Μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ θά
συνεχίσουμε τό θέμα πού ἔχει σχέση μέ τήν ὕπαρξη καί τίς λεγόμενες
ὑπαρξιακές ἀνησυχίες καί ἀγωνίες πού ἔχει ὁ κάθε ἄνθρωπος. Δηλαδή τά
ἐρωτήματα: – Γιατί ὑπάρχω; – Ποιός εἶναι ὁ λόγος πού ὑπάρχω; – Ποιός
εἶμαι; – Ποῦ πηγαίνω; – Ποιός εἶναι ὁ σκοπός μου; Ἄν κανείς δέν ἔχει τήν
πίστη στόν Θεό, δέν μπορεῖ νά ἀπαντήσει σέ ὅλα αὐτά.
Ἡ ἐποχή μας χαρακτηρίζεται ἀπό
αὐτήν τήν ἔλλειψη νοήματος. Οἱ ἄνθρωποι δέν βρίσκουν νόημα στή ζωή τους,
δέν βρίσκουν λόγο γιά νά ζοῦν. Γι’ αὐτό αὐξάνονται καί οἱ αὐτοκτονίες
καί οἱ ἀπελπισμένοι ἄνθρωποι πού ὑπάρχουν καί κινοῦνται γύρω μας. Μόνο
ἄν κανείς πιστέψει στόν Θεό – καί αὐτό τό ἅλμα τῆς πίστεως δέν εἶναι
ἅλμα στό κενό ἀλλά στήν ἀγκαλιά τοῦ Θεοῦ – τότε βρίσκει ἀπάντηση σέ ὅλα
αὐτά τά ἐρωτήματα, ἡσυχάζει πραγματικά καί ζεῖ αὐτήν τήν ἀληθινή εἰρήνη
πού ψάχνει ὁ κάθε ἄνθρωπος.
Ἡ ἀπάντηση στό ἐρώτημα: Ποιός μᾶς
ἔπλασε καί γιά ποιόν σκοπό; Εἶναι ὁ Θεός. Ὁ Θεός ἔπλασε τόν ἄνθρωπο.
Εἴμαστε δημιούργημά Του, ἕνα κτίσμα. Ὁ Θεός μᾶς ἔπλασε γιά Αὐτόν, γιά
τόν ἑαυτό Του, γιά νά βλέπουμε σέ Αὐτόν, νά Τόν δοξάζουμε, νά Τόν
λατρεύουμε καί νά Τόν ἀγαπᾶμε. Δέν μᾶς ἔπλασε γιατί εἶναι ἐγωιστής καί
αὐτάρεσκος. Ἄν τό ποῦμε αὐτό εἶναι βλασφημία. Ἀλλά μᾶς ἔπλασε γιατί αὐτό
προάγει ἐμᾶς τούς ἴδιους καί μᾶς ὁδηγεῖ στήν ὁμοίωση, στήν θέωση. Αὐτόν
ἀκριβῶς τόν σκοπό ἔχει βάλει ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο. Πλαστήκαμε λοιπόν ἀπό
τόν Θεό καί γιά τόν Θεό.
Ἐπίσης πρέπει νά ξέρουμε ὅτι ὁ
ἄνθρωπος πλάστηκε γιά νά εἶναι αἰώνια μέ τόν Θεό. Ὄχι ἁπλῶς σέ αὐτήν τήν
ζωή νά εἶναι ὁ Θεός ὁ σκοπός γιά τόν ὁποῖο ζεῖ, ἀλλά καί στήν
αἰωνιότητα νά εἶναι ὁ Θεός τό τέλος (πού δέν ἔχει τέλος, εἶναι ἀτέλεστο
τό τέλος τῆς αἰωνιότητας). Ἡ αἰώνια χαρά καί μακαριότητα νά εἶναι πάλι ὁ
Θεός. Ἑπομένως, ἄν ὁ ἄνθρωπος θέλει νά ζήσει σωστά, σύμφωνα μέ τίς
προδιαγραφές τοῦ κατασκευαστή του, τοῦ Θεοῦ, θά πρέπει νά καταλάβει ὅτι
τό Α καί τό Ω εἶναι ὁ Θεός. Νά καταλάβει ὅτι ἡ αἰτία πού βρίσκεται σέ
αὐτήν τήν κατάσταση, σ’ αὐτή τήν ζωή, εἶναι ὁ Θεός. Ἡ αἰτία γιά τήν
ὁποία θά πρέπει νά ξεκινήσει νά κάνει ὁτιδήποτε, θά πρέπει νά εἶναι ὁ
Θεός, ἀλλά καί ὁ σκοπός, τό τέρμα, στό ὁποῖο ἀποσκοπεῖ κάθε ἐνέργειά
του, θά πρέπει νά εἶναι πάλι ὁ Θεός. Ἀκόμη καί τό αἰώνιο τέλος μας, ὁ
σκοπός ὁ αἰώνιος πού ἔχουμε, θά πρέπει νά εἶναι πάλι ὁ Θεός.
Λέει ὁ Ἅγιος Νικόδημος: «σκέψου ὅτι
ὁ Θεός δέν εἶναι μόνο ἡ πρώτη σου ἀρχή…». Ἀπό ποῦ ἤρθαμε; Ἀπό τό
πουθενά. Δέν προϋπήρχαμε. Εἶναι αἵρεση αὐτή ἡ θεωρία περί προϋπάρξεως
τῶν ψυχῶν, περί μετεμψυχώσεως καί αἰώνιων αὐτῶν κύκλων. Αὐτά δέν
ὑπάρχουν. Ὁ Θεός δίνει τήν ψυχή στόν ἄνθρωπο ἀπό τήν σύλληψη καί ὁ
ἄνθρωπος δίνει τό σῶμα. Ὁ Θεός μᾶς ἔκανε ἀπό τό μηδέν, ἀπό τό τίποτα.
Καί μόνο αὐτό τό γεγονός, ἄν τό ἀναλογιστοῦμε, θά πρέπει νά μᾶς ὁδηγεῖ
σέ μία δοξολογία καί σέ μία εὐχαριστία.
Ὁ Θεός εἶναι ἡ πρώτη μας ἀρχή, ἡ
ρίζα μας. Εἶναι ὅμως καί ἡ συντήρησή μας. Ἡ στοργική Πρόνοια τοῦ Θεοῦ
μᾶς διαφυλάσσει στήν κατάσταση αὐτήν καί δέν χανόμαστε. Ὑπάρχουμε καί θά
συνεχίσουμε νά ὑπάρχουμε γιά πάντα. Αὐτή εἶναι ἡ δωρεά τοῦ Θεοῦ. Τό
θέμα ὅμως εἶναι πῶς θά ὑπάρχουμε. Αὐτό ἐξαρτᾶται ἀπό ἐμᾶς, ἀπό τό πῶς θά
ζήσουμε σ’ αὐτά ἐδῶ τά χρόνια, τά ὁποῖα εἶναι πράγματι πολύ λίγα σέ
σχέση μέ τήν αἰωνιότητα.
Ἡ πρώτη μας ἀρχή εἶναι ὁ Θεός καί ὁ
τελικός σκοπός στήν παροῦσα ζωή, θά πρέπει νά εἶναι πάλι ὁ Θεός. «Γιατί
τρῶς; Γιατί σπουδάζεις τό παιδί σου; Γιατί παντρεύεσαι; Ποιός εἶναι ὁ
λόγος πού τά κάνεις αὐτά;». Τό ἔχουμε σκεφτεῖ ποτέ; Τά κάνεις γιά σένα ἤ
γιά τό παιδί σου; Εἶναι λάθος. Θά πρέπει ὁ λόγος, ὁ σκοπός, τό τέλος
κάθε πράξης μας νά εἶναι ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ. Τότε λειτουργοῦμε σωστά.
Διαφορετικά λειτουργοῦμε ἐγωιστικά καί ἀρρωσταίνουμε, γιατί ἡ πιο μεγάλη
ἀρρώστια τῆς ψυχῆς εἶναι ὁ ἐγωισμός.
Ὁ τελικός σκοπός στήν παροῦσα ζωή
εἶναι ὁ Θεός, ἀλλά εἶναι ἀκόμα ὁ Θεός καί ἡ δική σου ἐπιστροφή καί ἡ
ἀνωτάτη μακαριότητα στήν μέλλουσα ζωή. Ἐκεῖ πού κατευθύνονται τά πάντα,
γιατί «δι᾿ αὐτοῦ καί εἰς αὐτόν τά πάντα ἔκτισται» (Κολ. 1,16), διά τοῦ
Χριστοῦ καί γιά τόν Χριστό ἔγιναν τά πάντα. Ὁ τελικός σκοπός εἶναι ὁ
Χριστός. Σέ αὐτόν ἀναφέρονται τά πάντα, λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος.
«Θά μποροῦσε ὁ Χριστός νά ὁρίσει,
ἄνθρωπε, νά καεῖς ὅλος στήν δόξα Του». Νά γίνεις ἕνα ὁλοκαύτωμα θυσίας,
ὅπως στήν Παλαιά Διαθήκη πού ἔκαιγαν ἕνα ὁλόκληρο ζῶο σάν θυσία, σάν
προσφορά στόν Θεό. Θά μποροῦσε νά ἔχει ὁρίσει τό ἴδιο καί γιά τόν
ἄνθρωπο, ἀφοῦ εἴμαστε δημιούργημά Του. «Θά μποροῦσε νά εἶχε ὁρίσει
διαφορετικό σκοπό ἤ νά ὁρίσει νά καιγόμαστε ὅπως τό λιβάνι μέσα στό
θυμιατό γιά τήν δόξα τοῦ Θεοῦ», ἀφοῦ εἴπαμε ὅτι εἴμαστε δημιουργήματα,
κτίσματά Του. «Θά μποροῦσε νά ὁρίσει νά ξαναγυρίσουμε στό μηδέν», ἀφοῦ
δέν ὑπήρχαμε, εἴμαστε τό τίποτα. Ἐπίσης «θά μποροῦσε νά ὁρίσει νά
διαλυθεῖς ὁλόκληρος γιά τήν ὑπακοή καί τήν δόξα ἐκείνου τοῦ ἀνωτάτου
πλάστη πού σέ δημιούργησε. Κι αὐτό ἀκόμα θά ἦταν μία πολύ μεγάλη τιμή
γιά σένα», γιατί θά προσφερόσουν γιά μία ὁλοκληρωμένη θυσία στόν Θεό, θά
ἦταν ἕνας ἔπαινος γιά τήν ὑπηρεσία πού προσέφερες στόν Θεό. «Θά
μποροῦσε τέλος πάντων νά σοῦ προσφέρει μία ἀνταμοιβή», ἀφοῦ Θεός εἶναι
τά πάντα εἶναι δικά Του. Θά μποροῦσε νά σέ ἀνταμείψει γιά τήν ὑπηρεσία
πού Τοῦ προσέφερες σάν ἀρχή καί τέλος στήν παροῦσα ζωή. Θά μποροῦσε
λοιπόν, ὅπως λέει ὁ προφήτης Ἡσαΐας, νά σοῦ δώσει κάτι ξεχωριστό, ὅχι
τόν ἑαυτό Του, κάτι ἄλλο σάν βραβεῖο, σάν ἔπαινο, σάν μισθό. Λέει ὁ
προφήτης Ἡσαΐας: «Νά οἱ δοῦλοι μου θά ἔχουν νά φᾶνε, ἐσεῖς θά πεινάσετε.
Οἱ δοῦλοι μου θά ἔχουν νά πιοῦν, οἱ δοῦλοι μου θά εὐφρανθοῦν» (Ἡσ.
65,13). Θά μποροῦσε λοιπόν ὁ Θεός νά ὁρίσει καί τήν ἀμοιβή μας αὐτή σάν
τήν τελική ἀμοιβή. Δέν κάνει ὅμως αὐτό ὁ Χριστός. Ἄν ὅριζε ἔτσι καί αὐτό
πάλι θά ἦταν μία μεγάλη εὐτυχία, τό νά πάρει κανείς ἕνα δῶρο ἀπό τόν
Θεό σάν ἀνταμοιβή στήν πίστη πού εἶχε στήν ζωή αὐτήν στόν Θεό.
Παρόλα αὐτά «ὁ Θεός εἶναι τόσο
φιλάνθρωπος, πού ὄχι μόνο δέν ἐπιτρέπει νά πᾶς στό μηδέν, στήν ἀνυπαρξία
ὅπως ἤσουν πρίν, ἀλλά ἀντίθετα θά μᾶς ἀναστήσει ἀσύγκριτα λαμπρότερους
ἀπ’ ὅ,τι εἴμαστε τώρα». Μᾶς χαρίζει τήν ἀθανασία, τήν αἰώνια ζωή καί μᾶς
βάζει σέ μία κατάσταση πολύ λαμπρότερη ἀπό αὐτήν πού εἴμαστε τώρα σέ
αὐτήν τήν ζωή. Σέ αὐτήν τήν μικρή ὑπηρεσία πού προσέφερε ὁ ἄνθρωπος σ’
αὐτά τά λίγα χρόνια πού ἔζησε στήν παροῦσα ζωή, ἀνταποδίδει ὅχι μέ τό νά
προσφέρει ἕναν πολύ μεγάλο μισθό, ἕνα μεγάλο δῶρο (ὅπως κάνουμε οἱ
ἄνθρωποι), ἀλλά μᾶς προσφέρει τόν ἑαυτό Του ὡς μισθό. Ἔτσι
ἀπολαμβάνοντας ὁ ἄνθρωπος αὐτόν τόν μισθό, ἀπολαμβάνει τόν ἴδιο τόν Θεό.
Αὐτή εἶναι ἡ ἀνώτατη εὐτυχία. Δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά ἐλπίσει νά ἔχει
μεγαλύτερο δῶρο, ἀπό τόν ἴδιο τόν δωρεοδότη, τόν Θεό. Γι’ αὐτό ἔλεγε ὁ
Θεός στόν Ἀβραάμ: «Ἐγώ εἶμαι ἡ ἀσπίδα σου. Ἡ ἀνταμοιβή σου θά εἶναι πάρα
πολύ μεγάλη» (Γεν. 15,1). Καί ὁ Δαβίδ πάλι φώναζε: «Ὁ Κύριος εἶναι ἡ
μερίς τῆς κληρονομίας μου» (Ψαλμ. 15,5). Δέν θά κληρονομήσουμε κάποιο
ἀγαθό ὑλικό ἤ ἔστω πνευματικό. Θά κληρονομήσουμε τόν ἴδιο τόν Κύριο. Καί
ὁ Ἀπόστολος πάλι λέει: «κληρονόμοι μέν Θεοῦ, συγκληρονόμοι δέ Χριστοῦ»
(Ρωμ. 8,17). Μά θά πεῖτε: αὐτό ἀφορά στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ποιά ὅμως
εἶναι ἠ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ; Εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός.
Λέει πολύ ὄμορφα ὁ Ἅγιος Πορφύριος:
«Τί εἶναι ὁ Παράδεισος; Ὀ Παράδεισος εἶναι ὁ Χριστός, εἶναι ἡ Ἐκκλησία.
Τί εἶναι Ἐκκλησία; Εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ». Ἡ χαρά ἡ αἰώνια καί ἡ
ἀτελεύτητη εἶναι τό νά βρίσκεται ὁ ἄνθρωπος σέ αὐτό τό Σῶμα καί νά
κοινωνεῖ ἀέναα μέ τόν Χριστό, τόν Πατέρα καί τό Ἅγιο Πνεῦμα. Αὐτή ἡ ἐν
ἀγάπη κοινωνία εἶναι ἡ μέγιστη μακαριότητα.
Ὁ ἀγαθότατος Θεός μᾶς δίνει τήν
εὐκαιρία ἀπό τήν παροῦσα ζωή νά προγευόμαστε αὐτήν τήν μακαριότητα μέσω
τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν ζοῦμε αὐτήν τήν ἐν ἀγάπη ἕνωση, πού πρέπει νά ζοῦμε.
Οἱ πρῶτοι Χριστιανοί ζοῦσαν σάν μία ψυχή καί μία καρδιά. Εἶχαν ὅλοι τό
ἴδιο θέλημα, εἶχαν ὅλα τά πράγματα κοινά. Ἄν λοιπόν δέν ζοῦμε ἔτσι
σήμερα σωστά μέσα στήν Ἐκκλησία, φταῖμε ἐμεῖς, ὄχι ἡ Ἐκκλησία. Οἱ
ἄνθρωποι ἔχουμε ἀλλοτριωθεῖ πάρα πολύ. Ἄν ὁ καθένας ἀπό μᾶς ὅμως
ἐργαστεῖ σωστά στόν ἑαυτό του καί ἀποβάλλει τήν φιλαυτία καί τά πάθη
του, θά φτιάξουμε τότε μία τέτοια Ἐκκλησία πού θά λειτουργεῖ ὅπως ἡ
πρώτη. Θά λειτουργεῖ μέ μία ψυχή καί μία καρδιά. Σ’ αὐτήν τήν ἄπειρη
μακαριότητα μᾶς ἔχει καλέσει ὁ Θεός. Λέει ὁ ἱερός Αὐγουστίνος στόν Θεό:
«Δέν εἶσαι Ἐσύ ἄλλος καί ἄλλος ὁ μισθός Σου, ἀλλά Ἐσύ ὁ ἴδιος εἶσαι ὁ
πολύ μεγάλος μισθός μας, γιατί Ἐσύ ὁ ἴδιος εἶσαι πού στεφανώνεις καί Ἐσύ
εἶσαι ὁ ἴδιος ὁ στέφανος». Βλέπετε ὁ Χριστός εἶναι τά πάντα. Εἶναι καί
στεφανοδότης καί στεφάνι.
«Ἄν τυχόν ἀδελφέ ἔπρεπε νά
ὑπηρετεῖς τόν Θεό μέ ὅλη σου τήν καρδιά, ἄν ἡ εὐτυχία σου ἦταν
ἀνεξάρτητη ἀπό αὐτήν τήν ὑπηρεσία, πόσο περισσότερο τώρα πρέπει νά Τόν
ὑπηρετεῖς πού συνένωσε τήν ὑπηρεσία σου αὐτήν μέ τήν μέγιστη εὐτυχία
σου;». Λέει λοιπόν ὁ Ἅγιος ὅτι ὁ ἄνθρωπος καί μόνο πού ὑπηρετεῖ τόν Θεό
νιώθει τήν μέγιστη εὐτυχία. Τότε μόνο ἀναπαύεται πραγματικά. Χαιρόμαστε
μόνο ὅταν κάνουμε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὄχι τό δικό μας. Ὅταν κάνουμε ἕνα
καλό σέ ἕναν συνάνθρωπο, πόσο χαιρόμαστε! Μέ θεϊκή χαρά. Ὅταν
συγχωροῦμε, ὅταν ὑπομένουμε τήν ἀδικία… Τότε χαιρόμαστε πραγματικά. Πολύ
περισσότερο θά χαρεῖ ὁ ἄνθρωπος ὅταν, ἀντί νά τηρεῖ μόνο τίς ἐντολές
τοῦ Θεοῦ, ἔχει τόν ἴδιο τόν Θεό καί ἑνωθεῖ μαζί Του. Θά πρέπει νά
εὐχαριστοῦμε πάρα πολύ τόν Θεό, γιατί δέν μᾶς δίνει ἁπλῶς τήν χαρά νά
συνεργαστοῦμε μαζί Του, ἀλλά μᾶς δίνει τελικά τόν Ἴδιο τόν ἑαυτό Του καί
μᾶς κάνει ἕνα μαζί Του.
Εἶναι συγκλονιστικό τό ὅτι στήν
Ἐκκλησία ὁ Χριστός μας, λένε οἱ ἅγιοι, μᾶς τρέφει μέ τό Σῶμα καί τό Αἷμα
Του. Δέν μᾶς δίνει σέ μία τροφό, σέ μία παραμάνα, ἀλλά ὁ Ἴδιος μᾶς
δίνει τόν ἑαυτό Του καί τρεφόμαστε. Θέλει νά μήν ὑπάρχει καμία ἀπολύτως
ἀπόσταση. Γιατί, ὅταν ὁ ἄνθρωπος παίρνει τήν Σάρκα καί τό Αἷμα τοῦ
Χριστοῦ μέσα του, τότε δέν ὑπάρχει καμία άπόσταση, ἀλλά γίνεται ἕνα μαζί
Του.
«Γι’ αὐτό λοιπόν, ἐπειδή εἶσαι
προορισμένος νά βασιλεύσεις αἰώνια μαζί μέ τόν Θεό σου καί ἐπειδή αὐτό
σοῦ διαφυλάττει μία εὐτυχία παντοτινή καί ἀφοῦ ἔμαθες ποιός εἶναι ὁ
σκοπός τῆς ζωῆς σου καί ποῦ τελικά θά καταλήξεις στά μετά θάνατον χρόνια
-στήν αἰωνιότητα- πόσο λοιπόν τώρα δέν πρέπει νά ἀποφασίσεις νά
καταφρονήσεις σάν τιποτένια λάσπη ὅλα αὐτά πού σοῦ προσφέρει σάν
εὐχαρίστηση ὁ κόσμος ἤ ὁ διάβολος;». Ὁ πονηρός, βλέπετε, πρόσπαθεῖ νά
μᾶς παραπλανήσει καί βάζει μπροστά μας ψευτο-εὐτυχίες, πείθοντάς μας νά
ἀπολαύσουμε ὅλα αὐτά τῆς παρούσης ζωῆς καί νά μήν ἐνδιαφερόμαστε γιά τήν
μετά θάνατον ζωή.
«Καἰ ἄν γιά νά ἀποκτήσει ἤ γιά νά
διαφυλάξει κάποιος μία πρόσκαιρη βασιλεία χρησιμοποιεῖ τόσους τρόπους,
βρίσκει τόσες συμβουλές, ἀναλαμβάνει τόσους κόπους, ξοδεύει τόσους
θησαυρούς, ἀφανίζει τόσες ζωές ἀνθρώπων, πόσο ἀσύγκριτα πρέπει νά
ὑποφέρεις ἐσύ γιά νά ἀποκτήσεις στόν οὐρανό μία βασιλεία πού δέν ἔχει
τέλος ποτέ, ποτέ;». Βλέπετε τί κάνουν οἱ ἐπίγειοι ἄρχοντες γιά νά μήν
χάσουν τήν «καρέκλα» τους. Πολλές φορές πατοῦν καί ἐπί πτωμάτων.
Κοπιάζουν πάρα πολύ γιά ἕνα τίποτα, γιά μία μάταιη δόξα πού σήμερα
ὑπάρχει καί αὔριο χάνεται. Σήμερα τούς ζητωκραυγάζουν οἱ ἄνθρωποι καί
αὔριο οἱ ἵδιοι θά τούς βρίζουν. Κι ὅμως πάσχουν γιά νά ἀνέβουν σέ αὐτήν
τήν θέση.
«Πόσο μᾶλλον ἐσύ πού ἔχεις πάρει
ὑπόσχεση ἀπό τόν Θεό ὅτι θά πάρεις μία θέση στόν θρόνο τοῦ Θεοῦ», πού
δέν ὑπάρχει ἀνώτερη θέση ἀπό αὐτή, «δέν θά πρέπει νά δειλιάζεις μπροστά
στούς κόπους καί στίς θυσίες; Καί μάλιστα ἐπειδή βρίσκεσαι μεταξύ δύο
αἰωνιοτήτων οἱ ὁποῖες δέν ἔχουν κάτι τό ἐνδιάμεσο». Ἡ μία αἰωνιότητα
δηλαδή εἶναι ὁ Παράδεισος καί ἡ ἄλλη ἡ κόλαση. Δέν ὑπάρχει κάτι
ἐνδιάμεσο πού ὑπάρχει πιθανότητα νά πᾶς. Ἤ στό ἕνα θά πᾶς ἤ στό ἄλλο.
Πρέπει λοιπόν νά τό σκεφτεῖς πολύ καλά καί νά θυσιάσεις τά πάντα
προκειμένου νά πᾶς στήν αἰώνια εὐτυχία.
«Ἄραγε σοῦ φαίνεται λίγος αὐτός ὁ
κίνδυνος;». Ὅτι κινδυνεύεις νά πᾶς στήν κακή αἰωνιότητα, στήν κόλαση;
«Ἄραγε τό ἔχεις σκεφτεῖ καλά; Αὐτό πού ἀμέλησες νά κάνεις ἐώς τώρα
περισσότερο ἀπό ὅλα σου τά πράγματα εἶναι τό μόνο καί μέγιστο ἀγαθό καί ἡ
εὐτυχία πού θά ἀπολαύσεις. Ποιός ξέρει πόσες πολλές φορές κινδύνευσες
μέ τίς ἁμαρτίες σου νά χάσεις γιά πάντα αὐτό τό αἰώνιο ἀγαθό πού σέ
περιμένει καί νά γκρεμιστεῖς γιά πάντα στό αἰώνιο κακό πού σέ ἀπειλεῖ;».
Πόσες φορές κινδύνευσες νά χαθεῖς στήν κόλαση ἀπό τίς ἀμαρτίες σου;
Πόσες φορές θά μποροῦσε ὁ Θεός νά σέ πάρει καί νά χαθεῖς κι ὅμως δέν σέ
πῆρε κι ἀκόμα ζεῖς σέ αὐτήν τήν ζωή γιά νά μετανοήσεις ἔστω τώρα.
«Τώρα πού ὁ Θεός σοῦ ἔδωσε ἀκόμα
λίγο αὐτόν τόν καιρό τῆς ζωῆς σου δέν εἶναι μεγάλη ἀνοησία νά μήν
προσπαθήσεις μέ ὅλες σου τίς δυνάμεις νά ἐξασφαλίσεις τήν σωτηρία σου
καί νά ἀπολαύσεις βέβαια αὐτόν τόν μεγάλο σκοπό τῆς αἰώνιας εὐτυχίας
σου;». Τώρα θά ἀναρωτηθεῖτε: – Πόσο καιρό πρέπει νά τό κάνω; Ἔλεγε ἔνας
γέροντας: πέντε λεπτά. Πόσο κρατάει μία ἐξομολόγηση; Εἶναι κρίμα ἔλεγε
γιά πέντε λεπτά νά χάσουμε τήν αἰωνιότητα. Νά κάνεις πέντε λεπτά μία
κάθαρση στήν ψυχή σου καί νά ἀρχίσεις μία νέα ζωή. Δέν εἶναι κόπος
λοιπόν, δέν εἶναι δύσκολο. Ὁ διάβολος ὅμως μᾶς σπρώχνει νά τό
ἀναβάλλουμε συνέχεια καί ἔτσι δέν τό κάνουμε ποτέ.
«Καί πῶς θά τό ἀπολαύσεις αὐτό τό
μεγάλο ἀγαθό; Μέ τό νά ἐργάζεσαι κάθε ἀρετή καί νά ἀποφεύγεις κάθε
ἁμαρτία. Γι’ αὐτό ἡ ἁμαρτία ὀνομάζεται ἁμαρτία. Τί σημαίνει ἁμαρτία;
Σημαίνει ἀστοχία, ἀποτυχία διότι κάνει ἐκεῖνον πού πέφτει σ’ αὐτήν νά
ἀποτυγχάνει τοῦ σκοποῦ γιά τόν ὁποῖο δημιουργήθηκε ἀπό τόν Θεό». Εἴπαμε
ὅτι ὁ σκοπός εἶναι ἡ αἰώνια ἕνωση μέ τόν Θεό, ἡ θέωση. Ἄν ἀστοχήσουμε σ’
αὐτό, τότε ἀποτύχαμε στήν ζωή μας. Πολλοί ἄνθρωποι ἡλικιωμένοι,
παπποῦδες, γιαγιάδες θεωροῦν ἐπιτυχία στή ζωή τους τό ὅτι δημιούργησαν
οἰκογένεια, ἔκαναν παιδιά, ἐγγόνια, δισέγγονα κ.λ.π. Αὐτό εἶναι ὅμως ἡ
ἐπιτυχία; Ἐπιτυχία εἶναι νά πετύχεις τήν αἰώνια εὐτυχία καί νά βάλεις
καί τά παιδιά σου σ’ αὐτήν τήν αἰώνια εὐτυχία, ὅσο ἐξαρτᾶται ἀπό σένα
βέβαια, γιατί ὁ καθένας μας ἔχει τήν ἐλευθερία νά ἐπιλέξει. Πρέπει ἐσύ
μέ τήν ζωή καί τό παράδειγμά σου νά βοηθήσεις τά παιδιά σου νά βροῦν τήν
αἰώνια εὐτυχία. Τότε μόνο πέτυχες πραγματικά.
«Ἁμαρτία λοιπόν εἶναι ἀποτυχία. Καί
ἄν ἀποτύχεις ἀπό αὐτόν τόν σκοπό καί τόν χάσεις, τί θά σέ ὠφελήσει
ἀδελφέ μου κάθε ἄλλο κέρδος; Τί θά σέ ὠφελήσει ἡ τιμή καί τά ἀξιώματα
πού κέρδισες σέ μία γωνιά τῆς γῆς, ὅπως εἶναι ἡ πατρίδα σου; Τί θά σέ
ὠφελήσει κάθε ἡδονή πού ἀπόλαυσες ἀπό τά κτίσματα; Τί θά σέ ὠφελήσει ἡ
ποσότητα τοῦ πλούτου πού συγκέντρωσες; Τί θά ὠφεληθεῖ ὁ ἄνθρωπος, ἄν
κερδίσει τόν κόσμο ὅλον καί χάσει τήν ζωή του, τήν ψυχή του; Τί θά δώσει
ὁ ἄνθρωπος ὡς ἀντάλλαγμα γιά τήν ψυχή του; Ἄν χάσεις τόν σκοπό σου,
ἔχασες συγχρόνως καί τά οὐράνια καί τά ἐπίγεια καί ὅλα. Ἔχασες γιά πάντα
κάθε καλό καί κέρδισες γιά πάντα κάθε κακό. Ἀνώφελα λοιπόν ἔλαβες τό
σῶμα, ἀνώφελα ἔλαβες τήν ψυχή, ἀνώφελα γεννήθηκες στόν κόσμο, ἤ μᾶλλον
νά πῶ, καλύτερα ἦταν γιά σένα νά μήν εἶχες γεννηθεῖ καθόλου, ὅπως εἶπε ὁ
Κύριος γιά τόν Ἰούδα». Ὁ Κύριος εἶχε πεῖ γιά τόν Ἰούδα ὅτι θά ἦταν
καλύτερα γι’ αὐτόν νά μήν εἶχε γεννηθεῖ. Ἐνῶ ὁ Θεός μᾶς ἔδωσε τόσα
ἀγαθά, ἐμεῖς δέν τά ἀξιοποιήσαμε. Θά ἦταν λοιπόν καλύτερα νά μήν εἴχαμε
γεννηθεῖ.
«Ἀπαρνήσου μέ ὅλη σου τήν καρδιά,
ὅλες τίς περασμένες ἀταξίες τῆς ζωῆς σου καί σκέψου τόν πολύτιμο καιρό
πού πέρασες τόσο ἀνώφελα», ρεμβόμενος ὅπως λένε οἱ Πατέρες. «Πόσα χρόνια
πέρασες ἔτσι μάταια, χωρίς νά τά ἀξιοποιήσεις γιά μετάνοια, χωρίς νά
ἐργάζεσαι τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, χωρίς νά σκέφτεσαι τό αἰώνιο καί
ἀτελεύτητο τέλος καί τήν μακαριότητα πού σέ περιμένει στόν οὐρανό;».
«Εὐχαρίστησε τόν Κύριο πού σοῦ
δίνει χρόνο καί τρόπο νά ἀναπληρώσεις τίς ζημιές σου μέ νέα καί
μεγαλύτερα κέρδη πού θά ἔχεις ἀπό τήν γνήσια μετάνοιά σου καί τήν
ἐπιστροφή σου». Σήμερα καλή ὥρα εἴμαστε τόσοι ἐδῶ. Τήν ἑπόμενη Κυριακή
μπορεῖ κάποιος νά λείπει, νά φύγει, νά πάει στόν οὐρανό. Δέν εἶναι
ἀπίθανο. Ἄς μήν χάνουμε λοιπόν καιρό.
«Καί ἀποφάσισε λοιπόν ἀδελφέ μου
εἰς τό ἑξῆς νά ἀγωνισθεῖς μέ ὅλη σου τήν θέληση γιά νά ἐπιτύχεις τόν
σκοπό σου, δηλαδή τήν εὐτυχία πού ὑπάρχει στούς οὐρανούς, τήν ὁποία,
ὅποιος τήν χάσει πέφτει στήν ἔσχατη δυστυχία, ὅπως λέει ὁ Ἱερός
Αὐγουστίνος». Πολλές φορές οἱ ἄνθρωποι θρηνοῦν γιά ὅλα τά κακά πού τούς
βρίσκουν σ’ αὐτή τήν ζωή. Αὐτά ὅμως δέν εἶναι τίποτα σέ σχέση μέ τό κακό
τοῦ νά χάσεις τήν αἰώνια ζωή. Αὐτή εἶναι ἡ μεγάλη δυστυχία. Πολλές
φορές ἔρχονται οἱ γονεῖς καί μοῦ λένε ὅτι τά παιδιά τους δέν ἔχουν
δουλειά, ἔχουν δυσκολίες κ.λ.π. Ὅταν τούς ρωτάω, ἄν τά παιδιά τους
ἐξομολογοῦνται καί μοῦ ἀπαντοῦν ἀρνητικά, τούς λέω γι’ αὐτό πρέπει νά
στεναχωριοῦνται, πού εἶναι μακρυά ἀπό τόν Θεό. Ἡ δουλειά καί ὅλα τά
ὑπόλοιπα εἶναι πολύ μικρά σέ σχέση μέ αὐτό. Εἶναι πολύ τιποτένια θλίψη
αὐτή σέ σχέση μέ τήν θλίψη τοῦ νά μήν ζεῖ τό παιδί τήν χαρά καί τήν
Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἀπό αὐτήν τήν ζωή. Γι’αὐτό πρέπει νά κλαῖνε οἱ γονεῖς
καί νά παρακαλοῦν τόν Θεό.
«Κι ὅπως κάνει μία μεγάλη πέτρα, ἡ
ὁποία ὅταν πέσει ἀπό κάποιο ψηλό σημεῖο συντρίβει ὅλα ἐκεῖνα πού
ἐμποδίζουν τόν δρόμο της καί δέν τήν ἀφήνουν νά πάει στό κέντρο της,
ἔτσι κάνε κι ἐσύ καί σύντριψε ὅλα ἐκεῖνα πού σέ ἐμποδίζουν καί δέν
ἀφήνουν νά πετύχεις τόν σκοπό σου, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ αἰώνια ἀπόλαυση καί
θεωρία τοῦ Θεοῦ σέ ἐκείνη τήν εὐτυχία πού ὑπάρχει στούς οὐρανούς, ὅπως
εἴπαμε». Σίγουρα θά βρεῖς ἐμπόδια, σίγουρα κάποιοι θά σοῦ ποῦν: «γιατί
πηγαίνεις στίς ὁμιλίες;», «γιατί ἀκοῦς αὐτόν πού εἶναι τόσο αὐστηρός;»,
«γιατί ἔμπλεξες μέ τούς παπάδες;», «τί, καλόγεροι θά γίνουμε;». Θά ἔχεις
τέτοια ἐμπόδια, ἀλλά πρέπει νά ἔχεις αὐτήν τήν ἀποφασιστικότητα καί τήν
ὁρμή πού ἔχει αὐτή ἡ πέτρα. Σκεφτεῖτε μία πέτρα μεγάλη πού πέφτει σέ
ἕναν γκρεμό. Μπορεῖ νά τήν σταματήσει τίποτα; Κι ἕνα δέντρο νά βρεῖ στόν
δρόμο της, θά τό πάρει μαζί της. Θά τά μαζέψει ὅλα καί θά πάει ἐκεῖ πού
εἶναι νά πάει. Μία τέτοια ὁρμή πρέπει νά ἔχουμε κι ἐμεῖς. Νά μήν μᾶς
νοιάζει τίποτα, νά μήν ὑπολογίζουμε τά ἐμπόδια πού θά βροῦμε μπροστά
μας, γιατί διακυβεύεται ἡ αἰώνια εὐτυχία μας, ἡ αἰώνια ἀπόλαυση, ὁ
αἰώνιος σκοπός, τό αἰώνιο τέλος στό ὁποῖο πρέπει νά ἀποβλέπουμε καί
εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός.
«Γιατί γνώριζε πολύ καλά ὅτι κι ἄν
ἀπολαύσεις ὅλες τίς δόξες, ὅλες τίς ἡδονές, ὅλα τά εὐχάριστα καί ὅλους
τούς θησαυρούς καί ὅλα τά βασίλεια αὐτοῦ τοῦ κόσμου, δέν θά μπορέσεις μέ
αὐτά νά ἀναπαύσεις καί νά ἱκανοποιήσεις πλήρως τήν ἐπιθυμία τῆς καρδιᾶς
σου. Γιατί αὐτά τά ἀγαθά δέν εἶναι ὁ σκοπός τοῦ ἀνθρώπου, οὔτε ὁ
ἄνθρωπος δημιουργήθηκε γι’ αὐτά. Γι’ αὐτό καί ὅταν ἀκόμα ὁ ἄνθρωπος
ἀπολαύσει ὅλα αὐτά, δέν ἀναπαύεται, ἀλλά ἐπιθυμεῖ κάποιο ἄλλο πράγμα
ὑψηλότερο καί τελειότερο ἀπό αὐτά, τό ὁποῖο ἄλλο δέν εἶναι, παρά μόνο ὁ
Θεός». Αὐτό τό βλέπουμε κάθε στιγμή νά ἐπαληθεύεται. Οἱ ἄνθρωποι οἱ
φιλήδονοι, πού εἶναι ριγμένοι στίς ἡδονές, παίρνουν τήν μία ἡδονή, τήν
γεύονται, τήν βαριοῦνται καί πηγαίνουν σέ ἄλλη ἡδονή. Ὅταν βαρεθοῦν καί
αὐτήν τήν ἡδονή, πηγαίνουν σέ κάποια ἄλλη κ.ο.κ. Αὐτό δείχνει ὅτι ὁ
ἄνθρωπος δέν εἶναι πλασμένος γι’ αὐτά. Ἄν ἦταν πλασμένος γι’ αὐτά, θά
χόρταινε μέ αὐτά. Δέν χορταίνει ὅμως καί φτάνει κάποια στιγμή πού
ἔρχεται ὁ κορεσμός καί ἡ ἀηδία. Ἄρα κάπου ἀλλοῦ εἶναι ἡ χαρά καί ἡ
εὐτυχία. Ὁ Θεός μᾶς ἔδωσε τίς ὁδηγίες, μᾶς εἶπε γιά ποῦ εἴμαστε.
«Ὁ Θεός πού εἶναι ἡ ἀνώτατη εὐτυχία
καί ὁ τελικός σκοπός γιά τόν ὁποῖο πλάστηκε ὁ ἄνθρωπος.Μόνο Αὐτός
μπορεῖ νά ἀναπαύσει τήν ἄμμετρη ἐπιθυμία τῆς καρδιᾶς καί νά τήν
ἱκανοποιήσει πλήρως ὡς ἀπόλυτο καί κορυφαῖο ἀγαθό». Ὁ ἄνθρωπος εἶναι
πολύ μεγάλο πράγμα. Ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου ἔχει ἄπειρο βάθος καί δέν
γεμίζει παρά μόνο μέ τόν ἄπειρο Θεό. Ἐμεῖς προσπαθοῦμε νά γεμίσουμε τήν
ψυχή μας μέ ξυλοκέρατα, μέ πολύ φτηνά πράγματα, πολύ πρόσκαιρα,
τιποτένια καί πεπερασμένα. Ὑποτιμᾶμε οὐσιαστικά τόν ἑαυτό μας μέ τό νά
τόν ρίχνουμε στίς σαρκικές ἡδονές καί τίς ὑλικές ἀπολαύσεις, ἐνῶ ἄλλη
εἶναι ἡ προδιαγραφή μας. Μέ ἄλλα πράγματα χορταίνει ὁ ἄνθρωπος καί αὐτά
τά ἄλλα εἶναι μόνο ὁ Χριστός. Γι’ αὐτό οἱ ἄνθρωποι σήμερα εἶναι
ἀνικανοποίητοι. Ὅλα τά ἔχουμε καί ὅλα μᾶς λείπουν. Δέν ὑπάρχει εἰρήνη,
ἀνάπαυση καί ἡσυχία. Ὅλοι αἰσθάνονται ὅτι κάτι τούς λείπει καί αὐτό τό
κάτι (ὁ κάποιος) ἀκριβῶς εἶναι ὁ Θεός.
«Λέει ὁ θεσπέσιος Αὐγουστίνος: Μᾶς
δημιούργησες γιά Ἐσένα Κύριε καί δέν θά ἡσυχάσει ποτέ ἡ καρδιά μας,
μέχρι νά βρεῖ σέ Σένα τήν ἐσωτερική της ἀνάπαυση». Γι’ αὐτό οἱ ἄνθρωποι
πού βρίσκονται στήν ἀπιστία, στήν ἀθεΐα, στόν ὑλιστικό τρόπο ζωῆς, δέν
ἔχουν εἰρήνη καί δέν θά εἰρηνεύσουν ὅσο δέν πηγαίνουν στόν Θεό. «Ἡ ψυχή
εἶναι πλασμένη γιά τόν Θεό. Περνάει μέσα ἀπό ἄνυδρους τόπους μέχρι νά
βρεῖ τόν Θεό». Ἄν ὁ ἄνθρωπος κάνει αὐτό τό ἅλμα τῆς πίστεως, πραγματικά
θά ἀναπαυτεῖ ἡ ψυχή του. Διαφορετικά θά εἶναι συνέχεια μέσα σ’ αὐτήν τήν
ἀγωνία καί θά πεθάνει στήν ἀγωνία. Ὅλοι αὐτοί οἱ ἄθεοι, οἱ φιλόσοφοι,
οἱ ὑπαρξιστές καί οἱ ὅμοιοί τους, μέσα στήν ἀγωνία ζοῦν, μέσα στήν
ἀγωνία πεθαίνουν καί ὅλα τά γραπτά πού μᾶς ἔχουν ἀφήσει μέσα στην ἀγωνία
τά ἔγραψαν καί εἶναι γεμάτα ἀπελπισία, ἄγχος, πνίξιμο καί κατάθλιψη.
«Δέν θά ἡσυχάσει ποτέ ἡ καρδιά μας
Κύριε μέχρι νά βρεῖ σέ Ἐσένα τήν ἐσωτερική της ἀνάπαυση». Πότε θά βρεῖ ἡ
καρδιά αὐτήν τήν ἀνάπαυση; Στήν μελλοντική ζωή. «Γιατί τώρα σ’ αὐτή τήν
ζωή ἀκόμα κι ἄν ἀξιωθεῖ νά λάβει πολλά καί μεγάλα χαρίσματα καί νά
ἀναπαυθεῖ, ἀφοῦ ἑνωθεῖ μέ τόν Θεό μέσω τῆς ἀπάθειας, ὅμως αὐτή ἡ
ἀνάπαυση εἶναι γιά λίγο καί μερική καί ὄχι παντοτινή καί πλήρης, ὄπως θά
εἶναι στήν μακαριότητα». Τήν πλήρη μακαριότητα θά τήν ἔχουμε στήν ἄλλη
ζωή, ἀλλά καί σέ αὐτή τήν ζωή θά ἔχουμε τήν πρόγευση τοῦ τί σημαίνει
αἰώνια ζωή καί μακαριότητα. Ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος λέει ὅτι
πρέπει νά δεῖς τόν Θεό ἀπό ἐδῶ γιά νά ἐλπίζεις ὅτι θά Τόν δεῖς καί στήν
ἄλλη ζωή. Ὅλα ἀρχίζουν ἀπό αὐτήν τήν ζωή. Μήν νομίζετε ὅτι ἡ αἰώνια ζωή
εἶναι κάτι πού θά τό ζήσουμε μετά θάνατον. Ἄν δέν ἔχεις ἀρχίσει νά τό
ζεῖς ἀπό ἐδῶ, μήν ἐλπίζεις ὅτι θά τό ζήσεις μετά θάνατον. Ὁ Χριστός μας
ἦρθε καί γι’ αὐτήν τήν ζωή, γιά νά μᾶς ἀναπαύσει καί σ’ αὐτήν τήν ζωή.
Οἱ θλίψεις βέβαια δέν σταματοῦν καί
γιά τούς Χριστιανούς καί γιά τούς ἀνθρώπους τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά πλέον
δέν ἔχουμε στενοχώρια. Ἄλλο πράγμα εἶναι ἡ στενοχώρια καί ἄλλο οἱ
θλίψεις. «Θλιβόμενοι, ἀλλ’ οὐ στεναχωρούμενοι» (Β΄Κορ. 4,8). Εἶναι μία
θλίψη γλυκιά, ἡ ὁποία μέσα της ἔχει μία ἐλπίδα, ἡ ὁποία ἐλπίδα πηγάζει
ἀπό τήν πίστη στόν Θεό. Ἀντίθετα, ὁ ἄπιστος ἄνθρωπος ἔχει μέσα του μία
στενοχώρια, δηλαδή ἕνα ἀφόρητο πνίξιμο, δέν ἔχει καθόλου παρηγοριά καί
αὐτό τον ὁδηγεῖ στήν ἀπελπισία, τήν ἀπόγνωση, ἀκόμα καί στήν αὐτοκτονία.
Αὐτή εἶναι ἡ διαφορά. Ὅλοι ἔχουμε θλίψεις. Ἐδῶ εἶναι ἡ κοιλάδα τοῦ
κλαυθμῶνος. Αὐτή ἡ σάρκα πού φορᾶμε, μᾶς δίνει ἕνα σωρό θλίψεις τελικά,
ὅσο κι ἄν ἐμεῖς τήν περιποιούμαστε, ὅσο κι ἄν φέρνουμε γιατρούς γιά νά
ἔχει ὑγεία κ.λ.π. Σημασία ἔχει ὅμως πῶς ἀντιμετωπίζει ὁ ἄνθρωπος τίς
θλίψεις. Ὁ Χριστιανός ἔχει τόν τρόπο, τίς ἀντιμετωπίζει μέσω τῆς πίστης.
Ἔτσι δέν τόν καταβάλλουν οἱ θλίψεις, ὅπως ὁ Ἀπόστολος Πέτρος βλέπει
στόν Χριστό μας καί περπατάει πάνω στά κύματα. Ἀπό τήν στιγμή πού εἶδε
ὅμως τά κύματα βούλιαξε. Ἔτσι καί ἐμεῖς, ὅσο βλέπουμε στόν Χριστό μας,
οἱ θλίψεις δέν μᾶς πειράζουν. Ἀπό τήν στιγμή ὅμως πού θά πάρουμε τό
βλέμμα μας ἀπό τόν Χριστό μας, ὅταν θά χάσουμε τήν ὅρασή μας στόν Θεό,
δηλαδή τήν προσευχή μας, τήν πίστη καί τήν ἐλπίδα μας στόν Θεό, τότε
πράγματι βουλιάζουμε σάν τούς ἀνθρώπους τούς κοσμικούς πού δέν ἔχουν
ἐλπίδα.
«Γιά Σένα πλαστήκαμε Κύριε καί θά
βροῦμε τήν τέλεια ἀνάπαυση στήν αἰώνια ζωή καί στήν αἰώνια μακαριότητα.
Τελευταῖα, παρακάλεσε τόν Κύριο νά σέ δυναμώσει μέ τήν Χάρη Του, ὥστε
βρισκόμενος σέ αὐτήν τήν κοιλάδα τοῦ κλαυθμῶνος, σέ ὅλα σου τά ἔργα ἄλλο
πράγμα νά μήν ἀναπνέεις παρά τήν οὐράνια ἐκείνη εὐτυχία καί ἀπόλαυση.
Ἄλλο νά μήν ἐπιθυμεῖς, παρά μόνον ἐκεῖνον τόν τελικό σκοπό γιά τόν ὁποῖο
πλάστηκες μέ τήν δημιουργία καί ἀναπλάστηκες μέ τήν ἔνσαρκη οἰκονομία
τοῦ Θεοῦ». Γι’ αὐτό πλαστήκαμε καί γι’ αὐτό ἔγινε καί ὁ Θεός ἄνθρωπος,
γιά νά ἀπολαύσουμε αὐτήν τήν αἰὠνια μακαριότητα ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι. Καί
θά εἶναι πολύ μεγάλη θλίψη γιά τόν Χριστό μας, ἄν τήν χάσουμε αὐτήν τήν
αἰώνια μακαριότητα. Ἔλεγε καί ὁ μακαριστός Γέροντας Παΐσιος: «Ἀπό
φιλότιμο νά ἀγωνιστοῦμε, νά μήν μᾶς βλέπει ὁ Χριστός στήν κόλαση καί
στενοχωριέται».
«Ἄς βάλουμε σκοπό αὐτήν τήν αἰώνια
μακαριότητα, ὁπότε δέν θά μᾶς τραβᾶνε αὐτά τά γήινα, τά φανταχτερά, τά
ὁποῖα ὅμως μέσα τους ἔχουν πίκρα, ὅσο κι ἄν φαίνονται ἐξωτερικά γλυκά.
Πλαστήκαμε καί ἀναπλαστήκαμε ἀπό τόν Θεό γι’ αὐτήν τήν αἰώνια εὐτυχία
καί ἀπόλαυση. Γι’ αὐτό ἄς λέμε μαζί μέ τόν Ἀπόστολο Παῦλο «προσβλέπω στό
βραβεῖο τῆς ἄνω κλίσεως, διά Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Φιλ. 3,14)». Διαμέσω τοῦ
Χριστοῦ βλέπω συνεχῶς αὐτό τό βραβεῖο, ὁπότε δέν μέ τραβάει τίποτα ἀπό
αὐτά τά γήινα.
Πλαστήκαμε λοιπόν γιά τήν αἰώνια
εὐτυχία πού βρίσκουμε κοντά στόν Θεό. Τώρα ἄς ποῦμε λίγα λόγια γιά τά
μέσα. Πῶς θά φτάσουμε σέ αὐτό; Πῶς θά φτάσουμε νά ἔχουμε τόν Θεό ὡς Α
καί Ω στήν ζωή αὐτή καί πῶς θά φτάσουμε καί στήν αἰώνια μακαριότητα γιά
τήν ὁποία εἴμαστε φτιαγμένοι; Ὁ Θεός ἐκτός ἀπό τίς ἐντολές μᾶς ἔδωσε καί
τά μέσα, τά ὅπλα, τόν τρόπο, τήν μέθοδο, τήν ἐνέργεια καί τά ἐφόδια πού
χρειαζόμαστε γιά νά φτάσουμε σ’ αὐτά τά αἰώνια καί τά ἀτελεύτητα ἀγαθά.
Τό δυστύχημα εἶναι ὅμως ὅτι δέν τά χρησιμοποιοῦμε. Θυμᾶμαι ὅτι ὁ
μακαριστός Δεσπότης πού μέ χειροτόνησε στό Ἅγιο Ὄρος, μοῦ εἶπε τήν ἡμέρα
τῆς χειροτονίας ὅτι ἔχουμε παντοδύναμα ὅπλα, ἀλλά πρέπει νά τά
χρησιμοποιοῦμε. Ἔχουμε ἐχθρούς καί μάχη. Ἄν λοιπόν δέν πάρεις τά ὅπλα
σου στήν μάχη, φυσικό εἶναι νά νικηθεῖς. Ἄν ὅμως ἔχεις τά ὅπλα σου εἶναι
φυσικό νά νικήσεις καί μάλιστα κατά κράτος. Ὁ διάβολος εἶναι ἀδύναμος.
Ἀλλά πῶς φαίνεται τόσο δυνατός; Φαίνεται τόσο δυνατός, γιατί ἐμεῖς τοῦ
δίνουμε δύναμη μέ τήν δική μας ἀμέλεια καί ἀδυναμία. Δέν χρησιμοποιοῦμε
τά στοιχειώδη ὅπλα πού ἔχουμε, τά ὁποῖα εἶναι ἱκανά νά τόν
ἐξουδετερώσουν πλήρως καί τελείως. Ἐμεῖς τοῦ ἐκχωροῦμε πράγματα πού δέν
πρέπει νά τοῦ δώσουμε.
Εἴδατε ὅτι ὁ διάβολος εἶπε στόν
Χριστό ὅτι, ἄν πέσει νά τόν προσκυνήσει, θά τοῦ δώσει ὅλο τόν κόσμο; Ποῦ
τόν βρῆκε τόν κόσμο; Ὁ κόσμος εἶναι τοῦ Θεοῦ. Πῶς τό λέει λοιπόν αὐτό;
Τό ἴδιο λέει σήμερα καί στούς ἄθεους, τούς μασώνους κ.λ.π. Τούς τάζει
δύναμη καί ἐξουσία, ἀρκεῖ νά τόν προσκυνήσουν. Καί τούς δίνει ὄντως,
γιατί τόν προσκυνοῦν. Πῶς γίνεται αὐτό; Γίνεται, γιατί ἐμεῖς ἀδελφοί
μου, τοῦ ἔχουμε δώσει αὐτά τά πράγματα μέ τήν ἑκούσια θέλησή μας. Ὁ Θεός
μᾶς ἔβαλε ἐμᾶς ὅλους σάν βασιλιάδες μέσα στήν κτίση νά κυριαρχοῦμε καί
στήν ἄλογη κτίση καί στά ζῶα καί στά πράγματα. Ἐμεῖς ὅμως ἀντί νά
κυριαρχήσουμε σ’ αὐτά, νά τά πάρουμε καί νά τά ξαναδώσουμε στόν Θεό μέ
δοξολογία καί εὐχαριστία, τά κρατᾶμε γιά τόν ἑαυτό μας καί τά
χρησιμοποιοῦμε στήν ἁμαρτία. Ὑποδουλωθήκαμε σ’ αὐτά, τά χρήματα, τά
κτήματα, τίς διάφορες ἱκανότητές μας, στόν διάβολο δηλαδή. Γι’ αὐτό
λοιπόν λέει ὁ διάβολος ὅτι ὅλα αὐτά εἶναι δικά του, γιατί ὅλα αὐτά πού
εἶναι τοῦ Θεοῦ, ἐμεῖς τά βάζουμε στήν ὑπηρεσία τοῦ διαβόλου, τοῦ κακοῦ,
τῆς ἁμαρτίας. Νά γιατί φαίνεται ὅτι ἔχει τόση δύναμη. Ἄν ὅμως ἐμεῖς
κάνουμε αὐτό πού πρέπει καί τά δώσουμε ξανά στόν Θεό κάνοντας αὐτήν τήν
ἀέναη λειτουργία, τήν ἀέναη θυσία καί προσφορά στόν Θεό, τήν συνεχή Θεία
Λειτουργία, τότε ὁ διάβολος δέν θά ἔχει καθόλου δύναμη.
– Ποιά εἶναι τά μέσα λοιπόν πού μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός γιά νά πετύχουμε αὐτόν τόν τελικό σκοπό μας;
«Σκέψου ἀδελφέ μέ τί σέ προμήθευσε ὁ
Θεός γιά νά πετύχεις αὐτόν τόν τελικό σκοπό σου, δείχνοντας πόση
φροντίδα καί προθυμία ἔχει γιά νά σέ κάνει αἰώνια εὐτυχισμένο. Αὐτά τά
μέσα εἶναι τριῶν εἰδῶν». Εἶναι τρεῖς ὁμάδες ἀπό ὅπλα, ἀπό μέσα γιά τήν
σωτηρία μας. «Πρῶτον εἶναι τά ἐξωτερικά καλά πού μᾶς δίνει ὁ Θεός. Ἡ
περιουσία, οἱ τιμές, ὁ πλοῦτος, ἡ πρόσκαιρη εὐτυχία». Βλέπετε ὅτι καί ἡ
περιουσία καί ὁ πλοῦτος εἶναι ἀγαθό πού μᾶς δίνει ὁ Θεός, ἀλλά δυστυχῶς
ἐμεῖς μέ τήν κακή χρήση πού κάνουμε, τά ὑποτάσσουμε στά ἔργα τοῦ
διαβόλου.
«Ἄλλα μέσα εἶναι τά καλά τῆς
φύσεως». Αὐτά πού ἔχει ἐκ φύσεως ὁ ἄνθρωπος. Οὐσιαστικά καί αὐτά εἶναι
δῶρα τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ καί ἠ φύση εἶναι τοῦ Θεοῦ. Τά ἔχει -συνήθως- ὁ κάθε
ἄνθρωπος. «Εἶναι ὁ νοῦς, ἡ φρόνηση, ἡ ἀκεραιότητα τῶν αἰσθήσεων».
Λειτουργοῦν ὅλες μας οἱ αἰσθήσεις καί ὅλα τά μέλη τοῦ σώματός μας. Καί
αὐτά ὅμως δέν τά χρησιμοποιοῦμε γιά τήν δόξα τοῦ Θεοῦ.
«Καί τρίτον εἶναι τά ὑπερφυσικά
ἀγαθά πού μᾶς δίνει ὁ Θεός σάν μέσα γιά νά πετύχουμε τήν αἰώνια
εὐτυχία». Βλέπετε ὅτι ἀκόμα καί τά χρήματα δέν μᾶς στεροῦν τόν
Παράδεισο, ἀρκεῖ νά τά χρησιμοποιήσουμε σωστά. Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τά
φυσικά μας ἀγαθά, γιά τήν ἐξυπνάδα, τά διάφορα χαρίσματά μας, τά ὁποῖα
εἶναι μέσα γιά τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, ὅχι γιά τήν καταστροφή του.
Προπάντων ὅμως τά ὑπερφυσικά ἀγαθά. «Τέτοια εἶναι ὁ φωτισμός τοῦ νοῦ»
καί ὄχι μία φορά, ἀλλά πολλές φορές. Ὁ Θεός μᾶς φωτίζει τόν νοῦ, μᾶς
βάζει μία καλή ἰδέα γιά νά μετανοήσουμε, νά διορθωθοῦμε, νά κάνουμε κάτι
καλό στόν συνάνθρωπο… Αὐτά δέν εἶναι δικά μας, ἀλλά δῶρα τοῦ Θεοῦ. «Ἡ
προκαταρκτική καί ἁγιαστική χάρις», πού δίνεται δωρεάν στό βάπτισμα.
Τεράστιο δῶρο! «Ἡ ὁποία ἕλκει τήν θέλησή μας πρός τό ἀγαθό. Τά διάφορα
χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος: ἡ ἀγάπη, ἡ χαρά, ἡ εἰρήνη». Ὅλα αὐτά
μποροῦμε νά τά ἔχουμε. Δέν τά ἔχουμε διότι λέμε ὄχι στόν Θεό, ὄχι στό
Ἅγιο Πνεῦμα, ὄχι στήν κάθαρση. Καί φυσικά τότε τό Ἅγιο Πνεῦμα δέν
ἔρχεται, καθώς σέ ἀκάθαρτο νοῦ καί σῶμα δέν πλησιάζει ὁ Θεός. «Οἱ
θεοειδεῖς ἀρετές, τά Θεία μυστήρια, ἡ Θεία Κοινωνία καί ἡ ἱερά
Ἐξομολόγηση». Ὅλα τά μυστήρια. Τό μυστήριο τοῦ γάμου, πού τόσο τό ἔχουμε
ὑποβαθμίσει σήμερα καί τό ἔχουμε κάνει μία φολκλορική ἐκδήλωση. Τό
μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος. Ὅλα μᾶς τά ἔδωσε ὁ Θεός γιά νά σωθοῦμε, ὄχι
γιά νά προβάλλουμε τά χρήματά μας ἤ τίς τουαλέτες μας. Οἱ Ἅγιες Γραφές, ἡ
Παλαιά καί Καινή Διαθήκη. Τί ὑπέροχο δῶρο τοῦ Θεοῦ! Τά βιβλία καί οἱ
διδασκαλίες τῶν Ἁγίων Πατέρων πού πολλές φορές τά ἔχουμε καί τά
ἀγνοοῦμε. «Οἱ ἐπαγγελίες τῶν μελλόντων ἀγαθῶν», ὅλες αὐτές οἱ ὑποσχέσεις
τοῦ Θεοῦ. «Οἱ ἀπειλές τῶν αἰωνίων κολάσεων». Καί αὐτές εἶναι δῶρο τοῦ
Θεοῦ! Μᾶς λέει ὁ Θεός ὅτι ὑπάρχει κόλαση γιά νά προσέξουμε καί νά μήν
πέσουμε σ’ αὐτήν. Θά μποροῦσε ὁ Θεός νά μήν μᾶς τό ἀποκάλυπτε. Ἄρα καί
αὐτό εἶναι ἀγαθό δῶρο τοῦ Θεοῦ, γι’ αὐτό πρέπει νά εὐχαριστοῦμε τόν Θεό
πού ὑπάρχει κόλαση, γιατί μέ τήν μνήμη τῆς κολάσεως, συγκρατούμαστε. «Ἡ
διαφύλαξη τῶν ἀγγέλων». Ὅσοι εἴμαστε βαπτισμένοι ἔχουμε ὁ καθένας μας
καί ἀπό ἕναν ἄγγελο. Πολύ μεγάλο δῶρο κι αὐτό.
«Καί τέλος αὐτός ὁ ἴδιος ὁ Θεός, τό
μέγιστο τῶν δώρων, ὁ Ὁποῖος δέν ἀρκέστηκε μόνο νά σέ βοηθήσει γιά νά
πετύχεις τόν σκοπό σου μέσω τῆς δημιουργίας Του», μέσω τοῦ σύμπαντος
ὁλοκλήρου, τό ὁποῖο μᾶς τραβάει σέ Αὐτόν. Ὅλο τό σύμπαν φωνάζει «ἐλᾶτε
στόν Θεό». «Οἱ οὐρανοί διηγοῦνται δόξα Θεοῦ» (Ψαλμ. 18,2), δοξολογοῦν
τόν Θεό μέ τήν τελειότητα, τήν ὀμορφιά τους, τήν σοφία πού ὑπάρχει σέ
αὐτά, πού ἀκόμα τήν ἐξερευνοῦμε καί μέ τό ἐλάχιστο πού γνωρίζουμε
μένουμε ἔκθαμβοι. Γιατί τό ἔκανε αὐτό ὁ Θεός; Τό ἔκανε σάν ἕναν «κράχτη»
πού νά φωνάζει καί νά προτρέπει τούς ἀνθρώπους νά ἀνοίξουν τά μάτια
τους καί νά δοῦν ὅτι ὁ Θεός τά ἔκανε αὐτά, ὅτι δέν ἔγιναν τυχαῖα. Ὀ Θεός
καλεῖ τούς ἀνθρώπους νά ἔρθουν κοντά Του. Εἶναι σάν νά τούς λέει ὅτι,
ἄν ὅλα ὅσα δημιούργησε εἶναι τόσο ὡραῖα, τόσο σοφά καί τέλεια, πόσο πιό
ὡραῖος, σοφός καί τέλειος εἶναι ὁ Δημιουργός τους! Αὐτό τό λέει ἡ ἁπλή
λογική. Μᾶς τραβάει λοιπόν ὁ Θεός καί μέσα ἀπό τό σύμπαν, μέσα ἀπό τήν
δημιουργία, ἀλλά δέν ἀρκεῖται σέ αὐτά. Τό μέγιστο δῶρο Του εἶναι ὅτι μᾶς
τραβάει μέσα ἀπό Αὐτόν τόν ἴδιο. Μᾶς ἕλκει κοντά Του μέσα ἀπό τά ἔργα
πού ἔκανε ὁ Ἴδιος προσωπικά. Πῆρε σάρκα, κατέβηκε στήν γῆ, μᾶς κυνήγησε
στήν κυριολεξία, «ἐβραχνίασε ὁ λάρυγξ του» ἀπό τό κήρυγμα, ὅπως λέει ὁ
ἅγιος Νικόδημος, ἀναζητώντας τό ἀπολωλός πρόβατο καί στό τέλος
καταδέχθηκε νά σταυρωθεῖ. Θά μποροῦσε νά κατεβάσει ἕναν ἄγγελο καί νά
μᾶς τιμωρήσει γιά ὅλες τίς ἀδικίες πού Τοῦ κάναμε. Ἀλλά ὁ Θεός δέν τό
ἔκανε αὐτό, γιατί εἶναι Θεός ἀγάπης. Τελικά ὁ Χριστός εἶναι τό τέλειο
μέσο γιά νά πᾶμε σ’ Αὐτόν. Τό εἶπε: «ἐγώ εἰμι ἡ ὁδός» (Ἰω. 14,6). Δέν
εἶναι κάτι ἄλλο. Δέν μᾶς δίνει ἁπλῶς ἕνα ἐργαλεῖο, ἀλλά τόν Ἴδιο του τόν
ἑαυτό γιά νά σωθοῦμε.
«Ἦρθε αὐτοπροσώπως γιά νά ζητήσει
τήν σωτηρία σου μέ τό νά γίνει ἄνθρωπος καί ἀπό ἀπόλυτος σκοπός», ὁ Θεός
εἶναι ὁ τελικός σκοπός τοῦ ἀνθρώπου, «θέλησε νά γίνει σχεδόν μέσο καί
ὄργανο γιά τήν σωτηρία σου, ὄχι μόνο μέ τούς λόγους Του καί τά
παραδείγματά Του, ἀλλά μέ τό Αἷμα του καί τήν ζωή Του. Δέν λυπήθηκε
καθόλου τόν ἑαυτό Του γιά νά σοῦ ἀνοίξει ἐλεύθερα τόν δρόμο πρός τόν
οὐρανό. Λοιπόν, πόσο σέ ὠφελεῖ, ἀδελφέ, νά ὑπηρετεῖς τόν Θεό σέ αὐτόν
τόν κόσμο προσωρινά, γιά νά Τόν ἀπολαύσεις στόν ἄλλον παντοτινά! Διότι ὁ
Κύριος γιά αὐτόν τόν σκοπό τῆς σωτηρίας σου ἔβαλε σέ κόπο νά σέ
ὑπηρετοῦν, ὄχι μόνο ὅλα τά κτίσματα», τά ζῶα, τά φυτά, ὅλο τό σύμπαν,
«ἀλλά ἐκτός ἀπό αὐτά, τά ὑψηλότερα τοῦ οὐρανοῦ, οἱ ἄγγελοι καί οἱ
ἀρχάγγελοι, ἀλλά ἐκτός καί ἀπό αὐτά καί τό ἴδιο τό Θεῖο Του πρόσωπο μέ
τίς ὁδοιπορίες Του, τούς ἱδρῶτες Του, τήν φτώχεια Του, τούς διωγμούς
Του, τά πάθη Του, τόν θάνατό Του, γενικά μέ ἕναν θησαυρό ἀμέτρητο ἀπό
εὐεργεσίες ὡς κληρονομιά. Ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «εἴτε ἡ ζωή,
εἴτε ὁ θάνατος, εἴτε τά παρόντα, εἴτε τά μέλλοντα, ὅλα εἶναι δικά σας»
(Α΄Κορ. 3,22). Δηλαδή, ἀδελφέ μου, ὅλα τά πράγματα εἶναι δικά σου, γιά
νά εἶσαι καί σύ ὅλος τοῦ Χριστοῦ. Ὅπως λέει πάλι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος:
«ἐσεῖς ἀνήκετε στόν Χριστό» (Α΄Κορ. 6,19). Δέν ἀνήκουμε στόν ἑαυτό μας. Ὁ
Θεός μᾶς ἔχει ἐξαγοράσει, μᾶς ἔχει λυτρώσει. Γι’ αὐτό λέγεται καί
Λυτρωτής. Στήν ἀρχαιότητα τά λύτρα ἦταν τά χρήματα πού ἔδιναν γιά νά
ἐλευθερώσουν ἕναν δοῦλο. Αὐτός πού ἔδινε τά χρήματα λεγόταν λυτρωτής.
Ἐμεῖς ἤμαστε δοῦλοι στόν διάβολο, γιατί ἁμαρτήσαμε, ὁπότε ἐκχωρήσαμε τήν
ἐλευθερία μας στόν διάβολο καί γίναμε δοῦλοι του. Ἔτσι ἔρχεται ὁ
Χριστός μας καί μέ τόν θάνατό Του πληρώνει γιά μᾶς, ξεχρεώνει γιά μᾶς
καί μᾶς ἐλευθερώνει. Πλέον δέν εἴμαστε δοῦλοι τοῦ διαβόλου, καθώς ὁ
Λυτρωτής μας, ὁ Χριστός, μᾶς ἐλευθέρωσε καί μποροῦμε πιά νά συντρίβουμε
τόν διάβολο.
«Ἀνήκουμε στόν Χριστό. Ἐάν ὅμως ἐσύ
πρός μεγάλη σου δυστυχία χάσεις τήν σωτηρία σου ἔπειτα ἀπό ὅλα αὐτά,
τίνος θά εἶναι τό φταίξιμο; Μήπως τοῦ Θεοῦ; Ὄχι βέβαια. Δικό σου θά
εἶναι». Ὁ Θεός ἀπό τήν πλευρά Του τί ἄλλο θά ἔπρεπε νά κάνει γιά τήν
σωτηρία σου καί δέν τό ἔκανε; Ὅλα τά ἔκανε. Καταδέχτηκε στό τέλος νά
πάρει δούλου μορφή, νά γίνει σάν ἕνας ἀπό ἐμᾶς καί νά πάρει ὅλα τά δικά
μας, ἐκτός ἁμαρτίας». Πῆρε τόν πόνο, τήν δίψα, τήν πείνα, τήν κούραση,
τά πάντα πῆρε. «Ὅπως λέει ὁ Ἴδιος μέ τόν προφήτη Ἡσαΐα: «τί θά μποροῦσα
νά κάνω γι’ αὐτό τό ἀμπέλι μου καί δέν τό ἔκανα; Περίμενα νά κάνει
σταφύλια καί ἔκανε ἀγκάθια» (Ἡσ. 5,4)». Τό ἀμπέλι τοῦ Θεοῦ εἴμαστε
ἐμεῖς. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού ἀναπαύουν τόν Θεό σήμερα; Καί βέβαια
ὑπάρχουν, δόξα τῷ Θεῶ! Γι’ αὐτό ὑπάρχει καί ὁ κόσμος ἀκόμα. Οἱ
περισσότεροι ἄνθρωποι ὅμως βγάζουν ἀγκάθια, ἀντί γιά σταφύλια.
«Θαύμασε λοιπόν τήν ἄπειρη
ἀγαθότητα πού δείχνει σέ σένα ὁ Θεός καί εὐχαρίστησέ Τον μέ ὅλη σου τήν
καρδιά. Νιώσε ντροπή πού ἀγωνίστηκες περισσότερο γιά νά κερδίσεις τά
μηδαμινά καί προσωρινά κτίσματα, ἀπό ὄτι ἀγωνίστηκες γιά νά ἀπολαύσεις
τόν Κτίστη καί αἰώνιο Θεό σου». Τί ἀγῶνα κάνουμε γιά νά ἀγοράσουμε ἕνα
σπίτι, νά πάρουμε ἕνα αὐτοκίνητο, νά παντρέψουμε καί νά σπουδάσουμε τό
παιδί μας! Σέ αὐτά ἐξαντλοῦμε ὅλη μας τήν ἐνεργητικότητα, σχεδόν ὅλες
τίς ὧρες τῆς ἡμέρας καί τῆς νύχτας τίς δίνουμε σέ αὐτά τά θέματα.
Δουλεύουμε συνέχεια γιά τήν σάρκα καί τήν ὕλη. Κι ὅμως πόσο λάθος
κάνουμε σκεπτόμενοι καί ὅσα εἴπαμε σήμερα! Πόσους κόπους θά πρέπει νά
κάνουμε γιά τήν αἰώνια χαρά καί μακαριότητα καί ὄχι γιά τά πρόσκαιρα πού
κάποια στιγμή θά τά χάσουμε ὅλα, θά πέσει ἠ αὐλαία καί θά τελειώσει τό
θέατρο τοῦ παρόντος κόσμου!
«Καί ζήτησέ Του ταπεινά συγχώρηση
γιά τήν μεγάλη ἀδικία πού ἔκανες καί δέν φρόντισες γι’ Αὐτόν», ἀλλά γιά
τόν ἑαυτό σου καί τά κτίσματα καί ἔγινες δοῦλος σ’ αὐτά «καί παρακάλεσέ
Τον νά σοῦ δώσει τήν Θεία Του Χάρη, ὥστε νά μήν ἀπομακρυνθοῦν ἀπό τόν
νοῦ σου αὐτές οἱ ἀλήθειες, ἀλλά νά εἶναι ὁδηγοί σέ ὅλα σου τά ἔργα.
Ἐξαπόστειλον τό φῶς καί τήν ἀλήθειάν Σου. Αὐτά θά μέ ὁδηγήσουν καί θά μέ
φέρουν εἰς ὄρος Ἅγιόν Σου». Θά μέ φέρουν στό Ἅγιο Ὄρος τοῦ Θεοῦ, πού
εἶναι ἡ Βασιλεία Του.
Ὁ Θεός νά δίνει νά βάλουμε καλά
στόν νοῦ καί στήν καρδιά μας ὅτι εἴμαστε πλασμένοι ἀπό τόν Θεό, γιά τόν
Θεό καί αἰώνια γιά τόν Θεό. Ἐκεῖ νά στρέψουμε ὅλη μας τήν προσοχή, ὅλη
μας τήν ἐνεργητικότητα, ὅλη μας τήν ὕπαρξη, σέ αὐτήν τήν προσπάθεια, γι’
αὐτά τά ἀγαθά τά αἰώνια.
Βλέπετε πῶς οἱ Ἅγιοι προσπαθοῦν νά
μᾶς ξυπνήσουν καί μᾶς χτυποῦν τό καμπανάκι, τό ὁποῖο πρέπει νά ἀκοῦμε.
Νά μήν ἐρχόμαστε ἐδῶ ἁπλῶς ἀπό περιέργεια ἤ ἀπό μία διάθεση νά ἀκούσουμε
κάτι ἀκόμα. Τό θέμα εἶναι νά περνοῦν στήν ψυχή μας καί νά γίνεται αὐτή ἡ
ἀλλαγή, αὐτή ἡ μεταστροφή. Ξέρετε πολλοί ἄνθρωποι πήγαιναν καί στόν
Χριστό μας… Χιλιάδες ἄνθρωποι… Θυμηθεῖτε τό θαῦμα τῶν πεντακισχιλίων,
5000 ἄνδρες χωρίς γυναῖκες καί παιδιά. Πόσοι ὅμως ἄλλαξαν; Πολύ λίγοι.
Γι’ αὐτό καί ὁ Χριστός μας δέν τούς τά ἔλεγε ξεκάθαρα. Ἐμεῖς ἐδῶ τά λέμε
ξεκάθαρα. Ὁ Χριστός μας τούς τά ἔλεγε μέ παραβολές, γιά νά μήν τούς
βαραίνει μέ μία ἀκόμα ἁμαρτία. Γιατί ξέρετε, ὅταν ἀκοῦμε κάτι καί δέν τό
ἐφαρμόζουμε, λειτουργεῖ σάν κόλαση γιά μᾶς. Ἄλλοι ἄνθρωποι δέν τά
ἀκοῦν, δέν τά ξέρουν αὐτά, εἶναι μέσα στό σκοτάδι καί ἔχουν μία ἁμαρτία
λιγότερη. Εἶναι ἁμαρτία λοιπόν ἄν ἐμεῖς αὐτά πού ἀκοῦμε δέν τά
ἀξιοποιοῦμε καί δέν τά ἀναπαράγουμε καί στούς ἄλλους.
Ὀ Θεός λοιπόν νά δίνει νά τά
ἀξιοποιοῦμε, νά ἀλλάζουμε ζωή καί τότε πραγματικά θά ἔχουμε αὐτήν τήν
μακαριότητα γιά τήν ὁποία μᾶς μιλοῦν οἱ Ἅγιοι ἀπό αὐτήν τήν ζωή.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου