ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΙΤΙΣΣΑ

ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΙΤΙΣΣΑ
ΧΑΙΡΕ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ ΚΑΙ ΘΕΟΒΑΔΙΣΤΟΝ(Κάνετε κλίκ στήν εἰκόνα γιά νά ὁδηγηθεῖτε στό ἱστολόγιο: ΚΥΡΙΟΣ ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ 3

Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2017

«Πῶς θά ἔρθει τό φῶς τοῦ Χριστοῦ στήν ζωή μας»,Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης

 
Αὐτή ἡ προσευχή πού μόλις τώρα εἴπαμε «Χριστέ, τό φῶς τό ἀληθινόν» εἶναι, θά λέγαμε, ἡ καταληκτήριος εὐχή πού λέγεται στήν Πρώτη Ὥρα. Ἡ πρώτη Ὥρα εἶναι μία μικρή Ἀκολουθία πού ἔχουμε στήν Ἐκκλησία μας μετά τόν Ὄρθρο.
Εἶναι καλό νά ξέρουμε ὅτι κάθε 24ωρο ἔχουμε βασικά ὀκτώ Ἀκολουθίες στήν Ἐκκλησία, ὀκτώ δηλαδή προσευχές. Ἡ ἐκκλησιαστική ἡμέρα ἀρχίζει μέ τόν Ἑσπερινό. Ἄν λ.χ. ἐδῶ στήν ἐνορία ἔχουμε κάνει Ἑσπερινό, ἔχουμε μπεῖ στήν αὐριανή ἡμέρα καί γιορτάζουμε τούς Ἁγίους τῆς 14ης Μαΐου. Ἡ δεύτερη Ἀκολουθία εἶναι τό Ἀπόδειπνο, μετά ἔχουμε τό Μεσονυκτικό, τό ὁποῖο διαβάζεται κανονικά τά μεσάνυχτα, δηλαδή στίς 12 τό βράδυ. Στή συνέχεια ἔχουμε τόν Ὄρθρο, πού ἐπίσης διαβάζεται τήν νύχτα. Στό Ἅγιον Ὄρος οἱ Πατέρες ξυπνοῦν στίς 2-3-4 τήν νύχτα καί κάνουν τόν Ὄρθρο μαζί μέ τό Μεσονυκτικό συνήθως. Ἔπειτα ἔχουμε τήν πρώτη Ὥρα, πού ἀναφέραμε πρίν λίγο, ἡ ὁποία κανονικά διαβάζεται στίς ἕξι τό πρωί. Ἡ τρίτη Ὥρα εἶναι στίς ἐννέα τό πρωί, ἡ ἕκτη Ὥρα στίς δώδεκα τό μεσημέρι καί ἡ ἐνάτη Ὥρα εἶναι στίς τρεῖς τό ἀπόγευμα, ἄν θέλουμε νά κάνουμε τίς Ἀκολουθίες ἀκριβῶς στήν ὥρα τους.
Τώρα γιά πρακτικούς λόγους κάποιες φορές καί στά μοναστήρια ἀκόμα τίς συμπυκνώνουμε κάπως. Μπορεῖ νά κάνουμε τήν νύχτα Μεσονυκτικό, Ὄρθρο, ἴσως καί τήν πρώτη Ὥρα. Μετά κατά τήν διάρκεια τῆς ἡμέρας, συνήθως κατά τίς 12 τό μεσημέρι κάνουμε τρίτη, ἕκτη καί τό ἀπόγευμα κατά τίς τρεῖς περίπου κάνουμε ἐνάτη καί Ἑσπερινό. Μερικοί κάνουν καί τό Ἀπόδειπνο.Ἄν ἀναλύσουμε λίγο αὐτή τήν προσευχή, πού εἶναι πολύ ὡραία καί ἔχει σχέση μέ τό θέμα μας, λέμε «Χριστέ, τό φῶς τό ἀληθινόν», δηλαδή Ἐσύ Χριστέ μου πού εἶσαι τό φῶς τό ἀληθινό, τό φῶς τό ἄκτιστο, γιατί ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μᾶς εἶπε «Ἐγώ εἰμι τό φῶς καί ὁ ἀκολουθῶν ἐμοί ἕξει τό φῶς τῆς ζωῆς» (Ἰω. 8,12). Τό φῶς τό ἀληθινό εἶναι ὁ Χριστός. Ὄχι ὅτι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι φῶς, ἀλλά μία ἀπό τίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ εἶναι τό φῶς. Δηλαδή ἐμφανίζεται ὡς φῶς, ἀλλά δέν ἔχει σχέση μέ αὐτό τό φῶς τό κτιστό, τό ὑλικό πού ἔχουμε ἀπό τόν ἥλιο, ἀπό τόν ἠλεκτρισμό καί ἀπό τήν φωτιά. Δέν ἔχει καμιά σχέση μ’ αὐτό τό φῶς τό ἄκτιστο φῶς πού εἶναι ὁ Θεός. Εἶναι ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. 
Αὐτό τό ἄκτιστο φῶς φανερώθηκε πολλές φορές στούς ἀνθρώπους. Φανερώθηκε στήν Μεταμόρφωση. Αὐτό τό φῶς εἶδαν οἱ Ἀπόστολοι καί ἔπεσαν κάτω, δέν τό ἄντεξαν. Αὐτό τό ἄκτιστο φῶς φανερώθηκε στόν Ἀπόστολο Παῦλο πρίν ἀκόμα μετανοήσει, ὅταν λεγόταν Σαῦλος καί πήγαινε στήν Δαμασκό νά κυνηγήσει καί νά συλλάβει τούς χριστιανούς, γιατί νόμιζε ὅτι οἱ χριστιανοί καταστρέφουν τήν θρησκεία, τόν Ἰουδαϊσμό, τήν θρησκεία τῶν πατέρων του.
Αὐτό τό φῶς φανερώθηκε καί στήν Παλαιά Διαθήκη πρίν ἔρθει ἀκόμα ὁ Χριστός, γιατί ὁ Θεός καί τό φῶς τοῦ Θεοῦ ὑπῆρχε πάντοτε. Φανερώθηκε, γιά παράδειγμα, στόν Μωυσῆ ὅταν ἦταν 80 ἐτῶν καί φύλαγε τά πρόβατα ἐκεῖ στό ὄρος Σινᾶ, ὅπου βρίσκεται τώρα τό μοναστήρι τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνας. Ἄκουσε καί φωνή ἀπό μία βάτο, ἡ ὁποία ἀφενός μέν φαινόταν νά βγάζει φωτιά, ἀλλά νά μήν καίγεται, νά μήν καταστρέφεται, ὅπως συνήθως ἡ φωτιά καταστρέφει τήν βάτο. Φλεγομένη καί μή κατακαιομένη, γιατί ἡ φλόγα δέν ἦταν ὑλική, κτιστή φλόγα, ἀλλά ἦταν τό ἄκτιστο φῶς τοῦ Θεοῦ. Ἦταν ὁ Θεός δηλαδή πού μιλοῦσε μέσα ἀπό τήν βάτο, ὁ ἄσαρκος Λόγος, ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ Χριστός -θά λέγαμε- τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης πού ἀκόμα δέν εἶχε πάρει σάρκα.
Αὐτό τό φῶς φανερώθηκε καί πολλές ἀκόμα φορές στήν Παλαιά καί στήν Καινή Διαθήκη. Μιά ἄλλη περίπτωση εἶναι, ὅταν οἱ Ἑβραῖοι πήγαιναν στήν ἔρημο. Ἐκεῖ στήν ἔρημο σύμφωνα μέ τό κείμενο προπορευόταν ὅλου αὐτοῦ τοῦ πλήθους. Ὅταν ἔφυγαν μέ ἀρχηγό τόν Μωυσῆ κατ’ ἐντολή τοῦ Θεοῦ ἀπό τήν Αἴγυπτο γιά νά γλιτώσουν ἀπό τά βασανιστήρια πού τούς ἔκανε ὁ Φαραώ, ἦταν πάνω ἀπό 1.000.000. Χτύπησε μέ τό ραβδί ὁ Μωυσῆς τήν Ἐρυθρά θάλασσα καί ἄνοιξε θαυματουργικά, γιά νά περάσουν ἀπέναντι στήν ἔρημο τοῦ Σινᾶ. Ἐκεῖ βάδιζαν μέσα στήν ἔρημο καί μέ πολύ τρανταχτό τρόπο τούς σκέπαζε ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ. Φαινόταν ὁ Θεός συνεχῶς μπροστά τους μέ τό φῶς Του, τό ὁποῖο τό κείμενο ὀνομάζει νεφέλη. Ἡ νεφέλη ἦταν ἕνα σύννεφο φωτεινό, τό ὁποῖο ἦταν πάλι τό ἄκτιστο φῶς τοῦ Θεοῦ. Αὐτή ἡ νεφέλη πήγαινε μπροστά καί ἐπάνω ἀπό ὅλο αὐτό τό πλῆθος. Τήν μέν ἡμέρα τούς ἔκανε ἴσκιο, γιατί ἡ θερμοκρασία ἔφτανε ἐνδεχομένως καί 50ο C καί ἡ ζέστη αὐτή δέν ἀντέχεται μέσα στήν ἔρημο, ὁπότε ὁ Θεός τούς κάλυπτε καί τούς προστάτευε μέ τό φῶς Του. Τήν δέ νύχτα αὐτή ἡ νεφέλη τούς φώτιζε καί, ἄν ἤθελαν, μποροῦσαν νά συνεχίσουν νά βαδίζουν, πράγμα τό ὁποῖο στήν ἔρημο λόγω τῆς ζέστης εἶναι πιό εὔκολο. Ἦταν ὁρατή, ὁρατότατη θά λέγαμε, ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ.
Κι ὅμως αὐτός ὁ λαός πού καθημερινά ἔβλεπε τόσο ξεκάθαρα τόν Θεό, πόσες φορές Τόν ἐγκατέλειψε; Ἔτσι εἴμαστε οἱ ἄνθρωποι. Συνηθίζουμε καί τά θαύματα ἀκόμα, γιατί δέν πιστεύουμε πραγματικά καί ἡ ζωή μας δέν θέλουμε νά ἀλλάξει. Λένε μερικοί: «νά κάνει ὁ Θεός ἕνα θαῦμα νά πιστέψω». Μά γίνονται θαύματα. Κάθε μέρα γίνονται θαύματα καί σήμερα. Πρίν λίγες μέρες μᾶς ἀξίωσε ὁ Θεός καί πήγαμε ἕνα προσκύνημα στήν Παναγία τήν Μαλεβῆ, ἕνα μοναστήρι στήν Πελοπόννησο. Ἐκεῖ ὑπάρχει μία εἰκόνα τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, ἡ ὁποία μυροβλίζει. Πολλά χρόνια θαυματουργικά βγάζει μύρο. Εἶχε γίνει ὁλόκληρο θέμα, ἄν εἶναι ὄντως θαῦμα… μήπως δέν εἶναι… οἱ ἄπιστοι ἔλεγαν τά δικά τους καί ἦρθε, ἡ Ἀστυνομία. Τούς ἔβγαλε ὅλους ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία, πῆραν σφουγγάρια, κουβάδες, ἀπορρυπαντικά, ἔπλυναν τήν εἰκόνα, τήν ξαναέπλυναν, τήν στέγνωσαν, ἔβαλαν καί ἕναν Ἀστυνομικό νά τήν φυλάει, μήν πάει καμιά καλόγρια τήν νύχτα καί βάλει μύρο… Καί τί ἔγινε; Τήν νύχτα ἡ εἰκόνα ἔβγαλε τόσο μύρο πού ἔτρεξε καί στό πάτωμα, ἔτρεξε μέσα στήν Ἐκκλησία, βγῆκε ἀπό τήν πόρτα καί ἔφτασε μέχρι τά πόδια τοῦ Ἀστυνομικοῦ! Ὁπότε κατάλαβαν ὅτι δέν εἶναι τέχνασμα τῶν καλογραιῶν, ὅπως ἔλεγαν κάποιοι, ἀλλά ἦταν θαῦμα τοῦ Θεοῦ καί ἔγιναν πολλές θεραπεῖες ἀσθενῶν μ’ αὐτό τό μύρο.
Δέν εἶναι αἰτία τῆς ἀπιστίας, ὅτι δέν ὑπάρχουν θαύματα. Οὔτε ἡ λογική εἶναι αἰτία. Κάποιοι ἰσχυρίζονται: «ἡ λογική μέ ἐμποδίζει νά πιστέψω στόν Θεό». Δέν τούς ἐμποδίζει ἡ λογική. Ἀντίθετα ἡ λογική μᾶς δείχνει τόν Θεό. Βλέπεις, γιά παράδειγμα, καθώς περπατᾶς στό δάσος ἕνα ρολόι. Εἶναι λογικό νά πεῖς ὅτι αὐτό τό ρολόι ἔγινε τυχαῖα; Ὅτι δηλαδή μετά ἀπό τετράκις ἑκατομμύρια χρόνια μαζεύτηκαν τά μόρια τοῦ πλαστικοῦ, τοῦ γυαλιοῦ, ἔφτιαξαν τό κάλυμμα. Μετά τά μόρια τοῦ σιδήρου ἔφτιαξαν δεῖκτες, ἔφτιαξαν ἀριθμούς, δημιουργήθηκε ὅλο αὐτό, κουρδίστηκε κιόλας μόνο του καί ἄρχισε νά δουλεύει! Εἶναι τρελό! Δέν μπορεῖ νά γίνει ποτέ. Πολύ περισσότερο ἕνα σύμπαν πού δουλεύει πολύ πιό τέλεια ἀπό ἕνα ρολόι δέν εἶναι δυνατόν νά ἔγινε ἀπό μόνο του. Ἡ ἴδια ἡ λογική λέει ὅτι ὑπάρχει πίσω ἀπ’ ὅλο αὐτό τό σύμπαν κάποιος πού τό ἔφτιαξε. Ἕνα σπίτι λ.χ. θέλει κατασκευαστή. Εἶναι ἀδύνατο νά γίνει μόνο του, νά μαζευτοῦν τά τοῦβλα καί τά τσιμέντα καί νά φτιάξουν σπίτι! Ἀδύνατον! Ὅσο καί νά φυσάει ἀέρας, δέν γίνεται ποτέ. Ἔτσι καί αὐτό τό τεράστιο σύμπαν πού εἶναι πολύ τελειότερο ἀπό τά σπίτια πού φτιάχνει ὁ ἄνθρωπος, δέν μπορεῖ νά ἔγινε μόνο του. Ἀπαιτεῖ κάποιον νοῦ σοφότατο, παντοδύναμο καί ἐπίσης καί καλλιτέχνη, γιατί εἶναι πανέμορφο. Βλέπεις τόν οὐρανό τήν νύχτα καί χαίρεσαι, τίς πεδιάδες, τά λαγκάδια, ὅλα αὐτά τά ὡραῖα πού ἔχουμε στήν γῆ. Ἑπομένως ἡ λογική σέ ὠθεῖ νά πιστέψεις.
– Τί ἐμποδίζει ὅμως τόν ἄνθρωπο νά πιστέψει;
Ἐμποδίζει, ὅπως ἔλεγε ἕνας σοφός Γάλλος ὁ Πασκάλ, ἡ καρδιά. Ὄχι ὁ ἐγκέφαλος. Δηλαδή τά πάθη πού κατοικοῦν στήν καρδιά καί τά ὁποῖα διαμορφώνουν μετά καί τήν ὅλη ζωή μας. Ἀνάλογα μέ τό τί ἔχουμε στήν καρδιά μας, ποιός εἶναι ὁ θησαυρός μας, αὐτός εἶναι καί ὁ Θεός μας, αὐτό εἶναι καί ἡ ζωή μας. Γι’ αὐτό εἶπε καί ὁ Χριστός: «ὅπου εἶναι ὁ θησαυρός σου, ἐκεῖ εἶναι καί ἡ καρδιά σου» (Ματθ. 6,21). Ὅ,τι δηλαδή ἐσύ ἔχεις ὡς πιό πολύτιμο, ὡς θησαυρό, ἐκεῖ ἔχεις καί τήν καρδιά σου. Ἄν λοιπόν τό πιό πολύτιμο γιά σένα εἶναι ὁ ἑαυτός σου, τό σῶμα σου, ἡ καλοπέρασή σου, αὐτό τό ἔχεις κάνει καί θεό. Ἑπομένως δέν μπορεῖς νά πιστέψεις στόν ἀληθινό Θεό πού λέει ὅτι μπορεῖ νά χρειαστεῖ νά ἀρνηθεῖς καί τό σῶμα σου, νά μισήσεις καί τήν ζωή σου, νά δώσεις καί τήν ζωή σου γιά Μένα. Ποιά ζωή νά δώσουμε; Ἀστεῖα πράγματα. Ἐδῶ δέν δίνουμε οὔτε ἕνα εὐρώ σ’ ἕναν φτωχό, ἕνα λεπτό, ἕνα χαμόγελο, ἕνα συγγνώμη καί θά δώσουμε τήν ζωή μας;
Τί μᾶς ἐμποδίζει; Ἀκριβῶς αὐτή ἡ ἄρρωστη ἀγάπη πού ἔχουμε γιά τόν ἑαυτό μας. Αὐτό εἶναι πού ἐμποδίζει ἕναν ἄνθρωπο νά πιστέψει. Γιατί, ἄν πιστέψει, θά πρέπει νά ἀπαρνηθεῖ αὐτή τήν ἄρρωστη ἀγάπη πού ἔχει στόν ἑαυτό του, τήν ἄρρωστη ἀγάπη πού ἔχει στά ἀργύρια, στά χρήματα, στά κληρονομικά του κτήματα καί νά συγχωρέσει ὅσους τόν ἀδίκησαν. Δέν τό κάνει, ἐξαιτίας τῆς ἀγάπης στόν ἑαυτό του καί λέει «ὁ κόσμος θά πεῖ ὅτι εἶμαι χαζός πού δέν διεκδικῶ καί δέν πάω στά δικαστήρια καί τί θά γίνει ἡ οἰκογένειά μου καί τά παιδιά μου κ.λ.π.». Ἔχει τήν ἐλπίδα του στά χρήματα καί στά κτήματα καί ὄχι στόν Θεό. Ὁπότε λέει: «Τί νά πῶ τώρα; Καλύτερα νά πῶ ὅτι δέν ὑπάρχει Θεός», γιατί ἔτσι δικαιολογεῖται καί νά πάει στά δικαστήρια καί νά βρίσει καί νά χτυπήσει, ὅσα κάνει ἕνας ἐμπαθής ἄνθρωπος.
Νά λοιπόν πού μᾶς ἐμποδίζει ἡ καρδιά, ὅπως ἔλεγε ὁ Πασκάλ, δηλαδή οἱ ἄρρωστες ἀγάπες πού ἔχουμε μέσα μας. Καί αὐτές οἱ ἄρρωστες ἀγάπες, πού ἔχει ὁ ἄνθρωπος, ὅταν δέν ἔχει μετανοήσει, εἶναι τρεῖς. Ἀγαπάει κατεξοχήν τόν ἑαυτό του καί ἀπό αὐτή τήν ἀγάπη στόν ἑαυτό του, στήν σάρκα του, στό σῶμα του κυρίως, γιατί τήν ψυχή του τήν ἔχει πετάξει ἐντελῶς, ἀγαπάει τά χρήματα, γιατί νομίζει ὅτι μέ τά χρήματα θά στηρίξει τήν καλοπέρασή του. Ἀγαπάει τό καλό ὄνομα, τήν εἰκόνα πρός τά ἔξω, τήν δόξα, τά μπράβο-μπράβο τῶν ἀνθρώπων ἤ ἔστω μιά ἀξιοπρέπεια, ὅπως τό λέμε. Ἔχουμε καί τέτοιες ὁρολογίες γιά νά ὡραιοποιοῦμε τά πάθη μας.. Ἀγαπάει τήν καλοπέραση, τίς ἡδονές τοῦ σώματος, τό φαγητό κ.λ.π. Ὅ,τι δίνει εὐχαρίστηση στίς αἰσθήσεις. Αὐτά λοιπόν εἶναι οἱ αἰτίες τῆς ἀπιστίας.
Λέμε λοιπόν σ’ αὐτή τήν προσευχή: «Χριστέ, τό φῶς τό ἀληθινόν», δηλαδή Ἐσύ Χριστέ μου πού εἶσαι τό φῶς τό ἀληθινό, «τό φωτίζον πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τόν κόσμον», τό φῶς δηλαδή πού φωτίζει πάντα ἄνθρωπο ἐρχόμενον εἰς τόν κόσμον, «σημειωθήτω ἐφ’ ἡμᾶς τό φῶς τοῦ προσώπου Σου». Σέ παρακαλοῦμε Χριστέ μας νά σημιωθεῖ, νά φωτίσει θά λέγαμε καί τό δικό μας πρόσωπο τό φῶς τοῦ προσώπου Σου. Εἴδατε στήν Μεταμόρφωση πού λέει ὅτι τό φῶς ἔβγαινε μέσα ἀπό τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί τό πρόσωπό Του ἔλαμπε ὅπως ὁ ἥλιος καί δέν μποροῦσαν νά ἀτενίσουν οἱ Ἀπόστολοι τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ; Μπορεῖς νά δεῖς τόν ἥλιο; Δέν μπορεῖς. Πολύ περισσότερο δέν μποροῦσαν νά δοῦν τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἀπό τό ἄκτιστο φῶς πού ἐξέπεμπε καί ἔπεσαν κάτω, δέν τό ἄντεχαν. Καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος πού ἀκόμα δέν εἶχε μετανοήσει, μόλις εἶδε τό ἄκτιστο φῶς πηγαίνοντας γιά τήν Δαμασκό, τυφλώθηκε. Δέν τό ἄντεξε.
Αὐτό μᾶς διδάσκει καί κάτι ἄλλο: γιά νά δοῦμε τό φῶς τοῦ Χριστοῦ, πρέπει νά ἀλλάξουν τά μάτια μας, νά μήν εἶναι τά φυσικά μας μάτια. Ὁ Χριστός θά πρέπει νά μᾶς τά ἀλλάξει, ὥστε νά ἀντέχουν αὐτό τό ἄκτιστο φῶς τοῦ Θεοῦ. Ὅταν βαφτίστηκε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἔφυγε τό σκοτάδι καί μποροῦσε νά βλέπει τό ἄκτιστο φῶς χωρίς νά τυφλώνεται. Γι’ αὐτό λέει μετά πῆγε στήν ἔρημο τῆς Ἀραβίας καί ἀνέβηκε μέχρι τρίτου οὐρανοῦ, δηλαδή πάλι εἶδε τό ἄκτιστο φῶς καί εἶχε κι ἄλλες οὐράνιες ἐμπειρίες τοῦ Θεοῦ, θεοπτία δηλαδή. Τό ἴδιο καί οἱ Ἀπόστολοι. Καί στήν Πεντηκοστή πάλι εἶδαν τό ἄκτιστο φῶς πού ἐκεῖ φανερώθηκε «ἐν εἴδει πυρίνων γλωσσῶν». Οἱ πύρινες γλῶσσες, οἱ γλῶσσες φωτιᾶς εἶναι πάλι τό ἄκτιστο φῶς, τό φῶς τοῦ Θεοῦ, τό ὁποῖο ἐκεῖ φανερώθηκε ὡς φωτιά.
Παρακαλοῦμε λοιπόν καί λέμε «Χριστέ, τό φῶς τό ἀληθινόν, τό φωτίζον καί ἁγίαζον πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τόν κόσμον». Αὐτό τό φῶς τοῦ Θεοῦ τό ἄκτιστο, ὄχι μόνο μᾶς φωτίζει ἀλλά καί μᾶς ἁγιάζει, μᾶς καθαρίζει. Αὐτό τό φῶς παρακαλοῦμε νά ἔρθει καί σέ μᾶς νά μᾶς φωτίσει: «σημειωθήτω ἐφ’ ἡμᾶς τό φῶς τοῦ προσώπου Σου ἵνα ἐν αὐτῷ ὀψόμεθα φῶς τό ἀπρόσιτον». Αὐτό εἶναι πολύ σημαντικό.
– Γιατί παρακαλοῦμε νά ἔρθει τό φῶς τοῦ Θεοῦ;
Γιά νά μᾶς φωτίσει, νά μᾶς ἁγιάσει καί νά δοῦμε διαμέσου αὐτοῦ τοῦ φωτός, τοῦ θεϊκοῦ φωτός, τό φῶς τό ἀπρόσιτον. Ποιό εἶναι τό φῶς τό ἀπρόσιτον; Πάλι ὁ Θεός. Δέν μποροῦμε νά δοῦμε τόν Θεό μέ τά δικά μας μάτια. Ζητᾶμε φῶς ἀπό τόν Θεό γιά νά δοῦμε τόν Θεό. Ὁ Θεός δηλαδή βλέπεται διά τοῦ Θεοῦ. Δέν μπορεῖ νά Τόν δεῖ ὁ ἄνθρωπος ἄν δέν ἔχει αὐτό τό φῶς τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό παρακαλοῦμε: «Θεέ μου ἔλα φώτισέ με γιά νά Σέ δῶ». Δέν μποροῦμε νά Τόν δοῦμε, ἄν δέν μᾶς φωτίσει, ἄν δέν μᾶς ἁγιάσει, ἄν δέν μᾶς καθαρίσει. Τελικά, θά λέγαμε, σχεδόν ὅλα τά κάνει ὁ Θεός. Ἐμεῖς μόνο κάτι μικρό κάνουμε. Ζητᾶμε καί λέμε: «Θεέ μου θέλω νά Σέ δῶ, ἀλλά γιά νά Σέ δῶ, φώτισέ με γιατί τό ὑλικό φῶς δέν εἶναι κατάλληλο γιά νά Σέ δῶ, θέλω τό δικό Σου φῶς, δός μου αὐτό τό φῶς».
– Πῶς μᾶς δίνει ὁ Θεός αὐτό τό φῶς;
Μέ τήν μετάνοια. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀρχίζει νά κινεῖται στόν Θεό, νά μετανοεῖ, δηλαδή νά μετακινεῖ τόν νοῦ του ἀπό ὅλα αὐτά τά μάταια πού λέγαμε προηγουμένως, τίς ἄρρωστες ἀγάπες: τά χρήματα, τήν δόξα καί τίς ἡδονές. Παίρνει τόν νοῦ του ἀπό αὐτά καί ἀποφασίζει νά πλησιάσει τόν Θεό. Ἀρχίζει νά περπατάει καί νά πηγαίνει στόν Θεό…. Ὅπως ὁ ἄσωτος, λέει «Στάσου, ἐγώ τί κάνω ἐδῶ μέ τά γουρούνια; Ἐγώ ἤμουν ἀρχοντόπουλο, εἶχα τά πάντα στό σπίτι τοῦ πατέρα μου, θά γυρίσω στόν πατέρα μου». Ἄρχισε λοιπόν καί πήγαινε. Δέν τόν περίμενε ὁ πατέρας μέσα στό σπίτι. Βγῆκε ἔξω, τόν ἀγκάλιασε, τόν φίλησε… Αὐτός ἔκανε βέβαια τήν ἐξομολόγησή του: «ἥμαρτον πάτερ εἰς τόν οὐρανόν καί ἐνώπιόν σου» (Λουκ. 15,18). Ὁ πατέρας λέει «ἐντάξει, φέρτε του τήν στολή τήν πρώτη», ὅ,τι φοροῦσε πρίν δηλαδή, τήν καλύτερη στολή του καί «δέν θά εἶσαι δοῦλος ὅπως ζητᾶς, θά εἶσαι πάλι υἱός». Τόν ἀποκαθιστᾶ. Ἔτσι καί ὁ Θεός, μέ τό πού θά ἀρχίσουμε νά κινούμαστε, βγαίνει καί μᾶς ἀγκαλιάζει. Ἀλλά πρέπει νά ἀρχίσουμε νά κινούμαστε. Ὅσο εἴμαστε μέ τούς χοίρους, τά γουρούνια δηλαδή, δέν ἔρχεται ὁ Θεός. Γιατί; Γιατί θέλει νά πᾶμε κοντά Του μέ τήν θέλησή μας, ὄχι ἀναγκαστικά. Ὅταν λοιπόν δεῖ ὅτι θέλουμε, ἔρχεται καί μᾶς ἀγκαλιάζει.
Γι’ αὐτό σᾶς λέω ὅτι ὁ Θεός κάνει σχεδόν τά πάντα. Ἀπό μᾶς περιμένει μόνο αὐτήν τήν κίνηση, τήν μετάνοια. Ἔτσι, ὅταν ἦρθε στήν γῆ ὁ Χριστός μας, δέν εἶπε κάτι ἄλλο. Δέν εἶπε: «Ἐλᾶτε νά κάνουμε ἕνα συνέδριο νά σᾶς ἀποδείξω ὅτι ἐγώ εἶμαι ὁ Θεός. Ἐγώ ἔφτιαξα ἐσᾶς, τό σύμπαν…». Δέν εἶπε τέτοια πράγματα. Εἶπε μόνο «μετανοῆστε». Γιατί, ἅμα μετανοήσεις, τότε θά δεῖς τόν Θεό. Τό πρόβλημα, ὅπως εἴπαμε, δέν εἶναι λογικῆς, νά πειστοῦμε ὅτι αὐτός εἶναι ὁ Θεός. Εἶναι πρόβλημα καρδιᾶς. Πρέπει νά φύγουν τά πάθη, τά σκοτάδια. Κι ἄν φύγουν αὐτά μέ τήν μετάνοια, ἔρχεται τό φῶς τοῦ Θεοῦ μέ τό ὁποῖο βλέπεις τό φῶς τό ἀπρόσιτο, τόν Θεό δηλαδή. Μετά δέν εἶναι ἀνάγκη νά σοῦ πεῖ κανένας τίποτα, ἀφοῦ Τόν βλέπεις τόν Θεό, ὅπως σᾶς βλέπω καί μέ βλέπετε καί δέν χρειάζεται κάποιος νά μᾶς πείσει ὅτι ὑπάρχουμε. Ἔτσι καί ὅταν κάποιος μετανοήσει, βλέπει τόν Θεό καί δέν χρειάζεται λογικές ἀποδείξεις. Αὐτά εἶναι βοηθητικά γιά αὐτούς πού ἔχουν καλή διάθεση καί δέν ἔχουν ξεκινήσει καλά-καλά τόν δρόμο τῆς μετανοίας.
Ὁπότε βλέπετε αὐτή ἡ εὐχή εἶναι πολύ σπουδαία, γιατί μιλάει γιά φωτισμό. Ἔχουμε πεῖ ὅτι εἶναι τρία τά στάδια τῆς πνευματικῆς ζωῆς: εἶναι ἡ κάθαρση, ὁ φωτισμός καί ἡ θέωση.
– Πῶς γίνεται ἡ κάθαρση;
Μᾶς τό λέει αὐτή ἡ εὐχή. Οἱ εὐχές πού ἔχουμε στήν Ἐκκλησία εἶναι πολύ σπουδαῖο πράγμα, ἐκφράζουν τήν θεολογία μας καί φανερώνουν τήν θεραπευτική τῆς Ἐκκλησίας, γιατί ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕνα μεγάλο νοσοκομεῖο ψυχῶν καί σωμάτων. Ἄν θεραπευθεῖ ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, θεραπεύεται καί τό σῶμα, λειτουργεῖ μιά χαρά, ὅπως ἔλεγε ὁ ἅγιος Πορφύριος. Ὅταν ἡ ψυχή ἔχει ὑγεία καί τό σῶμα λειτουργεῖ πολύ καλά, δηλαδή καί οἱ ἐκκρίσεις τῶν ἐνδοκρινῶν ἀδένων (εἶναι μικροί ἀδένες τοῦ σώματός μας πού εἶναι πολύ σημαντικά ὄργανα καί καθορίζουν ὅλες τίς λειτουργίες ἀνάλογα πόσο θά ἐκκρίνουν ἀπό τίς ὁρμόνες). Ὑπάρχουν ὁρμόνες πού ἐκκρίνει τό σῶμα μας, οἱ ὁποῖες ρυθμίζουν ὅλες τίς λειτουργίες. Ἄς ποῦμε ὑπάρχει ἕνας ἀδένας πού λέγεται ἐπινεφρίδια καί εἶναι σάν δυό μικρά μπαλάκια πάνω στά νεφρά πού βγάζουν μιά ὁρμόνη τήν κορτιζόλη. Ἡ ὁρμόνη αὐτή ἐκκρίνεται ὅταν ὁ ἄνθρωπος βρεθεῖ σέ μιά κατάσταση στρές, ἀγωνίας ἤ κινδύνου. Τότε βγάζουν μεγάλη ποσότητα αὐτῆς τῆς ὁρμόνης καί ὅλος ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται σέ κατάσταση ἔντασης γιά νά ἀντιμετωπίσει τήν ἔκτακτη κατάσταση.
– Πῶς ἐκκρίνονται ὅμως οἱ ὁρμόνες;
Ἡ ψυχή εἶναι πού προειδοποιεῖ καί δίνει ἐντολή νά βγεῖ αὐτή ἡ ὁρμόνη, ὥστε καί τό σῶμα νά πάρει τήν ἀνάλογη στάση καί νά ἀντιμετωπίσει ὅ,τι ἔχει παρουσιαστεῖ. Πρῶτα δηλαδή ἡ ψυχή ἀντιλαμβάνεται τόν κίνδυνο, δίνει ἐντολή ὁ ἐγκέφαλος καί μετά γίνεται ἡ ἔκκριση τῆς ὁρμόνης. Ὅταν λοιπόν ἡ ψυχή δέν λειτουργεῖ σωστά, ὁ ἄνθρωπος φοβᾶται χωρίς λόγο, ἔχει φοβίες καί ἄγχη ἀδικαιολόγητα, ὁπότε ἡ ψυχή δίνει ἐντολή στούς ἀδένες νά βγάλουν κορτιζόλη, ἐνῶ στήν πραγματικότητα δέν χρειάζεται. Ὁ ἄνθρωπος τρέμει μέ τό τίποτα χωρίς νά ὑπάρχει κίνδυνος καί μπορεῖ νά καταλήξει καί στόν ψυχίατρο, ἐνῶ οὐσιαστικά εἶναι ἄρρωστη ἡ ψυχή του ἡ ὁποία μετά δημιουργεῖ καί στό σῶμα δυσλειτουργία. Ἄν ὅμως ἡ ψυχή εἶναι ἤρεμη, ὁ ἄνθρωπος εἶναι μέσα στή χάρη τοῦ Θεοῦ, προσεύχεται, δέν ταράζεται, μέ ἀποτέλεσμα καί τό σῶμα καί οἱ ἀδένες νά λειτουργοῦν φυσιολογικά καί τότε δέν ἔχει οὔτε ἄγχος, οὔτε φοβία, οὔτε ἀγωνία, οὔτε τίποτα.
Κάποιοι λένε ὅτι ἔχουν κλειστοφοβία. Ἀνόητος φόβος! Ἀλλά ἔχει τήν αἰτία του. Φοβᾶται ἡ ψυχή αὐτό, γιατί πολύ ἁπλά δέν φοβᾶται σωστά τόν Θεό. Φοβοῦμαι τόν Θεό θά πεῖ σέβομαι τόν Θεό. Ὅταν σέβεσαι τόν Θεό, τηρεῖς τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Ἄν δέν φοβᾶσαι τόν Θεό καί δέν σέ ἐνδιαφέρουν οὐσιαστικά οἱ «προδιαγραφές τοῦ κατασκευαστή» -γιατί αὐτές εἶναι οἱ ἐντολές τοῦ Θεοῦ- μετά θά γεμίσεις μέ ἕνα σωρό διαβολικούς φόβους. Φοβᾶσαι ἕνα σωρό ἀνόητα πράγματα πού σοῦ βάζει ὁ διάβολος, χωρίς πράγματι νά ὑπάρχει κίνδυνος. Γιατί ὅμως τά βάζει; Γιατί ἔχει ἀποκτήσει δικαιώμαστα στήν ψυχή, ἡ ὁποία ἐπειδή δέν τηρεῖ τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, ὁ διάβολος τήν ζητάει ἀπό τόν Θεό, γιατί κάνει τά δικά του θελήματα. Καί μετά ὁ διάβολος μᾶς περιποιεῖται ἀνάλογα. Σέ ἄλλον βάζει κατάθλιψη, σέ ἄλλον βάζει ἄγχος, ψυχολογικά, χίλια δυό. Καί μετά τά ψυχολογικά ἔρχονται τά σωματικά. Ὑπάρχουν οἱ λεγόμενες ψυχοσωματικές νόσοι. Τέτοιες νόσοι εἶναι τό ἕλκος τοῦ στομάχου, τό ἕλκος τοῦ δωδεκαδακτύλου, τό εὐερέθιστο ἔντερο, νόσοι δηλαδή πού αἰτία τους εἶναι ἡ ψυχή.
– Γιατί ἀρρωσταίνει ἡ ψυχή;
Γιατί ἀκριβῶς δέν τηρεῖ ὁ ἄνθρωπος τίς προδιαγραφές του. Γιά νά λειτουργήσει σωστά ἡ ψυχή, πρέπει νά τρώει σωστά. Ὅπως τό σῶμα ἅμα δέν τρώει σωστά, ἀδυνατίζει, δηλητηριάζεται, ἀρρωσταίνει καί πεθαίνει. Ἔτσι καί ἡ ψυχή. Ἡ ψυχή θέλει φαγητό.
– Ποιό εἶναι τό φαγητό τῆς ψυχῆς;
Εἶναι ὁ Θεός, ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ. Αὐτό εἶναι πού δίνει ζωή στήν ψυχή. Γι’ αὐτό λέει: «ὁ Θεός ἐνεφύσησεν εἰς τόν Ἀδάμ καί ἐγένετο εἰς ψυχήν ζῶσαν» (Γεν. 2,7), δηλαδή ὁ Ἀδάμ ἔγινε μέ ψυχή ζωντανή. Δηλαδή τό ἐμφύσημα τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι τό Ἅγιο Πνεῦμα, ὅπως τό ἑρμηνεύουν οἱ ἅγιοι Πατέρες, εἶναι πού ἔδωσε ζωή στήν ψυχή τοῦ Ἀδάμ. Δηλαδή ἡ ψυχή ζεῖ μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα, μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἄν λοιπόν ἡ ψυχή δέν τρώει τήν χάρη τοῦ Θεοῦ, δέν ἔχει ζωή. Ἔχει κατάθλιψη, ἄγχος, φοβίες, πού ἀποδεικνύουν μιά ψυχή νεκρωμένη. Αὐτό θά πεῖ ἄγχος, κατάθλιψη καί ὅλα αὐτά. Μιά ψυχή πού δέν ἔχει ζωή. Τί λείπει καί δέν ἔχει ζωή; Τό φαγητό. Ποιό εἶναι τό φαγητό; Τό Ἅγιο Πνεῦμα.
– Ποῦ θά τό βροῦμε τό Ἅγιο Πνεῦμα, τήν χάρη τοῦ Θεοῦ;
Στήν Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό ταμεῖο τῆς χάρης. Εἶναι ἡ ἀποθήκη πού θά βρεῖς νά φᾶς. Γι’ αὐτό μᾶς λένε οἱ Πατέρες «ἄν δέν πᾶς τρεῖς Κυριακές, πεθαίνεις – ἀφορίζεσαι». Ἀφορίζεσαι σημαίνει πεθαίνεις πνευματικά, ψυχικά, γιατί δέν τρῶς. Ὅταν λέμε τρεῖς Κυριακές νά μήν ἐκκλησιάζεσαι, δέν ἐννοοῦμε νά μήν πᾶς νά ἀνάψεις τό κεράκι σου, ἀλλά νά μήν κοινωνήσεις. Στά πρῶτα χρόνια ἦταν αὐτονόητο, ὅταν πήγαινε στήν Ἐκκλησία κανείς, ὅτι θά κοινωνοῦσε. Ἀντίθετα στίς μέρες μας, πού τά ἔχουμε τόσο πολύ διαστρέψει τά πράγματα, σέ ρωτᾶνε: «γιατί κοινώνησες;», ὄχι «γιατί δέν κοινώνησες;»! Φοβερό! Πρέπει νά ἀπολογηθεῖς, γιατί κοινωνᾶς κάθε Κυριακή σέ κάποιους πού λένε: «τί σούπα τό πέρασες;». Ἀνόητα πράγματα. «Τί πιό καλό νά κοινωνᾶς τήν Ζωή», τόν Χριστό δηλαδή «πολλαχῶς», λέει ὁ Μέγας Βασίλειος. Πολλές φορές καί ὄχι μόνο κάθε Κυριακή, ἀλλά καί κάθε μέρα ἄν μπορεῖς, μέ τήν εὐλογία πάντα τοῦ Πνευματικοῦ.
Ἑπομένως μιλᾶμε στήν Ἐκκλησία γιά κάθαρση, φωτισμό καί θέωση. «Χριστέ, τό φῶς τό ἀληθινόν, τό φωτίζον καί ἁγιάζον πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τόν κόσμον». Ποιός φωτίζει καί ἁγιάζει; Ὁ Χριστός. Ἄρα:
– Ὁ ἁγιασμός καί ὁ φωτισμός ἀπό ποιόν γίνονται;
Ἀπό τόν Χριστό. Ἀπό τήν χάρη τοῦ Θεοῦ. Δέν μπορεῖς οὔτε κάθαρση νά κάνεις χωρίς τόν Χριστό, οὔτε νά φωτιστεῖς. Αὐτά τά φῶτα τῆς Εὐρώπης πού λένε καί τοῦ Διαφωτισμοῦ καί τῆς Ἀναγέννησης καί ὁ πολιτισμός, ἡ κουλτούρα, οἱ πολιτιστικές ἐκδηλώσεις κ.λ.π. οὐσιαστικά δέν εἶναι τίποτα γιά τήν ψυχή, ἄν δέν εἶναι μέσα σ’ αὐτά ὁ Χριστός. Ἄν εἶναι ὁ Χριστός, τότε εἶναι τό πᾶν. Πράγματι παίρνεις φῶς. Ἀλλιῶς εἶναι δαιμονικά ὑποκατάστατα, πού ὄχι μόνο δέν φωτίζουν τόν ἄνθρωπο ἀλλά τόν σκοτίζουν κι ἄλλο. Ἡ ἐκπαίδευση, τά Πανεπιστήμια, ὅλα αὐτά δέν ἔχουν τό ἀληθινό φῶς. Ὅπως ἔλεγε ἕνας ποιητής: «Χίλια φῶτα ἀλλά ὄχι τό Φῶς». Γιατί τό φῶς τό ἀληθινό εἶναι ὁ Χριστός καί Αὐτός εἶναι πού μᾶς καθαρίζει καί Αὐτός εἶναι πού μᾶς φωτίζει. Γι’ αὐτό Τόν παρακαλοῦμε: «Θεέ μου σημειωθήτω ἐφ’ ἡμᾶς τό φῶς τοῦ προσώπου Σου ἵνα ἐν αὐτῷ ὀψόμεθα φῶς τό ἀπρόσιτον καί κατεύθυνον τά διαβήματα ἡμῶν πρός ἐργασίαν τῶν ἐντολῶν Σου». Σέ παρακαλοῦμε κατεύθυνε τά διαβήματά μας, δηλαδή τά βήματά μας, τό τί θά κάνουμε. Ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ μόνος του νά ἀποφασίσει. Ἔχει ὅλο διλήμματα. Γιατί; Γιατί δέν ὑπάρχει φῶς καί πέφτει ἀπό τόν ἕναν τοῖχο στόν ἄλλο τοῖχο. Ζῆτα τό φῶς καί τότε θά σοῦ δείξει ξεκάθαρα ὁ Χριστός τί νά κάνεις. Γιατί ὁ Χριστός πού σέ ἔφτιαξε, σέ νοιάζεται καί θέλει νά εἶσαι ἀπό αὐτή τήν ζωή χαρούμενος, εὐτυχισμένος καί μακάριος πραγματικά. Δέν ἦρθε ὁ Χριστός στήν γῆ γιά νά μᾶς δώσει ἕναν Παράδεισο μετά θάνατον ἀλλά γιά νά μᾶς δώσει τόν Παράδεισο σ’ αὐτή τήν ζωή. Ξεκινάει ἀπό ἐδῶ ὁ Παράδεισος καί συνεχίζεται καί μετά θάνατον.
Τέλος ἔχουμε τό τρίτο σκαλοπάτι, τήν θέωση, πού εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ. Θέωση εἶναι ἡ θεοπτία. Δηλαδή ἡ θέα τοῦ ἀκτίστου φωτός. Τό πρῶτο-πρῶτο ἄκτιστο φῶς πού βλέπει ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἡ μετάνοια. Τό πρόσωπο τοῦ ἀνθρώπου πού μετανοεῖ φωτίζεται. Πολλές φορές ὡς Πνευματικός ἔχω δεῖ νά ἔρχονται ἄνθρωποι πού δέν ἔχουν ἐξομολογηθεῖ ποτέ ἤ ἔχουν χρόνια νά ἐξομολογηθοῦν ἤ ἔχουν βαριά ἁμαρτήματα, νά ἔχουν ἕνα πρόσωπο σκοτεινό καί καταθλιμμένο. Μέ τό πού θά ἐξομολογηθοῦν εἰλικρινά καί τούς διαβάσει ὁ ἱερέας τήν συγχωρητική εὐχή ἀμέσως χαμογελοῦν. Χαίρεται καί ὁ Πνευματικός πού βλέπει ἀκαριαῖα αὐτή τήν ἀλλαγή. Πῶς γίνεται αὐτό; Ἔφυγε τό βάρος, ἔφυγε ὁ διάβολος, ἔφυγε τό σκοτάδι. Μέ τήν μετάνοια ἦρθε τό φῶς τοῦ Χριστοῦ. Ἐπειδή αὐτός ὁ ἄνθρωπος ἐξομολογήθηκε, μετάνοιωσε, ἀποφάσισε νά ἀλλάξει ζωή, νά μετακινήσει τόν νοῦ του ἀπό ὅλα αὐτά τά μάταια, τά χαζά καί τά διαβολικά πού κυβερνοῦν τόν κόσμο: φιλαργυρία, φιληδονία, φιλοδοξία καί νά γίνει Φιλό-θεος πλέον, φωτίστηκε τό πρόσωπό του.
– Πῶς φωτίστηκε; Πῶς ἔφυγε ἡ κατάθλιψη;
Ἀκριβῶς διότι ἦρθε ὁ Χριστός καί ἔφυγε ὁ πονηρός πού μέχρι τότε κυριαρχοῦσε. Ὁ πονηρός ἔχει δικαιώματα ὅσο ὁ ἄνθρωπος δέν μετανοεῖ καί τά ζητάει ἀπό τόν Θεό. Ὁ Θεός σέβεται καί τόν διάβολο καί τοῦ ἀναγνωρίζει τό δίκαιο του, ὅταν τόν ὑπηρετοῦμε καί τοῦ κάνουμε ὑπακοή. Μόνο κατ’ ὄνομα εἴμαστε χριστιανοί ὀρθόδοξοι. Πλέον δέν φαίνεται οὔτε στήν ταυτότητα, τό βγάλαμε καί ἀπό κεῖ, ἀλλά τό θέμα εἶναι νά φαίνεται στήν ζωή μας.
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό μεγάλο νοσοκομεῖο. Μέσα ἀπό τίς προσευχές τῆς Ἐκκλησίας μπορεῖ κανείς, χωρίς νά κάνει ἐπιστημονικές μελέτες, νά καταλάβει πῶς πρέπει νά ζήσει. Πρέπει φυσικά νά ξεκαθαρίσουμε ὅτι αὐτή ἡ θεραπεία γίνεται μόνο στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, γιατί σήμερα κυκλοφοροῦν πολλές «ἐκκλησίες»: καθολική «ἐκκλησία», προτεσταντική «ἐκκλησία», «ἐκκλησία» τῶν πεντηκοστιανῶν, τῶν εὐαγγελικῶν ἤ ἀγγλικανική «ἐκκλησία». Ὅλα αὐτά δέν εἶναι ἐκκλησίες. Ἁπλῶς ἔχουν τό ὄνομα. Εἶναι μιά ἀπομίμηση. Ὁ Χριστός μία Ἐκκλησία ἔκανε στήν γῆ καί αὐτή ἡ Ἐκκλησία, ἄν τό δοῦμε ἱστορικά, συνεχίζεται μέχρι σήμερα καί λέγεται Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Αὐτό δέν εἶναι ὑπερηφάνεια, οὔτε ἐγωισμός νά τό λέμε. Εἶναι ἡ ἀλήθεια. Ὅπως λέμε ὅτι ἐγώ εἶμαι ἄνδρας. Δέν εἶναι ἐγωισμός, εἶναι ἡ ἀλήθεια. Εἶναι πραγματικότητα. Δέν εἶναι ὅτι ὑποτιμοῦμε κάποιους ἤ κάνουμε διάκριση. Εἶναι ἡ ἀλήθεια. Εἴμαστε αὐτό. Εἴμαστε ἡ ἀληθινή Ἐκκλησία, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Οἱ ἄλλοι -ὅπως φαίνεται ἱστορικά- εἶναι χριστιανικές αἱρέσεις.
– Τί θά πεῖ αἵρεση;
Μία ὁμάδα πού διδάσκει ἀλλοιωμένη πίστη. Δέν διδάσκει τήν ὀρθή πίστη. Ἔχει ἀλλοιώσει τό δόγμα, δηλαδή αὐτό πού πρέπει νά πιστεύουμε γιά τόν Θεό, γιά τό τί εἶναι ὁ Θεός καί τί ἔκανε ὁ Θεός. Ὑπάρχει μιά ἀλήθεια γιά τόν Θεό. Ὅτι ὁ Θεός εἶναι Τριαδικός: Πατήρ, Υἱός καί Ἅγιο Πνεῦμα. Ὁ Θεός ἔχει οὐσία καί ἔχει καί ἐνέργεια. Ὁ Θεός-Πατέρας εἶναι ἀγέννητος, δέν ἔχει γεννηθεῖ, δέν γεννᾶται. Ὁ Υἱός εἶναι γεννητός, γεννᾶται πρό αἰώνων ἐκ τοῦ Πατρός. Τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ἐκπορευτό, ἐκπορεύεται ἐκ τοῦ Πατρός. Αὐτά εἶναι ὀρθόδοξη διδασκαλία.
Ἔρχεται τώρα ὁ Παπισμός, ἡ λεγόμενη παπική «ἐκκλησία» καί λέει γιά τό Ἅγιο Πνεῦμα «θά προσθέσουμε ὅτι ἐκπορεύεται ὄχι μόνο ἐκ τοῦ Πατρός ἀλλά καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ». Αὐτό εἶναι αἵρεση. Ἀλλοιώνει τήν ἀλήθεια γιά τό Ἅγιο Πνεῦμα. Στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση, στήν ἀλήθεια, ὅπως μᾶς τήν παρέδωσε ὁ Χριστός μᾶς εἶπε ὅτι τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐκπορεύεται ἐκ τοῦ Πατρός καί ὄχι καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ, ὅπως λένε αὐτοί. Βάζουν δηλαδή μία λάθος – ψεύτικη «ἀλήθεια», ἕνα ψέμα γιά τόν Θεό. Ὁπότε βγαίνουν ἀπό τήν ἀλήθεια καί αὐτό λέγεται αἵρεση.
Οἱ Προτεστάντες ἀπό τήν ἄλλη πλευρά λένε: «Τί εἶναι οἱ εἰκόνες; Οἱ εἰκόνες εἶναι εἴδωλα. Πετάξτε τίς εἰκόνες». Αὐτό εἶναι αἵρεση, γιατί ὁ Χριστός μας καί ἡ Ἐκκλησία εἶπαν ὅτι οἱ εἰκόνες δέν εἶναι εἴδωλα, ἀλλά ἡ τιμή στήν εἰκόνα ἐπί τό πρωτότυπο διαβαίνει. Δέν λατρεύουμε τά χρώματα ἤ τό ξύλο ἤ τό μέταλλο ἤ τό τζάμι, ἀλλά λατρεύουμε, προσκυνᾶμε καί τιμᾶμε τό εἰκονιζόμενο πρόσωπο, τό πρόσωπο τό ὁποῖο εἰκονίζεται στήν εἰκόνα. Ὁπότε ἐκεῖνος πού λέει ὅτι προσκυνᾶς τά ξύλα, ἔχει κάνει μία ψεύτικη «ἀλήθεια» γιά τίς εἰκόνες πού εἶναι δόγμα γιά τήν Ἐκκλησία μας. Ἡ 7η Οἰκουμενική Σύνοδος μᾶς εἶπε γιά τίς εἰκόνες. Ὅποιος δέν προσκυνάει τίς εἰκόνες εἶναι ἀφορισμένος, δηλαδή εἶναι ἐκτός Ἐκκλησίας καί δέν μπορεῖ νά σωθεῖ ,ἄν δέν μετανοήσει.
Ὑπάρχει καί ἕνα περιστατικό σχετικό μέ τίς εἰκόνες. Ἦταν ἕνας μοναχός πού ἀγωνιζόταν πολλά χρόνια καί τόν πείραζε ὁ δαίμονας τῆς πορνείας. Ὑπάρχουν εἰδικοί δαίμονες ξέρετε γιά κάθε πάθος. Ὁ δαίμονας τῆς γαστριμαργίας, τῆς λαιμαργίας, τῆς πορνείας, τῆς μοιχείας, τῆς κενοδοξίας… ἔχουν εἰδικότητες καί οἱ δαίμονες! Αὐτός λοιπόν εἶχε τόν πειρασμό τῆς πορνείας γιά χρόνια καί τοῦ ἔβαζε κακούς λογισμούς νά πάει νά ἁμαρτήσει. Ὁ ἄνθρωπος ἀντιστεκόταν ἀλλά κάποια στιγμή λίγο ἀπηύδησε καί λέει «συνεγήρασας μαζί μου, δέν μέ παρατᾶς ἐπιτέλους, συνέχεια τόσα χρόνια μέ βάζεις σέ πειρασμό, φύγε ἀπό δῶ..». Καί τί τοῦ λέει ὁ δαίμονας, πού εἶναι πανοῦργος! Λέει: «Θά φύγω καί θά σ’ ἀφήσω ἥσυχο. Μόνο θέλω νά μοῦ κάνεις μία χάρη, κάτι εὔκολο. Νά, αὐτή τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας πού ἔχεις στό κελλί σου καί κάθε πρωί τήν προσκυνᾶς, νά σταματήσεις νά τήν προσκυνᾶς καί θά φύγω». Τόν παίδευε σαράντα χρόνια ἄς ποῦμε. Προβληματίστηκε ὁ μοναχός, λέει καλά τόσο ἁπλό εἶναι; Ἄρχισε λίγο νά τό σκέφτεται, ἀλλά εἶχε τήν καλή ὑπακοή καί λέει «πρίν κάνω κάτι, θά ρωτήσω τόν Πνευματικό μου ὁδηγό», τό ὁποῖο εἶναι πολύ σημαντικό καί γιά μᾶς. Πηγαίνει στόν Πνευματικό, τοῦ λέει τό γεγονός καί τόν ρωτάει τί νά κάνει. Εἶναι προτιμότερο, τοῦ λέει, νά πέσεις χιλιάδες φορές στήν πορνεία παρά νά σταματήσεις νά προσκυνᾶς τήν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου! Εἶναι πολύ πιό βαρύ. Γιατί; Γιατί ἐκεῖνο εἶναι βεβαίως ἕνα ἁμάρτημα, τό ὁποῖο εἶναι βαρύτατο, ἀλλά τό νά μήν προσκυνᾶς τήν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου εἶναι αἵρεση. Βγαίνεις ἐκτός Ἐκκλησίας. Κόβεσαι τελείως ἀπό τό δέντρο τοῦ Χριστοῦ.
Τόσο σημαντικά δηλαδή εἶναι ἡ πίστη καί τό δόγμα! Γι’ αὐτό ἡ βαρύτερη ἁμαρτία εἶναι νά ἀρνηθεῖς τήν πίστη σου. Εἶναι ὅπως ἕνα κλαδί πού κόβεται ἀπό τό δέντρο. Αὐτό δέν ὑπάρχει περίπτωση μετά νά ζωογονηθεῖ. Ἐνῶ ἕνα κλαδί πού ξεράθηκε ἀλλά μένει στό δέντρο, ἔχει μιά ἐλπίδα νά ξαναπάρει χυμό ἀπό τόν κεντρικό κορμό καί νά ζωντανέψει πάλι. Ἕνας ἄνθρωπος δηλαδή πού κάνει ἕνα ἁμάρτημα εἶναι σάν αὐτό τό κλαδί πού ξεράθηκε ἀλλά εἶναι ἀκόμα στό δέντρο. Ἕνας ὅμως πού ἀρνεῖται τήν πίστη του, πού φεύγει ἀπ’ τό σωστό δόγμα, εἶναι σάν τό κλαδί πού κόπηκε τελείως. Τότε πιά χρειάζεται ξανά χρίσμα ὁ ἄνθρωπος. Οὐσιαστικά βάφτισμα χρειάζεται, ἀλλά τοῦ κάνουμε χρίσμα, γιά νά τόν ξανακολλήσουμε στό δέντρο. Ἕνας π.χ. πού πάει στούς γκουρού, σέ τελετουργίες ἀνατολικῶν θρησκειῶν καί συμμετέχει στά δικά τους τελετουργικά, ἀρνεῖται τόν Χριστό, γιατί προσκυνάει τά εἴδωλα, τούς δαίμονες πού προσκυνοῦν αὐτοί. Ὁπότε, ἄν γυρίσει, δέν ἀρκεῖ μιά ἁπλή ἐξομολόγηση, γιά νά ἐνταχθεῖ πάλι στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι ἀπαραίτητο καί τό χρίσμα γιατί ἔχει κοπεῖ τελείως ἀπό τήν Ἐκκλησία.
Οἱ ἀλήθειες λοιπόν γιά τόν Χριστό φυλάσσονται μέσα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Εἶναι πολύ σημαντικό πού γεννηθήκαμε σέ περιβάλλον ὀρθόδοξο καί ἀξιωθήκαμε νά βαφτιστοῦμε. Αὐτό δέν εἶναι ὑπερηφάνεια -τό τονίζω- εἶναι ἡ ἀλήθεια, εἶναι ἡ αὐτοσυνειδησία μας καί δέν ἐπιτρέπεται ὁ ἄνθρωπος νά ἀρνεῖται τήν αὐτοσυνειδησία του, ὅπως δέν ἐπιτρέπεται νά ἀρνεῖσαι αὐτό πού εἶσαι. Δέν εἶναι ὑπερηφάνεια νά παραδεχτεῖς αὐτό πού σοῦ ἔχει δώσει ὁ Θεός.
Οἱ λεγόμενες «ἐκκλησίες» (Παπικοί, Προτεστάντες κ.λ.π.) ἔχουν ἀλλοιώσει τήν πίστη, γι’ αὐτό εἶναι αἱρέσεις καί ἔχουν ἐπίσης ἀλλοιώσει καί τήν θεραπευτική. Δηλαδή τό δόγμα, ἡ πίστη, εἶναι οἱ ὁδηγίες γιά νά μπορέσει ὁ ἄνθρωπος νά θεραπευθεῖ. Ὅταν ἀλλοιώσει κανείς τό δόγμα, δέν ἔχει πλέον τήν σωστή μέθοδο, γιά νά θεραπευθεῖ. Γι’ αὐτό καί δέν ἔχουμε θεραπεία ψυχῆς οὔτε στήν Παπική «ἐκκλησία», οὔτε στούς Προτεστάντες. Οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖ εἶναι ἀθεράπευτοι.
– Ποιοί ἄνθρωποι εἶναι ἀθεράπευτοι;
Αὐτοί πού δέν ἔχουν κάθαρση, φωτισμό καί θέωση. Δέν μποροῦν δηλαδή νά δοῦν τόν Θεό. Ἐξ οὗ καί ἡ ἀθεΐα πού κυριαρχεῖ στήν Δύση. Ἐμεῖς δέν ἔχουμε ἀθεΐα ἱστορικά. Ἡ ἀθεΐα μᾶς ἦρθε ἀπό τήν Δύση, ἀπό τούς αἱρετικούς. Πῶς ἔφτασαν αὐτοί οἱ ἄνθρωποι στήν ἀθεΐα; Γιατί ἀκριβῶς ἔχασαν τόν φωτισμό. Καί γιατί ἔχασαν τόν φωτισμό; Γιατί δέν ἔχουν τήν σωστή πίστη. Ὅταν ἀλλάζεις τήν πίστη εἶναι σάν νά ἀλλάζεις τήν θεραπευτική.
Γιά τό σῶμα λ.χ. ὑπάρχει ἕνας κλάδος τῆς ἰατρικῆς πού λέγεται θεραπευτική τῶν νόσων, πῶς θεραπεύεται ἡ κάθε ἀρρώστια. Τί φάρμακα θά δώσεις, τί πρέπει νά τρώει ὁ ἀσθενής κλπ. Ἄς ποῦμε τώρα ὅτι ὁ ἐκδότης πού βγάζει αὐτά τά βιβλία τῆς ἰατρικῆς, ἀλλοιώνει τήν θεραπευτική καί λέει ἀντί γιά τό τάδε φάρμακο στόν καρκίνο, θά δώσεις αὐτό τό φάρμακο. Τό παίρνει ὁ γιατρός, τό διαβάζει καί δίνει στόν ἀσθενή τό ἄλλο φάρμακο γιά τόν καρκίνο. Θά γίνει καλά ὁ ἀσθενής; Ὄχι, γιατί ἔχει ἀλλοιώσει ὁ ἐκδότης τό βιβλίο καί ὁ γιατρός ἔχει πάρει λάθος γνώση. Ἄρα καί οἱ λεγόμενοι ἱερεῖς τῶν Παπικῶν καί τῶν Προτεσταντῶν δέν εἶναι γιατροί τῆς ψυχῆς, δέν μποροῦν νά κάνουν καλά τόν ἄνθρωπο. Ἀφήνουμε πού δέν ἔχουν κἄν χάρη, γιατί ὅταν ἀλλοιώσεις τήν πίστη, ἀποξενώνεσαι ἀπό τόν Θεό, ὁπότε δέν ἔχεις τό φῶς τοῦ Θεοῦ, δέν ἔχεις τήν χάρη τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἱερεῖς τους δέν εἶναι ἱερεῖς, δέν ἔχουν τήν χάρη. Δέν ὑπάρχουν μυστήρια. Ὁ Θεός ἄν καί εἶναι πανταχοῦ παρών, δέν ἐνεργεῖ ἐκεῖ, γιατί ἔχουν ἀλλοιώσει τήν ὀρθή πίστη.
Νά σᾶς πῶ ἕνα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Στήν Ἀφρική ἔχουν πάρα πολλούς δαιμονισμένους. Καί σήμερα, ἄν πάει κανείς, θά τό διαπιστώσει. Κυριαρχοῦν οἱ μάγοι καί ἔχουν πολλούς ἀνθρώπους μέ δαιμονοκαταληψία. Δηλαδή τούς ἔχουν στήν κυριολεξία καταλάβει οἱ δαίμονες. Δέν ἔχουν μιά ἁπλή δαιμονική ἐπήρεια, ὅπως ἔχουμε ὅλοι λίγο-πολύ, ἀλλά ὁ δαίμονας ἔχει κατοικία τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου, ὁπότε κινεῖ τό σῶμα του καί μιλάει μέ τίς φωνητικές χορδές τοῦ ἀνθρώπου. Νομίζεις ὅτι μιλάει ὁ ἄνθρωπος ἀλλά μιλάει ὁ διάβολος πού ἔχει καταλάβει τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου. Εἶχαν πάει ἕναν τέτοιο σέ ἕναν παπικό «ἱερέα» καί ὁ δαίμονας φυσικά οὔτε κουνήθηκε ἀπό τούς ἐξορκισμούς καί ἀναγκάστηκε ὁ Πάπας νά βγάλει μία ἐντολή νά μήν ξανακάνουν ἐξορκισμούς οἱ παπικοί «ἱερεῖς». Ὁπότε, ὅταν πηγαίνει κάποιος δαιμονισμένος σ’ αὐτούς, τόν στέλνουν στήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί λένε ὅτι οἱ ὀρθόδοξοι ἔχουν εἰδικότητα νά βγάζουν δαίμονες! Μόνο οἱ ὀρθόδοξοι παπάδες βγάζουν δαιμόνια, γιατί βέβαια οἱ ἄλλοι δέν εἶναι παπάδες, δέν ἔχουν τήν χάρη.
Αὐτό εἶναι τό τραγικό μέ ὅλους αὐτούς τούς συνανθρώπους μας. Ἡ Εὐρώπη ἦταν ὀρθόδοξη. Οἱ Ἰσπανοί, οἱ Ἄγγλοι, ἡ Κεντρική Εὐρώπη, οἱ Ἰσλανδοί ἦταν ὀρθόδοξοι, εἴχαμε ὀρθόδοξα μοναστήρια καί ἔχουμε πάρα πολλούς Ἁγίους ἀπό τίς χῶρες αὐτές. Καί γιατί αὐτοί οἱ ἄνθρωποι ἀλλοιώθηκαν; Διότι κατέβηκαν τά Γερμανικά φύλα: Φράγκοι, Λογγοβάρδοι, Βησιγότθοι, Γότθοι κλπ, οἱ ὁποῖοι δέν ἦταν ὀρθόδοξοι, κατέλαβαν τήν Εὐρώπη καί πέρασαν ἔτσι τήν αἵρεση. Κυριάρχησαν οἱ Φράγκοι καί ἔγινε τό λεγόμενο Σχίσμα. Οὐσιαστικά ἐπειδή υἱοθέτησαν τήν αἵρεση, κόπηκαν ἀπό τήν Ἐκκλησία. Κατ’ ἀκρίβειαν δέν εἶναι σχίσμα ἀλλά αἵρεση ὁ Παπισμός καί οἱ Προτεστάντες πού προέκυψαν κατόπιν ἀπό τούς Παπικούς. Ὁπότε τώρα σ’ αὐτούς ἔχει χαθεῖ ἡ θεραπευτική καί δέν μπορεῖ κανείς νά θεραπευθεῖ. Θά λέγαμε, εἶναι ἕνα καθῆκον δικό μας, τῶν ὀρθοδόξων, ἀπέναντι καί σ’ αὐτούς τούς λαούς νά φυλάξουμε τήν Ὀρθοδοξία, τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση καί τήν πεμπτουσία τῆς ὀρθόδοξης παράδοσης πού εἶναι αὐτή ἡ θεραπευτική μέθοδος: ἡ κάθαρση, ὁ φωτισμός καί ἡ θέωση, τά ὁποῖα γίνονται διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Δέν τά κάνει ὁ ἄνθρωπος. Ὁ ἄνθρωπος ἁπλῶς θέλει νά καθαρθεῖ, θέλει νά φωτιστεῖ, μπαίνει στήν Ἐκκλησία καί ἐκεῖ ἀκολουθεῖ αὐτήν τήν ὁδηγία, τήν θεραπευτική τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἀπαραίτητος σ’ αὐτή τήν διαδικασία εἶναι βεβαίως ὁ γιατρός, ὁ Πνευματικός ὁδηγός, ὁ ὁποῖος θά δώσει τά κατάλληλα φάρμακα ὥστε νά δοῦμε τόν Θεό: «σημειωθήτω ἐφ’ ἡμᾶς τό φῶς τοῦ προσώπου Σου ἵνα ἐν αὐτῷ ὀψόμεθα φῶς τό ἀπρόσιτον».
– Πότε βλέπει ὁ ἄνθρωπος τόν Θεό;
Ὅταν καθαριστεῖ ἡ καρδιά του. Γι’ αὐτό εἶπε ὁ Κύριος: «Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται» (Ματθ. 5,8). Ἑπομένως καταλαβαίνουμε ὅτι ἡ πίστη μας, ἡ Ὀρθοδοξία, ἡ ὀρθή δόξα γιά τόν Θεό, εἶναι αὐτή πού ἔχει φυλάξει καί τήν ὀρθή θεραπεία, τήν ὀρθή θεραπευτική καί φυλάσσει τήν μέθοδο. Πουθενά ἀλλοῦ δέν μπορεῖ νά θεραπευθεῖ ὁ ἄνθρωπος, οὔτε στούς ψυχιάτρους, οὔτε στούς ψυχολόγους, οὔτε σέ ἄλλες λεγόμενες «ἐκκλησίες», γιατί δέν εἶναι πραγματικές ἐκκλησίες. Ὁ Χριστός ἦρθε στήν γῆ καί ἔκανε μία Ἐκκλησία, ἡ ὁποία συνεχίζεται μέχρι σήμερα καί θά ὑπάρχει μέχρι τέλους. Θά ὑπάρχει πάντοτε καί λέγεται Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Αὐτό εἶναι πολύ σημαντικό νά τό ξεκαθαρίσουμε, γιατί ὑπάρχει καί τό θέμα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ πού ἔχει ἐξαπλωθεῖ στίς μέρες μας, καθώς καί ἡ «Μεταπατερική Θεολογία» πού ὑποστηρίζει ὅτι «κι ἐμεῖς πατέρες εἴμαστε καί θά ποῦμε ἄλλα πράγματα, γι’ αὐτό ἀφῆστε τούς Πατέρες». Ὅλα αὐτά εἶναι αἱρέσεις. Ὁ Οἰκουμενισμός εἶναι Παναίρεση. Ἔχει ὅλες τίς αἱρέσεις μέσα, γιατί διδάσκει ὅτι ὑπάρχει σωτηρία σ’ ὅλες τίς Ἐκκλησίες καί στούς Παπικούς καί στούς Προτεστάντες. Στήν Ἀφρική ὅμως, ὅπως εἴπαμε, δέν φεύγουν οἱ δαίμονες σ’ αὐτούς κι αὐτό σημαίνει ὅτι δέν εἶναι σωστοί, δέν ἔχουν σωστή ἰατρική. Ἐνῶ ὁ Οἰκουμενισμός λέει «μεῖνε ὅπου εἶσαι καί θά σωθεῖς». Αὐτό εἶναι ψέμα καί ἔλλειψη ἀγάπης, γιατί δέν σώζονται ἐκεῖ πού εἶναι. Σωτηρία εἶναι ἡ θεραπεία, εἶναι νά ἔρθει τό φῶς τοῦ Θεοῦ. Ἅμα δέν ἔρθει τό φῶς τοῦ Θεοῦ, πῶς θά σωθεῖς; Σωτηρία εἶναι νά εἶσαι μέ τόν Θεό. Ἄν ὅμως ὁ Θεός δέν ἔρθει, ἐπειδή εἶσαι βρώμικος, δέν μπορεῖς νά σωθεῖς. Ὁ Χριστός εἶπε: «ὁ πιστεύσας καί βαπτισθείς σωθήσεται, ὁ δέ ἀπιστήσας κατακριθήσεται» (Μαρκ. 16,16). Θά σωθεῖ αὐτός πού ἔχει τήν σωστή πίστη καί βαφτίζεται. Οἱ λεγόμενες «ἐκκλησίες» οὔτε τήν σωστή πίστη ἔχουν, οὔτε βάπτισμα ἔχουν.
Ἀκόμα καί ἑτυμολογικά νά τό ἐξετάσουμε, βαφτίζω θά πεῖ ἐμβαπτίζω, δηλαδή μπαίνω ὁλόκληρος μέσα στό νερό, βυθίζομαι ὁλόκληρος. Αὐτό δέν συμβαίνει σ’ αὐτούς. Οἱ Παπικοί ἁπλῶς ραντίζουν, ψεκάζουν, καί οἱ Προτεστάντες κάνουν κάτι ἀνάλογο. Οὔτε ἐτυμολογικά δέν βαπτίζουν, ἀλλά πολύ περισσότερο δέν ἔχουν τό Ἅγιο Πνεῦμα γιατί ἀκριβῶς δέν κάνουν τήν διάκριση οὐσίας καί ἐνέργειας στόν Θεό. Ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀπρόσιτη.
Δέν γνωρίζουμε τίποτα γιά τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ. Λέει γιά παράδειγμα ἡ Ἁγία Γραφή: «ὁ Θεός ἀγάπη ἐστίν» (Α΄Ἰω. 4,8) καί μερικοί λένε ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀγάπη. Λάθος! Ἡ ἀγάπη εἶναι ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Ὅπως ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι καί τό φῶς, ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι καί ἡ ζωή, ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι καί ἡ σοφία. Αὐτά εἶναι ἐνέργειες. Τήν οὐσία ὅμως τοῦ Θεοῦ κανείς δέν τήν ξέρει. Ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει τόν Θεό διαμέσου τῶν ἐνεργειῶν Του. Μετέχουμε στίς ἐνέργειές Του καί ἔτσι γνωρίζουμε τόν Θεό. Ὁ ἄνθρωπος λοιπόν κοινωνεῖ μέ τίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ ὄχι μέ τήν οὐσία. Ποτέ ὁ ἄνθρωπος δέν ἑνώνεται μέ τήν οὐσία, γιατί ἄν ἑνωνόταν μέ τήν οὐσία, θά γινόταν κι αὐτός θεός κατ’ οὐσίαν καί θά εἴχαμε πολλούς θεούς. Καθένας θά ἦταν κι ἕνας θεός κατ’ οὐσίαν.
Ἔχουμε ὅμως πολλούς θεούς κατά χάριν. Κατά χάριν θεοί εἶναι ὅλοι οἱ ἅγιοι πού ἔχουμε στήν Ἐκκλησία, γιατί μετέχουν σ’ αὐτή τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ πού λέγεται θεοποιός, θεωτική χάρη. Σέ αὐτή μετέχουμε κι ἐμεῖς. Γι’ αὐτό καί οἱ πρῶτοι χριστιανοί λεγόντουσαν ἅγιοι μεταξύ τους. Ἅγιος τί σημαίνει; Ξεχωρισμένος. Ἀπό τόν κόσμο, ἀπό τήν ἁμαρτία καί ἀφιερωμένος στόν Θεό. Ὅλοι οἱ χριστιανοί τουλάχιστον τυπικά μέ τό βάπτισμά μας εἴμαστε ἅγιοι. Ἔχουμε ξεχωριστεῖ ἀπό τόν κόσμο, ἔχουμε ξεχωριστεῖ ἀπό τήν ἁμαρτία, ἔχουμε φτύσει τόν διάβολο. «Ἀποτάσσομαι τόν σατανᾶ καί πᾶσα τήν πομπή αὐτοῦ», δέν λέμε στό βάπτισμα καί φτύνουμε καί φυσᾶμε; Τόν διάβολο φτύνουμε. Δυστυχῶς μετά τόν ἀγκαλιάζουμε μέ τίς ἁμαρτίες πού κάνουμε καί χρειάζεται πάλι νά τόν φτύσουμε, νά τόν ἀρνηθοῦμε μέ τήν ἐξομολόγηση καί τήν μετάνοια, γιά νά φύγει καί νά εἴμαστε μόνο μέ τόν Χριστό.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ:
Ἐρ. : Εἴπαμε ὅτι οἱ θρησκεῖες εἶναι πολλές. Πῶς ὅμως ἕνας χριστιανός θά μπορέσει νά καταλάβει τήν δική μας θρησκεία, ὅταν μέσα στήν ἴδια μας τήν Ἐκκλησία ἔχουμε ἀλλάξει πολλά πράγματα; Γιά παράδειγμα στό: «Σῶσον, Κύριε τόν λαόν σου καί εὐλόγησον τήν κληρονομίαν σου, νίκας τοῖς βασιλεῦσι» τό κάνουν «νίκας τοῖς εὐσεβέσι». Πῶς θά ξέρει ἕνας χριστιανός τήν διαφορά καί ποῦ ὁδηγεῖ αὐτό;
Ἀπ. : Θά τό καταλάβει ἀπό τήν ζωή. Δηλαδή ἀπό τά ἴδια τά γεγονότα καί τήν ἐμπειρία πού θά ἔχει. Ἄν ἔχουμε σωστή ἐμπειρία, μετά καταλαβαίνουμε τό λάθος. Δηλαδή ἄν ἔχουμε ὑγεία, καταλαβαίνουμε τήν ἀρρώστια. Ἄν ὅμως δέν ἔχουμε γευτεῖ τί θά πεῖ ὑγεία, ποῦ νά καταλάβεις τήν ἀρρώστια! Ὅταν ὅμως ζήσει κάποιος σωστά τήν ὀρθόδοξη πίστη, ἔστω καί γιά λίγο, καί καταλάβει τί θά πεῖ ὑγεία, τί θά πεῖ Θεός, ποιός εἶναι ὁ Θεός, τί θά πεῖ νά εἶμαι μέ τόν Θεό, μόλις λίγο ἐκτραπεῖ τό καταλαβαίνει, γιατί χάνει τό φῶς. Αὐτό πού λέγαμε προηγουμένως: «Χριστέ, τό φῶς τό ἀληθινόν…». Ἕνας πού ἔχει ὑγεία, πού ἔχει καθαριστεῖ, ἔχει μετανοήσει, ἔχει αὐτό τό φῶς. Ὅταν κάνει μιά ἁμαρτία, αἰσθάνεται νά σβήνει τό φῶς. Ὅπως ἕνας ὑγιής πού ξαφνικά κάνει πυρετό, τό καταλαβαίνει. Πῶς τό καταλαβαίνει; Γιατί κάτι ἄλλαξε. Ἔτσι καί ἡ ψυχή, ὅταν ζήσουμε σωστά ἔστω λίγο ἐν μετανοία, μετά πολύ καλά καταλαβαίνουμε τό λάθος πού ὑπάρχει καί στόν Βουδισμό καί στή γιόγκα καί στούς Μουσουλμάνους καί στούς Παπικούς. Ἀπό τήν ἐμπειρία πού ἔχει ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος δηλαδή, βλέπει τό σκοτάδι.
Βέβαια χρησιμοποιώντας καί τήν λογική ὑπάρχουν πάρα πολλά πράγματα πού μποροῦν νά μᾶς βοηθήσουν. Γιά παράδειγμα, ὁ Χριστός μας εἶναι ὁ μόνος ἀπό τούς θρησκευτικούς ἡγέτες -ἄν μποροῦμε νά Τόν κατατάξουμε στούς «θρησκευτικούς ἡγέτες»- ὁ Ὁποῖος ἀναστήθηκε καί ὁ τάφος Του εἶναι ἄδειος, πού εἶπε ὅτι εἶναι Θεός, πού ἔκανε θαύματα, πού ἔκανε θεραπεῖες καί μᾶς ἔδωσε μιά τέτοια διδασκαλία πού κατά κοινή ὁμολογία δέν ὑπάρχει ἄλλη τόσο τέλεια γιά τήν ἀγάπη καί τήν συγχωρητικότητα. Κανένας ἄλλος δέν μίλησε ὅπως ὁ Χριστός. Κανένας ἄλλος δέν ἔκανε τά θαύματα, ὅπως ὁ Χριστός καί προπάντων κανένας ἄλλος δέν ἀνέστησε τόν ἑαυτό Του. Κάποιοι ἀμφισβητοῦν βέβαια τήν Ἀνάσταση… Ἀλλά καί μέ τήν λογική ἀκόμα ἀποδεικνύεται ὅτι ὄντως ἔγινε ἡ Ἀνάσταση καί εἶναι τό μέγιστο θαῦμα.
Ἀκόμα καί ὀρθόδοξοι ὅμως δέν πιστεύουν στήν Ἀνάσταση. Ἀφῆστε τούς Βουδιστές κι αὐτούς… Καί πῶς ἀποδεικνύουμε ὅτι δέν πιστεύουμε στήν Ἀνάσταση; Ἀπό τό πῶς ἀντιμετωπίζουμε τόν θάνατο. Φοβόμαστε τόν θάνατο! Ἤ ὅταν κοιμηθεῖ κάποιος δικός μας, δέν λέμε «κοιμήθηκε», λέμε «τόν ἔχασα». Τί τόν ἔχασες; Ἔτσι χάνεται; Χαμός θά πεῖ ἐξαφανίστηκε. Δέν ἐξαφανίστηκε. Δέν πιστεύεις στήν Ἀνάσταση; Δέν πιστεύεις ὅτι ὁ ἄνθρωπος, ἐφόσον ἔχει μετάνοια, θά πάει στά χέρια τοῦ Θεοῦ καί θά εἶναι αἰώνια μέ τόν Θεό;
Ἐρ. : Λένε ἐπίσης «Ποιός πῆγε καί γύρισε;».
Ἀπ. : Αὐτό κι ἄν εἶναι φοβερό! Ἀρνούμαστε τόν Χριστό. Ἀναιροῦμε τόν ἑαυτό μας, τήν αὐτοσυνειδησία μας. Ρώτησε μία γυναίκα ὀρθόδοξη κάποιον θεολόγο: – Καλά, ὑπάρχει μετά θάνατον ζωή; Τῆς λέει καί ὁ θεολόγος: – Τό ξέρετε τό Πιστεύω; Λέει: Τό ξέρω. – Γιά πεῖτε το. Ἄρχισε νά τό λέει. Τό εἶπαν μαζί, γιατί δέν τό ἤξερε καί πολύ καλά καί τελείωσε. Μετά ξαναρωτάει αὐτή: – Καλά δέν θά μοῦ ἀπαντήσετε; Ὑπάρχει ζωή μετά θάνατον; Λέει: – Τό εἴπατε. – Τί εἶπα; – Εἴπατε: «Προσδοκῶ ἀνάσταση νεκρῶν καί ζωήν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος»!
Δέν ξέρουμε τί πιστεύουμε! Εἶναι φοβερό. Τό λέμε καί μετά ρωτᾶμε ἄν ὑπάρχει αἰώνια ζωή. Γι’ αὐτό ἔχουμε κι αὐτές τίς εἰδωλολατρικές ἐκδηλώσεις πού ξεμαλλιάζονται, πού ξεφωνίζουν κλπ. Μοῦ ἔλεγαν γιά μιά μάνα πού πέθανε τό παιδί της καί τήν ἄκουγε ὅλη ἡ γειτονιά πού οὔρλιαζε. «Ὡς οἱ μή ἔχοντες ἐλπίδα» (Α΄Θεσ. 4,13), σάν τούς εἰδωλολάτρες δηλαδή πού δέν εἶχαν καμία ἐλπίδα. Προφανῶς δέν πιστεύουν καί ὅτι ἀναστήθηκε ὁ Χριστός. Ὁ Χριστός πῆγε μέχρι τόν Σταυρό γιά πολλούς ὀρθόδοξους. Ὅτι ἀναστήθηκε τό ξεχνοῦν, ὅτι ἀνέστησε τόν ἑαυτό Του. Τότε τί λές τό «Χριστός ἀνέστη»; «Θανάτῳ θάνατον πατήσας»; Μέ τόν θάνατό Του πάτησε τόν θάνατο ὁ Χριστός. Δέν καταλαβαίνουμε τί λέμε, γιατί δέν τό ζοῦμε. Ζοῦμε πεθαμένοι. Ὅπως τό σύνθημα πού γράφουν τά παιδιά στούς τοίχους: πεθαίνουμε στά 18 καί μᾶς θάβουν στά 80. Εἶναι μεγάλη ἀλήθεια αὐτή. Πεθαίνουμε στά 18 διά τῆς ἁμαρτίας, μέ τίς ἐλεύθερες σχέσεις, πού κάνουν ὅ,τι θέλουν.. Ἀλλά αὐτό εἶναι θάνατος γιά τήν ψυχή. Καί μᾶς θάβουν στά 80 – 90… προόδευσε ἡ ἰατρική καί συντηρεῖ περισσότερο τό σῶμα. Ἀλλά ἡ ψυχή εἶναι πεθαμένη πρό πολλοῦ, ἄν ὁ ἄνθρωπος δέν βρεῖ τόν Θεό νά ζωογονηθεῖ πάλι διά τῆς μετανοίας.
Ἕνας λοιπόν πού ἔχει γευτεῖ τήν ζωή καταλαβαίνει πολύ καλά τόν θάνατο. Ἄν ὅμως εἶσαι συνέχεια πεθαμένος, δέν καταλαβαίνεις καί λές: «σιγά καί πού δέν πάω Ἐκκλησία, τί ἔγινε;». Τοῦ λές: πήγαινε γιά ἐξομολόγηση καί λέει «Ναί, πᾶς στόν παπά καί λές δυό κουβέντες καί τί ἀλλάζει; Τίποτα». Ἐνῶ ἕνας πού ἐξομολογεῖται, πού ἐκκλησιάζεται, μία Κυριακή, μία μέρα ἄν δέν πάει Ἐκκλησία, τοῦ κοστίζει. Δέν τοῦ κοστίζει ψυχολογικά ἐπειδή τό ἔχει συνηθίσει, τοῦ κοστίζει γιατί νιώθει νηστικός, σάν νά μήν ἔφαγε, νιώθει τήν ἔλλειψη. Πολύ περισσότερο βέβαια, ἄν κάνει καμιά ἁμαρτία, νιώθει ἀπαραίτητη τήν ἐξομολόγηση. Ἐνῶ οἱ ἄλλοι λένε: «Γιατί νά ἐξομολογηθῶ; Οὔτε σκότωσα, οὔτε ἔκλεψα». Δέν ὑπάρχει ἄλλο ἁμάρτημα… Μόνο αὐτά τά δύο ἁμαρτήματα ὑπάρχουν! Γιατί ἀκριβῶς δέν ἔχουν ζήσει τό φῶς γιά νά καταλάβουν τό σκοτάδι, ζοῦν μόνιμα στό σκοτάδι. Εἶναι πτώματα. Ἕνα πτῶμα ἄν φάει μιά μαχαιριά παραπάνω καταλαβαίνει τίποτα; Τίποτα. Ἔχει ἀφοριστεῖ πάρα πολλές φορές, ἀφοῦ δέν ἔχει πάει Ἐκκλησία τόσες Κυριακές. Γι’ αὐτό λέει καί νά πάω Ἐκκλησία δέν παθαίνω τίποτα καί νά μήν πάω πάλι δέν παθαίνω τίποτα. Τί νά πάθεις ἀφοῦ εἶσαι πτῶμα, εἶσαι νεκρός; Ἄν ὅμως ἐξομολογηθεῖ, μετανοήσει καί ἀρχίσει νά πηγαίνει, θά καταλαβαίνει τότε πώς χάνει τό φῶς καί τήν ὑγεία ὅταν δέν μιά φορά δέν πάει.
Ἔτσι λοιπόν καταλαβαίνουμε καί τήν πλάνη ὅλων αὐτῶν πού εἴπατε. Οἱ ἀλλαγές πού κάνουμε στήν Ἐκκλησία καί ὅλες αὐτές οἱ μικροαιρέσεις -ἄς τό ποῦμε- οἱ λειτουργικές ἀλλαγές καί ὅλα αὐτά πού εἶναι οὐσιαστικά πολεμική τοῦ διαβόλου ἀπό μέσα, εἶναι καί ὁ χειρότερος ἐχθρός. Ὄχι αὐτός πού εἶναι ἀπ’ ἔξω, ἀλλά αὐτός πού ἔρχεται ἀπό μέσα καί λέει: «Ἔ, τώρα τί πειράζει νά ἀλλάξουμε μιά λέξη καί ἀντί τοῖς βασιλεῦσι νά λέμε τοῖς εὐσεβέσι;». Δηλαδή ἡ Ἐκκλησία τί εἶναι ὁ φοῦρνος τοῦ χότζα; Τώρα ἔχουμε Δημοκρατία. Ἀντί νά λέμε ἡ «Βασιλεία τῶν οὐρανῶν», νά λέμε «ἡ Δημοκρατία τῶν οὐρανῶν», ὅπως ἔλεγε κάποιος. Τό πρόβλημα εἶναι νά μήν ἀκούγεται ἡ λέξη βασιλιάς; Ἡ Ἐκκλησία ἄλλη ἔννοια δίνει στήν Βασιλεία κι ὅταν προσεύχεται γιά τούς βασιλεῖς ἐννοεῖ γενικῶς τούς ἄρχοντες. Σήμερα τόν λέμε Πρόεδρο τῆς Δημοκρατίας, αὔριο μπορεῖ νά τόν λέμε Ἐπίτροπο, Πρόεδρο τῆς Οἰκονομικῆς Ἕνωσης κ.λ.π. Ἡ Ἐκκλησία προσεύχεται πάντα γιά ὅλους αὐτούς. Τότε ἦταν βασιλεῖς. Δέν θά ἀλλάζει ἡ Ἐκκλησία ἀνάλογα μέ τό πῶς ἀλλάζει ἡ πολιτεία ἤ ἀκόμα χειρότερα μέ τό πῶς ἀλλάζουν οἱ ἀντιλήψεις τοῦ κόσμου.
Ἐπειδή ὁ κόσμος σήμερα ρέπει λ.χ. στήν ἀνηθικότητα καί οἱ νέοι κάνουν τίς ἁμαρτίες τῆς σάρκας, νά πεῖ καί ἡ Ἐκκλησία «ἐντάξει δέν εἶναι καί τόσο σοβαρό, κάντε το..». Ὄχι δέν μπορεῖ νά ἀλλάξει ἡ Ἐκκλησία, γιατί αὐτά εἶναι προδιαγραφές ζωῆς. Εἶναι σάν νά ἀρνεῖται τόν ἑαυτό Της. Ἡ πορνεία εἶναι ἁμαρτία. Καί εἶναι φοβερή ἁμαρτία πού κάνει μεγάλη καταστροφή καί στήν ψυχή καί στό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου. Ἀλλά ποιός τό καταλαβαίνει; Αὐτός πού ἔχει ζήσει τήν ἁγνότητα, τή σωφροσύνη καί νιώθει ὅτι καί βλέποντας μόνο μιά εἰκόνα βρωμίζει καί ἄν ἐπιμείνει θά χρειαστεῖ καί ἐξομολόγηση. Ὁ ἄλλος βέβαια δέν καταλαβαίνει τίποτα γιατί εἶναι πεθαμένος. Τρῶς μαχαιριές ἀλλά ὡς πτῶμα δέν ἔχεις ζωή μέσα σου γιά νά τό νιώσεις. Ἄν ἔχεις ζωή πνευματική, καταλαβαίνεις τόν θάνατο. Ἡ ἁμαρτία εἶναι θάνατος. «Τά ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος» (Ρωμ. 6,23).
Ἡ Ἐκκλησία θά ὑπάρχει πάντα. Οἱ τοπικές Ἐκκλησίες σβήνουν, ἄν δέν προσέξουν οἱ χριστιανοί τήν ζωή τους. Μπορεῖ, γιά παράδειγμα, μετά ἀπό λίγα χρόνια ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος νά μήν ὑπάρχει. Ὁ Θεός νά μήν δώσει. Ὅπως δέν ὑπάρχει τώρα ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἐφέσου. Ποῦ εἶναι οἱ χιλιάδες χριστιανοί τῆς Ἐφέσου πού εἶχαν γίνει τότε μέ τόν Ἀπόστολο Παῦλο; Σήμερα ὑπάρχει μόνο τό ὄνομα: Ἐπίσκοπος Ἐφέσου, Ἐπίσκοπος Περγάμου… χωρίς ποίμνιο. Οἱ πιστοί δέν ὑπάρχουν. Ἁπλούστατα, ἐπειδή δέν πρόσεξαν τήν ζωή, ἔχασαν τήν πίστη τους. Γιατί, ἅμα δέν προσέξεις τήν ζωή σου, μετά χάνεις καί τήν πίστη σου. Εἶναι θέμα χρόνου. Γιατί σήμερα προχωράει ὁ Οἰκουμενισμός πού εἶναι αἵρεση καί λένε «Τί λές τώρα; Ὅλοι τό ἴδιο εἴμαστε… Χριστιανοί εἴμαστε… Ἁπλῶς ἀγάπη νά ἔχεις, τό δόγμα θά κοιτᾶμε τώρα;». Ὅσοι τά λένε αὐτά ἔχουν ἀλλοιωμένη ζωή, ἡ ὁποία εἶναι ἴδια μέ αὐτῶν πού εἶναι ἐκτός πίστεως, γιά νά μήν σᾶς πῶ ὅτι καμιά φορά οἱ ἄλλοι, οἱ αἱρετικοί Εὐρωπαῖοι, κάνουν καλύτερη ζωή, ἔχουν ἔστω καί μιά ἐξωτερική εὐγένεια. Ἐπειδή ἀλλοιώνεται ἡ ζωή μας λοιπόν, προχωράει ἡ αἵρεση στήν Ἑλλάδα.
Γιά παράδειγμα στήν Θεολογική Σχολή τῆς Θεσσαλονίκης πρίν λίγα χρόνια ἦταν ἕνας καθηγητής Οἰκουμενιστής. Τώρα εἶναι ὅλοι Οἰκουμενιστές, ἐκτός ἀπό ἕναν-δύο. Πρίν λίγα χρόνια οἱ φοιτητές ἀκούγοντας αὐτά πού ἔλεγε ὁ Οἰκουμενιστής καθηγητής γελοῦσαν. Τώρα φοιτητές καί καθηγητές πᾶνε πρός τά ἐκεῖ. Γιατί; Γιατί ἀλλοιώθηκε ἡ ζωή μας. Ὁπότε πεθάναμε, χάσαμε τό φῶς τοῦ Χριστοῦ μέ ἀποτέλεσμα νά μήν βλέπουμε τό σωστό δόγμα καί τήν ἀληθινή πίστη. Μετά ἀλλοιώνεις καί τήν πίστη γιά νά ταιριάξει μέ τήν ζωή σου, ὥστε νά μήν ἔχεις ἔλεγχο. Καί λένε: «νά ἀλλάξουμε τούς πατέρες κι ἐμεῖς πατέρες δέν εἴμαστε;». Καί ὑπάρχουν καί ἐπίσκοποι στήν λεγόμενη μεταπατερική θεολογία, ἡ ὁποία κι αὐτή ὑπηρετεῖ τόν Οἰκουμενισμό, τήν ἰδέα δηλαδή ὅτι μπορεῖς παντοῦ νά σωθεῖς, δέν χρειάζεται νά εἶσαι ὀρθόδοξος, καί παπικός καί προτεστάντης νά εἶσαι, θά σωθεῖς. Δέν εἶναι ἔτσι ὅμως τά πράγματα. Φτάσαμε ὡστόσο ἐδῶ, γιατί ἀλλοιώθηκε ἡ ζωή μας. Δέν ζοῦμε σωστά. Ἔχουμε πάρα πολλά ἠθικά, ἀλλά καί οἰκονομικά ἁμαρτήματα. Ὁπότε γιά νά μήν χάσουμε τά κριτήρια, εἶναι πολύ βασικό νά κάνουμε σωστή ζωή καί τότε θά ἔχουμε καί σωστή πίστη. Μέ αὐτό τό σκεπτικό πρέπει ν’ ἀνησυχοῦμε γιά τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, γιατί εἶναι τό σπίτι μας καί ἔχει ἀλλοιωθεῖ πολύ ἡ ζωή μας. Ὄχι μόνο τῶν κληρικῶν, ἀλλά καί τῶν λαϊκῶν ἀπό τούς ὁποίους προέρχονται καί οἱ κληρικοί.
Ἄν παρατηρήσετε, οἱ Ἕλληνες ἔχουμε παγκόσμιες πρωτιές στήν ἁμαρτία: στίς ἐκτρώσεις, στά διαζύγια, στά ναρκωτικά, στή διαφθορά κ.λ.π. Αὐτό τί σημαίνει; Ἀλλοίωση ζωῆς. Ὁπότε εἶναι θέμα χρόνου νά ἔρθει καί ἡ ἀλλοίωση τῆς πίστεως. Ἐκεῖ ποντάρουν καί αὐτοί οἱ Παγκοσμιοποιητές καί διοχετεύουν ὅλον αὐτόν τόν ὀχετό τῆς πορνογραφίας κ.λ.π. στόν κόσμο. Δίνουν τέτοια πράγματα στούς νέους μέ σκοπό νά τούς καταστρέψουν ἠθικά καί φυσικά μετά δέν πρόκειται νά στραφοῦν στήν πίστη. Μετά τούς κάνεις ὅ,τι θέλεις. Θά εἶναι ἕτοιμοι γιά τήν πανθρησκεία. Ἡ πανθρησκεία ἡ ὁποία θά λέει ὅτι δέν σώζονται μόνο οἱ Προτεστάντες καί οἱ Παπικοί ἀλλά καί οἱ Βουδιστές καί οἰ ἄθεοι καί οἰ εἰδωλολάτρες. «Δέν χρειάζεται νά ἀλλάξουν. Κι αὐτοί πνεύματα ἔχουν, τά πνεύματα τῶν λιμνῶν, τῶν ποταμῶν, οἱ μάγοι…». Στίς διαθρησκειακές συμπροσευχές καί συναντήσεις πού κάνει ὁ Πάπας καλοῦν καί μάγους ἀκόμα. Ὅλοι μαζί. Ἄν εἶναι δυνατόν νά συνυπάρχουν μαζί ὁ Χριστός καί ὁ διάβολος! Κι ὅμως αὐτό προωθοῦν. Καί πῶς τό προωθοῦν; Ὅπως εἴπαμε, ἀλλοιώνοντας τήν ζωή. Ὁ κόσμος ὅλος τείνει στίς μέρες μας νά γίνει ἕνας ὀχετός ἀνηθικότητας μέσα ἀπό τό διαδίκτυο. Δέν εἶναι τυχαῖο πού διοχετεύουν ὅλο αὐτό τό πορνογραφικό ὑλικό. Ἔτσι θά ἀλλοιωθεῖ ἡ ζωή τοῦ κόσμου μέ ἀποτέλεσμα νά χάσουν καί τήν πίστη τους. Βέβαια ὑπάρχει καί ὁ Θεός, ὑπάρχουν καί οἱ Ἅγιοι. Καί ὁ Θεός θά ἐπέμβει γιά νά σώσει αὐτούς πού θέλουν νά σωθοῦν.
Ἐρ. : Στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὑπάρχει ὅλη ἡ πίστη τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἡ μοναδική Ἐκκλησία. Ὅλες οἱ ἄλλες εἶναι αἱρέσεις. Μποροῦμε νά δεχτοῦμε ὅτι σέ μία αἵρεση ὑπάρχει μέρος τῆς ἀλήθειας τοῦ Θεοῦ; Γιά παράδειγμα στούς Εὐαγγελικούς μποροῦμε νά δεχτοῦμε ὅτι πιστεύουν στόν Χριστό κι ἄς μήν πιστεύουν στήν Παναγία;
Ἀπ. : Δέν εἶναι ὁ πραγματικός Χριστός. Δηλαδή, ἄν ψάξουμε, θά δοῦμε ὅτι ὅλα τά δόγματά τους εἶναι ἀλλοιωμένα. Οὐσιαστικά δέν ὑπάρχει οὔτε μέρος τῆς ἀλήθειας. Ἄρα δέν ὑπάρχει Θεός στήν πίστη τους. Εἶναι ἄλλος θεός, ἄλλος Χριστός. Πού δέν ὑπάρχει ἄλλος Χριστός. Εἶναι ὁ διάβολος.
Ἐρ. : Δέν κομματιάζεται ὁ Χριστός. Ὑπάρχει μόνο στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Οἱ ἄλλες δέν εἶναι κἄν «ἐκκλησίες». Γιατί μερικοί ἄνθρωποι μπερδεύονται καί λένε: «κι αὐτοί εἶναι καλοί ἄνθρωποι κι αὐτοί θά σωθοῦν…».
Ἀπ. : Ὁ Χριστός, ὅπως τό λέμε, εἶναι πανταχοῦ παρών ἀλλά δέν ἐνεργεῖ, γιατί δέν Τοῦ τό ἐπιτρέπουν. Γιά νά ἐνεργήσει ὁ Χριστός πρέπει ὁ ἄνθρωπος νά θελήσει νά μετανοήσει καί νά θελήσει νά μετέχει στήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Αὐτοί οἱ ἄνθρωποι ἐπειδή δέν μετανοοῦν, δέν ἐπιτρέπουν στόν Θεό νά τούς βοηθήσει. Πρέπει νά βαφτιστοῦν καί νά ἐνταχθοῦν στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Ἐρ. : Ὑπάρχουν καί χριστιανοί ὀρθόδοξοι πού στήν οὐσία εἶναι αἱρετικοί. Τυπικά ἔχουν βάφτισμα ἀλλά οὐσιαστικά μέ τίς ἰδέες τους εἶναι αἱρετικοί.
Ἀπ. : Καί μέ τήν ζωή τους κυρίως. Ἡ μεγαλύτερη αἵρεση εἶναι αὐτός ὁ διαχωρισμός πίστεως καί ζωῆς. Σήμερα, ὅποιον καί νά ρωτήσεις ἀπό τούς Ἕλληνες θά σοῦ πεῖ: «ναί πιστεύω». Βέβαια τελευταῖα εἶναι τῆς μόδας ἡ ἀθεΐα, ἀλλά κατά κανόνα οἱ περισσότεροι λένε πώς πιστεύουν καί μάλιστα λένε: «Καί ἐγώ ὀρθόδοξος χριστιανός δέν εἶμαι; Τί θέλεις νά μᾶς παραστήσεις ἐσύ τώρα πού τρέχεις στούς παπάδες καί ὅλο ἐξομολογεῖσαι;». Εἶναι στό ὄνομα χριστιανός. Στήν πράξη ὅμως, στήν ζωή του εἶναι αἱρετικός. Γιατί ἡ μεγαλύτερη αἵρεση εἶναι αὐτός ὁ διαχωρισμός δόγματος καί ἤθους, πίστεως καί ζωῆς. Δέν συμφωνεῖ δηλαδή ἡ ζωή μέ τό πιστεύω του. Ἐνῶ πιστεύει στόν Χριστό, κάνει π.χ. ἔκτρωση. Στήν πράξη ἀρνεῖται τόν Χριστό. Ἤ ἐνῶ λέει πιστεύω στόν Χριστό, φοβᾶται τόν θάνατο. Ἀρνεῖται τήν νίκη τοῦ Χριστοῦ κατά τοῦ θανάτου. Ἐνῶ λέει πιστεύω στόν Χριστό, ὅταν τοῦ ἔρθει μιά ἀρρώστια, τά βάζει μέ τόν Χριστό. Δέν ξέρει δηλαδή ὅτι ἡ ἀρρώστια εἶναι ἐπίσκεψη Θεοῦ. Στοιχειώδη πράγματα. Καί βλασφημεῖ τόν Θεό καί λέει «τί ἔκανα; Δέν ἔχω κάνει τίποτα». Δέν ἔχει τήν στοιχειώδη αὐτογνωσία ὅτι εἶναι ἁμαρτωλός. Κανονικά πρέπει νά πιστεύουμε ὅτι εἴμαστε οἱ μεγαλύτεροι ἁμαρτωλοί. Ὁ κατεξοχήν ἁμαρτωλός, ὄχι ἁπλῶς ἁμαρτωλός.
Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ἐλάχιστοι εἶναι οἱ πραγματικοί ἄνθρωποι τοῦ Χριστοῦ, οἱ ἀληθινοί χριστιανοί. Πολύ λίγοι. Ὅταν ρώτησαν τόν Χριστό: «εἰ ὀλίγοι οἱ σωζόμενοι;» (Λουκ. 13,23), δέν τούς ἀπάντησε. Τούς εἶπε: «Ἀγωνίζεσθε εἰσελθεῖν διά τῆς στενῆς πύλης» (Λουκ. 13,24). Σέ ἄλλο σημεῖο τούς λέει ὅμως: «στενή ἡ πύλη καί τεθλιμμένη ἡ ὁδός ἡ ἀπάγουσα εἰς τήν ζωήν καί ὀλίγοι εἰσίν οἱ εὑρίσκοντες αὐτήν» (Ματθ. 7,14). Τελικά τούς εἶπε ὅτι εἶναι λίγοι, πολύ λίγοι. Ὁπότε μήν ἀκοῦτε αὐτούς πού λένε: «ὅλοι θά σωθοῦν καί ὁ Θεός εἶναι πολυεύσπλαχνος..». Θά σωθοῦν αὐτοί πού θέλουν, ὄχι αὐτοί πού δέν θέλουν. Δέν θά μᾶς βάλει ἀναγκαστικά ὁ Θεός στόν Παράδεισο, γιατί σέβεται τήν ἐλευθερία μας. Θέλω δέν σημαίνει ἔχω καλή πρόθεση. Τό ἀποδεικνύω στήν πράξη ὅτι θέλω, μετανοώντας, τουλάχιστον ἀπαρνούμενος δηλαδή τήν κακή ζωή καί καταδικάζοντας τόν ἑαυτό μου. Ἄν ὅμως δέν παραδεχτεῖ τό λάθος του κανείς, δέν μπορεῖ νά σωθεῖ. Ὁ μεταπατερικός λέει: «Γιατί ὄχι; Ἄς κάνουν ἐλεύθερες σχέσεις τά παιδιά, δέν πειράζει». Αὐτό δέν εἶναι μετάνοια. Αὐτό εἶναι ἐμμονή στήν ἁμαρτία καί καταξίωση τῆς ἁμαρτίας καί τῆς διαστροφῆς. Αὐτός δέν μπορεῖ νά σωθεῖ ἄν δέν ἀλλάξει, γιατί τήν ἀρρώστια τήν ὀνομάζει ὑγεία.
Ἔχει κάποιος καρκίνο καί λέει: «καί ὁ καρκίνος καλό πράγμα εἶναι». Αὐτό εἶναι ἡ αἵρεση. Σοῦ λένε ὅτι τό λάθος εἶναι σωστό, τό ψέμα εἶναι ἀλήθεια, ἡ ἀρρώστια ὑγεία καί μήν ἀνησυχεῖτε καθόλου, ὅλοι θά σωθοῦν… Πλάνη! Αὐτό πολέμησαν οἱ ἅγιοι Πατέρες γι’ αὐτό τά ἔβαλαν μέ τίς αἱρέσεις. Οἱ αἱρέσεις ἀκριβῶς καθιστοῦν τόν ἄνθρωπο ἀνίκανο γιά τήν σωτηρία. Ἅπαξ καί ἀποδεχθεῖς τήν αἵρεση ἀποδέχεσαι τό ψέμα ὡς ἀλήθεια. Γι’ αὐτό εἴπαμε ὅτι αὐτός πού ἔρχεται ἀπό μέσα εἶναι χειρότερος ἐχθρός. Καί ἐμφανίζεται ὁ μεταπατερικός παπάς, δεσπότης, λαϊκός, θεολόγος… ὡς χριστιανός.
Διάφορες θεωρίες… Θά πάρω, λένε, τό χάραγμα θά βάλω καί ἕναν σταυρό καί εἶμαι ἐντάξει. Δέν ἁγιάζονται ὅλα τά πράγματα. Τό νερό ἁγιάζεται, γίνεται ἁγιασμός. Τά οὔρα -μέ συγχωρεῖτε- δέν γίνονται ἁγιασμός. Χρειάζεται καί μιά κάθαρση.
Ἐρ. : Ἐκεῖ πού λέει γιά τήν στενή καί τεθλιμμένη ὁδό, λέει: «πολλοί ζητήσουσιν εἰσελθεῖν καί οὐκ ἰσχύσουσιν». Δηλαδή ἀπ’ τήν στενή πύλη θά ζητοῦν νά μποῦν ἀλλά δέν θά μπορέσουν. Πῶς τό ἐννοεῖ;
Ἀπ. : Θυμάστε τήν παραβολή τῶν παρθένων; Παρθένες ἦταν καί οἱ μωρές. Ἡ παρθενία εἶναι μεγάλη ἀρετή, ἀλλά ὅμως δέν ἐγγυᾶται τήν σωτηρία. Δέν εἶχαν λέει λάδι. Τί ἦταν τό λάδι; Βασικά εἶναι ἡ εὐσπλαχνία, ἡ ἀγάπη, τό ἔλεος, ἡ ἐλεημοσύνη. Ἡ ἀγάπη ἔχει μέσα ὅλες τίς ἀρετές. Εἶναι περιεκτική ἀρετή. Γιά νά ἔχεις ἀγάπη, νά βγεῖς ἀπό τόν ἑαυτό σου, πρέπει νά ἔχεις πολεμήσει τά πάθη, τήν φιλαυτία, τήν φιληδονία, τήν φιλοδοξία καί τήν φιλαργυρία. Αὐτές εἶχαν τίς ἀρετές, ἀλλά ἀπό λίγο. Δέν τούς ἔφτασε τό λάδι, ὁπότε ἔμειναν ἀπ’ ἔξω. Δηλαδή θέλει προσπάθεια νά ἔχουμε ἀρκετό λάδι, νά μήν ἀρκεστοῦμε στό λίγο. Ὁ Χριστός μας εἶπε: «ἐξ ὅλης τῆς καρδίας καί ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς καί ἐξ ὅλης τῆς διανοίας» (Μαρκ. 12,30). Ὄχι, ὅπως λένε μερικοί, «νά πᾶς ἀλλά μέ μέτρο, μή γίνεσαι φανατικός..» καί κηρύττουν ἕνα δεύτερο εὐαγγέλιο γιά κοσμικούς! Δέν ὑπάρχει τέτοιο εὐαγγέλιο. Αὐτό τό ἔφτιαξαν οἱ ἄνθρωποι πού εἶναι ράθυμοι. Ὁ Χριστός ἔδωσε ἕνα Εὐαγγέλιο καί εἶναι ἀσκητικό καί τό ἴδιο γιά ὅλους. Δέν ἔδωσε ἕνα γιά τούς μοναχούς καί ἕνα ἄλλο γιά τούς κοσμικούς. Εἶναι ξεκάθαρο ὅ,τι ζητάει ἀπό τούς μοναχούς, τό ζητάει καί ἀπό τούς λαϊκούς. Βέβαια οἱ μοναχοί ἔχουν ὑποχρεώσεις ὑπακοῆς, τελείας ἀκτημοσύνης κ.λ.π. Αὐτά εἶναι δῶρα πού τά κάνουμε στόν Θεό. Δέν τά ζητάει ἀπό ὅλους. Δέν μπορεῖς νά ἀσκήσεις παρθενία, νά κάνεις σώφρονα συζυγική ζωή. Σήμερα καί ὁ γάμος σέ πολλούς ἔχει γίνει ἕνα μέσο κάλυψης φοβερῶν διαστροφῶν. Ἔχουμε χάσει δηλαδή τήν ἀσκητική τοῦ γάμου. Ὁ γάμος εἶναι μυστήριο καί πρέπει νά ἔχει ἄσκηση, ἐγκράτεια καί νηστεία. Δέν σημαίνει ἐπειδή εἶσαι ἔγγαμος ἀφήνεσαι ἀχαλίνωτα στά σαρκικά πάθη. Δέν πρέπει νά γίνεις δοῦλος τῆς σάρκας, θά ἔχεις κι ἐκεῖ περιορισμούς γιατί ἄν γίνεις σαρκολάτρης γίνεσαι καί ἀρνησίχριστος.
Ὁπότε ὁ Θεός ἔδωσε τό Εὐαγγέλιο ἀλλά κάποιος πού θέλει νά ἀφιερωθεῖ στόν Θεό κάνει καί τά παραπάνω, χωρίς ὅμως νά τά ζητάει ὡς ἐντολή ὁ Θεός ἀπό ὅλους. Δέν ζητάει λ.χ. τήν παρθενία ἀπό ὅλους ἀλλά ζητάει τήν ἀγάπη πρός Αὐτόν ἀπό ὅλους. Ἕνας λοιπόν πού λατρεύει τήν γυναῖκα του ἤ τό παιδί του, ἔχει ὑποκαταστήσει τόν Θεό μέ τήν γυναῖκα του ἤ τό παιδί του. Λατρεία ἁρμόζει μόνο στόν Θεό. Πάνω καί ἀπό τήν γυναῖκα καί τό παιδί εἶναι ὁ Θεός. Ὀφείλεις δηλαδή τήν πρώτη σου ἀγάπη νά τήν δώσεις στόν Θεό εἴτε εἶσαι μοναχός, εἴτε εἶσαι λαϊκός.
Λένε μάλιστα οἱ Ἅγιοι ὅτι πιό πολύ ἀγῶνα πρέπει νά κάνει αὐτός πού εἶναι ἔγγαμος στόν κόσμο παρά αὐτός πού εἶναι μέσα στό μοναστήρι. Γιατί αὐτός πού ζεῖ στό μοναστήρι δέν ἔχει τούς πειρασμούς αὐτούς πού ἔχει αὐτός πού εἶναι στόν κόσμο. Στό μοναστήρι θά δεῖς καλογήρους, κανένα προσκυνητή, οὐρανό, γῆ, κανένα μουλάρι στό Ἅγιο Ὄρος, τίποτα ἄλλο. Στόν κόσμο ἔχει φοβερούς πειρασμούς. Ἑπομένως, λένε οἱ Ἅγιοι, πιό πολύ νηστεία πρέπει νά κάνεις ἐδῶ, πιό πολύ ἀγρυπνία, νά ἔχεις πιό πολύ ἔνταση προσοχῆς, γιά νά ἀποφύγεις ὅλα αὐτά τά δηλητήρια καί τά σκουπίδια πού σοῦ σερβίρουν συνέχεια στά μάτια καί στά αὐτιά. Πιό πολύ ἐγρήγορση καί νήψη χρειάζεται. Ὁπότε ἀντιστρέφεται ἡ ἄποψη ὅτι «ἐμεῖς δέν εἴμαστε καλόγεροι, θά σωθοῦμε μέ λιγότερα πράγματα». Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέει: ἡ πιό ὀλέθρια ἀντίληψη πού ἔχει ἀνατρέψει τά πάντα στόν κόσμο εἶναι ἡ ἰδέα ὅτι ὁ Χριστός ζητάει λιγότερα πράγματα ἀπό τούς λαϊκούς σέ σχέση μέ τούς μοναχούς.
Τό σωστό εἶναι νά λέγεστε λαϊκοί καί ὄχι κοσμικοί, γιατί κοσμικός ἔχει τήν ἔννοια τοῦ ὑποταγμένου στόν κόσμο, ὁ ὁποῖος κόσμος εἶναι ἐχθρός τοῦ Θεοῦ. Εἶναι σάν νά λέμε δηλαδή ὅτι εἶναι μέ τούς ἐχθρούς τοῦ Θεοῦ. Εἶστε λαϊκοί χριστιανοί πού ζεῖτε στόν κόσμο ἀλλά δέν ἀνήκετε στόν κόσμο, ἀνήκετε στόν Χριστό. Αὐτή τήν συνείδηση πρέπει νά ἔχετε, ὅπως καί ὅλοι ἐμεῖς πού βρισκόμαστε τώρα στόν κόσμο. Γι’ αὐτό λέει σέ μία ὡραία ἐπιστολή πρός Διόγνητον: «οἱ χριστιανοί κατοικοῦν στίς πόλεις ἀλλ᾽ ἐν οὐρανῷ πολιτεύονται». Τό πολίτευμά τους εἶναι στόν οὐρανό. Ἡ σκέψη τους, ὁ νοῦς τους, ἡ καρδιά τους εἶναι στόν Θεό.
Δυστυχῶς σήμερα ἔχουμε ἐκκοσμικευτεῖ πάρα πολύ οἱ χριστιανοί καί προσπαθοῦμε νά κάνουμε τήν Ἐκκλησία κόσμο, νά ἐκκοσμικεύσουμε τήν Ἐκκλησία, ἀντί νά ἐκκλησιοποιήσουμε τόν κόσμο, νά κάνουμε τόν κόσμο Ἐκκλησία πού εἶναι τό σωστό. Ὁ Χριστός ἦρθε στήν γῆ γιά νά κάνει τόν κόσμο Ἐκκλησία. Νά γίνει ὅλος ὁ κόσμος Ἐκκλησία, νά γίνει ὅλος ὁ κόσμος ἕνα μεγάλο μοναστήρι. Γιατί, οἱ πρῶτες ἐνορίες γιά διακόσια χρόνια λειτουργοῦσαν ὡς μοναστήρια καί οἱ χριστιανοί πού πήγαιναν νά βαπτιστοῦν στήν ἐνορία, ἔδιναν καί τήν περιουσία τους. Εἶχαν κοινοκτημοσύνη, δέν εἶχαν προσωπική περιουσία καί συνεπῶς δέν ὑπῆρχε φτωχός. Εἶχαν συνεχή λατρεία τοῦ Θεοῦ. Κάθε μέρα Θεία Λειτουργία, Θεία Κοινωνία, κήρυγμα, ὅπως γίνεται σήμερα σέ ἕνα καλό μοναστήρι – γιατί καί τά μοναστήρια ἔχουν ἀλλοιωθεῖ. Ἔτσι λειτουργοῦσαν οἱ ἐνορίες καί μακάρι νά γυρίσουμε σ’ αὐτόν τόν τρόπο καί νά γίνουν τά μοναστήρια πρότυπα γιά τίς ἐνορίες. Τό μοναστήρι εἶναι τό σωστό πρότυπο γιά τήν ἐνορία. Στό μέτρο πού ὁ ἱερέας εἶναι ἀσκητής, εἶναι ἐμπνευσμένος ἀπό τό μοναχικό πνεῦμα, μπορεῖ νά τό καταφέρει ἔστω καί μέ τούς λίγους πού θά ἔχουν τήν διάθεση ν’ ἀκολουθήσουν. Δέν σᾶς λέω δικές μου ἰδέες. Τά ἔλεγε αὐτά ὁ σύγχρονος Ἅγιος Ἰουστίνος Πόποβιτς. Ἔλεγε πώς οἱ ἐνορίες πρέπει νά γίνουν ἀσκητικά κέντρα. Ἀλλά, γιά νά συμβεῖ αὐτό χρειάζεται ἀσκητές ἱερεῖς. Πρέπει πρῶτα νά γυρίσουν οἱ ἱερεῖς σ’ αὐτό τό πνεῦμα, στόν αὐθεντικό χριστιανισμό.
Ἄν προσέξετε καί ὁ Χριστός λειτουργεῖ ὡς Γέροντας καί οἱ Ἀπόστολοι εἶναι ἡ Συνοδεία Του. Εἶναι ἕνα μοναστήρι δηλαδή. Εἶχαν κοινό ταμεῖο, τό ὁποῖο εἶχε μάλιστα ὁ Ἰούδας καί ζοῦσαν μέ συνεχές κήρυγμα, κοντά στόν Γέροντά τους. Ὅπως εἶναι σήμερα ἕνας Γέροντας μέ τούς ὑποτακτικούς του στό μοναστήρι. Στή συνέχεια σ’ αὐτό τό σχῆμα ἐντάχθηκαν καί οἱ πρῶτοι χριστιανοί, οἱ πρῶτες ἐνορίες καί λειτουργοῦσαν μ’ αὐτόν τόν τρόπο. Γι’ αὐτό καί ὅταν ἀργότερα ἄρχισαν κάποιοι χριστιανοί νά ξεφεύγουν καί νά κρατοῦν περιουσίες, νά μήν κάνουν καί τόση ὑπακοή στόν ἱερέα, νά ἐκκοσμικεύονται, αὐτοί πού ἦταν προσηλωμένοι στό σωστό πνεῦμα ἀποφάσισαν νά χωριστοῦν καί νά φύγουν γιά τήν ἔρημο. Ἔτσι δημιουργήθηκαν τά πρῶτα μοναστήρια ἀπό χριστιανούς ἐνορίτες πού δέν ἀνεχόντουσαν τήν ἐκκοσμίκευση, γιατί ἤθελαν νά ζήσουν τόν αὐθεντικό χριστιανισμό. Στήν ἀρχή ἦταν κοντά στά χωριά καί μετά ἀπομακρύνθηκαν. Γι’ αὐτό τά πρῶτα μοναστήρια καί αὐτός ὁ τρόπος ζωῆς ὀνομάστηκε ἀποστολική ζωή, συνέχεια δηλαδή τῆς ζωῆς τῶν Ἀποστόλων. Ἡ μοναστική ζωή εἶναι συνέχεια τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ καί τῶν Ἀποστόλων, δέν ἐμφανίστηκε ξαφνικά.
Τό ἀντιμοναχικό πνεῦμα τό πέρασαν στόν λαό μας οἱ Προτεστάντες μέ τόν Ὄθωνα πού καταδίωξαν τά μοναστήρια, γιατί εἶναι αἱρετικοί καί πολεμοῦν τόν μοναχισμό. Οἱ δέ Παπικοί ἔχουν μοναστήρια, τά ὁποῖα ὅμως δέν ἔχουν τήν σωστή θεωρία καί θεραπευτική, ἡ ὁποία βασίζεται στήν κάθαρση, στόν φωτισμό καί στήν θέωση, ἀλλά τά ἔχουν ὡς κοινωνικά ἱδρύματα. Εἶναι δηλαδή μοναχοί καί μοναχές ἰατροί, δάσκαλοι καί λειτουργοῦν σάν σχολεῖο, σάν νοσοκομεῖο, μέ ἔργα γενικά φιλανθρωπίας. Ἀλλά δέν εἶναι σκοπός τοῦ μοναστηριοῦ νά κάνει φιλανθρωπία. Σκοπός τοῦ μοναστηριοῦ εἶναι νά ζήσει τήν αὐθεντική ἀποστολική ζωή. Νά κάνει ὁ μοναχός τήν κάθαρση, τόν φωτισμό καί νά φτάσει καί στήν θέωση, ὥστε νά γίνει μετά φορέας φωτός καί θεραπείας καί γιά τούς λαϊκούς. Γιατί, ὅπως γιά τήν ἐνορία πρότυπο εἶναι τό μοναστήρι, γιά τόν ἐνορίτη πρότυπο εἶναι ὁ μοναχός. Ἄν θέλει κάποιος νά ζήσει δηλαδή τήν σωστή χριστιανική ζωή, νά πάει νά κολλήσει σέ ἕναν γέροντα, σέ ἕναν μοναχό -φυσικά καί στόν Πνευματικό του πατέρα. Καί τά παιδιά μας, γιά νά μήν παρασυρθοῦν, θά βοηθοῦσε νά γνωρίσουν ἕναν γέροντα/μιά γερόντισσα ἀντίστοιχα καί νά κάνουν ἅγιες παρέες!
Ἐρ. : Λέει κάπου ὅτι, ἄν κάποιος ἔχει ἕνα πάθος ἀναλόγως μέ τήν δυσκολία πρέπει νά βρεῖ καί τόν Πνευματικό. Δηλαδή, ἄν εἶναι ἕνα πολύ δύσκολο πάθος, πρέπει νά βρεῖς ἕναν ἀσκητή Γέροντα γιά νά μπορέσει νά σέ βοηθήσει.
Ἀπ. : Ὑπάρχει γιατρός πού ἰδιωτεύει, γιατρός στό νοσοκομεῖο, ὑπάρχει καί καθηγητής Πανεπιστημίου. Ἔτσι εἶναι καί στά πνευματικά. Ὑπῆρχε ἕνας Ἅγιος Παΐσιος, ἕνας Ἅγιος Πορφύριος καί οἱ φωτισμένοι Πνευματικοί γιά κάτι πολύ δύσκολο ἔστελναν τούς ἀνθρώπους νά συμβουλευτοῦν αὐτούς. Αὐτό ἐπιτρέπεται.
Ἐρ. : Ναί Γέροντα, ἀλλά πολλοί νομίζουν ὅτι θά τό πῶ στόν Πνευματικό, θά κάνει αὐτός τά κομποσκοίνια του τή νύχτα καί ἐγώ θά γυρνάω στά μπαράκια. Εἶναι ἀνάλογο πῶς προσεγγίζεις τόν Γέροντα καί μέ τί διάθεση…
Ἀπ. : Νά ἔχουμε διάθεση νά θεραπευτοῦμε, νά μετανοήσουμε καί νά κάνουμε βέβαια καί ὑπακοή. Ἄν πᾶμε στό νοσοκομεῖο ὁ γιατρός θά μᾶς δώσει τό φάρμακο, ἄν δέν κάνουμε ὅμως ὑπακοή καί δέν πάρουμε τό φάρμακο, φυσικά δέν θά θεραπευθοῦμε. Δέν εἶναι ἀρκετό νά κάνει προσευχή ὁ Γέροντας. Καί τώρα κάνει. Γιά ὅλο τόν κόσμο κάνει προσευχή. Γιατί δέν ἁγιάζεται ὅλος ὁ κόσμος; Γιατί δέν θέλουν! Ὁ Θεός ἐνεργεῖ ὅταν ὁ ἄνθρωπος συνεργεῖ. Ὁ Θεός ἐνεργεῖ πάντα, ἀλλά ὁ ἄνθρωπος δέν παίρνει τήν βοήθεια ἄν δέν συνεργήσει. Ἡ συνέργειά μας εἶναι νά κινηθοῦμε πρός τόν Θεό μέ τήν μετάνοια. Νά παραδεχτοῦμε τήν ἁμαρτωλότητά μας, τήν ἀρρώστια μας, τήν ἀνάγκη γιά θεραπεία καί νά ποῦμε: «Θεέ μου ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανόν καί ἐνώπιόν σου» (Λουκ. 15,18), ὅπως ὁ ἄσωτος. Μετά ὁ Θεός τά κάνει ὅλα. Θά σέ ἀγκαλιάσει, θά σοῦ δώσει τήν στολή τήν πρώτη, θά σέ θεραπεύσει, θά σέ πλύνει, θά σοῦ βάλει τό δαχτυλίδι στό χέρι, ὅπως λέει στήν παραβολή. Ὅλα τά κάνει ὁ Θεός! Ἀλλά πρέπει νά κάνεις τήν κίνηση νά φύγεις ἀπ’ τά γουρούνια, τά πάθη δηλαδή, νά ἀφήσεις τά χαρούπια, τά ξυλοκέρατα, αὐτά πού σερβίρει ὁ διάβολος, τά ὁποῖα σέ δελεάζουν, γιατί ἔχουν μιά μικρή γλύκα. Ὁπότε, ἄν δέν φύγεις ἀπό αὐτά, δέν γίνεται τίποτα ἀκόμα κι ἄν προσεύχονται ὅλοι οἱ ἅγιοι. Ἄν δέν θέλει ὁ ἄνθρωπος νά γυρίσει, ὁ Θεός δέν τόν ἀναγκάζει. Ὁ Θεός εἶναι ὁ μεγαλύτερος δημοκράτης θά λέγαμε καί σέβεται τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου ἀπόλυτα. Ὅπως καί τοῦ διαβόλου τήν ἐλευθερία σέβεται, γιατί ὁ Ἴδιος μᾶς δώρησε τό αὐτεξούσιο καί ὁ Θεός δέν τά παίρνει πίσω τά δῶρα Του.
Ὁπότε τό θέμα τοῦ Πνευματικοῦ ἔχει δύο ὄψεις. Πρέπει ὁ ἄνθρωπος νά συνεργήσει, νά συνεργαστεῖ μέ τόν Πνευματικό. Ὁ Ἰούδας δέν εἶχε τόν καλύτερο Γέροντα; Θεραπεύτηκε; Ὄχι. Δέν τόν συμβούλευε ὁ Χριστός; Σίγουρα τόν συμβούλευε κι ἐνῶ ἔκλεβε, ὁ Χριστός γιά νά ξεπεράσει τό πάθος του τοῦ ἔδωσε τό ταμεῖο γιά νά μήν πεῖ ὁ Ἰούδας: «Ἄν μοῦ τό ἔδινες ἐγώ θά ἀγωνιζόμουν καί θά τό ξεπερνοῦσα». Τρία χρόνια τοῦ τό ἔδωσε ὁ Χριστός, ἐνῶ ἤξερε ὅτι ἔκλεβε. Μήπως τοῦ στέρησε τήν χάρη νά κάνει θαύματα; Ὄχι, ἔκανε καί θαύματα.
Ἡ ἄλλη ὄψη σχετικά μέ τόν Πνευματικό εἶναι νά θέλουμε νά θεραπευθοῦμε καί ὄχι ἁπλῶς νά καλύψουμε τά πάθη μας μέ μία ἄφεση πού θά μᾶς δώσει ἕνας «βολικός» πνευματικός, πού δέν εἶναι οὐσιαστικά Πνευματικός. Ὑπάρχουν καί τέτοιοι δυστυχῶς, οἱ ὁποῖοι δέν σέ ὁδηγοῦν νά κόψεις τά πάθη, ἀλλά ἐπιτρέπουν ἀπροϋπόθετα τήν Θεία Κοινωνία.
Ἐρ. : Καί ἄν δέν τούς ἀφήσεις νά κοινωνήσουν, πηγαίνουν σέ ἄλλον Πνευματικό καί ἔρχονται καί μᾶς ρίχνουν εὐθύνες τάχα ὅτι ἐμεῖς φταῖμε πού δέν τούς ἀφήνουμε νά κοινωνήσουν καί ὁ ἄλλος μέ τά ἴδια πού τοῦ εἶπαν, τούς ἄφησε. Ἄρα ἐμεῖς δέν εἴμαστε καλοί κι ἐκεῖνοι εἶναι. Αὔριο – μεθαύριο ἄν δέν τούς ἀρέσει κάτι πού θά τούς πεῖ ἐκεῖνος, θά πᾶνε σέ ἄλλον.
Ἀπ. : Ἀκριβῶς. Διότι δέν θέλουμε νά μποῦμε στήν διαδικασία νά κόψουμε τά πάθη μας, ὁπότε ἀναζητοῦμε ἕναν γιατρό πού δέν θεραπεύει, τσαρλατάνο, ὁ ὁποῖος ἐνῶ ἔχεις καρκίνο, θά σέ κοροϊδέψει καί θά σοῦ δώσει μιά ἀσπιρινούλα καί δῆθεν θά σοῦ περάσει ἡ ἀσθένεια. Εἶναι γιατρός; Ὄχι, εἶναι ἀπατεώνας καί ἐσύ λές: «Τί καλός πού εἶναι! Οὔτε πόνεσα, οὔτε μοῦ ἔπεσαν τά μαλλιά ὅπως στούς ἄλλους…». Ναί ἀλλά… σέ λίγο θά εἶσαι στό κοιμητήριο, ἐνῶ ὁ ἄλλος μπορεῖ νά πάρει καί πολλά χρόνια ἀκόμα παράταση ζωῆς.
Ὁπότε τό θέμα εἶναι νά θέλουμε νά θεραπευθοῦμε καί ὄχι ἁπλῶς νά καθησυχάζουμε τήν συνείδησή μας. Δηλαδή, ἐπειδή σοῦ διάβασε ὁ ἱερέας συγχωρητική εὐχή, ὅλα καλά. Βέβαια, ἐφόσον εἶναι κανονικός ἱερέας καί δέν ἔχει καθαιρεθεῖ, ὅταν σοῦ διαβάζει τήν συγχωρητική εὐχή, πράγματι ὅλα συγχωροῦνται, ἀλλά τά πάθη δέν ἔφυγαν, ὑπάρχουν καί πρίν προλάβεις νά βγεῖς ἀπό τήν πόρτα, θά ἔχεις ἤδη κάνει ἁμαρτία καί θά χρειάζεσαι πάλι ἐξομολόγηση. Οὐσιαστικά δέν κάνουμε τίποτα. Γιατί δέν ἀρκεῖ ἁπλῶς νά πάρεις συγχώρηση καί νά σοῦ διαβάσει μιά εὐχή, ἀλλά νά βρεῖς γιατρό νά μήν τό ξανακάνεις, νά θεραπευθεῖς, νά φύγει ἡ ἀρρώστια. Νά «ἰσχύσεις» ὅπως εἴπατε, νά περάσεις τήν στενή πύλη. Πῶς θά τήν περάσεις ἅμα δέν καθαριστεῖς; Πῶς θά καθαριστεῖς, ἄν δέν πονέσεις; Αὐτό εἶπε καί ὁ π. Θεόδωρος.
Πηγαίνουμε στόν γιατρό-Πνευματικό καί αὐτό ἔχει πόνο, ἀλλά δέν εἶναι τιμωρία. Μερικοί νομίζουν ὅτι τά ἐπιτίμια εἶναι τιμωρία. Ὄχι εἶναι ἡ θεραπευτική. Ὅπως ὅταν πᾶς σέ καλό γιατρό καί ἔχεις γαστρορραγία, θά σοῦ ἀπαγορεύσει νά τρῶς κρέας, φασόλια κ.λπ., γιατί κινδυνεύεις νά πεθάνεις σέ τέτοια κατάσταση πού βρίσκεται τό στομάχι σου. Αὐτό εἶναι τιμωρία; Ὄχι εἶναι θεραπεία. Αὐτός εἶναι καλός γιατρός, ἐνῶ ὁ ἄλλος πού σοῦ λέει δέν ἔχεις τίποτα, οὐσιαστικά σέ σκοτώνει.
Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τά πνευματικά. Ἕνας π.χ. πού κάνει μοιχεία σύμφωνα μέ τούς Κανόνες πρέπει γιά 14 χρόνια νά μήν κοινωνήσει. Θά πεῖ κανείς: «Τόσα χρόνια; Κι ἄν πεθάνει ὁ ἄνθρωπος καί δέν κοινωνήσει, θά πάει στήν κόλαση;». Ὄχι δέν πάει στήν κόλαση. Κατ’ ἀρχάς ὁ Πνευματικός ἔχει τήν ἐξουσία νά μειώσει τά χρόνια ἀνάλογα μέ τήν μετάνοια πού θά δείξει κάποιος καί μπορεῖ νά γίνει καί ἕνας χρόνος. Ὅμως δέν μπορεῖ νά τοῦ πεῖ «δέν ἔχεις τίποτα, φύγε». Χρειάζεται χρόνος γιά νά θεραπευθεῖς. Ὅπως κάποιος πού παθαίνει κάταγμα στά χέρια, στά πόδια κλπ, θέλει ἕξι μῆνες ἤ καί ἕνα χρόνο νά ἀποκατασταθεῖ. Δέν μπορεῖ ὁ γιατρός νά τοῦ κάνει ἐνέσεις, νά τοῦ δώσει ὁρμόνες, νά τόν σηκώσει καί νά τόν βάλει στό στάδιο νά τρέξει κατοστάρι! Τόν διέλυσε τόν ἄνθρωπο! Ἔτσι εἶναι καί στά πνευματικά. Μπορεῖ ὁ Πνευματικός νά τοῦ πεῖ καί τήν ἄλλη μέρα νά κοινωνήσει, ἄν δεῖ πραγματική, μεγάλη μετάνοια καί ὅτι εἶναι ἀποφασισμένος νά μήν τό ξανακάνει ποτέ. Ἀλλά ἐκεῖ χρειάζεται νά εἶσαι ἅγιος γιά νά τό καταλάβεις.
Σέ καμία ὅμως περίπτωση δέν θά τοῦ πεῖ: «ἐντάξει κάνε τρεῖς μέρες νηστεία καί μετά συνέχισε». Αὐτό δέν εἶναι μετάνοια, εἶναι δολοφονία. Τά λένε αὐτά πνευματικοί χωρίς Ἅγιο Πνεῦμα. Στούς ἀρραβωνιασμένους γιά παράδειγμα λένε: «ἀφοῦ θά παντρευτεῖτε δέν πειράζει». Πειράζει καί πάρα πολύ! Γιατί δέν ὑπάρχει μετάνοια. Ἕνας πού δέν ἔχει μετάνοια, δέν μπορεῖ νά κοινωνήσει ποτέ. Εἶναι ξεκάθαρο αὐτό. Αὐτός δηλαδή πού δέν παραδέχεται ὅτι αὐτό πού κάνει εἶναι λάθος, δέν πρέπει νά κοινωνάει. Εἶναι διαφορετικό ἀπό ἐκεῖνον πού ξεφεύγει ἤ ξαναπέφτει ἐνῶ ἀγωνίζεται νά ξεπεράσει τό πάθος. Δέν δικαιώνει ὅμως τήν ἁμαρτία.
Ἐρ. : Καί στήν νηστεία παρατηρεῖται αὐτό πολλές φορές. Κάποιος λέει «πάτερ δέν πειράζουν αὐτά τώρα, θά κοινωνήσω» καί ἄλλος λέει «νά δέν μπόρεσα νά ἀντισταθῶ καί παρασύρθηκα». Δηλαδή ὁ ἕνας δέν τήν ἀποδέχεται κἄν τήν νηστεία.
Ἀπ. : Οἱ Οἰκουμενιστές καί ὅλοι αὐτοί οἱ αἱρετικοί θέλουν νά καταργηθεῖ ἡ νηστεία. Ἄλλο νά πεῖ κανείς «δυσκολεύομαι» καί ἄλλο νά πεῖ «δέν χρειάζεται». Ἔχει τεράστια διαφορά. Τό ἕνα δείχνει ἀγῶνα καί τό ἄλλο κανέναν ἀγῶνα, δηλαδή καθόλου μετάνοια.
Ἐρ. : Ἐντάξει ἄν παρασυρθοῦμε, ἀλλά ἐπιβάλλεται νά σηκωθοῦμε πάλι. Ἐμεῖς θέλουμε νά ἐπιτρέπεται μόνο νά πέσουμε, μόνο νά τρῶμε καί νά μήν σηκωθοῦμε κἄν.
Ἀπ. : Νά μένουμε πεσμένοι… καί νά μᾶς χειροκροτοῦν κιόλας. Ὁ Θεός νά φυλάει.
Ἐρ. : Νά τό θεωροῦμε καί μεγαλειῶδες καί νά κοροϊδεύουμε τόν ἄλλον πού κάνει νηστεία. Καί κατά τά ἄλλα λέμε ὅτι πιστεύουμε….
Ἀπ. : Εἶναι φοβερό αὐτό. Εἶναι μεγάλη διαστροφή.

Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου