Εἰσαγωγικὴ ὁμιλία περὶ εὐχῆς
Ἀρχ. Ἀρσένιος Κατερέλος
Μέ τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ καί τήν πατρική εὐχή καί προτροπή τοῦ
Σεβασμιωτάτου γιά ποικίλο ποιμαντικό, κατηχητικό, ἐξομολογητικό καί
λειτουργικό ἔργο, ξεκινᾶμε σήμερα τήν πρώτη μας εἰσήγησι, σεβαστοί μου
πατέρες καί ἀγαπητοί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί μου.
Βέβαια, συναισθανόμενοι τήν πάσης
φύσεως ἀδυναμία μας, θά προτιμούσαμε, ἀναμφισβήτητα, τήν σιωπή. Γι᾽
αὐτό, ἄλλωστε, καί στό ταπεινό μας Μοναστήρι, ὅσο ἐξαρτᾶτο ἀπό ἐμᾶς,
ἐλάχιστες φορές ἐπιτρέψαμε στόν ἑαυτό μας τό κήρυγμα, μέ τήν ἔννοια, ὅτι
πάντα προτιμᾶμε νά εἴμαστε μαθηταί τῶν Ἁγίων, αὐτῶν δηλ. τῶν
διαβεβηκότων ἐν θεωρίᾳ.Γι᾽ αὐτό, καί τίς πιό πολλές φορές, ἰδιαίτερα στίς ἀγρυπνίες, προτιμοῦμε τήν ἀνάγνωσι ἀπό κείμενα ἁγιοπατερικά, διότι, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, οἱ Ἅγιοι ὅ,τι εἶπαν καί ἔγραψαν δέν τό ἔκαναν ἐγκυκλοπαιδικά, διανοητικά, ὅπως ἐμεῖς, σήμερα, παίρνομε ἀπό δῶ, παίρνομε ἀπό κεῖ, δανειζόμαστε ἀπό δῶ, δανειζόμαστε ἀπό κεῖ. Καί καλά κάνομε, γιατί αὐτό εἶναι ἀσφάλεια, ἀλλά ὅλοι οἱ προηγούμενοι κυρίως Ἅγιοι τί ἔλεγαν πρωτίστως καί πέρα καί πάνω ἀπ᾽ ὅλα; Ἔλεγαν μόνο ὅ,τι ἐκεῖνοι εἶχαν ζήσει, ὅ,τι εἶχαν κάνει πνευματικό τους κτῆμα. Γενικῶς, ἔμαθαν τά θεῖα καί δίδαξαν αὐτά πού ἔμαθαν, ἀφοῦ πρῶτα τά ἔπαθαν. Γι᾽ αὐτό καί ὁ λόγος τους ἔχει ἰδιαίτερη δύναμι.
Ἔτσι ἐξηγεῖται τό φαινόμενο σέ ὅσους εἶχαν τήν εὐλογία ἀπό τόν Θεό νά γνωρίσουν ἁγίους ἀνθρώπους, νά θυμοῦνται μία ζωή τίς συμβουλές τους καί τά λόγια τους λές καί ἦταν χθές, λές καί ἦταν τώρα δά, ἔστω κι ἄν αὐτοί πού τούς τά εἶπαν ἦσαν ἀγράμματοι, ἤ δέν εἶχαν κανένα χάρισμα ἤ ἐκπαίδευσι λόγου, εἴτε ἦσαν ἰσχνόφωνοι, εἴτε ἦσαν βραδύγλωσσοι, εἴτε δέν ἤξεραν τούς κανόνες τῆς ὁμιλητικῆς κι ὅλα αὐτά. Ἀντιθέτως, ἀκούγοντας ἄλλες ὁμιλίες ἀπό ἐκπαιδευμένους ρήτορες, ἐκείνη μέν τήν ὥρα μᾶς εὐχαριστοῦν, ἀλλά τελικά δέν ἔχουν τήν ἀνάλογη δύναμι νά μᾶς ταρακουνήσουν, νά μᾶς πείσουν ὅσο οἱ προηγούμενοι, οἱ ὁποῖοι τά λέγουν ἀπό τό περίσσευμα δηλ. τῆς καρδιᾶς τους ἀνεπητίδευτα καί πηγαῖα καί πάνω ἀπ᾽ ὅλα ὅλοι αὐτοί οἱ ὁποῖοι ἐκ πείρας ὡμιλοῦσαν καί οὐχί ἐκ θεωρίας.
Ἔτσι ἐξηγεῖται τό πῶς κι ἐγώ ὁ ταπεινός θυμᾶμαι, μέ κάθε λεπτομέρεια, τήν πρώτη συζήτησί μου μέ τόν μακαριστό Γέροντα Παΐσιο τόν Ἁγιορείτη πρίν εἴκοσι χρόνια, σέ ἡλικία τότε 16 – 17 ἐτῶν, μαθηταί Λυκείου εἴμαστε τότε, παρ᾽ ὅλο πού δέν πήγαμε μέ διάθεσι ὠφελείας, ἀλλά μᾶλλον περιεργείας. Ἄλλωστε, καί ὁ Γέροντας, ὅταν μᾶς ρώτησε »ἔχετε πνευματικό;» »σᾶς ἀναπαύει;», ἐμεῖς – εἴμαστε μία παρέα τριῶν ἀτόμων, τότε – κοιταχθήκαμε μεταξύ μας καί εἴπαμε «τί θά πῆ »ἄν μᾶς ἀναπαύη ὁ πνευματικός»;», γιατί δέν καταλαβαίναμε κἄν τί θά πῆ αὐτό, ἄν καί φυσικά εἴχαμε ἐξομολογηθῆ κάποιες φορές. Καί κατάλαβε, ὁ Γέροντας, ὅτι εἴμαστε ἐλαφρῶς ἄσχετοι μέ τά πνευματικά. Καί τότε μᾶς εἶπε, μέ πόνο καί ἀγάπη: «Δέν ἔχετε πνευματικές χαρές. Εὔχομαι νά τίς ἀποκτήσετε καί νά ἀποκτήσετε, ὅπως ἔλεγε καί σέ πολλούς, τήν καλή πνευματική ἀνησυχία γιά νά ἔχετε, ἀργότερα, καί χαρές πνευματικές».
Καί, ἐπειδή ἐδῶ εἴμαστε μία οἰκογένεια καί μπορεῖ νά λέμε καί κάτι περισσότερο, σεβαστοί μου πατέρες, πού σᾶς εὐχαριστῶ καί γιά τήν ἐδῶ φιλοξενία, ὁ Θεός νά σᾶς τήν ὑπερανταναπληρώση μέ τήν Χάρι Του, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἐπειδή, λοιπόν, ἐδῶ εἴμαστε μιά οἰκογένεια, ἄς ποῦμε καί κάποια πράγματα περισσότερα.
Λοιπόν, ὁ π. Παΐσιος ἦταν ὁ πρῶτος ἄνθρωπος πού μᾶς ταρακούνησε πνευματικά, χωρίς νά τοῦ τό ζητήσωμε βέβαια, μᾶς ἔπεισε, ὅσο κανείς ἄλλος, καί φυσικά, τοῦ ὀφείλομε, μποροῦμε νά ποῦμε, ἀπεριόριστη, διαχρονική εὐγνωμοσύνη. Καί, παρ᾽ ὅλη τήν τότε ἀδιαφορία μας, μᾶς ἔπεισε γιά πολλά πράγματα.
Κατ᾽ ἀρχάς, καταλάβαμε, ὅτι βιαζόταν νά πάη, ἀπό θεῖο ἔρωτα, ἐπιθυμοῦσε διακαῶς νά πάη στόν Θεό. Ἐπιθυμοῦσε τόν θάνατο ὡς ζωή. Αὐτό, τό βλέπαμε σέ ὅλο του τό εἶναι χωρίς ἐμεῖς νά κάνωμε καμμία πρός τοῦτο προσπάθεια.Ἦταν πέρα γιά πέρα ὀφθαλμοφανές καί πέρα γιά πέρα διάχυτο σέ ὅλες τίς ἐνέργειες τοῦ μακαριστοῦ Γέροντα Παϊσίου. Καί μᾶς εἶπε διάφορα, βέβαια, τά ὁποῖα τώρα δέν εἶναι τῆς παρούσης ὥρας νά τά ποῦμε.Ὅταν ἀπομακρυνθήκαμε ἀπό κεῖ, ἦταν καλοκαίρι τοῦ ᾽79, Ἰούλιος μῆνας, μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι εἴχαμε καί τήν πρώτη μας πνευματική χαρά χωρίς κἄν νά τήν ζητήσωμε, χωρίς κἄν νά τήν νοσταλγήσωμε, γιατί δέν ξέραμε κἄν τί θά πῆ αὐτό τό πρᾶγμα. Εἴχαμε μιάν ἀνεξήγητη χαρά φεύγοντες ἀπό τό Κελλί του, πού μᾶς συνώδευε γιά ἀρκετή ὥρα, καί δέν ξέραμε πόθεν προερχόταν αὐτό τότε. Ὁπωσδήποτε, βέβαια, ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς προσευχῆς τοῦ μακαριστοῦ Γέροντα, παρά τήν ἀναξιότητά μας.
Ἀλλά, καί πρίν πᾶμε στόν μακαριστό Γέροντα Παΐσιο, συναντήσαμε, τό προηγούμενο ἀπόγευμα, τόν πορτάρη τῆς Ἱ. Μ. Κουτλουμουσίου, τότε μοναχό Ἀρσένιο, πού καί μέ αὐτόν, θυμᾶμαι, σχεδόν ὅλη, ἄν ὄχι ὅλη, τήν συζήτησι. Μεταξύ τῶν ἄλλων, μᾶς συνέστησε, ὁ π. Ἀρσένιος, τό βιβλίο »Ἕνας ἀσκητής ἐπίσκοπος», τοῦ ἁγίου Νήφωνος, ἐπισκόπου Κωνσταντιανῆς, νά πᾶμε νά τό βροῦμε, νά τό ἀγοράσωμε, πού οὔτε κἄν ξέραμε τότε τόν τίτλο τοῦ βιβλίου αὐτοῦ.
Μᾶς εἶπε πράγματα πού μᾶς τρύπησαν τήν καρδιά καί ἐκεῖνος. Τό πιό χαρακτηριστικό, πού νομίζω ὅτι ἀξίζει τόν κόπο νά τό ἀναφέρω εἰς τήν ἀγάπη σας χωρίς νά γίνωμαι κουραστικός, ἦταν τό ἐξῆς: Μᾶς εἶχε πῆ ὁ π. Ἀρσένιος, ὁ πορτάρης, τό ἑξῆς: »Ἄν ἕνα βιβλίο τό διαβάσης μία φορά καί μετά δέν χρειάζεται νά τό ξαναδιαβάζης, ἀπό καιροῦ εἰς καιρόν, τότε οὔτε τήν πρώτη φορά ἄξιζε, παιδιά μου, νά κάνετε τόν κόπο νά τό διαβάσετε, γιατί αὐτό τό βιβλίο στερεῖται τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὁπότε δέν ἀντέχει στήν αἰωνιότητα, δέν εἶναι ψυχωφελές.
Αὐτός ἦταν Γεωπόνος καί, ὡς ἐκ τούτου, ἔκανε διάφορα συναφῆ μαθήματα εἰς τήν Ἀθωνιάδα Σχολή. Μάλιστα, τίς πιό πολλές φορές, συντόμευε τό μάθημα, ὄχι ἀπό ἀδιαφορία, τά ἔλεγε πιό περιληπτικά, εἶχε καί τήν ἱκανότητα τήν καθηγητική, καί τήν πνευματική. Λοιπόν, προτιμοῦσε νά συντομεύση τό μάθημα τοῦ σχολείου στά παιδιά τῆς Ἀθωνιάδας, ἔτσι ἔκρινε, ὅτι θά τά ὠφελοῦσε πιό πολύ, γιά νά κερδίση χρόνο, ἐν ὥρᾳ μαθήματος, γιά νά διδάξη στά παιδιά λίγο γιά τήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ, δηλ. τό »Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». Καί, φυσικά, αὐτό τό ἔκανε ἀπό πόνο καί πολλή ἀγάπη γιά τά παιδιά.
Γιατί, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ὅποιος ἔχει γνωρίσει τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί ἔχει καεῖ ἀπό αὐτήν, δέν ἀντέχει νά βλέπη τόν ἄλλον στήν ἄγνοια καί προσπαθεῖ παντί τρόπῳ νά τόν βοηθάη ἤ μέ τόν α´ ἤ μέ τόν β´ τρόπο, ἀνάλογα βέβαια τί πόστο ἔχει εἰς τήν κοινωνία. Ποιός εἶναι, ἄν εἶναι λαϊκός, ἄν εἶναι μοναχός, ἄν εἶναι ἱεραπόστολος, ἀνάλογα, δέν ἔχει σημασία. Τό ἀποτέλεσμα εἶναι ὅτι μέ τόν α´ ἤ β´ ἤ γ´ τρόπο κοιτάει νά δῆ πῶς θά βοηθήση τόν ὁποιοδήποτε συνάνθρωπο πνευματικῶς καί ἐντελῶς ἀνιδιοτελῶς, γιατί ὅπου ὑπάρχει ἰδιοτέλεια, ἐκεῖ δέν εὑρίσκεται ὁ Θεός.
Λέγει, σχετικά, ὁ θαυμασιώτατος ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σῦρος, γιά τό θέμα τῆς διδασκαλίας, ὅτι ἡ ἀρετή πού διδάσκεται χωρίς πρῶτα νά ἔχη βιωθῆ, μοιάζει μέ τό νερό μιᾶς ὡραίας ζωγραφισμένης λίμνης σέ κάποιον ἀντίστοιχο, καταπληκτικό ἔστω, ζωγραφισμένο πίνακα. Ὅμως, τό νερό αὐτό, τελικά, ὅσο καί ἄν φαίνεται ὡραῖο, ἐφ᾽ ὅσον δέν εἶναι πραγματικό ἀλλά εἶναι ζωγραφιστό, δέν μπορεῖ τελικά νά ξεδιψάση τόν θεατή τοῦ πίνακα αὐτοῦ. Καί ὄχι μόνο δέν μπορεῖ νά ξεδιψάση, ἀλλά ὅσο πιό ὡραῖα, κατά τόν ταπεινό μας λογισμό, εἶναι ζωγραφισμένο, τόσο πιό πολύ σέ ξεσηκώνει καί σοῦ αὐξάνει τήν ἤδη ὑπάρχουσα δίψα σου, δηλ. δημιουργεῖ μεγαλύτερο πρόβλημα, μεγαλύτερο πνευματικό κενό, ἀπογοήτευσι καί ὅλα τά συναφῆ, ἄν αὐτός ὁ ὁποῖος διδάσκει δέν ἔχη βιώματα καί δέν ἐφαρμόζη εἰς τήν πρᾶξι αὐτά τά ὁποῖα διδάσκει.
Μέ ἄλλα λόγια, ἡ ἀρετή πού διδάσκεται χωρίς ἀντίστοιχη πρᾶξι καί ἀντίστοιχη προσωπική πεῖρα, πολλές φορές ὄχι μόνο δέν ὠφελεῖ, ἀλλά δυστυχῶς καί σκανδαλίζει. Ἐνῶ, ἄν ὑπάρχη ἀρετή, ἀκόμη καί νά μή γίνεται ὁμιλία ἐκ μέρους αὐτοῦ πού κατέχει τήν ἀρετή, ἐκπέμπεται μιά σιωπηλή πνευματική κραυγή πρός ὅλες τίς κατευθύνσεις. Καί αὐτό εἶναι πάρα πολύ ὠφέλιμο καί χρήσιμο. Ἔτσι ἐξηγεῖται τό φαινόμενο τῆς σιωπηλῆς διδασκαλίας, ὅπως ἀναφέρεται στήν πατερική γραμματολογία.
Ὅταν ὁ Μέγας Ἀντώνιος ἀναγκάσθηκε νά ἐγκαταλείψη τό ἀσκητήριό του, τό ἔκρινε δηλ. σκόπιμο, νά πάη στήν μεγάλη πόλη τῆς Ἀλεξανδρείας γιά νά βοηθήση ἐκεῖ τούς διωκομένους καί δοκιμαζομένους Χριστιανούς, τότε, ὅπως λένε οἱ ἐκκλησιαστικοί ἱστορικοί συγγραφεῖς, καί μόνο ἀπό τήν θέα, παρακαλῶ, τοῦ προσώπου τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου καί τό ἦθος του, ἐπίστευσαν περισσότεροι ἄνθρωποι στόν Χριστό ἀπό ὅσους εἶχαν πιστεύσει γιά ἕνα διάστημα ἀρκετό, κάποιων χρόνων, ἀπό τά ἐξαίσια καί θεοφιλῆ κηρύγματα ἁγίων ἄλλων, θά λέγαμε, ἱεροκηρύκων, πού εἶχαν, ὅλες τίς καλές πνευματικές προδιαγραφές, πού εἶχαν ὅλες τίς ἁγιοπνευματικές προϋποθέσεις.
Ἄς μοῦ ἐπιτραπῆ, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, σ᾽ αὐτές τίς μεταξύ μας συνάξεις, ἀπό καιροῦ εἰς καιρόν, νά κάνωμε καί ἐμεῖς, μέ τήν σειρά μας, ὄχι προσωπική, ἀλλά δημόσια ἐξομολόγησι.
Ἕνα ἀπό τά καλύτερα καί δραστικώτερα κηρύγματα πού δέχθηκα καί »μ᾽ ἔπιασε», μέ τράνταξε, στήν ζωή μου, ἀπό τότε πού ἤμουν λαϊκός, καί τό ὁποῖο κατέχει καί μέχρι σήμερα σεβασμιωτάτη θέσι στίς ἐξωτερικές αὐτές πνευματικές ἐμπειρίες μου, τελικά, δέν ἦταν κήρυγμα ἤ ὁμιλία, ἀλλά ἦταν ἡ θέα τοῦ προσώπου ἑνός μοναχοῦ, ὁ ὁποῖος ἀκόμα ζεῖ. Πού, ἐνῶ αὐτός ὁ μοναχός καθάριζε, ἀμέριμνος, χόρτα, σέ ἕνα ἀπόμακρο μέρος, σέ μία ἄκρη τοῦ Κελλιοῦ του, ὅταν εἶχα πάει νά τόν συναντήσω – τόν εἶδα ξαφνικά, δέν περίμενα νά εἶναι πιό ἔξω, πιό πέρα δηλ., ἀλλά καί ὁ ἴδιος ὁ μοναχός φαίνεται ὅτι δέν τό περίμενε -, καί τότε ἔπαθα, μέ τήν καλή ἔννοια, πνευματικό σωτήριο σόκ. Τόσο πολύ ἐγοητεύθηκα ἀπό αὐτήν τήν ὑπέρ νοῦν καί ἔννοιαν λάμψι τοῦ σώματός του ἴσως, καί ἰδιαίτερα τοῦ προσώπου του, πού μοῦ κόπηκε ἡ φωνή. Τἄχασα! Ἐκεῖνος, βέβαια, σάν νά μήν ἔτρεχε τίποτε, μέ παρώτρυνε νά φᾶμε, νά μέ κεράση τρία καί τέσσερα καί πέντε λουκούμια. Εἴμαστε γνωστοί. Ἀλλά, παρά τά χρόνια πού πέρασαν, ποτέ δέν διεννοήθηκα καί δέν ἐτόλμησα νά τοῦ τό ἀναφέρω.
Εἶμαι σχεδόν σίγουρος ὅτι ἔχει ζήσει ἀλλεπάλληλες τέτοιες ἐμπειρίες καί καταστάσεις, πού δέν ξέρει πιά νά πρωτοθυμηθῆ, ἄν καί ἐκείνη τήν στιγμή, δέν μπορῶ νά εἶμαι σίγουρος, ἄν αὐτός ὁ μοναχός, ἐκεῖνο τό ὁποῖο ἔβλεπα ἐγώ, ἄν τό καταλάβαινε καί ἐκεῖνος ἐκείνην τήν στιγμή. Βέβαια, αὐτό πού σᾶς λέω τώρα, δέν μποροῦσα τότε, ὄχι νά τό σκεφθῶ, ἀλλά καί νά μοῦ τό λέγανε δέν θά καταλάβαινα τίποτε. Ἀλλά, αὐτό ὅμως εἶναι ἄλλη παράγραφος, τό πῶς δηλ. γίνεται ἡ θέα τοῦ θείου Φωτός, ποιοί εἶναι οἱ τρόποι, ποιές περιπτώσεις ὑπάρχουν καί πῶς αὐτό τό θεῖο Φῶς μπορεῖ νά ἀντανακλᾶται καί στήν ὑπόλοιπη λογική καί ἄλογη κτίσι. Αὐτό, εἶναι ἕνα ἄλλο κεφάλαιο, πού θέλει σειρά ὁμιλιῶν.
Ἐκεῖνος ὁ μοναχός, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, κατ᾽ εὐθείαν σέ ἀνάγει, τηρουμένων βέβαια τῶν ἀναλογιῶν ἐννοεῖται, σ᾽ αὐτόν τοῦτον τόν θεόπτη Μωϋσῆ, πού ὅταν πῆρε τίς Δέκα Ἐντολές εἰς τό ὄρος Σινᾶ, εἰς τήν ἁγία Κορυφή, τόσο ἔλαμπε τό πρόσωπό του, πού κανείς δέν μποροῦσε νά τόν κοιτάξη κατάματα. Ἤ, σοῦ δίνει μιά πρώτη, ἐξωτερική πάντα, γεύσι, γιά τό πῶς θά ἦταν ὁ Χριστός, πάντα τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν γιά νά μή γίνη καμμία παρερμηνεία, κατά τήν Μεταμόρφωσι. Πῶς θά ἦταν ὁ Χριστός κατά τήν Μεταμόρφωσι, ἡλίου τηλαυγέστερον, πού καί τό πρόσωπό Του ἔλαμψε ὡς ὁ ἥλιος, ἀλλά καί τά ροῦχα Του εἶχαν γίνει λευκά σάν τό χιόνι, καί, γοητευμένοι οἱ τρεῖς πρόκριτοι τῶν Μαθητῶν, ἔπεσαν κάτω μή ἀντέχοντες »ὁρᾶν αὐτήν τήν ὑπέρ νοῦν» φωτεινότητα τοῦ Χριστοῦ, τήν φωτεινότητα καί τήν ἡδονή τοῦ θείου Φωτός, μή ἀντέχοντας, τότε, ἡ πήλινη καρδιά τους ἐκείνη τήν θεία ἐμπειρία, ὅπως λέγει ὁ ὑμνογράφος, »μήπως σύν τῇ ὁράσει καί τό ζῆν ἀπολέσωσιν». Δηλ., ταυτόχρονα μέ τήν ἐνόρασι τοῦ θείου Φωτός, νά μή χάσουν καί τήν ζωή τους, ἄν καί ὁ Χριστός τότε ἀπεκάλυψε ἀμυδρῶς δηλ. μικρό μέρος ἐκ τῆς Θεότητός Του καί ὄχι ὅλο τό πλήρωμα τῆς Θεότητός Του, τό ὁποῖο δέν μετριέται καί δέν μπορεῖ νά ἀποκαλυφθῆ σέ κανένα λογικό κτίσμα, ὄχι μόνο τώρα, ἀλλά καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων, γιατί εἶναι ἀπείρων πνευματικῶν διαστάσεων.
Λοιπόν, ἐκεῖνος ὁ μοναχός σέ συνδέει, μέ τόν πειστικώτερο τρόπο, γενικώτερα, μέ ὅλες τίς μεταμορφώσεις, δηλ. τίς θεοπτίες, στό διάβα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας πού εἶχαν οἱ διάφοροι ἀγωνιστές. Καί, πάνω ἀπ᾽ ὅλα, σέ πείθει καί βεβαιώνει ἐκεῖνο πού λέγουν οἱ Ἅγιοι, καί ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος, ὅτι τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι τό ἴδιο, καί στό παρελθόν, καί στό παρόν, καί στό μέλλον, ὅπως λέγει καί ἡ Γραφή »ὁ Χριστός εἶναι ὁ ἴδιος καί χθές, καί σήμερον».
Δηλ., ὅτι ὅλες αὐτές οἱ ἐμπειρίες, οἱ πνευματικές καταστάσεις, ὁ Θεός θέλει πάντα νά τίς δίνη, ἀλλά τό πρόβλημα εὑρίσκεται σέ ὅλους ἐμᾶς τούς σύγχρονους Χριστιανούς καί ὄχι στόν Θεό, ὁ ὁποῖος εἶναι διαχρονικά, πάντα, ἀπροσωπολήπτης. Δέν ὑπάρχει προσωποληψία στόν Θεό, διαχρονικά.
Ὅπως ὁ ἅγιος Σισώης, αὐτό τό ἄνθος τῆς ἐρήμου, πού τόν ἑορτάζομε τόν Ἰούλιο, ὅταν εἶχε πλησιάσει στό τέλος του, ἔλαμψε τό πρόσωπό του καί τό ἀντελήφθησαν αὐτό, αὐτήν τήν λάμψι, οἱ ἐκεῖ παρευρισκόμενοι, ἄν καί ὁ ἴδιος παρακαλοῦσε τόν Θεό νά μή τόν πάρη τότε, ἀλλά νά τόν ἀφήση λίγο καιρό γιά νά στενάξη, γιά νά μετανοήση, γιά νά βάλη ἀρχή μετανοίας. Καί, ὅταν κάποιοι τοῦ εἶπαν »τί μπορεῖς νά κάνης τώρα ἐσύ πού εἶσαι γέρων;», τούς εἶπε »μπορῶ νά στενάξω, καί αὐτό μοῦ ἀρκεῖ». Αὐτό θά πῆ »Ὀρθοδοξία»! Νά εἶσαι κοντά στόν Θεό, καί νά αἰσθάνεσαι πραγματικά ὅτι δέν ἔχεις βάλει κἄν ἀρχή μετανοίας.
Καί γιά νά μιλήσωμε ἀκόμη πιό θεολογικά, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ὁ μοναχός ἐκεῖνος μᾶς ἔδωσε, γενικά θά λέγαμε, τήν ἐξωτερική βεβαιότητα γι᾽ αὐτό πού διακηρύσσει καί εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία μας. Ὅτι δηλ. τί; Ὅτι μπορεῖ νά μετάσχη ὁ ἄνθρωπος, ὅπως λένε, στίς »ἄκτιστες ἐνέργειες» τοῦ Θεοῦ, νά κολυμπήση δηλ. στήν θεία Χάρι, ὅπως ἔλεγε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στίς περίφημες ἡσυχαστικές ἔριδες, νομίζω τοῦ 14ου αἰῶνα, τότε πού συγκρούστηκε δηλ. οὐσιαστικά ἐν προσώπῳ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, καί ἄλλων βέβαια, ἡ γνήσια Ὀρθόδοξη διαχρονική πνευματικότητα μέ τήν ψευδοπνευματικότητα τῶν Δυτικῶν, μέ ἐκπροσώπους τότε τόν Βαρλαάμ τόν Καλαβρό, τόν Γρηγορᾶ, καί ἄλλους, οἱ ὁποῖοι θέλησαν νά ἀλλοιώσουν τήν ἅπαξ παραδοθεῖσα Ὀρθόδοξη πνευματικότητα.
Ὅπως, λοιπόν, ἔλεγε ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, στόν Θεό δέν φθάνομε μέ τούς συλλογισμούς, μέ τήν διαλεκτική, ἀλλά μέ τήν ἐμπειρία. Δέν ἀρκοῦν οἱ σκέψεις. Ὁ Θεός εἶναι ὑπέρλογος. Εἶναι ἔξω ἀπό τά σχήματα καί τίς παραστάσεις τοῦ κόσμου. Ἀλλά, φθάνομε μέ τήν ἐμπειρία καί μέ τήν θεοπτία, πού, φυσικά, αὐτή, ἡ θεοπτία, εἶναι ἀσχημάτιστη καί δέν ἔχει σχέσι, φυσικά, μέ τά διάφορα ψευτοοράματα διαφόρων, πού εἶναι προϊόντα, ἤ αὐθυποβολῆς, ἤ φαντασίας, ἤ καί ψυχοπάθειας, ἤ καμουφλαρισμένης δαιμονικῆς ἐνέργειας.
Ἀλλά, γιά ὅλα αὐτά, τά ὁποῖα εἶναι διάχυτα, δυστυχῶς, στήν ἐποχή μας, θά ἀναφερθοῦμε κάπως πιό ἀναλυτικά σέ κάποια ἄλλη συνάφεια, πρῶτα βέβαια ὁ Θεός.
Λοιπόν, ἡ ἐν Θεῷ σύγκρασις… Αὐτό εἶναι, νά γίνωμε ἕνα κράμα μέ τόν Θεό. Ἤ, ὅπως λέγει ὁ τῆς Κλίμακος Ἰωάννης, » Νά φθάσωμε σέ συνουσία… μετά τοῦ Θεοῦ»! Ἀκοῦστε ρεαλισμός, τολμηρότης! Ποῦ νά τολμήσωμε ἐμεῖς νά μιλήσωμε σήμερα ἔτσι! Θά παρεξηγηθοῦμε. Εἶναι συνουσία, λέγει ὁ Ἅγιος, συνεύρεσις δηλ. μετά τοῦ Θεοῦ, σέ ὅλες τίς πνευματικές, ἐμπειρικές, διαστάσεις, ὄχι διανοητικές ἤ συναισθηματικές, ἀλλά πραγματικές ἐμπειρίες πού ἔχει ὁ ἄνθρωπος ὅταν μετέχη τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ. Εἶναι συνεύρεσις μετά τοῦ Θεοῦ. Τί καταπληκτικός λόγος!
Εἶμαι σίγουρος, ὅτι ἡ θέα ἐκείνου τοῦ μοναχοῦ στήν κατάστασι πού ἡ Θεία Πρόνοια ηὐδόκησε νά τόν πετύχωμε, ξεπερνᾶ κάθε ὡραιότητα τῆς παρούσης ζωῆς, εἴτε αὐτή εἶναι νόμιμη, εἴτε εἶναι ἁμαρτωλή καί παράνομη, ἀνεξαρτήτως δηλ. τοῦ ἄν εἶναι νόμιμη ἤ ἄνομη.
Λοιπόν, συναισθανόμενος τήν δική μου ἀδυναμία, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ὕστερα ἀπό τά προαναφερθέντα, μέ ἀφορμή βέβαια αὐτήν τήν μετακίνησι πού μᾶς ἔκανε ὁ Σεβασμιώτατος, ἐσκέφθηκα ὅτι ἦταν προτιμώτερο γιά μένα νά εὑρίσκωμαι στό Μοναστήρι συνεχῶς γιά νά πενθῶ τόν ἑαυτό μου ἄχρι καιροῦ. Ἄλλωστε, αὐτό θά πῆ »μοναχισμός». Θά πῆ νά πάσχη ὁ μοναχός γιά τίς ἁμαρτίες του καί νά προσεύχεται γιά ὅλη τήν οἰκουμένη. Αὐτός εἶναι ὁ γνήσιος Ὀρθόδοξος μοναχισμός. Καί, ἄν γίνεται σωστά, ἡ προσφορά του εἶναι πολυτιμώτατη.
Καί, αὐτήν τήν στιγμή, ἐντελῶς αὐθόρμητα, μοῦ ἔρχεται ἡ στάσι τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, πού, ἄν καί εἶχε ἐμπειρίες – καί τί δέν εἶχε ! -, παρά ταῦτα, πάντα ἀπέφευγε τίς διοικητικές μέριμνες, εὐθύνες, ἔστω καί ἄν αὐτές ἦταν ἐκκλησιαστικές. Καί, ἔλεγε χαρακτηριστικά ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος: »Μεῖζον μου, ἡ ἀπραξία». Δηλ., τό ἀνώτερο γιά μένα εἶναι ἡ ἐν Θεῷ ἀπραξία, δηλ., ἡ μελέτη καί ἡ προσευχή. Μία »ἀπραξία» πού εἶναι προϊόν καί συνισταμένη πολλῶν πνευματικῶν παραγόντων, πού τώρα δέν εἶναι βέβαια τῆς παρούσης ὥρας νά τίς ἀναφέρωμε καί νά τίς ἀναλύσωμε, ποιά εἶναι ἡ κατά Θεόν δηλ. ἀπραξία καί ἡ ἡσυχία.
Ἀλλά, δέν πρέπει νά μᾶς διαφεύγη, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ὅτι, τελικά, σέ κάτι τέτοιους, ἁγίους Γρηγορίους Θεολόγους, ἁγίους Μαξίμους, καί ὄχι μόνο, στηρίχθηκε ἡ Ὀρθοδοξία μας, σέ δύσκολες, σέ δυσκολώτατες περιόδους, ἤ μᾶλλον, πιό ὀρθά, κάτι τέτοιους ἔκρινε καί ἐχρησιμοποίησε ἡ Θεία Πρόνοια γιά τό καλό τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ὅταν ἐμεσολάβησε ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ φίλος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, καί ἔγινε ἐπίσκοπος Σασίμων, τόσο πολύ στενοχωρέθηκε ὁ ἅγιος Γρηγόριος, πού, τί νά σᾶς πῶ… Ἔλεγε χαρακτηριστικά, μεταξύ τῶν ἄλλων – βέβαια, νά μή παρερμηνεύσωμε αὐτό πού ἔλεγε. Ἔλεγε: »Ἔπαψα νά πιστεύω στήν φιλία». Ἐθεωροῦσε δηλ., ὅτι τοῦ ἔκανε ὁ πραγματικός του φίλος – πού ὄντως ἦταν φίλος του ὁ Μέγας Βασίλειος – τό μεγαλύτερο κακό πού μποροῦσε νά τοῦ κάνη. Καί, τότε, βέβαια, ἔφυγε στόν Πόντο γιά προσωπική ἄσκησι, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος.
Ὑπῆρξε περίοδος, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, πού, ἐπί τῆς ἐποχῆς τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, εἶχαν καταλάβει ὅλες τίς ἐκκλησίες τῆς Κωνσταντινουπόλεως οἱ Ἀρειανοί. Τότε, οἱ λίγοι Ὀρθόδοξοι πού ὑπῆρχαν, γιά νά βγοῦν ἀπό τό ἀδιέξοδό τους, ἐκάλεσαν τόν Γρηγόριο στήν Κωνσταντινούπολι. Καί μάλιστα, ὅταν τόν εἶδαν καταβεβλημένο καί καμπουριασμένο καί καχεκτικό ἀπό τήν πολλή ἄσκησι, ἀκόμη καί ἐκεῖνοι οἱ ἴδιοι πού τόν ἐκάλεσαν, μέ τήν πρώτη ματιά, ἀπεγοητεύθησαν. Ἀναρωτήθηκαν, αὐτός θά μᾶς σώση….; Μή ἔχοντας, μάλιστα, τότε διαθέσιμη Ὀρθόδοξη ἐκκλησία, φτιάχθηκε, τρόπον τινά, μία παράγκα, πού ὠνομάσθηκε »Ἁγία Ἀναστασία». Καί τότε, ὅταν ἄρχισε τίς πνευματοφόρες ὁμιλίες του, ὁ ἅγιος Γρηγόριος – εἶναι γνωστοί οἱ πέντε Θεολογικοί του Λόγοι – τότε τά πράγματα ἄλλαξαν. Οἱ Ὀρθόδοξοι ἐγοητεύθησαν καί ἐκυριάρχησε ἡ ἀλήθεια τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἡ Ὀρθοδοξία δηλ.
Ὅταν, στήν ἀρχή, μιλοῦσε ἀπό τήν Ἁγία Ἀναστασία, ἔλεγε, μεταξύ τῶν ἄλλων: »Αὐτοί, οἱ αἱρετικοί δηλ., οἱ Ἀρειανοί, ἄς ἔχουν τούς οἴκους, τίς ἐκκλησίες, – πού, ἄν δέν ὑπάρχη σωστή λατρεία δέν σώζουν οἱ ἐκκλησίες, αὐτές καθ᾽ ἑαυτές -, ἐμεῖς ὅμως οἱ Ὀρθόδοξοι ἄς κρατήσωμε τήν ἀλήθεια, ἄς κρατήσωμε τόν Ἔνοικο». Ποιός εἶναι ὁ »Ἔνοικος»; Ἐννοεῖται, ὁ Χριστός. Καί, ὅταν, μετά ἀπό χρόνια, σύν Θεῷ, κατάφερε καί ἔκανε ὅλες τίς ἐκκλησίες Ὀρθόδοξες, καί συνέβη κάποιος πειρασμός -ἄς μή τό ἀναφέρωμε τώρα καί ξεφύγωμε ἀπό τό θέμα -, πῆρε τήν εὐθύνη ἐπάνω του, πικραμένος, βέβαια, κατά ἄνθρωπον, καί ἔλεγε: »Γιά μένα, ἐξ αἰτίας μου, γίνεται αὐτή ἡ ἀναταραχή;» Καί θυμήθηκε ἐκεῖ τόν Προφήτη Ἰωνᾶ πού ἔπεσε στήν θάλασσα, καί εἶπε, ἐν κατακλεῖδι, μεταξύ τῶν ἄλλων, στούς Ὀρθοδόξους πλέον Χριστιανούς τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Τούς εἶπε: » Ἀκοῦστε, ὅταν ἦλθα, δέν ὑπῆρχε ἐκκλησία Ὀρθόδοξη. Τώρα, μέ τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ, δέν ὑπάρχει ἐκκλησία τῶν Ἀρειανῶν. Γι᾽ αὐτό, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, θέλω καί μένα νά μέ ἀμείψετε. Καί τό δῶρο πού θέλω νά μοῦ κάνετε – ἀκοῦστε, ἀκοῦστε – εἶναι νά με ἀφήσετε νά φύγω, νά ξαναπάω πάλι στήν ἡσυχία». Καταλαβαίνετε, τότε, τί ἔγινε…
Κάτι ἀνάλογο ἔκανε καί ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σῦρος, πού, ὡς ἐπίσκοπος Νινευί, ἔμεινε, νομίζω, μία ἡμέρα, ἤ δύο τό πολύ στήν ἐπισκοπή του, κατά κυριολεξίαν. Ὅταν εἶδε δύο Χριστιανούς νά τσακώνωνται, πού ὁ ἕνας χρωστοῦσε στόν ἄλλον, καί ὁ δανειστής ἐκεῖνος πού ἤθελε καί ἀπαιτοῦσε, μέ τρόπο ὄχι σωστό, νά πάρη τά χρήματα ἀπό κάποιον φτωχό πού δέν εἶχε νά τόν ξεχρεώση, εἶπε στόν ἅγιο Ἰσαάκ: »Ἔ, τώρα, τί λέει τό Εὐαγγέλιο….», γιατί, πιό πρίν, τοῦ εἶχε πῆ ὁ ἅγιος Ἰσαάκ: »Μά, ἀδελφέ μου, τό Εὐαγγέλιο λέει τό α´, τό β´, κλπ., καταλαβαίνετε… Καί, ὅταν ἄκουσε ὁ ἄγιος Ἰσαάκ, ὅτι ἐκεῖνοι δέν ὑπελόγιζαν τό Εὐαγγέλιο, λέγει: »Αὐτοί, τό Εὐαγγέλιο δέν σέβονται, θά σεβασθοῦν ἐμένα;» Καί, ἀμέσως, βέβαια, ὑποκινούμενος ἀπό τήν θεία Χάρι καί φωτιζόμενος ἀπό Αὐτήν, ξαναέφυγε εἰς τήν ἔρημο καί εἰς τήν προσφιλῆ του ἡσυχία.
Λοιπόν, ἄν ἕνας Ἅγιος Γρηγόριος εἶχε ἀνάγκη τῆς ἡσυχίας καί τήν θεωροῦσε ἀνωτέρα, κι ἄν ἕνας Ἅγιος Ἰσαάκ, πού, μόνο μέ τό σύγγραμμά του, πόσους καί πόσους δέν ἔχει ὠφελήσει, διαχρονικά, ἄν αὐτοί ὅλοι, οἱ ὁποῖοι, μέ τόν α´ ἤ β´ τρόπο, ἀνεδείχθησαν ὄργανα τῆς θείας Προνοίας καί ἔσωσαν τήν Ὀρθοδοξία εἶχαν ἀνάγκη τῆς ἡσυχίας, τότε τί νά ποῦμε ὅλοι ἐμεῖς, πού ἀνοήτως νομίζομε, καμμιά φορά, ὅτι ἀπό ἐμᾶς ἔχει ἀνάγκη ὁ κόσμος….
Κάτι ἀνάλογο, ἔκανε καί ὁ ἅγιος Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ, πού ἔμεινε ἔγκλειστος γιά κάποιο διάστημα.
Ἀλλά, τί λέγω; Ὄχι μόνον οἱ παλαιότεροι, ἀλλά καί ἀκόμα καί ὁ γνωστός σας, γι᾽ αὐτό καί τόν ἀναφέρω καί πιό συχνά, πατήρ Παΐσιος, ὅταν ἀσκήτευε, πιό νέος, ὡς μοναχός στό Σινᾶ, γιατί ἦταν καί Σιναΐτης, ἔξω φυσικά ἀπό τήν ἱερά Μονή τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης, εἰς τήν ἁγία Ἐπιστήμη τότε, ἔβαζε διάφορα ἐμπόδια στόν δρόμο πρός τό Κελλί του. Ἔβαζε νεκροκεφαλές, καί διάφορα κόκκαλα, νομίζω, κλπ., στόν δρόμο πρός τό Κελλί του γιά νά νομίζουν οἱ περαστικοί ὀρειβάτες, τουρίστες, κλπ., ὅτι ἐκεῖ, ἡ περιοχή, εἶχε κινδύνους, ὥστε νά μή πηγαίνουν ἀπό ἐκεῖ καί τόν ἐνοχλοῦν ἄνευ λόγου. Καλά-καλά, πολλές φορές, δέν πήγαινε οὔτε καί στήν ἐκκλησία, στό Καθολικό δηλ. τῆς Μονῆς, βέβαια, αὐτό δέν ἰσχύει καθόλου γιά μᾶς, ἄς μήν ἐπηρεασθοῦμε. Προτιμοῦσε δηλ., κάποιες φορές, τήν ἡσυχία ἀκόμη καί ἀπό αὐτήν τήν λειτουργική σύναξι. Ἀλλά, εἴπαμε, αὐτό ἴσχυε μόνο γιά τόν π. Παΐσιο καί γι᾽ αὐτούς πού εἶναι στά δικά του μέτρα.
Καί ἔλεγε, σχετικά μέ τό θέμα αὐτό, ὁ μακαριστός Γέροντας: » Ἄν ἔχης μία ὡραία πατάτα καί τήν φᾶς, μικρό τό ὄφελος. Ἔφαγες μιά πατάτα. Ἄν αὐτήν τήν πατάτα, ὄμως, τήν θάψης γιά λίγο καιρό στό χῶμα, ἐννοεῖται μέ ὅλες τίς σωστές ἀγροτικές προδιαγραφές, τότε σέ λίγο θά βγάλης πολλές πατάτες. Τί ἐννοοῦσε μέ τό χαριτωμένο αὐτό παράδειγμα του; Ὅτι, ἐάν κάποιος τραβηχθῆ, κατά Θεόν, στήν ἡσυχία, γιά ἄσκησι καί μόνωσι, μέ σωστό βέβαια φρόνημα – γιατί τίποτε στήν Ἐκκλησία δέν εἶναι αὐτοσκοπός -, αὐτό, ὄχι μόνο δέν θά εἶναι ζημιά, ἀλλά θά εἶναι μεγάλο ὄφελος, καί προσωπικό, καί κοινό, γιά ὅλο δηλ. τό πλήρωμα τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας.
Ὅμως, ὁ Σεβασμιώτατος, τελικά, ἀπ᾽ ὅ,τι φαίνεται, ὑπερεκτιμᾶ τίς ἀνύπαρκτες ἱκανότητές μας, καί, γνωρίζοντας, ἀναμφισβήτητα, καλύτερα ἀπό μᾶς, τόν εὐσεβῆ σας πόθο γιά θεῖο λόγο, ἔκρινε, πρός τό παρόν τοὐλάχιστον, ὅτι εἶναι συμφερώτερο γιά ὅλους μας ἡ ἐδῶ παραμονή μας τήν ἡμέρα αὐτή γι᾽ αὐτές τίς συνάξεις.
Ὁπότε, καί ἐμεῖς, κάνομε μέ τήν σειρά μας, ὑπακοή, ἀναμφισβήτητα, παρά ταῦτα, ἀγαλλομένῳ ποδί…. Ἄλλωστε, κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος, ὑπακοή εἶναι νά τολμᾶς πράγματα πού διατάσσεσαι, πού ξεπερνοῦν τήν δύναμί σου, γνωρίζοντας ὅτι ἄλλοι θά ἀπολογηθοῦν γι᾽ αὐτό στό φρικτό βῆμα τοῦ Χριστοῦ. Ἄλλωστε, γι᾽ αὐτό ἔχομε καί τήν εὐλογία τῶν Γεροντάδων καί τήν προτροπή, ὄχι μόνο τήν εὐλογία.
Εἴμαστε σήμερα ἐδῶ γιά νά καταθέσωμε εἰς τήν ἀγάπη σας, ὄχι βέβαια τήν ἰδική μας σχεδόν ἀνύπαρκτη ἐμπειρία, ἀλλά τήν ἐμπειρία τόσων καί τόσων ἁγίων ἀνδρῶν πού συναντήσαμε ὄντως στό διάβα τῆς ταλαιπώρου μας ζωῆς, κατά τό λόγιον ὅτι »δέν εἶμαι μοναχός, κατ᾽ ἀντιστοιχίαν Χριστιανός, ἀλλά εἶδα πραγματικούς μοναχούς – Χριστιανούς». Καί ἐλπίζομε, ὅτι αὐτή μας ἡ κατάθεσις θά μετριάση κάπως τό ὑστέρημα τῆς ἰδικῆς μας ἐν γένει πνευματικῆς ἀνωριμότητος καί ἀγνωσίας.
Τώρα, αὐτά, ἦσαν εἰσαγωγικά. Στό σημεῖο αὐτό, νά σᾶς ἐνημερώσω, ὅτι στά πρῶτα μαθήματα τῶν συνάξεών μας ἐδῶ, θά ἀσχοληθοῦμε μέ ἕνα καυτό, πρακτικό καί πολύ ὠφέλιμο θέμα, τῆς λεγομένης »μονολόγιστης εὐχῆς τοῦ Ἰησοῦ». Τό »Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν», ἤ, πιό ἁπλᾶ, τό »Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με».
Θά ἀναφερθοῦμε καί θά ἀποδείξωμε, ὅτι αὐτή ἡ προσευχή δέν εἶναι ἁπλῶς μία προτροπή τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας, ἀλλά εἶναι ἐντολή, καθ᾽ ὅ,τι ἐμπεριέχεται εἰς τήν γενικωτέρα ἐντολή περί προσευχῆς, τό γνωστό μας »ἀδιαλείπτως προσεύχεσθαι», καί ὅτι δέν ἀπευθύνεται, παρακαλῶ, αὐτή ἡ προσευχή, μόνο σέ μοναχούς, ἀλλά καί σέ ὅλους τούς λαϊκούς. Σέ ὅλους τούς Χριστιανούς.
Τό νά πιστεύουν κάποιοι τό ἀντίθετο, αὐτό εἶναι μέγα λάθος. Ὑπῆρχαν, μέσα στό πέρασμα τῆς ἱστορίας, καί στίς μέρες μας, ὑπάρχουν Χριστιανοί πού ἀσχολοῦνται πολύ μέ τήν προσευχή καί ἔχουν δεῖ πολλούς πνευματικούς καρπούς. Τό »ἀδιαλείπτως προσεύχεσθαι» εἶναι ἐντολή, δέν εἶναι πολυτέλεια, καί εἶναι γιά ὅλους τούς Χριστιανούς. Καί, ὁ ἀγῶνας, καί τῶν λαϊκῶν, καί τῶν μοναχῶν, ἄς μή νομίζετε ὅτι ἔχει πάρα πολλές διαφορές.
Βέβαια, ὁ μοναχός ἀπομονώνεται καί ὑπόσχεται τήν παρθενία, ἀναμφισβήτητα, τήν ἐξειδικευμένη – ἄς τό ποῦμε ἔτσι, καί μή τό παρερμηνεύσετε – ὑπακοή στόν Γέροντά του, πού ἀπό πρίν ἐλεύθερα ἐπιλέγει, καί τήν ἀκτημοσύνη. Ἀλλοίμονο, ἄν ὁ μοναχός ἔχη περιουσία, καί ἀλλοίμονο ἄν ὁ μοναχός καυχιέται μέσα του γιά κάποια περιουσία, ἤ ἔχη πόνο καί καϋμό νά κάνη πολλές ἐλεημοσύνες. Τό ἀνώτερο δηλ. εἶναι ἡ ἀκτημοσύνη γιά τούς μοναχούς.
Ἐπί πλέον, θά ἀναφερθοῦμε στό ποιά εἶναι αὐτά τά στάδια τῆς προσευχῆς, τό ὅτι δηλ. πρέπει νά τήν λέμε ψιθυριστά, στήν ἀρχή, μετά νοερά, καί μετά, μακάρι-μακάρι, καί καρδιακά. Θά ἀναφερθοῦμε ἐπίσης στά ἑξῆς: Ποιά εἶναι ἡ μέθοδος τῆς προσευχῆς, ποιά εἶναι τά πλεονεκτήματα, τά ἐπί πλέον πλεονεκτήματα πού ἔχει αὐτή ἡ προσευχή ἔναντι τῶν ἄλλων προσευχῶν πού ἔχει ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία. Βέβαια, ὅλες οἱ προσευχές εἶναι ἁγιοπνευματικῆς προελεύσεως, δέν τό συζητᾶμε. Καί ἡ ψαλμωδία χρειάζεται, καί ἡ προσευχή χρειάζεται, καί ἡ νοερά προσευχή χρειάζεται, θά τά ἐξηγήσωμε αὐτά. Ποιοί εἶναι οἱ πειρασμοί της, στήν ἀρχή, οἱ δυσκολίες της, οἱ ὑπέρ νοῦν χαρές της, καί, τέλος πάντων, ὅ,τι ἀφορᾶ αὐτήν τήν προσευχή.
Βέβαια, δέν ξεχνᾶμε ποτέ, ὅτι οἱ ὁμιλίες μας αὐτές ἀπευθύνονται σέ λαϊκούς καί θά εἴμαστε πιό διακριτικοί στό θέμα αὐτό, ὅσο μποροῦμε βέβαια, καί ἴσως, στό ἀπώτερο μέλλον, ἀφοῦ κάνωμε αὐτές τίς πρῶτες 6-9 συνάξεις γιά τήν προσευχή, ἀργότερα, ἄν χρειασθῆ, μποροῦμε νά ποῦμε καί κάποια ἐπί πλέον συμπληρωματικά στοιχεῖα γιά τήν προσευχή αὐτή τοῦ Ἰησοῦ.
Αὐτά, γιά σήμερα, εἴχαμε νά ποῦμε, ἐντελῶς εἰσαγωγικά, εἰς τήν ἀγάπη σας, καί εὐθύς τό ἑπόμενο Σάββατο, τήν ἴδια πάντα ὥρα, 6-7 μ.μ. δηλ., ἐδῶ στόν ἱερό ναό τῆς Παναγίας Δεσποίνης, θά μποῦμε καί θά κάνωμε τήν πρώτη μας ὁμιλία γιά τήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ.
Τώρα, στό σημεῖο αὐτό, δέν ξέρω, ἄν ἤθελε κανείς νά ρωτήση κάτι. Παρακαλῶ, ἐλεύθερα, νά μή ντρέπεσθε. Ἄλλωστε, ὅλοι σχεδόν μέ ξέρετε, ἄν καί βλέπω καί ἀρκετούς καινούργιους, ἀλλά, τέλος πάντων, σχεδόν οἱ πιό πολλοί μέ ξέρετε καί σᾶς ξέρω, καί γνωρίζεσθε καί μεταξύ σας, ὁπότε δέν ὑπάρχει θέμα ντροπῆς. Πολλές φορές, ἀπό τήν πιό ἁπλῆ ἀπορία ἤ ἐρώτησι μπορεῖ νά βγῆ καί κάτι πολύ πιό ὠφέλιμο ἀπ᾽ ὅ,τι θά ἔβγαινε ἀπό μιάν ἐμπεριστατωμένη, ἐκ πρώτης ὄψεως, ἐρώτησι.
Ἀρχιμανδρίτης Ἀρσένιος Κατερέλος
Ἡγούμενος Ἱ. Μονῆς Ἁγίου Νικολάου Δίβρης Φθιώτιδος
Ἑσπερινή ὁμιλία στόν Ἱ. Ναό Παναγίας Δεσποίνης Λαμίας κατά τό ἔτος 1999
http://anavaseis.blogspot.gr/2013/07/blog-post_7415.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου