Ἀκοῦστε τήν ὁμιλία ἐδῶ:«Περί φιλαυτίας – 2ο Μέρος»
Λέγαμε
τήν περασμένη φορά γιά τή μητέρα ὅλων τῶν κακῶν, πού εἶναι ἡ φιλαυτία.
Σήμερα πάλι μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ καί τίς εὐχές τοῦ Γέροντα, θά
ἐμβαθύνουμε λίγο ἀκόμα σ’ αὐτό τό θέμα. Νά κάνουμε μία σύνδεση μέ τά
προηγούμενα μέ βάση αὐτά πού λέει ὁ ἀββᾶς Ἡσαΐας καί ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ
Ὁμολογητής.
Λέει
ὁ ἀββᾶς Ἡσαΐας «αὐτός πού φοβᾶται τήν ἀσθένεια τοῦ σώματος, δέν φτάνει
στό μέτρο τῶν φυσικῶν του δυνατοτήτων, οὔτε μπορεῖ ν’ ἀποκτήσει τίς
ἀρετές».
Ὅπως
λέγαμε, ἡ φιλαυτία ὁρίζεται ἀπό τούς Πατέρες σάν ἡ ἄλογη ἀγάπη πρός τό
σῶμα. Ὁ ἄνθρωπος φροντίζει τό σῶμα του, ὄχι ὅμως μέ σωστό τρόπο. Ἀγαπάει
τόν ἑαυτό του, ἐξ οὗ καί ἡ φιλαυτία: εἶναι φίλος τοῦ ἑαυτοῦ του.
Ἐδῶ ὁ ἀββᾶς Ἡσαΐας μᾶς λέει ὅτι ὁ ἄνθρωπος πού φοβᾶται νά μήν ἀρρωστήσει, δέν ἀξιοποιεῖ οὔτε τά φυσικά χαρίσματα πού τοῦ ἔχει δώσει ὁ Θεός καί ἀκόμα δέν μπορεῖ ν’ ἀποκτήσει καί τίς ἀρετές.
Ἐδῶ ὁ ἀββᾶς Ἡσαΐας μᾶς λέει ὅτι ὁ ἄνθρωπος πού φοβᾶται νά μήν ἀρρωστήσει, δέν ἀξιοποιεῖ οὔτε τά φυσικά χαρίσματα πού τοῦ ἔχει δώσει ὁ Θεός καί ἀκόμα δέν μπορεῖ ν’ ἀποκτήσει καί τίς ἀρετές.
«Ἄν ὅμως προσπέφτει κανείς στόν Θεό σέ κάθε κόπο του, ὁ Θεός ἔχει τή δύναμη νά τόν ἀναπαύσει».
Ἐπίσης
ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ ὁ Σύρος ἀναφέρει ὅτι ὁ Θεός πάρα πολύ φροντίζει ἕνα σῶμα
πού κακοπαθεῖ γι’ αὐτόν. Ἑπομένως δέν πρέπει ὁ ἄνθρωπος νά δειλιάζει καί
νά φοβᾶται, ὅταν κάνει ἕναν κόπο γιά τόν Θεό. Δέν πρόκειται ν’
ἀρρωστήσει ἀπό αὐτό. Ὁ Θεός θά τοῦ πάρει τόν κόπο καί δέν πρόκειται νά
ἐξαντληθεῖ τελείως.
Ἔχουμε
πολλά ὅμορφα περιστατικά ἀπό τή ζωή τῶν Πατέρων ἀλλά καί τῶν σύγχρονων
ἁγίων. Ὁ π. Παΐσιος, πού ἀσκεῖτο συστηματικά, νήστευε καί ταλαιπωροῦσε
τό σαρκίον του. Πολλές φορές, ἄν καί ἔφτανε στά ὅριά του, δέν τόν ἄφηνε
οὔτε ὁ Θεός, οὔτε ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος νά καταπέσει, ἀλλά τοῦ ἔδιναν
ἐνίσχυση. Συγκεκριμένα, μία μέρα ὁ ἅγιος Παΐσιος εἶχε ἕναν λογισμό.
Σκεφτόταν λοιπόν τί καλά θά ἦταν ἄν εἶχε ἕνα ψάρι, γιά νά δυναμώσει λίγο
τό σαρκίον του. Δέν ἤθελε νά φάει ἀπό ἡδονή, ἀλλά γιά νά ἀντιμετωπίσει
τήν ἀδυναμία στήν ὁποία βρισκόταν. Ὁ Θεός τότε τόν ἀνέπαυσε καί τοῦ
ἔστειλε ἕνα πουλί ἀπό τόν οὐρανό, πού κρατοῦσε ἕνα ψάρι. Βέβαια μετά ὁ
Γέροντας ντρεπόταν νά τό φάει!
Ὁ
ἀββᾶς Ἡσαΐας λοιπόν λέει ὅτι ὁ Θεός δέν θά ἐγκαταλείψει τόν ἄνθρωπο πού
πασχίζει γι’ αὐτόν. Θά τοῦ πάρει τόν κόπο. Μπορεῖ δηλαδή κανείς νά
κοιμηθεῖ δύο ὧρες καί νά νιώθει σάν νά κοιμήθηκε ἑπτά ὧρες. Δέν ἔχει
ὅμως χρόνο νά κοιμηθεῖ ἑπτά ὧρες,γιατί κοπιάζει στήν προσευχή, κοπιάζει
γιά τό παιδί του ἐνδεχομένως, κοπιάζει ἀπό ἀγάπη.
Συνεχίζει
ὁ ἀββᾶς Ἡσαΐας «Ἄν ὁ Γεδεών δέν ἔσπαγε τίς στάμνες, δέν θά μποροῦσε νά
δεῖ τό φῶς τῶν λαμπάδων». Αὐτό εἶναι μία ἀλληγορία. Οἱ στάμνες εἶναι τό
σῶμα μας, τό ὀστράκινο σκεῦος, μέσα στό ὁποῖο κρύβεται ἡ ψυχή μας, τό
φῶς τοῦ Θεοῦ καί φανερώνεται τό
ἅγιο
Πνεῦμα. Ἄν ὅμως δέν ‘σπάσουμε’ αὐτό τό σῶμα, ἀρνούμενοι αὐτή τήν ἄλογη
ἀγάπη πρός αὐτό, δέν θά δοῦμε τό φῶς τοῦ Θεοῦ. Δέν θά φανοῦν οἱ ἀρετές,
γιά νά μᾶς ὁδηγήσουν, ὥστε νά περάσουμε στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν ἀφενός
καί ἀφετέρου νά κυνηγήσουμε τούς ‘ἀλλοφίλους’, δηλαδή τούς δαίμονες.
«Ἔτσι
καί ὁ ἄνθρωπος, ἄν δέν καταφρονήσει τό σῶμα, δέ θά μπορέσει νά δεῖ τό
φῶς τῆς Θεότητας». Σέ κάθε Θεία λειτουργία ἀκοῦμε τό «Εἴδομεν τό φῶς τό
ἀληθινόν». Αὐτό τό φῶς, πού λένε οἱ ἅγιοι, τό ἄκτιστο, τό αἰσθάνεται ὁ
ἄνθρωπος ὡς εἰρήνη, ὡς κοινωνία μέ τόν Θεό, ὡς ἀγάπη πρός ὅλους, ὡς
καλοσύνη, ὡς ταπείνωση. Γιά νά τό δοῦμε αὐτό, πρέπει νά διώξουμε τή
φιλαυτία καί τήν ἄλογη ἀγάπη πρός τό σῶμα.
Ἔχει
μεγάλη σημασία πρός τά πού εἴμαστε στραμμένοι. Κάθε στιγμή, κάπου
κοιτᾶμε. Ὄχι τόσο μέ τά σωματικά μάτια, ἀλλά μέ τόν νοῦ μας, μέ τά μάτια
τῆς ψυχῆς. Ποῦ κοιτᾶς; Κοιτᾶς πρός τόν ἑαυτό σου; Ἄρα εἶσαι φίλαυτος.
Κοιτᾶς πρός τόν Θεό; Εἶσαι φιλόΘεος. Αὐτό ἔχει σημασία τό νά μήν εἴμαστε
φίλαυτοι, γιά νά εἴμαστε φιλόΘεοι. Δέν μποροῦμε νά τά κάνουμε καί τά
δύο. Ἄν κοιτᾶμε πρός τόν ἑαυτό μας, σιγά σιγά ἀρρωσταίνουμε. Μπαίνουμε
σέ μιά μαύρη τρύπα καί αὐτο- απορροφόμαστε. Μετά παθαίνουμε ὅλα αὐτά τά
ἀρρωστημένα, πού τά ὀνομάζουν ψυχολογικά, κατάθλιψη κ.λ.π.
Ὅλα
αὐτά εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας τῆς στροφῆς τοῦ βλέμματος πρός τά
μέσα, πρός τόν ἑαυτό μας. Δέν μιλᾶμε πλέον γιά τήν ἐνδοσκόπηση, ὅπου
παρατηροῦμε τόν ἑαυτό μας, μέ σκοπό νά διορθωθοῦμε, ἀλλά γιά τήν ἄρρωστη
καί συνεχή ἐνασχόληση μέ τό ‘ἐγώ’ καί τά προβλήματά μου. Αὐτό δέν τό
θέλει ὁ Θεός. Πρέπει ἑπομένως νά ἐλέγχουμε τόν ἑαυτό μας κάθε στιγμή. Νά
ἐξετάζουμε συνεχῶς τί σκεφτόμαστε καί ποῦ εἶναι ὁ νοῦς μας.
Τοῦ
ἁγίου Μαξίμου: «Πρόσεχε τόν ἑαυτό σου ἀπό τή μητέρα τῶν κακῶν, τή
φιλαυτία, πού εἶναι ἡ παράλογη ἀγάπη τοῦ σώματος. Ἀπ’ αὐτή γεννιοῦνται,
μοιάζοντας εὔλογοι, οἱ πρῶτοι καί ἐμπαθεῖς καί γενικότατοι λογισμοί,
δηλαδή τῆς γαστριμαργίας, τῆς φιλαργυρίας καί τῆς κενοδοξίας, πού
σχηματίζονται παίρνοντας ἀφορμή ἀπό τήν ἀναπόφευκτη τάχα ἀνάγκη τοῦ
σώματος κι ἀπ’ αὐτούς τούς τρεῖς γενικότατους λογισμούς πάλι γεννιέται
ὅλος ὁ κατάλογος τῶν κακῶν».
Σκεφτόμαστε δηλαδή οἱ ἄνθρωποι, τί θά φᾶμε, τί θά φορέσουμε, τί γνώμη ἔχουν οἱ ἄλλοι γιά μᾶς.Θέλουμε
νά ἀρέσουμε καί νά μᾶς ἀγαποῦν ὅλοι. Ὅλα αὐτά μάλιστα τά θεωροῦμε
φυσιολογικά καί δικαιολογημένα. Δέν εἶναι ὅμως τίποτα ἄλλο, ἀπό τά
ἀποτελέσματα τῆς φιλαυτίας. Ἀπό αὐτούς τούς λογισμούς βγαίνει καί ἡ
πορνεία, ἡ κατάκριση, ἡ καταλαλιά, ἡ ζήλεια, ὁ φθόνος καί πολλά ἄλλα.
«Εἶναι
ἀνάγκη λοιπόν νά προσέχουμε καί νά τήν πολεμοῦμε μέ μεγάλη νήψη. Καί
ὅταν ἀφανιστεῖ ἡ φιλαυτία, ἀφανίζονται μαζί της ὅλα ὅσα γεννιοῦνται ἀπ’
αὐτή».
Ἄρα
ἡ φιλαυτία εἶναι ἕνα γενικό πάθος. Εἶναι ἡ ρίζα τῶν ἄλλων παθῶν καί ἄν
κανείς κόψει τή ρίζα, τότε κόβει καί ὅλα τά πάθη. Εἶναι λοιπόν πολύ
σημαντικό νά ἀσχοληθεῖ κανείς μέ αὐτό τό πάθος. Ἄν ἀχοληθεῖ μέ ἄλλα
πάθη, πού εἶναι -ἄς ποῦμε- τά κλαδιά αὐτοῦ τοῦ δέντρου, κάνει κάτι
ἐπιμέρους, ἐνῶ ἄν κόψει τή ρίζα, ξεραίνει ὅλο τό δέντρο.
«Τό
πάθος τῆς φιλαυτίας στόν μέν μοναχό ὑποβάλλει (τοῦ βάζει τή σκέψη) νά
λυπᾶται τό σῶμα του καί νά τοῦ χορηγεῖ τροφή πέρα ἀπ’ ὅσο πρέπει
συγκαταβατικά δῆθεν, γιά νά μπορεῖ νά κυβερνηθεῖ κι ἔτσι σιγά-σιγά
παρασύρεται καί πέφτει στό βάραθρο τῆς φιληδονίας. Στόν κοσμικό πάλι
ὑποβάλλει νά φροντίζει πῶς νά ἱκανοποιεῖ τίς ἐπιθυμίες του. Τή φιλαυτία
ἀντιμάχονται ἡ ἀγάπη καί ἡ ἐγκράτεια. Ἐκεῖνος πού ἔχει τή φιλαυτία,
εἶναι φανερό ὅτι ἔχει ὅλα τά πάθη. Ἄν θέλει νά κόψει τή φιλαυτία, νά
ἀγαπήσει καί νά ἐγκρατεύτεται. Κανένας δέ μίσησε τή σάρκα του, λέει ὁ
ἀπόστολος (Εφεσ. 5,29), ἀλλά πρέπει νά τή σκληραγωγεῖ καί νά τή
χρησιμοποιεῖ ὡς δούλη (Α’ Κορ. 9,27), χωρίς νά τῆς δίνει τίποτε ἄλλο,
παρά τροφές καί ἐνδύματα κι ἀπ’ αὐτά, ὅσα τῆς χρειάζονται γιά νά ζεῖ».
«Ἔχοντες διατροφάς καί σκεπάσματα, τούτοις ἀρκεσθησόμεθα» (Α΄Τιμ. 6,8).
«Μ’
αὐτόν τόν τρόπο τήν ἀγαπάει κανείς ἀπαθῶς καί τήν τρέφει σάν ὑπηρέτρια
τῶν θείων καί τήν περιποιεῖται δίνοντάς της μόνο ὅσα θεραπεύουν τίς
ἀνάγκες της».
Τό
σώμα εἶναι ὁ ὑπηρέτης τῆς ψυχῆς καί -κατ’ ἐπέκταση τοῦ Θεοῦ- γι’ αὐτό
πρέπει νά τό δουλαγωγοῦμε καί νά τό σκληραγωγοῦμε. Πρέπει νά τό ἔχουμε
ὑπό τήν ψυχή, ὄχι ὑπέρ. Νά μήν κάνει κουμάντο στήν ψυχή τό σῶμα, ἀλλά ἡ
ψυχή νά διατάζει τό σῶμα καί νά τό ὁδηγεῖ σέ ἔργα, πού ἀρέσουν στόν Θεό.
Ἡ ψυχή χρειάζεται τό σῶμα γιά νά μπορεῖ νά ἐκφράσει τή μετάνοιά της.
Γι’ αὐτό οἱ ψυχές στόν Ἅδη δέ μποροῦν νά ἀλλάξουν κατάσταση, γιατί δέν
ἔχουν τό σῶμα. Δέ μποροῦν νά μετανοήσουν. Μόνον ὅποιος ζεῖ σέ αὐτόν τόν
κόσμο καί ἔχει τό σῶμα, θά πρέπει νά τό χρησιμοποιήσει σάν ἐργαλεῖο καί
νά τό ἔχει ὑπό τήν ψυχή, νά τό κυβερνάει ἡ ψυχή, ὥστε νά ἐκφράζει μέ τό
σῶμα τήν πνευματική του ἐργασία, τή μετάνοιά του.
«Ὅποιον
ἀγαπάει κανείς, αὐτόν βέβαια καί περιποιεῖται πρόθυμα. Ἄν λοιπόν κανείς
ἀγαπάει τόν Θεό (πού εἶναι καί ἡ πρώτη ἐντολή), ὁπωσδήποτε κάνει
πρόθυμα καί ἐκεῖνα πού Τοῦ ἀρέσουν. Ἄν ἀγαπάει τή σάρκα, κάνει ἐκεῖνα
πού τήν εὐχαριστοῦν. Στόν Θεό ἀρέσουν: ἡ ἀγάπη, ἡ σωφροσύνη, ἡ θεωρία
καί ἡ προσευχή. Στή σάρκα ἀρέσουν: ἡ γαστριμαργία, ἡ ἀκολασία καί ὅσα
αὐξάνουν αὐτά τά δύο πάθη. Γι’ αὐτό, λέει πάλι ὁ ἀπόστολος Παῦλος «οἱ δέ
ἐν σαρκί ὄντες Θεῷ ἀρέσαι οὐ δύνανται (Ρωμ. 8,8), οἱ δέ τοῦ Χριστοῦ τήν
σάρκα ἐσταύρωσαν σύν τοῖς παθήμασι καί ταῖς ἐπιθυμίαις» (Γαλ. 5,24).
Ὅποιος δηλαδή θέλει νά εἶναι τοῦ Χριστοῦ, θά πρέπει νά σταυρώσει τή
φιλαυτία, αὐτήν τήν ἀγάπη πού ἔχει πρός τή σάρκα, μαζί μέ τά παθήματα
καί τίς διάφορες σαρκικές ἐπιθυμίες.
«Ἄν ὁ νοῦς στραφεῖ πρός τόν Θεό, ἔχει τό σῶμα δοῦλο του καί δέν τοῦ παρέχει τίποτα παραπάνω ἀπ’ ὅ,τι χρειάζεται γιά νά ζήσει».
Εἶναι
ἀκριβῶς αὐτό πού λέγαμε, ποῦ εἶναι στραμμένος κανείς. Ἔχει σημασία πρός
ποιά κατεύθυνση κοιτάζει κανείς. Ἄν κοιτάζει πρός τόν Θεό, εὔκολα
ἀποφεύγει τά σαρκικά καί μισεύει. Μισεύω σημαίνει ἀπομακρύνομαι. Ὁ π.
Σωφρόνιος λέει ὅτι πρέπει νά καλλιεργήσουμε τό αὐτομίσος, τό ὁποῖο εἶναι
ἡ θεραπεία, τό μίσος τῆς φιλαυτίας. Τί σημαίνει νά μισήσει κανείς τόν
ἑαυτό του; Σημαίνει νά ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τόν ἑαυτό του. Νά ἀπομακρυνθεῖ
ἀπό ὅλες αὐτές τίς ἄλογες ἐπιθυμίες, πού τοῦ βάζει ἡ φιλαυτία. Αὐτό θά
τό καταφέρει, ὅταν στραφεῖ καί ἀσχοληθεῖ μέ τόν Θεό. Τότε θά βλέπει τό
σῶμα του σάν κάτι δευτερεῦον καί ξένο, ἀφοῦ ὁ νοῦς θά εἶναι στραμμένος
μόνο στόν Θεό καί θά ἐπιθυμεῖ νά χαροποιήσει τόν Θεό.
Γιά
νά ξεκολλήσει ὁ νοῦς ἑπομένως ἀπό ὅλα αὐτά τά πάθη, θά πρέπει νά
κολλήσει στόν Θεό. Αὐτή εἶναι ἡ συνταγή. Δέν φεύγουν διαφορετικά οἱ
λογισμοί καί οἱ ἐπιθυμίες. Γιά παράδειγμα, κάποιος θέλει διακαῶς νά
ξεκολλήσει τόν νοῦ του ἀπό τό φαγητό. Ἄν δέν κολλήσει τόν νοῦ του στόν
Θεό, ὄχι μόνο δέν θά τά καταφέρει, ἀλλά ἡ ἐπιθυμία γιά τό φαγητό θά
γίνεται ὅλο καί πιό ἔντονη. Ἄν κολλήσει ὁ νοῦς στόν Θεό, θά μαραθεῖ ἡ
ὁποιαδήποτε ἐπιθυμία. Ὁ ἄνθρωπος τότε θά νιώθει τό σῶμα του σάν ἕνα
ροῦχο, δέν θά εἶναι αὐτό τό κέντρο τοῦ ἐνδιαφέροντός του καί τῆς ζωῆς
του. Ἔτσι ξεφεύγει ἀπό τή φιλαυτία.
«Ἄν ὅμως στραφεῖ πρός τή σάρκα, ὑποδουλώνεται στά πάθη καί φροντίζει πῶς νά ἱκανοποιεῖ πάντα τίς κακές του ἐπιθυμίες».
Ποιά εἶναι τώρα τά ἀποτελέσματα τῆς φιλαυτίας;
Ὅποιος εἶναι φίλαυτος, εἶναι ἀναγκασμένος νά ἐπωμίζεται καί τά φοβερά ἀποτελέσματα τῆς φιλαυτίας. Αὐτά εἶναι:
-
Ἡ πολυφαγία καί ἡ ἡδυφαγία. Τό νά τρώει δηλαδή κανείς πολύ καί τό νά τρώει τά εὐχάριστα (γλυκά, λιπαρά κ.ἄ), τά ὁποῖα κατά κανόνα εἶναι καί βλαβερά.
-
Ἀπό τά δύο παραπάνω γεννιέται ἕνα ἀκόμα φοβερότερο κακό, ἡ ἀκολασία.
-
Ἡ φιλαργυρία. Τό νά ἀγαπάει τά χρήματα καί νά ἱκανοποιεῖ ὅλες τίς ‘ὑποτιθέμενες’ ἀνάγκες πού ἔχει.
-
Ἡ κενοδοξία. Ὅποιος ἀγαπάει τόν ἑαυτό του, ἀγαπάει καί τή δόξα τοῦ ἑαυτοῦ του. Θέλει ὅλοι νά τόν θαυμάζουν, νά τόν τιμοῦν, νά τόν ἐκτιμοῦν καί νά τόν ἔχουν σέ περίοπτη θέση.
-
Ἀπό τή φιλαργυρία καί τήν κενοδοξία γεννιέται τό μίσος πρός τόν πλησίον. Ὅταν ἀγαπάει κανείς τά χρήματα καί τή μάταιη δόξα τοῦ κόσμου μισεῖ τόν συνάνθρωπό του. Ἄν, γιά παράδειγμα, δέν τοῦ δίνει χρήματα ἤ ὅταν θεωρήσει ὅτι θά τοῦ τά κλέψει ἤ ὅταν δέν τόν ἐκτιμάει καί δέν τόν παινεύει, τότε τόν μισεῖ τόν ἄλλον. Ἔτσι φθάνει στό σημεῖο νά μισήσει τόν πλησίον καί νά ἀπομακρυνθεῖ ἀπό αὐτόν. Παρατηροῦμε πώς οἱ κενόδοξοι ἄνθρωποι, δέν ἀγαπᾶνε ὁ ἕνας τόν ἄλλον. Και φυσικά ἄν δέν ἀγαπάει κάποιος, δέν ἀγαπιέται.
-
Ὁ χωρισμός ἀπό τούς ἄλλους, ἀπό τόν Θεό, ἀλλά κι ἀπό τόν ἑαυτό μας ἀκόμα. Δηλαδή ἡ ἐσωτερική μας διάσπαση. Ὁ ἅγιος Μάξιμος ἀναφέρει «Ἡ τῶν ἀνθρώπων φιλαυτία καί σύνεσις, ἀλλήλους καί τόν νόμον, ἢ ἀπωσαμένη, ἢ σοφισαμένη, εἰς πολλάς μοίρας τήν μίαν φύσιν κατέτεμε». Λέει δηλαδή ὅτι ἡ φιλαυτία τῶν ἀνθρώπων τούς χώρισε καί μεταξύ τους, ἀλλά καί μέσα τους. Ὅποιος θέλει νά ἑνοποιήσει τίς ἐσωτερικές του δυνάμεις καί νά γίνει πάλι ἁπλός, πρέπει νά πολεμήσει αὐτήν τή φιλαυτία. Ἔτσι διώχνει αὐτήν τήν ἐσωτερική διάσπαση, τόν διχασμό πού ζοῦμε πολλοί ἄνθρωποι μέσα μας. Αὐτόν τόν διχασμό, πού μᾶς κάνει νά μή ξέρουμε οὔτε κἄν τόν ἑαυτό μας καί νά ἀποροῦμε ἐνίοτε μέ τόν τρόπο συμπεριφορᾶς μας. Αὐτό ὀφείλεται στήν ἐσωτερική μας διάλυση, ἡ ὁποία προέρχεται ἀπό τήν ἁμαρτία καί, ὅπως προαναφέραμε, ἡ ρίζα τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἡ φιλαυτία.
Ὁ ἅγιος Μάξιμος ἀναφέρει ἐπίσης ὅτι «τά γεννήματα τῆς φιλαυτίας εἶναι ὅλα τά πάθη» καί τά κατατάσσει σέ δύο κατηγορίες.
Στήν
πρώτη κατηγορία ἐντάσσονται τά πάθη, πού ὁδηγοῦν σέ ὅλες τίς ἡδονές. Ὁ
φίλαυτος εἶναι καί φιλήδονος. Κάποια ἀπό αὐτά εἶναι ἡ γαστριμαργία, ἡ
ὑπεφηφάνεια, ἡ κενοδοξία, ἡ φυσίωση, ἡ φιλαργυρία κ.ἄ. Ὁ ἄνθρωπος
ἀγαπάει τόν ἑαυτό του καί τό σῶμα του, μέ ἀποτέλεσμα νά κυνηγάει τίς
ἡδονές, οἱ ὁποῖες θά δώσουν εὐχαρίστηση στό σῶμα του.
Στή
δεύτερη κατηγορία ἀνήκουν ἐκεῖνα τά πάθη, πού ἀπομακρύνουν τόν ἄνθρωπο
ἀπό τήν ὀδύνη. Ὁ φίλαυτος δέν θέλει νά πονέσει. Ἐνῶ ἀκριβῶς ἡ ὀδύνη
εἶναι τό ἀντίδοτο στό δηλητήριο, πού μᾶς ἔχυσε ὁ διάβολος -τήν ἡδονή
δηλαδή- καί μπῆκε μέσα μας ἐξαιτίας τῶν παθῶν. Ἄν αὐτή ἡ ἡδονή δέν
ἐξουδετερωθεῖ, ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά εἶναι ψυχικά καί πνευματικά
ὑγιής καί δέν μπορεῖ νά πλησιάσει τόν Θεό.
Ὁ
Θεός δέν μᾶς ἐγκατέλειψε στήν δηλητηρίαση πού μᾶς ἔκανε ὁ διάβολος,
ἀλλά μᾶς ἔδωσε ἕνα φάρμακο, τόν πόνο. Ὁ φίλαυτος ὅμως, πού μισεῖ τήν
ὀδύνη, κάνει τό πᾶν,
γιά νά μήν πονέσει. Οὐσιαστικά ὅμως μισεῖ τό φάρμακο πού θά τόν σώσει.
Ἔτσι ἔχει ὅλα αὐτά τά πάθη πού τόν ἀπομακρύνουν ἀπό τήν ὀδύνη. Ἀγαπάει
τήν ἄνεση καί τήν καλοπέραση, μισεῖ αὐτούς πού προσπαθοῦν νά τοῦ τή
στερήσουν, κλείνεται στόν ἑαυτό του καί προχωράει μέσα του ὅλο καί
περισσότερο ἡ ἀρρώστια τῆς φιλαυτίας.
Αὐτός
ὁ τραγικός ἄνθρωπος τελικά ἐκτίθεται καί στούς συνανθρώπους του γιατί
οἱ ἄνθρωποι ἔχουν μία ἐκτίμηση στήν ἀρετή, ἀκόμα κι ἄν δέν τό
παραδέχονται φανερά.
Ἄς
ἀναφέρουμε μερικά περιστατικά ἀπό τόν Ἅγιο Παΐσιο, ὅπου γίνεται
ξεκάθαρο πῶς γελοιοποιεῖται ὁ ἄνθρωπος ἐξαιτίας τῆς φιλαυτίας.
Εἶναι στή σειρά καί περιμένουν νά δοῦν τόν Γέροντα. Τοῦ λένε λοιπόν :
- Γέροντα, σήμερα πολύς κόσμος περίμενε νά σᾶς δεῖ καί κάποιος νεαρός δέν περίμενε στή σειρά του καί τούς προσπέρασε ὅλους.
-
Ναί, ἦρθε καί μοῦ εἶπε: «Εἶναι ἀνάγκη νά σέ δῶ. Πῆγα στό Ἅγιον Ὄρος καί
δέ σέ βρῆκα καί ἦρθα ἐδῶ». Καλά, τοῦ λέω, δέν βλέπεις τί κόσμος
περιμένει; Νά σταματήσουν ὅλοι, γιά νά ἀσχοληθῶ τώρα, μέ σένα; «Ναί,
Πάτερ», μοῦ λέει. Ἀκοῦς κουβέντα; Καί νά εἶναι οἱ ἄλλοι στίς σκάλες, ὄρθιοι, στριμωγμένοι,
μεγάλοι, ἄρρωστοι, γυναῖκες μέ μικρά παιδιά κι ἐκεῖνος νά ἐπιμένει. Καί
δέν ἦταν ὅτι εἶχε κανένα σοβαρό θέμα. Χαζομάρες ἦταν αὐτά πού ἤθελε νά
μοῦ πεῖ. Κατάλαβες; Τσιμέντο νά γίνουν οἱ ἄλλοι!
»Νά
σκεφθεῖτε, ἔρχονται μερικοί καί μοῦ λένε: «Πάτερ σήμερα νά κάνεις
προσευχή μόνο γιά μένα, γιά κανέναν ἄλλον». Τέτοια ἀπαίτηση! Εἶναι σάν
νά λένε: «Μ᾽ αὐτήν τήν ἀμαξοστοιχία θά ταξιδέψω μόνον ἐγώ, νά μή μπεῖ
μέσα ἄλλος». Ἀφοῦ, πάει καί πάει τό τρένο, γιατί νά μή μποῦν καί ἄλλοι
μέσα»;
Βλέπετε
ὁ φίλαυτος εἶναι ἕνας τραγικός ἄνθρωπος, ἀπομονωμένος, ποῦ ζεῖ τή
μοναξιά του. Δηλαδή νά κάνει ὁ Γέροντας προσευχή μόνο γιά σένα ἤ νά
κάνουν Θεία Λειτουργία μόνο γιά τήν οἰκογένειά σου! Ἡ Θεία Λειτουργία
εἶναι γιά ὅλη τήν Ἐκκλησία, γιά ὅλο τόν κόσμο. Γιατί νά μήν κάνουμε μία
Βάφτιση γιά ὅλα τά παιδιά τῆς ἐνορίας πού πρέπει νά βαφτιστοῦν; Ὄχι, ὁ
καθένας θέλει τήν δική του. Κατά βάθος εἶναι φιλαυτία, ἐγωισμός.
-Γέροντα τί νόημα ἔχει αὐτό πού λέει ὁ Χριστός «ὃς γάρ ἂν θέλῃ τήν ψυχήν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν» (Ματθ. 16,25);
-Ἐννοεῖ
νά ἀπολέσει ὁ ἄνθρωπος τή ζωή του μέ τήν καλή ἔννοια. Δηλαδή νά μήν
ὑπολογίζει ὁ ἄνθρωπος τή ζωή του. Να θυσιάζει τή ζωή του γιά τόν ἄλλον.
«Μηδείς τό ἑαυτοῦ ζητείτω, ἀλλά τό τοῦ ἑτέρου ἕκαστος» (Α΄ Κορ. 10,24),
λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος.
Κανένας
νά μή ζητάει τό συμφέρον του, ἀλλά ὁ καθένας νά ζητάει τό συμφέρον τοῦ
ἄλλου. Εἶναι φοβερό αὐτό, γιατί δέν λέει ‘καί τοῦ ἄλλου’, ἀλλά μόνο τοῦ
ἄλλου τό συμφέρον. Τότε λοιπόν συμβαίνει τό ἑξῆς ἐκπληκτικό, ἄν ζητᾶμε
τό συμφέρον τοῦ ἄλλου, γίνεται καί ἡ δική μας ἡ δουλειά. Πάει κάποιος νά
ἐξυπηρετήσει τόν ἄλλον καί -ἐκεῖ πού δέν τό περιμένει- ἐξυπηρετεῖται
καί ὁ ἴδιος. Ὁ ἄνθρωπος, πού βοηθάει τόν συνάνθρωπό του, βγαίνει ἀπό τόν
ἑαυτό του καί μετά φροντίζει ὁ Θεός γι’ αὐτόν γιατί αὐτός φρόντισε τόν
ἀδελφό τοῦ Χριστοῦ.
Συνεχίζει ὁ π. Παΐσιος:
-Ὅλη
ἡ βάση στήν πνευματική ζωή, ἐδῶ εἶναι. Νά ξεχνάω τόν ἑαυτό μου μέ τήν
καλή ἔννοια καί νά σκέφτομαι τόν ἄλλον. Νά συμμετέχω στόν πόνο, στή
δυσκολία τοῦ ἄλλου.
Θά
πεῖ κανείς ‘καί πῶς θά σωθῶ ἐγώ ἄν ξεχάσω τόν ἑαυτό μου;’ Τότε μόνο
σώζεται κανείς, ὅταν σώσει τόν ἄλλον. Ἡ σωτηρία μας εἶναι στά χέρια τοῦ
ἀδελφοῦ μας. Ἄν διαγράψουμε τόν ἀδελφό μας, τότε θά χαθοῦμε κι ἐμεῖς.
«Νά μήν κοιτάζω πῶς νά ξεφύγω τή δυσκολία, ἀλλά πῶς νά βοηθήσω τόν ἄλλον, πῶς νά τόν ἀναπαύσω».
Κάποτε
εἶχε ἀρρωστήσει ἕνας συνασκητής τοῦ π. Παϊσίου καί τόν πῆγαν στήν
Ἀθήνα. Ὁ Γέροντας χωρίς δεύτερη σκέψη, ἄφησε τήν ἔρημο καί τήν ἡσυχία
του καί μέ τό κομποσχοίνι του πῆγε στήν Ἀθήνα, ὅπου ἔκατσε ἕναν μήνα καί
ἔκανε δακρύβρεχτες προσευχές, ὥστε νά γίνει καλά αὐτός ὁ συνασκητής
του. Δέν εἶχε καμιά ὑποχρέωση, θά λέγαμε, δέν ἦταν κἄν
συγγενής του. Κι ὅμως τά θυσίασε ὅλα προκειμένου νά σώσει τόν ἀδελφό
του καί ἄς πήγαινε πίσω καί ἡ ἄσκηση καί ἡ πνευματική πρόοδος καί ἡ
νοερά προσευχή καί ὅλα. Βέβαια κι αὐτά τά ἔκανε ἐκεῖ πού ἦταν, ἀλλά
θυσίασε τόν ἑαυτό του, τήν ξεκούρασή του, τό βόλεμά του, γιά χάρη τοῦ
ἀδελφοῦ του. Ὅπως λέει ὁ βίος του, πάρα πολλοί ἄνθρωποι τότε πῆγαν σέ
ἐκεῖνο τό νοσοκομεῖο ζητώντας τή συμβουλή του καί τό νοσοκομεῖο εἶχε
γίνει ‘ἰατρεῖο ψυχῶν’, ἐξαιτίας τοῦ Γέροντα.
Αὐτό
σίγουρα βοήθησε πολύ περισσότερο πνευματικά τόν Γέροντα ἀπ’ ὅτι θά τόν
βοηθοῦσε νά μείνει στό κελί του αὐτόν τόν μήνα. Ὅταν βοηθᾶμε τόν ἄλλον,
βοηθιόμαστε κι ἐμεῖς. Ἄλλωστε ἡ Ἁγία Γραφή λέει ὅτι ἄν σώσει κάποιος μία
ψυχή, τότε καλύπτει πλῆθος ἁμαρτιῶν του καί σώζεται καί ὁ ἴδιος (Ἰακ.
5,19).
-Πῶς θά καταλαβαίνω Γέροντα τί ἀναπαύει τόν ἄλλον γιά νά τό κάνω;
-
Ἄν ἔρχεσαι στή θέση τοῦ ἄλλου, τότε θά καταλαβαίνεις τί ἀναπαύει τόν
ἄλλον. Ἄν ὅμως μένεις κλεισμένη στό καβούκι σου, πῶς θά καταλάβεις τί
ἀναπαύει τόν ἄλλον;
Αὐτό σημαίνει δηλαδή ὅτι καί ἡ λογική καί τό συναίσθημα θά πρέπει νά δουλέψει γιά τόν ἄλλον γιά νά καταλάβουμε τίς ἀνάγκες του.
«Στήν
ἐποχή μας, οἱ πιό πολλοί κοιτάζουν πῶς νά πάρουν τή θέση τοῦ ἄλλου καί
ὄχι πῶς νά ἔρθουν στή θέση τοῦ ἄλλου, γιά νά τόν καταλάβουν. Παρατηρῶ
καμμιά φορά πῶς μερικοί, ἀκόμη καί ὅταν πᾶνε νά κοινωνήσουν, δέν
περιμένουν στή σειρά τους. Καθένας λέει: ‘ἐγώ ἔχω δουλειά καί βιάζομαι’
καί δέν σκέφτεται: ‘ἄραγε εἶμαι ἄξιος νά κοινωνήσω’; ἤ ‘μήπως ὁ ἄλλος
εἶναι πιό βιαστικός ἀπό μένα’; Τίποτε! Κοινωνοῦν καί φεύγουν».
Κοινωνοῦν
ὅμως; Κοινωνῶ θά πεῖ ἐπικοινωνῶ μέ τόν ἀδελφό μου καί μέ τόν Χριστό καί
μέσω τοῦ Χριστοῦ μου μέ ὅλους. Ὅταν ὅμως δέν σκέφτομαι τούς ἄλλους,
κοινωνῶ στήν πραγματικότητα; Ὄχι βέβαια. Ἄν δέν ἀγαπάω καί δέν σκέφτομαι
τόν ἀδελφό μου, δέν ἀγαπάω οὔτε τόν Θεό, ὁπότε ἁπλά μένω μέσα στόν
ἐγωισμό μου καί τή φιλαυτία μου.
«Ἐδῶ, ἀκόμη καί νά στερηθεῖς τή Θεία Κοινωνία γιά χάρη τοῦ ἄλλου, πρέπει νά χαίρεσαι».
Ακόμη
δηλαδή κι ἄν μιά μέρα τελειώσει ἡ Θεία Κοινωνία –πού δέν γίνεται- καί
δέν προλάβουμε, γιατί χάσαμε τή σειρά μας ἐξαιτίας κάποιου, νά εἴμαστε
σίγουροι ὅτι κι ἐμεῖς θά ἔχουμε κοινωνήσει πνευματικά. Λέει ὁ ἅγιος
Νικόδημος ‘κάθε φορά πού ὁ ἄνθρωπος πηγαίνει στή Θεία Λειτουργία μπορεῖ
νά κοινωνεῖ πνευματικά, ἄσχετα ἄν γιά κάποιους λόγους δέν κοινωνήσει,
εἴτε γιατί ἔχει κανόνα ἀπό τόν Πνευματικό του, εἴτε γιά ὁποιοδήποτε ἄλλο
λόγο’. Ἄν λοιπόν ἔχουμε ἀγάπη μέσα μας καί κοινωνοῦμε μέ τούς ἄλλους
καί θυσιαζόμαστε γιά τούς ἄλλους, τότε κοινωνοῦμε μέ τόν Θεό.
«Κι
ἄν ὁ ἱερέας ἔχει μία μόνο μερίδα, μόνον ἕναν μαργαρίτη, καί βρεθεῖ
κάποιος ἄρρωστος, πού εἶναι ἐτοιμοθάνατος καί χρειάζεται νά κοινωνήσει,
τότε πρέπει νά χαρεῖς πού δέν θά κοινωνήσεις ἐσύ, γιά νά κοινωνήσει ὁ
ἄρρωστος. Αὐτό θέλει ὁ Χριστός. Ἔτσι ἔρχεται ὁ Χριστός μέσα στήν καρδιά
καί πλημμυρίζει κανείς ἀπό χαρά».
Κάποτε
εἶχε πάει ὁ π. Παΐσιος γιά νά κοινωνήσει στήν Ἁγία Κορυφή στό Σινά
(ἐκεί ὅπου εἶχε πάρει ὁ Μωυσής τίς δέκα ἐντολές). Τότε ἐξομολογήθηκε
στόν ἱερέα ὅτι εἶχε βάλει λίγο λάδι καί ὁ ἱερέας δέν τόν ἄφησε νά
κοινωνήσει. Ὁ Γέροντας δέν γνώριζε ὅτι ἐκείνη τήν ἡμέρα θά γινόταν Θεία
Λειτουργία καί ἐνῶ ὅλη τήν ἑβδομάδα νήστευε, τό Σάββατο εἶχε βάλει λίγο
λάδι. Ὁ Γέροντας τό δέχτηκε χωρίς νά κατακρίνει τόν ἱερέα. Στό τέλος
ὅμως αἰσθάνθηκε σάν νά εἶχε κοινωνήσει καί συνέβη αὐτό γιατί κράτησε τήν
ἀγάπη πρός τόν ἱερέα καί δέν τόν κατέκρινε.
Τό βάσανο τοῦ βολέματος. Ἡ φιλαυτία εἶναι νά ζητᾶς τό δικό σου βόλεμα.
-Γέροντα μέ δυσκολεύει μιά ἀδελφή.
-Ξέρεις
τί γίνεται; Πολλοί βλέπουν σέ τί τούς δυσκολεύουν οἱ ἄλλοι καί ὄχι σέ
τί δυσκολεύουν ἐκεῖνοι τούς ἄλλους. Ἀπαιτήσεις ἔχουν μόνον ἀπό τούς
ἄλλους, ὄχι ἀπό τόν ἑαυτό τους. Ἡ λογική τῆς πνευματικῆς ζωῆς εἶναι νά
ἐξετάζεις σέ τί δυσκολεύεις ἐσύ τούς ἄλλους καί ὄχι σέ τί σέ δυσκολεύουν
οἱ ἄλλοι. Νά βλέπεις τί ἀναπαύει τόν ἄλλον καί ὄχι τί ἀναπαύει ἐσένα.
Γιά ἀνάπαυση ἤρθαμε σ’ αὐτήν τήν ζωή; Γιά βόλεμα; Σέ αὐτόν τόν κόσμο δέν
ἤρθαμε γιά νά καλοπεράσουμε. Ἤρθαμε γιά νά ξεσκονιστοῦμε καί νά ἑτοιμαστοῦμε γιά τήν ἄλλη ζωή.
»Ἄν
σκεφτόμαστε μόνο τόν ἑαυτό μας καί κάνουμε μόνον αὐτό πού ἀναπαύει
ἐμᾶς, θέλουμε μετά νά μᾶς σκέφτονται, νά μᾶς βοηθοῦν καί νά μᾶς
ἐξυπηρετοῦν οἱ ἄλλοι. Συνέχεια δηλαδή ‘θέλουμε’ καί καταλήγουμε στό
βόλεμα τοῦ ἑαυτοῦ μας. ‘Ἐμένα ἔτσι μέ βολεύει’, ὁ ἕνας, ‘Ἐμένα ἀλλιῶς μέ
βολεύει’, ὁ ἄλλος καί τελικά ὁ καθένας ἀναπαύεται σ’ αὐτό πού τόν
βολεύει. Ἀλλά ἀνάπαυση δέν βρίσκει, γιατί ἡ πραγματική ἀνάπαυση ἔρχεται
ἀπό τήν ἀνάπαυση τοῦ ἄλλου».
Τότε
θά ἀναπαυτοῦμε καί θά ξεκουραστοῦμε, ὅταν ἀναπαύσουμε τόν ἄλλον. Τό
μυστικό εἶναι πάντα ὁ ἄλλος, ὄχι ὁ ἑαυτός μας. Ὁ Χριστός μας πάντα μᾶς
παραπέμπει στόν ἄλλον. Μᾶς λέει: «Θέλεις νά συγχωρηθεῖς; Συγχώρησε τόν
ἀδελφό σου. Θέλεις νά ἐλεηθεῖς ἀπό Ἐμένα; Ἐλέησε τόν ἀδελφό σου. Θέλεις
νά Μέ δεῖς; Δές τόν ἀδελφό σου, ἀγάπησε τόν ἀδελφό σου, ἀλλιῶς δέν θά Μέ
δεῖς. Θέλεις νά χαρεῖς; Δώσε χαρά στόν ἀδελφό σου. Θέλεις νά Μέ
ἀγαπήσεις; Ἀγάπησε τόν ἀδελφό σου. Ἔτσι θά ἀγαπήσεις κι Ἐμένα». Ἄρα τό
μυστικό εἶναι πάντα ὁ ἄλλος, ὁ ὁποιοσδήποτε ἄλλος, αὐτός πού βρίσκεται
δίπλα σου.
Λέει
ὁ π. Παΐσιος: «Στήν Κατοχή τό 1941, ἐπειδή οἱ Γερμανοί ἔμπαιναν μέσα
στά χωριά, ἔβαζαν φωτιές καί σκότωναν, εἴχαμε φύγει ἀπό τήν Κόνιτσα καί
εἴχαμε ἀνεβεῖ στό βουνό. Τήν ἡμέρα πού οἱ Γερμανοί μπῆκαν στήν Κόνιτσα,
τά δύο ἀδέλφια μου εἶχαν πάει νωρίς τό πρωί κάτω στόν κάμπο, στό χωράφι
πού εἴχαμε καλαμπόκια, νά σκαλίσουν». Ὁπότε κινδύνευαν. «Μόλις ἄκουσα
ὅτι ἔφτασαν οἱ Γερμανοί λέω στή μητέρα μου ‘θά πάω στό χωράφι νά τούς
εἰδοποιήσω’». Δέν λογάριασε τόν ἑαυτό του μπροστά στόν κίνδυνο τῶν
ἀδελφῶν του. «Ἐκείνη δέν μέ ἄφηνε, γιατί ὅλοι τῆς ἔλεγαν ‘οἱ ἄλλοι ἔτσι
κι ἀλλιῶς εἶναι χαμένοι. Μήν τό ἀφήνεις κι αὐτό νά πάει γιατί θά χαθεῖ
κι αὐτό’. Ποῦ νά ἀκούσω ἐγώ; Φοράω τά ἄρβυλα καί τρέχω κάτω στόν κάμπο.
Ἀπό τή βία μου ὅμως δέν τά ἔδεσα καλά καί καθώς περνοῦσα ἀπό ἕνα
ποτισμένο χωράφι, κόλλησαν τά ἄρβυλα στή λάσπη. Τά ἀφήνω καί τρέχω
ξυπόλητος μέσα ἀπό τήν ποταμιά, πού ἦταν γεμάτη τριβόλια (ἀγριόχορτα μέ
πολλά ἀγκάθια). Περίπου μιά ὥρα, καλοκαίρι, μέσα στή ζέστη ἔτρεχα
ξυπόλητος πάνω στά τριβόλια. Ἀλλά οὔτε κἄν καταλάβαινα πόνο».
Ξεχνάει τό σῶμα του ἀπό τήν πολλή του ἀγάπη. Δέν πονάει.
«Φθάνω
στό χωράφι μας, πάω κοντά στά ἀδέλφια μου, ἐκεῖ πού σκάλιζαν. ‘Ἤρθανε
οἱ Γερμανοί’, τούς λέω. ‘Πᾶμε νά κρυφτοῦμε’. Ὁπότε βλέπουμε τούς
Γερμανούς νά ἔρχονται μέ τά ὅπλα. ‘Συνεχίστε -τούς λέω- νά σκαλίζετε μέ
τίς τσάπες κι ἐγώ θά κάνω πώς ἀραιώνω τά καλαμπόκια καί ξεβοτανίζω’.
Πέρασαν λοιπόν οἱ Γερμανοί καί δέν μᾶς πείραξαν, δέν μᾶς εἶπαν τίποτα».
Βλέπετε ἡ ἀγάπη καί ἡ προσευχή του! «Ὕστερα εἶδα ὅτι τά πόδια μου ἀπό τά
τριβόλια εἶχαν γίνει ὅλο πληγές. Μέχρι τότε δέν τό εἶχα καταλάβει.
Ἐκεῖνο τό τρέξιμο εἶχε χαρά. Εἶχε τή χαρά τῆς θυσίας. Ἄν δέν ἔτρεχα καί
πάθαιναν κάτι, μετά θά ἦταν γιά μένα βάσανο. Καί ἀσυνείδητος νά ἤμουνα,
θά εἶχα μετά τό βάσανο τοῦ βολέματος».
Ἐπίσης ἡ φιλαυτία μᾶς στερεῖ τήν εἰρήνη, τή χαρά καί μᾶς κάνει νά ταραζόμαστε.
-Τί φταίει Γέροντα καί δέν εἶμαι πάντοτε εἰρηνική;
-Δἐν
ἐλευθερώθηκες ἀπό τόν ἑαυτό σου. Εἶσαι σκλάβα στόν παλαιό σου ἄνθρωπο.
Κοίταξε νά πετάξεις τόν ἑαυτό σου, γιατί ἄν δέν πετάξεις τόν ἑαυτό σου,
θά σέ πετάξει ὁ ἑαυτός σου. Ὅποιος ἔχει φιλαυτία, δέν μπορεῖ νά ἔχει
ἀνάπαυση, εἰρήνη ψυχῆς, γιατί δέν εἶναι ἐσωτερικά ἐλεύθερος.
Ὁ
ἄνθρωπος εἶναι φτιαγμένος κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοιώσιν τοῦ Θεοῦ, γιά
νά εἶναι ἐλεύθερος, ὅπως ὁ Θεός, πού εἶναι ἀπόλυτα ἐλέυθερος. Ὅσο ὅμως
ἔχουμε πάθη μέσα μας, δέν νιώθουμε ἄνετα.
«Ὅποιος
ἔχει φιλαυτία, δέν μπορεῖ νά ἔχει ἀνάπαυση, εἶναι σάν τή χελώνα καί τό
περπάτημά του εἶναι σάν τῆς χελώνας. Βγάζει ἐλεύθερα τό κεφάλι της ἡ
χελώνα; Ὄχι βέβαια. Τόν περισσότερο καιρό μένει κλεισμένη στό καβούκι
της».
Ἔτσι
εἶναι καί ὁ φίλαυτος ἄνθρωπος. Εἶναι κλεισμένος στόν ἑαυτό του καί
σκέφτεται συνέχεια τίς ἀνάγκες του καί τά προβλήματά του.
-Νομίζω Γέροντα, ὅτι θεωρητικά πιάνω τόν ἑαυτό μου, στήν πράξη ὅμως …..
-Ἡ
ἐφαρμογή εἶναι δύσκολη, ἐκεῖ ζορίζεται ὁ παλαιός ἄνθρωπος. Ἄν ὅμως δέν
ζορίσουμε φιλότιμα τόν παλαιό μας ἄνθρωπο, θά μᾶς ἀνατινάξει τήν
πνευματική μας οἰκοδομή.
Ὁ
παλαιός ἄνθρωπος εἶναι τά πάθη, τά ἔνστικτα. Τό ἔνστικτο τῆς
αὐτοσυντήρησης, τό πάθος τῆς φιλαυτίας. Ἄν δέν τά ἀνατινάξουμε αὐτά στόν
ἀέρα, θά μᾶς ἀνατινάξουν αὐτά. Τότε θά εἴμαστε συνέχεια σέ μία
κατάσταση ταραχῆς, φοβίας καί σκλαβιᾶς.
-Γέροντα, πῶς εἶναι ἡ κόλαση;
-Θά
σοῦ πῶ μιά ἱστορία πού εἶχα ἀκούσει. Κάποτε ἕνας ἁπλός ἄνθρωπος
παρακαλοῦσε τόν Θεό νά τοῦ δείξει πῶς εἶναι ὁ Παράδεισος καί ἡ κόλαση.
Ἕνα βράδυ λοιπόν στόν ὕπνο του ἄκουσε μιά φωνή νά τοῦ λέει: “Ἔλα, νά σοῦ
δείξω τήν κόλαση”. Βρέθηκαν τότε σ’ ἕνα δωμάτιο, ὅπου πολλοί ἄνθρωποι
κάθονταν γύρω ἀπό ἕνα τραπέζι καί στή μέση ἦταν μιά κατσαρόλα γεμάτη
φαγητό. Ὅλοι ὅμως οἱ ἄνθρωποι ἦταν πεινασμένοι, γιατί δέν μποροῦσαν νά
φᾶνε. Στά χέρια τους κρατοῦσαν ἀπό μία πολύ μακριά κουτάλα, ἔπαιρναν ἀπό
τήν κατσαρόλα τό φαγητό, ἀλλά δέν μποροῦσαν νά φέρουν τήν κουτάλα στό
στόμα τους. Γι’ αὐτό, ἄλλοι γκρίνιαζαν, ἄλλοι φώναζαν, ἄλλοι ἔκλαιγαν.
Τί μεγάλη δυστυχία, νά ἔχουν φαγητό καί νά μή μποροῦν νά φᾶνε!
«Μετά
ἄκουσε τήν ἴδια φωνή νά τοῦ λέει “Ἔλα τώρα νά σοῦ δείξω καί τόν
Παράδεισο”. Βρέθηκε τότε σ’ ἕνα ἄλλο δωμάτιο, ὅπου πολλοί ἄνθρωποι
κάθονταν γύρω ἀπό ἕνα τραπέζι, ἴδιο μέ τό προηγούμενο καί στή μέση ἦταν
πάλι μιά κατσαρόλα μέ φαγητό καί εἶχαν τίς ἴδιες μακριές κουτάλες. Ὅλοι
ὅμως ἦταν χορτάτοι καί χαρούμενοι, γιατί ὁ καθένας ἔπαιρνε μέ τήν
κουτάλα του φαγητό ἀπό τήν κατσαρόλα καί τάιζε τόν ἅλλον».
Νά
ἡ ἀγάπη! Τό μυστικό εἶναι ἡ ἀγάπη. Δέν εἶναι διαφορετικές καταστάσεις.
Τό φαγητό εἶναι τό ἴδιο, εἶναι ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά τή Χάρη τοῦ Θεοῦ,
ὅταν δέν τή μοιράζεσαι, δέν κοινωνεῖς, δέν βγαίνεις ἀπό τόν ἑαυτό σου,
ζεῖς στήν κόλαση. Ὅταν τή μοιράζεσαι, τότε ζεῖς στόν Παράδεισο.
«Κατάλαβες
τώρα κι ἐσύ πῶς μπορεῖς νά ζεῖς ἀπό αὐτήν τή ζωή τόν Παράδεισο; Ὅποιος
κάνει τό καλό, ἀγάλλεται, διότι ἀμείβεται μέ θεϊκή παρηγοριά. Ὅποιος
κάνει τό κακό, ὑποφέρει καί κάνει τόν ἐπίγειο παράδεισο, ἐπίγεια κόλαση.
Ἔχεις ἀγάπη, καλοσύνη; Εἶσαι ἄγγελος καί ὅπου πᾶς ἤ σταθεῖς, μεταφέρεις
τόν Παράδεισο. Ἔχεις πάθη, κακία; Ἔχεις μέσα σου τόν διάβολο καί ὅπου
πᾶς ἤ σταθεῖς, μεταφέρεις τήν κόλαση. Ἀπό ἐδῶ ἀρχίζουμε νά ζοῦμε τόν
Παράδεισο ἤ τήν κόλαση».
-Πῶς Γέροντα, θά ξεπεράσω τή φιλαυτία; Οἱ σωματικές μου δυνάμεις εἶναι λίγες καί δυσκολεύομαι στήν αὐταπάρνηση καί στή θυσία.
-«Θυσία
τῷ Θεῷ πνεῦμα συντετριμμένον, καρδίαν συντετριμμένην καί τεταπεινωμένην
ὁ Θεός οὐκ ἐξουδενώσει» (ψαλμ. 50,19). Δέν ξεπερνᾶς τή φιλαυτία σου μέ
τό νά σηκώνεις τόν βαρύ τουρβά τοῦ ἄλλου. Αὐτό δέν θά τό ζητήσει ἀπό
σένα ὁ Θεός, ἀφοῦ δέν ἔχεις σωματικές δυνάμεις, ἀλλά ἄν ταπεινώνεσαι καί
σηκώνεις μιά κουβέντα, μιά ἀδικία.
Ἡ
θυσία δηλαδή πού θέλει ὁ Θεός εἶναι τό ταπεινό πνεῦμα. Τή συντετριμμένη
καί ταπεινωμένη καρδιά ὁ Θεός δέν θά τή διαλύσει τελείως. Τό νά δεχθεῖς
τόν λόγο τοῦ ἄλλου, τήν ἀδικία του εἶναι πάλι ξεπέρασμα τῆς φιλαυτίας.
Νά σηκώσεις τήν ἀδυναμία τοῦ ἄλλου.
«Κι ἄν προστεθεῖ καί λίγος σωματικός κόπος ἀπό ἀγάπη καί καλοσύνη, ξέρεις πῶς βοηθάει μετά ὁ Θεός»;
-Γέροντα, ὁ σωματικός κόπος καί ἡ ἄσκηση τί σχέση ἔχουν μέ τήν ἐκκοπή τῶν παθῶν;
-Ὁ
σωματικός κόπος ὑποτάσσει τό σῶμα στό πνεῦμα. Καί ἡ νηστεία καί ἡ
ἀγρυπνία καί κάθε ἄσκηση, ὅταν γίνεται γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ,
παράλληλα μέ τόν ἀγώνα γιά τήν ἐκκοπή τῶν ψυχικῶν παθῶν, βοηθοῦν. Γιατί ἄν δέν κάνει κανείς ἀγώνα
γιά νά ξερριζώσει τά ψυχικά πάθη, τήν ὑπερηφάνεια, τή ζήλεια, τόν θυμό
καί κάνει μόνο μιά ξερή σωματική ἄσκηση, θά θρέψει τά πάθη του μέ τήν
ὑπερηφάνεια. Τά ψυχικά πάθη μᾶς κάνουν μεγαλύτερο κακό ἀπ’ ὅ,τι τό πάχος
τοῦ σώματος. Αὐτό εἶναι καλοήθης ὄγκος, ἐνῶ τά ψυχικά πάθη εἶναι
κακοήθης ὄγκος. Δέ λέω νά μή κάνει κανείς ἄσκηση, ἀλλά νά μπεῖ στό νόημα
τῆς ἄσκησης, πού σκοπός της εἶναι ἡ ἀπέκδυση ἀπό τόν παλαιό μας ἄνθρωπο.
Δέν
κάνουμε ἄσκηση γιά τήν ἄσκηση. Κάνουμε ἄσκηση γιά νά δώσουμε αὐτές τίς
ἀπελευθερωτικές δυνάμεις στήν ψυχή μας, ὥστε νά ἀπελευθερωθεῖ ἀπό τά
ψυχικά πάθη. Ἀπό τή ζήλια, τήν ὑπερηφάνεια,
τόν θυμό. Ἄν δέν ταπεινωθεῖ λίγο ἡ σάρκα μέ τή σωματική ἄσκηση, δέν
ταπεινώνεται ἡ ψυχή. Εἶναι κανόνας αὐτός. Σκεφτεῖτε τόν ἑαυτό μας. Ὅταν
ἔχουμε φάει καλά, ὅταν εἴμαστε ξεκούραστοι, ἔχουμε ἕνα ὑψηλό φρόνημα καί
αἰσθανόμαστε ὅτι μποροῦμε νά κάνουμε σχεδόν τά πάντα. Ἀντίθετα ὄταν
εἴμαστε ἄρρωστοι, νηστικοί, λίγο ἐξαντλημένοι, τότε εἴμαστε καί πιό
ταπεινωμένοι. Εἴμαστε πιό ἤπιοι, μέ ταπεινούς λογισμούς. Αὐτό ἀκριβῶς
βοηθάει στό νά κοποῦν τά ψυχικά πάθη. Ἄν ὅμως κάνουμε σκέτη ἄσκηση χωρίς
νά προσέχουμε τήν ταπείνωση, τούς λογισμούς καί χωρίς νά κάνουμε
προσευχή, τότε μπορεῖ νά ἀρρωστήσουμε περισσότερο πνευματικά. Θά μᾶς πεῖ
ὀ λογισμός μας ὅτι εἴμαστε ἀνώτεροι ἀπό τούς ἄλλους, ἀφοῦ κάνουμε
ἄσκηση. Ἔτσι θά θρέψει τήν ὑπερηφάνεια καί ὁ ἄνθρωπος ὄχι μόνο δέν
ξεριζώνει τότε τά πάθη του, ἀλλά τά θρέφει ἀκόμα περισσότερο. Πρέπει
ἑπομένως νά καταλάβουμε γιατί κάνουμε τήν ἄσκηση. Δέν τήν κάνουμε σάν
αὐτοσκοπό, ἀλλά γιά νά βοηθήσουμε τήν ψυχή νά ταπεινωθεῖ, νά τραβήξει τή
Χάρη τοῦ Θεοῦ καί νά ἐλευθερωθεῖ ἀπό τά ψυχικά πάθη.
-Πῶς πρέπει, Γέροντα, νά ἀγωνίζεται κανείς στήν ἐγκράτεια;
-Ὁ
ἀγώνας πρέπει νά γίνεται ὡς ἑξῆς: Ὅ,τι ἔχει ἀνάγκη ὁ ὀργανισμός νά τοῦ
τό δίνει κανείς. Ὕπνο, φαγητό κ.λπ. Μετά θά ἔχει στόχο νά κόβει τά
ψυχικά πάθη, τίς ἐπιθυμίες του, τόν ἐγωισμό του, τή ζήλεια του κ.λπ. Καί
μετά νά κάνει ἐγκράτεια στό φαγητό, στόν ὕπνο. Τότε θά ἔχει νόημα ἡ
σωματική ἄσκηση.
-Γέροντα, πῶς θά διακρίνει κανείς μέχρι ποῦ φθάνουν τά ὅρια τῆς ἀντοχῆς του καί ἀπό ποῦ ξεκινάει ἡ φιλαυτία;
-Πρέπει
νά παρακολουθεῖ τόν ἑαυτό του καί νά δοκιμάζει. Δοκιμάζοντας θά βρεῖ
καί τά δικά του μέτρα. Καί ὁ μπακάλης στήν ἀρχή, πού εἶναι ἄπειρος, ὅταν
ζυγίζει, ἄλλοτε βάζει λίγο καί ἄλλοτε πολύ. Ὅταν μετά ἀποκτήσει πείρα,
βάζει ὅσο χρειάζεται. Πάντως, ὅταν εἶναι νέος κανείς μπορεῖ νά κάνει
περισσότερη ἄσκηση. Ὅσο περνάει ἡ ἡλικία, οἱ δυνάμεις κάμπτονται καί δέν
μπορεῖ κανείς νά ζορίσει πολύ τόν ἑαυτό του. Ἄν τόν ζορίσει παραπάνω,
μπορεῖ νά βλάψει καί τήν ὑγεία του. Γι’ αὐτό κατά καιρούς χρειάζεται νά
κάνει μιά ἀναθεώρηση τῶν δυνάμεών του καί νά προσαρμόζεται ἀνάλογα μέ τή
νέα κατάστασή του.
-Καμμιά φορά, Γέροντα, ὅταν αἰσθάνομαι μία ἐξάντληση, μέ πιάνει μιά δειλία καί δέν μπορῶ νά κάνω τίποτε. Μήπως εἶναι φιλαυτία;
-Ὅταν
αἰσθάνεσαι ἐξάντληση, νά ἐξετάζεις ἐάν εἶναι ἀπό ἀρρώστια. Ἐάν δέν
εἶναι ἀπό ἀρρώστια, δές μήπως σοῦ λείπει ὕπνος ἤ μήπως χρειαζόταν νά φᾶς
ἤ νά ξεκουρασθεῖς λίγο παραπάνω. Ἄν τίποτε ἀπό αὐτά δέν συμβαίνει, τότε
εἶναι τοῦ πειρασμοῦ. Σήκω, ἄρχισε τή δουλειά σου καί νικᾶς τόν
πειρασμό.
-Πόσο πρέπει νά ἐπιμείνω, Γέροντα, στόν κόπο; Μήπως μέ τό νά οἰκονομάω τόν ἑαυτό μου διώχνω τή Χάρη τοῦ Θεοῦ;
-Ὄχι, εὐλογημένη. Θέλει νά προσέχεις καί νά σταματᾶς, πρίν φθάσεις, νά μή μπορεῖς.
Δέν πρέπει νά φτάνουμε στά ὅριά μας.
-Ὅμως, Γέροντα, αἰσθάνομαι, ὅτι ποτέ δέν ἐφάρμοσα αὐτό πού λένε οἱ Πατέρες: «Δώσε αἷμα, γιά νά λάβεις πνεῦμα».
-Τί αἷμα νά δώσεις ἐσύ, ἀφοῦ σοῦ λείπει αἷμα; Ἐσύ ἔχεις ἀνάγκη νά σοῦ δώσουν αἷμα. Τά ψυχικά πάθη νά προσέξεις.
Ἡ
φιλαυτία λοιπόν εἶναι ἡ γεννήτρια τῶν παθῶν. Νά παρακαλοῦμε καί τόν
ἅγιο Παΐσιο καί ὅλους τούς ἁγίους νά μᾶς βοηθοῦν νά ξεπεράσουμε αὐτό τό
μεγάλο πάθος.
Νά
θυμόμαστε καί τά γενικά φάρμακα τῆς φιλαυτίας, πού εἶναι ἡ ἀγάπη καί ἡ
ἐγκράτεια. Γιατί μέ τήν ἀγάπη πράγματι ὁ ἄνθρωπος νικάει τά ψυχικά πάθη.
Μέ τήν ἐγκράτεια πολεμάει καί τά σωματικά πάθη. Καί αὐτά τά δύο μαζί
πολεμᾶνε τή φιλαυτία.
Μακάριος εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού μπαίνει στόν ἀγώνα
γιά νά βγεῖ ἀπό αὐτή τή φοβερή σκλαβιά τῆς φιλαυτίας. Σημασία ἔχει ὄχι
νά καταστρέψουμε τό σῶμα, ἀλλά τά πάθη. Δέν εἴμαστε σωματοκτόνοι, ἀλλά
παθοκτόνοι. Τό βασικό εἶναι νά θυμᾶται κανείς ὅτι δέν πρέπει νά
στρέφεται στόν ἑαυτό του, ἀλλά στόν Θεό. Ἔχει τεράστια σημασία ἡ
κατεύθυνση πρός τήν ὁποία κοιτάει ὁ ἄνθρωπος, ἀφοῦ κάθε στιγμή κάπου
κοιτάει καί κάτι σκέφτεται.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου