ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΙΤΙΣΣΑ

ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΙΤΙΣΣΑ
ΧΑΙΡΕ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ ΚΑΙ ΘΕΟΒΑΔΙΣΤΟΝ(Κάνετε κλίκ στήν εἰκόνα γιά νά ὁδηγηθεῖτε στό ἱστολόγιο: ΚΥΡΙΟΣ ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ 3

Σάββατο 10 Δεκεμβρίου 2016

Ἱερά Σύνοδος τῆς Βουλγαρικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας: <Ἡ Σύνοδος της Κρήτης δέν εἶναι οὔτε Μεγάλη, οὔτε Ἁγία οὔτε Πανορθόδοξη>

<Η Σύνοδος της Κρήτης δεν είναι ούτε Μεγάλη, ούτε Αγία ούτε Πανορθόδοξη.>

 (Το ακόλουθο κείμενο αποτελεί περίληψη της Τελικής Απόφασης και βασίζεται σε μια αυτόματη μετάφραση και όχι στην τελική επίσημη μετάφραση. Αναμένουμε να γίνει μια πλήρης αγγλική μετάφραση σύντομα.)  
Η Ιερά Σύνοδος της Βουλγαρικής Ορθόδοξης Εκκλησίας εξέδωσε την τελική της απόφαση για τη Σύνοδο της Κρήτης και για το κείμενο με τίτλο <Σχέσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας με τον υπόλοιπο Χριστιανικό κόσμο.> Με ομόφωνη απόφασή της, και με όλους τους ιεράρχες της παρόντες κατά τη συνάντηση της Συνόδου που έλαβε χώρα στις 15 Νοεμβρίου 2016, η Ιερά Σύνοδος:
Υπενθύμισε ότι την 1 Ιουνίου είχε ζητήσει αναβολή της Συνόδου και ότι το ίδιο έπραξαν στη συνέχεια και τρεις ἀλλες τοπικές Αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες (τα Πατριαρχεία Αντιόχειας, Γεωργίας και Ρωσίας).
Παρατήρησε ότι είχαν προσκληθεί να παρακολουθήσουν τη Σύνοδο αντιπρόσωποι των ΜΜΕ και διάφορες ετερόδοξες θρησκευτικές ομάδες αλλά δεν είχαν προσκληθεί ούτε καν ως παρατηρητές αντιπρόσωποι της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αμερικής, η οποία είναι αναγνωρισμένη ως Αυτοκέφαλη Εκκλησία από το Βουλγαρικό Πατριαρχείο.

Παρατήρησε επίσης ότι το κείμενο με τίτλο <Σχέσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας με τον υπόλοιπο Χριστιανικό κόσμο> αρνήθηκαν να το υπογράψουν μια μεγάλη μερίδα ιεραρχών που παρακολουθούσαν τη Σύνοδο, μερικοί από τους οποίους είναι και εξέχοντες Ορθόδοξοι θεολόγοι.
Ακολούθως η απόφαση της Ιεράς Συνόδου αναφέρθηκε με περισσότερη λεπτομέρεια σε διάφορα προβληματικά σημεία του συνοδικού κειμένου. Πιο συγκεκριμένα:
Όσον αφορά την παράγραφο 4 του κειμένου, η Ιερά Σύνοδος εξηγεί ότι η προσευχή της Εκκλησίας για <ενότητα όλων> δεν σημαίνει την αποκατάσταση της ενότητας με άλλους Χριστιανούς, λες και η ενότητα είναι κάτι που έχει χαθεί από την Εκκλησία, αλλά αυτό που εννοεί είναι την επιστροφή στους κόλπους της αυτών που έχουν εκπέσει, μέσα από το Βάπτισμα, το Χρίσμα και την Θεία Ευχαριστία. Επιπλέον, η Ιερά Σύνοδος δηλώνει ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν μπορεί να αποδεχτεί τις διάφορες θεωρίες περί αυτής της ενότητας που επικρατούν στους ετερόδοξους, όπως για παράδειγμα την θεωρία της <αόρατης εκκλησίας>, <την θεωρία των κλάδων> και την θεωρία της <ισότητας των δογμάτων> καθώς επίσης και την νεοσύστατη θεωρία της <βαπτισματικής θεολογίας> σύμφωνα με την οποία υπάρχει μια αρχέγονη ενότητα σε <ένα κοινό βάπτισμα>. Η Ιερά Σύνοδος δήλωσε ότι όλες αυτές οι θεωρίες συνδέονται με την διδαχή περί <κτιστής χάρης> του Αγίου Πνεύματος, η οποία έχει καταδικαστεί από την Εκκλησία. Και, κλείνοντας, η Ιερά Σύνοδος δηλώνει επίσης ότι απορρίπτει την διδαχή που υπήρχε στο Ψήφισμα για τον Οικουμενισμό της Δεύτερης Βατικάνειας Συνόδου καθώς αποτελεί έκφραση της ίδιας λανθασμένης εκκλησιολογικής αντίληψης που αναφέρθηκε παραπάνω.
Όσον αφορά την παράγραφο 5 του κειμένου, και συγκεκριμένα τη δήλωση ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία συμμετέχει σε οικουμενιστικές πρωτοβουλίες <με στόχο την αναζήτηση> της χαμένης <ενότητας όλων των Χριστιανών>, η Ιερά Σύνοδος την θεωρεί απαράδεκτη και ανεπίτρεπτη, δεδομένου ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν έχει απολέσει ποτέ την ενότητά της. Αντιθέτως, αυτό που συνέβη είναι ότι οι αιρέσεις που εμφανίστηκαν και τα σχίσματα που έγιναν εξέπεσαν από την Εκκλησία, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι το Σώμα του Χριστού μπορεί ποτέ να απολέσει την αρχέτυπη οντολογική του ακεραιότητα – μια αδιάλυτη ενότητα η οποία υποδηλώνει το άρρηκτο της οντολογικής υπόστασης του Χριστού.
Όσον αφορά την πολυσυζητημένη παράγραφο 6, η Ιερά Σύνοδος θεωρεί ότι η φράση <η Ορθόδοξος Εκκλησία αποδέχεται την ιστορικήν ονομασίαν των μη ευρισκομένων εν κοινωνία μετ΄ αυτής άλλων ετεροδόξων χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών> στην ουσία αντίκειται στην παράγραφο 1 του ίδιου κειμένου, η οποία δηλώνει ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η Μία Εκκλησία. Τα δόγματα και οι κανόνες της Εκκλησίας καθιστούν αδύνατη την αποδοχή της ύπαρξης πολλών εκκλησιών. Κατά τον ίδιο τρόπο, αυτή η φράση φαίνεται να αντίκειται στην παράγραφο 2 του κειμένου, η οποία δηλώνει ότι <η Ορθόδοξος Εκκλησία θεμελιοί την ενότητα της Εκκλησίας επί του γεγονότος της ιδρύσεως αυτής υπό του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και επί της κοινωνίας εν τη Αγία Τριάδι και τοις μυστηρίοις. Η ενότης αύτη εκφράζεται διά της αποστολικής διαδοχής και της πατερικής παραδόσεως και βιούται μέχρι σήμερον εν αύτη.> Η Ιερά Σύνοδος δεν θεωρεί ότι με την προσθήκη της αποδοχής της <ιστορικής ονομασίας> και την εξήγηση ότι οι ετερόδοξες Εκκλησίες και Ομολογίες δεν βρίσκονται σε κοινωνία με την Ορθόδοξη Εκκλησία διασώζεται το κείμενο από τον κίνδυνο της πλάνης. Αντιθέτως, η αποδοχή της ιστορικής ονομασίας συνεπάγεται κατ’ ανάγκη και την αποδοχή της πραγματικότητας που εκφράζεται από την ονομασία αυτή. Αν αυτοί που υπέγραψαν το κείμενο καταλάβαιναν ότι η αναφορά στην αποδοχή της <ιστορικής ονομασίας> δεν έγινε με σκοπό να συνδεθεί με την ιστορική πραγματικότητα, δηλ. δεν σκόπευε να αναφερθεί σε εκκλησίες, το κείμενο θα έπρεπε να το είχε αναφέρει. Διαφορετικά, η αποδοχή της <ιστορικής ονομασίας> υπονοεί την αναγνώριση της ύπαρξης άλλων Εκκλησιών εκτός από τη Μία Ορθόδοξη Εκκλησία, πράγμα το οποίο βρίσκεται σε εμφανή αντίφαση με την παράγραφο 1 και με τις λέξεις με τις οποίες ξεκινά η παράγραφος 6 (οι οποίες δηλώνουν ότι η Εκκλησία είναι Μία και Ορθόδοξη).
Όσον αφορά την παράγραφο 12, η Ιερά Σύνοδος θεωρεί ότι η δήλωση ότι <κατά την διεξαγωγήν των θεολογικών διαλόγων κοινός πάντων σκοπός είναι η τελική αποκατάστασις της εν τη ορθή πίστει και τη αγάπη ενότητος> είναι πολύ απλοϊκή και δεν αντιπροσωπεύει τον πολυδιάστατο χαρακτήρα της διαδικασίας. Η ενότητα υπονοεί την ενότητα στην πίστη, στον τρόπο σκέψης και στην πράξη σε σχέση με τους δογματικούς ορισμούς και τους κανόνες που έχουν εγκριθεί από τις οικουμενικές συνόδους, καθώς και σε σχέση με τη λειτουργική παράδοση και τη μυστηριακή ζωή εν τω ΑγίωΠνεύματι. Ο δρόμος για την επίτευξη της ενότητας περνάει από τη μετάνοια και την ομολογία της Ορθόδοξης πίστης και του Ορθόδοξου βαπτίσματος.
Όσον αφορά την παράγραφο 12 (σημ. μεταφραστή: το 12 είναι λάθος -εδώ γίνεται αναφορά στην παράγραφο 20), η Ιερά Σύνοδος προτείνει ότι στην πρόταση <Αἱ προοπτικαί τῶν θεολογικῶν διαλόγων… προσδιορίζονται πάντοτε ἐπί τῇ βάσει… τῶν κανονικῶν κριτηρίων τῆς ἤδη διαμεμορφωμένης ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως>, η φράση <της ήδη διαμεμορφωμένης ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως> θα πρέπει να αντικατασταθεί με τη φράση <της παραδόσεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας>.
Όσον αφορά τη συνολική εντύπωση που δημιουργείται από το κείμενο για τις <Σχέσεις>, η Ιερά Σύνοδος θεωρεί ότι υπάρχουν πολλές ασαφείς εκφράσεις και όροι και πολλές ασυνέπειες ως προς την εκκλησιολογία. Επί πλέον, η Ιερά Σύνοδος θεωρεί ότι το κείμενο δεν διατυπώνει σαφώς τον κύριο σκοπό και τις ιδρυτικές αρχές των διαφόρων διαλόγων και της συμμετοχής στην οικουμενιστική κίνηση, ο οποίος σκοπός είναι η επιστροφή των ετεροδόξων στους κόλπους της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Αντιθέτως, το κείμενο, και ειδικά η παράγραφος 16, νομιμοποιεί το <Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών>, στο οποίο, ευτυχώς, δηλώνει η Ιερά Σύνοδος, η Βουλγαρική Ορθόδοξη Εκκλησία αποφάσισε προ πολλού να διακόψει τη συμμετοχή της.
Επίσης, η Ιερά Σύνοδος διαφωνεί με τον περιεκτικό και πολύ σχολαστικό τρόπο με τον οποίο ρυθμίζεται το θέμα του πώς θα πρέπει να διεξάγονται οι διάφοροι διάλογοι, μια σχολαστική προσέγγιση που διατρέχει όλο το κείμενο (τις παραγράφους 9, 10, 11, 12, 13, 14 και 15),
Τελικά, όσον αφορά την παράγραφο 22, η οποία δηλώνει ότι <η διατήρησις της γνησίας Ορθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται μόνον δια του συνοδικού συστήματος>, η Ιερά Σύνοδος δηλώνει, αντιθέτως, ότι το τελικό κριτήριο για την αποδοχή των Εκκλησιαστικών Συνόδων είναι η επάγρυπνη δογματική συνείδηση όλου του Ορθοδόξουπληρώματος (της πληρότητας του Σώματος). Δηλώνει ότι η Οικουμενική Σύνοδος δεν χορηγεί με αυτόματο ή μηχανικό τρόπο την ορθή εκδοχή της πίστης που διακηρύσσεται από τους Ορθόδοξους χριστιανούς.
Συμπερασματικά, η Ιερά Σύνοδος συνοψίζει την απόφασή της ότι η Σύνοδος της Κρήτης δεν είναι ούτε Μεγάλη, ούτε Αγία, ούτε Πανορθόδοξη με τους ακόλουθους λόγους και εξηγήσεις:
  1. Εξαιτίας της μη συμμετοχής κάποιων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών και εξαιτίας κάποιων οργανωτικών αντιπερισπασμών και θεολογικών σφαλμάτων. Παρόλα αυτά, η Ιερά Σύνοδος εκτιμά τις προσπάθειες που έχουν γίνει από τους διοργανωτές και τους συμμετέχοντες για να πραγματοποιηθεί η Σύνοδος.
  2. Κατόπιν προσεκτικής μελέτης των κειμένων που υιοθετήθηκαν από τη Σύνοδο της Κρήτης, η Ιερά Σύνοδος έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι περιέχουν αποκλίσεις από την Ορθόδοξη παράδοση, από τη δογματική και κανονική παράδοση της Εκκλησίας και από το πνεύμα και το γράμμα των Οικουμενικών και των Τοπικών Συνόδων.
  3. Η Ιερά Σύνοδος θεωρεί ότι τα κείμενα που υιοθετήθηκαν από τη Σύνοδο της Κρήτης θα πρέπει να υποβληθούν σε περαιτέρω θεολογική εξέταση και συζήτηση, με σκοπό την τροποποίηση, την επιμέλεια, τη διόρθωση και / η την αντικατάστασή τους με άλλα, καινούργια έγγραφα που βρίσκονται εντός του πνεύματος και της παράδοσης της Εκκλησίας.
Η Βουλγαρική Ορθόδοξη Εκκλησία αποτελεί αναπόσπαστο και ζωντανό μέλος της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Ως μέρος του Σώματος του Χριστού, η Βουλγαρική Ορθόδοξη Εκκλησία θα συνεχίσει να βρἰσκεται σε αδελφική, ευχαριστηριακή, πνευματική, δογματικη και κανονική κοινωνία με όλες τις άλλες Τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες, και αυτές που συμμετείχαν στη Σύνοδο της Κρήτης και αυτές που δεν συμμετείχαν. Η Εκκλησία δεν αποτελεί κοσμική οργάνωση αλλά θεϊκό- ανθρώπινο οργανισμό. Στην Πορεία και τη Ζωή της, η Εκκλησία δεν επηρεάζεται και δεν θα πρέπει να επηρεάζεται από πολιτικά και κοινωνικά συμφέροντα και τις σχετικές διχόνοιες τους. Η Κεφαλή της είναι ο ίδιος ο Κύριος ημών ο Ιησούς Χριστός, ο οποίος είναι <η Οδός, η Αλήθεια και η Ζωή>.
Τελικά, οι αρχές της αυτοκεφαλίας και της καθολικότητας στη ζωή της Εκκλησίας όχι μόνο δεν είναι αντιφατικές αλλά τουναντίον αλληλοσυμπληρώνονται, με τη μια να απορρέει από την άλλη, όντας σε πλήρη ενότητα.
ΠΗΓΗ: Orthodox Ethos.
Ευχαριστούμε τους Α.Χ. και Ε.Μ. για τον κόπο της μεταφράσεως. –   Κείμενο μετάφρασης   από katanixis
……………………………………………………………………………………………..
The Final Decision of the Holy Synod of the Bulgarian Orthodox Church on the Council in Crete
«The Council in Crete is neither Great, nor Holy, nor Pan-Orthodox»
(The following is a summary of the Decision based upon an automatic translation and separate summary, and not the final and official translation. We expect a full English translation soon.)
The Holy Synod of the Bulgarian Orthodox Church has issued its final decision on the Council in Crete and the text «Relations of the Orthodox Church with rest of the Christian world.» In a unanimous decision, with the full hierarchy present at the meeting, which took place on the 15th of November, 2016, the Holy Synod:
Recalled that on June 1st it had called for a postponement of the Council and that subsequently three other Autocephelous Local Orthodox Churches (the Patriarchates of Antioch, Georgia and Russia) likewise followed suit.
It likewise noted that while representatives of the media and various heterodox religious groups were invited to attend and observe the Council, representatives of the Orthodox Church of America, which is recognized as an Autocephelous Church by the Bulgarian Patriarchate, were not invited to attend, even as observers.
It then noted that, with respect to the text «Relations of the Orthodox Church with the rest of the Christian world,» a large group of hierarchs in attendance refused to sign the document, among them prominent Orthodox theologians.
The Holy Synod’s decision then addressed in more detail several problematic sections of the conciliar document:
Addressing paragraph #4 of the text, the Holy Synod explains that the meaning of the Church’s prayer for «union of all» is not a recovery of unity with other Christians, as if unity is something that has been lost to Church, but rather the return to Her bosom through baptism, chrismation and the Eucharist of those who have fallen away. Furthermore, the Holy Synods states, the Orthodox Church cannot accept the various concepts of this unity prevalent among the heterodox, such as the «invisible church» theory, the «branch theory,» the «equality of denominations,» or the newly formulated «baptismal theology» which claims a primordial unity in «a common baptism.» The Holy Synod stated that these theories can all be connected to the teaching on «created grace» of the Holy Spirit, an idea which the Church has clearly condemned. And, in closing, the teaching found in the Decree on Ecumenism of the Second Vatican Council is summarized and rejected as being an expression of the same erroneous ecclesiological outlook presented in the above-mentioned theories.
Addressing paragraph #5 of the text, and in particular the statement that the Orthodox Church is involved in ecumenical initiatives «with the aim of seeking» a lost «unity of all Christians,» the Holy Synod considers this unacceptable and inadmissible, given that the Orthodox Church has never lost its unity. Rather, the schisms and heresies which have arisen have fallen away from the Church, without this meaning that the Body of Christ can ever lose its primordial ontological integrity – an indissoluble unity which implies the ontological inseparability of Christ’s hypostasis.
Addressing the much-debated paragraph #6, the Holy Synod sees the phrase, » the Orthodox Church accepts the historical name of other Heterodox Christian Churches and Confessions that are not in communion with her,» as being in conflict with paragraph #1 of the same text, which states that the Orthodox Church is the One Church. The dogmas and canons of the Church make it impossible to entertain the idea of there existing many churches. Likewise, this phrase is seen as being in conflict with paragraph #2 of the text, «The Orthodox Church founds the unity of the Church on the fact of her establishment by our Lord Jesus Christ, and on the communion in the Holy Trinity and in the sacraments. This unity is expressed through the apostolic succession and the patristic tradition and is lived out in the Church up to the present day.» The Holy Synod does not see the addition of accepting the «historical name» and the explanation that heterodox confessions are not in communion with the Orthodox Church has saving the text from error. Rather, the acceptance of the name necessarily implies the acceptance of the reality that name expresses. If the signers of the text understood that the reference to accepting the «historical name» was not intended to correspond to a historical reality, i.e. was not meant to say that they are referring to churches, it should have stated as much. Otherwise, it implies recognition of the existence of other churches than the One, Orthodox Church, which is in clear contradiction to paragraph #1 and the opening words of paragraph #6 (that the Church is One and Orthodox).
Addressing paragraph #12, the Holy Synod sees the statement that «in the theological dialogues the common goal of all is the ultimate restoration of unity in true faith and love» as too simplistic and not representative of the many dimensions of the process. Unity implies unity in faith, unity in thought and action with regard to dogmatic definitions and church canons which have been approved by Ecumenical Councils, as well as in relation to the liturgical tradition and sacramental life in the Holy Spirit. The way to achieve unity is through repentance, confession of Orthodox faith and baptism.
Addressing paragraph #12, the Holy Synod suggests that in the sentence, «The prospects for conducting theological dialogues…are always determined on the basis of…the canonical criteria of the already established Church Tradition,» the phrase «established Church Tradition» should be replaced with «the tradition of the Orthodox Church.»
Addressing the overall impression that the «Relations» text imparts, the Holy Synod states that there are many ambiguous expressions and terms and inconsistencies with regard to ecclesiology. Moreover, the Holy Synod suggests that the text does not clearly formulate the main objective and founding principles of the various dialogues and involvement in ecumenism, namely, the return of the heterodox to the bosom of the Orthodox Church. Rather, the text, and paragraph #16 in particular, legitimizes the «World Council of Churches,» in which, the Holy Synod states, the Bulgarian Orthodox Church thankfully decided long ago to cease participation.
Likewise, the Holy Synod takes issue with what it sees throughout the text (paragraphs 9, 10, 11, 12, 13, 14 and 15) as an overarching and overly minute regulation of how various dialogues must be conducted.
Finally, with regard to paragraph #22, which states that the «preservation of the true Orthodox faith is ensured only through the conciliar system,» the Holy Synod states, rather, that the final criterion for the acceptance of Church Councils is the vigilant dogmatic conscience of entire Orthodox pleoroma (the fullness of the Body). It states that the Ecumenical Council does not provide automatic or mechanical correctness of the faith professed by Orthodox Christians.
In conclusion, the Holy Synod summarizes its decision, stating that it does not consider the Council in Crete to be either great, holy or pan-Orthodox, giving the following reasons and explanations:
On account of the lack of participation of a number of Autocephelous Churches and due to organizational diversions and theological errors. Having said this, the Holy Synod still appreciates the efforts made towards implementation by all the organizers and participants.
After careful consideration of the texts adopted by the Council in Crete, the Holy Synod is led to the conclusion that they contain divergiences from Orthodox tradition, the dogmatic and canonical tradition of the Church and the spirit and letter of Ecumenical and Local Councils.
The Holy Synod considers that it is necessary for the texts adopted by the Council in Crete to be subject to further theological examination and discussion, with a view toward amendment, editing, correction and/or replacement with other, new documents in the spirit and tradition of the Church.
The Bulgarian Orthodox CHurch is an integral and living member of the One, Holy, Catholic and Apostolic Church. As a part of the Body of Christ, the Bulgarian Orthodox Church will continue to be in fraternal, Eucharistic, spiritual, dogmatic and canonical communion with all other Local Orthodox Churches, both those which participated in the Council in Crete and those which did not. The Church is not a secular organization but a divine-human organism. The Church is not affected and should not be influenced in Her Way and Life by political and social interests and their respective divisions. Her Head is the Lord Himself, Jesus Christ, Who is «the Way, the Truth and the Life.»
Finally, the principles of autocephaly and catholicity in Church life not only do not contradict, but rather complement each other, stemming one from the other, being in complete unity.
+ + +
Το κείμενο στα Αγγλικά από orthodoxethos

http://aktines.blogspot.gr/2016/12/blog-post_96.html#more

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου