ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΙΤΙΣΣΑ

ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΙΤΙΣΣΑ
ΧΑΙΡΕ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ ΚΑΙ ΘΕΟΒΑΔΙΣΤΟΝ(Κάνετε κλίκ στήν εἰκόνα γιά νά ὁδηγηθεῖτε στό ἱστολόγιο: ΚΥΡΙΟΣ ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ 3

Παρασκευή 12 Φεβρουαρίου 2016

Ἡ ἀντιμετώπιση τῶν πειρασμῶν.Ἀββᾶς Δωρόθεος – Ἔργα Ἀσκητικά


Ἐπιστολή Η´
Στον ἀδελφό πού δοκιμάζεται ἀπό πειρασμό.
Μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ καί τήν εὐχή τοῦ Γέροντα, σήμερα θά δοῦμε ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἀββᾶ Δωρόθεου «Ἔργα Ἀσκητικά» τίς ἀπαντήσεις τοῦ Ἁγίου Γέροντα σέ κάποιους ἀδελφούς, οἱ ὁποῖοι δοκιμαζόταν ἀπό πειρασμό. Θά δοῦμε λοιπόν πῶς ὁ Ἅγιος τούς συμβουλεύει γιά τήν ἀντιμετώπιση τῶν λογισμῶν. Βεβαίως πάντοτε οἱ ἅγιοι ἀπευθύνονται σέ πρόσωπα, δέ μιλοῦν γενικά, δηλαδή οἱ ἀπαντήσεις τους ἔχουν μιά προσωπική ἀναφορά. Ὅμως μέσα ἀπό αὐτή τήν προσωπική ἀναφορά μποροῦμε νά βγάλουμε χρήσιμα στοιχεῖα καί γιά μᾶς.
Ὅπως κάθε φορά πού κάνουμε μιά ἐρώτηση στόν πνευματικό μας, ἔχουμε μιά προσωπική ἀπάντηση, ἔτσι κι ἐδῶ ὁ ἅγιος ἀπαντᾶ στίς ἐπιστολές τῶν Πατέρων, οἱ ὁποῖοι τοῦ ἔλεγαν τούς πειρασμούς τους. Θά ἀναλύσουμε τώρα τήν ἀπάντηση πού ἔδωσε ὁ ἅγιος σέ ἀδελφό, ὁ ὁποῖος δοκιμάζεται ‘στεναχωρούμενον ὑπό πειρασμόν’. Σέ ἐρώτηση λοιπόν τοῦ μοναχοῦ τί πρέπει νά κάνει ὥστε νά ἀντιμετωπίσει ἕναν πειρασμό, ὁ ἅγιος ἀπήντησε:
«Πρῶτα-πρῶτα, παιδί μου, δέ γνωρίζουμε τόν τρόπο πού οἰκονομεῖ ὁ Θεός τή ζωή μας».

Ὑπάρχουν πολλά πράγματα δηλαδή πού δέν γνωρίζουμε γιατί συμβαίνουν. Οὔτε χρειάζεται ἐνδεχομένως νά τά μάθουμε.Ἄλλα δέ μποροῦμε κιόλας νά τά ξέρουμε. Λέει ἡ Ἁγία Γραφή: «τίς ἔγνω νοῦν Κυρίου, καί τίς αὐτοῦ σύμβουλος ἐγένετο» (Ἡσ. 40,13). Ποιός μπορεῖ νά ξέρει ποιός εἶναι ὁ νοῦς τοῦ Θεοῦ καί ποιός μπορεῖ νά γίνει σύμβουλος τοῦ Θεοῦ; Οἱ βουλές Του εἶναι ἀνεξιχνίαστες καί ἡ σοφία Του εἶναι ἄπειρη. Ἑπομένως δέ γνωρίζουμε τόν τρόπο πού ‘οἰκονομεῖ’ ὁ Θεός τή ζωή μας. Ἀλλά, ἄς προσέξουμε τή λέξη ‘οἰκονομεῖ’. Ὁ Θεός δηλαδή ὅ,τι κάνει, τό κάνει οἰκονομώντας μας. Μέ ἄλλα λόγια, τακτοποιώντας τά τοῦ οἴκου θά λέγαμε, τοῦ σπιτιοῦ μας. Τό σπίτι μας εἶναι ἡ ὕπαρξή μας.
Ὅ,τι κάνει τελικά εἶναι μιά τακτοποίηση πού γίνεται σ’ ἐμᾶς. Δέν εἶναι κάτι κακό, ἀλλά εἶναι κάτι καλό. Μία οἰκονομία. Πῶς λέμε κι ἐμεῖς στήν καθομιλουμένη νά τά οἰκονομήσουμε τά πράγματα! Νά βροῦμε τήν καλύτερη δυνατή λύση. Ποτέ ὅμως δέ μποροῦμε νά βροῦμε τήν ἰδανική λύση, αὐτό πού εἶναι -θά λέγαμε- τό τέλειο, γιατί ἀκριβῶς μπαίνουν πάρα πολλοί παράγοντες καί πάρα πολλές ‘ἐλευθερίες’ ἀλληλοσυγκρουόμενες.
Γιά παράδειγμα, σ’ ἕνα σπίτι ὁ καθένας ἔχει τή δική του ἄποψη γιά ἕνα θέμα. Τί θά γίνει τώρα; Πρέπει νά βροῦμε μιά ‘οἰκονομία’. Νά τά οἰκονομήσουμε λίγο τά πράγματα. Ἄν εἴμασταν ὅλοι σωστοί καί ἅγιοι καί θεραπευμένοι δέ θά θέλαμε διαφορετικά πράγματα, δέ θά ὑπῆρχε αὐτή ἡ ἀντίθεση. Ἀλλά ἐπειδή ἀκριβῶς εἴμαστε ἀτελεῖς καί ἄρρωστοι, γι’ αὐτό ἔχουμε καί θελήματα, ὁπότε ἔχουμε καί συγκρούσεις. Εἶναι καλό; Ὅχι βέβαια! Μακάρι νά φθάσουμε σ’ αὐτή τήν ἰδανική κοινωνία!
Αὐτός εἶναι καί ὁ σκοπός τῆς Ἐκκλησίας νά φθάσουμε νά μήν ἔχουμε διαφορετικά θελήματα, ἀλλά νά ἔχουμε ὅλοι τό ἴδιο θέλημα. Καί ποιό θέλημα θά ἔχουμε, ἄν φθάσουμε σ’ αὐτήν τήν ἰδανική κατάσταση; Τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὁπότε μετά δέ θά ἔχουμε καμιά ἀντιπαλότητα μεταξύ μας. Μέσα, λόγου χάριν, στο σπίτι μας, γιατί ἔχουμε ἀντιπαλότητες; Γιατί εἴμαστε ἀτελεῖς, εἴμαστε ἄρρωστοι πνευματικά. Ὁ καθένας θέλει νά περάσει τό δικό του. Ὁ ἕνας λέει ‘ἐγώ θέλω αὐτό’, ὁ ἄλλος ‘θέλω τό ἀντίθετο’, ὁ ἄλλος ‘θέλω κάτι ἄλλο’ καί ὅλοι ἔχουν τήν ἰδέα ὅτι εἶναι τό πιό σωστό αὐτό πού θέλουν. Κανένας δέν ταπεινώνεται νά παραιτηθεῖ, μόνο ἄν ἕνας προχωρήσει λίγο στήν ταπείνωση καί πεῖ θά κάνω τό θέλημα τοῦ ἄλλου. Ἄν ὅμως εἴμασταν σωστοί καί τέλειοι τότε θά προσπαθούσαμε νά κάνουμε ὁ ἕνας τό θέλημα τοῦ ἄλλου, νά μάθουμε τί θέλει ὁ ἄλλος καί πρῶτοι νά τοῦ τό προτείνουμε ἐμεῖς.
Ἔτσι, θά λέγαμε, λειτουργεῖ μιά σωστή οἰκογένεια, ἕνα ἰδανικό ζευγάρι. Νά προσπαθεῖς ν’ ἀναπαύσεις τόν ἄλλον καί νά τόν παροτρύνεις σ’ αὐτό πού θά τόν ξεκουράσει. Ὄχι νά ζητήσεις νά γίνει τό δικό σου θέλημα, ἀλλά νά μάθεις, ἄν εἶναι δυνατόν τί θέλει ὁ ἄλλος καί πρίν σοῦ τό πεῖ ἐκεῖνος, νά τοῦ τό πεῖς ἐσύ. Γιά νά γίνει ὅμως αὐτό, θά πρέπει νά ὑπάρχει μεγάλη πνευματική καλλιέργεια. Νά ἔχει κόψει ὁ καθένας τό θέλημά του, τήν ἰδέα ὅτι εἶναι ὁ σοφός, ὅτι εἶναι ὁ ἔξυπνος, ὅτι εἶναι ὁ συνετός ἤ ὁ σώφρων. Νά ἔχει κόψει τό θέλημά του. Νά ἔχει κόψει καί τό φρόνημά του. Τό φρόνημα εἶναι κάτι άλλο. Τό τί φρονοῦμε γιά τόν ἑαυτό μας. Καί αὐτά τά δύο: ἡ ἐκκοπή τοῦ θελήματος καί τοῦ φρονήματος εἶναι αὐτό πού τό ὁρίζουμε, ὡς ὑπακοή.
- Τί εἶναι ὑπακοή; Ρώτησαν ἕναν Γέροντα στό Ἅγιο Ὄρος.
- Ἡ ἐκκοπή θελήματος καί φρονήματος, ἀπάντησε.
Νά κόψει ὁ ἄνθρωπος τό θέλημά του καί τήν ἰδέα ὅτι εἶναι κάτι. Αὐτό εἶναι τό φρόνημα. Βλέποντας ὁ Θεός τίς ἀντιθέσεις, πού ἔχουμε μεταξύ μας -κι ἄν βγοῦμε πρός τά ἔξω ἔχουμε ἀκόμη πιό πολλές ἀντιθέσεις, σκοτωνόμαστε μεταξύ μας- προσπαθεῖ νά μᾶς οἰκονομήσει. Καί προσπαθεῖ μέσα ἀπό αὐτές τίς ἀντιθέσεις, μέσα ἀπό αὐτές τίς ἁμαρτωλές καταστάσεις, μέσα ἀπό τά ἀνθρώπινα πάθη, νά βγεῖ κάτι καλό.
Ὄντως μέσα στήν πανσοφία Του -φαντάζεσθε τί δύσκολο πράγμα εἶναι αὐτό- προχωράει ὁ κόσμος, προχωράει ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, προχωράει, θά λέγαμε, τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, τό ὁποῖο εἶναι ἕνα.
- Ποιό εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ;
Νά σωθοῦμε. Ἡ σωτηρία μας. Αὐτό εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ὁποῖος θέλει «πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α΄Τιμ. 2,4). Νά ἔλθουμε σέ ἐπίγνωση ἀληθείας.
Αὐτός εἶναι ὁ λόγος πού μᾶς δίνει εἴτε ἀσθένειες, εἴτε διάφορες θλίψεις, εἴτε δύσκολο σύζυγο, εἴτε ἀνάποδο παιδί, εἴτε ἕνα ἀτύχημα, εἴτε μία ἀδυναμία στόν ἴδιο μας τόν ἑαυτό και μέσα ἀπ’ ὅλα αὐτά καλλιεργεῖ, κατεργάζεται τή σωτηρία μας. Αὐτή εἶναι ἡ μεγάλη σοφία! Βλέπετε, ἐμεῖς μέ τά παιδιά μας παλεύουμε καί λέμε ‘κοίταξε νά κάνεις αὐτό γιατί ἀλλοίμονό σου’. Ἡ μεγάλη σοφία εἶναι νά παίρνεις ὅλες τίς συμπεριφορές τοῦ παιδιοῦ καί τά ἀνάποδα, αὐτά πού δέ σοῦ ἀρέσουν καί νά τά χρησιμοποιήσεις ὅλα γιά νά τό καλλιεργήσεις τό παιδί, ὄχι νά τοῦ ἐπιβάλεις μιά σιδηρά πειθαρχία, ὥστε νά σέ τρέμει μή τύχει καί κάνει κάτι λάθος. Ἀλλά αὐτό θέλει πολλή ἀγάπη, πολύ φωτισμό ἀπό τόν Θεό, πολλή προσευχή καί τότε γίνεται σωστή ἀγωγή. Εἶναι τό πιό δύσκολο πράγμα ἡ ἀγωγή. Νά βοηθήσεις τό παιδί δηλαδή μέσα ἀπό τόσες ποικίλες καταστάσεις καί γεγονότα καί ἀδυναμίες, νά βρεῖ τόν Θεό, νά ἔλθει σέ ἐπίγνωση ἀληθείας. Ἡ προϋπόθεση βέβαια εἶναι νά ζοῦνε οἱ ἴδιοι οἱ γονεῖς ἐν Χριστῶ, ἄρα οὐσιαστικά ἡ ἀγωγή τῶν παιδιῶν ξεκινάει ἀπό τήν ἀγωγή τῶν γονιῶν. Ἔτσι, ὁ γονέας εἶναι ὁ οἰκονομῶν μέσα στήν οἰκογένεια, δηλαδή ἕνας μικρός Θεός.
Πρέπει νά ξέρουμε, ὅτι δέν γνωρίζουμε, πῶς οἰκονομεῖ ὁ Θεός τά πράγματα. Νά ἔχουμε ἐμπιστοσύνη στήν οἰκονομία τοῦ Θεοῦ, στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ καί νά Τοῦ παραδίνουμε τόν ἑαυτό μας νά τόν κυβερνήσει. Νά ἀφεθοῦμε στόν Θεό.
Αὐτή ἡ παράδοση δέν εἶναι μία παράδοση, ὅπως στόν στρατό, πού λένε ‘Παραδοθεῖτε! Ψηλά τα χέρια!’. Δέν εἶναι κάτι παθητικό, κάτι ἀναγκαστικό καί καταπιεστικό. Αὐτή ἡ παράδοση, πού γίνεται μέσα στήν Ἐκκλησία, στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἑκούσια, εἶναι αὐτοπροαίρετη, εἶναι καί ἀγαπητική, εἶναι καί χαρούμενη. Ὅλα αὐτά εἶναι χαρακτηριστικά τῆς παράδοσης καί τῆς ὑποταγῆς μας στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὁ συνειδητοποιημένος χριστιανός γνωρίζει τί εἶναι ὁ Θεός καί τί εἶναι ὁ ἴδιος καί ἐπιλέγει ἐλεύθερα νά ὑποταγεῖ στό θέλημά Του. Γνωρίζει ὅτι αὐτό τόν συμφέρει γιατί ὁ Θεός τόν ἀγαπᾶ ἄπειρα καί εἶναι Πάνσοφος καί Παντοδύναμος. Ἀλλοίμονο ἄν ζητήσει νά γίνει τό δικό του θέλημα καί ὄχι τοῦ Θεοῦ σάν νά γνωρίζει καλύτερα ὁ ἄνθρωπος. Ὅταν σκέφτεται ἔτσι κανείς, ἀναμφίβολα βλασφημεῖ.
Συνεχίζει ὁ ἅγιος: «ὀφείλουμε νά Τοῦ παραδίνουμε τόν ἑαυτό μας νά τόν κυβερνήσει – πράγμα πού ὀφείλουμε ἀκριβῶς νά κάνουμε καί σ᾽ αὐτήν τήν περίσταση. Γιατί θά δυσκολευτεῖς, ἄν θελήσεις νά κρίνεις μέ ἀνθρώπινα κριτήρια, ὅσα σοῦ συμβαίνουν, ἀντί ν᾽ ἀφήσεις στόν Θεό κάθε μέριμνά σου».
Βλέπετε; Θά δυσκολευτεῖς ἄν κρίνεις μέ ἀνθρώπινα κριτήρια ὅσα σοῦ συμβαίνουν ἀντί ν’ ἀφήσεις στόν Θεό κάθε μέριμνά σου. Λέει ὁ ἅγιος μήν κρίνεις αὐτά πού σοῦ συμβαίνουν μέ τή λογική. ‘Γιατί μοῦ συμβαίνουν; Καί τί ἔκανα τώρα; Σέ τί ἔφταιξα; Καί τί ἔφταιξε ὁ ἄλλος; Καί τί μπορῶ νά κάνω’; Ἄστα. Ἄφησε ὅλη τή φροντίδα σου, ὅλη τήν ἀγωνία σου στόν Θεό. Ἐκεῖνος πού τά ἐπέτρεψε, Ἐκεῖνος καί θά τά τακτοποιήσει, «ἐπίρριψον ἐπί Κύριον τήν μέριμνάν σου» (Ψαλμ. 54,23), λέει ἡ Ἁγία Γραφή. Ἄφησέ τα στόν Θεό. Ἐναπόθεσέ τα στόν Κύριο.
Ἔνας κατηχητής -τώρα εἶναι ἱερομόναχος- ἔλεγε στούς πιό μικρούς, οἱ ὁποῖοι πήγαιναν στήν κατασκήνωση νά βοηθήσουν τά μικρότερα παιδιά, ὡς ὁμαδάρχες: «ὅ,τι πρόβλημα ἔχετε νά τό ρίχνετε στόν Χριστό καί νά λέτε ‘Χριστέ μου ἐγώ δέν μπορῶ νά τό λύσω, λύσε το Ἐσύ’. Καί θά δεῖτε πού θά λύνεται». Καλά, τόσο ἁπλό εἶναι; Ναί, τόσο ἁπλό!
Γιατί ὁ Χριστός μᾶς τό λέει, νά τό κάνουμε: «ἐπίρριψον ἐπί Κύριον τήν μέριμνάν σου». Τό λέει ἡ Ἁγία Γραφή ἡ ὁποία εἶναι τό στόμα τοῦ Χριστοῦ. Νά ἐμπιστεύεσαι στόν Θεό αὐτό πού σέ βάζει σέ ἀγωνία. Γι’ αὐτό ἔλεγε καί ὁ Ἅγιος Πορφύριος «ὅ,τι σέ ἀγχώνει, ὅ,τι σέ στεναχωρεῖ, κάνε το προσευχή». Μήν κάθεσαι νά βράζεις μέ τό ζουμί σου, ὅπως λέει ὁ λαός, νά κάνεις λογισμούς καί νά ἀπελπίζεσαι. Ρίξε τα στόν Θεό!
Πές: «Ἐγώ Θεέ μου δέν ξέρω τί νά κάνω, φώτισέ με Ἐσύ. Τακτοποίησέ το Ἐσύ. Ἄν θέλεις νά γίνει ὅπως γίνεται τώρα, συνέχισέ το, ἄν δέ θέλεις, σταμάτησέ το». Ἔχει μεγάλη σημασία νά τό κάνουμε αὐτό, διότι μέ αὐτόν τόν τρόπο βάζεις μέσα στή διαδικασία τῆς φυσικῆς ροῆς τῶν γεγονότων, τή Χάρη τοῦ Θεοῦ.
Ἔλεγε ὁ Ἅγιος Παΐσιος: «Ἔχεις μιά ἀρρώστια. Ἡ ἀρρώστια ἔχει μιά φυσική πορεία. Ἄν ὅμως ἐσύ κάνεις προσευχή καί πεῖς: ‘Θεέ μου ἄν εἶναι θέλημά σου νά σταματήσει ἡ φυσική της πορεία’, θά σταματήσει. Ἄν ὅμως δέν εἶναι θέλημα Θεοῦ, θά συνεχιστεῖ ἡ πορεία τῆς ἀρρώστιας». Αὐτή εἶναι ἡ διαφορά. Γι’ αὐτό πρέπει νά κάνουμε προσευχή σέ κάθε περίσταση. Ἀλλιῶς δέν ἔχει ἔννοια. Γιατί νά προσευχηθῶ, ἀφοῦ ὅλα θά γίνουν, θέλουμε δέ θέλουμε; Δέν εἶναι ὅμως ἔτσι!
Ὑπάρχει μιά φυσική ροή τῶν πραγμάτων, ἀλλά ὅταν ἐσύ ἐπικαλεῖσαι τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ διά τῆς προσευχῆς, μπορεῖ ν’ ἀλλάξει, γιατί μπαίνει ὁ παράγοντας τοῦ Θεοῦ. Ἄν ὅμως εἶναι ἀποφασισμένο ἀπό τόν Θεό νά γίνει ἔτσι, θά γίνει. Ἀλλά θά εἶναι πάλι εὐλογημένο. Θά πάρεις δύναμη νά τό σηκώσεις, νά τό ἀντιμετωπίσεις. Παίρνοντας αὐτή τήν ἐνίσχυση ἀπό τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, δέ θά σοῦ φανεῖ ἀσήκωτο καί βαρύ ὁ,τιδήποτε σοῦ συμβεῖ.
Λοιπόν, μήν κρίνεις μέ ἀνθρώπινα κριτήρια γιατί θά δυσκολευτεῖς καί θά βασανιστεῖς. Πράγματι βασανιζόμαστε ἀπό τά γεγονότα, βασανιζόμαστε μέ τίς σκέψεις: ‘Γιατί ἔγινε αὐτό τώρα; Γιατί;… γιατί;…’. Δέ χρειάζεται γιατί, μήν τό ψάχνεις. Ἄστο. Ἐπίρριψον ἐπί τόν Κύριον τή μέριμνά σου.
«Πρέπει λοιπόν, ὅταν σέ περικυκλώνουν θλιβεροί καί πιεστικοί λογισμοί, νά κραυγάζεις στόν Θεό: «Κύριε, οἰκονόμησε αὐτήν τήν ὑπόθεση, ὅπως Σύ θέλεις καί ὅπως γνωρίζεις».
Πόσο ὡραία εἶναι ἡ λέξη ‘οἰκονομῶ’! Προέρχεται ἀπό τή λέξη ‘οἶκος’. Τακτοποιῶ τά τοῦ οἴκου, τακτοποιοῦμε τό σπίτι μας. «Κύριε τακτοποίησέ το, δικό σου εἶναι κι ἐγώ δικός Σου εἶμαι κι ὅλα δικά Σου εἶναι». Τά πάντα εἶναι τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός εἶναι ὁ Δημιουργός τῶν πάντων. «Τό σπίτι σου εἶναι Θεέ μου, Ἐσύ φτιάξε τα, ἐγώ τί μπορῶ νά κάνω»; Ὅταν σκεφτεῖς ἔτσι, ἐλευθερώνεσαι. Ὅσο θλιβεροί καί πιεστικοί νά εἶναι οἱ λογισμοί, φεύγουν.
Ρώτησαν κάποτε τόν Ἀββᾶ Μακάριο, (εἶναι ἀπό τό Γεροντικό): Πῶς πρέπει νά προσευχόμαστε; Καί τούς λέει ὁ Γέροντας: ‘Οὐκ ἔστι χρεία βατολογεῖν’, δέν ὑπάρχει ἀνάγκη βατολογεῖν. Βαττολογῶ σημαίνει λέω περιττά πράγματα καί ἀνούσια στήν προσευχή. Δέν χρειάζεται νά βαττολογεῖς, ‘ἀλλ᾽ ἐκτείνειν τάς χεῖρας, καί λέγειν˙ Κύριε, ὡς θέλεις καί ὡς οἶδας, ἐλέησον’˙ ἀλλά νά σηκώνεις τά χέρια σου -παλαιά σήκωναν τά χέρια τους ψηλά πρός τόν οὐρανό, ἔτσι προσηύχοντο- καί νά λές: Κύριε ὅπως θέλεις καί ὄπως γνωρίζεις, ἐλέησόν με. Τίποτα ἄλλο. Τόσο ἁπλά. Ἐσύ Κύριε γνωρίζεις ποιό εἶναι τό καλό μου, τό συμφέρον μου, Ἐσύ θέλεις τό καλό μου, λοιπόν κάνε το, σέ παρακαλῶ. Θά πεῖς, κι ἄν δέν τό ποῦμε δέ θά γίνει; Ὄχι! Δέ θά γίνει. Γιατί τί γίνεται; Ὅταν λές νά γίνει Θεέ μου αὐτό πού Ἐσύ θέλεις, τότε πραγματικά ἐπιτρέπεις στόν Θεό νά σέ βοηθήσει.
Ὁ Ἴδιος μᾶς εἶπε νά λέμε «γενηθήτω τό θέλημά Σου». Ἄν ἦταν περιττό, δέν θά μᾶς ἔλεγε να λέμε γενηθήτω τό θέλημά Σου. Ἄν δηλαδή ὁ Θεός ἀναγκαστικά κατεύθυνε τή ζωή μας. Ὄχι, θέλει νά Τοῦ ἐπιτρέψουμε νά κατευθύνει τή ζωή μας καί τότε τό κάνει. Ἄν δέν Τοῦ τά ἐπιτρέψουμε, ἄν δέν ἀνοιχτοῦμε μέ τήν προσευχή, δέν τό κάνει. Ἔτσι, ἡ ζωή μας προχωρᾶ, ὅπως προχωρᾶ ἡ φύση, κατά φυσικό τρόπο, βάσει τῶν φυσικῶν νόμων. Μέ τήν προσευχή ὅμως, γίνονται τά πράγματα ὑπέρ φύσιν. Μπαίνει ὁ ὑπέρ-φυσικός παράγοντας, μπαίνει ὁ Θεός, ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ καί μᾶς ἐλεεῖ.
«Ἐάν δέ ἐπίκειται πόλεμος»˙ Ἐάν πάλι πρόκειται νά ἔχεις ἕναν πειρασμό, δηλαδή ἕναν πόλεμο, νά λές: «Κύριε, βοήθει»˙ Βοήθησέ με, Σέ παρακαλῶ. «Καί Αὐτός οἶδε τά συμφέροντα, καί ποιεῖ μεθ᾽ ἡμῶν ἔλεος». Αὐτός γνωρίζει τί μᾶς συμφέρει καί μᾶς ἐλεεῖ. Βλέπουμε πόσο ἁπλοί εἶναι οἱ μεγάλοι ἅγιοι! Μᾶς διδάσκουν ὅτι δέν χρειάζονται πολύπλοκα πράγματα, νά βαττολογοῦμε. Ὁ Θεός γνωρίζει πολύ καλά τί μᾶς χρειάζεται, ποιό εἶναι τό τέλειο. Αὐτό δείχνει καί σεβασμό στόν Θεό. Ἐμεῖς πολλές φορές ἀναρωτιόμαστε τί νά ποῦμε, πῶς νά προσευχηθοῦμε. Κι ὅμως εἶναι τόσο εὔκολο! Νά μιλᾶμε ἁπλά στόν Θεό, μέ λίγα λόγια: Ὅπως θέλεις κι ὅπως γνωρίζεις, ἐλέησόν με. Αὐτό ἀρκεῖ. Τά λές ὅλα. Ἐκεῖνος γνωρίζει τό συμφέρον καί κάνει ἀναλόγως.
«Γιατί πολλά θέματα τά τακτοποιεῖ ἡ Πρόνοια τοῦ Θεοῦ διαφορετικά ἀπ᾽ ὅ,τι νομίζουμε ἤ ἐλπίζουμε. Καί οἱ ἐλπίδες πού τρέφαμε γιά μερικά πράγματα, ἀπό τήν πείρα ἀποδείχτηκαν λαθεμένες. Μέ λίγα λόγια, πρέπει νά δείχνεις μακροθυμία τήν ὥρα τοῦ πειρασμοῦ καί νά προσεύχεσαι καί νά μήν προσπαθεῖς ἤ νά νομίζεις ὅτι μέ ἀνθρώπινους λογισμούς, ὅπως εἶπα, θά ξεπεράσεις λογισμούς δαιμονικούς».
Ἡ Πρόνοια τοῦ Θεοῦ, πολλές φορές εἶναι ἀντίθετη μέ τή λογική μας. Μέ τή λογική μας σκεφτόμαστε ὅτι κάτι, πρέπει νά γίνει μ’ αὐτόν τόν τρόπο. Ἄν ὅμως κάνουμε προσευχή, πολύ συχνά, βρίσκουμε μία πολύ καλύτερη λύση, τήν ὁποία δείχνει ὁ Θεός. Ἡ Πρόνοια τοῦ Θεοῦ εἶναι πολύ πιό σοφή ἀπό ὅ,τι εἶναι ἡ δική μας λογική. Μάλιστα μᾶς ὁδηγεῖ σέ κάτι πού οὔτε κάν τό εἴχαμε σκεφθεῖ.
Γι’ αὐτό, συμφέρει πάντα νά προσευχόμαστε. Πάντα! Καί νά ἀνοιγόμαστε στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Διότι ἡ Πρόνοια τοῦ Θεοῦ τά τακτοποιεῖ τά πράγματα διαφορετικά ἀπ’ ὅτι ἐμεῖς νομίζουμε ἤ ἐλπίζουμε.
Ἐμεῖς διαλέγουμε πάντα τήν πιό συμφέρουσα γιά ἐμᾶς λογική λύση. Δέν εἶναι ὅμως ἔξυπνο αὐτό πού κάνουμε. Ἄν εἴμασταν πραγματικά ἔξυπνοι, θά ἀφήναμε τόν Θεό νά ἐπιλέξει τή λύση, ἡ ὁποία θά ὠφελήσει πολύ περισσότερο κι ἐμᾶς, ἀλλά θά ὠφελήσει ἀκόμη περισσότερο τήν Ἐκκλησία, γιατί ὅ,τι κάνει ὁ Θεός τό κάνει γιά τή σωτηρία ὅλης τῆς ἀνθρωπότητας.
Ἐμεῖς σπάνια σκεπτόμαστε τούς ἄλλους, συνήθως κοιτᾶμε μόνο τό δικό μας συμφέρον, ποιό βολεύει ἐμᾶς. Αὐτό βέβαια εἶναι ἐγωισμός. Ἐνῶ ἄν ἀφεθεῖς στόν Θεό καί πεῖς: ‘Θεέ μου νά γίνει τό θέλημά Σου’, αὐτό εἶναι μεγαλειῶδες πράγμα, ἀνοίγεσαι καί σ’ ὅλο τόν κόσμο. Μέ αὐτό πού κάνεις γίνεσαι εὐλογία καί γιά ὅλον τόν κόσμο καί μπορεῖ ὁ Θεός νά σέ χρησιμοποιήσει ὡς εὐλογία, γιά ὅλον τόν κόσμο.
Ἀπεναντίας, ὅταν κλεισθεῖς στή λογική σου, στόν εγωισμό σου, οὐσιαστικά χωρίζεσαι ἀπό τόν Θεό, χωρίζεσαι κι ἀπό ὅλον τόν κόσμο καί ἀντί νά γίνεις εὐλογία, μπορεῖ νά γίνεις κατάρα καί γιά τόν ἑαυτό σου καί γιά τούς ἄλλους. Γιατί ὁ ἐγωιστής εἶναι ἕνα μικρόβιο, ἕνα ἀρνητικό πράγμα γιά τόν κόσμο.
«Μέ λίγα λόγια, πρέπει νά δείχνεις μακροθυμία τήν ὥρα τοῦ πειρασμοῦ καί νά προσεύχεσαι καί νά μήν προσπαθεῖς ἤ νά νομίζεις ὅτι μέ ἀνθρώπινους λογισμούς, ὅπως εἶπα, θά ξεπεράσεις λογισμούς δαιμονικούς. Καί οἱ ἐλπίδες πού τρέφαμε γιά μερικά πράγματα, ἀπό τήν πείρα ἀποδείχτηκαν λαθεμένες».
Γι’ αὐτό ἄς μήν κάνουμε πολλά-πολλά σχέδια, οὔτε πολλές φαντασίες. Καλύτερα καθόλου σχέδια καί φαντασίες νά μήν κάνουμε, οὔτε νά ἐλπίζουμε. Λέμε: «μακάρι νά γίνει αυτό». Μή λές τίποτα. Ἄφησέ τα στόν Θεό καί ὁ Θεός τελικά θά τά κάνει πολύ πιό τέλεια. Ἐμεῖς πολλές φορές χανόμαστε μέσα στούς συλλογισμούς, στίς ἐλπίδες καί στά καλά ὄνειρα. Ὀνειρευόμαστε καί τό ἕνα καί τό ἄλλο. Τίποτα νά μήν κάνουμε ἀπ’ αὐτά, εἶναι μάταια.
Ἄν ἀφεθεῖτε στόν Θεό, κάνετε μιά ἁπλή προσευχή καί συνεχίσετε κανονικά τό διακόνημά σας κατά τή διάρκεια τῆς ἡμέρας, θά διαπιστώσετε πόσο ὡραῖα θά τακτοποιηθοῦν ὅλα καί πολύ πιό ὡραῖα μάλιστα ἀπό ὅσο τά φανταζόσασταν ἐσεῖς. Διότι ὅπως ἀποδεικνύεται ἀπό τήν πείρα πολύ συχνά οἱ ἐλπίδες μας εἶναι λανθασμένες. Κι αὐτά πού ἐλπίζαμε ἐνδεχομένως νά πάρουμε ἀπό κάποιους, δέν τά παίρνουμε. Παίρνουμε ἴσως καί τά ἀντίθετα.
Ὁ πραγματικά ἔξυπνος ἄνθρωπος εἶναι ὁ ταπεινός γιατί βγαίνει ἀπ’ ὅλα ὠφελημένος, ἀκόμη κι ἀπό αὐτά τά ἀρνητικά, πού ἐνδεχομένως ἀντιμετωπίζει στή ζωή του.
Πρέπει λοιπόν νάδείχνεις μακροθυμία τήν ὥρα τοῦ πειρασμοῦ, νά προσεύχεσαι καί νά μή προσπαθεῖς ἤ νά νομίζεις ὅτι μέ ἀνθρώπινους λογισμούς, θά ξεπεράσεις λογισμούς δαιμονικούς.
Προφανῶς κάποιος ἀδελφός στό μοναστήρι εἶχε τέτοιους πειρασμούς. Στό μοναστήρι οἱ πιό πολλοί πειρασμοί εἶναι μέ τούς λογισμούς, οἱ ὁποῖοι εἶναι σπορά τοῦ πονηροῦ.
Καθῶς φαίνεται ὁ ἀδελφός αὐτός ἔκανε μία ‘μάχη’ μέ τούς λογισμούς καί προσπαθοῦσε ν’ ἀντικρούσει τούς δαιμονικούς λογισμούς μέ δικούς του λογισμούς, ἀνθρώπινους. Μήν τό κάνεις αὐτό, τόν συμβουλεύει. Εἶναι αὐτό πού στήν πνευματική ὁρολογία τό λέμε ‘ἀντιρρητικό πόλεμο’, νά φέρνεις ἀντίρρηση. Δέν εἶναι ὁ ἐνδεδειγμένος τρόπος αὐτός, ὅταν μᾶς ἔρχονται λογισμοί, νά φέρνουμε ἐμεῖς ἀντίρρηση στόν λογισμό καί νά κάνουμε μία πάλη μέ τούς λογισμούς μέσα μας. Αὐτός ὁ τρόπος εἶναι γιά πολύ προχωρημένους πνευματικά ἀνθρώπους. Νά παλέψεις δηλαδή σῶμα μέ σῶμα.
Ὁ σωστός τρόπος γιά νά ἀντιμετωπίσει κανείς τούς λογισμούς εἶναι ἡ περιφρόνηση. Εἶναι νά γυρνᾶς τήν πλάτη στόν διάβολο καί νά προσεύχεσαι. Αὐτό λέει ὁ Ἅγιος, νά κάνεις ὑπομονή τήν ὥρα τοῦ πειρασμοῦ -νά μακροθυμεῖς- καί νά προσεύχεσαι. Νά μήν προσπαθεῖς μέ ἀνθρώπινους λογισμούς νά ἀντιμετωπίσεις τόν διάβολο. Δέ γίνεται.
Ὁ διάβολος ἔχει πολύ μεγάλη πείρα, εἶναι πονηρό πνεῦμα, πανοῦργο πνεῦμα καί θά σέ τουμπάρει, δέν ὑπάρχει περίπτωση. Τοῦ λές κάτι, σοῦ λέει κάτι ἄλλο, τοῦ λές κάτι ἄλλο, σοῦ λέει κάτι ἄλλο. Καί τό λιγότερο πού παθαίνεις, ἄν δέ σέ τουμπάρει, χάνεις τόν καιρό σου, χάνεις πολύτιμο χρόνο ἀπό τήν προσευχή, ἀπό τή μετάνοια ἤ ἀπό τήν κατάνυξη.
«Ὁ ἀββᾶς Ποιμένας ἐπειδή τά γνώριζε αὐτά, ἔλεγε ὅτι ἡ ἐντολή ‘νά μή μεριμνήσεις γιά τήν αὐριανή ἡμέρα’ (Ματθ. 6,34), ἀπευθυνόταν σ᾽ ὅσους βρίσκονται σέ πειρασμό». Γνωρίζετε πιστεύω ὅτι ὑπάρχει τέτοια ἐντολή, εἶναι ἐντολή τοῦ Κυρίου. Μή μπαίνετε σέ φροντίδες γιά τήν αὐριανή ἡμέρα. Σέ ἀγωνιώδεις φροντίδες, αὐτή εἶναι ἡ μέριμνα. Δέν ἐννοεῖ νά μήν ἔχεις μία τάξη, ἕνα πρόγραμμα στή ζωή σου, ἀλλά νά μήν ἔχεις ἀγωνία γιά τήν αὐριανή ἡμέρα.
Κοιτάξτε πόσο σοφοί εἶναι οἱ Ἅγιοι Πατέρες, πῶς τήν ἑρμηνεύουν αὐτή τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ. Γιατί ἔχει σημασία καί τό πῶς θά τήν ἑρμηνεύσει αὐτή τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ. Γιά νά ἑρμηνεύσουμε τήν Ἁγία Γραφή, ἡ ὁποία ἔχει γραφεῖ μέ τό ἅγιο Πνεῦμα, πρέπει νά ἔχουμε κι ἐμεῖς τό ἅγιο Πνεῦμα γιατί μόνο ἔτσι ἑρμηνεύεται. Πρέπει νά μπεῖς στό πνεῦμα τοῦ συγγραφέα. Ἀλλά τό πνεῦμα τοῦ συγγραφέα εἶναι ἀκριβῶς τό΄ ἅγιο Πνεῦμα. Ἄρα, μόνο αὐτοί πού ἔχουν τό Ἅγιο Πνεῦμα μέσα τους μποροῦν νά ἑρμηνεύσουν σωστά τήν Ἁγία Γραφή.
Γι’ αὐτό εἶναι λάθος αὐτό πού κάνουν οἱ Προτεστάντες, πού παίρνουν τήν Ἁγία Γραφή καί λένε κι ἐγώ ἔχω τό ἅγιο Πνεῦμα, μέ φώτισε ὁ Θεός κι αὐτό μοῦ λέει. Τό παίρνει κι ὁ ἄλλος Προτεστάντης καί λέει καί μένα αὐτό μέ φώτισε ὁ Θεός. Ἀργότερα θά πεῖ τά ἀντίθετα. Τώρα λέει, αὐτό μέ φώτισε ὁ Θεός κι αὐτό τό θεωροῦν νόμιμο. Τό Ἄγιο Πνεῦμα δηλαδή τή μιά φορά λέει ἄσπρο καί τήν ἄλλη μαῦρο. Αὐτό εἶναι βλασφημία ὅμως, γιατί τό ἅγιο Πνεῦμα δέν ἀλλάζει. Αὐτό ἀκριβῶς ἀποδεικνύει ὅτι δέν ἔχουν ἅγιο Πνεῦμα.
Ἄς ἐξετάσουμε πῶς τό ἑρμηνεύει αὐτός ὁ Μεγάλος Ἀββᾶς Ποιμένας τό νά μή μεριμνᾶς γιά τήν αὐριανή ἡμέρα. Ἀπευθύνεται, λέει, σ᾽ ὅσους βρίσκονται σέ πειρασμό. «Ἐρωτήθη ὁ Ἀββᾶς Ποιμένας, πού ἀναφέρεται αὐτός ὁ λόγος ‘μή φροντίσετε περί τήν αὔριον’ καί λέει ὁ Γέροντας ἀναφέρεται σέ ἄνθρωπο πού βρίσκεται σέ πειρασμό καί εἶναι σέ ὀλιγωρία».
Δηλαδή εἶναι σέ κατάσταση μικρῆς ταραχῆς καί μικρῆς ἀγωνίας. Ἔρχεται ὁ πειρασμός κι ἀναρωτιέσαι, τώρα τί θά γίνει; Ἀρχίζεις κι ἀνησυχεῖς, ὀλιγωρεῖς καί κατά κάποιο τρόπο ἀνυπομονεῖς πότε θά τελειώσει. ‘Πόσο θά κρατήσει αὐτό, δέν θά τελειώσει’; Τό παθαίνουμε ὅλοι μας, δέν τό παθαίνουμε; Ὅταν βρεθοῦμε σέ δύσκολη κατάσταση δέν λέμε μέχρι πότε θά πάει αὐτό, δέν θά τελειώσει ἐπιτέλους νά ἠρεμήσουμε; Νά ξεμπλέξουμε; Σ’ αὐτόν τόν ἄνθρωπο ἀναφέρεται αὐτή ἡ ἐντολή. Ἀκοῦστε τί λέει: «Εἶπε ὁ Θεός αὐτή τήν ἐντολή νά μή μεριμνήσετε γιά τήν αὔριον γιά νά μή μπεῖ σέ φροντίδες αὐτός ὁ ἄνθρωπος καί πεῖ ‘Πόσον χρόνον ἔχω ἐν τῷ πειρασμῷ τούτω»; Πόσο χρόνο ἔχω σ’ αὐτόν τόν πειρασμό, πόσο θά τόν ἔχω; Πόσο θά κρατήσει ἐπιτέλους; Πόσο θά πάει ἀκόμη; Νά μήν τό πεῖς αὐτό! Αὐτό σημαίνει τό νά μή μεριμνήσεις γιά τήν αὔριο. «Ἀλλά μᾶλλον λογίσηται, λέγων καθ᾽ ἑκάστην τό σήμερον». Φθάνει τό σήμερα. Γιά τό αὔριο δέν ξέρω. Ἔχει ὁ Θεός γιά αὔριο. Μπορεῖ αὔριο νά ἔχει τελειώσει ὁ πειρασμός. Νά μήν ὑπάρχει τίποτα. Μπορεῖ αὔριο νά μήν ὑπάρχω κι ἐγώ ἐδῶ, νά ὑπάρχω στήν ἄλλη ζωή.
Αὐτή την ἑρμηνεία δίνει ὁ ἀββᾶς Ποιμένας γιά αὐτή τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ. Μή μεριμνᾶτε εἰς τήν αὔριον. Μή σκεφθεῖς ‘ἔως πότε θά ἔχω αὐτό τό βάσανο, πόσο θά κρατήσει’. Ἴσως πρόκειται γιά ἕναν πειρασμό ἐσωτερικό ἤ ἕναν λογισμό ἤ ἕνα πάθος ἤ μία ἀδυναμία. Ὅλοι μας ἔχουμε τέτοιες ἀδυναμίες γιατί γεννιόμαστε μ’ αὐτές, γεννιόμαστε μ’ αὐτές τίς κληρονομιές, τίς πνευματικές ἀρρώστιες καί μπορεῖ ν’ ἀγωνιζόμαστε χρόνια μέ τίς ἀδυναμίες μας. Ὁ ἅγιος λέει μήν ἀσχολεῖσαι. Μή μεριμνᾶς γιά τήν αὐριανή ἡμέρα. Μή βιάζεσαι ν’ ἀπαλλαγεῖς. Μή μεριμνᾶς λοιπόν γιά τήν αὔριο. Δέν ξέρεις αὔριο μπορεῖ καί νά μήν ὑπάρχει.
Μέχρι σήμερα νά μεριμνᾶς. Μερίμνησε γιά τό σήμερα. Σήμερα νά μήν ὑποκύψεις. Σήμερα νά μήν πέσεις στήν ἁμαρτία. Σήμερα νά μήν ἀνυπομονήσεις. Νά ἀντέξεις, νά μή χάσεις τήν ψυχραιμία σου καί νά μή στεναχωρηθεῖς. Μόνο γιά σήμερα, μήν πεῖς γιά αὔριο καί μεθαύριο.
Νά ποῦμε καί κάτι πολύ πρακτικό. Νά βάλετε ἀπό μόνοι σας ἡμερομηνία λήξεως στό κάθε πρόβλημα, πού συμβαίνει. Ἔτσι τό ἀντιμετωπίζουμε πολύ πιό εὔκολα. Καί ἡ ἡμερομηνία λήξεως ξέρετε πότε εἶναι; Εἶναι τό βράδυ. Θά λέμε γιά σήμερα εἶναι αὐτό. Τέρμα. Αὐτό εἶπε ὁ Θεός. Μή μεριμνᾶτε γιά τό αὔριο. Ὅ,τι μᾶς συμβαίνει γιά σήμερα εἶναι, τό αὔριο δέν τό ξέρουμε. Μέ αὐτή τή σκέψη παίρνει πολλή ἀνακούφιση ὁ ἄνθρωπος. Νά πεῖ ὅτι αὐτή ἡ δυσκολία θά εἶναι μέχρι τό βράδυ. Τελείωσε. Μπορεῖ νά συνεχιστεῖ αὔριο, μπορεῖ ὅμως καί νά μή συνεχιστεῖ. Ὅ Θεός εἶπε νά μήν τό σκέπτεστε τό αὔριο. Ἄστο τό αὔριο. Νά πεῖς μέχρι τό βράδυ θά εἶναι αὐτό. Ἄς κάνω ὑπομονή. Μέχρι τό βράδυ μπορῶ νά κάνω ὑπομονή. Ὅσο δύσκολο κι ἄν εἶναι ὅ,τιδήποτε, μέχρι τό βράδυ θά εἶναι.
Θά πεῖτε εἶναι κόλπο ψυχοτεχνικό! Πάρτε το κι ἔτσι. Εἶναι ὅμως ἐντολή τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός λέει νά τό κάνεις. Μή σκέπτεσαι τήν αὐριανή ἡμέρα. Μήν κουβαλᾶς τά προβλήματα τοῦ σήμερα γιά τό αὔριο. Σοῦ φθάνει ὁ καύσωνας αὐτῆς τῆς ἡμέρας. Μπορεί αὔριο νά μήν ὑπάρχει τίποτα ἀπό αὐτά. Γιατί τί εἶναι γιά τόν Θεό νά μᾶς τά πάρει ὅλα τά προβλήματα!
Ἡ χαρά τοῦ διαβόλου εἶναι νά βασανίζει τόν ἄνθρωπο. Γι’ αὐτό ἀκριβῶς μᾶς σπέρνει τήν ἀγωνία γιά τό αὔριο, μᾶς κάνει νά ὀλιγοψυχοῦμε, νά βάζουμε τή λογική καί νά λέμε καί αὔριο θά τό ἔχω αὐτό τό πρόβλημα καί μεθαύριο, προβλέπω ὅτι θά τό ἔχω γιά χρόνια. Ἐπειτα πηγαίνουμε στίς καφετζοῦδες καί στίς μάγισσες, πού τά λένε ἀκόμη πιό τραγικά τά πράγματα. Ὁ διάβολος αὐτό θέλει, αὐτό εἶναι τό σχέδιό του. Ἐξάλλου καί ὅλοι οἱ μελλοντολόγοι γιά σεισμούς, καταστροφές καί καταποντισμούς μιλοῦν. Ἐνῶ ὁ Θεός λέει ἀκριβῶς τό ἀντίθετο. Μήν ἀσχολεῖσαι μέ τό αὔριο, μόνο μέχρι τό βράδυ. Μέχρι σήμερα. Συνεπῶς ἡ ἐντολή ἀφορᾶ κάθε ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος ἔχει καθημερινούς πειρασμούς καί πρέπει νά τούς ὑπομένει ἔωςτό βράδυ. Ἡ ἑπόμενη μέρα ἀνήκει στόν Θεό, δέν γνωρίζουμε ἐμεῖς τί πρόκειται νά συμβεῖ.
«Ἄν λοιπόν, παιδί μου, πιστεύεις ὅτι αὐτά εἶναι ἀληθινά», τοῦ κάνει καί μιά παρατήρηση, θά λέγαμε, ἤ εἶσαι Χριστιανός ἤ δέν εἶσαι. Πιστεύεις ἤ δέν πιστεύεις. Τί θά πεῖ πιστεύω; Ἐμπιστεύομαι τόν λόγο τοῦ Θεοῦ. «Ἄν λοιπόν, παιδί μου, πιστεύεις ὅτι αὐτά εἶναι ἀληθινά, ἐγκατάλειψε κάθε δικό σου λογισμό».
Τό νά ἔχουμε λογισμούς, δηλαδή, δικούς μας, τελικά εἶναι πτώση, εἶναι μιά ἁμαρτία, εἶναι μιά ἀστοχία. Ἡ ἁμαρτία τί εἶναι; Εἶναι μιά ἀστοχία.
Τό νά ἔχεις δικούς σου λογισμούς -κι ἄν ἀκόμα εἶναι συνετοί- πρέπει νά τούς ἐγκαταλείψεις. Γιατί εἶναι πτώση νά ἔχεις δικούς σου λογισμούς. Θά πεῖ κανείς:
- Τί λογισμούς πρέπει νά ἔχω;
- Πρέπει νά ἔχεις μόνο θεϊκούς λογισμούς. Αὐτούς πού εἶπε ὁ Θεός νά ἔχουμε.
- Ποιοί εἶναι αὐτοί οἱ λογισμοί;
Νά ζητᾶμε τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί τή Δικαιοσύνη Του (Ματθ. 6,33). Ὅ,τι ἔχει σχέση μέ τόν Θεό, μέ τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, εἶναι τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἡ Θεία Χάρις καί ἡ Δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ.
- Ποιά εἶναι ἡ Δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ;
Εἶναι οἱ ἀρετές. Ταπείνωση, ἀγάπη, πίστη, έλπίδα, ὅλα αὐτά πού ποθοῦμε. Αὐτά πρέπει νά σκεπτόμαστε. Τίποτα ἄλλο.
«Ἄν λοιπόν, πιστεύεις ὅτι αὐτά τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀληθινά, ἐγκατάλειψε κάθε δικό σου λογισμό, – καί ἄν ἀκόμα εἶναι συνετός- καί κράτησε τήν ἐλπίδα σου στό Θεό».
Ὅπως τό μικρό παιδάκι δέν κάνει λογισμούς δικούς του γιά νά λύσει τά προβλήματά του, εἶναι στήν ἀγκαλιά τοῦ πατέρα του καί ξέρει ὅτι ἐκεῖνος θά φροντίσει γιά ὅλα. Ἔτσι πρέπει νά κάνουμε κι ἐμεῖς. Γι’ αὐτό εἶπε ὁ Χριστός μας, πρέπει νά γίνουμε σάν τά μικρά παιδιά. Γι’ αὐτό εἶπε νά ἀφεθοῦμε στό δικό Του θέλημα. Κι ἄν θέλετε στόν δικό Του λογισμό, στό λογισμό τοῦ Θεοῦ. Ἄσε τόν δικό σου λογισμό.
«Σ᾽ Αὐτόν πού δίνει περισσότερα ἀπό ὅσα Τοῦ ζητᾶμε ἤ μποροῦμε νά φανταστοῦμε» (Ἐφ. 3,20).
Ὁ Θεός δίνει πολύ περισσότερα ἀπ’ ὅσα τοῦ ζητᾶμε ἤ μποροῦμε νά φανταστοῦμε γιά νά Τοῦ ζητήσουμε. Εἶναι πραγματικά ἔξυπνη κίνηση τό νά ἀφεθεῖς στόν Θεό καί στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Μπορεῖ κάποτε νά φαίνεται ὅτι ἀργοπορεῖ ὁ Θεός, ἀλλά στήν πραγματικότητα δέν ἀργοπορεῖ, ἁπλῶς ἐμεῖς δέν εἴμαστε ἔτοιμοι νά δεχθοῦμε αὐτό τό μεγάλο πού ἔχει ἐτοιμάσει καί περιμένει ὁ Θεός νά ἐτοιμαστοῦμε.
«Θα μποροῦσα νά σοῦ ἀπαντήσω σ᾽ ὅλα ὅσα εἶπες, ἀλλά δέν θέλω νά ἔλθω σέ ἀντίθεση οὔτε μέ σένα οὔτε μέ τόν ἴδιο τόν ἑαυτό μου, παρά μόνο νά στερεωθεῖς στην ὁδό πού ὁδηγεῖ στήν ἐλπίδα τοῦ Θεοῦ».
Προφανῶς τοῦ εἶχε γράψει λεπτομέρειες, ἴσως τοῦ εἶχε πεῖ καί τούς λογισμούς του μέ ἀκρίβεια, μέ λεπτομέρεια. Τοῦ λέει δέν θά ἀσχοληθῶ μέ πολλά. Δέν θά σοῦ τά ἀναλύσω, ἀλλά θέλω νά προχωρήσεις στήν ὁδό, πού ὁδηγεῖ στήν ἐλπίδα τοῦ Θεοῦ καί νά στερεωθεῖς σ’ αὐτή. Νά ἐλπίζεις στόν Θεό.
Εἶναι μεγάλη ἀρετή ἡ ἐλπίδα. Πολλές φορές μᾶς πιάνει ἀπελπισία. Σκεφτόμαστε πώς σκοτείνιασαν τά πάντα, ἔκλεισε ὁ ὁρίζοντας, δέν ὑπάρχει πουθενά διέξοδος. Κι ὅμως δέν εἶναι ἔτσι!
- Ποιός τά κυβερνάει ὅλα;
Ὁ Θεός τά κυβερνάει. Δέν μπορεῖς νά πεῖς ποτέ ὅτι ὑπάρχει ἀδιέξοδο. Ποτέ δέν ὑπάρχει ἀδιέξοδο.
- Τότε γιατί πηγαίνουν καί αὐτοκτονοῦν καί δέν βλέπουν πουθενά φῶς;
Γιατί εἶναι ἐγωιστές. Γιατί ἔχουν χάσει τήν ἐλπίδα τους στόν Θεό καί μετά κλεισμένοι στό καβούκι τοῦ ἐγωισμοῦ τους, τοῦ μεγάλου ἐγωισμοῦ τους, αὐτοκτονοῦν.
«Νά στερεωθεῖς στήν ὁδό πού ὁδηγεῖ στήν ἐλπίδα πρός τόν Θεό. Γιατί αὐτή ἡ ὁδός εἶναι ἡ πιό ἀσφαλής καί ἡ πιό ἀμέριμνη».
- Ποιός θέλει νά ἔχει μέριμνες; Ποιός θέλει νά ἔχει σκοτοῦρες; Νά ἔχει φροντίδες, ἀγωνίες καί ἄγχη;
Κανένας. Ὁ δρόμος γιά να τά ἀποφύγεις ὅλα αὐτά εἶναι ἡ ἐλπίδα στόν Θεό. Εἶναι ἡ ἐμπιστοσύνη. Γι’ αὐτό τό ἄγχος καί ὅλες αὐτές οἱ ἀνασφάλειες πού βιώνουν οἱ σύγχρονοι ἄνθρωποι εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ὀλιγοπιστίας καί τῆς ἀπιστίας, τῆς ἀπελπισίας καί τῆς ἔλλειψης τῆς ἐλπίδας μας πρός τόν Θεό.
Ὁ κόσμος εἰρωνεύεται ὅταν πεῖς «ἔχει ὁ Θεός». Λένε: Ποιός Θεός; Εἶναι ἀκριβῶς αὐτό τό σύμπτωμα, ὅτι ὁ ἄλλος ἔχει χάσει τήν ἐλπίδα του στόν Θεό. Δέν πιστεύει στόν Θεό, δέν τόν ἐμπιστεύεται δηλαδή καί μετά ἔρχονται οι συνέπειες. Μετά ἔρχεται τό σκοτείνιασμα. Ἡ αἰτία εἶναι ὁ ἐγωισμός κι ὅτι ἔχει στηριχθεῖ στόν ἑαυτό του καί σιγά-σιγά ἤ μᾶλλον πολύ γρήγορα καταλαβαίνει ὅτι δέν μπορεῖ νά κάνει τίποτα καί γκρεμίζεται στό χάος καί μετά ἀπό αὐτόστό σκοτάδι τῆς ἀπελπισίας.
Αὐτή ἡ ὁδός εἶναι λοιπόν ἡ πιό ἀσφαλής καί ἡ πιό ἀμέριμνη. Θέλεις νά εἶσαι σάν τό πουλάκι; Νά πετᾶς; Πάρε αὐτόν τόν δρόμο, τῆς ἐλπίδας στόν Θεό «ἔλπισον ἐπί τόν Θεόν» (Ψαλμ. 41,6), ὅπως τό λέει ὁ Ψαλμωδός. Σέ κανέναν ἄλλον. Οὔτε σέ ἄνθρωπο, οὔτε στόν ἑαυτό σου. Γι’ αὐτό, πάλι λέει ἡ Γραφή μέ τό στόμα τοῦ Προφήτου Ἱερεμία: «Ἐπικατάρατος ὁ ἄνθρωπος, ὃς τήν ἐλπίδα ἔχει ἐπ᾿ ἄνθρωπον καί στηρίζει σάρκα βραχίονος αὐτοῦ ἐπ᾿ αὐτόν καί εὐλογημένος ὁ ἄνθρωπος, ὃς πέποιθεν ἐπί τῷ Κυρίῳ» (Ἱερ. 17,5-7).
Ἐπιστολή Θ’
Στόν ἴδιο στέλνει καί δεύτερη συμπληρωματική ἐπιστολή.
«Νά θυμᾶσαι, παιδί μου, αὐτόν πού εἶπε ὅτι «διά μέσου πολλῶν θλίψεων θά μποῦμε στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν» (Πραξ. 14, 22), χωρίς νά καθορίζει τό εἶδος τῶν θλίψεων, ἀλλά εἶπε ἀόριστα: «διά μέσου πολλῶν θλίψεων». Καί ἔτσι, ἄν ἔχεις ἁμαρτίες, νά ὑπομένεις ὅ,τι σοῦ συμβαίνει μέ εὐχαριστιακή διάθεση καί ἐπίγνωση, σάν νά ἦταν κάτι πολύ εὐχάριστο».
Ἄν ἔχεις κάνει λάθη, ἁμαρτίες -καί ποιός δέν ἔχει κάνει; ὅλοι ἔχουμε κάνει- τώρα πρέπει νά κάνεις ὑπομονή στίς συνέπειες τῶν ἁμαρτιῶν. Κάθε ἁμαρτία εἶναι μία κίνηση ἐνάντια πρός τίς προδιαγραφές σου, τίς προδιαγραφές τοῦ κατασκευαστή σου. Ὅπως στά μηχανήματα ἤ στίς ἠλεκτρικές συσκευές, ἄν δέν τηρήσεις τίς προδιαγραφές, τίς ὁδηγίες τοῦ κατασκευαστή, θά προκαλέσεις βλάβες στό μηχάνημα ἤ στή συσκευή, ὁπότε μετά θά ὑποστεῖς καί τίς ἀνάλογες συνέπειες μεγάλες ἤ μικρές, ἀνάλογα μέ τή ζημιά.
Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τίς ἁμαρτίες. Ὅσο πιό βαριές εἶναι τόσο πιό μεγάλεςθλίψεις καί στεναχώριες ἔχεις. Ἔνῶ, ὅσο πιό ἐλαφριές εἶναι τόσο λιγότερες θλίψεις ἔχεις. Ἄλλο εἶναι νά γρατζουνίσεις ἕνα αὐτοκίνητο καί ἄλλο νά τό ρίξεις σέ κρημνό καί νά τό καταστρέψεις.
Ἄν λοιπόν ἔχεις ἁμαρτίες, τοῦ λέει, τώρα πρέπει νά κάνεις ὑπομονή μέ εὐχαριστιακή διάθεση πρός τόν Θεό. Εὐχαριστώντας τόν Θεό καί ὄχι μέ γογγυσμό, θά λές «ἄξια ὧν ἐπράξαμεν ἀπολαμβάνομεν» (Λουκ. 23,41), ὅπως εἶπε ὁ ληστής, ἀπολαμβάνουμε ἀξίως καί ἀναλόγως γιά αὐτά πού κάναμε.
Νά τά ὑπομένεις καί μέ ἐπίγνωση, δηλαδή νά δεχτεῖς ὅτι ἔτσι ἔπρεπε νά γίνει, γιατί ἄν δέν τά περάσουμε τώρα, πότε θά τά περάσουμε; Στήν κόλαση; Καλύτερα νά ὑποστοῦμε τίς συνέπειες ἐδῶ, στή ζωή αὐτή, ὥστε νά καθαρισθοῦμε καί νά ἐπιδιορθωθοῦμε. Γιατί σέ τελική ἀνάλυση οἱ θλίψεις ἐπιδιορθώνουν τά λάθη μας. Πότε ὅμως; Ὅταν δέχεσαι ἀγόγγυστα ὅ,τι συμβαίνει καί ὑπομείνεις μέ ἐπίγνωση ὅτι θά ἔπρεπε νά περάσεις περισσότερα καί εὐχαριστία σάν νά πρόκειται γιά κάτι πολύ καλό. Ὄντως εἶναι πολύ καλό γιατί εἶναι σάν τό αὐτοκίνητο πού μπῆκε στό συνεργεῖο. Ἐκεί θά τό κόψουν, θά τοῦ ἰσιώσουν ξανά τίς λαμαρίνες, θά τό ταλαιπωρήσουν, ἀλλά τελικά θά βγεῖ διορθωμένο.
«Ἄν ὅμως δέν ἔχεις ἁμαρτίες», θά πεῖς ὑπάρχει ἄνθρωπος πού νά μήν ἔχει; Ἐννοεῖ τίς βαριές ἁμαρτίες, γιά τίς ὁποῖες σέ πληροφορεῖ ἡ συνείδησή σου ὅτι αὐτό πού ἔκανες εἶναι βαρύ καί ἔχει ὀδυνηρές συνέπειες. Ἄν δέν βλέπεις κάτι τέτοιο πού εἶναι πολύ σοβαρό, «νά ὑπομένεις τόν πειρασμό σάν κάτι πού σέ καθαρίζει ἀπό τά πάθη ἤ σοῦ γίνεται ἀφορμή νά κερδίσεις τή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν». Ἔτσι κάνεις ἐπί πλέον καταθέσεις στόν οὐρανό, ὅπως ἔλεγε ὁ ἅγιος Παΐσιος.
«Ὁ φιλάνθρωπος καί φιλόψυχος Θεός, πού ἐπιτίμησε τόν ἄνεμο καί τή φουρτουνιασμένη θάλασσα καί τή γαλήνεψε, νά ἐπιτιμήσει καί τόν πειρασμό σου, παιδί μου, καί νά σοῦ δώσει εὐρύτητα πνεύματος γιά νά γνωρίσεις τίς κακουργίες τοῦ ἐχθροῦ. Ἀμήν».
Τοῦ λέει καί αὐτή τήν εὐχή στό τέλος. Ὁ Θεός νά γαληνέψει τή φουρτούνα τῆς ψυχής σου, νά ἐπιτιμήσει τόν πειρασμό σου καί νά σοῦ δώσει εὐρύτητα πνεύματος καί πλάτος καρδίας γιά νά γνωρίσεις τίς κακουργίες τοῦ ἐχθροῦ. Διότι ἕνας λόγος, πού ἐπιτρέπει ὁ Θεός τούς πειρασμούς, εἶναι ἀκριβῶς κι αὐτός: Νά γνωρίσουμε τήν πονηρία τοῦ ἐχθροῦ, τοῦ διαβόλου καί νά μάθουμε νά τόν πολεμᾶμε. Νά εἴμαστε πιό προσεκτικοί καί πιό προσευχετικοί. Ὅσο πολεμιέσαι, ἔρχεσαι σέ ἐγρήγορση καί κάνεις πιό πολύ προσευχή. Ὅταν γνωρίζεις ὅτι θά περάσεις ἕναν μεγάλο κίνδυνο, μαθαίνεις νά προσεύχεσαι.
Ἕνας Γέροντας ἔλεγε «ἐμένα μέ ἔμαθαν οἱ δαίμονες νά προσεύχομαι». Ἀπό τούς πολλούς πειρασμούς πού δεχόταν, τοῦ ἔμαθαν νά προσεύχεται. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος πού ὁ Θεός ἀφήνει τόν διάβολο, ἐνῶ θά μποροῦσε νά τόν καταργήσει.
Ἐπιστολή Ι´
Σέ ἀδελφό πού ἔπεσε σέ μακροχρόνια ἀσθένεια καί διάφορες ἄλλες συμφορές.
Σ’ ἕναν ἄλλον ἀδελφό τώρα πού εἶχε μιά ἀρρώστια, πού κρατοῦσε πολύ καιρό καί εἶχε πέσει καί σέ κάποιες ἄλλες συμφορές.
«Σέ παρακαλῶ, παιδί μου, νά ὑπομένεις καί νά εὐχαριστεῖς γιά τίς συμφορές πού σοῦ συμβαίνουν ἐξαιτίας τῆς ἀρρώστιας, σύμφωνα μ᾽ ἐκεῖνον πού λέει: ‘Πάντα τά ἐπερχόμενά σοι ὡς ἀγαθά προσδέχου’. Ὅλα, ὅσα σοῦ συμβαίνουν, νά τά δέχεσαι σάν καλά, γιά νά ἐκπληρωθεῖ σέ σένα, παιδί μου, ὁ σκοπός τῆς Θείας Προνοίας σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ».
Ὅτι σοῦ συμβαίνει νά τό δέχεσαι σάν καλό. Αὐτή ἡ πρόταση εἶναι σωτήρια, ἄν τήν βάλουμε βαθειά στήν καρδιά μας. Ὅλα ὅσα μᾶς συμβαίνουν εἶναι γιά τό καλό μας. Ἄς τό πιστέψουμε αὐτό κι ἄς μήν τό ξεχάσουμε ποτέ. Τά πάντα. Τό καθετί. Ὅλα ὅσα μᾶς συμβαίνουν εἶναι γιά τό καλό μας. Θά παίρνουμε πολύ δύναμη, ἄν τό σκεπτόμαστε αὐτό. Ὅλα ὅσα συμβαίνουν, ὅσα πέφτουν ἐπάνω μας, τά ἐπερχόμενα, εἶναι πρός τό συμφέρον μας. Ὄχι γιά τίς ἁμαρτίες πού κάνουμε ἐμεῖς. Τά ἐπερχόμενα. Αὐτά πού πέφτουν ἐπάνω μας, πού ἐπέρχονται ἀπό: μιά ἀρρώστια, ἕνα ἀτύχημα, μιά βρισιά πού σοῦ λέει κάποιος, μία ἀδικία, μία συκοφαντία, εἶναι γιά τό καλό μας. Αὐτό τό καλό θά φανεῖ στήν πορεία καί τό τελικό καλό μας εἶναι ἡ σωτηρία μας. Ἀρκεῖ νά δεχθοῦμε μέ χαρά ὁ,τιδήποτε συμβαίνει.
Ἄν σκεπτόμαστε ἔτσι, δέν ὑπάρχει ἀφορμή νά στεναχωρηθοῦμε γιά τίποτα. Ὅλα ὅσα ἔρχονται εἶναι γιά τό καλό μας. Τά ἔχει στείλει ὁ καλός Θεός. Δέν ὑπάρχει κάποιος ἄλλος πού νά μᾶς στέλνει πράγματα. Μόνο ὁ Θεός. Μά ὑπάρχει κι ὁ διάβολος. Ὑπάρχει βέβαια ὁ διάβολος, ἀλλά κι αὐτός ἀπό τόν Θεό στέλνεται. Παραχωρεῖ ὁ Θεός στόν πονηρό νά μᾶς πειράξει, ἀλλά πάντα μέ τήν ἄδειά Του καί μέχρις ἑνός σημείου. Ἑπομένως μόνο ὁ Θεός στέλνει. Φυσικά καί τόν διάβολο τόν στέλνει γιά τό καλό μας. Λόγω τοῦ ὅτι δέν παίρνουμε τά μαθήματα, πού μᾶς ἔχει κάνει μέχρι τώρα, ἀναγκάζεται νά μᾶς στείλει πιό πικρά φάρμακα.
Ἤ τό κάνει ὅπως τόν Ἰώβ -μακάρι νά εἴμασταν σ’ αὐτήν τήν κατηγορία- γιά νά μᾶς δώσει περισσότερα στεφάνια. Ἀλλά καί στίς ἄλλες περιπτώσεις ὁ πονηρός στέλνεται γιά νά μᾶς θεραπεύσει. Νά μᾶς προκαλέσει μία ἀντίδραση, νά προσευχηθοῦμε, νά βρεθοῦμε πιό κοντά στόν Θεό, νά γίνουμε πιό συνειδητοί πιστοί… Ὅλα λοιπόν ὅσα μᾶς συμβαίνουν νά τά δεχόμαστε σάν καλά καί ἑπομένως σάν χαρούμενα. Ἐφόσον εἶναι καλά πρέπει νά χαιρόμαστε! Δέν ἔχουμε καμιά αἰτία κι ἀφορμή νά στεναχωριόμαστε!
Ἀνεξάρτητα ὡστόσο ἀπ’ αὐτό, ὀφείλουμε νά μή στεναχωριόμαστε. Διότι ἄν κάποιος στεναχωριέται μέ μιά δοκιμασία εἶναι σάν νά ἔρχεται ἀντιμέτωπος μέ τόν Θεό, ἀφοῦ ὅλα εἶναι ἀπό τόν Θεό.
Σοῦ στέλνει δηλαδή κάποιος ἕνα δῶρο καί σύ λές ‘γιατί μοῦ τό ἔστειλες’; Οὐσιαστικά τόν βρίζεις. Αὐτό γίνεται καί μέ τόν Θεό. Αὐτό εἶναι βλασφημία. Γι’ αὐτό βασανιζόμαστε γιατί ἀκριβῶς φερόμαστε τόσο ἀχάριστα στόν Θεό.
Ὅ,τι ἔρχεται ἐπάνω μας εἶναι δῶρο. Γιά παράδειγμα, ἐμεῖς σέ μιά συνάντηση μ’ ἕνα πρόσωπο ἴσως δυσανασχετήσουμε. Ὅμως κι αὐτό εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ. Καί ἄν δέν τό πάρεις ἔτσι, ἀποκόβεσαι ἀπό τόν Θεό. Βλασφημεῖς τόν Θεό οὐσιαστικά, γιατί σοῦ ἔστειλε αὐτό τό δῶρο, αὐτόν τόν ἄνθρωπο. Σοῦ τόν ἔστειλε νά τόν δεῖς γιά τό καλό σου κι ἐσύ τόν ἀπέρριψες, τόν ἀποστράφηκες, ἄν ὄχι ἐξωτερικά, μέσα σου.
Ἄν τό ἀναλύσεις λίγο, θά τό βρεῖς ποιό εἶναι τό καλό σου. Ἄν, λόγου χάριν, σοῦ προκαλεῖ μία ἀντιπάθεια, σημαίνει ὅτι ἐσύ ἔχεις κάποιο πρόβλημα μέσα σου, δέν φταίει ὁ ἄλλος. Κάτι μέσα σου δέ λειτουργεῖ σωστά. Ἔχεις ἁμαρτήσει καί σοῦ στέλνει ὁ Θεός αὐτόν, γιά νά τόν ἀγαπήσεις, ὥστε νά φύγει ἡ ἁμαρτία.
Ὅ,τι λοιπόν σοῦ συμβαίνει, νά τό δέχεσαι σάν καλό, ἑπομένως μέ χαρά καί ἐπίσης μέ εὐχαριστία. Νά πεῖς ‘δόξα σοι ὁ Θεός’.
Νἀ δοξάζεις τόν Θεό γιά νά ἐκπληρωθεῖ σέ σένα, ὁ σκοπός τῆς Θείας Προνοίας. Ἄρα, ἄν δέν τό δεχθεῖς, αὐτό πού σοῦ στέλνει ὁ Θεός, δέν ἐκπληρώνεται σέ σένα ὁ σκοπός τῆς Θείας Πρόνοιας. Εἶναι φοβερό! Ε; Τί σημαίνει αὐτό; Δέν φθάνεις στόν προορισμό σου.
- Γιατί ὁ σκοπός τῆς Θείας Πρόνοιας ποιός εἶναι;
Τό καθ᾿ ὁμοίωσιν. Νά μοιάσουμε στόν Θεό. Αὐτό πού εἶναι ὁ σκοπός τῆς ζωής μας.
Ὅταν ἐμεῖς δέ δεχόμαστε τίς περιστάσεις, τά γεγονότα πού ἐπέρχονται, ὡς καλά καί ἀντιδροῦμε, οὐσιαστικά τί κάνουμε; Ἀντιδροῦμε στή σωτηρία μας. Λέμε στόν Θεό ‘δέν θέλω νά σωθῶ’. Αὐτό εἶναι ἡ κατ΄ ἐξοχήν βλασφημία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού εἶπε ὁ Χριστός ὅτι δέν συγχωρεῖται. Εἶναι πολύ σοβαρό.
Γιατί αὐτό πού ἔρχεται εἶναι ἀπό τόν Θεό. Ὅταν ἐσύ δέν τό δέχεσαι καί στεναχωριέσαι, εἶναι σάν νά ἀμφισβητεῖς τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Βλασφημεῖς τόν Θεό. Διώχνεις τόν Θεό. Μετά πῶς νά συγχωρηθεῖς ἀπό τόν Θεό; Μόνο ἄν μετανοήσεις. Ἄν τό καταλάβεις ὅτι ἔκανες λάθος καί μετανοήσεις, ἔστω ἐκ τῶν ὑστέρων καί πεῖς: Ναί, Θεέ μου! Σέ εὐχαριστῶ γι’ αὐτό πού μοῦ ἔστειλες, τότε ἤμουν στό σκοτάδι καί δέν ἔβλεπα κι ἀντιδροῦσα.
Ἔτσι λοιπόν νά τά δέχεσαι γιά νά ἐκπληρώνεται ὁ σκοπός τῆς Θείας Πρόνοιας, τῆς ὑπάρξεώς σου σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
«Πάρε λοιπόν κουράγιο», βλέπετε ἔτσι θά πάρουμε κουράγιο, ἀλλιῶς δέν παίρνεις κουράγιο, γιατί κάθε ἡμέρα μᾶς συμβαίνουν πάρα πολλά «θλιβερά» ἐντός εἰσαγωγικῶν, γιατί δέν εἶναι θλιβερά, τίποτα δέν εἶναι θλιβερό ἀπό αύτά πού στέλνει ὁ Θεός.
Θλιβεροί εἴμαστε ἐμεῖς ἐπειδή ἁμαρτάνουμε. Ἡ ἁμαρτία εἶναι τό θλιβερό. Ἀλλά καί αὐτό ἀκόμη, ὁ Θεός τό χρησιμοποιεῖ γιά τή σωτηρία μας. Εἶναι ἡ κοπριά στό δέντρο τῆς μετάνοιας, ἔλεγε ὁ Ἅγιος Παΐσιος. Ἀκόμη καί τότε δέν πρέπει νά ἀπελπιστεῖς, ἀλλά νά δεχθεῖς τίς συνέπειες τῆς ἁμαρτίας. Γιατί βεβαίως ἡ κάθε ἁμαρτία ἔχει τίς συνέπειές της. Ὅπως οἱ νέοι σήμερα πού κάνουν ἐλεύθερες σχέσεις. Κάποια στιγμή φεύγει ὁ ἕνας ἀπό τούς δύο καί ὁ ἄλλος ἔρχεται ἀπαρηγόρητος. Δέν καταλαβαίνει ὅτι αύτό εἶναι ἡ συνέπεια τῆς ἁμαρτίας. Ἄν εἶχαν ἐξαρχῆς τή στοιχειώδη διάθεση ν’ ἀκολουθήσουν τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, δέν θά συνέβαινε τίποτα. Πῶς ἐργάζεται ὅμως ὁ Θεός; Ἀκόμα καί μέσα ἀπό τά συντρίμμια, τούς φέρνει στήν ἐξομολόγηση.
«Πάρε λοιπόν κουράγιο καί δυνάμωσε, μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ καί τήν «οἰκονομία» Του γιά σένα. Ὁ Θεός μαζί σου». Βλέπετε τί τοῦ λέει τώρα; Ὅτι αὐτό πού ἔχει εἶναι «οἰκονομία» τοῦ Θεοῦ. Εἶναι δηλαδή ἡ φροντίδα τοῦ Θεοῦ, ὥστε νά τακτοποιηθεῖ ἡ ψυχή του.

Ἐπιστολή ΙΑ´
Σέ ἀδελφό πού βρίσκεται σέ πειρασμό.
- «Ὁ Χριστός ἄς σοῦ χαρίσει τήν εἰρήνη Του, ἀδελφέ μου. Προσπάθησε νά πείσεις τό λογισμό σου, ὅτι ὁπωσδήποτε ἐσύ ἔδωσες ἀφορμή στόν πειρασμό, ἔστω καί ἄν πρός τό παρόν δέν μπορεῖς νά βρεῖς για ποιά αἰτία σοῦ συνέβη».
Μᾶς προτρέπει νά φορτωθεῖ ὁ ἴδιος τήν αἰτία. Πολλές φορές ἤ μᾶλλον πάντα τό κάνουμε. Ἀναρωτιόμαστε ‘γιατί μοῦ ἦλθε αὐτό’; Ποιά εἶναι ἡ συνετή σκέψη; Νά μήν τά ρίξεις σέ κανέναν ἄλλον. Νά τό πάρεις πάνω σου. Ἀκόμη κι ἄν δέν βλέπεις πού ἔφταιξες κι ἄν δέν μπορεῖς νά βρεῖς κάτι. Αὐτό εἶναι τό συνετό.
«Κατηγόρησε τόν ἑαυτόν σου, ὑπόμεινε καί προσευχήσου».
Μᾶς λέει τρία σωτήρια βήματα. Εἶναι θεραπευτικά βήματα αύτά. Ἔρχεται ἕνας πειρασμός καί λές ‘Τί ἔφταιξα; Δέν ἔφταιξα σέ τίποτα! Τώρα πῶς μοῦ ἦλθε αὐτό τό ξαφνικό’! Κεραυνός ἐν αἰθρία.
Τρία βήματα. Κατηγόρησε τόν ἑαυτό σου: Ἐγώ φταίω. Πές τό κατευθείαν ἐγώ φταίω, ἀκόμα κι ἄν δέν βλέπεις δική σου προφανή ἀτασθαλία. Ἄς μήν τό βλέπεις.
Ὑπόμενε: Μήν πεῖς γιατί; Δέν τό ἀντέχω! Νά φύγει! Πότε θά φύγει; Κάνε ὑπομονή κι ἀμέσως:
Προσευχήσου: τό τρίτο βῆμα. Ὅταν κατηγορεῖς τόν ἑαυτό σου ἀμέσως θά ἠρεμήσεις. Ὅταν θά κάνεις ὑπομονή, θά ἀνασυντάξεις τίς δυνάμεις σου, γιά νά μπορέσεις νά προσευχηθεῖς σωστά. Διαφορετικά δέν θά καταφέρεις νά προσευχηθεῖς. Θά ξεχάσεις τήν προσευχή, θά βουλιάξεις στούς λογισμούς καί θά χαθεῖς κατηγορώντας ὅλους τούς ἄλλους. Καί φυσικά δέν θά ἠρεμήσεις πότε. Καί οὔτε θά βγεῖς ποτέ στό φῶς.
Τρία βήματα λοιπόν. Κατηγόρια στόν ἑαυτό μας, ὑπομονή καί προσευχή.
Καί τί θά πεῖς στήν προσευχή; Θά πεῖς: ‘Θεέ μου συγχώρεσέ με. Μπορεῖ νά μήν τό βλέπω ἀλλά σίγουρα ἐγώ φταίω γι’ αὐτό πού ἔγινε. Κάτι ἔκανα καί σ’ εὐχαριστῶ πού μοῦ τό ἔστειλες’.
Ἑπομένως: συγχώρηση, ἐξομολόγηση καί εὐχαριστία – δοξολογία.
Μετά θά πεῖς καί τό αἴτημα. Ποιό θά εἶναι τό αἴτημα; Νά γίνει τό θέλημά Σου. Ἄν θέλεις Χριστέ μου νά συνεχιστεῖ αὐτό ὅπως ἦλθε, νά συνεχιστεῖ, ἄν δέν θέλεις πάρε το.
Αὐτή εἶναι ἡ τέλεια προσευχή: Ἐξομολόγηση, εὐχαριστία-δοξολογία καί μετά τό αἴτημα.
Τό ὁποῖο πάλι τί εἶναι; Νά γίνει τό θέλημα τό δικό Του, ὄχι τό δικό μου. Ὄχι κλάματα καί ἐκβιασμούς καί ‘δέν ξαναπατάω στήν ἐκκλησία’. Ὄχι τέτοια. Νά πεῖς ‘Θεέ μου ὅ,τι θέλεις. Θέλεις νά συνεχιστεῖ; Ἄρα εἶναι γιά τό καλό μου. Ἄν τό θέλημά Σου εἶναι νά συνεχιστεῖ, νά εἶναι εὐλογημένο, θά χαρῶ πάρα πολύ κι ἄν θέλεις νά συνεχιστεῖ μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς μου, μάλιστα’. Αὐτός εἶναι ὁ ἄνθρωπος ὁ πιστός. Αὐτός εἶναι ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ.
«Καί ἔχω ἐμπιστοσύνη στήν εὐσπλαχνία τοῦ ἀγαθοῦ Δεσπότου Χριστοῦ ὅτι θά διώξει τόν πειρασμό».
Ὅταν κάνεις αὐτά τά τρία θεραπευτικά βήματα καί ταπεινωθεῖς καί δεχθεῖς τό φορτίο πάνω σου, ἀναπαύεσαι. Λέει κάπου στό Γεροντικό ὅτι ἡ μεγάλη ἀρετή τοῦ ἀνθρώπου, ἡ σωστή κίνηση, εἶναι νά φορτωθεῖ τό σφάλμα ἐπάνω του. Νά μήν τό φορτώσεις σέ κανέναν ἄλλον. Νά φορτωθεῖς ἐσύ τό καθετί.
Ξέρετε τότε πόσο ἀναπαύεται ὁ ἄνθρωπος! Αὐτό εἶναι τό ἐλαφρύ φορτίο. Ἐμεῖς νομίζουμε ὅτι θά ἐλαφρώσουμε ὅταν ρίξουμε τίς εὐθύνες στούς ἄλλους. Δέν εἶναι ὅμως ἔτσι. Ἐλαφρώνεις ὅταν φορτωθεῖς ἐσύ τό λάθος.
Ἐδῶ εἶναι τό παράδοξο! Καί ὅλα στό Εὐαγγέλιο εἶναι παράδοξα γιά τήν κοσμική λογική. Εἶναι ἀκριβῶς τά ἀντίθετα. Ἡ κοσμική λογική σοῦ λέει νά βγεῖς ‘λάδι’ ἐσύ καί νά φορτώσεις τό σφάλμα σέ κάποιον ἄλλον. Ὄχι! Τό ἐλαφρύ φορτίο, πού θά ἔχεις τή συνείδησή σου ἤρεμη, θά εἶσαι χαρούμενος, εἶναι νά τό φορτωθεῖς πάνω σου, νά πεῖς ἐγώ ἔφταιξα συγχωρέστε με, ἀκόμη κι ἄν δέν φταῖς, ἄν δέν βλέπεις ποῦ ἔφταιξες. Νά ὑπομείνεις αὐτό πού σοῦ ἦλθε ὡς συνέπεια καί νά προσευχηθεῖς. Τότε θά σέ ἀπαλλάξει ὁ Θεός.
Ὅσο ἀντιδρᾶς καί λές ‘γιατί μοῦ ἦλθε κι ὁ ἄλλος φταίει κι ἡ ἄλλη φταίει γατί μέ ζηλεύει, γιατί μέ φθονεῖ, γιατί εἶναι κακιά καί τόση κακία δέν τήν ἀντέχω καί… καί… καί…δέν πρόκειται νά στό πάρει ποτέ ὁ Θεός.
Γιατί δέν σοῦ τό παίρνει; Γιατί ἐσύ φταῖς. Δέν κάνεις τή σωστή κίνηση. Οὐσιαστικά μένεις στήν ἴδια τάξη. Καθετί πού μᾶς ἔρχεται εἶναι μία ἄσκηση γιά νά δοκιμαστοῦμε καί νά μπορέσουμε νά πᾶμε στήν ἑπόμενη τάξη. Ἄν δέν τήν περάσεις τήν ἄσκηση, μένεις στήν ἴδια τάξη, ὅπως καί στό σχολεῖο. Εἶναι σάν νά μένεις μετεξεταστέος μέχρι νά μάθεις τό μάθημα.
Τό μάθημα εἶναι ἀκριβῶς αὐτό: Νά φορτωθεῖς τό σφάλμα ἐπάνω σου καί νά μήν κατηγορήσεις κανέναν. Νά ὑπομείνεις καί νά προσευχηθεῖς καί τότε ὁ Θεός θά σοῦ διώξει τόν πειρασμό.
«Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος εἶπε: ‘Ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ, πού ξεπερνάει κάθε ἀνθρώπινο νοῦ, θά φρουρήσει τήν καρδιά σας’» (Φιλ. 4,7). Ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ θά φρουρήσει τίς καρδιές σας.
- Πῶς θά ἔχεις εἰρήνη τοῦ Θεοῦ ὅταν κατηγορεῖς τούς ἄλλους καί λές φταίει ὁ ἕνας κι ὁ ἄλλος;
Ποτέ δέν πρόκειται νά ἔχεις εἰρήνη. Δέκα ὧρες τήν ἡμέρα νά κάνεις προσευχή, δέν θά ἔχεις εἰρήνη, ἐπειδή κατηγορεῖς τούς ἄλλους καί νομίζεις ὅτι εὐθύνονται πού νιώθεις χάλια! Δέν μπορεῖς νά γίνεις χάλια, ὅλος ὁ κόσμος νά πέσει ἐπάνω σου. Ἄν εἶσαι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, δέ γίνεσαι ποτέ χάλια. Χάλια γίνεσαι, ὅταν ἐσύ κατηγορεῖς τούς ἄλλους καί λές ὅτι φταῖνε οἱ ἄλλοι.
Ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ, πού θά ἔχεις ὅταν θά εἶσαι ταπεινός, αὐτή θά φρουρήσει τήν καρδιά σου. Μετά δέν μπορεῖ νά σέ πειράξει κανένας καί τίποτα.
Ὁ ταπεινός ἄνθρωπος εἶναι ὁ πιό δυνατός ἄνθρωπος. Εἶναι ἕνας ἄνθρωπος διαφανής. Τοῦ ρίχνεις σφαῖρα, ἡ σφαῖρα τόν διαπερνᾶ καί τόν ἀφήνει ἀλώβητο. Δέν τόν πληγώνει. Δέν μπορεῖς νά τόν πληγώσεις τόν ταπεινό ἄνθρωπο. Δέν πληγώνεται γιατί παίρνει τό φταίξιμο πάνω του. Δέν ἔχει πρόβλημα γιατί ἔχει αὐτή τήν εἰρήνη, πού φρουρεῖ τήν καρδιά του. Εἶναι αὐτή ἡ εἰρήνη τῶν ταπεινῶν ἀνθρώπων. Γι’ αὐτό ἔλεγε ὁ ἅγιος Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ ‘εἰρήνευσε χαρά μου καί θά δεῖς χιλιάδες ἀνθρώπους νά ἔλθουν νά εἰρηνεύσουν κοντά σου’.
- Πῶς εἰρηνεύεις ὅμως;
Μόνο ὅταν γίνεις πρᾶος καί ταπεινός στήν καρδιά (Ματθ. 11,29). Αὐτό δέν εἶπε ὁ Χριστός; Τότε θά βρεῖτε ἀνάπαυση στήν ψυχή σας. Ἡ ἀνάπαυση εἶναι αὐτή ἀκριβῶς ἡ εἰρήνη. Τότε ἀναπαύεται ἡ καρδιά μας καί ἡ ψυχή μας, ὁταν εἰρηνέψει. Ὅταν ἔλθει δηλαδή τό ἅγιο Πνεῦμα μέσα μας καί φέρει τόν καρπό του. Τό Ἅγιο Πνεῦμα ποτέ δέν ἔρχεται μόνο του, ἀλλά φέρνει στήν ψυχή μας καί τόν καρπό Του καί τότε καταλαβαίνουμε ὅτι ἔχουμε τό Ἅγιο Πνεῦμα. «Ὁ καρπός τοῦ Πνεύματός ἐστιν ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις, πρᾳότης, ἐγκράτεια» (Γαλ. 5,22-23).
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
- ……(ἐρώτηση γιά τήν προσευχή)
- Μποροῦμε νά λέμε καί κάτι πιό ἀκραῖο ἔλεγε ἕνας ἅγιος ‘Θεέ μου, θέλω δέν θέλω, σῶσε με’. Ἀκόμα κι ἄν δέν τό θέλω, ἀφαίρεσέ μου τό θέλημα καί κάνε τό δικό Σου. Δηλαδή νά δώσουμε τήν ἐλευθερία μας ‘ἐν λευκῷ’ στόν Θεό. Ὄντως εἴμαστε ἀδύναμοι καί ἔχουμε τόσο παγιωμένο θέλημα, σάν ‘ντουβάρια’ μέσα μας, ὅπου μόνο ὁ Θεός μπορεῖ μέ μιά ἀτομική βόμβα νά ἐπέμβει νά τά σπάσει. Κι αὐτό πρέπει νά ἐπιδιώκουμε.
Εἶναι βέβαια κι ἕνα ‘πήδημα στό κενό’, θά λέγαμε, τό ἄφημα στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Οὐσιαστικά ὅμως δέν εἶναι στό κενό γιατί ἀμέσως σέ πιάνει ὁ Θεός, βρίσκεσαι κατ΄ εὐθεῖαν στήν ἀγκαλιά τοῦ Θεοῦ. Περνᾶμε ἴσως μιά ἐσωτερική τρομοκρατία, δηλαδή σέ πιάνει μερικές φορές τρόμος μπροστά στήν ἀπόφαση νά κάνεις κάτι τέτοιο, αὐτό ὅμως εἶναι ἡ πίστη.
- ….Σχετικά μέ τήν ἐκκοπή τοῦ θελήματος…
- Ἀκόμα καί τό νά θέλουμε τήν ἡσυχία μας, εἶναι θέλημα! Τό τέλειο εἶναι νά κάνεις κάτι, ἐπειδή τό θέλει ὁ Θεός καί γιά ν’ ἀναπαύσεις τόν ἀδελφό σου. Πράγματι πρέπει πολύ νά προσέχουμε διότι πάντα μπαίνει τό θέλημα. Εἶναι βαθμίδες ἐγωισμοῦ καί προόδου πνευματικής αὐτά.
- ……συνήθως σοῦ ἀπαντᾶνε «σύν Ἀθηνᾷ καί χεῖρα κίνει»…
- Τό λέει αὐτό στό Εὐαγγέλιο; Ὡστόσο ἔχει καί τή σημασία του τό ρητό. Δηλαδή τά πάντα εἶναι ἀπό τόν Θεό, ἀλλά χρειάζεται κι ὁ ἄνθρωπος νά συνεργαστεῖ μέ τή Θεία Χάρη. Αὐτή ἡ συνεργασία, εἶναι ἀκριβῶς ὁ ἄνθρωπος ν’ ἀνοιχτεῖ, νά δεχτεῖ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Γιατί ὁ Θεός ἔρχεται σάν μιά λεπτή αὔρα καί σέ ὡθεῖ σιγά-σιγά. Νά μή σταθεῖ ἀντιμέτωπος, γιατί αὐτό εἶναι ἡ ἀποτυχία. Νά συγκατατεθοῦμε καί ν’ ἀφήσουμε τόν Θεό νά ἐργαστεῖ μέσα μας. Ὅπως ὁ Ἅγιος Παΐσιος σέ ἐρώτηση τί ἔκανε κι ἔγινε αὐτό πού ἔγινε, ἀπάντησε «τίποτα δέν ἔκανα, ἁπλῶς ἄφησα τόν Θεό νά ἐργαστεῖ μέσα μου».
Ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ εἶναι πού τά κατεργάζεται ὅλα. Μέ τήν προϋπόθεση ὅτι Τῆς τό ἐπιτρέπουμε. Καί πότε τό ἐπιτρέπουμε; Ὅταν δεχόμαστε τά πάντα μέ χαρά. Ὅ,τι μᾶς στέλνει ὁ Θεός εἶναι τά φάρμακα. Τά πρόσωπα πού συναντᾶμε εἶναι ἀπεσταλμένοι τοῦ Θεοῦ, ὄχι αὐτά πού μᾶς ἀγαποῦν, ἀλλά κατ’ ἐξοχήν αὐτά πού δέν μᾶς ἀγαποῦν. Αὐτά εἶναι τά φάρμακα. Ἑπομένως, ἄν θέλουμε νά ἐκπληρωθεῖ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ στή ζωή μας, πρέπει νά τά δεχτοῦμε ὅλα μέ εὐχαριστιακή διάθεση, ὥστε ἡ Θεία Πρόνοια νά ἐργαστεῖ μέσα μας νά φτάσουμε στό καθ᾿ ὁμοίωσιν.
Οἱ μεγάλοι Γέροντες, παρόλο πού ἔκαναν πολύ μεγάλη ἄσκηση, νηστεῖες, ἀγρυπνίες, προσευχές δέν τά θεωροῦσαν ὡς σημαντικά, ἀλλά ὁλα τά θεωροῦσαν ὡς δῶρα τῆς Χάριτος.Ὁ Ἅγιος Παΐσιος μέχρι τήν τελευταία μέρα τῆς ζωῆς του, ἀκόμα καί μέσα στό ἀντικαρκινικό νοσοκομεῖο, ἀνελλιπῶς, ἔκανε τόν κανόνα του. Μόνο τήν τελευταία μέρα δέν μπόρεσε νά τόν κάνει, ὁπότε εἶπε «σήμερα πρέπει νά φύγω» κι ἔτσι ἔγινε. Ἔλεγε ἐπίσης καί τό ἑξῆς συγκλονιστικό «δέν μέ ὠφέλησε τίποτα ἄλλο, ὅσο ἡ ἀρρώστια μου», τήν ὁποία ὁ Θεός παραχώρησε.
Ὁπότε νά μή ρωτᾶμε μέ ἀγωνία ‘Πάτερ τί νά κάνω;’, ἀλλά νά δεχόμαστε αὐτά πού μᾶς στέλνει ὁ Θεός. Κυρίως νά δεχόμαστε μέ χαρά τά ἀπρόσμενα γεγονότα. Τότε θεραπεύεται ἡ ψυχή.
- ……..(ἐρώτηση)
- Ὁ Θεός ὅ,τι μᾶς στέλνει εἶναι γιά νά μᾶς δώσει στεφάνια, ὄχι γιά ν’ ἁμαρτήσουμε. Ἄν ἁμαρτήσουμε, ἐμεῖς εὐθυνόμαστε. Ἀλλά ἀκόμα καί μέσα ἀπό τήν ἁμαρτία ὁ Θεός προσπαθεῖ νά οἰκονομήσει ἔτσι τά πράγματα ὥστε νά ὁδηγηθοῦμε στή μετάνοια. Εἴπαμε, κάθε ἁμαρτία ἔχει συνέπειες γιατί εἶναι οὐσιαστικά μιά αὐτοκαταστροφική κίνηση, μιά ‘αὐτοκτονία’, μιά μαχαιριά στόν ἑαυτό μας. Ἀνάλογα πόσο βαθιά εἶναι, τόσο περισσότερο χρόνο θά πάρει νά ἐπουλωθεῖ. Ἔτσι, ἁμαρτία ἀπό ἁμαρτία διαφέρει. Ἔστω κι ἀπό τίς κακές συνέπειες, ἄν δέν ἀντιδράσουμε, θά τό χρησιμοποιήσει ὁ Θεός γιά τή σωτηρία μας.
Δέν ἀποτελεῖ τό κατ’ εὐδοκίαν θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά τό κατά παραχώρηση τό ν’ ἁμαρτήσουμε σέ κάτι πού μᾶς συμβαίνει. Κάθε φορά, ἀνάλογα μέ τό πῶς τοποθετούμαστε ἀπέναντι σέ πρόσωπα ἤ καταστάσεις, δείχνουμε ἤ ὄχι ἀντίστοιχα, τήν ἀγάπη μας στόν Θεό. Δηλαδή κάθε στιγμή ἡ ἐπιλογή μας εἶναι μιά πρόκληση, μιά ἐξέταση ἄν ἀγαπᾶμε τόν Θεό κι ἄν συντασσόμαστε μαζί Του.
  
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου