ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΙΤΙΣΣΑ

ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΙΤΙΣΣΑ
ΧΑΙΡΕ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ ΚΑΙ ΘΕΟΒΑΔΙΣΤΟΝ(Κάνετε κλίκ στήν εἰκόνα γιά νά ὁδηγηθεῖτε στό ἱστολόγιο: ΚΥΡΙΟΣ ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ 3

Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2013

Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος ὁ Βαρνακοβίτης.Τό ξεκίνημα

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α΄
Τό ξεκίνημα
Μέσα τοῦ 11ου αἰῶνος… Τό Βυζάντιο βρισκόταν ἀκόμη στήν ἀκμή του. Μέ τήν αἴγλη τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανικοῦ πολιτισμοῦ του συγκέντρωνε βλέμματα θαυμασμοῦ ἀπ᾿ ὅλους τούς λαούς τῆς γῆς, ἀλλά καί φθόνου. “Τό Κράτος τοῦ Θεοῦ ἐπί τῆς γῆς”, ὅπως ὀνομάστηκε, εἶχε ἀκόμη τή Χάρι τοῦ Χριστοῦ μαζί του καί πορευόταν τήν ἱστορική πορεία του.
Τό Βυζάντιο εἶχε πολλά γιά νά καυχηθῆ: τόν κοινωνικό βίο του θεμελιωμένο ἐπάνω στίς φιλάνθρωπες ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, τίς Τέχνες καί τίς Ἐπιστῆμες του, πού ἦταν καρποί τῆς δικῆς του φωτισμένης διανόησης, τίς πολεμικές δόξες του, τήν παγκόσμια προβολή του. Ὅμως, γιά τίποτε ἀπό αὐτά δέν ἐκαυχῶντο οἱ Βυζαντινοί τόσο, ὅσο γιά τήν Ὀρθόδοξη Πίστη τους!
Τήν ἐποχή ἐκείνη, στό νοτιώτατο ἄκρο τοῦ Βυζαντινοῦ θέματος τῆς Νικοπόλεως, ἡ παραλιακή πόλη τῆς Ναυπάκτου, εἶχε κάτι ἀπό τήν ἀρχοντιά καί τήν ἀκμή τῆς Βσιλεύουσας. Εἶχε ζωή εὐσεβείας μέ Ἐκκλησιαστικές Κοινότητες ὀργανωμένες κάτω ἀπό τή Σκέπη τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς “Ναυπακτιωτίσσης”. Ὑπῆρχε χαριτόβρυτη εἰκόνα πού εἰκόνιζε τή Θεοτόκο σέ στάση δεήσεως, ἡ ὁποία ἀποτελοῦσε “τό ἱερόν παλλάδιον τῆς Αἰτωλικῆς αὐτῆς πόλεως. Εἶναι δέ βέβαιον ὅτι ὁ Μητροπολιτικός Ναός τῆς Ναυπάκτου, ἐτιμᾶτο τότε ἐπ᾿ ὀνόματι τῆς Θεοτόκου”.
Ἐκείνη τήν ἐποχή – μέσα ἐνδεκάτου αἰῶνος μέ ἀρχές δωδεκάτου – ἡ περιοχή τῆς Ναυπάκτου εἶχε περίπου ἑκατό ἱερεῖς!1
Δέν τῆς ἔλειπαν καί οἱ φυσικές ὀμορφιές, καί τ᾿ ἄφθονα νερά. Εἶχε ἐπίσης σπίτια μαρμαρόκτιστα μέ ἀνθισμένα κηπάρια κι ἐξῶστες ποὔβλεπαν στή θάλασσα. Τέλεια ὀργανωμένο κοινωνικό βίο μέ ὅλες τίς τάξεις καί ὅλα τά ἐπαγγέλματα, ἐμπορική καί οἰκονομική ἀνάπτυξη. Συνδεδεμένη μέ “ἐπίπονο ἀλλά ἀσφαλῆ δρόμο μέ τή Βασιλεύουσα”, ἀποτελοῦσε ἐμπορικό κόμβο διακινήσεως ἐμπορευμάτων.
Στό ὄμορφο λιμάνι της ἔσμιγαν βυζαντινά πλοῖα ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη καί ἐμπορικά καράβια ἀπό τή Δύση, πού γεφύρωναν τίς χῶρες ἐμπορικά, ὄχι ὅμως καί ἰδεολογικά. Γι ᾿ αὐτό καί λίγα χρόνια ἀργότερα (τό 1054), ἔγινε τό Σχίσμα, πού “προετοίμαζε ἐδῶ καί αἰῶνες ἡ Δύση, εἰσάγοντας καινοτομίας περί τήν Πίστιν”2.
Τότε στό Βυζάντιο βασίλευε ὁ Κωνσταντίνος ὁ Μονομάχος καί Πατριάρχης ἦταν ὁ Μιχαήλ Κηρουλάριος.
Κοντά στή Ναύπακτο, πρός τά ἀνατολικά, ὑπῆρχε κτισμένη μία ἥσυχη ἀγροτική κώμη, “οἱ Καρυές”. Ἦταν χωρισμένη σέ δύο συνοικισμούς, τίς ἄνω Καρυές καί τίς κάτω. Καί οἱ δύο συνόρρευαν μέ τόν ποταμό Δάφνο (Μόρνο)3. Ἐκεῖ ἡ ζωή κυλοῦσε πιό ἥσυχα ἀπ᾿ ὅ,τι στίς μεγάλες πόλεις. Ὁ ἀπόηχος ἀπό τά γεγονότα τῆς ἐποχῆς, ἴσα πού ἔφθανε στίς Καρυές.
Οἱ περισσότεροι κάτοικοι ἦσαν γεωργοί καί κτηνοτρόφοι καί ζοῦσαν τήν εὐλογημένη παραδοσιακή ζωή τῆς ἁπλότητος, τῆς ἀδελφωσύνης καί τῆς εὐσεβείας, μέ ἔντονη τήν ἀρετή τῆς φιλοξενίας. Ὅπως οἱ περισσότεροι Ἕλληνες, εὐαίσθητοι στά θέματα τῆς Πίστεως, παρέμειναν σταθερά Ὀρθόδοξοι, ἀκόμη καί ὅταν ἀργότερα οἱ Ἐνετοί ἦρθαν δίπλα τους κατακτώντας τή γειτονική πόλη τῆς Ναυπάκτου.
Στήν ἄσημη αὐτή κώμη, μέσα στήν τέταρτη περίπου δεκαετία τοῦ 11ου αἰῶνος, εὐδόκησε ὁ Θεός νά γεννηθῆ ἕνας ἀπό τούς ἐκλεκτούς Του. Ἕνας ἀπό τούς ἀνθρώπους ἐκείνους πού σφραγίζουν τήν ἐποχή τους καί γράφουν μέ τή ζωή τους τήν ἱστορία τοῦ τόπου τους.
Αὐτός ἦταν ὁ μετέπειτα μοναδικός γνωστός Ἀσκητής τῆς Δωρίδος καί ἱδρυτής τοῦ φημισμένου Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας τῆς Βαρνάκοβας, ὁ ἅγιος Ἀρσένιος ὁ Βαρνακοβίτης.
Δέν διεσώθησαν τά ὀνόματα τῶν γονέων του. Ὅμως ἀπό τήν ἐξέλιξη τῆς ζωῆς τοῦ Ὁσίου, βγαίνει τό συμπέρασμα ὅτι ἦσαν ἄνθρωποι θεοσεβεῖς καί εὐλογημένοι παρά Κυρίου, ὥστε ν᾿ ἀξιωθοῦν νά γίνουν οἱ γεννήτορες τέτοιου ἁγιασμένου ἀνθρώπου. Ἀπό τόν καρπό γνωρίζεται τό δέντρο.
Ἀκόμη θά πρέπει νά ἔδωσαν στόν ἅγιο τήν ἀπαραίτητη παιδία, ἡ ὁποία τοῦ ἦταν χρήσιμη γιά τήν ἀνάγνωση καί ἐντρύφηση τῶν ἱερῶν κειμένων ἀπό τά νεανικά του ἤδη χρόνια.
Σ᾿ αὐτό συνηγορεῖ καί τό ἑξῆς: ἄν παρατηρήση κανείς τίς δύο κτητορικές ἐπιγραφές τοῦ Καθολικοῦ τῆς Βαρνάκοβας, θά δῆ ὅτι ἡ παλαιά, τοῦ πρώτου Ναοῦ πού ἔκτισε ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος καί συμπληρώθηκε ἀργότερα, εἶναι γραμμένη σέ ἄπταιστη ἀρχαία Ἑλληνική γλῶσσα μέ βυζαντινή χρονολογική ἀρίθμηση.
Δεδόμηται τῇ τοῦ Θεοῦ
συνεργείᾳ ἐκ τοῦ μή ὄντος, θεῖος
καί πάνσεπτος ναός τῆς
Ὑπεραγίας Θεοτόκου…
Ἀντιθέτος, ἡ κτητορική ἐπιγραφή τῆς ἀνακαινίσεως τοῦ 1831 εἶναι ἐξ ὁλοκλήρου ἀνορθόγραφη.
Ἔμμεσα λοιπόν συμπεραίνεται ὅτι ἐκτός ἀπό τήν ἁγιότητα –ἡ ὁποία εἶναι καί ἡ πρώτη ἀξία – τό μορφωτικό ἐπίπεδο τόσο τοῦ ἱδρυτοῦ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς ἁγίου Ἀρσενίου, ὅσον καί τῆς πρώτης Μοναστικῆς ἀδελφότητος, ἦταν ἀρκετά ὑψηλό.
Τήν ἐποχή τῆς νεανικῆς ἡλικίας τοῦ Ἁγίου, ἡ Ναύπακτος διέθετε ἀρκετούς Διδασκάλους, ψηφοδιδασκάλους (ἐδίδασκαν ἀριθμητική), καλλιγράφους κλπ. Ἄλλοι ἦσαν ντόπιοι καί ἄλλοι ἦσαν φερμένοι ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη, γιατί τότε ἀρκετές οἰκογένειες Βυζαντινῶν κατέβαιναν καί ἐγκαθίσταντο στή νότια Ἑλλάδα.
Ἴσως ὁ Ἅγιος μας νά μαθήτευσε σέ κάποιον ἀπο αὐτούς, ἴσως ὅμως – καί αὐτό φαίνεται πιθανώτερο – νά μαθήτευσε στόν τόπο του, κοντά σέ κάποιον λόγιο ἱερωμένο πού τοῦ ἄνοιξε ὄχι μόνον τίς πύλες τῆς γνώσεως, ἀλλά καί τῆς βαθύτερης εὐσεβείας.
Σάν καλοπροαίρετος πού ἦταν, τοῦ ἔστειλε ὁ Θεός πνευματικό σύμβουλο καί ὁδηγό γιά νά τόν ὁδηγήση πρός τήν αὐτογνωσία καί τή Θεογνωσία. Κυρίως ὅμως τό ἴδιο τό Πανάγιο Πνεῦμα πού ἐργάζεται μυστικά μέ ἀδιόρατες θεῖες διεργασίες μέσα στήν ψυχή τοῦ κάθε ἀνθρώπου, τοῦ ἔδωσε θεία ἔφεση πρός τήν ὁδό τῆς καθάρσεως, τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς κατά Χάριν θεώσεως.
Μέσα σ᾿ αὐτά τά πλαίσια πρέπει ν᾿ ἀναζητήσουμε τήν πρός τήν ἁγιότητα ἐξέλιξη τοῦ ἁγίου ἀσκητοῦ Ἀρσενίου. Εἶναι ὁ δρόμος πού περνᾶ κάθε ἄνθρωπος πού πορεύεται πρός τήν ὁλοκλήρωση καί τήν ἁγιότητα. Δέν ἔχει σημασία οὔτε ἡ κοινωνική στάθμη ὅπου βρίσκεται, οὔτε ὁ τόπος στόν ὁποῖο ζεῖ, οὔτε τό εἶδος τῆς ἐργασίας πού κάνει. Ἡ ἁγιότης ἐπιτυγχάνεται καί ἀπό ἀνθρώπους ὑψηλῆς διανοήσεως, καί ἀπό ἀνθρώπους ἁπλοϊκῆς φωτεινῆς σκέψεως. Ἐάν ὑπάρχει φόβος Θεοῦ, ἡ σοφία εἶναι δεδομένη. Ἄν ὑπάρχει ταπεινό φρόνημα, ὑπάρχει θεῖος φωτισμός καί οἱ καρποί τῆς διανοίας, οἱ σκέψεις, εἶναι ὑγιεῖς καί ὠφέλιμες πρός “πνευματικήν βρῶσιν”, ὅταν συνυπάρχει τό χάρισμα τῆς διδασκαλίας, ὅπως καί ἐδόθη παρά τοῦ Κυρίου στόν Ἅγιο μας, ὅταν ἀργότερα ἦλθε ἡ πνευματική πατρότης.
Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος κατά τήν πρώτη νεότητά του καί πρίν ν᾿ ἀναχωρίση ἀπό τόν κόσμο, ἐργαζόταν βοηθώντας τήν οἰκογένειά του, εἴτε καλλιεργώντας τή γῆ, εἴτε βόσκοντας τό πατρικό ποίμνιο στά καταπράσινα μικρά ὑψίπεδα τῶν Καρυῶν. Ταυτόχρονα ὅμως, ἐπιδιδόταν σέ προσευχή καί ἱερούς στοχασμούς πού γεννοῦσε ἡ “τετρωμένη θείῳ ἔρωτι”νεανική ψυχή του.
Ναί, ὁ Ἁγνός αὐτός καί στοχαστικός νέος τῆς Δωρίδος τοῦ ἐνδεκάτου αἰῶνος, ἦταν κεκλημένος ἄνωθεν. Τό εἶχαν ἀντιληφθεῖ ὅλοι, ἀπό τόν σεβαστό ἱερέα τοῦ Ὑψίστου πού διακονοῦσε στήν περιοχή, μέχρι τόν πιό ἁπλό χωρικό πού ἀσκοῦσε τό ἐπάγγελμα τοῦ νεροκουβαλητῆ, μιά πού τότε τό νερό δέν ἔφθανε μέχρι μέσα στά σπίτια.
Ἡ ἀνταπόκριση τοῦ Ἀρσενίου σ᾿ αὐτή τήν κλήση ἦταν συναρπαστική, ἦταν τέτοια καί τόση, πού τόν ἔβγαλε μέσα ἀπό τά πλαίσια τῆς συνηθισμένης καθημερινότητας καί τόν ἀνέβασε στά ἀπρόσιτα γιά τούς πολλούς ἐπίπεδα τῆς ἀσκητικῆς ὁσιακῆς ζωῆς.
Βλέποντάς τον οἱ συντοπίτες του πότε κοντά στά παραποτάμια ρυάκια τοῦ Δάφνου νά ποτίζει τά πρόβατά του καί πότε νά τά βόσκει στίς πράσινες πλαγιές τῶν βουνῶν, δέ θά μποροῦσαν ποτέ νά φανταστοῦν πώς αὐτές τίς ἥσυχες εὐλογημένες ὧρες ὁ Ἀρσένιος “πότιζε” ταυτόχρονα τούς ἱερούς του πόθους στό ζωντανό νερό τῆς Χάριτος τοῦ Χριστοῦ καί “ἔβοσκε” τά ἁγιασμένα ὄνειρά του μέσα στά πνευματικά λειβάδια τῶν μυστικῶν προσευχῶν του.
Τό δάσος, ἡ λαγκαδιά καθώς καί τό φαράγγι τοῦ Δάφνου, περπατημένα πολλές φορές ἀπό τά ἁγιασμένα πόδια του, εἶχαν γίνει οἱ ἄφωνοι μάρτυρες τῶν ἐκτενῶν προσευχῶν του πρός τόν Ἐσταυρωμένο Σωτῆρα του.
Χτενίζοντας τήν περιοχή καί τά γύρω βουνά κατά τίς ἀνιχνευτικές του πορεῖες γιά τήν ἀνεύρεση ἥσυχων τόπων γιά προσευχή, μέ χαρά ἐδῶ καί καιρό εἶχε ἀνακαλύψει ἕναν τέτοιο.
Ἀνηφορίζοντας τήν πουρναρόφυτη πλαγιά τοῦ πρός ἀνατολάς τοῦ ποταμοῦ Δάφνου βουνοῦ4 , ἐπάνω στήν κορυφογραμμή, ἀνάμεσα στά βράχια, ἀνακάλυψε κάποια ἡμέρα μιά σπηλιά μέ ἀρκετό ὕψος καί βάθος. Τό στόμιό της τὄκλειναν ἄγριοι θάμνοι. Ὅταν τούς παραμέρισε μέ τό ραβδί του καί μπῆκε μέσα, ἔνοιωσε σάν βασιλιάς πού ἔμπαινε στήν αἴθουσα τοῦ θρόνου του… Σήκωσε τά μάτια του ψηλά καί τήν περιεργάστηκε μέ συγκίνηση, ἐνῶ αἰσθήματα εὐγνωμοσύνης πρός τόν Θεό, πλημμύρισαν τήν ψυχή του.
Ἕνας ἀχειροποίητος μικρός ναός προσευχῆς καί αὐτοσυγκεντρώσεως ξανοιγόταν μπροστά του σάν Θεϊκή ἀγκαλιά γεμάτη θαλπωρή, πού τόν προσκαλοῦσε νά τή χαρῆ!
Ἀνατολικά ἡ σπηλιά κατέληγε σέ μιά κόγχη σάν νά ἦταν ἱερό μικροῦ ναοῦ. Τά τοιχώματα μεγαλόπρεπα μέ ἀλλεπάλληλα κυματοειδῆ πετρώματα, στολίζονταν μέ ρείκια καί ἀγριολούλουδα τοῦ βουνοῦ. Ἀπό ἐκεῖ ἐπάνω ἡ θέα ἦταν μεγαλειώδης. Βουνά χαμιλά καί ἥμερα, ἀναρίθμητες ἐναλλαγές στό πράσινο, τόσο στά ἀνατολικά, ὅπου ἐκτεινόταν ἀπέραντο δάσος μέ ὀξυές καί ἀγριοκαστανιές, ὅσο καί στίς κοιλάδες καί στά καλλιεργήσιμα ὑψίπεδα τῶν ἀπέναντι βουνῶν. Στό βάθος, μέχρι ἐκεῖ πού ἔφθανε τό μάτι, φαινόταν ἡ ἀπέραντη γκριζογάλανη θάλασσα τοῦ Πατραϊκοῦ κόλπου.
Ὅμως, ὁ Ἀρσένιος δέν εἶχε μάτια γι᾿ αὐτές τίς ὀμορφιές. Δέν τίς περιφρονοῦσε βέβαια, γιατί ἤξερε πώς Δημιουργός τους ἦταν ὁ Χριστός, ὁ Κύριος του. Ἐθαύμαζε τή σοφή δημιουργία Του καί τόν ἐδόξαζε συνεχῶς. Ὅμως γνώριζε ὅτι ὑπάρχουν ἀσύγκριτα ἀνώτερες, ἀθάνατες, ἄϋλες ὀμορφιές, ἐλεύθερες ἀπό τή σχετικότητα, τή μεταβλητότητα καί τή φθορά. Γνώριζε, φωτισμένος καθώς ἦταν, πώς αὐτός ἐδῶ ὁ κόσμος καί οἱ ὀμορφιές του δέν εἶναι τίποτε ἄλλο, παρά ἕνα ἀντικαθρέφτισμα τῆς αἰωνιότητος. Ὅπως ἡ εἰκόνα μιᾶς παραλίμνιας πόλης πού καθρεφτίζεται στά ἥσυχα νερά τῆς λίμνης…
Τά μάτια τοῦ Ἀρσενίου ὅταν ἦσαν κλειστά, σέ ὧρες χαριτωμένης προσευχῆς, “ἔβλεπαν” πολλά περισσότερα ἀπ᾿ ὅσα ὅταν κοίταζε τόν ὑλικό κόσμο γύρω του. Ἔβλεπε τ᾿ ἀθέατα κάλλη τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ…
Ἀπό τότε, πολλές φορές ἐπισκεπτόταν κρυφά τή σπηλιά του καί ζοῦσε μέσα σ᾿ αὐτήν στιγμές ἀλησμόνητης κατανύξεως.
Ἄλλες φορές πάλι, ὅταν οἱ καθημερινές δουλιές κόπαζαν, θά μποροῦσε νά τόν δῆ κανείς κάτω ἀπό τή σκιά κάποιου πυκνόφυλλου δέντρου νά μελετᾶ μέ δίψα ψυχῆς ἀπό παλαιά χειρόγραφα τό ἅγιο Εὐαγγέλιο καί τούς βίους τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησσίας. Τότε ἔμπαινε μέσα στό θαυμαστό κόσμο τοῦ Θεοῦ καί τῶν Ἁγίων Του καί, σάν ὅλους τούς φιλόθεους, ἔνοιωθε νἄχει ψυχική συγγένεια μ᾿ αὐτούς! Ἔνοιωθε ὁ Ἀρσένιος ὅτι ἡ μεγάλη καί ἀληθινή οἰκογένειά του ἦταν αὐτή καί πώς ἔπρεπε νά τούς μοιάση γιά νά μπορέση κάποτε νά ζήση μαζί τους.
Αὐτός ὁ Θεόσδοτος θησαυρός τῆς Θεοσεβείας του, κλεισμένος βαθειά μέσα στήν ψυχή του, σφραγισμένος καί ἀσφαλισμένος μέ τήν ταπεινοφροσύνη του, ἦταν ἄγνωστος ὡς πρός τό πραγματικό μέγεθός του στούς πολλούς. Ὄχι ὅμως καί γιά τόν χειραγωγό του.
Κάποιος Γέροντας ἀναμφίβολα κρυβόταν πίσω ἀπό τή μεγάλη αὐτή Ὁσιακή προσωπικότητα τοῦ Ἀρσενίου τοῦ Βαρνακοβίτου. Κάποιος ἁγιασμένος πνευματικός πού ρύθμιζε τίς πνευματικές του “πτήσεις” καί τόν ἐνίσχυε στόν πολύπλευρο ἀγῶνα τῆς νεότητος. Αὐτός φρόντιζε μέ τή Θεόσδοτη διάκρισή του νά κρύβει τό θησαυρό τῆς ἀρετῆς τοῦ μαθητοῦ του ἀκόμη καί ἀπό τά μάτια τοῦ ἴδιου, γιά νά τόν προστατεύση ἀπό τήν ὑπερηφάνεια καί τήν κολακεία.
Ὅσο καί νά κρύβη ὄμως κανείς ἕνα φῶς, κάποια ἀκτίνα θά ξεφύγη! Ἔτσι οἱ εὐσεβεῖς κάτοικοι τῆς περιοχῆς εἶχαν νοιώσει πώς ὁ σεμνός αὐτός νέος μέ τό βαθύ καί εἰρηνικό βλέμμα, εἶχε κάτι τό διαφορετικό ἀπό τούς ὑπόλοιπους νέους. Ἡ παρουσία του γλύκαινε τά αἰσθητήρια τῆς ψυχῆς τους καί ἔτρεφαν γιά ἐκεῖνον μιά γνήσια ἀγάπη κι ἕναν πηγαῖο σεβασμό.
Περνώντας τά χρόνια καί ὡριμάζοντας ὁ Ἀρσένιος κατά τήν ἡλικία, ὡρίμαζε μαζί καί ὁ πόθος τῆς ὁλοκληρωτικῆς ἀφιερώσεώς του στό Θεό. Ἔφθασε πλέον στό σειμεῖο νά μή συγκρατεῖται μέ τίποτε ἡ ἱερή αὐτή παρόρμηση τῆς ἀφιερώσεως. Ὁπότε, δέν ἄργησε νά ἔλθη ἡ εὐλογημένη ὥρα, πού μέσα στό ξεχείλισμα τοῦ πόθου του, ἱκέτεψε τόν Γέροντά του νά εὐλογήση τό γρηγορώτερο τήν καθιέρωσή του. Κι ἐκεῖνος, πού ἀρκετά χρόνια τώρα τόν “ζύγιζε” χωρίς ποτέ νά βρῆ τήν ἀγάπη του γιά τόν Χριστό λειψή, μέ ἱερή χαρά εὐδόκησε νά τόν προσφέρη σάν πνευματικός γονιός στόν Χριστό, τό Σωτῆρα τοῦ κόσμου.
Μιά εὐλογημένη καί ἀλησμόνητη ἡμέρα τόν πῆρε ἀπό τό χέρι μέ πατρική στοργή, λές καί ἤτανε μικρό παιδί, καί κατηφόρισαν μαζί γιά τόν Δεσπότη τῆς Ναυπάκτου5. Ὁ Ἐπίσκοπος, μέ ἱεροπρεπῆ ἀρχοντιά καί στοργική ἀγάπη, ἐνέκρινε καί ἐπευλόγησε τήν ἁγιασμένη πεθυμιά του, σάν εἶδε μέ τῆς Ἀρχιερωσύνης τή Χάρι καί τήν πεῖρα του, τήν ἱερή φλόγα τῆς θείας ἀγάπης πού φώτιζε τά μάτια του. Τόν γέμισε εὐχές καί τέλος τόν ἀσπάστηκε μέ συγκίνηση, γιατί τὄβλεπε καί τὄνοιωθε πώς ὁ εὐλογημένος αὐτός νέος θά δόξαζε τό Θεό μέ τή ζωή του.
Μετά τήν Ἐπισκοπική εὐλογία, τά πράγματα πῆραν τό δρόμο τους. Ἄγνωστο ποῦ, ὅμως δέ θά τό πίστευε κανείς πώς ἔξω ἀπό τή Δωρίδα, ἔγινε ἡ κουρά του. Τοῦ ἔδωσαν τό ὄνομα Ἀρσένιος6.
Θεοΰφαντο τό ρασάκι του ἀπό κλωστή καί Χάρι, τύλιξε στοργικά καί ἀσφάλισε τά ἁγνά καί φρόνιμά του νειᾶτα…
Ἀπό τό βιβλίο: Ο ΟΣΙΟΣ ΑΡΣΕΝΙΟΣ Ο ΒΑΡΝΑΚΟΒΙΤΗΣ

ΙΔΡΥΤΗΣ ΤΗΣ Ι.ΜΟΝΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΒΑΡΝΑΚΟΒΑΣ
(1077Μ.Χ.)”
Ἔκδοσις: Ἱ. Μονῆς Παναγίας Βαρνάκοβας
Δωρίδα 2005
1Ἰωάννης Ἀπόκαυκος, Μητροπολίτης Ναυπάκτου, εἰς τό ἔργο του “ Ἀπό τήν καθημερινή ζωή στό Δεσποτάτο τῆς Ἠπείρου”.
2Ἑλληνική Πατρολογία I. P. Migne, τόμος 101 “Εἰσαγωγή τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκδόσεως”, σελ. 102 καί 109.
3Καί στή συνέχεια τῆς ἀφηγήσεως τῆς ζωῆς τοῦ Ὁσίου Ἀρσενίου, ὁ ποταμός Μόρνος θά ἀναφέρεται μέ τό ὄνομά του ἐκείνης τῆς ἐποχῆς, δηλαδή ὡς “Δάφνος”.
4Πρόκειται γιά τό βουνό πού τελικά ὀνομάστηκε “βουνό τοῦ Ἁγίου Ἀρσενίου”.
5Τότε ἡ περιοχή τῆς Δωρίδος ἀνῆκε στή Μητρόπολη Ναυπακτίας.
6Συμβατική ἡ ἀναφορά ἐξ ἀρχῆς στό ὄνομα Ἀρσένιος, γιατί δέν εἶναι γνωστό τό κοσμικό του ὄνομα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου