Μνήμη ἐγκαινίων τῆς Κωνσταντινουπόλεως
Στὶς
11 Μαΐου τοῦ 330 μ.Χ. τελέσθηκαν τὰ ἐγκαίνια τῆς Κωνσταντινουπόλεως,
τῆς πόλεως τῆς Θεοτόκου, μία ποὺ κατὰ τὸ ἀρχαῖο ἔθος «τὰς πόλεις μετὰ
τὴν κτίσιν καθαίρειν εἴθιστο». Ὁ ἑορτασμὸς τότε κράτησε ἐπὶ σαράντα
ἡμέρες καὶ διασώθηκε μέχρι σήμερα στὸ Μηνολόγιο τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἡ λιτὴ γιὰ τὴν γενέθλια ἡμέρα τῆς Πόλεως ξεκινοῦσε ἀπὸ τὴν περιοχὴ τοῦ
Φόρου καὶ συνεχιζόταν μέχρι τὴν Μεγάλη Ἐκκλησία. Ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ
Μεγάλου Κωνσταντίνου ἄρχισε ἡ ἀνέγερση τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας σὲ
ρυθμὸ βασιλικῆς, ποὺ τότε, προφανῶς λόγω τοῦ μεγέθους του, ὀνομαζόταν
Μεγάλη Ἐκκλησία. Τὰ ἐγκαίνια ὅμως τοῦ ναοῦ αὐτοῦ ἔγιναν μετὰ τὴν κοίμησή
του, στὶς 15 Φεβρουαρίου τοῦ 360 μ.Χ., ὁπότε καὶ ἐπίσημα ὀνομάσθηκε
Ἁγία Σοφία.
Τὰ ἔργα τῆς πρώτης φάσεως ἀνοικοδομήσεως τῆς Πόλεως ἐπὶ μεγάλου Κωνσταντίνου στοίχισαν, κατὰ τὸν Κωδινό, 60.000 λίτρες χρυσοῦ.
Ἡ συγκεκριμένη ἡμέρα τῆς τελέσεως τῶν ἐγκαινίων τῆς Κωνσταντινουπόλεως
ἐπιλέχθηκε σκόπιμα, γιατί συνέπιπτε μὲ τὴν ἡμέρα τῆς μνήμης τοῦ
μαρτυρίου τοῦ Ἁγίου Μωκίου, ὁ ὁποῖος ἦταν καὶ ὁ πολιοῦχος τοῦ Βυζαντίου.
Μεταγενέστερες
παραδόσεις, ποὺ καταγράφονται εἴτε σὲ χρονογραφήματα εἴτε σὲ
ἁγιολογικὲς παραστάσεις, ἀλλὰ καὶ σὲ αὐτὴ ἀκόμα τὴν ὑμνολογία τῆς
Ἐκκλησίας μας, θέλουν τὸν Μέγα Κωνσταντίνο νὰ προσφέρει τὴν πόλη του
στὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος β’.
Τῆς Θεοτόκου ἡ πόλις, τῇ Θεοτόκῳ προσφόρως, τὴν ἑαυτῆς ἀνατίθεται
σύστασιν· ἐν αὐτῇ γὰρ ἐστήρικται διαμένειν, καὶ δι’ αὐτῆς περισώζεται
καὶ κραταιοῦται, βοῶσα πρὸς αὐτὴν· χαῖρε ἡ ἐλπὶς πάντων τῶν περάτων τῆς
γῆς.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αἱμάτων.
Ὡς περιόσιος κλῆρος ἡ πόλις σου, προσανατίθεται Κόρη τῇ σκέπῃ σου· ἣν
σκέποις ἀμάχῳ ἰσχύϊ σου, σοὶ ἀφορῶσαν Παρθένε καὶ κράζουσαν· Σὺ εἶ τοῦ
λαοῦ σου ἀσφάλεια.Μεγαλυνάριον.
Πόλις ἡ περίοπτος τοῦ Χριστοῦ, Κεχαριτωμένη, Παντευλόγητε Μαριάμ, ἥνπερ
ἔσχες πόλιν, ὡς σχοίνισμα καὶ κλῆρον, φυλάττοις τε καὶ σώζοις, τῇ
προμηθείᾳ σου.
Ὁ Ἅγιος Μώκιος ὁ Ἱερομάρτυρας
Ὁ
Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Μώκιος καταγόταν ἀπὸ τὴ Ρώμη καὶ γεννήθηκε ἀπὸ
γονεῖς εὔπορους καὶ εὐσεβεῖς, τὸν Εὐφράτιο καὶ τὴν Εὐσταθία. Ἀγαπώντας
τὸν ἱερατικὸ βίο, ἐπιδόθηκε ἀπὸ μικρὴ ἡλικία στὴ σπουδὴ τῶν ἱερῶν
γραμμάτων καὶ χειροτονήθηκε ἱερέας τῆς Ἐκκλησίας στὴν Ἀμφίπολη τῆς
Θρᾴκης.
Ὡς ἱερεὺς δίδασκε μὲ θερμὸ ζῆλο του εἰδωλολάτρες νὰ ἐγκαταλείψουν τὴν
πλάνη τους καὶ νὰ προσέλθουν στὴν ἀληθινὴ πίστη τοῦ Χριστοῦ.
Μία ἡμέρα, ὅταν ὁ ἀνθύπατος Λαοδίκιος ἐπρόκειτο νὰ θυσιάσει στὸ θεὸ
Διόνυσο, προσῆλθε ὁ Μώκιος καὶ μπροστὰ σὲ ὅλους ἀνέτρεψε τὸν βωμὸ καὶ
διασκόρπισε τὰ θυμιάματα.
Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ συνελήφθη καὶ ἀφοῦ κρεμάσθηκε καὶ γδάρθηκε μὲ
σιδερένια νύχια στὸ πρόσωπο καὶ στὰ πλευρά, τέθηκε πάνω σὲ φωτιά.
Παρέμεινε ὅμως ἀβλαβὴς καὶ ρίχθηκε δέσμιος στὴ φυλακή. Ἀργότερα
ὑποβλήθηκε σὲ νέα ἀνάκριση καὶ ὑπέστη πιέσεις ἀπὸ τὸ νέο ἀνθύπατο Μάξιμο
νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα.
Ἀρνήθηκε νὰ ὑπακούσει καὶ ὑποβλήθηκε σὲ νέα σκληρότερα βασανιστήρια. Τὸν
ἔδεσαν πάνω σὲ τροχὸ καὶ καταμωλωπίσθηκε καὶ στὴν συνέχεια τὸν ἔριξαν
στὰ θηρία. Ἀλλὰ καὶ πάλι ἐξῆλθε ἀβλαβής.
Μπροστὰ στὰ θαύματα αὐτὰ ὁ λαὸς ζήτησε τὴν
ἀπελευθέρωση τοῦ Ἁγίου, ὁ ἀνθύπατος ὅμως ἀπέστειλε αὐτὸν στὴν Ἡράκλεια
καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἀπεστάλη ἀπὸ τὸν ἄρχοντα Φιλιππήσιο στὸ Βυζάντιο, ὅπου τὸ
288 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοὺ (284-305 μ.Χ.), ὑπέστη τὸν διὰ
ἀποκεφαλισμοῦ θάνατο.
Ἀργότερα ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ἀνήγειρε πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου Μωκίου μεγαλοπρεπῆ
ναό, στὸν ὁποῖο κατέθεσε καὶ τὰ ἱερὰ λείψανα αὐτοῦ. Στὸ ναὸ αὐτὸν
γινόταν αὐτοκρατορικὴ προσέλευση κατὰ τὴν Μεσοπεντηκοστή. Στὸ ναό,
ἐπίσης, φυλασσόταν τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου Σαμψῶν τοῦ Ξενοδόχου.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.
Χριστῷ ἱερουργῶν, ἱερεὺς ὢν τῆς δόξης, θυσίαν λογικήν, καὶ ὁλόκληρον
θῦμα, ἀθλήσεως ἄνθραξι, σεαυτὸν προαενήνοχας, ὅθεν Μώκιε, διπλῶ στεφάνω
σὲ στέφει, ὁ δοξάσας σε, ὡς δοξασθεῖς σοῦ τοὶς ἄθλοις, Χριστὸς ὁ
φιλάνθρωπος. Ὁ Ἅγιος Ἐβέλλιος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἐβέλλιος μαρτύρησε στὴν πόλη Πίζα τῆς Ἰταλίας, ἐπὶ αὐτοκράτορα Νέρωνος (54-68 μ.Χ.).
Οἱ Ἅγιοι Ἄνθιμος καὶ Σισίνιος οἱ Ἱερομάρτυρες καὶ οἱ σὺν αὐτῶ Διόκλητος καὶ Φλωρέντιος οἱ Μάρτυρες
Ὁ Ἅγιος Ἄνθιμος ἦταν πρεσβύτερος καὶ μαρτύρησε στὴ Ρώμη. Ἐνῷ οἱ διῶκτες
του ἀρχικὰ τὸν ἔριξαν στὸν Τίβερη ποταμό, ἐκεῖνος μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ
διασώθηκε καὶ μετὰ τελειώθηκε διὰ ξίφους.
Ὁ Ἅγιος Σισίνιος ἦταν διάκονος καὶ μαρτύρησαν μαζὶ μὲ τοὺς μαθητὲς τοῦ
Ἁγίου Ἀνθίμου, Διόκλητο καὶ Φλωρέντιο, στὴν πόλη Ὄσιμο, κοντὰ στὴν
Ἀγκόνα, ἐπὶ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοὺ (284-305 μ.Χ.). Οἱ Ἅγιοι Μάξιμος, Βάσσος καὶ Φάβιος οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Μάξιμος, Βάσσος καὶ Φάβιος μαρτύρησαν στὴ Ρώμη, ἐπὶ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοὺ (284-305 μ.Χ.). Ὁ Ἅγιος Ἁρμόδιος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἁρμόδιος εἶναι ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστὲς καὶ τὰ Μηναῖα.
Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται σὲ Κώδικα τοῦ 11ου αἰῶνα μ.Χ. τῆς μονῆς
Κρυπτοφέρρης στὴ Ρώμη. Ὁ Ἅγιος Διόσκορος ὁ Νέος
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Διόσκορος ἢ Διοσκορίδης ὁ Νέος καταγόταν ἀπὸ τὴ Σμύρνη.
Ἀφοῦ συνελήφθη ἀπὸ τὸν ἄρχοντα τῆς πόλεως καὶ ἀρνήθηκε νὰ ἀποκηρύξει τὸν
Χριστό, ρίχθηκε στὴ φυλακή. Ἐμμένοντας στὴν πίστη του, ἀποκεφαλίσθηκε
καὶ ἔτσι ἔλαβε τὸν ἁμαράντινο στέφανο τοῦ μαρτυρίου. Οἱ Ἅγιοι Κύριλλος καὶ Μεθόδιος οἱ Ἰσαπόστολοι καὶ Φωτιστὲς τῶν Σλάβων
Οἱ
Ἅγιοι Κύριλλος καὶ Μεθόδιος, κατὰ κόσμον Κωνσταντῖνος καὶ Μιχαήλ, ἦταν
τέκνα τοῦ δρουγγάριου – στρατιωτικοῦ διοικητοῦ Λέοντος καὶ γεννήθηκαν
στὴν Θεσσαλονίκη. Εἶχαν δὲ ἄλλα πέντε ἀδέλφια.
Ὁ Κωνσταντῖνος ἦταν ὁ μικρότερος καὶ εἶχε μεγάλη ἐπιμέλεια στὰ γράμματα.
Παιδὶ ἀκόμη, εἶχε διαβάσει τὰ ἔργα τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καὶ
εἶχε γράψει ὕμνο πρὸς τιμήν του. Τὰ χαρίσματά του τὰ πρόσεξε ὁ λογοθέτης
Θεόκτιστος καὶ τὸν ἔστειλε στὴν σχολὴ τῆς Μαγναύρας, ὅπου μὲ τὴν
καθοδήγηση τοῦ Λέοντος τοῦ Μαθηματικοῦ καὶ τοῦ ἱεροῦ Φωτίου σπούδασε
βασικὰ φιλοσοφία. Διέπρεψε στὶς σπουδές του καὶ ἀρχικὰ διορίσθηκε
χαρτοφύλακας (ἀρχιγραμματέας) τοῦ Πατριαρχείου καὶ ἀργότερα καθηγητὴς
τῆς φιλοσοφίας στὴ σχολὴ τῆς Μαγναύρας.
Ὁ Μιχαὴλ ἀκολούθησε τὴν σταδιοδρομία τοῦ πατέρα τους. Ἔγινε στρατιωτικὸς
καὶ ἀνέλαβε τὴν διοίκηση τῆς περιοχῆς τῶν πηγῶν τοῦ Στρυμόνος, δηλαδὴ
στὰ σημερινὰ σύνορα Βουλγαρίας καὶ Σερβίας, ὅπου καὶ γνώρισε καλὰ τοὺς
Σλάβους.
Παρὰ τὴν ἐπιτυχημένη σταδιοδρομία καὶ τῶν δυὸ ἀδελφῶν, βαθιὰ τοὺς
συγκλόνιζε ὁ ζῆλος γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωή. Εἶχαν μοναστικὴ κλίση, ἀλλὰ
πίστευαν στὴ μαρτυρικὴ διακονία τῆς κλίσεώς τους αὐτῆς, γιὰ νὰ σωθοῦν
καὶ ἄλλες ψυχές.
Ὁ 9ος αἰῶνας μ.Χ., ὅταν καὶ ἔλαμψαν οἱ Ἅγιοι, εἶναι μία μεγάλη ἐποχὴ τοῦ
Βυζαντίου. Χαρακτηρίζεται ἀπὸ ἀκμὴ στὴν πολιτικὴ καὶ στρατιωτικὴ δύναμη
καὶ ἀπὸ ἄνθηση στὴν οἰκονομία, στὰ γράμματα, στὶς τέχνες. Ἡ Ἐκκλησία
τῆς Ἀνατολῆς ἀνασυγκροτεῖται μετὰ τὴν τρικυμία τῆς εἰκονομαχίας. Τὸ
πρόβλημα τῆς εἰκονομαχίας, νά μπορεῖ ἡ φύση τοῦ Θεοῦ, ἡ θεία καὶ ἡ
ἀνθρώπινη, νὰ παρασταθεῖ εἰκονικά, ἔχει ἐπιλυθεῖ.
Τὰ ρήγματα ὅμως ἀπὸ τὶς ἐκκλησιαστικὲς καὶ πολιτικὲς συγκρούσεις μεταξὺ
Δύσεως καὶ Ἀνατολῆς γίνονται βαθύτερα. Τὰ ἐγκόσμια συμφέροντα, οἱ
ἀνταγωνισμοὶ γιὰ τὴν πνευματικὴ καὶ πολιτικὴ ἐξουσία διασποῦν τὴν μέχρι
τότε ἑνιαία Χριστιανικὴ Οἰκουμένη σὲ δυὸ παράλληλους κόσμους, τὸ
Βυζαντινὸ καὶ τὸ Φραγκικό. Οἱ διαφορὲς εἶναι ὁρατὲς στὰ μέσα τοῦ 9ου
αἰῶνα μ.Χ., ὅταν ἀνέκυψε τὸ θέμα τοῦ ἐκχριστιανισμοῦ τῶν Σλάβων τῆς
Δύσεως. Σὲ αὐτὴν τὴν ἀντιδικία μπλέκονται οἱ δυὸ Θεσσαλονικεῖς ἀδελφοί.
Ἀρχικὰ ὁ Κωνσταντῖνος ἀναπτύσσει ἱεραποστολικὸ ἔργο μεταξὺ τῆς Τουρκικῆς
φυλῆς τῶν Χαζάρων. Ἡ μεγάλη ὅμως εὐκαιρία δίνεται τὸ καλοκαῖρι τοῦ 862
μ.Χ., ὅταν φθάνει στὴν Κωνσταντινούπολη πρεσβεία τοῦ ἡγεμόνος τῶν
Μοραβῶν Ραστισλάβου, ποὺ τὸ ἔθνος του κατοικοῦσε ἀπὸ τὴ Βοημία μέχρι τὰ
Καρπάθια καὶ τὸ Δούναβη.
Ὁ Ραστισλάβος ζητᾷ ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Μιχαὴλ ἕναν Ἐπίσκοπο καὶ δάσκαλο,
γιὰ νὰ τοὺς διδάξει στὴ γλῶσσα τους τὴν ἀληθινὴ πίστη καὶ νὰ προσέλθουν
καὶ ἄλλοι στὸν Χριστό. Εἶχαν βαπτισθεῖ πολλοί, ἀλλὰ καὶ οἱ βαπτισμένοι
ἀπὸ τοὺς Λατίνους ἱεραποστόλους ἀγνοοῦσαν τόν Χριστιανισμό, ὅσο καὶ οἱ
ἀβάπτιστοι, ἀφοῦ οἱ Λατῖνοι, συνεπεῖς στὴν παράδοσή τους, τοὺς ἐπέβαλαν
τὴν γνώση τοῦ Εὐαγγελίου στὰ λατινικὰ καὶ τὴν λατρεία πάλι στὰ λατινικά,
δηλαδὴ σὲ μία γλῶσσα ποὺ ἀγνοοῦσαν.
Ὁ αὐτοκράτορας Μιχαὴλ προσκαλεῖ τὸν φιλόσοφο Κωνσταντῖνο νὰ ἀναλάβει αὐτὴν τὴν ἀποστολὴ πρὸς τοὺς Μοραβούς.
Τὸ ἔργο τὸ δέχεται ὁ Κωνσταντῖνος ὑπὸ τὴν προϋπόθεση τῆς δημιουργίας
γραφῆς στὴ γλῶσσα τῶν Μοραβῶν. Μετὰ ἀπὸ μελέτες φτιάχνει τὸ λεγόμενο
γλαγολιτικὸ (ὄχι τὸ κυριλλικό) ἀλφάβητο καὶ ἀρχίζει τὴν μετάφραση τοῦ
Εὐαγγελίου καὶ τῆς Βυζαντινῆς Λειτουργίας, καθὼς καὶ ἄλλων βιβλίων.
Τὴν ἄνοιξη τοῦ 863 μ.Χ., ὁ Κωνσταντῖνος παίρνει τὸν ἀδελφό του Μιχαήλ,
ποὺ εἶχε γίνει μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Μεθόδιος, καὶ φθάνει στὴν αὐλὴ τοῦ
Ραστισλάβου.
Ἡ ἐργασία τους διαρκεῖ τρία χρόνια. Ἔκαναν σπουδαῖες μεταφράσεις,
εἰσήγαγαν τὴν βυζαντινὴ παράδοση τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας στὴ Μοραβία.
Ἄνοιξαν τοὺς πολιτιστικοὺς ὁρίζοντες τοῦ εὐαγγελιζόμενου λαοῦ. Ἔγιναν οἱ
πραγματικοὶ φωτιστές του.
Μὲ ἀφετηρία τὴν ἀρχὴ ὅτι κάθε λαὸς ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ λατρεύει τὸν Θεὸ
στὴ μητρική του γλῶσσα, οἱ ἅγιοι ἀδελφοὶ συγκρότησαν γραπτὴ σλαβικὴ
γλῶσσα, μετέφρασαν τὰ λειτουργικὰ βιβλία στὴ γλῶσσα αὐτή, καθιέρωσαν τὴν
σλαβικὴ ὡς λειτουργικὴ γλῶσσα, ἔγραψαν καὶ πρωτότυπα ἔργα καὶ
κατέστησαν διδάσκαλοι δεκάδων μαθητῶν γιὰ τὴν ἐπάνδρωση τῆς τοπικῆς
Ἐκκλησίας μὲ διακόνους καὶ πρεσβυτέρους, ἄριστους γνῶστες τῆς
λειτουργικῆς παλαιοσλαβικῆς γλώσσας.
Ἡ διείσδυση ὅμως αὐτὴ ἐνόχλησε τοὺς Φράγκους καὶ τὴ Ρώμη ποὺ ἄρχισαν νὰ ὑποσκάπτουν ἀδιάκοπα τὴν ἱεραποστολικὴ ἐργασία τους.
Ἡ θέση ἡ δική τους, καθὼς καὶ τῶν συνεργατῶν τους μοναχῶν, ἔγινε
δύσκολη, ὅταν στὴν Πόλη τὴν ἐξουσία κατέλαβε ὁ Βασίλειος ὁ Β’, ποὺ
ξαναέφερε στὸν θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὡς Πατριάρχη τὸν Ἰγνάτιο καὶ
ἐπανασύνδεσε τὸ Βυζάντιο μὲ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης. Τὸ 866 μ.Χ. καὶ οἱ
Βούλγαροι εἶχαν συνδεθεῖ μὲ τὴν Ρώμη. Ἔτσι ἡ ἱερποστολὴ ἀπομονώθηκε ἀπὸ
τὶς ρίζες της καὶ ἀναγκάσθηκε νὰ ἔλθει σὲ συνδιαλλαγὴ μὲ τοὺς Λατίνους.
Στὶς ἀρχὲς τοῦ 868 μ.Χ., ὁ Κωνσταντῖνος καὶ ὁ Μεθόδιος φθάνουν στὴ Ρώμη
κομίζοντας τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ ἱεραποστόλου Κλήμεντος, ποὺ εἶχε
μαρτυρήσει στὴ χώρα τῶν Χαζάρων. Προσπαθοῦν νὰ τακτοποιήσουν τὶς
διαφορές τους μὲ τοὺς Λατίνους ἱεραποστόλους ἐνώπιον τοῦ Πάπα Ἀνδριανοῦ
Β’. Ἡ μόρφωση καὶ ἡ εὐσέβεια τῶν δυὸ ἀδελφῶν κατέπληξε τοὺς Ρωμαίους
κληρικούς. Ὁ Πάπας ἀναγνώρισε τὸ ἔργο τους πανηγυρικά, ἀλλὰ ἐπεδίωξε νὰ
τὸ ἀποσυνδέσει ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ νὰ τὸ
προσεταιρισθεῖ.
Ὁ Πάπας Ἀνδριανὸς παρέλαβε ἀπὸ τοὺς ἱεραποστόλους τὰ σλαβικὰ βιβλία, τὰ
εὐλόγησε, τὰ ἀπέθεσε στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Μαρίας, τὸν ἀποκαλούμενο Φάτνη
καὶ τέλεσε μὲ αὐτὰ τὴν Θεία Λειτουργία. Στὸ σημεῖο αὐτὸ πρέπει νὰ
ὑπογραμμισθεῖ ὅτι ὁ Πάπας ἀπέθεσε τὰ σλαβικὰ βιβλία στὴν Ἁγία Τράπεζα
καὶ τὰ πρόσφερε ὡς ἀφιέρωμα στὸ Θεό.
Ἔδωσε μάλιστα ἐντολὴ σὲ δυὸ Ἐπισκόπους, τὸν Φορμόζο καὶ τὸν Γκόντριχον,
νὰ προχωρήσουν στὴ χειροτονία τῶν μαθητῶν τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου καὶ
Μεθοδίου, τῶν μελλοντικῶν κληρικῶν τῶν Σλάβων στὴ μητρική τους γλῶσσα.
Καὶ μετὰ ταῦτα δόθηκε ἡ ἄδεια σὲ αὐτούς, τοὺς νεοχειροτόνητους
κληρικούς, νὰ τελέσουν τὴ θεία λειτουργία σλαβιστὶ στοὺς ναοὺς τοῦ Ἁγίου
Πέτρου, τῆς Ἁγίας Πετρωνίλλας καὶ τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου.
Ὁ Πάπας καταδίκασε ἀκόμη τοὺς πιστοὺς ποὺ ἀντιδροῦσαν στὴν λειτουργικὴ
χρήση τῆς σλαβικῆς γλώσσας καὶ τοὺς ἀποκάλεσε Πιλατιανοὺς καὶ
Τριγλωσσίτες. Μάλιστα ὑποχρέωσε ἕναν Ἐπίσκοπο, ποὺ ὑπῆρξε ὀπαδὸς τοῦ
Τριγλωσσισμοῦ, νὰ χειροτονήσει τρεῖς ἱερεῖς καὶ δυὸ ἀναγνῶστες ἀπὸ τοὺς
Σλάβους μαθητὲς τῶν δυὸ Ἁγίων ἀδελφῶν.
Καὶ τὸ ἐπιστέγασμα τῆς λειτουργικῆς πανδαισίας σλαβιστὶ συνδέθηκε μὲ τὸν
Ἀπόστολο τῶν ἐθνῶν Παῦλο. Οἱ Σλάβοι μαθητὲς – κληρικοὶ λειτουργοῦσαν
τὴν νύχτα πάνω στὸν τάφο τοῦ μεγάλου διδασκάλου τῶν ἐθνικῶν, τοῦ Παύλου.
Καὶ μάλιστα εἶχαν ὡς συλλειτουργοὺς τους τὸν Ἐπίσκοπο Ἀρσένιο, δηλαδὴ
ἕναν ἀπὸ τοὺς ἑπτὰ ἐπισκόπους συμβούλους τοῦ Πάπα, καὶ τὸν Ἀναστάσιο τὸν
Βιβλιοθηκάριο. Ἡ πράξη αὐτὴ δὲν ἦταν τυχαία.
Εἶχε συμβολικὸ χαρακτῆρα. Συνέδεε καὶ παραλλήλιζε τὸ ἔργο τῶν Ἁγίων
Κυρίλλου καὶ Μεθοδίου μὲ τοὺς ἱεραποστολικοὺς ἄθλους τοῦ Παύλου.
Σημειωτέον ὅτι ὁ ναὸς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου βρισκόταν ἔξω ἀπὸ τὰ τείχη
τῆς πόλεως.
Καὶ συνεπῶς ἡ μετάβαση καὶ ἡ τέλεση Λειτουργίας σὲ αὐτὸν σλαβιστὶ καὶ
μάλιστα ἐπάνω στὸν τάφο τοῦ Ἀποστόλου δὲν ἀποτελοῦσε πράξη ρουτίνας,
ποὺ ἀπέβλεπε ἁπλῶς στὴν τέλεση ὁρισμένων λειτουργιῶν στὴ σλαβικὴ γλῶσσα.
Ἦταν ἡ πανηγυρικὴ ἔγκριση τῆς σλαβικῆς ὡς λειτουργικῆς γλώσσας ἀπὸ τὸν
Ἀπόστολο τῶν ἐθνῶν καὶ τῆς ἀκροβυστίας.
Στὸ διάστημα τῆς παραμονῆς τους στὴ Ρώμη, ὁ Κωνσταντῖνος ἀρρωσταίνει
βαριά. Προαισθάνεται τὸ τέλος του καὶ ζητᾷ νὰ πεθάνει ὡς μοναχός.
Κείρεται μοναχὸς καὶ ὀνομάζεται Κύριλλος. Στὶς 4 Φεβρουαρίου τοῦ 869
μ.Χ. ὁ πύρινος ἱεραπόστολος, ποὺ ἄναψε τὴν φωτιὰ τῆς πίστεως καὶ τοῦ
πολιτισμοῦ στὸ σλαβικὸ κόσμο, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. Ὁ Μεθόδιος θέλει νὰ
μεταφέρει τὸ σκήνωμά του στὴ Θεσσαλονίκη, ἀλλὰ ὁ Πάπας Ἀνδριανὸς δὲν τὸ
ἐπιτρέπει καὶ τὸν θάβει στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Κλήμεντος, ὅπου μέχρι καὶ
σήμερα δείχνεται ὁ τάφος του.
Στὴ συνέχεια, ὁ Μεθόδιος χειροτονεῖται ἀπὸ τὸν Πάπα Ἀρχιεπίσκοπος
Σιρμίου, γιὰ νὰ ἐγκατασταθεῖ στὴν Παννονία. Ἡ Ρώμη ἐπιδέξια
οἰκειοποιεῖται τὸ ἱεραποστολικὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως.
Ἡ ζωὴ ὅμως τοῦ Μεθοδίου, ὡς Ἀρχιεπισκόπου, περιπλέκεται στοὺς
ἀνταγωνισμοὺς τῶν Λατίνων καὶ τῶν Φράγκων Ἐπισκόπων, στὶς δολοπλοκίες
τῶν ἡγεμόνων καὶ τῶν ἀρχόντων καὶ γίνεται μαρτυρική. Τὸν φυλακίζουν
δυόμιση χρόνια σὲ μοναστῆρι τοῦ Μέλανος Δρυμοῦ καὶ μόλις τὸ 873 μ.Χ. ὁ
Πάπας Ἰωάννης Η’ τὸν ἐλευθερώνει καὶ τὸν ἀποκαθιστᾷ. Ἡ λατρεία ὅμως στὰ
σλαβονικὰ ἀπαγορεύεται καὶ μόνο τὸ κήρυγμα ἐπιτρέπεται. Τὸ 885 μ.Χ.,
στὴ Μοραβία, ὁ Μεθόδιος παραδίδει τὸ πνεῦμα του μέσα σὲ ἕνα κλίμα
ἀντιδράσεων καὶ ρᾳδιουργιῶν. Εἶχε ὅμως προετοιμάσει διακόσιους νέους
ἱεραποστόλους. Αὐτοὶ ξεχύθηκαν στὴν Ἀνατολικὴ Εὐρώπη, διέδωσαν καὶ
στερέωσαν τὴν Ὀρθοδοξία στὰ σλαβικὰ Ἔθνη. Ἦταν τέτοια δὲ ἡ δύναμη καὶ τὸ
ρίζωμα τοῦ ἔργου τους, ὥστε οὔτε ἡ λαίλαπα τῆς Οὐνίας τοῦ 6ου αἰῶνα
μ.Χ. κατόρθωσε νὰ ἐξανεμίσει τὸ θεολογικὸ καὶ πολιτισμικὸ ἔργο τῶν δυὸ
Ἰσαποστόλων ἀδελφῶν, τοῦ Κυρίλλου καὶ τοῦ Μεθοδίου.
Κατὰ τὴν ἐξόδιο ἀκολουθία τοῦ Ἁγίου Μεθοδίου ἀναρίθμητος λαός, ἀφοῦ
συγκεντρώθηκε, τὸν συνόδευσε μὲ λαμπάδες καὶ θρήνησε τὸν ἀγαθὸ διδάσκαλο
καὶ ποιμένα. Ἄνδρες καὶ γυναῖκες, μικροὶ καὶ μεγάλοι, πλούσιοι καὶ
φτωχοί, ἐλεύθεροι καὶ δοῦλοι, χῆρες καὶ ὀρφανά, ξένοι καὶ ντόπιοι,
ἀσθενεῖς καὶ ὑγιεῖς, ὅλοι τὸν συνόδευσαν, γιατί ἔδινε τὰ πάντα σὲ ὅλους,
γιὰ νὰ τοὺς κερδίσει.
Ἡ ἱεραποστολικὴ πορεία τους, παρὰ τὰ τόσα θρησκευτικὰ καὶ πολιτιστικὰ
ἐπιτεύγματά της γιὰ ὁλόκληρο τὸ Βορρᾶ, δὲν μᾶς εἶναι γνωστὴ ἀπὸ τοὺς
Βυζαντινούς. Ἂν καὶ ἐργάσθηκαν ὅσο λίγοι γιὰ τὴν δόξα τῆς Ὀρθοδοξίας,
ἄργησαν οἱ Ἑλληνόφωνες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες νὰ τοὺς περιλάβουν στὸν
κατάλογο τῶν ἐκλεκτῶν τοῦ Θεοῦ Ἁγίων. Τὴ ζωὴ καὶ τὴ δράση τους τὴ
μαθαίνουμε ἀπὸ σλαβικὲς καὶ λατινικὲς πηγὲς καὶ ἀπὸ δυὸ παλαιοσλαβονικὲς
βιογραφίες.
Οἱ δυὸ Ἅγιοι ἀνεδείχθησαν ἄξιοι μιμητὲς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου σὲ πολλοὺς
τομεῖς τοῦ βίου καὶ τῆς δράσεώς τους. Καταρχᾶς ἐντάσσονται μέσα στὸ
σχέδιο τῆς Θείας Οἰκονομίας. Καὶ μετὰ τὴν ἔλευση τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ
Χριστοῦ στὴ γῆ ἡ Θεία Οἰκονομία ἐκφράζεται κατὰ τὸν καλύτερο τρόπο μὲ τὴ
φράση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου «ὃς πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθήναι καὶ εἰς
ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθείν», τὴν ὁποία ἐπαναλαμβάνει ὁ βιογράφος τοῦ
Ἁγίου Μεθοδίου, τὸν ὁποῖο ὁ Θεὸς ἀνέστησε ὡς διδάσκαλο στοὺς καιρούς του
χάριν τοῦ Σλαβικοῦ γένους, γιὰ τὸ ὁποῖο ποτὲ κανεὶς ποτὲ δὲν εἶχε
ἐνδιαφερθεῖ.
Ὁ Ἅγιος Μεθόδιος μιμήθηκε τὸν Ἀπόστολο Παῦλο στὴν περιφρόνηση τῶν
κινδύνων, ἰδίως στὰ ταξίδια καὶ τὶς περιπλανήσεις του. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ
βιογράφος του σημειώνει ὅτι σὲ ὅλα τὰ ταξίδια του ὁ Μεθόδιος περιέπεσε
σὲ πολλοὺς κινδύνους, ποὺ προκλήθηκαν ἀπὸ τὸν κακὸ ἐχθρὸ (τὸ διάβολο).
Κινδύνευσε στὶς ἐρήμους ἀπὸ τοὺς λῃστές, στὴ θάλασσα ἀπὸ τρικυμίες, στὰ
ποτάμια ἀπὸ θανάσιμους κινδύνους καὶ ἔτσι ἐκπληρώθηκε σὲ αὐτὸν ὁ λόγος
τοῦ Ἀποστόλου: «Κινδύνοις λῃστῶν, κινδύνοις ἐν θαλάσσῃ, κινδύνοις
ποταμῶν, κινδύνοις ἐν ψευδαδέλφοις, ἐν κόπῳ καὶ μόχθω, ἐν ἀγρυπνίαις
πολλάκις, ἐν λιμῷ καὶ δίψῃ» καὶ σὲ ὅλα τὰ παθήματα, τὰ μνημονευόμενα ἀπὸ
τὸν Ἀπόστολο. Καὶ ὀφείλουμε νὰ ὑπογραμμίσουμε ὅτι στὸ σχόλιο αὐτὸ δὲν
ὑπάρχει κάτι τὸ ὑπερβολικό, ἂν ἀναλογισθοῦμε τὰ ταξίδια του στὴν
Κριμαία, τὴ Χαζαρία καὶ τὴ χώρα τῶν Φούλλων, τὴ μετάβασή του στὴ
Μοραβία, τὸ ταξίδι στὴ Ρώμη μέσῳ Παννονίας καὶ Βενετίας, τὴν ἐπιστροφὴ
στὴν Παννονία καὶ τὴ Μοραβία, τὴ σύλληψή του ἀπὸ τοὺς Φράγκους, τὴ δίκη
καὶ καταδίκη του, τὴ φυλάκισή του ἐπὶ δυόμισι ἔτη, τὴν ἀπελευθέρωσή του,
τὶς συκοφαντίες σὲ βάρος του, τὴ μετάβασή του στὴ Ρώμη καὶ τὴν
Κωνσταντινούπολη.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τὴ ὑπερμάχω.
Τῶν Ἀποστόλων εἰσδεξάμενοι τὴν ἔλλαμψιν, τῶν Σλάβων ὤφθητε φωστῆρες καὶ
διδάσκαλοι, τὸν τῆς χάριτος κηρύξαντες πάσι λόγον. Ἀλλ’ ὦ Κύριλλε
παμμάκαρ καὶ Μεθόδιε πάσης βλάβης ἐκλυτρώσασθε καὶ θλίψεως τοὺς
κραυγάζοντας, χαίροις ζεῦγος μακάριον. Οἱ Ἅγιοι Κλήμης, Σάββας, Ἀγγελάριος, Γοράσδος καὶ Ναοὺμ οἱ Θαυματουργοὶ Ἰσαπόστολοι
Οἱ Ἅγιοι Κλήμης, Σάββας, Ἀγγελάριος, Γοράσδος καὶ Ναοὺμ ἦταν συνεργάτες
καὶ βοηθοὶ τῶν Ἁγίων Ἰσαποστόλων Κυρίλλου καὶ Μεθοδίου. Ἔζησαν καὶ
ἔδρασαν κατὰ τὸν 9ο αἰῶνα μ.Χ.
Οἱ Ἅγιοι Ἀγγελάριος, Ναοὺμ καὶ Κλήμης ᾖλθαν στὴ Βουλγαρία, ὅπου καὶ
κοιμήθηκαν ὀσιακὰ μετὰ ἀπὸ τὶς μύριες διώξεις καὶ κακουχίες τῶν Φράγκων
κληρικῶν καὶ τῶν Γερμανῶν στρατιωτῶν.
Τὸν Ἅγιο Γοράσδο, ποὺ συνέχισε τὸ ἔργο τῶν Ἁγίων Κυρίλλου καὶ Μεθοδίου,
λίγο πρὶν τὴν κοίμησή του, τὸν βλέπουμε νὰ ἀγωνίζεται μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο
Κλήμη ἐναντίον τῶν Φράγκων ὑποστηρικτῶν τοῦ filioque ἢ τῆς «υἱοπατρικῆς
αἱρέσεως». Τὴ μετέπειτα ἱεραποστολική του δράση δὲν μποροῦμε νὰ τὴν
ἐλέγξουμε ἀπόλυτα. Οἱ ὑποθέσεις εἶναι δυό: ἡ μὲν πρώτη ποὺ τὸν θέλει νὰ
ἐργάζεται στὴ νότια Πολωνία, ὅπου τελεῖται ἡ μνήμη του στὶς 17 Ἰουλίου. Ἡ
δεύτερη θεωρεῖ ὅτι ἐργάζεται στὸ Βεράτι τῆς Ἀλβανίας, ὅπου κατὰ τὸν
Ρῶσο ἱστορικὸ Γολθβίνσκιυ στὴν πόλη αὐτὴ ὑπάρχει μονὴ πρὸς τιμὴν τοῦ
Ἁγίου Γοράσδου. Στὸν καθεδρικὸ ναὸ τῆς Παναγίας στὴν πόλη αὐτὴ ὑπάρχει
μία λειψανοθήκη, ποὺ μαρτυρεῖ τὴ φύλαξη τῶν ἱερῶν λειψάνων τῶν Ἁγίων,
πρωτίστως δὲ τῶν Ἁγίων Γοράσδου καὶ Ἀγγελαρίου.
Τὸ 1742 μ.Χ. ἐκδόθηκε στὴ Μοσχόπολη τῆς Μακεδονίας «Ἀκολουθία τῶν ἁγίων
ἐπταρίθμων, ποιηθεῖσα παρὰ τοῦ ἐν ἱερομονάχοις Γρηγορίου Μοσχοπολίτου»,
στὴν ὁποία βέβαια ἀναγράφεται ὅτι ἡ μνήμη τῶν Ἁγίων Ἰσαποστόλων Κυρίλλου
καὶ Μεθοδίου καὶ τῶν σὺν αὐτοὶς ἑορτάζεται στὶς 17 Ἰουλίου. Ἐπίσης, στὸ
χειρόγραφο 201 τῆς μονῆς Παντελεήμονος τοῦ Ἁγίου Ὄρους οἱ Ἅγιοι
μνημονεύονται στὶς 26 Νοεμβρίου, ὡς ἀκολούθως: «ἐν μηνὶ Νοεμβρίου 26
μνήμη τῶν ἁγίων καὶ δικαίων ἰσαποστόλων, θεοφόρων πατέρων, Κυρίλλου,
Μεθοδίου, Γοράσδονος, Κλήμεντος, Ναοὺμ καὶ Σάββα». Οἱ Ἁγίες Ὀλυμπία καὶ Εὐφροσύνη οἱ Ὁσιομάρτυρες
Οἱ Ὁσίες Ὀλυμπία ἢ Ὀλυμπιὰς καὶ Εὐφροσύνη ἔζησαν τὸν 13ο αἰῶνα μ.Χ. Ἡ
Ἁγία Ὀλυμπία γεννήθηκε ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεους γονεῖς, οἱ ὁποῖοι
κατάγονταν ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη. Ὁ πατέρας της ἦταν ἱερέας καὶ ἡ
μητέρα της θυγατέρα ἱερέως.
Ἡ οἰκογένεια τῆς Ἁγίας ἔφυγε ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ κατοίκησε στὴν
Πελοπόννησο. Σὲ ἡλικία δέκα ἐτῶν ἡ Ὀλυμπία ἔχασε τοὺς γονεῖς της καὶ οἱ
οἰκεῖοι της τὴν ἔστειλαν στὴ μονὴ τῶν Καρυῶν τῆς Θέρμης Λέσβου, τὴ
σημερινὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Ραφαήλ, στὴν ὁποία ἦταν ἡγούμενη ἡ θεία της,
μοναχὴ Δωροθέα. Ἐκεῖ, σὲ ἡλικία δεκαεννέα ἐτῶν ἡ Ἁγία ἐκάρη μοναχὴ καὶ
σὲ ἡλικία εἰκοσιπέντε ἐτῶν, ὅταν ἡ θεία της πέθανε, ἔγινε ἡγούμενη.
Μετὰ παρέλευση δέκα ἐτῶν, τὸ 1235, πειρατὲς ἐπιτέθηκαν κατὰ τῆς μονῆς.
Οἱ μοναχὲς διασκορπίσθηκαν καὶ ὅσες δὲν πρόλαβαν νὰ φύγουν, τὶς
κακοποίησαν. Ἡ ἡγουμένη Ὀλυμπία καὶ ἡ μοναχὴ Εὐφροσύνη βασανίσθηκαν
ἀνηλεῶς. Τὴν Εὐφροσύνη, ἀφοῦ τὴν κρέμασαν σὲ δένδρο, τὴν ἔκαψαν. Τὴν
Ὀλυμπία τὴν ἔκαψαν σὲ ὅλο τὸ σῶμα μὲ λαμπάδες, διαπέρασαν τὰ αὐτιά της
μὲ πυρωμένη σιδερόβεργα καὶ τέλος, τὴν κάρφωσαν σὲ ξύλο μὲ εἴκοσι
καρφιά.
Ἔτσι οἱ δυὸ Ἁγίες εἰσῆλθαν στὴ χαρὰ τοῦ οὐράνιου Νυμφίου τους.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὁσίως μονάσασα τῶν Καρυῶν τὴ Μονὴ ἐν ταύτῃ ἐνήθλησας, τῶν πειρατῶν τὴ
χειρὶ κτανθεῖσα, θεόληπτε ὅθεν ἄρτι γνωσθεῖσα, ἐπινεύσει τὴ θεία,
ἔδειξας Ὀλυμπία, τὴν σὴν ἄθλησιν πάσι, διὸ σὲ ὁσιομάρτυς Χριστοῦ
μακαρίζομεν. Ὁ Ὅσιος Σωφρόνιος ὁ Ἔγκλειστος
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾷ τὴν μνήμη τοῦ Ὁσίου Σωφρονίου στὶς 11 Μαρτίου, ὅπου καὶ ὁ Βίος του. Ὁ Ἅγιος Νικόδημος Ἀρχιεπίσκοπος Σερβίας
Ὁ Ἅγιος Νικόδημος, Ἀρχιεπίσκοπος Σερβίας, ἦταν ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς
Χιλανδραρίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος τὸ 1316. Τὸ
1319 μετέφρασε τὸ Τυπικὸ τοῦ Ἁγίου Σάββα τοῦ Ἠγιασμένου τῆς Ἱερουσαλὴμ
στὴ Σλαβονικὴ γλῶσσα καὶ ἀπαίτησε νὰ χρησιμοποιεῖται ἀνελλιπῶς στὴν
Ἐκκλησία τῆς Σερβίας.
Ὁ Ἅγιος Νικόδημος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1324. Ὁ Ἅγιος Ἰωσὴφ ὁ Ἱερομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Ἰωσήφ, πρῶτος Μητροπολίτης Ἀστραχάν, γεννήθηκε στὸ
Ἀστραχὰν τὸ 1579. Ἐκάρη μοναχὸς καὶ ἔγινε ἡγούμενος τῆς μονῆς Ἁγίας
Τριάδος Ἀστραχὰν σὲ ἡλικία πενήντα δυὸ ἐτῶν.
Τὸ 1656 ἐξελέγη Μητροπολίτης Ἀστραχάν.
Στὶς 11 Μαΐου τοῦ 1672 καὶ κατὰ τὴν διάρκεια μία ἐπαναστάσεως τῶν
κατοίκων τῆς πόλεως, ὁ Ἅγιος Ἰωσὴφ τελειώθηκε μαρτυρικά. Τὸ μαρτύριό του
καταγράφηκε μὲ λεπτομέρεια ἀπὸ δυὸ αὐτόπτες μάρτυρες, ἱερεῖς τοῦ
καθεδρικοῦ ναοῦ τοῦ Ἀστραχάν, τὸν π. Κύριλλο καὶ τὸν π. Πέτρο.
Οἱ ἱερεῖς πῆραν τὸ τίμιο λείψανο τοῦ Ἱερομάρτυρα, τὸ ἔνδυσαν μὲ
ἀρχιερατικὰ ἄμφια καὶ τὸ τοποθέτησαν σὲ ἕνα ἑτοιμασμένο μνημεῖο. Τὴν
ἑπόμενη ἡμέρα, μετὰ τὴν τέλεση τῆς Πανυχίδος, τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου
μεταφέρθηκε στὸ παρεκκλῆσι καὶ παρέμεινε ἄταφο γιὰ ἐννέα ἡμέρες. Τὰ
λείψανα τοῦ Ἁγίου Ἱεράρχου τοποθετήθηκαν μέσα σὲ μνημεῖο καὶ ἐπιτελοῦσαν
θαύματα σὲ ἐκείνους ποὺ προσέτρεχαν μὲ πίστη.
Ὁ Ἅγιος Ἰωσὴφ ἁγιοποιήθηκε στὴν Σύνοδο τῆς Ρωσικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας κατὰ τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1918. Ὁ Ἅγιος Ἀργύριος ὁ Ἐπανομίτης ὁ Νεομάρτυρας
Ὁ
Ἅγιος Νεομάρτυς Ἀργύριος γεννήθηκε τὸ 1788 στὴν Ἐπανωμὴ τῆς
Θεσσαλονίκης ἀπὸ τὸν Ἀστέριο καὶ τὴ Βασιλική, τὸ γένος Ντουγιούδη. Σὲ
νεαρὴ ἡλικία ᾖλθε στὴν Θεσσαλονίκη, ὅπου προσλήφθηκε ἀπὸ κάποιον ράπτῃ
ὡς ὑπηρέτης.
Κατὰ τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες κάποιος Χριστιανὸς ἀπὸ τὴ Σοχὸ βρισκόταν
κλεισμένος στὴ φυλακὴ τοῦ πασᾶ τῆς Θεσσαλονίκης γιὰ κάποιο ἔγκλημα ποὺ
εἶχε κάνει. Μὴν ἔχοντας νὰ πληρώσει τὰ χρήματα ποὺ τοῦ ζητοῦσε ὁ πασάς,
τὸν ἀπειλοῦσε ὅτι θὰ τὸν κρεμάσει. Μπροστὰ στὴν ἀπειλὴ τοῦ θανάτου ὁ
φυλακισμένος ἀποφάσισε νὰ ἀλλαξοπιστήσει. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ χαροποίησε
τοὺς Ἀγαρηνούς, οἱ ὁποῖοι ἀμέσως τὸν ἔβγαλαν ἀπὸ τὴν φυλακὴ καὶ τὸν
πῆγαν σὲ ἕνα καφενεῖο στὴν τοποθεσία Ταχτάκαλα μὲ σκοπὸ νὰ τὸν μυήσουν
στὴ μουσουλμανικὴ θρησκεία.
Ὁ Ἀργύριος, ποὺ εἶχε πληροφορηθεῖ τὸ γεγονός, εἰσῆλθε καὶ αὐτὸς στὸ
καφενεῖο καὶ ἄρχισε νὰ τὸν ἐλέγχει γιὰ τὸ παράπτωμά του καὶ ταυτοχρόνως
νὰ τὸν παρακινεῖ, γιὰ νὰ ἐπιστρέψει καὶ πάλι στὴν Ὀρθόδοξη πίστη.
Ἡ στάση του αὐτὴ προκάλεσε τόσο πολὺ τοὺς Γενίτσαρους, ποὺ ὅρμησαν
ἐπάνω του καὶ ἄρχισαν νὰ τὸν γρονθοκοποῦν τόσο ἄγρια, ὥστε θὰ τὸν
σκότωναν, ἐὰν δὲν ἀνέστελλε τὴν ὀργή τους ἡ ἐλπίδα μήπως καὶ μπορέσουν
νὰ τὸν προσελκύσουν στὴν δική τους πίστη.
Προσπάθησαν, λοιπόν, ἀπειλώντας τὸν ὅτι θὰ τὸν σκοτώσουν, νὰ τὸν
ἀναγκάσουν νὰ ἀλλαξοπιστήσει. Σὰ βροντὴ ἀκούσθηκε ἡ φωνὴ τοῦ Νεομάρτυρα:
«Εἶμαι Χριστιανὸς καὶ δὲν ἀρνιέμαι τὴν πίστη μου. Δόξα καὶ τιμή μου ὁ
Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ. Ἐπιθυμία μου εἶναι νὰ ἀποθάνω γιὰ τὴν πίστη καὶ τὴν
ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ».
Οἱ Ἀγαρηνοὶ τότε ὁδήγησαν τὸν Ἀργύριο στὸν κριτή, ἐνώπιον τοῦ ὁποίου
προσπάθησαν καὶ πάλι νὰ τὸν μεταπείσουν μεταχειριζόμενοι πότε ἀπειλὲς
καὶ πότε κολακεῖες καὶ ὑποσχέσεις γιὰ δῶρα καὶ ἀξιώματα. Μετὰ ἀπὸ δυὸ
ἡμέρες, οἱ Γενίτσαροι, ἐπανέλαβαν καὶ πάλι τὶς προσπάθειές τους, χωρὶς
ὅμως ἀποτέλεσμα.
Ζήτησαν λοιπὸν ἀπὸ τὸν κριτὴ νὰ διατάξει τὴν ἐκτέλεσή του. Αὐτὸς ὅμως,
βλέποντας ὅτι ὁ Ἀργύριος δὲν εἶχε διαπράξει κάποιο ἀδίκημα ἄξιο θανάτου,
προσπάθησε νὰ κατευνάσει τὴν ὀργὴ τῶν ἐξαγριωμένων Τούρκων καὶ νὰ τοὺς
πείσει πὼς δὲν εἶναι δίκαιο νὰ σκοτώσουν ἕναν ἀθῷο ἄνθρωπο. Ἐκεῖνοι
ταράχθηκαν καὶ ἐξαγριώθηκαν ἐναντίον του καὶ ἔτσι ὁ κριτὴς διέταξε τὴν
διὰ ἀπαγχονισμοῦ θανάτωσή του.
Ἔτσι, σὲ ἡλικία μόλις δεκαοκτὼ ἐτῶν, τὸ 1806 καὶ ἡμέρα Παρασκευή, ὁ
Ἅγιος Νεομάρτυς Ἀργύριος ὁδηγήθηκε σὲ ἕνα τόπο λεγόμενο Καμπᾶν (σημερινὸ
Καπάνι), στὴν κεντρικὴ ἀγορὰ τῆς πόλεως, ὅπου καὶ ἀπαγχονίσθηκε καὶ
ἐπισφράγισε τὴν ὁμολογία του στὸν Χριστὸ μὲ τὴ θυσία τοῦ αἵματός του. Ὁ Ὅσιος Χριστόφορος ἐκ Γεωργίας
Ὁ
Ὅσιος Χριστόφορος ἦταν μοναχὸς στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ
στὴν ἔρημο τοῦ Δαβιδγκαρέτζι, τὴ «Θηβαΐδα τῆς Γεωργίας». Ἀφοῦ ἀσκήτεψε
θεοφιλῶς, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1871. Ὁ Ἅγιος Θεοφύλακτος Ἐπίσκοπος Σταυρουπόλεως
Ὁ Ἅγιος Θεοφύλακτος, κατὰ κόσμον Θεόδωρος Γκουμπίν, γεννήθηκε σὲ
ἱερατικὴ οἰκογένεια στὸ χωριὸ Μάκοβετς, κοντὰ στὴν Ταρούσσα, τῆς ἐπαρχία
Καλούγκα. Τὸ 1838 σπούδασε στὸ θεολογικὸ σεμινάριο τῆς Καλούγκα καὶ
ἀργότερα εἰσῆλθε στὴ θεολογικὴ ἀκαδημία τῆς Μόσχας. Στὶς 8 Μαρτίου 1842
ἐκάρη μοναχὸς καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Θεοφύλακτος. Στὶς 15 Μαρτίου τοῦ ἰδίου
ἔτους χειροτονήθηκε διάκονος καὶ στὶς 28 Ἰουνίου πρεσβύτερος.
Ἀφοῦ δίδαξε σὲ διάφορες θεολογικὲς σχολές, ἐξελέγη στὶς 10 Φεβρουαρίου
1863 Ἐπίσκοπος Σταυρουπόλεως. Ἀναδείχθηκε ἀληθινὸς ποιμένας καὶ διέπρεψε
στὸν ἀσκητικό του βίο.
Ὁ Ἅγιος Θεοφύλακτος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1872. Ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἀρχιεπίσκοπος Χάρκωβ
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Ἀλέξανδρος, κατὰ κόσμον Θεοφάνεβιτς Πετρόφσκιυ,
γεννήθηκε στὴν πόλη Λοὺκ τῆς περιοχῆς τῆς Βολυνίας τὸ 1851. Ἀφοῦ
ὁλοκλήρωσε τὶς σπουδές του στὸ τμῆμα Νομικῆς, μετὰ τὸν θάνατο τῆς
μητέρας του παραδόθηκε σὲ μία ζωὴ ἔκλυτη. Μία ἡμέρα τοῦ παρουσιάσθηκε
στὸν ὕπνο ἡ νεκρή του μητέρα, ποὺ ὁ νέος τὴν ἀγαποῦσε πάρα πολὺ καὶ τοῦ
ζήτησε νὰ ἀλλάξει ζωὴ καὶ νὰ μπεῖ σὲ μοναστῆρι. Ὁ Ἀλέξανδρος ὑπάκουσε
στὴν αἴτησή της, ἄφησε τὸν κόσμο καὶ ἔγινε μοναχός.
Μετὰ τὴν ἐπανάσταση τοῦ 1917 ὁ ἀρχιμανδρίτης Ἀλέξανδρος μαζὶ μὲ ἄλλους
ἱερωμένους τῶν ὁποίων οἱ ἐκκλησίες εἶχαν κλείσει, βρῆκε καταφύγιο στὴ
γυναικεία μονὴ τοῦ Κοζέλσκινσκιυ, στὴν ἐπαρχία τῆς Πολτάβα. Ἐξαιτίας τῶν
διωγμῶν πενήντα μοναχὲς ἐγκατέλειψαν τὸ μοναστῆρι καὶ ἐγκαταστάθηκαν
στὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Πσέλ, ὅπου ἵδρυσαν μία σκήτη.
Ὁ Ἀλέξανδρος ἦταν ὁ ἐξομολόγος τους. Μὲ τὸ κλείσιμο ὅλων τῶν μοναστηριῶν
καὶ τὶς ἐκκλησίες ἐκείνης τῆς περιοχῆς, ἡ σκήτη παρέμεινε τὸ μοναδικὸ
κέντρο ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, προσελκύοντας ἕνα μεγάλο ἀριθμὸ πιστῶν μὲ
τὴν εὐκαιρία τῶν διαφόρων τελετῶν. Τὸ 1932 ἡ σκήτη λεηλατήθηκε ἀπὸ τὶς
σοβιετικὲς ἀρχές. Μετὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴν καταστροφὴ ὁ ἀρχιμανδρίτης
Ἀλέξανδρος χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος τοῦ Οὐμὰνκ καὶ συνενώθηκε μὲ τὴν
ἐκκλησιαστικὴ ἱεραρχία τῆς ὁποίας ἠγεῖτο ὁ Μητροπολίτης Σέργιος
Σταρογκορόντσκιυ. Τὸ 1933 μεταφέρθηκε στὴ θέση τῆς Βινίτσα καὶ τὸ 1937
στὴν ἀρχιεπισκοπὴ τοῦ Χάρκωβ.
Ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος γρήγορα κέρδισε τὴν στοργὴ καὶ τὴν ἐκτίμηση τῶν
πιστῶν τοῦ ποιμνίου του. Ἡ κοινωνικότητα, ἡ ζωντάνια καὶ τὸ μειλίχιο
ὕφος του συνοδεύονταν ἀπὸ τὴν ἱκανότητα νὰ ἐπιλύει μὲ ἁπλότητα καὶ σοφία
τὶς διαμάχες καὶ νὰ παρακινεῖ τοὺς ἐνορῖτες στὴν πίστη καὶ στὴ
χριστιανικὴ ζωὴ κατὰ τὴ διάρκεια τῶν διώξεων.
Κατὰ τὸ 1930 οἱ ἐκκλησίες τοῦ Χαρκώβ, ποὺ εἶχαν ἐναπομείνει, ἦταν σὲ
μεγάλο βαθμὸ στὰ χέρια τῶν ἱερέων ποὺ καθοδηγοῦνταν ἀπὸ τὴν
«Ἀναδιοργάνωση» (Obnovlency) ἢ τὴν Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας.
Μονάχα ἡ ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Νικολάου στὴ Λυσάγια Γκόρα, ἕνα μακρινὸ
προάστιο τῆς πόλεως, ἀνῆκε στὴν κοινότητα τῆς Ὀρθόδοξης Ρωσικῆς
Ἐκκλησίας.
Ἐδῶ, χάρη στὸν ποιμαντικὸ ζῆλο τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου, ἐξελισσόταν μία
ζωντανὴ ἐκκλησιαστικὴ δραστηριότητα. Κάθε ἑβδομάδα οἱ ἱερὲς Ἀκολουθίες
τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀλεξάνδρου συγκέντρωναν χιλιάδες ἀνθρώπων καὶ κάθε
Κυριακὴ ἡ Θεία Κοινωνία διαρκοῦσε ἀρκετὲς ὧρες. Ἐπίσης, πάντοτε τὴν
Κυριακή, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος βάπτιζε δεκάδες ἀνθρώπων (μερικὲς φορὲς μέχρι
καὶ ἑκατὸν εἴκοσι).
Ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἀφύπνιση τῶν κατοίκων τοῦ Χάρκωβ καὶ ὁ ἐνθουσιασμὸς τοῦ
Ἀρχιεπισκόπου προκάλεσαν τὴν ἀποδοκιμασία τῶν ἀρχῶν. Στὶς 28 Ἰουλίου
1938 ὁ Ἅγιος συνελήφθη καὶ στὶς 17 Ἰουνίου 1939 καταδικάσθηκε ἀπὸ τὸ
στρατοδικεῖο σὲ δεκαετῆ φυλάκιση μὲ τὴν κατηγορία τῆς «ἀντιεπαναστατικῆς
προπαγάνδας».
Στὶς 5 Ἰανουαρίου 1940 αὐτὴ ἡ καταδίκη ἀποσύρθηκε καὶ ἡ περίπτωση τοῦ
Ἀλεξάνδρου τέθηκε σὲ συμπληρωματικὴ ἔρευνα. Ἀλλὰ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος δὲν
ἄντεξε τὴν διάρκεια τῆς προφυλακίσεώς του καὶ πέθανε στὶς 24 Μαΐου τοῦ
1940 στὸ ἀναρρωτήριο τῆς φυλακῆς. Μέσα ἀπὸ μεγάλες δυσκολίες καὶ
κινδύνους, οἱ πιστοὶ κατόρθωσαν νὰ βγάλουν ἀπὸ τὴν φυλακὴ τὸ λείψανο τοῦ
Ἁγίου καὶ νὰ τὸ ἐνταφιάσουν μυστικὰ στὸ κοιμητήριο Ζαλγιούτνσκιυ τοῦ
Χάρκωβ.
Ἔκτοτε ὁ τάφος τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου ἔγινε τόπος ἱεροῦ προσκυνήματος καὶ
γιὰ πολλὰ χρόνια οἱ πιστοὶ τοῦ Χάρκωβ συνέχισαν νὰ ἐναποθέτουν στὸν τάφο
του λουλούδια.
Τὸ 1993, ἡ Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Οὐκρανικῆς Ἐκκλησίας (Πατριαρχεῖο
Μόσχας) ἐπεκύρωσε τὴν τοπικὴ τιμὴ τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου ἐντὸς τῶν ὁρίων
τῆς Οὐκρανίας. Ἡ ἑορτὴ τοῦ Ἁγίου τελεῖται, ἐπίσης, τὴν ἡμέρα ποὺ
ἀφιερώθηκε στὴ μνήμη τῶν Νεομαρτύρων τῆς Σλομπόντσκαγια Οὐκρανίας, τὴν
9η Μαΐου.
Πληροφορίες ἀπό Saint.gr καί Μέγα Συναξαριστή (synaxarion.gr) anavaseis.blogspot.gr
http://www.hristospanagia.gr/?p=9295#more-9295
11 Μαΐου τοῦ 330 μ.Χ. τελέσθηκαν τὰ ἐγκαίνια τῆς Κωνσταντινουπόλεως,
τῆς πόλεως τῆς Θεοτόκου, μία ποὺ κατὰ τὸ ἀρχαῖο ἔθος «τὰς πόλεις μετὰ
τὴν κτίσιν καθαίρειν εἴθιστο». Ὁ ἑορτασμὸς τότε κράτησε ἐπὶ σαράντα
ἡμέρες καὶ διασώθηκε μέχρι σήμερα στὸ Μηνολόγιο τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἡ λιτὴ γιὰ τὴν γενέθλια ἡμέρα τῆς Πόλεως ξεκινοῦσε ἀπὸ τὴν περιοχὴ τοῦ
Φόρου καὶ συνεχιζόταν μέχρι τὴν Μεγάλη Ἐκκλησία. Ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ
Μεγάλου Κωνσταντίνου ἄρχισε ἡ ἀνέγερση τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας σὲ
ρυθμὸ βασιλικῆς, ποὺ τότε, προφανῶς λόγω τοῦ μεγέθους του, ὀνομαζόταν
Μεγάλη Ἐκκλησία. Τὰ ἐγκαίνια ὅμως τοῦ ναοῦ αὐτοῦ ἔγιναν μετὰ τὴν κοίμησή
του, στὶς 15 Φεβρουαρίου τοῦ 360 μ.Χ., ὁπότε καὶ ἐπίσημα ὀνομάσθηκε
Ἁγία Σοφία.
Τὰ ἔργα τῆς πρώτης φάσεως ἀνοικοδομήσεως τῆς Πόλεως ἐπὶ μεγάλου Κωνσταντίνου στοίχισαν, κατὰ τὸν Κωδινό, 60.000 λίτρες χρυσοῦ.
Ἡ συγκεκριμένη ἡμέρα τῆς τελέσεως τῶν ἐγκαινίων τῆς Κωνσταντινουπόλεως
ἐπιλέχθηκε σκόπιμα, γιατί συνέπιπτε μὲ τὴν ἡμέρα τῆς μνήμης τοῦ
μαρτυρίου τοῦ Ἁγίου Μωκίου, ὁ ὁποῖος ἦταν καὶ ὁ πολιοῦχος τοῦ Βυζαντίου.
Μεταγενέστερες
παραδόσεις, ποὺ καταγράφονται εἴτε σὲ χρονογραφήματα εἴτε σὲ
ἁγιολογικὲς παραστάσεις, ἀλλὰ καὶ σὲ αὐτὴ ἀκόμα τὴν ὑμνολογία τῆς
Ἐκκλησίας μας, θέλουν τὸν Μέγα Κωνσταντίνο νὰ προσφέρει τὴν πόλη του
στὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος β’.
Τῆς Θεοτόκου ἡ πόλις, τῇ Θεοτόκῳ προσφόρως, τὴν ἑαυτῆς ἀνατίθεται
σύστασιν· ἐν αὐτῇ γὰρ ἐστήρικται διαμένειν, καὶ δι’ αὐτῆς περισώζεται
καὶ κραταιοῦται, βοῶσα πρὸς αὐτὴν· χαῖρε ἡ ἐλπὶς πάντων τῶν περάτων τῆς
γῆς.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αἱμάτων.
Ὡς περιόσιος κλῆρος ἡ πόλις σου, προσανατίθεται Κόρη τῇ σκέπῃ σου· ἣν
σκέποις ἀμάχῳ ἰσχύϊ σου, σοὶ ἀφορῶσαν Παρθένε καὶ κράζουσαν· Σὺ εἶ τοῦ
λαοῦ σου ἀσφάλεια.Μεγαλυνάριον.
Πόλις ἡ περίοπτος τοῦ Χριστοῦ, Κεχαριτωμένη, Παντευλόγητε Μαριάμ, ἥνπερ
ἔσχες πόλιν, ὡς σχοίνισμα καὶ κλῆρον, φυλάττοις τε καὶ σώζοις, τῇ
προμηθείᾳ σου.
Ὁ Ἅγιος Μώκιος ὁ Ἱερομάρτυρας
Ὁ
Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Μώκιος καταγόταν ἀπὸ τὴ Ρώμη καὶ γεννήθηκε ἀπὸ
γονεῖς εὔπορους καὶ εὐσεβεῖς, τὸν Εὐφράτιο καὶ τὴν Εὐσταθία. Ἀγαπώντας
τὸν ἱερατικὸ βίο, ἐπιδόθηκε ἀπὸ μικρὴ ἡλικία στὴ σπουδὴ τῶν ἱερῶν
γραμμάτων καὶ χειροτονήθηκε ἱερέας τῆς Ἐκκλησίας στὴν Ἀμφίπολη τῆς
Θρᾴκης.
Ὡς ἱερεὺς δίδασκε μὲ θερμὸ ζῆλο του εἰδωλολάτρες νὰ ἐγκαταλείψουν τὴν
πλάνη τους καὶ νὰ προσέλθουν στὴν ἀληθινὴ πίστη τοῦ Χριστοῦ.
Μία ἡμέρα, ὅταν ὁ ἀνθύπατος Λαοδίκιος ἐπρόκειτο νὰ θυσιάσει στὸ θεὸ
Διόνυσο, προσῆλθε ὁ Μώκιος καὶ μπροστὰ σὲ ὅλους ἀνέτρεψε τὸν βωμὸ καὶ
διασκόρπισε τὰ θυμιάματα.
Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ συνελήφθη καὶ ἀφοῦ κρεμάσθηκε καὶ γδάρθηκε μὲ
σιδερένια νύχια στὸ πρόσωπο καὶ στὰ πλευρά, τέθηκε πάνω σὲ φωτιά.
Παρέμεινε ὅμως ἀβλαβὴς καὶ ρίχθηκε δέσμιος στὴ φυλακή. Ἀργότερα
ὑποβλήθηκε σὲ νέα ἀνάκριση καὶ ὑπέστη πιέσεις ἀπὸ τὸ νέο ἀνθύπατο Μάξιμο
νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα.
Ἀρνήθηκε νὰ ὑπακούσει καὶ ὑποβλήθηκε σὲ νέα σκληρότερα βασανιστήρια. Τὸν
ἔδεσαν πάνω σὲ τροχὸ καὶ καταμωλωπίσθηκε καὶ στὴν συνέχεια τὸν ἔριξαν
στὰ θηρία. Ἀλλὰ καὶ πάλι ἐξῆλθε ἀβλαβής.
Μπροστὰ στὰ θαύματα αὐτὰ ὁ λαὸς ζήτησε τὴν
ἀπελευθέρωση τοῦ Ἁγίου, ὁ ἀνθύπατος ὅμως ἀπέστειλε αὐτὸν στὴν Ἡράκλεια
καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἀπεστάλη ἀπὸ τὸν ἄρχοντα Φιλιππήσιο στὸ Βυζάντιο, ὅπου τὸ
288 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοὺ (284-305 μ.Χ.), ὑπέστη τὸν διὰ
ἀποκεφαλισμοῦ θάνατο.
Ἀργότερα ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ἀνήγειρε πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου Μωκίου μεγαλοπρεπῆ
ναό, στὸν ὁποῖο κατέθεσε καὶ τὰ ἱερὰ λείψανα αὐτοῦ. Στὸ ναὸ αὐτὸν
γινόταν αὐτοκρατορικὴ προσέλευση κατὰ τὴν Μεσοπεντηκοστή. Στὸ ναό,
ἐπίσης, φυλασσόταν τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου Σαμψῶν τοῦ Ξενοδόχου.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.
Χριστῷ ἱερουργῶν, ἱερεὺς ὢν τῆς δόξης, θυσίαν λογικήν, καὶ ὁλόκληρον
θῦμα, ἀθλήσεως ἄνθραξι, σεαυτὸν προαενήνοχας, ὅθεν Μώκιε, διπλῶ στεφάνω
σὲ στέφει, ὁ δοξάσας σε, ὡς δοξασθεῖς σοῦ τοὶς ἄθλοις, Χριστὸς ὁ
φιλάνθρωπος. Ὁ Ἅγιος Ἐβέλλιος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἐβέλλιος μαρτύρησε στὴν πόλη Πίζα τῆς Ἰταλίας, ἐπὶ αὐτοκράτορα Νέρωνος (54-68 μ.Χ.).
Οἱ Ἅγιοι Ἄνθιμος καὶ Σισίνιος οἱ Ἱερομάρτυρες καὶ οἱ σὺν αὐτῶ Διόκλητος καὶ Φλωρέντιος οἱ Μάρτυρες
Ὁ Ἅγιος Ἄνθιμος ἦταν πρεσβύτερος καὶ μαρτύρησε στὴ Ρώμη. Ἐνῷ οἱ διῶκτες
του ἀρχικὰ τὸν ἔριξαν στὸν Τίβερη ποταμό, ἐκεῖνος μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ
διασώθηκε καὶ μετὰ τελειώθηκε διὰ ξίφους.
Ὁ Ἅγιος Σισίνιος ἦταν διάκονος καὶ μαρτύρησαν μαζὶ μὲ τοὺς μαθητὲς τοῦ
Ἁγίου Ἀνθίμου, Διόκλητο καὶ Φλωρέντιο, στὴν πόλη Ὄσιμο, κοντὰ στὴν
Ἀγκόνα, ἐπὶ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοὺ (284-305 μ.Χ.). Οἱ Ἅγιοι Μάξιμος, Βάσσος καὶ Φάβιος οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Μάξιμος, Βάσσος καὶ Φάβιος μαρτύρησαν στὴ Ρώμη, ἐπὶ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοὺ (284-305 μ.Χ.). Ὁ Ἅγιος Ἁρμόδιος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἁρμόδιος εἶναι ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστὲς καὶ τὰ Μηναῖα.
Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται σὲ Κώδικα τοῦ 11ου αἰῶνα μ.Χ. τῆς μονῆς
Κρυπτοφέρρης στὴ Ρώμη. Ὁ Ἅγιος Διόσκορος ὁ Νέος
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Διόσκορος ἢ Διοσκορίδης ὁ Νέος καταγόταν ἀπὸ τὴ Σμύρνη.
Ἀφοῦ συνελήφθη ἀπὸ τὸν ἄρχοντα τῆς πόλεως καὶ ἀρνήθηκε νὰ ἀποκηρύξει τὸν
Χριστό, ρίχθηκε στὴ φυλακή. Ἐμμένοντας στὴν πίστη του, ἀποκεφαλίσθηκε
καὶ ἔτσι ἔλαβε τὸν ἁμαράντινο στέφανο τοῦ μαρτυρίου. Οἱ Ἅγιοι Κύριλλος καὶ Μεθόδιος οἱ Ἰσαπόστολοι καὶ Φωτιστὲς τῶν Σλάβων
Οἱ
Ἅγιοι Κύριλλος καὶ Μεθόδιος, κατὰ κόσμον Κωνσταντῖνος καὶ Μιχαήλ, ἦταν
τέκνα τοῦ δρουγγάριου – στρατιωτικοῦ διοικητοῦ Λέοντος καὶ γεννήθηκαν
στὴν Θεσσαλονίκη. Εἶχαν δὲ ἄλλα πέντε ἀδέλφια.
Ὁ Κωνσταντῖνος ἦταν ὁ μικρότερος καὶ εἶχε μεγάλη ἐπιμέλεια στὰ γράμματα.
Παιδὶ ἀκόμη, εἶχε διαβάσει τὰ ἔργα τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καὶ
εἶχε γράψει ὕμνο πρὸς τιμήν του. Τὰ χαρίσματά του τὰ πρόσεξε ὁ λογοθέτης
Θεόκτιστος καὶ τὸν ἔστειλε στὴν σχολὴ τῆς Μαγναύρας, ὅπου μὲ τὴν
καθοδήγηση τοῦ Λέοντος τοῦ Μαθηματικοῦ καὶ τοῦ ἱεροῦ Φωτίου σπούδασε
βασικὰ φιλοσοφία. Διέπρεψε στὶς σπουδές του καὶ ἀρχικὰ διορίσθηκε
χαρτοφύλακας (ἀρχιγραμματέας) τοῦ Πατριαρχείου καὶ ἀργότερα καθηγητὴς
τῆς φιλοσοφίας στὴ σχολὴ τῆς Μαγναύρας.
Ὁ Μιχαὴλ ἀκολούθησε τὴν σταδιοδρομία τοῦ πατέρα τους. Ἔγινε στρατιωτικὸς
καὶ ἀνέλαβε τὴν διοίκηση τῆς περιοχῆς τῶν πηγῶν τοῦ Στρυμόνος, δηλαδὴ
στὰ σημερινὰ σύνορα Βουλγαρίας καὶ Σερβίας, ὅπου καὶ γνώρισε καλὰ τοὺς
Σλάβους.
Παρὰ τὴν ἐπιτυχημένη σταδιοδρομία καὶ τῶν δυὸ ἀδελφῶν, βαθιὰ τοὺς
συγκλόνιζε ὁ ζῆλος γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωή. Εἶχαν μοναστικὴ κλίση, ἀλλὰ
πίστευαν στὴ μαρτυρικὴ διακονία τῆς κλίσεώς τους αὐτῆς, γιὰ νὰ σωθοῦν
καὶ ἄλλες ψυχές.
Ὁ 9ος αἰῶνας μ.Χ., ὅταν καὶ ἔλαμψαν οἱ Ἅγιοι, εἶναι μία μεγάλη ἐποχὴ τοῦ
Βυζαντίου. Χαρακτηρίζεται ἀπὸ ἀκμὴ στὴν πολιτικὴ καὶ στρατιωτικὴ δύναμη
καὶ ἀπὸ ἄνθηση στὴν οἰκονομία, στὰ γράμματα, στὶς τέχνες. Ἡ Ἐκκλησία
τῆς Ἀνατολῆς ἀνασυγκροτεῖται μετὰ τὴν τρικυμία τῆς εἰκονομαχίας. Τὸ
πρόβλημα τῆς εἰκονομαχίας, νά μπορεῖ ἡ φύση τοῦ Θεοῦ, ἡ θεία καὶ ἡ
ἀνθρώπινη, νὰ παρασταθεῖ εἰκονικά, ἔχει ἐπιλυθεῖ.
Τὰ ρήγματα ὅμως ἀπὸ τὶς ἐκκλησιαστικὲς καὶ πολιτικὲς συγκρούσεις μεταξὺ
Δύσεως καὶ Ἀνατολῆς γίνονται βαθύτερα. Τὰ ἐγκόσμια συμφέροντα, οἱ
ἀνταγωνισμοὶ γιὰ τὴν πνευματικὴ καὶ πολιτικὴ ἐξουσία διασποῦν τὴν μέχρι
τότε ἑνιαία Χριστιανικὴ Οἰκουμένη σὲ δυὸ παράλληλους κόσμους, τὸ
Βυζαντινὸ καὶ τὸ Φραγκικό. Οἱ διαφορὲς εἶναι ὁρατὲς στὰ μέσα τοῦ 9ου
αἰῶνα μ.Χ., ὅταν ἀνέκυψε τὸ θέμα τοῦ ἐκχριστιανισμοῦ τῶν Σλάβων τῆς
Δύσεως. Σὲ αὐτὴν τὴν ἀντιδικία μπλέκονται οἱ δυὸ Θεσσαλονικεῖς ἀδελφοί.
Ἀρχικὰ ὁ Κωνσταντῖνος ἀναπτύσσει ἱεραποστολικὸ ἔργο μεταξὺ τῆς Τουρκικῆς
φυλῆς τῶν Χαζάρων. Ἡ μεγάλη ὅμως εὐκαιρία δίνεται τὸ καλοκαῖρι τοῦ 862
μ.Χ., ὅταν φθάνει στὴν Κωνσταντινούπολη πρεσβεία τοῦ ἡγεμόνος τῶν
Μοραβῶν Ραστισλάβου, ποὺ τὸ ἔθνος του κατοικοῦσε ἀπὸ τὴ Βοημία μέχρι τὰ
Καρπάθια καὶ τὸ Δούναβη.
Ὁ Ραστισλάβος ζητᾷ ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Μιχαὴλ ἕναν Ἐπίσκοπο καὶ δάσκαλο,
γιὰ νὰ τοὺς διδάξει στὴ γλῶσσα τους τὴν ἀληθινὴ πίστη καὶ νὰ προσέλθουν
καὶ ἄλλοι στὸν Χριστό. Εἶχαν βαπτισθεῖ πολλοί, ἀλλὰ καὶ οἱ βαπτισμένοι
ἀπὸ τοὺς Λατίνους ἱεραποστόλους ἀγνοοῦσαν τόν Χριστιανισμό, ὅσο καὶ οἱ
ἀβάπτιστοι, ἀφοῦ οἱ Λατῖνοι, συνεπεῖς στὴν παράδοσή τους, τοὺς ἐπέβαλαν
τὴν γνώση τοῦ Εὐαγγελίου στὰ λατινικὰ καὶ τὴν λατρεία πάλι στὰ λατινικά,
δηλαδὴ σὲ μία γλῶσσα ποὺ ἀγνοοῦσαν.
Ὁ αὐτοκράτορας Μιχαὴλ προσκαλεῖ τὸν φιλόσοφο Κωνσταντῖνο νὰ ἀναλάβει αὐτὴν τὴν ἀποστολὴ πρὸς τοὺς Μοραβούς.
Τὸ ἔργο τὸ δέχεται ὁ Κωνσταντῖνος ὑπὸ τὴν προϋπόθεση τῆς δημιουργίας
γραφῆς στὴ γλῶσσα τῶν Μοραβῶν. Μετὰ ἀπὸ μελέτες φτιάχνει τὸ λεγόμενο
γλαγολιτικὸ (ὄχι τὸ κυριλλικό) ἀλφάβητο καὶ ἀρχίζει τὴν μετάφραση τοῦ
Εὐαγγελίου καὶ τῆς Βυζαντινῆς Λειτουργίας, καθὼς καὶ ἄλλων βιβλίων.
Τὴν ἄνοιξη τοῦ 863 μ.Χ., ὁ Κωνσταντῖνος παίρνει τὸν ἀδελφό του Μιχαήλ,
ποὺ εἶχε γίνει μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Μεθόδιος, καὶ φθάνει στὴν αὐλὴ τοῦ
Ραστισλάβου.
Ἡ ἐργασία τους διαρκεῖ τρία χρόνια. Ἔκαναν σπουδαῖες μεταφράσεις,
εἰσήγαγαν τὴν βυζαντινὴ παράδοση τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας στὴ Μοραβία.
Ἄνοιξαν τοὺς πολιτιστικοὺς ὁρίζοντες τοῦ εὐαγγελιζόμενου λαοῦ. Ἔγιναν οἱ
πραγματικοὶ φωτιστές του.
Μὲ ἀφετηρία τὴν ἀρχὴ ὅτι κάθε λαὸς ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ λατρεύει τὸν Θεὸ
στὴ μητρική του γλῶσσα, οἱ ἅγιοι ἀδελφοὶ συγκρότησαν γραπτὴ σλαβικὴ
γλῶσσα, μετέφρασαν τὰ λειτουργικὰ βιβλία στὴ γλῶσσα αὐτή, καθιέρωσαν τὴν
σλαβικὴ ὡς λειτουργικὴ γλῶσσα, ἔγραψαν καὶ πρωτότυπα ἔργα καὶ
κατέστησαν διδάσκαλοι δεκάδων μαθητῶν γιὰ τὴν ἐπάνδρωση τῆς τοπικῆς
Ἐκκλησίας μὲ διακόνους καὶ πρεσβυτέρους, ἄριστους γνῶστες τῆς
λειτουργικῆς παλαιοσλαβικῆς γλώσσας.
Ἡ διείσδυση ὅμως αὐτὴ ἐνόχλησε τοὺς Φράγκους καὶ τὴ Ρώμη ποὺ ἄρχισαν νὰ ὑποσκάπτουν ἀδιάκοπα τὴν ἱεραποστολικὴ ἐργασία τους.
Ἡ θέση ἡ δική τους, καθὼς καὶ τῶν συνεργατῶν τους μοναχῶν, ἔγινε
δύσκολη, ὅταν στὴν Πόλη τὴν ἐξουσία κατέλαβε ὁ Βασίλειος ὁ Β’, ποὺ
ξαναέφερε στὸν θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὡς Πατριάρχη τὸν Ἰγνάτιο καὶ
ἐπανασύνδεσε τὸ Βυζάντιο μὲ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης. Τὸ 866 μ.Χ. καὶ οἱ
Βούλγαροι εἶχαν συνδεθεῖ μὲ τὴν Ρώμη. Ἔτσι ἡ ἱερποστολὴ ἀπομονώθηκε ἀπὸ
τὶς ρίζες της καὶ ἀναγκάσθηκε νὰ ἔλθει σὲ συνδιαλλαγὴ μὲ τοὺς Λατίνους.
Στὶς ἀρχὲς τοῦ 868 μ.Χ., ὁ Κωνσταντῖνος καὶ ὁ Μεθόδιος φθάνουν στὴ Ρώμη
κομίζοντας τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ ἱεραποστόλου Κλήμεντος, ποὺ εἶχε
μαρτυρήσει στὴ χώρα τῶν Χαζάρων. Προσπαθοῦν νὰ τακτοποιήσουν τὶς
διαφορές τους μὲ τοὺς Λατίνους ἱεραποστόλους ἐνώπιον τοῦ Πάπα Ἀνδριανοῦ
Β’. Ἡ μόρφωση καὶ ἡ εὐσέβεια τῶν δυὸ ἀδελφῶν κατέπληξε τοὺς Ρωμαίους
κληρικούς. Ὁ Πάπας ἀναγνώρισε τὸ ἔργο τους πανηγυρικά, ἀλλὰ ἐπεδίωξε νὰ
τὸ ἀποσυνδέσει ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ νὰ τὸ
προσεταιρισθεῖ.
Ὁ Πάπας Ἀνδριανὸς παρέλαβε ἀπὸ τοὺς ἱεραποστόλους τὰ σλαβικὰ βιβλία, τὰ
εὐλόγησε, τὰ ἀπέθεσε στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Μαρίας, τὸν ἀποκαλούμενο Φάτνη
καὶ τέλεσε μὲ αὐτὰ τὴν Θεία Λειτουργία. Στὸ σημεῖο αὐτὸ πρέπει νὰ
ὑπογραμμισθεῖ ὅτι ὁ Πάπας ἀπέθεσε τὰ σλαβικὰ βιβλία στὴν Ἁγία Τράπεζα
καὶ τὰ πρόσφερε ὡς ἀφιέρωμα στὸ Θεό.
Ἔδωσε μάλιστα ἐντολὴ σὲ δυὸ Ἐπισκόπους, τὸν Φορμόζο καὶ τὸν Γκόντριχον,
νὰ προχωρήσουν στὴ χειροτονία τῶν μαθητῶν τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου καὶ
Μεθοδίου, τῶν μελλοντικῶν κληρικῶν τῶν Σλάβων στὴ μητρική τους γλῶσσα.
Καὶ μετὰ ταῦτα δόθηκε ἡ ἄδεια σὲ αὐτούς, τοὺς νεοχειροτόνητους
κληρικούς, νὰ τελέσουν τὴ θεία λειτουργία σλαβιστὶ στοὺς ναοὺς τοῦ Ἁγίου
Πέτρου, τῆς Ἁγίας Πετρωνίλλας καὶ τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου.
Ὁ Πάπας καταδίκασε ἀκόμη τοὺς πιστοὺς ποὺ ἀντιδροῦσαν στὴν λειτουργικὴ
χρήση τῆς σλαβικῆς γλώσσας καὶ τοὺς ἀποκάλεσε Πιλατιανοὺς καὶ
Τριγλωσσίτες. Μάλιστα ὑποχρέωσε ἕναν Ἐπίσκοπο, ποὺ ὑπῆρξε ὀπαδὸς τοῦ
Τριγλωσσισμοῦ, νὰ χειροτονήσει τρεῖς ἱερεῖς καὶ δυὸ ἀναγνῶστες ἀπὸ τοὺς
Σλάβους μαθητὲς τῶν δυὸ Ἁγίων ἀδελφῶν.
Καὶ τὸ ἐπιστέγασμα τῆς λειτουργικῆς πανδαισίας σλαβιστὶ συνδέθηκε μὲ τὸν
Ἀπόστολο τῶν ἐθνῶν Παῦλο. Οἱ Σλάβοι μαθητὲς – κληρικοὶ λειτουργοῦσαν
τὴν νύχτα πάνω στὸν τάφο τοῦ μεγάλου διδασκάλου τῶν ἐθνικῶν, τοῦ Παύλου.
Καὶ μάλιστα εἶχαν ὡς συλλειτουργοὺς τους τὸν Ἐπίσκοπο Ἀρσένιο, δηλαδὴ
ἕναν ἀπὸ τοὺς ἑπτὰ ἐπισκόπους συμβούλους τοῦ Πάπα, καὶ τὸν Ἀναστάσιο τὸν
Βιβλιοθηκάριο. Ἡ πράξη αὐτὴ δὲν ἦταν τυχαία.
Εἶχε συμβολικὸ χαρακτῆρα. Συνέδεε καὶ παραλλήλιζε τὸ ἔργο τῶν Ἁγίων
Κυρίλλου καὶ Μεθοδίου μὲ τοὺς ἱεραποστολικοὺς ἄθλους τοῦ Παύλου.
Σημειωτέον ὅτι ὁ ναὸς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου βρισκόταν ἔξω ἀπὸ τὰ τείχη
τῆς πόλεως.
Καὶ συνεπῶς ἡ μετάβαση καὶ ἡ τέλεση Λειτουργίας σὲ αὐτὸν σλαβιστὶ καὶ
μάλιστα ἐπάνω στὸν τάφο τοῦ Ἀποστόλου δὲν ἀποτελοῦσε πράξη ρουτίνας,
ποὺ ἀπέβλεπε ἁπλῶς στὴν τέλεση ὁρισμένων λειτουργιῶν στὴ σλαβικὴ γλῶσσα.
Ἦταν ἡ πανηγυρικὴ ἔγκριση τῆς σλαβικῆς ὡς λειτουργικῆς γλώσσας ἀπὸ τὸν
Ἀπόστολο τῶν ἐθνῶν καὶ τῆς ἀκροβυστίας.
Στὸ διάστημα τῆς παραμονῆς τους στὴ Ρώμη, ὁ Κωνσταντῖνος ἀρρωσταίνει
βαριά. Προαισθάνεται τὸ τέλος του καὶ ζητᾷ νὰ πεθάνει ὡς μοναχός.
Κείρεται μοναχὸς καὶ ὀνομάζεται Κύριλλος. Στὶς 4 Φεβρουαρίου τοῦ 869
μ.Χ. ὁ πύρινος ἱεραπόστολος, ποὺ ἄναψε τὴν φωτιὰ τῆς πίστεως καὶ τοῦ
πολιτισμοῦ στὸ σλαβικὸ κόσμο, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. Ὁ Μεθόδιος θέλει νὰ
μεταφέρει τὸ σκήνωμά του στὴ Θεσσαλονίκη, ἀλλὰ ὁ Πάπας Ἀνδριανὸς δὲν τὸ
ἐπιτρέπει καὶ τὸν θάβει στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Κλήμεντος, ὅπου μέχρι καὶ
σήμερα δείχνεται ὁ τάφος του.
Στὴ συνέχεια, ὁ Μεθόδιος χειροτονεῖται ἀπὸ τὸν Πάπα Ἀρχιεπίσκοπος
Σιρμίου, γιὰ νὰ ἐγκατασταθεῖ στὴν Παννονία. Ἡ Ρώμη ἐπιδέξια
οἰκειοποιεῖται τὸ ἱεραποστολικὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως.
Ἡ ζωὴ ὅμως τοῦ Μεθοδίου, ὡς Ἀρχιεπισκόπου, περιπλέκεται στοὺς
ἀνταγωνισμοὺς τῶν Λατίνων καὶ τῶν Φράγκων Ἐπισκόπων, στὶς δολοπλοκίες
τῶν ἡγεμόνων καὶ τῶν ἀρχόντων καὶ γίνεται μαρτυρική. Τὸν φυλακίζουν
δυόμιση χρόνια σὲ μοναστῆρι τοῦ Μέλανος Δρυμοῦ καὶ μόλις τὸ 873 μ.Χ. ὁ
Πάπας Ἰωάννης Η’ τὸν ἐλευθερώνει καὶ τὸν ἀποκαθιστᾷ. Ἡ λατρεία ὅμως στὰ
σλαβονικὰ ἀπαγορεύεται καὶ μόνο τὸ κήρυγμα ἐπιτρέπεται. Τὸ 885 μ.Χ.,
στὴ Μοραβία, ὁ Μεθόδιος παραδίδει τὸ πνεῦμα του μέσα σὲ ἕνα κλίμα
ἀντιδράσεων καὶ ρᾳδιουργιῶν. Εἶχε ὅμως προετοιμάσει διακόσιους νέους
ἱεραποστόλους. Αὐτοὶ ξεχύθηκαν στὴν Ἀνατολικὴ Εὐρώπη, διέδωσαν καὶ
στερέωσαν τὴν Ὀρθοδοξία στὰ σλαβικὰ Ἔθνη. Ἦταν τέτοια δὲ ἡ δύναμη καὶ τὸ
ρίζωμα τοῦ ἔργου τους, ὥστε οὔτε ἡ λαίλαπα τῆς Οὐνίας τοῦ 6ου αἰῶνα
μ.Χ. κατόρθωσε νὰ ἐξανεμίσει τὸ θεολογικὸ καὶ πολιτισμικὸ ἔργο τῶν δυὸ
Ἰσαποστόλων ἀδελφῶν, τοῦ Κυρίλλου καὶ τοῦ Μεθοδίου.
Κατὰ τὴν ἐξόδιο ἀκολουθία τοῦ Ἁγίου Μεθοδίου ἀναρίθμητος λαός, ἀφοῦ
συγκεντρώθηκε, τὸν συνόδευσε μὲ λαμπάδες καὶ θρήνησε τὸν ἀγαθὸ διδάσκαλο
καὶ ποιμένα. Ἄνδρες καὶ γυναῖκες, μικροὶ καὶ μεγάλοι, πλούσιοι καὶ
φτωχοί, ἐλεύθεροι καὶ δοῦλοι, χῆρες καὶ ὀρφανά, ξένοι καὶ ντόπιοι,
ἀσθενεῖς καὶ ὑγιεῖς, ὅλοι τὸν συνόδευσαν, γιατί ἔδινε τὰ πάντα σὲ ὅλους,
γιὰ νὰ τοὺς κερδίσει.
Ἡ ἱεραποστολικὴ πορεία τους, παρὰ τὰ τόσα θρησκευτικὰ καὶ πολιτιστικὰ
ἐπιτεύγματά της γιὰ ὁλόκληρο τὸ Βορρᾶ, δὲν μᾶς εἶναι γνωστὴ ἀπὸ τοὺς
Βυζαντινούς. Ἂν καὶ ἐργάσθηκαν ὅσο λίγοι γιὰ τὴν δόξα τῆς Ὀρθοδοξίας,
ἄργησαν οἱ Ἑλληνόφωνες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες νὰ τοὺς περιλάβουν στὸν
κατάλογο τῶν ἐκλεκτῶν τοῦ Θεοῦ Ἁγίων. Τὴ ζωὴ καὶ τὴ δράση τους τὴ
μαθαίνουμε ἀπὸ σλαβικὲς καὶ λατινικὲς πηγὲς καὶ ἀπὸ δυὸ παλαιοσλαβονικὲς
βιογραφίες.
Οἱ δυὸ Ἅγιοι ἀνεδείχθησαν ἄξιοι μιμητὲς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου σὲ πολλοὺς
τομεῖς τοῦ βίου καὶ τῆς δράσεώς τους. Καταρχᾶς ἐντάσσονται μέσα στὸ
σχέδιο τῆς Θείας Οἰκονομίας. Καὶ μετὰ τὴν ἔλευση τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ
Χριστοῦ στὴ γῆ ἡ Θεία Οἰκονομία ἐκφράζεται κατὰ τὸν καλύτερο τρόπο μὲ τὴ
φράση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου «ὃς πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθήναι καὶ εἰς
ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθείν», τὴν ὁποία ἐπαναλαμβάνει ὁ βιογράφος τοῦ
Ἁγίου Μεθοδίου, τὸν ὁποῖο ὁ Θεὸς ἀνέστησε ὡς διδάσκαλο στοὺς καιρούς του
χάριν τοῦ Σλαβικοῦ γένους, γιὰ τὸ ὁποῖο ποτὲ κανεὶς ποτὲ δὲν εἶχε
ἐνδιαφερθεῖ.
Ὁ Ἅγιος Μεθόδιος μιμήθηκε τὸν Ἀπόστολο Παῦλο στὴν περιφρόνηση τῶν
κινδύνων, ἰδίως στὰ ταξίδια καὶ τὶς περιπλανήσεις του. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ
βιογράφος του σημειώνει ὅτι σὲ ὅλα τὰ ταξίδια του ὁ Μεθόδιος περιέπεσε
σὲ πολλοὺς κινδύνους, ποὺ προκλήθηκαν ἀπὸ τὸν κακὸ ἐχθρὸ (τὸ διάβολο).
Κινδύνευσε στὶς ἐρήμους ἀπὸ τοὺς λῃστές, στὴ θάλασσα ἀπὸ τρικυμίες, στὰ
ποτάμια ἀπὸ θανάσιμους κινδύνους καὶ ἔτσι ἐκπληρώθηκε σὲ αὐτὸν ὁ λόγος
τοῦ Ἀποστόλου: «Κινδύνοις λῃστῶν, κινδύνοις ἐν θαλάσσῃ, κινδύνοις
ποταμῶν, κινδύνοις ἐν ψευδαδέλφοις, ἐν κόπῳ καὶ μόχθω, ἐν ἀγρυπνίαις
πολλάκις, ἐν λιμῷ καὶ δίψῃ» καὶ σὲ ὅλα τὰ παθήματα, τὰ μνημονευόμενα ἀπὸ
τὸν Ἀπόστολο. Καὶ ὀφείλουμε νὰ ὑπογραμμίσουμε ὅτι στὸ σχόλιο αὐτὸ δὲν
ὑπάρχει κάτι τὸ ὑπερβολικό, ἂν ἀναλογισθοῦμε τὰ ταξίδια του στὴν
Κριμαία, τὴ Χαζαρία καὶ τὴ χώρα τῶν Φούλλων, τὴ μετάβασή του στὴ
Μοραβία, τὸ ταξίδι στὴ Ρώμη μέσῳ Παννονίας καὶ Βενετίας, τὴν ἐπιστροφὴ
στὴν Παννονία καὶ τὴ Μοραβία, τὴ σύλληψή του ἀπὸ τοὺς Φράγκους, τὴ δίκη
καὶ καταδίκη του, τὴ φυλάκισή του ἐπὶ δυόμισι ἔτη, τὴν ἀπελευθέρωσή του,
τὶς συκοφαντίες σὲ βάρος του, τὴ μετάβασή του στὴ Ρώμη καὶ τὴν
Κωνσταντινούπολη.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τὴ ὑπερμάχω.
Τῶν Ἀποστόλων εἰσδεξάμενοι τὴν ἔλλαμψιν, τῶν Σλάβων ὤφθητε φωστῆρες καὶ
διδάσκαλοι, τὸν τῆς χάριτος κηρύξαντες πάσι λόγον. Ἀλλ’ ὦ Κύριλλε
παμμάκαρ καὶ Μεθόδιε πάσης βλάβης ἐκλυτρώσασθε καὶ θλίψεως τοὺς
κραυγάζοντας, χαίροις ζεῦγος μακάριον. Οἱ Ἅγιοι Κλήμης, Σάββας, Ἀγγελάριος, Γοράσδος καὶ Ναοὺμ οἱ Θαυματουργοὶ Ἰσαπόστολοι
Οἱ Ἅγιοι Κλήμης, Σάββας, Ἀγγελάριος, Γοράσδος καὶ Ναοὺμ ἦταν συνεργάτες
καὶ βοηθοὶ τῶν Ἁγίων Ἰσαποστόλων Κυρίλλου καὶ Μεθοδίου. Ἔζησαν καὶ
ἔδρασαν κατὰ τὸν 9ο αἰῶνα μ.Χ.
Οἱ Ἅγιοι Ἀγγελάριος, Ναοὺμ καὶ Κλήμης ᾖλθαν στὴ Βουλγαρία, ὅπου καὶ
κοιμήθηκαν ὀσιακὰ μετὰ ἀπὸ τὶς μύριες διώξεις καὶ κακουχίες τῶν Φράγκων
κληρικῶν καὶ τῶν Γερμανῶν στρατιωτῶν.
Τὸν Ἅγιο Γοράσδο, ποὺ συνέχισε τὸ ἔργο τῶν Ἁγίων Κυρίλλου καὶ Μεθοδίου,
λίγο πρὶν τὴν κοίμησή του, τὸν βλέπουμε νὰ ἀγωνίζεται μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο
Κλήμη ἐναντίον τῶν Φράγκων ὑποστηρικτῶν τοῦ filioque ἢ τῆς «υἱοπατρικῆς
αἱρέσεως». Τὴ μετέπειτα ἱεραποστολική του δράση δὲν μποροῦμε νὰ τὴν
ἐλέγξουμε ἀπόλυτα. Οἱ ὑποθέσεις εἶναι δυό: ἡ μὲν πρώτη ποὺ τὸν θέλει νὰ
ἐργάζεται στὴ νότια Πολωνία, ὅπου τελεῖται ἡ μνήμη του στὶς 17 Ἰουλίου. Ἡ
δεύτερη θεωρεῖ ὅτι ἐργάζεται στὸ Βεράτι τῆς Ἀλβανίας, ὅπου κατὰ τὸν
Ρῶσο ἱστορικὸ Γολθβίνσκιυ στὴν πόλη αὐτὴ ὑπάρχει μονὴ πρὸς τιμὴν τοῦ
Ἁγίου Γοράσδου. Στὸν καθεδρικὸ ναὸ τῆς Παναγίας στὴν πόλη αὐτὴ ὑπάρχει
μία λειψανοθήκη, ποὺ μαρτυρεῖ τὴ φύλαξη τῶν ἱερῶν λειψάνων τῶν Ἁγίων,
πρωτίστως δὲ τῶν Ἁγίων Γοράσδου καὶ Ἀγγελαρίου.
Τὸ 1742 μ.Χ. ἐκδόθηκε στὴ Μοσχόπολη τῆς Μακεδονίας «Ἀκολουθία τῶν ἁγίων
ἐπταρίθμων, ποιηθεῖσα παρὰ τοῦ ἐν ἱερομονάχοις Γρηγορίου Μοσχοπολίτου»,
στὴν ὁποία βέβαια ἀναγράφεται ὅτι ἡ μνήμη τῶν Ἁγίων Ἰσαποστόλων Κυρίλλου
καὶ Μεθοδίου καὶ τῶν σὺν αὐτοὶς ἑορτάζεται στὶς 17 Ἰουλίου. Ἐπίσης, στὸ
χειρόγραφο 201 τῆς μονῆς Παντελεήμονος τοῦ Ἁγίου Ὄρους οἱ Ἅγιοι
μνημονεύονται στὶς 26 Νοεμβρίου, ὡς ἀκολούθως: «ἐν μηνὶ Νοεμβρίου 26
μνήμη τῶν ἁγίων καὶ δικαίων ἰσαποστόλων, θεοφόρων πατέρων, Κυρίλλου,
Μεθοδίου, Γοράσδονος, Κλήμεντος, Ναοὺμ καὶ Σάββα». Οἱ Ἁγίες Ὀλυμπία καὶ Εὐφροσύνη οἱ Ὁσιομάρτυρες
Οἱ Ὁσίες Ὀλυμπία ἢ Ὀλυμπιὰς καὶ Εὐφροσύνη ἔζησαν τὸν 13ο αἰῶνα μ.Χ. Ἡ
Ἁγία Ὀλυμπία γεννήθηκε ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεους γονεῖς, οἱ ὁποῖοι
κατάγονταν ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη. Ὁ πατέρας της ἦταν ἱερέας καὶ ἡ
μητέρα της θυγατέρα ἱερέως.
Ἡ οἰκογένεια τῆς Ἁγίας ἔφυγε ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ κατοίκησε στὴν
Πελοπόννησο. Σὲ ἡλικία δέκα ἐτῶν ἡ Ὀλυμπία ἔχασε τοὺς γονεῖς της καὶ οἱ
οἰκεῖοι της τὴν ἔστειλαν στὴ μονὴ τῶν Καρυῶν τῆς Θέρμης Λέσβου, τὴ
σημερινὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Ραφαήλ, στὴν ὁποία ἦταν ἡγούμενη ἡ θεία της,
μοναχὴ Δωροθέα. Ἐκεῖ, σὲ ἡλικία δεκαεννέα ἐτῶν ἡ Ἁγία ἐκάρη μοναχὴ καὶ
σὲ ἡλικία εἰκοσιπέντε ἐτῶν, ὅταν ἡ θεία της πέθανε, ἔγινε ἡγούμενη.
Μετὰ παρέλευση δέκα ἐτῶν, τὸ 1235, πειρατὲς ἐπιτέθηκαν κατὰ τῆς μονῆς.
Οἱ μοναχὲς διασκορπίσθηκαν καὶ ὅσες δὲν πρόλαβαν νὰ φύγουν, τὶς
κακοποίησαν. Ἡ ἡγουμένη Ὀλυμπία καὶ ἡ μοναχὴ Εὐφροσύνη βασανίσθηκαν
ἀνηλεῶς. Τὴν Εὐφροσύνη, ἀφοῦ τὴν κρέμασαν σὲ δένδρο, τὴν ἔκαψαν. Τὴν
Ὀλυμπία τὴν ἔκαψαν σὲ ὅλο τὸ σῶμα μὲ λαμπάδες, διαπέρασαν τὰ αὐτιά της
μὲ πυρωμένη σιδερόβεργα καὶ τέλος, τὴν κάρφωσαν σὲ ξύλο μὲ εἴκοσι
καρφιά.
Ἔτσι οἱ δυὸ Ἁγίες εἰσῆλθαν στὴ χαρὰ τοῦ οὐράνιου Νυμφίου τους.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὁσίως μονάσασα τῶν Καρυῶν τὴ Μονὴ ἐν ταύτῃ ἐνήθλησας, τῶν πειρατῶν τὴ
χειρὶ κτανθεῖσα, θεόληπτε ὅθεν ἄρτι γνωσθεῖσα, ἐπινεύσει τὴ θεία,
ἔδειξας Ὀλυμπία, τὴν σὴν ἄθλησιν πάσι, διὸ σὲ ὁσιομάρτυς Χριστοῦ
μακαρίζομεν. Ὁ Ὅσιος Σωφρόνιος ὁ Ἔγκλειστος
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾷ τὴν μνήμη τοῦ Ὁσίου Σωφρονίου στὶς 11 Μαρτίου, ὅπου καὶ ὁ Βίος του. Ὁ Ἅγιος Νικόδημος Ἀρχιεπίσκοπος Σερβίας
Ὁ Ἅγιος Νικόδημος, Ἀρχιεπίσκοπος Σερβίας, ἦταν ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς
Χιλανδραρίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος τὸ 1316. Τὸ
1319 μετέφρασε τὸ Τυπικὸ τοῦ Ἁγίου Σάββα τοῦ Ἠγιασμένου τῆς Ἱερουσαλὴμ
στὴ Σλαβονικὴ γλῶσσα καὶ ἀπαίτησε νὰ χρησιμοποιεῖται ἀνελλιπῶς στὴν
Ἐκκλησία τῆς Σερβίας.
Ὁ Ἅγιος Νικόδημος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1324. Ὁ Ἅγιος Ἰωσὴφ ὁ Ἱερομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Ἰωσήφ, πρῶτος Μητροπολίτης Ἀστραχάν, γεννήθηκε στὸ
Ἀστραχὰν τὸ 1579. Ἐκάρη μοναχὸς καὶ ἔγινε ἡγούμενος τῆς μονῆς Ἁγίας
Τριάδος Ἀστραχὰν σὲ ἡλικία πενήντα δυὸ ἐτῶν.
Τὸ 1656 ἐξελέγη Μητροπολίτης Ἀστραχάν.
Στὶς 11 Μαΐου τοῦ 1672 καὶ κατὰ τὴν διάρκεια μία ἐπαναστάσεως τῶν
κατοίκων τῆς πόλεως, ὁ Ἅγιος Ἰωσὴφ τελειώθηκε μαρτυρικά. Τὸ μαρτύριό του
καταγράφηκε μὲ λεπτομέρεια ἀπὸ δυὸ αὐτόπτες μάρτυρες, ἱερεῖς τοῦ
καθεδρικοῦ ναοῦ τοῦ Ἀστραχάν, τὸν π. Κύριλλο καὶ τὸν π. Πέτρο.
Οἱ ἱερεῖς πῆραν τὸ τίμιο λείψανο τοῦ Ἱερομάρτυρα, τὸ ἔνδυσαν μὲ
ἀρχιερατικὰ ἄμφια καὶ τὸ τοποθέτησαν σὲ ἕνα ἑτοιμασμένο μνημεῖο. Τὴν
ἑπόμενη ἡμέρα, μετὰ τὴν τέλεση τῆς Πανυχίδος, τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου
μεταφέρθηκε στὸ παρεκκλῆσι καὶ παρέμεινε ἄταφο γιὰ ἐννέα ἡμέρες. Τὰ
λείψανα τοῦ Ἁγίου Ἱεράρχου τοποθετήθηκαν μέσα σὲ μνημεῖο καὶ ἐπιτελοῦσαν
θαύματα σὲ ἐκείνους ποὺ προσέτρεχαν μὲ πίστη.
Ὁ Ἅγιος Ἰωσὴφ ἁγιοποιήθηκε στὴν Σύνοδο τῆς Ρωσικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας κατὰ τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1918. Ὁ Ἅγιος Ἀργύριος ὁ Ἐπανομίτης ὁ Νεομάρτυρας
Ὁ
Ἅγιος Νεομάρτυς Ἀργύριος γεννήθηκε τὸ 1788 στὴν Ἐπανωμὴ τῆς
Θεσσαλονίκης ἀπὸ τὸν Ἀστέριο καὶ τὴ Βασιλική, τὸ γένος Ντουγιούδη. Σὲ
νεαρὴ ἡλικία ᾖλθε στὴν Θεσσαλονίκη, ὅπου προσλήφθηκε ἀπὸ κάποιον ράπτῃ
ὡς ὑπηρέτης.
Κατὰ τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες κάποιος Χριστιανὸς ἀπὸ τὴ Σοχὸ βρισκόταν
κλεισμένος στὴ φυλακὴ τοῦ πασᾶ τῆς Θεσσαλονίκης γιὰ κάποιο ἔγκλημα ποὺ
εἶχε κάνει. Μὴν ἔχοντας νὰ πληρώσει τὰ χρήματα ποὺ τοῦ ζητοῦσε ὁ πασάς,
τὸν ἀπειλοῦσε ὅτι θὰ τὸν κρεμάσει. Μπροστὰ στὴν ἀπειλὴ τοῦ θανάτου ὁ
φυλακισμένος ἀποφάσισε νὰ ἀλλαξοπιστήσει. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ χαροποίησε
τοὺς Ἀγαρηνούς, οἱ ὁποῖοι ἀμέσως τὸν ἔβγαλαν ἀπὸ τὴν φυλακὴ καὶ τὸν
πῆγαν σὲ ἕνα καφενεῖο στὴν τοποθεσία Ταχτάκαλα μὲ σκοπὸ νὰ τὸν μυήσουν
στὴ μουσουλμανικὴ θρησκεία.
Ὁ Ἀργύριος, ποὺ εἶχε πληροφορηθεῖ τὸ γεγονός, εἰσῆλθε καὶ αὐτὸς στὸ
καφενεῖο καὶ ἄρχισε νὰ τὸν ἐλέγχει γιὰ τὸ παράπτωμά του καὶ ταυτοχρόνως
νὰ τὸν παρακινεῖ, γιὰ νὰ ἐπιστρέψει καὶ πάλι στὴν Ὀρθόδοξη πίστη.
Ἡ στάση του αὐτὴ προκάλεσε τόσο πολὺ τοὺς Γενίτσαρους, ποὺ ὅρμησαν
ἐπάνω του καὶ ἄρχισαν νὰ τὸν γρονθοκοποῦν τόσο ἄγρια, ὥστε θὰ τὸν
σκότωναν, ἐὰν δὲν ἀνέστελλε τὴν ὀργή τους ἡ ἐλπίδα μήπως καὶ μπορέσουν
νὰ τὸν προσελκύσουν στὴν δική τους πίστη.
Προσπάθησαν, λοιπόν, ἀπειλώντας τὸν ὅτι θὰ τὸν σκοτώσουν, νὰ τὸν
ἀναγκάσουν νὰ ἀλλαξοπιστήσει. Σὰ βροντὴ ἀκούσθηκε ἡ φωνὴ τοῦ Νεομάρτυρα:
«Εἶμαι Χριστιανὸς καὶ δὲν ἀρνιέμαι τὴν πίστη μου. Δόξα καὶ τιμή μου ὁ
Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ. Ἐπιθυμία μου εἶναι νὰ ἀποθάνω γιὰ τὴν πίστη καὶ τὴν
ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ».
Οἱ Ἀγαρηνοὶ τότε ὁδήγησαν τὸν Ἀργύριο στὸν κριτή, ἐνώπιον τοῦ ὁποίου
προσπάθησαν καὶ πάλι νὰ τὸν μεταπείσουν μεταχειριζόμενοι πότε ἀπειλὲς
καὶ πότε κολακεῖες καὶ ὑποσχέσεις γιὰ δῶρα καὶ ἀξιώματα. Μετὰ ἀπὸ δυὸ
ἡμέρες, οἱ Γενίτσαροι, ἐπανέλαβαν καὶ πάλι τὶς προσπάθειές τους, χωρὶς
ὅμως ἀποτέλεσμα.
Ζήτησαν λοιπὸν ἀπὸ τὸν κριτὴ νὰ διατάξει τὴν ἐκτέλεσή του. Αὐτὸς ὅμως,
βλέποντας ὅτι ὁ Ἀργύριος δὲν εἶχε διαπράξει κάποιο ἀδίκημα ἄξιο θανάτου,
προσπάθησε νὰ κατευνάσει τὴν ὀργὴ τῶν ἐξαγριωμένων Τούρκων καὶ νὰ τοὺς
πείσει πὼς δὲν εἶναι δίκαιο νὰ σκοτώσουν ἕναν ἀθῷο ἄνθρωπο. Ἐκεῖνοι
ταράχθηκαν καὶ ἐξαγριώθηκαν ἐναντίον του καὶ ἔτσι ὁ κριτὴς διέταξε τὴν
διὰ ἀπαγχονισμοῦ θανάτωσή του.
Ἔτσι, σὲ ἡλικία μόλις δεκαοκτὼ ἐτῶν, τὸ 1806 καὶ ἡμέρα Παρασκευή, ὁ
Ἅγιος Νεομάρτυς Ἀργύριος ὁδηγήθηκε σὲ ἕνα τόπο λεγόμενο Καμπᾶν (σημερινὸ
Καπάνι), στὴν κεντρικὴ ἀγορὰ τῆς πόλεως, ὅπου καὶ ἀπαγχονίσθηκε καὶ
ἐπισφράγισε τὴν ὁμολογία του στὸν Χριστὸ μὲ τὴ θυσία τοῦ αἵματός του. Ὁ Ὅσιος Χριστόφορος ἐκ Γεωργίας
Ὁ
Ὅσιος Χριστόφορος ἦταν μοναχὸς στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ
στὴν ἔρημο τοῦ Δαβιδγκαρέτζι, τὴ «Θηβαΐδα τῆς Γεωργίας». Ἀφοῦ ἀσκήτεψε
θεοφιλῶς, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1871. Ὁ Ἅγιος Θεοφύλακτος Ἐπίσκοπος Σταυρουπόλεως
Ὁ Ἅγιος Θεοφύλακτος, κατὰ κόσμον Θεόδωρος Γκουμπίν, γεννήθηκε σὲ
ἱερατικὴ οἰκογένεια στὸ χωριὸ Μάκοβετς, κοντὰ στὴν Ταρούσσα, τῆς ἐπαρχία
Καλούγκα. Τὸ 1838 σπούδασε στὸ θεολογικὸ σεμινάριο τῆς Καλούγκα καὶ
ἀργότερα εἰσῆλθε στὴ θεολογικὴ ἀκαδημία τῆς Μόσχας. Στὶς 8 Μαρτίου 1842
ἐκάρη μοναχὸς καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Θεοφύλακτος. Στὶς 15 Μαρτίου τοῦ ἰδίου
ἔτους χειροτονήθηκε διάκονος καὶ στὶς 28 Ἰουνίου πρεσβύτερος.
Ἀφοῦ δίδαξε σὲ διάφορες θεολογικὲς σχολές, ἐξελέγη στὶς 10 Φεβρουαρίου
1863 Ἐπίσκοπος Σταυρουπόλεως. Ἀναδείχθηκε ἀληθινὸς ποιμένας καὶ διέπρεψε
στὸν ἀσκητικό του βίο.
Ὁ Ἅγιος Θεοφύλακτος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1872. Ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἀρχιεπίσκοπος Χάρκωβ
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Ἀλέξανδρος, κατὰ κόσμον Θεοφάνεβιτς Πετρόφσκιυ,
γεννήθηκε στὴν πόλη Λοὺκ τῆς περιοχῆς τῆς Βολυνίας τὸ 1851. Ἀφοῦ
ὁλοκλήρωσε τὶς σπουδές του στὸ τμῆμα Νομικῆς, μετὰ τὸν θάνατο τῆς
μητέρας του παραδόθηκε σὲ μία ζωὴ ἔκλυτη. Μία ἡμέρα τοῦ παρουσιάσθηκε
στὸν ὕπνο ἡ νεκρή του μητέρα, ποὺ ὁ νέος τὴν ἀγαποῦσε πάρα πολὺ καὶ τοῦ
ζήτησε νὰ ἀλλάξει ζωὴ καὶ νὰ μπεῖ σὲ μοναστῆρι. Ὁ Ἀλέξανδρος ὑπάκουσε
στὴν αἴτησή της, ἄφησε τὸν κόσμο καὶ ἔγινε μοναχός.
Μετὰ τὴν ἐπανάσταση τοῦ 1917 ὁ ἀρχιμανδρίτης Ἀλέξανδρος μαζὶ μὲ ἄλλους
ἱερωμένους τῶν ὁποίων οἱ ἐκκλησίες εἶχαν κλείσει, βρῆκε καταφύγιο στὴ
γυναικεία μονὴ τοῦ Κοζέλσκινσκιυ, στὴν ἐπαρχία τῆς Πολτάβα. Ἐξαιτίας τῶν
διωγμῶν πενήντα μοναχὲς ἐγκατέλειψαν τὸ μοναστῆρι καὶ ἐγκαταστάθηκαν
στὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Πσέλ, ὅπου ἵδρυσαν μία σκήτη.
Ὁ Ἀλέξανδρος ἦταν ὁ ἐξομολόγος τους. Μὲ τὸ κλείσιμο ὅλων τῶν μοναστηριῶν
καὶ τὶς ἐκκλησίες ἐκείνης τῆς περιοχῆς, ἡ σκήτη παρέμεινε τὸ μοναδικὸ
κέντρο ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, προσελκύοντας ἕνα μεγάλο ἀριθμὸ πιστῶν μὲ
τὴν εὐκαιρία τῶν διαφόρων τελετῶν. Τὸ 1932 ἡ σκήτη λεηλατήθηκε ἀπὸ τὶς
σοβιετικὲς ἀρχές. Μετὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴν καταστροφὴ ὁ ἀρχιμανδρίτης
Ἀλέξανδρος χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος τοῦ Οὐμὰνκ καὶ συνενώθηκε μὲ τὴν
ἐκκλησιαστικὴ ἱεραρχία τῆς ὁποίας ἠγεῖτο ὁ Μητροπολίτης Σέργιος
Σταρογκορόντσκιυ. Τὸ 1933 μεταφέρθηκε στὴ θέση τῆς Βινίτσα καὶ τὸ 1937
στὴν ἀρχιεπισκοπὴ τοῦ Χάρκωβ.
Ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος γρήγορα κέρδισε τὴν στοργὴ καὶ τὴν ἐκτίμηση τῶν
πιστῶν τοῦ ποιμνίου του. Ἡ κοινωνικότητα, ἡ ζωντάνια καὶ τὸ μειλίχιο
ὕφος του συνοδεύονταν ἀπὸ τὴν ἱκανότητα νὰ ἐπιλύει μὲ ἁπλότητα καὶ σοφία
τὶς διαμάχες καὶ νὰ παρακινεῖ τοὺς ἐνορῖτες στὴν πίστη καὶ στὴ
χριστιανικὴ ζωὴ κατὰ τὴ διάρκεια τῶν διώξεων.
Κατὰ τὸ 1930 οἱ ἐκκλησίες τοῦ Χαρκώβ, ποὺ εἶχαν ἐναπομείνει, ἦταν σὲ
μεγάλο βαθμὸ στὰ χέρια τῶν ἱερέων ποὺ καθοδηγοῦνταν ἀπὸ τὴν
«Ἀναδιοργάνωση» (Obnovlency) ἢ τὴν Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας.
Μονάχα ἡ ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Νικολάου στὴ Λυσάγια Γκόρα, ἕνα μακρινὸ
προάστιο τῆς πόλεως, ἀνῆκε στὴν κοινότητα τῆς Ὀρθόδοξης Ρωσικῆς
Ἐκκλησίας.
Ἐδῶ, χάρη στὸν ποιμαντικὸ ζῆλο τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου, ἐξελισσόταν μία
ζωντανὴ ἐκκλησιαστικὴ δραστηριότητα. Κάθε ἑβδομάδα οἱ ἱερὲς Ἀκολουθίες
τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀλεξάνδρου συγκέντρωναν χιλιάδες ἀνθρώπων καὶ κάθε
Κυριακὴ ἡ Θεία Κοινωνία διαρκοῦσε ἀρκετὲς ὧρες. Ἐπίσης, πάντοτε τὴν
Κυριακή, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος βάπτιζε δεκάδες ἀνθρώπων (μερικὲς φορὲς μέχρι
καὶ ἑκατὸν εἴκοσι).
Ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἀφύπνιση τῶν κατοίκων τοῦ Χάρκωβ καὶ ὁ ἐνθουσιασμὸς τοῦ
Ἀρχιεπισκόπου προκάλεσαν τὴν ἀποδοκιμασία τῶν ἀρχῶν. Στὶς 28 Ἰουλίου
1938 ὁ Ἅγιος συνελήφθη καὶ στὶς 17 Ἰουνίου 1939 καταδικάσθηκε ἀπὸ τὸ
στρατοδικεῖο σὲ δεκαετῆ φυλάκιση μὲ τὴν κατηγορία τῆς «ἀντιεπαναστατικῆς
προπαγάνδας».
Στὶς 5 Ἰανουαρίου 1940 αὐτὴ ἡ καταδίκη ἀποσύρθηκε καὶ ἡ περίπτωση τοῦ
Ἀλεξάνδρου τέθηκε σὲ συμπληρωματικὴ ἔρευνα. Ἀλλὰ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος δὲν
ἄντεξε τὴν διάρκεια τῆς προφυλακίσεώς του καὶ πέθανε στὶς 24 Μαΐου τοῦ
1940 στὸ ἀναρρωτήριο τῆς φυλακῆς. Μέσα ἀπὸ μεγάλες δυσκολίες καὶ
κινδύνους, οἱ πιστοὶ κατόρθωσαν νὰ βγάλουν ἀπὸ τὴν φυλακὴ τὸ λείψανο τοῦ
Ἁγίου καὶ νὰ τὸ ἐνταφιάσουν μυστικὰ στὸ κοιμητήριο Ζαλγιούτνσκιυ τοῦ
Χάρκωβ.
Ἔκτοτε ὁ τάφος τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου ἔγινε τόπος ἱεροῦ προσκυνήματος καὶ
γιὰ πολλὰ χρόνια οἱ πιστοὶ τοῦ Χάρκωβ συνέχισαν νὰ ἐναποθέτουν στὸν τάφο
του λουλούδια.
Τὸ 1993, ἡ Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Οὐκρανικῆς Ἐκκλησίας (Πατριαρχεῖο
Μόσχας) ἐπεκύρωσε τὴν τοπικὴ τιμὴ τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου ἐντὸς τῶν ὁρίων
τῆς Οὐκρανίας. Ἡ ἑορτὴ τοῦ Ἁγίου τελεῖται, ἐπίσης, τὴν ἡμέρα ποὺ
ἀφιερώθηκε στὴ μνήμη τῶν Νεομαρτύρων τῆς Σλομπόντσκαγια Οὐκρανίας, τὴν
9η Μαΐου.
Πληροφορίες ἀπό Saint.gr καί Μέγα Συναξαριστή (synaxarion.gr) anavaseis.blogspot.gr
http://www.hristospanagia.gr/?p=9295#more-9295
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου