηκα επίθεσι ενός πειρασμού, που ήταν αποτέλεσμα ισως αμαρτιών της αθλίας ψυχής μου, ή ανάγκης για την πνευματική μου ζωή, ή και ανάγκης για απόκτησι διδασκαλίας από την πείρα. Μου συνέβη, λοιπόν, το εξής: Μιά ημέρα εβάδιζα εις τον αμαξωτό δρόμο την ώρα που έπεφτε το λυκόφως, όταν συνήντησα δυό ανθρώπους με ξυρισμένα κεφάλια. Ήλθαν ίσια κατεπάνω μου. Τους επήρα για στρατιώτες. Μου εζήτησαν χρήματα. Όταν τους είπα οτι δεν είχα ούτε μια πεντάρα επάνω μου, δεν μ’ επίστεψαν και μου φώναξαν άγρια: «Όλοι σεις οι προσκυνηταί είσθε ψεύτες και μαζεύετε ένα σωρό λεφτά, ζητιανεύοντας». «Γιατί να συζητούμε μαζί του»; είπε μετά ο ένας απ’ τους δύο και μούδωσε ένα κτύπημα στο κεφάλι με το δρύινο ραβδί του, αφήνοντάς με αναίσθητο. Δεν ηξεύρω πόσην ώρα έμεινα αναίσθητος αλλ’ όταν συνήλθα ήμουν ξαπλωμένος εις την άκρη του δάσους δίπλα εις τον αμαξωτό δρόμο και αντελήφθηκα ότι με είχαν ληστέψει. Το σακκίδιό μου είχε κάνει φτερά και το μόνο που έμεινε απ’ αυτό ήταν τα υπόλοιπα κορδόνια μου επάνω εις την πλάτη μου, κομμένα με μαχαίρι.
«Δόξα τω Θεώ» που δεν μου είχαν πάρει το βιβλιάριο με την ταξιδιωτική μου άδεια, γιατί το είχα μέσα εις το γούνινο καπέλλο μου, για ευκολία να το δείχνω αμέσως όταν μου το ζητούσαν. Σηκώθηκα με πικρά δάκρυα, όχι τόσο για τον πόνο εις το κεφάλι μου, όσο για το χάσιμο των βιβλίων μου, της Αγίας Γραφής και της «Φιλοκαλίας» μου, που τα είχα μέσ’ στο σακκίδιό μου και μου τα είχαν κλέψει μαζί του.
Όλην αυτή την ημέρα δεν εσταμάτησα να κλαίω και να θρηνώ. Πού να βρισκόταν η Βίβλος μου τώρα, που την είχα μαζί μου και την εδιάβαζα απ’ τα μικρά μου χρόνια; Πού να ήταν η «Φιλοκαλία» μου, που είχα πάρει τόση μεγάλη πνευματικήν ωφέλεια απ’ το διάβασμά της και παρηγοριά; Ω! ο δυστυχής εγώ, που έχασα τον πρώτο και τον τελευταίο θησαυρό μου, πριν ακόμη γεμίσω την ψυχή μου μ’ αυτούς. Καλύτερα να με είχαν σκοτώσει, παρά που έμεινα χωρίς την πνευματική τους τροφή, επειδή νομίζω πως ποτέ δεν θα μπορέσω να βρω χρήματα για να ξαναγοράσω βιβλία σαν κι αυτά.
Επί δυο ημέρες έσερνα κυριολεκτικά το κορμί μου εις το δρόμο και ήμουν τόσο συντετριμμένος απ’ το βάρος της ατυχίας μου, ώστε την τρίτην ημέρα εξαντλήθηκα τελείως. Εστάθηκα κ’ εξάπλωσα εις την σκιά ενός θάμνου, όπου μ’ επήρε ο ύπνος. Εις τον ύπνο μου είδα όνειρο. Είδα πως ευρέθηκα πάλι στο μοναστήρι, εις το κελλί του Πνευματικού μου οδηγού και έκλαιγα γι’ αυτά που μου πήραν.
Ο Γέροντας προσπαθούσε να με παρηγορήσει. «Ας σου γίνη αυτό ένα μάθημα», μου είπε, «που θα σε διδάξη την αποξένωσι από τα γήϊνα πράγματα, επειδή χωρίς αυτά καλύτερα προχωρείς προς τον ουρανό. Αυτό έγινε κατά παραχώρησι, για να σε προλάβη από την πτώσι, που είναι η απλή και σκέτη ευχαρίστησι για τα πνευματικά. Ο Θεός θέλει τον χριστιανό να πετάξη εντελώς από πάνω του, όλες τις επιθυμίες του, τις ευχαριστήσεις, τους συνδέσμους, και να υποτάξη τον εαυτόν του τέλεια εις την θεία θέλησι. Αυτός κατευθύνει κάθε γεγονός για την βοήθεια και την σωτηρία του ανθρώπου, Αυτός, θέλει πάντας σωθήναι».
«Έχε θάρρος, λοιπόν, και πίστευε ότι ο Θεός επιτρέπει τον πειρασμό αλλά και λυτρώνει απ’ αυτόν. Παραχωρεί «σύν τω πειρασμώ και την έκβασιv.». Γρήγορα θα πάρης πολύ περισσότερη χαρά από όση λύπη έχεις τώρα». Σ’ αυτά τα λόγια εξύπνησα και αισθάνθηκα οτι είχα ξαναποκτήσει τις δυνάμεις μου και οτι η ψυχή μου είχε πάρει φως και ειρήνη. Κύριε, «γενηθήτω το θέλημά Σου» είπα, έκανα το σταυρό μου κ’ εσηκώθηκα κ’ εσυνέχισα τον δρόμο μου. Η Προσευχή άρχισε πάλι να κτυπά μαζί με τους παλμούς της καρδιάς μου κ’ εβάδισα τρεις ημέρες με ειρήνη εις την ψυχή μου.
Αμέσως με το ξεκίνημά μου διεσταυρώθηκα εις τον δρόμο με μιαν ομάδα από κατάδικους που μετεφέροντο υπό συνοδείαν. Όταν επλησίασα, ανεγνώρισα μέσα σ’ αυτούς και τους δυο ανθρώπους που με είχαν ληστέψει. Ήσαν κ’ οι δυο στην εξωτερική γραμμή της παρατάξεως. Έπεσα σχεδόν εις τα πόδια τους, παρακαλώντας θερμά να μου πουν, τι έκαναν τα βιβλία μου. Εις την αρχή δεν μού έδωσαν σημασία αλλά τέλος ένας απ’ αυτούς μου είπε: «Εάν μας δώσης κάτι, θα σου πούμε που είναι τα βιβλία σου. Δώσε μας ένα ρούβλι». Τους εβεβαίωσα πώς για την αγάπη του Χριστού, αν μπορούσα, θα το ζητιάνευα ένα ρούβλι να τους το δώσω και τους προσέφερα το διαβατήριό μου για ενέχυρο. Έτσι μου είπαν ότι τα βιβλία μου ήσαν εις τις αποσκευές που ακολουθούσαν τους καταδίκους, μαζί με άλλα κλεμμένα αντικείμενα.
«Πώς θα μπορέσω να τα πάρω;» ερώτησα. «Παρακάλεσε τον αξιωματικό της συνοδείας» μου απήντησαν, και έσπευσα να τον βρω και να τον παρακαλέσω. «Λες αλήθεια πως ξεύρεις να διαβάζης την Αγία Γραφή»; μ’ ερώτησε. «Μάλιστα», απήντησα, «και όχι μόνο μπορώ να διαβάζω καλά, αλλά, ξεύρω και να γράφω. Εις το Ευαγγέλιό μου πάνω, υπάρχει η υπογραφή μου για να σε βεβαιώση ότι είναι δικό μου. Να το διαβατήριό μου με το όνομα και το επώνυμό μου».
Μετά από αυτά ο αξιωματικός μου είπεν ότι οι λωποδύται ήσαν λιποτάκται, εκρύβοντο σε μια λασπωμένη καλύβα του δάσους και είχαν ληστέψει πολλούς διαβάτες, αλλά ένας έξυπνος αμαξάς όταν του επετέθησαν χθες, κατώρθωσε να τους πιάση και να τους δέση. «Εν τάξει» προσέθεσε «θα σου δώσω τα βιβλία σου, αλλά πρέπει να έλθης μαζί μας μέχρι τον πρώτο σταθμό που θα κάνουμε για την νύχτα. Είναι μόλις τριάμιση χιλιόμετρα απ’ εδώ, και θα σταματήσουμε εκεί, γιατί εδώ εις την μέση του δρόμου δεν ημπορούμε να διακόψουμε την πορεία».
Με μεγάλη χαρά επεζοπόρησα δίπλα του και κουβεντιάζαμε, εγώ πεζός κι αυτός επάνω εις το άλογό του. Ήταν ευγενικός, φαινόταν ειλικρινής και είχε περάσει την πρώτη του νιότη. Μ’ ερωτούσε από που ερχόμουν και πού επήγαινα. Απήντησα σ’ όλες τις ερωτήσεις του χωρίς να κρύψω το παραμικρό κ’ έτσι εφθάσαμε εις το σπίτι που θα γινόταν η στάθμευσις για την διανυκτέρευσι. Ευρήκε τα βιβλία μου και μου τα έδωσε πίσω, λέγοντας: «Πού να πας τώρα νύχτα καιρό; Κάθησε εδώ και κοιμήσου σ’ αυτό εκεί το δωματιάκι». Με έπεισε να μείνω.
Τώρα που είχα βρη τα βιβλία μου ήμουν τόσον ευτυχής ώστε δεν ήξευρα πραγματικά πώς να ευχαριστήσω τον Θεό.
Έσφιξα τα βιβλία εις το στήθος μου και τα κράτησα εκεί τόσον, ώσπου τα χέρια μου μουδιάσανε. Έχυσα δάκρυα χαράς, και η καρδιά μου κτυπούσε με ευφροσύνη. Ο αξιωματικός με παρακολουθούσε και είπε: «Πρέπει όπως βλέπω, να αγαπάς πάρα πολύ την ανάγνωσι της Γραφής». Αλλ’ η χαρά μου ήτο τόσο μεγάλη ώστε δεν ημπόρεσα να του απαντήσω και αισθανόμουν διάθεσι να κλάψω.
Έπειτα προχώρησε λέγοντάς μου: «Κ’ εγώ διαβάζω τακτικά, κάθε μέρα το Ευαγγέλιο» και έβγαλε ένα μικρό βιβλιαράκι που είχε τα τέσσερα Ευαγγέλια, τυπωμένο εις το Κίεβο και δεμένο με αργυρές πλάκες. «Κάθησε», εξακολούθησε, «και θα σου πω τι μου συνέβη κάποτε.
«Φέρετέ μας κάτι να φάμε για βράδυ», εφώναξε δυνατά κ’ επλησιάσαμε εις το τραπέζι ενώ συγχρόνως, άρχιζε την ιστορία του.
«Όταν ήμουν νέος υπηρετούσα εις τον στρατό έξω εις την ύπαιθρο, όχι στα γραφεία. Ήμουν καλός εις την δουλειά μου και οι ανώτεροί μου αξιωματικοί με αγαπούσαν γιατί ήμουν ένας ευσυνείδητος ανθυπολοχαγός. Ήμουν ακόμη νέος όπως και οι φίλοι μου. Δυστυχώς όμως άρχισα να πίνω και σιγά – σιγά το πάθος του ποτού γιγάντωσε μέσα μου. Όταν δεν ήμουν κάτω απ’ την επήρεια του οινοπνεύματος ήμουν τακτικός και καλός αξιωματικός, αλλ’ όταν έπινα εγινόμουν ανίκανος για κάθε τι, για πολλές μέρες κάθε φορά.
Με ανέχθηκαν για αρκετόν καιρόν αλλά μια φορά ύστερα από πολύ ποτό, ασέβησα άσχημα εις τον διοικητή μου κ’ ετιμωρήθηκα με φυλάκισι και υποβιβασμό εις την τάξι του στρατιώτου, για τρία χρόνια. Απειλήθηκα με ακόμη βαρύτερη τιμωρία αν εξακολουθούσα να παραδίδωμαι εις το πάθος μου αυτό της μέθης. Παρ’ όλες τις ποινές όμως και τις απειλές δεν ημπορούσα να κυριαρχήσω εις τον εαυτό μου και να θεραπευθώ από το καταραμένο πάθος.
Επιχειρούσα, αλλά κάθε φορά απετύγχανα. Οι ανώτεροί μου απογοητευμένοι από την κατάστασί μου απεφάσισαν να με στείλουν σε σωφρονιστικές φυλακές. Όταν το έμαθα αυτό, το μυαλό μου πήγε να σταματήση. Ήμουν απορροφημένος σε θλιβερές σκέψεις μέσ’ στο στρατώνα, όταν ήλθε εκεί ένας μοναχός που έκανε εράνους για μιαν εκκλησία. Καθένας μας τούδωσε ό,τι μπορούσε.
Έπειτα ο μοναχός αυτός ήλθε κοντά μου και μ’ ερώτησε γιατί ήμουν τόσο θλιμμένος. Του είπα τι μου συνέβαινε και αυτός με συμπάθησε πολύ για τη δυστυχία μου και μου είπε: «Το ίδιο συνέβηκε, κάποτε με τον αδελφο μου. Τι νομίζεις, όμως, ότι τον εβοήθησε; Ο πνευματικός του του έδωσε ένα Τετραυάγγελο με αυστηρό κανόνα να διαβάζη ένα κεφάλαιο, χωρίς ούτε μιας στιγμής καθυστέρησι, κάθε φορά που θα αισθανόταν την επιθυμία να πιη.
Εάν η επιθυμία εξακολουθούσε, έπρεπε να προχώρηση εις το διάβασμα και άλλου κεφαλαίου και άλλου, μέχρις ότου το πάθος θα αναχαιτιζόταν. Ο αδελφός μου ακολούθησε πιστά την συμβουλή του πνευματικού του και έπειτα από λίγον καιρό κατώρθωσε να απαλλαγή απ’ το πάθος του ποτού.
Πάνε δεκαπέντε περίπου χρόνια από τότε και τα χείλη του δεν άγγιξαν ούτε σταλαγματιά από οποιοδήποτε ποτό. Κάνε το ίδιο, και θα δης ότι και συ θα γλυτώσης από την δυστυχίαν αυτή. Έχω ένα Τετραυάγγελο και θα έλθω επίτηδες πάλι, για να σου το φέρω.
»Τον άκουσα με προσοχή και μόλις ετελείωσε του είπα: «Πώς θα μπορέσουν τα Ευαγγέλιά σου να με βοηθήσουν αφού όλες οι προσπάθειες οι δικές μου και των γιατρών απέτυχαν από του να με σώσουν απ’ το πάθος του ποτού»; Εμίλησα κατ’ αυτόν τον τρόπο γιατί δεν ήξευρα τι είναι το Ευαγγέλιο και δεν το είχα ποτέ διαβάσει». «Μή το λες αυτό», μου είπεν, ο μοναχός, «σε βεβαιώνω εγώ ότι θα σε βοηθήση», και την άλλη μέρα μου έφερε το Τετραυάγγελο.
»Το άνοιξα, έρριξα μια ματιά μέσα και είπα: «Δεν το παίρνω, γιατί πώς θα το χρησιμοποιήσω μή γνωρίζοντας, όπως οι ιερωμένοι, την παλαιοσλαυονική γλώσσα»; Όμως ο μοναχός προχώρησε για να με βεβαιήση ότι οι λέξεις αυτές καθ’ εαυτές του Ευαγγελίου, είναι γεμάτες από θεία χάρι, και έχουν θεία δύναμι, επειδή με αυτές είναι γραμμένο εκείνο που ο ίδιος ο Θεός παρέδωσε και απεκάλυψεν εις τους ανθρώπους. «Δεν πειράζει αν εις την αρχή δεν καταλαβαίνεις καλά, μόνον, προχώρησε εις το διάβασμα με επιμέλεια.
Ένας άγιος μοναχός είπε κάποτε: «Εάν συ δεν καταλαβαίνης τις λέξεις του Ευαγγελίου του Λόγου του Θεού, τα πονηρά πνεύματα καταλαβαίνουν τι διαβάζεις και τρέμουν». Το πάθος σου για το ποτό είναι οπωσδήποτε σατανική ενέργεια. Θα σου πω και κάτι άλλο. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος γράφει, ότι και εις το δωμάτιο όπου φυλάσσεται ένα Ευαγγέλιο τα πνεύματα του σκότους κρατούνται έξω απ’ αυτό με τη δύναμί του, μέσα δε εκεί τρέμουν και το σκέπτονται πολύ να κάνουν κακό».
»Έδωσα λίγα χρήματα εις τον μοναχό, δεν θυμάμαι πόσα, και αγόρασα το Τετραυάγγελο, το έβαλα μέσα σ’ ένα μπαούλο με άλλα πράγματα και το εξέχασα εκεί. Σε λίγο μια ταραχή για το πάθος του ποτού άρχισε να με φοβίζη. Μια ακατανίκητη επιθυμία για να πιω μ’ έκανε ώστε, σαν τυφλός να σπεύσω να ανοίξω το μπαούλο για να πάρω κάμποσα χρήματα και να τρέξω στο ποτό. Αλλά τα μάτια μου έπεσαν αμέσως στο Τετραυάγγελο και σε μια στιγμή πέρασαν ζωηρά μέσ’ στο μυαλό μου όλα αυτά που ο μοναχός μου είχεν ειπή.
Άνοιξα το βιβλίο κι άρχισα να διαβάζω απ’ το πρώτο κεφάλαιο του ευαγγελιστού Ματθαίου. Έφθασα εις το τέλος του κεφαλαίου αυτού χωρίς να καταλάβω ούτε μία λέξι, αλλά θυμήθηκα πως ο μοναχός μου είχεν ειπή: «Μη στενοχωρήσαι αν δεν καταλαβαίνης αυτά που διαβάζεις, μόνο προχώρησε εις το διάβασμα με επιμέλεια». Εμπρός, είπα στον εαυτό μου, θα διαβάσω και το δεύτερο κεφάλαιο. Τώρα διαβάζοντας άρχισα κάπως να καταλαβαίνω κάτι.
»Έτσι συνέχισα το τρίτο κεφάλαιο κ’ έπειτα ξαφνικά σήμανε το σιωπητήριο του στρατοπέδου. Τώρα πλέον δεν επετρέπετο η έξοδος σε κανένα κ’ έπρεπε όλοι να πανε για ύπνο. Όταν εξύπνησα το πρωί, μαζί μου ξύπνησε και η ανεκπλήρωτη επιθυμία για να πιω, όμως, ξαφνικά, εσκέφθηκα να διαβάσω ακόμη ένα κεφάλαιο, για να έβλεπα, τέλος πάντων, ποιά θα ήτο η αποτελεσματικότης του Ευαγγελίου. Το εδιάβασα πράγματι, ηρέμησα για λίγο και δεν επήγα να αγοράσω ποτό. Ξαναγιγάντωσε σε λίγο μέσα μου η επιθυμία, αλλά ξαναδιάβασα ακόμη ένα κεφάλαιο και αισθάνθηκα ανακούφισι. Αυτό μου έδωσε θάρρος κ’ έκτοτε κάθε φορά που αισθανόμουν τον πειρασμό του πάθους της μέθης να με κυριεύη, εδιάβαζα ένα κεφάλαιο από εκεί που είχα μείνει και κάθε φορά υπερνικούσα το πάθος.
»Το περισσότερο δε, όσο επερνούσεν ο καιρός, τόσο και η κατάστασίς μου καλυτέρευε και όταν πάνω-κάτω ετελείωνα την ανάγνωσι των τεσσάρων Ευαγγελίων, τελείωνα και με το πάθος μου, που προχωρούσε ραγδαία προς τα πίσω, κοντεύοντας ν’ ανήκη πια εις το παρελθόν.
»Σε λίγον καιρό σιχαινόμουνα το ποτό και είναι είκοσι περίπου χρόνια, αφ’ ότου ούτε μια σταγόνα δεν έβαλα στο στόμα μου.
»Όλοι εκπλαγήκανε για την μεταβολή μου αυτή. Τρία χρόνια αργότερα επανήλθα εις τον βαθμό μου, προβιβάστηκα έπειτα και τέλος, ξαναμπήκα εις την σειρά προαγωγής που μου ανήκε, αλλά που την είχα χάσει εξ αιτίας του ποτού. Έπειτα παντρεύτηκα, και ζω ευλογημένα με την σύζυγο μου, έχουμε ολα τα καλά και δοξάζουμε τον Θεόν που μας έδωσε άφθονα τα πάντα. Βοηθούμε τους πτωχούς κατά δύναμι και φιλοξενούμε όταν μπορούμε τους προσκυνητάς. Έχω κ’ ένα γυιό αξιωματικό, πρώτης τάξεως παιδί. Σημείωσε όμως και το εξής: Αφ’ ότου θεραπεύθηκα απ’ το πάθος του ποτού έκανα τάμα να διαβάζω με τη σειρά, ένα ολόκληρο Ευαγγέλιο απ’ τα τέσσερα, κάθε μέρα, κάθε είκοσι τέσσερεις ωρες, ώσπου να κλείσω τα μάτια μου και φύγω απ’ τον κόσμο αυτό.
«Τίποτε εις τον κόσμο δεν ημπορεί να με εμποδίση από του να τηρώ κάθε μέρα το τάξιμό μου αυτό. Όταν είμαι καμμιά φορά πολύ κουρασμένος, ξαπλώνω και παρακαλώ τη γυναίκα μου να διαβάζη, ώστε ποτέ να μη χαλάσω τον κανόνα που έχω καθιερώσει. Για ευγνωμοσύνη και δοξολογία προς τον Θεό, το έντυσα αυτό το Τετραυάγγελο με καθαρό ασήμι, και το έχω πάντοτε μαζί μου μέσα εις την επάνω τσέπη του σακκακιού μου».
Άκουσα με πολλή χαρά όλη την ιστορία αυτή, και του είπα ότι κ’ εγώ ήξευρα μιά παρόμοια περίπτωσι. «Εις ένα εργοστάσιο εις το χωριό μου, ήταν ενας τεχνίτης πολύ ικανός, καλός κ’ ευγενής άνθρωπος. Δυστυχώς όμως έπινε και συχνά μάλιστα. Ένας θεοφοβούμενος άνθρωπος μια μέρα, τον συνεβούλευσε, ώστε όταν επρόκειτο να τον καταλάβη η επιθυμία τού ποτού να επαναλαμβάνη την προσευχή του Ιησού Χριστού τριάντα τρείς φορές, προς τιμήν της Αγίας Τριάδος και εις ανάμνησιν των τριάντα τριών ετών της ζωής του Χριστού.
»Η συμβουλή του έγινε ακουστή, και ο άνθρωπος με το πάθος την εφήρμοσε, και αλήθεια, πολύ σύντομα απαλλάχτηκε απ’ αυτό.
«Τρία χρόνια αργότερα ο άνθρωπος αυτός ελεύθερος πια, αφιέρωσε εις τον Θεό τον εαυτόν του και εκλείστηκε σ’ ένα μοναστήρι».
«Και ποιό είναι καλύτερο, να επαναλαμβάνη κανείς την Προσευχή του Χριστού, ή να διαβάζη από τα Ευαγγέλια»; μ’ ερώτησε ο αξιωματικός.
«Είναι το ίδιο», απήντησα. «Ό,τι είναι το Ευαγγέλιο είναι και η Προσευχή του Χριστού, επειδή το θείον όνομα του Ιησού Χριστού κατέχει μέσα του όλη την ευαγγελική αλήθεια. Οι άγιοι Πατέρες λέγουν ότι η Προσευχή του Χριστού είναι η περίληψις του Ευαγγελίου».
Μετά την συνομιλία μας εκάναμε την προσευχή μας και ο ταγματάρχης άρχισε να διαβάζη το Ευαγγέλιο του ευαγγελιστού Μάρκου απ’ την αρχή του, ενώ εγώ άκουγα λέγοντας την «Προσευχή» μέσ’ στην καρδιά μου.
Εις τας δύο μετά τα μεσάνυκτα ετελειώσαμε κ’ επήγε ο καθένας να κοιμηθή.
Εσηκώθηκα, όπως συνήθως, ενωρίς το πρωί. Όλοι εκοιμούντο ακόμη. Όταν άρχισε να φέγγη λίγο, επήρα εις τα χέρια μου με χαρά την αγαπημένη μου «Φιλοκαλία». Με τι ευχαρίστησι την άνοιξα! Δεν θα εχαιρόμουν τόσο, ούτε και τον πατέρα μου αν έβλεπα ή τον πιο αγαπημένο μου φίλο, να νεκραναστένωνται. Την ασπάστηκα και ευχαρίστησα τον Θεό που μου την ξαναχάρισε.
Άρχισα αμέσως να διαβάζω από τον Θεόληπτο Φιλαδελφείας, εις το δεύτερο μέρος του βιβλίου. Η διδασκαλία του με εξέπληξε, όταν εδιάβασα που έγραφε ότι ένα και το αυτό πρόσωπο μπορεί συγχρόνως να απασχολήται με τρία διαφορετικά πράγματα, να τρώη όταν κάθεται στο τραπέζι, να ακούη ανάγνωσι και συγχρόνως να προσεύχεται με το μυαλό του. Αλλά η ανάμνησις της τόσον ευχάριστης προηγουμένης βραδυάς, με έκανε, από την ίδια μου την πείρα, να καταλάβω την έννοια της σκέψεως αυτής του Θεόληπτου και ακόμη κατάλαβα ότι το μυαλό και η καρδιά είναι διαφορετικά πράγματα.
Όταν ο ταγματάρχης εσηκώθηκε, επήγα να τον ευχαριστήσω για την καλωσύνη του και να τον αποχαιρετήσω.
Μου έδωσε τσάϊ κ’ ένα ρούβλι και με κατευώδωσε.
Άρχισα τον δρόμο μου πάλι, ευχαριστημένος. Είχα προχωρήσει δυό χιλιόμετρα, όταν εθυμήθηκα ότι είχα ύποσχεθή εις τους λιποτάκτας ένα ρούβλι και να που το ρούβλι μου είχε έλθει, χωρίς να το ζητήσω από πουθενά.
Επρεπε να το δώσω ή όχι; Εις την αρχή εσκέφθηκα ότι αυτοί μ’ εκτύπησαν και με ελήστευσαν. Έπειτα, σε τι θα τους εχρησίμευε το ρούβλι αυτό αφού ήσαν φυλακισμένοι; Αργότερα όμως έκανα άλλες σκέψεις, θυμήθηκα ότι είναι γραμμένο εις την Καινή Διαθήκη, «εάν πεινά ο εχθρός σου ψώμιζε αυτόν», θυμήθηκα ότι και ο ίδιος ο Χριστός είπε: «αγαπάτε τους εχθρούς υμών».
Εγύρισα πίσω και μόλις έφθασα εις το σπίτι του αξιωματικού όλοι οι κατάδικοι ήσαν έτοιμοι για να ξαναρχίσουν τον δρόμο τους. Επήγα γρήγορα κοντά σ αυτούς τους δυό στρατιώτες και τους έδωσα το ρούβλι λέγοντας: «Μετανοείτε και προσεύχεστε· ο Χριστός αγαπά όλους τους ανθρώπους και δεν θα σας εγκαταλείψη ποτέ» κι αμέσως τους άφησα κ’ εξακολούθησα τον δρόμο μου. Μετά από 40 χιλιομέτρων πορεία εις τον αμαξωτό δρόμο, έκοψα σ’ ένα μονοπάτι για νάχω περισσότερη ησυχία και να διαβάσω.
Περπάτησα κάμποσο μέσα από την καρδιά του δάσους και πολύ σπάνια συναντούσα κανένα συνοικισμό. Μερικές φορές, εκαθόμουν όλη την ημέρα κάτω από τα δένδρα και εδιάβαζα με μεγάλη προσοχή την «Φιλοκαλία», απ’ την οποία έπαιρνα πολλές, πάρα πολλές γνώσεις. Η καρδιά μου εφλεγόταν από την επιθυμία να ενωθή με τον Θεό με την εσωτερική προσευχή και ανυπομονούσα να μάθω σχετικώς για την ένωσιν αυτή, με το μέτρο και την καθοδήγησι του βιβλίου μου αυτού.
Συγχρόνως ήμουν και λυπημένος γιατί δεν είχα μια κατοικία που θα μπορούσα να διαβάζω ήσυχος αυτά που ήθελα. Εδιάβαζα κι απ’ το Ευαγγέλιο και αισθανόμουν οτι καταλάβαινα καθαρώτερα τώρα από άλλοτε, μερικά που δεν ημπορούσα να εννοήσω καθαρά και που με έκαναν να πέσω θύμα των διαφόρων αμφιβολιών.
Οι άγιοι Πατέρες είχαν πολύ δίκιο όταν είπαν ότι η «Φιλοκαλία» είναι το κλειδί για την κατανόησι των μυστηρίων της Αγίας Γραφής. Με την βοήθειά της άρχισα να αντιλαμβάνωμαι πολλές από τις κεκαλυμμένες έννοιες του Λόγου του Θεού. Άρχισα να ξεκαθαρίζω στο μυαλό μου ρητά, όπως «ο εσωτερικός μυστικός άνθρωπος της καρδιάς», «η βασιλεία του Θεού εντός υμών εστιν», «η αληθής προσευχή λατρεύει εν πνεύματι», «το Πνεύμα εντυγχάνει υπέρ υμών στεναγμοίς αλαλήτοις», «μείνατε εν εμοί», «δος μοι υιέ σην καρδίαν», «ενδύσασθε τον Κύριον Ιησούν Χριστόν», «δους (ο Χριστός) τον αρραβώνα του Πνεύματος εν ταις καρδίαις ημών και την κραυγήν εκ του βάθους των καρδιών ημών, διά της οποίας κράζομεν αββά ο πατήρ», και άλλα.
Έχοντας όλα αυτά εις το μυαλό μου προσευχήθηκα με την καρδιά μου και κάθε τι γύρω μου, εφαινόταν θαυμάσιο κ’ ευχάριστο.
Τα δένδρα, η πρασινάδα, τα πουλιά, ο αέρας, το φως, μου εφαίνοντο πώς μου έλεγαν, ότι δημιουργήθηκαν για την εξυπηρέτησι του ανθρώπου και για να μαρτυρούν την αγάπη του Θεού προς αυτόν, την αγάπη που δείχνει ο Θεός εις τον άνθρωπο με αυτά, και με όλα τ’ άλλα πλάσματά του που τον δοξολογούν καθημερινά.
Έτσι κατενόησα αυτό που η «Φιλοκαλία» ονομμάζει «γνώσιν της γλώσσης των πλασμάτων» και αντελήφθηκα τον τρόπο με τον οποίο συνομιλούν τα πλάσματα με τον πλάστη τους.
Περιπλανήθηκα έπειτα για κάμποσο και περπάτησα τρεις ολόκληρες ημέρες, χωρίς να συναντήσω ούτε ένα χωριό, ενώ τα παξιμάδια μου άρχισαν να τελειώνουν, και με κατέλαβε ο φόβος μήπως εξακολουθήση έτσι η κατάστασις, και πεθάνω από την πείνα μέσα στην ερημιά. Άρχισα να προσεύχωμαι περισσότερο από τα τρίσβαθα της καρδιάς μου, κι όλοι οι φόβοι μου διαλυθήκανε, γιατί έθεσα εις τον Θεόν όλη μου την ελπίδα. Η ειρήνη του μυαλού μου επανήλθε και πάλι, καθώς επίσης και η ευδιαθεσία μου.
Όταν προχώρησα ακόμη εις τον αμαξωτό δρόμο που εκτεινότανε στο μάκρος ενός τεραστίου δάσους, είδα ένα σκύλο να βγαίνη απ’ αυτό και να έρχεται ολόισια κατ’ επάνω μου. Του σφύριξα και μ’ εζύγωσε κουνώντας ήμερα την ουρά του. Εδόξασα τον Θεό που μούδειξε ακόμη μια φορά την αγαθότητά του.
Σίγουρα θα υπήρχε κανένα κοπάδι ή κανένας κυνηγός μέσα εις το δάσος και οπωσδήποτε θα εύρισκα κανένα κομμάτι ψωμί, που είχα εικοσιτέσσερεις ώρες να φάγω, ή θα μπορούσα να μάθω, έστω, πού βρισκόταν το πλησιέστερο χωριό.
Ο σκύλος στριφογύρισε λίγο γύρω μου χαρούμενα, περιμένοντας να του δώσω κάτι, και έπειτα γύρισε προς το δάσος όπου μπήκε ακολουθώντας ενα στενό μονοπάτι. Τον ακολούθησα και σε πεντακόσια μέτρα απόστασι περίπου, τον είδα να μπαίνη σε μια τρύπα από την οποία ξαναβγήκε κι άρχισε να γαυγίζη. Συγχρόνως ένας ισχνός και μεσόκοπος χωρικός εβγήκε πίσω από ένα μεγάλο δένδρο. Μ’ ερώτησε από πού έρχομαι αλλά κ’ εγώ πράγματι πολύ ήθελα να μάθω γιατί μένει εκεί, κ’ έτσι αρχίσαμε φιλική συζήτησι.
Μ’ επήρε μέσα εις την λασπωμένη καλύβα του και μου είπε ότι ήταν φύλακας εις το μέρος αυτό του δάσους που είχε πουληθή για υλοτομία.
Μου έδωσε να φάγω ψωμί και αλάτι κι αρχίσαμε τη συζήτησι.
«Πόσο ζηλεύω», του είπα, «που μπορείς να είσαι μόνος και να ζης εδώ τόσο ήσυχα και δεν είσαι σαν και μένα που γυρίζω από τόπο σε τόπο και συναντώμαι με κάθε είδους ανθρώπους»!
«Μπορείς να μείνης και εσύ εδώ, αν θέλης» μου απήντησε. «Κοντά εδώ υπάρχει του παλιού φύλακος η καλύβα, και είναι μεν λίγο χαλασμένη, αλλά καλή να μείνης το καλοκαίρι αυτό. Πιστεύω πως έχεις διαβατήριο. Όσο για ψωμί θα έχουμε, γιατί μου φέρνουνε κάθε εβδομάδα αρκετό απ’ το χωριό. Η πηγή αυτή εδώ έχει πάντα άφθονο νερό. Όσο για μένα, αδελφέ μου, τα τελευταία δέκα χρόνια δεν τρώγω τίποτε άλλο από ψωμί και δεν πίνω τίποτα άλλο από νερό.
«Έτσι έχουν τα πράγματα. Όταν έλθη το φθινόπωρο και οι χωρικοί τελειώσουν την εργασία τους εις την γη, τότε θα έλθουν διακόσιοι περίπου εργάται για να κόψουν όλο το τμήμα αυτό του δάσους. Τότε κ’ εγώ θα φύγω από εδώ, αλλά κ’ εσύ δεν θα μπορέσης να μείνης περισσότερο».
Όταν άκουσα όλα αυτά που μου είπε, θέλησα απ’ τη χαρά μου να πέσω στα πόδια του και να τον ευχαριστήσω. Δεν ήξευρα πώς να ευχαριστήσω τον Θεό για την καλωσύνη του προς εμένα, θα περνούσα τέσσερεις μήνες εκεί μέχρι το φθινόπωρο, κ’ έτσι εις την ησυχία και τη σιωπή, θα απελάμβανα την μελέτη της «Φιλοκαλίας», με σκοπό να μάθω περισσότερο την ασίγαστη προσευχή της καρδίας.
Συνωμίλησα ακόμη λίγο με αυτόν τον απλό αδελφό, που μου παρεχώρησε το καταφύγιο, κ’ έμαθα την ιστορία της ζωής του και τις ιδέες του.
«Ήμουν καλός νοικοκύρης στο χωριό μου», μου είπε, «είχα ένα βαφείο υφασμάτων κ’ εζούσα καλά, αν κι όχι δίχως αμαρτία. Πολλές φορές απατούσα εις τις συναλλαγές τους συνανθρώπους μου, έπαιρνα ψεύτικους όρκους, έπινα κ’ εφιλονικούσα. Εις το χωριό μου όμως εζούσε ένας αναγνώστης, που είχε ένα βιβλίο «Περί της μελλούσης Κρίσεως», εσυνήθιζε δε να πηγαίνη από σπίτι σε σπίτι και να διαβάζη εις επήκοον των οικογενειών, παίρνοντας και κάτι, σαν μικρό φιλοδώρημα. Ήλθε και σε μένα. Με λίγα χρήματα κ’ ένα ποτήρι κρασί μπορούσε να σου διαβάση ολόκληρη νύκτα.
Εδιάβασε και για μένα κ’ εγώ άκουγα καθώς εδούλευα. Μου έκαναν μεγάλη εντύπωση αυτά που άκουσα για το τι μας περιμένει εις την Κόλασι, για την αλλαγή του κόσμου αυτού, για την ανάστασι των νεκρών, για τις σάλπιγγες που θα ηχήσουν και για το πώς ο Χριστός θα κρίνη ζώντας και νεκρούς και θα ευλογήση τους καλούς και ενάρετους, θα στείλη δε τους φαύλους και κακούς εις «το πυρ το εξώτερον».
»Μια μέρα όπως άκουγα την ανάγνωσι, με κατέλαβε τρόμος μεγάλος και είπα με τον εαυτόν μου: Αλλοίμονο! Τι βασανιστήρια έχω να υποστώ! θα φροντίσω απ’ εδώ και πέρα να εργασθώ για τη σωτηρία της ψυχής μου, ελπίζοντας ότι με την δύναμι της προσευχής θα αποφύγω τα αποτελέσματα της αμαρτίας. Εσκέφθηκα πολύ μ’ αυτόν τον τρόπο, και τέλος άφησα την εργασία μου, επούλησα το σπίτι μου κι όπως ήμουν μόνος εις τον κόσμο, έπιασα δουλειά ως φύλακας δασών και το μόνο που παρεκάλεσα τις κοινοτικές αρχές για την αμοιβή μου, ήταν να μου δίνουν ψωμί, ρούχα και μερικές λαμπάδες για τις προσευχές μου. Έτσι δουλεύοντας, έχω περάσει πάνω από δέκα χρόνια τώρα. Τρώγω μια φορά την ημέρα ψωμί και πίνω μόνο νερό. Σηκώνομαι το πρωί σχεδόν νύκτα για τις πρωινές μου προσευχές κι ανάβω εμπρός εις τις εικόνες επτά λαμπάδες.
»Όταν κάνω κάθε μέρα τον συνηθισμένο γύρο, στο δάσος, φορώ σιδερένιες αλυσίδες εις το κορμί μου που έχουν βάρος είκοσι οκάδες. Ποτέ δεν γκρινιάζω, ποτέ δεν πίνω ποτό, ποτέ δεν μαλώνω με κανένα και δεν συναναστρέφομαι με γυναίκες καθόλου εις την ζωήν μου. Εις την αρχή η ζωή αυτή με ευχαριστούσε, αλλά τελευταία άλλες σκέψεις έχουν καταλάβει την ψυχή μου και δεν ημπορώ να απαλλαγώ απ’ αυτές.
Ο Θεός ηξεύρει αν θα μπορέσω να λειώσω τις αμαρτίες μου μ’ αυτήν την σκληρή ασκητική ζωή που κάνω. Αλλά τώρα τελευταία, σκέπτομαι πολλές φορές, τάχα είναι αληθινό το κάθε τι που έγραφε το βιβλίο αυτό; Πώς είναι δυνατόν ένας νεκρός να αναστηθή, εάν μάλιστα είχε πεθάνει εδώ και διακόσια χρόνια πριν και δεν υπάρχει ούτε η σκόνη του; Ποιος ηξεύρει αν πραγματικά υπάρχει Κόλασις; Ποιος είναι δυνατόν να γνωρίζη τίποτε για τον άνθρωπο όταν αυτός πεθαίνη και αποσυντίθεται; Ίσως αυτό το βιβλίο το έγραψαν παπάδες και θεολόγοι για να φοβίσουν εμάς τους ανόητους φτωχούς και να μας κρατούν ήσυχους.
Ποιά βεβαιότητα, πώς ολα είναι όπως τα γράφει το βιβλίο αυτό, μπορεί να έχη κανείς που σαν εμένα υποθήκευσε τον εαυτό του για τίποτα, και κατεδίκασε μάταια κάθε ευχαρίστησι του κόσμου; Υπόθεσε ότι δεν υπάρχει άλλη ζωή απ’ αυτήν. Δεν είναι, λοιπόν, καλύτερα να χαρή κανείς τούτη την ζωή του εδώ και να μη στενοχωρήται για τίποτα; Σκέψεις σαν τις παραπάνω συχνά με στενοχωρούν και δεν ηξεύρω αν καμμιά μέρα δεν γυρίσω πάλι εις την παλιά μου εργασία».
Τον άκουσα με συμπάθεια. Λένε μόνον ότι οι μορφωμένοι και οι ευφυείς σκέπτονται ελεύθερα και δεν πιστεύουν σε τίποτα. Αλλά να ένας της δικής μου τάξεως άνθρωπος, ένας απλός χωρικός, έγινε λεία παρόμοιας απιστίας. Η βασιλεία του σκότους ανοίγει τις πύλες της μπροστά στον κάθε ένα, ίσως δε μάλιστα εις τους απλούς επιτίθεται πολύ πιο εύκολα. Ώστε ο καθένας πρέπει να μάθη να είναι συνετός και να δυναμώνη την ψυχή του με την μελέτη του λόγου του Θεού, οσο μπορεί περισσότερο, εναντίον των εχθρών της ψυχής.
Έτσι με αντικειμενικό σκοπό να βοηθήσω τον αδελφό μου αυτόν και να κάνω, ό,τι θα περνούσε από το χέρι μου για να ενισχύσω την πίστι του, έβγαλα από το σακκίδιό μου την «Φιλοκαλία». Εγύρισα εις το 109ον κεφάλαιον, που γράφει «Περί ησυχίας» και του το εδιάβασα. Έβαλα όλα τα δυνατά μου να του αποδείξω πόσο ανωφελές και μάταιο πράγμα είναι η αποφυγή της αμαρτίας απλώς και μόνο για το φόβο των βασάνων της Κολάσεως.
Του είπα ότι, η ψυχή είναι δυνατόν να ελευθερωθή από τις εφάμαρτες σκέψεις με την θέλησι, με την κυριαρχία επάνω εις το μυαλό μας και με την κάθαρσι της καρδιάς, και πώς αυτά μπορούν να γίνουν κατορθωτά με την εσωτερική προσευχή.
Πρόσθεσα ακόμη οτι σύμφωνα με όσα οι άγιοι Πατέρες λένε, όποιος πράττει καλές πράξεις απλώς και μόνο από φόβο να μη κολασθή, ακολουθεί το δρόμο της δουλείας, αυτός δε που αγαθοεργεί για να λάβη την ανταπόδοσι του Παραδείσου ακολουθεί τον δρόμο κάποιου παζαρέματος με τον Θεό. Ο πρώτος ονομάζεται δούλος, ο δεύτερος μισθοφόρος.
Αλλά ο Θεός θέλει όλους μας να έλθουμε προς Αυτόν σαν τα παιδιά εις τον πατέρα τους. Θέλει όλους μας να συμπεριφερώμεθα προς Αυτόν με τιμή, και από αγάπη προς Εκείνον, να εργαζώμεθα δε με ζήλο το θέλημά Του. Θέλει όλους μας να ευρίσκουμε την ευτυχία μας εις την ένωσι του εαυτού μας με Αυτόν, εις την ένωσι του νου και της καρδιάς μας με τον Σωτήρα μας.
«Οσοδήποτε και αν αναλώσης τον εαυτόν σου με το να κακοποιής το σώμα σου», του είπα, «ποτέ δεν θα βρης την ειρήνη εις τον νουν σου με αυτόν τον τρόπο, και εάν έχης το Θεό μέσα εις τον νου σου και την ασίγαστη Προσευχή του Χριστού μέσα εις την καρδιά σου, θα κινδυνεύης κάθε στιγμή να πέσης εις την αμαρτία με την παραμικρότερη αφορμή. Άρχισε, αδελφέ μου, την εργασία να συνηθίσης να λες αδιάκοπα την Προσευχή του Ιησού Χριστού.
Έχεις τόσο ωραία ευκαιρία να το κάνης αυτό εδώ σ’ αυτό το μοναχικό μέρος, και σε λίγο χρονικό διάστημα θα κατορθώσης να κερδίσης την επιτυχία της. Δεν θα σε καταλάβουν πιά άθεες σκέψεις και η αληθινή πίστις και η αγάπη για τον Χριστό θα αποκαλυφθούν σε σένα. Θα καταλάβης τότε, με ποιόν τρόπο οι νεκροί θα αναστηθούν, και θα ιδής την Μέλλουσα Κρίσι εις το πραγματικό της φως.
Η Προσευχή αυτή θα σε κάνη να αισθάνεσαι τόσην ανακούφισι και τόσην ευλογία μέσ’ στην καρδιά σου, ώστε και συ ο ίδιος θα απορήσης γι’ αυτό και όλη η πορεία της ζωής σου δεν θα είναι πια ούτε θλιβερή ούτε βασανισμένη».
Έπειτα προχώρησα για να του εξηγήσω, όπως καλύτερα μπορούσα, πώς να αρχίση και πώς να προχωρήση χωρίς διακοπή, με την Προσευχή του Ιησού Χριστού, και ακόμη, το πώς ο Λόγος του Θεού και τα συγγράμματα των αγίων Πατέρων, μάς διδάσκουν σχετικά με αυτή.
Συμφώνησε με όλα όσα του είπα, και αμέσως μου εφάνηκε οτι έγινε ηρεμώτερος.
Τον άφησα έπειτα απ’ αυτό, κ’ εκλείστηκα εις την καλύβα που μου είχε δείξει.
Ω! Πόσον ευχαριστημένος ήμουνα, πόσον ήρεμος και ευτυχής, όταν επερνούσε το κατώφλι αυτής της μοναχικής καλύβας ή καλύτερα αυτού του τάφου! Σε μένα εφαινόταν σαν ένα μεγαλόπρεπο παλάτι με κάθε είδους ανάπαυσι και ευχαρίστησι. Με δάκρυα εκστάσεως ευχαρίστησα τον Θεό και είπα εις τον εαυτό μου: Εδώ εις την ειρήνην αυτή και την ησυχία πρέπει να εργασθώ σοβαρά και να ικετεύσω τον Θεό να μου χαρίση φώτισι. Έτσι άρχισα το διάβασμα της «Φιλοκαλίας» πάλι, απ’ την αρχή μέχρι το τέλος, με μεγάλη προσοχή.
——————————————————–
πηγή: Ανωνύμου, «Οι Περιπέτειες ενός προσκυνητού», μεταφρ. Μητροπολίτου Κορίνθου Παντελεήμονος Καρανικόλα, εκδ. Παπαδημητρίου, 1998, σελίδες 29-49
http://paterikakeimena.blogspot.gr/2011/09/2_12.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου