ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΙΤΙΣΣΑ

ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΙΤΙΣΣΑ
ΧΑΙΡΕ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ ΚΑΙ ΘΕΟΒΑΔΙΣΤΟΝ(Κάνετε κλίκ στήν εἰκόνα γιά νά ὁδηγηθεῖτε στό ἱστολόγιο: ΚΥΡΙΟΣ ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ 3

Πέμπτη 12 Οκτωβρίου 2017

«Ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης» Εἰσαγωγικά 1ο Μέρος, Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης

Θά ἀρχίσουμε σήμερα, μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, νά διαβάζουμε καί νά σχολιάζουμε ἕνα καινούριο βιβλίο «Ὁ Ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης». Εἶναι πάρα πολύ ὡραῖο βιβλίο. Στήν ἀρχή ἔχει τόν βίο του καί κάποια ἀνάλυση θεολογική, πού κάνει τό πνευματικό του παιδί, ὁ π. Σωφρόνιος Σαχάρωφ, ὁ ὁποῖος κι αὐτός εἶναι ἀπό τούς μεγαλύτερους θεολόγους τοῦ 20ου αἰῶνα καί θά λέγαμε καί ἕνας σύγχρονος Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας. Καί στό τρίτο μέρος, ἄν μποροῦμε νά τό ποῦμε ἔτσι, εἶναι τά κείμενα τοῦ Ἁγίου Σιλουανοῦ, τά ὁποῖα εἶναι γεμάτα ἀπό χάρη Θεοῦ. Ἀλλά καί ὅλο τό βιβλίο ἔχει πολλή χάρη καί νομίζω θά ὠφεληθοῦμε.
Λέει, λοιπόν, ὁ π. Σωφρόνιος, πού ἦταν πνευματικό παιδί τοῦ Ἁγίου Σιλουανοῦ, τά ἑξῆς:«Ἡ ἀποκάλυψις, λέγει γιά τόν Θεό, «ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί», «ὁ Θεός φῶς ἐστι καί σκοτία ἐν αὐτῷ οὐκ ἔστιν οὐδεμία». Ἡ ἀποκάλυψις ἐννοεῖ τό Εὐαγγέλιο, ἡ ἀποκάλυψη πού μᾶς ἔχει κάνει ὁ Θεός καί μᾶς μιλάει γιά τόν ἑαυτό Του καί λέει ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη, ὁ Θεός εἶναι φῶς. «Πόσο δύσκολο εἶναι γιά μᾶς τούς ἀνθρώπους νά τό ἀντιληφθοῦμε αὐτό;Δύσκολο, γιατί καί ἡ ἀτομική μας ζωή καί ἡ ζωή τοῦ κόσμου, ὁ ὁποῖος μᾶς περιβάλλει, ἀποδεικνύουν τό ἀντίθετο». Δέν βιώνουμε δηλαδή τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, γιά νά ὁμολογήσουμε ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη οὔτε τό φῶς τοῦ Θεοῦ καί ὅτι δέν ὑπάρχει σκοτάδι στόν Θεό. Δυστυχῶς, οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι ζοῦνε μέσα στό σκοτάδι.

«Πραγματικά! Ποῦ εἶναι αὐτό τό Φῶς τῆς Πατρικῆς Ἀγάπης, ἄν ὅλοι σχεδόν, σάν φτάνουν στό τέλος τῆς ζωῆς φωνάζουν μέ πίκρα καρδίας μαζί μέ τόν Ἰώβ: «αἱ ἡμέραι μου παρῆλθον ἐν βρόμῳ, ἐράγη δέ τά ἄρθρα τῆς καρδίας μου… ᾅδης μου ὁ οἶκος… Ποῦ οὖν μου ἔτι ἐστίν ἡ ἐλπίς;» καί αὐτό πού μυστικά ἀλλά μέ δύναμη ζητοῦσε ἡ καρδιά μου ἀπό τά νιάτα «τίς ὄψεται;» (Ἰώβ 17,11-15). Φαίνεται, δηλαδή, ἡ ζωή τοῦ ἀνθρώπου νά μήν ἔχει νόημα καί κατά κάποιο τρόπο ἔτσι ἀπελπισμένα ἐκφράζεται καί ὁ Ἰώβ. Ἀλλά καί οἱ σύγχρονοι ἄνθρωποι, πού εἶναι μακριά ἀπό τόν Θεό, πράγματι δέν βρίσκουν νόημα στή ζωή τους.
«Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μᾶς διαβεβαιώνει πώς ὁ Θεός προνοεῖ στοργικά γιά ὅλη τήν κτίση καί ὅτι δέν λησμονεῖ οὔτε ἕνα μικρό πουλάκι τ’ οὐρανοῦ, ὅτι φροντίζει ἀκόμα καί γιά τόν καλλωπισμό τῶν ἀγριόκρινων, γιά τούς ἀνθρώπους μάλιστα ἡ πρόνοιά Του εἶναι ἀσύγκριτα μεγαλύτερη, σέ βαθμό ὥστε «ἡμῶν καί αἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς πᾶσαι ἠριθμημέναι εἰσί». Ἀκόμα καί οἱ τρίχες μας, λέει ὁ Κύριος, μᾶς βεβαιώνει γιά αὐτό, εἶναι μετρημένες. Τίς ἔχει μετρήσει! Ἀσχολεῖται, δηλαδή, καί μέ τά ἐλάχιστα πού ἐμεῖς δέν ἀσχολούμαστε. Τόσο πολύ μᾶς ἀγαπάει…
«Ποῦ εἶναι λοιπόν ἡ πρόνοια πού ἁπλώνεται μέχρι καί τά πιό ταπεινά πράγματα καί πού φροντίζει καί γιά τά πιό ἐλάχιστα;». Ἕνας ἄνθρωπος πού εἶναι μακριά ἀπό τόν Θεό δέν τό βλέπει. «Ὅλοι πνιγόμαστε ἀσφυκτικά ἀπό τό θέαμα τοῦ ἀχαλίνωτου ὀργίου τοῦ κακοῦ στόν κόσμο. Μυριάδες ζωές, συχνά στήν ἀρχή τους καί πολλές φορές, χωρίς νά ἔχουν φτάσει στήν αὐτοσυνειδησία, ἁρπάζονται μέ ἀπίστευτη σκληρότητα». Τώρα μιλάει ὁ π. Σωφρόνιος, ὅπως θά μιλοῦσε ἕνας κοσμικός ἄνθρωπος πού δέν ἔχει βρεῖ τόν Θεό.«Γιατί, λοιπόν, μᾶς δόθηκε αὐτή ἡ παράλογη ζωή;». Γιατί, ὄντως, χωρίς τόν Θεό ἡ ζωή εἶναι παράλογη.
«Καί νά, μέ δίψα ζητᾶ ἡ ψυχή νά συναντήσει τόν Θεό, γιά νά Τοῦ πεῖ: Γιατί μοῦ ἔδωσες τή ζωή; Χόρτασα ἀπό βάσανα… Μέ σκέπασε σκοτάδι… Γιατί κρύβεσαι ἀπό μένα; Ξέρω πώς εἶσαι ἀγαθός, ἀλλά πῶς ἀδιαφορεῖς τόσο γιά τήν τραγωδία μου; Δέν μπορῶ νά Σέ ἐννοήσω…».
«Ἔζησε στή γῆ ἕνας ἄνθρωπος, ἄνδρας μέ ἄσβεστη πνευματική δίψα, πού λεγόταν Συμεών. Προσευχόταν γιά πολύ καιρό μέ ἀσταμάτητο θρῆνο «ἐλέησόν με». Καί δέν τόν ἄκουγε ὁ Θεός. Πέρασαν μῆνες καί μῆνες μέ τέτοια προσευχή καί οἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς του ἐξαντλήθηκαν. Ἔφτασε στήν ἀπόγνωση καί φώναξε «Εἶσαι ἀδυσώπητος». Τό εἶπε στόν Θεό. Δηλαδή δέν κάμπτεσαι μέ τίποτε, δέν δυσωπεῖσαι, δέν μαλακώνεις μέ τίποτε. Αὐτό θά πεῖ εἶσαι ἀδυσώπητος. «Κι ὅταν μ’ αὐτές τίς λέξεις ράγισε κάτι μέσα στήν ἀποκαμωμένη ἀπό τήν ἀπόγνωση ψυχή του, εἶδε ξαφνικά τόν ζῶντα Χριστό». Γιατί ὄντως ὁ Θεός φανερώνεται, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀπογοητευτεῖ πλήρως ἀπό τόν ἑαυτό του καί δέν στηρίζεται πλέον στίς δυνάμεις του ἀλλά μόνο στόν Θεό. «Φωτιά γέμισε τήν καρδιά του κι ὅλο του τό σῶμα μέ τέτοια δύναμη πού, ἄν κρατοῦσε ἀκόμα μία στιγμή ἡ ὅραση, θά πέθαινε». Ὁ ἄνθρωπος δέν ἀντέχει νά δεῖ τόν Θεό, ἄν δέν τοῦ δώσει δύναμη ὁ Θεός. Γι’ αὐτό βλέπουμε πώς καί οἱ Ἀπόστολοι στήν Μεταμόρφωση πέφτουν κάτω.
«Ποτέ πιά δέν μποροῦσε νά λησμονήσει τό ἀνείπωτα πράο, τό ἀπέραντα ἀγαπητικό, χαρούμενο καί γεμάτο ἀπό ὑπερνοητή εἰρήνη βλέμμα τοῦ Χριστοῦ. Καί στά ἑπόμενα χρόνια τῆς μακρᾶς ζωῆς του ἐμαρτυροῦσε ἀκάματα πώς «ὁ Θεός ἀγάπη ἐστίν», ἀγάπη ἄπειρη, πού ξεπερνᾶ κάθε νοῦ». Βίωσε δηλαδή μυστικά, μυστηριακά, αὐτή τήν μεγάλη ἀλήθεια, ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη. Καί αὐτό δέν μποροῦσε νά τό ξεχάσει ποτέ πιά στή ζωή του.
«Γιά τόν μάρτυρα αὐτόν τῆς Θείας ἀγάπης πρόκειται νά μιλήσουμε. Ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου στό διάστημα τῶν δεκαεννέα αἰώνων πέρασαν χοροί ὁλόκληροι ἀπό τέτοιους μάρτυρες» τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. «Αὐτός ὅμως ὁ τελευταῖος μᾶς εἶναι ἰδιαίτερα πολύτιμος, γιατί ἦταν σύγχρονός μας. Πολλές φορές ἔχουν οἱ χριστιανοί τόν ἀπόλυτα φυσικό πόθο νά δοῦν ὁρατές ἀποδείξεις τῆς πίστεώς μας. Ἀλλιῶς ἡ ἐλπίδα τους ἐξασθενεῖ καί οἱ διηγήσεις γιά θαύματα παλαιοτέρων ἐποχῶν καταντοῦν μύθος στή συνείδησή τους. Νά, γιατί εἶναι ὠφέλιμη ἡ έπανάληψη παρόμοιων μαρτυριῶν. Νά, γιατί εἶναι τόσο ἀνεκτίμητος γιά μᾶς αὐτός ὁ καινούριος μάρτυρας, στόν ὁποῖο θά μποροῦσε νά δεῖ κανείς μυστηριώδεις, –δηλαδή σωτηριώδεις– ἐκδηλώσεις τῆς πίστεώς μας. Ξέρουμε πώς κι αὐτόν λίγοι θά τόν πιστέψουν, ὅπως λίγοι πίστεψαν τήν μαρτυρία τῶν προγενεστέρων Πατέρων. Καί αὐτό ὄχι γιατί δέν εἶναι ἀληθινή ἡ μαρτυρία, ἀλλά γιατί ἡ πίστη ἀπαιτεῖ αὐταπάρνηση καί ἀγῶνα». Χρειάζεται κανείς νά ἀρνηθεῖ τόν ἑαυτό του, νά ἀρνηθεῖ τόν ἐγωισμό του καί τήν φιλαυτία του, γιά νά μπορέσει νά προχωρήσει στήν πίστη.
«Λέμε πώς τούς δεκαεννέα αἰῶνες τῆς χριστιανικῆς ἱστορίας πέρασαν ὁλόκληρα «νέφη» μαρτύρων τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ κι ὅμως ἡ ἀναλογία τους εἶναι ἀσήμαντη ἀπέναντι στόν ἀπέραντο ὠκεανό τῆς ἀνθρωπότητας». Δηλαδή, εἶναι πολύ μικρό τό ποσοστό τῶν ἁγίων σέ σχέση μέ τό πλῆθος τῶν ἀνθρώπων πού ἔχουν περάσει στούς δεκαεννέα αἰῶνες τούς χριστιανικούς, τούς εἴκοσι αἰῶνες θά λέγαμε σήμερα.
«Εἶναι σπάνιοι αὐτοί οἱ μάρτυρες, γιατί δέν ὑπάρχει δυσκολότρος καί ὀδυνηρότερος ἄθλος ἀπό τόν ἀγῶνα γιά τήν ἀγάπη καί δέν ὑπάρχει κήρυγμα πιό προκλητικό ἀπό τό κήρυγμα τῆς ἀγάπης».
«Ρίξτε ἕνα βλέμμα στή ζωή τοῦ Χριστοῦ. Ἦρθε στόν κόσμο, γιά νά φέρει στούς ἀνθρώπους τό Εὐαγγέλιο τῆς αἰώνιας θείας ζωῆς. Τό ἔδωσε μέ ἁπλές ἀνθρώπινες λέξεις σέ δύο σύντομες ἐντολές γιά τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό καί πρός τόν πλησίον. Στήν Εὐαγγελική διήγηση βλέπουμε ποιούς πειρασμούς ὑπέστη ἀπό τόν διάβολο πού ἔκανε ὅ,τι μποροῦσε γιά νά ἐξαναγκάσει τόν Χριστό νά παραβεῖ αὐτές τίς ἐντολές, ἔστω καί στό ἐλάχιστο καί ἔτσι νά Τοῦ ἀφαιρέσει τό «δικαίωμα» νά τίς δώσει στόν ἄνθρωπο. Ξέρετε τί συνέβη στήν ἔρημο», ἐκεῖ πού νήστεψε ὁ Κύριος σαράντα μέρες. Ὁ διάβολος Τοῦ ἔβαλε τούς τρεῖς κορυφαίους πειρασμούς, πού βάζει σέ ὅλους μας καί στούς ὁποίους ἐμεῖς βεβαίως ὑποτασσόμαστε, ἀλλά ὁ Κύριος δέν ὑποτάχθηκε. Τοῦ ἔβαλε τόν πειρασμό τῆς φιληδονίας, γαστριμαργίας-λαιμαργίας, τόν λογισμό καί τόν πειρασμό τῆς κενοδοξίας καί τῆς φιλαργυρίας. «Ἀπό τίς ἀπαντήσεις τοῦ Χριστοῦ βλέπουμε πώς ὁ ἀγώνας ἦταν γιά τήν πρώτη ἐντολή, δηλαδή γιά τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό», γιατί τελικά ὅλες οἱ ἁμαρτίες δέν εἶναι τίποτα ἄλλο παρά μιά ἀνταρσία κατά τοῦ Θεοῦ καί μία ἄρνηση τοῦ νά ἀγαπήσει ὁ ἄνθρωπος τόν Θεό. Ὅταν κανείς ὑποτάσσεται λ.χ. στήν φιληδονία, προτιμάει τίς ἡδονές τίς σαρκικές, τίς γήινες, τίς σωματικές ἀπό τόν Θεό. Ὅταν ὑποτάσσεται στήν φιλαργυρία προτιμάει τά κτίσματα, τά χρήματα, τήν ὕλη παρά τόν Κτίστη, τόν Δημιουργό. Καί ὅταν ὑποτάσσεται στήν κενοδοξία φανερώνει ὅτι ἀγαπάει περισσότερο τό τί θά πεῖ ὁ κόσμος καί τούς ἐπαίνους τοῦ κόσμου παρά τήν δόξα καί τόν ἔπαινο τοῦ Θεοῦ.
«Ὅταν ὁ νικητής αὐτοῦ τοῦ ἀγῶνα, ὁ Χριστός, ἀρχίζει τό κήρυγμα», ἀφοῦ τόν κατατρόπωσε στήν ἔρημο ὁ Χριστός μας τόν διάβολο, ἄρχισε νά κηρύττει, «τότε ὁ διάβολος τόν περιβάλλει μέ ἀτμόσφαιρα ἄσπονδης καί φονικῆς ἔχθρας», μέσω ἀνθρώπων ἀλλά καί ὁ ἴδιος Τόν πολεμάει. «Τόν ἀκολουθεῖ σέ ὅλες τίς πορεῖες Του ἀλλά καί πάλι δέν ἐπιτυγχάνει τόν σκοπό του. Τά τελευταῖα χτυπήματα ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἡ προδοσία τοῦ μαθητοῦ-Ἀποστόλου, ἡ γενική ἀποστασία, οἱ παράφορες κραυγές τοῦ εὐεργετηθέντος πλήθους: «Σταύρωσον, σταύρωσον Αὐτόν». Πάλι ὅμως ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ὅπως μᾶς λέει ὁ Ἴδιος, νικάει». Καί τί μᾶς λέει; «Ἐγώ νενίκηκα τόν κόσμον» (Ἰω. 16,33). Καί πάλι «ἔρχεται ὁ τοῦ κόσμου ἄρχων, καί ἐν ἐμοί οὐκ ἔχει οὐδέν» (Ἰω. 14,30). Ὁ Χριστός μας ἔβλεπε καί αἰσθανόταν αὐτό τόν πόλεμο τοῦ πονηροῦ, ἀλλά ἐπειδή ἀκριβῶς δέν ἁμάρτησε ποτέ, ἤξερε ὅτι δέν ἔχει καθόλου δικαίωμα πάνω του ὁ διάβολος.
«Ὁ διάβολος δέν μπόρεσε νά Τοῦ ἀφαιρέσει τό «δικαίωμα» νά δώσει στόν κόσμο τήν καινή ἐντολή», τήν καινούρια ἐντολή, τήν ἐντολή τῆς ἀγάπης. Γιατί ὁ Ἴδιος πρῶτος, ὡς ἄνθρωπος, τήρησε αὐτή τήν ἐντολή τῆς ἀγάπης. Ἄν ὅμως ὑπέκυπτε, ἔστω καί κατ’ ἐλάχιστο στόν διάβολο, μετά δέν θά μποροῦσε νά παραδώσει σέ μᾶς αὐτή τήν ἐντολή τῆς ἀγάπης ἀφοῦ τήν εἶχε καταπατήσει. «Ὁ Κύριος νίκησε καί ἡ νίκη Του μένει αἰώνια, ἔτσι πού ποτέ κανείς νά μήν μπορεῖ νά μειώσει αὐτή τήν νίκη».
«Ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἀγάπησε ἀπέραντα τόν κόσμο. Στόν Ἅγιο Σιλουανό δόθηκε νά βιώσει ἐνεργῶς αὐτή τήν ἀγάπη. Καί ἐκεῖνος σέ ἀπάντηση ἀγάπησε τόν Χριστό καί ἀγωνίστηκε σκληρά πολλά χρόνια, γιά νά μή μπορέσει ποτέ κανένας καί τίποτε νά τοῦ ἁρπάξει αὐτό τό δῶρο. Στό τέλος τῆς ζωῆς του θά μποροῦσε καί αὐτός νά πεῖ, ὅπως ὁ Μέγας Παῦλος: «τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; θλῖψις ἤ στενοχωρία ἤ διωγμός ἤ λιμός ἤ γυμνότης ἤ κίνδυνος ἤ μάχαιρα;… πέπεισμαι γάρ ὅτι οὔτε θάνατος οὔτε ζωή οὔτε ἄγγελοι οὔτε ἀρχαί οὔτε δυνάμεις οὔτε ἐνεστῶτα οὔτε μέλλοντα οὔτε ὕψωμα οὔτε βάθος οὔτε τις κτίσις ἑτέρα δυνήσεται ἡμᾶς χωρίσαι ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν» (Ρωμ. 8,35-39). Αὐτά λέει στήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολή ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Δέν ὑπάρχει τίποτα πού νά μᾶς χωρίσει ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Δέν μπορεῖ, δηλαδή, κανένας νά κάνει τόν Χριστό νά πάψει νά μᾶς ἀγαπάει. Οὔτε κι ἐμεῖς οἱ ἴδιοι μέ τίς ἁμαρτίες μας κάνουμε τόν Χριστό νά παύει νά μᾶς ἀγαπάει. Πάντοτε ὁ Χριστός μᾶς ἀγαπάει. Εἴτε ἁμαρτάνουμε εἴτε δέν ἁμαρτάνουμε ὁ Χριστός μᾶς ἀγαπάει. Ὅταν ζήσουμε κι ἐμεῖς αὐτή τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ὅπως τήν ἔζησαν οἱ Ἅγιοι, πάλι τίποτε δέν μπορεῖ νά μᾶς κάνει νά πάψουμε νά ἔχουμε αὐτή τήν ἀγάπη, ἐκτός ἄν ἐμεῖς οἱ ἴδιοι τήν προδώσουμε.
«Ἀναλύοντας τά λόγια τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καταλαβαίνουμε πώς μπορεῖ νά μιλάει ἔτσι, γιατί πέρασε μέσα ἀπό ὅλους αὐτούς τούς ἀγῶνες καί ἡ πείρα αἰώνων ἀπέδειξε πώς ὅποιος ἀκολουθεῖ τόν Χριστό περνάει ἀπό πλῆθος δοκιμασίες. Αὐτές πέρασε καί ὁ Ἅγιος Σιλουανός. Ἀσκήθηκε σαρανταέξι ὁλόκληρα χρόνια στό Ἅγιο Ὄρος, στήν Ἱερά Μονή τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος, τήν ρωσική μονή. Στήν ἴδια Μονή ἔτυχε νά ζήσουμε κι ἐμεῖς», λέει ὁ π. Σωφρόνιος, «περίπου δεκατέσσερα χρόνια. Κατά τά τελευταῖα ?/ἔτη τῆς ζωῆς τοῦ Γέροντα ἀπό τό ἔτος 1931 μέχρι τήν τελευταία του ἡμέρα (11/24 Σεπτεμβρίου 1938) συνέβη νά εἴμαστε, στο διάστημα αὐτό,  ὁ πιό κοντινός του ἄνθρωπος».
«Τίς σχέσεις μας μέ τόν Γέροντα τίς ἤξεραν μερικοί πού τόν ἐκτιμοῦσαν βαθιά. Οἱ ἐπίμονες παρακλήσεις τους μᾶς ὁδήγησαν στή συγγραφή τοῦ βίου του. Τό ἐγχείρημα δέν εἶναι εὔκολο γιά ἄνθρωπο πού δέν ἔχει τό χάρισμα οὔτε τήν πείρα τοῦ «γράφειν». Τό θεωροῦμε ὅμως χρέος μας νά μιλήσουμε γιά αὐτόν τόν ἀληθινά ἐξαίρετο ἄνθρωπο. Τό κύριο μέλημά μας δέν εἶναι ἡ τέχνη τοῦ λόγου, ἀλλά ἡ κατά τό δυνατόν ἀκριβέστερη πνευματική σκιαγραφία τοῦ Γέροντα. Τήν προσοχή μας, ὅταν ἐπικοινωνούσαμε μαζί του, τήν ἀπορροφοῦσε ἡ πνευματική του μορφή μέ μοναδικό σκοπό τό προσωπικό μας ὄφελος», τό πνευματικό ὄφελος. «Ποτέ δέν εἴχαμε σκεφτεῖ νά συγγράψουμε τήν βιογραφία του γι’ αὐτό πολλά στοιχεῖα, πού θά ἐνδιέφεραν τόν βιογράφο, μᾶς παρέμειναν ἄγνωστα. Γιά πολλά εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νά σιωπήσουμε, γιατί συνδέονται μέ ἀνθρώπους πού ζοῦν ἀκόμα. Ἀπό τά γεγονότα πού συνδέονται μέ τή ζωή τοῦ Γέροντα, ἀναφέρουμε μόνο λίγα ҆ αὐτά πού μᾶς διηγήθηκε ὁ ἴδιος κατά τίς συχνές συνομιλίες μας μέ διάφορες ἀφορμές ἤ πού πληροφορηθήκαμε ἀπό ἄλλους ἀσκητές τοῦ Ἁγίου Ὄρους, φίλους τοῦ Γέροντα».
«Παιδικοί καί νεανικοί χρόνοι». Ἡ ζωή τοῦ Γέροντα.
«Ἡ ζωή τοῦ μακαριστοῦ Γέροντα Ἁγίου Σιλουανοῦ ἐξωτερικά παρουσιάζει ἐλάχιστο ἐνδιαφέρον. Ζωή φτωχοῦ ρώσου χωρικοῦ μέχρι τήν στρατιωτική του θητεία. Ὑπηρεσία στούς κατώτερους βαθμούς κατά τήν διάρκειά της καί ὕστερα σχεδόν μισός αἰῶνας μονότονης μοναστηριακῆς ζωῆς ἁπλοῦ μοναχοῦ». Μονότονης, ὅπως τό βλέπει ἕνας ἀπ’ ἔξω. «Τό μοναχολόγιο τῆς Μονῆς γράφει γι’ αὐτόν τά ἑξῆς: Μεγαλόσχημος π. Σιλουανός κατά κόσμον Συμεών Ἰβάνοβιτς Ἀντονώφ χωρικός ἐκ τῆς διοικήσεως Ταμπώφ ἐπαρχίας Λεμπεντιάσκ, χωρίου Σόβσκ. Ἐγεννήθη τό 1866. καί στόν Ἄθωνα προσῆλθε τό 1892. Ἔλαβε τόν μανδύα τό 1896, τό μέγα σχῆμα τό 1911. Διῆλθε διακονίας: εἰς τόν Μύλον, εἰς τό μετόχιον τῆς Καλαμαριᾶς, εἰς τό Παλαιόν Ρωσικόν, οἰκονόμος. Ἐτελεύτησε τήν 11/24 Σεπτεμβρίου 1938».
«Ἀπό τοῦ «ἐγεννήθη» ἕως τοῦ «ἐτελεύτησε» τό σύνολο εἶναι πτωχό καί παρουσιάζει μᾶλλον μικρό ἐνδιαφέρον. Νά ἐγγίσουμε τήν ἐσωτερική ζωή τοῦ ἀνθρώπου ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ εἶναι ἔργο παράτολμο. Να ἀνοίξουμε στήν θέα τοῦ κόσμου τήν «βαθειά» καρδιά τοῦ Χριστιανοῦ ἀποτελεῖ σχεδόν ἱεροσυλία. Εἴμαστε ὅμως πεπεισμένοι, πώς τώρα ὁ Γέροντας, ἀφοῦ ἔφυγε ἀπό τόν κόσμο σάν νικητής, δέν φοβᾶται πλέον τίποτε καί τίποτε δέν μπορεῖ πλέον νά ταράξει τήν αἰώνια ἀνάπαυσή του κοντά στόν Θεό, γι’ αὐτό θά ἐπιτρέψουμε στόν ἑαυτό μας τήν ἀπόπειρα νά διηγηθεῖ ἔστω καί κάτι λίγο ἀπό τόν ἐξόχως πλούσιο καί βασιλικά ὑψηλό βίο του, ἀποβλέποντας σέ ἐκείνους τούς λίγους, πού ἑλκύονται κι αὐτοί πρός τήν ἴδια θεία ζωή».
«Πεδίο τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνα γιά κάθε ἄνθρωπο εἶναι προπαντός ἡ καρδιά του καί ὅποιος ἀγαπάει νά μπαίνει μέσα στήν καρδιά του καταλαβαίνει τά λόγια τοῦ προφήτου Δαβίδ: «προσελεύσεται ἄνθρωπος καί καρδία βαθεῖα» (Ψαλμ. 63,7)». Ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου ἔχει ἕνα πολύ μεγάλο βάθος… «Ἡ γνησία ἐν Χριστῷ ζωή κυλᾶ ἐκεῖ, στήν βαθειά καρδιά, κρυμμένη ὄχι μόνο ἀπό τά ξένα βλέμματα, ἀλλά στό σύνολό της καί ἀπό τόν ἴδιο τόν ἄνθρωπο. Ὅποιος μπῆκε σέ τοῦτο τόν μυστικό νυμφῶνα, αὐτός δοκίμασε ἀναμφίβολα ἀνείπωτη ἔκπληξη μπροστά στό μυστήριο τῆς ὑπάρξεως. Ὅποιος ἐπιδόθηκε μέ καθαρή διάνοια στήν ἐντατική παρατήρηση τῆς βαθειᾶς του καρδιᾶς, αὐτός καταλαβαίνει ὅτι εἶναι ἀδύνατον νά παρακολουθήσει τή ροή τῆς ἴδιας του τῆς ζωῆς σ’ ὅλα της τά σημεῖα, ἔστω καί γιά ἕνα σύντομο χρονικό διάστημα. Αὐτός συνειδητοποιεῖ ὅτι εἶναι ἀδύνατον νά συλλάβει τήν πορεία τῆς πνευματικῆς ζωῆς τῆς καρδιᾶς, τῆς ὁποίας τό βάθος ἔρχεται σέ ἐπαφή μέ ἐκεῖνο τό Εἶναι, ὅπου δέν ὑπάρχουν πλέον πορεῖες». Ἐννοεῖ μέ τόν Θεό, γιατί ὁ ἄνθρωπος ἑνώνεται μέ τόν Θεό διαμέσου τοῦ νοῦ καί ἡ ἕδρα του εἶναι στήν καρδιά.
«Κι ὅμως αὐτός ἀκριβῶς ὁ σκοπός προβάλλεται μπροστά μου τώρα νά σκιαγραφήσουμε τήν ἐσωτερική πορεία τῆς ἀνόδου ἑνός μεγάλου ἀσκητοῦΠῶς δηλαδή ἀνέβηκε μέσα στήν καρδιά του καί συνάντησε τόν Θεό. Ὄχι, ἐμεῖς δέν θά βάλουμε μπροστά μας ἕναν ἀνεκπλήρωτο σκοπό. Θά θίξουμε μόνο, κι αὐτό μερικῶς, τά σημεῖα ἐκεῖνα ἀπό τή ζωή του πού γνωρίζουμε καλύτερα. Ἀκόμη ἀτοπώτερη θεωροῦμε κάθε προσπάθεια ἐπιστημονικῆς ψυχαναλύσεως. Ἐκεῖ ὅπου ἐνεργεῖ ὁ Θεός, ἡ ἐπιστήμη δέν ἔχει ἐφαρμογή. Ἀπό τόν μακρό βίο τοῦ Γέροντα κρατήσαμε καθαρότερα στήν μνήμη μερικά γεγονότα ἐνδεικτικά γιά τήν ἐσωτερική του ζωή καί συνάμα γιά τήν ἱστορία του. Τό πρῶτο αὐτό -ἀπό αὐτά τά γεγονότα- σχετίζεται μέ τήν πολύ μικρή ἡλικία του, ὅταν δέν ἦταν περισσότερο ἀπό τεσσάρων ἐτῶν. Ὁ πατέρας του, ὅπως πολλοί ρῶσοι χωρικοί, φιλοξενοῦσε εὐχαρίστως ὁδοιπόρους». Ἦταν ἡ εὐλογημένη συνήθεια τῆς φιλοξενείας πού ὑπῆρχε καί στήν πατρίδα μας.
«Μιά γιορτή προσκάλεσε μέ ἰδιαίτερη χαρά στό σπίτι του ἕναν πλανόδιο πωλητή βιβλίων. Ἤλπιζε νά μάθει ἀπό αὐτόν τόν «γραμματισμένο» ἄνθρωπο κανένα ἐνδιαφέρον νέο. Λυπόταν γιά τό «σκοτάδι» του καί εἶχε μεγάλη δίψα καί ζῆλο γιά μάθηση καί γνώση», ὁ πατέρας τοῦ Ἁγίου Σιλουανοῦ. Κάλεσε, λοιπόν, ἕναν πλανόδιο πωλητή βιβλίων. «Πρόσφεραν τσάι καί φαγητό στόν ξένο. Ὁ μικρός Συμεών τόν κοίταζε μέ παιδική περιέργεια καί ἄκουγε προσεκτικά τήν συζήτηση. Ὁ βιβλιοπώλης ἔλεγε στόν πατέρα του, πώς ὁ Χριστός δέν εἶναι Θεός καί γενικά πώς δέν ὑπάρχει Θεός». Ἦταν ἄθεος ὁ βιβλιοπώλης. «Τόν μικρό Συμεών τόν ἐξέπληξαν ἰδιαίτερα οἱ λόγοι. «Ποῦ εἶναι λοιπόν αὐτός ὁ Θεός;», σκέφθηκε. «Ὅταν μεγαλώσω, θά γυρίσω ὅλη τή γῆ ἀναζητώντας τόν Θεό». Φεύγει ὁ ξένος καί ὁ μικρός Συμεών λέει στόν πατέρα του: «Ἐσύ μέ μαθαίνεις νά προσεύχομαι καί αὐτός λέει πώς δέν ὑπάρχει Θεός». Καί ὁ πατέρας ἀπάντησε: «Νόμιζα πώς ἦταν σπουδαῖος ἄνθρωπος, ἀλλά ἀποδείχθηκε ἀνόητος. Μήν τόν ἀκοῦς!». Βλέπετε πώς ἔχει κριτήριο, παρόλο πού ἦταν ἀγράμματος κοσμικά;
«Ἡ ἀπάντηση, ὅμως, τοῦ πατέρα δέν ἔσβησε ἀπό τήν ψυχή τοῦ παιδιοῦ τήν ἀμφιβολία».Αὐτός ὁ ἄθεος ἔσπειρε τήν ἀμφιβολία στήν ψυχή τοῦ παιδιοῦ. «Πέρασαν πολλά χρόνια ἀπό τότε. Ὁ Συμεών ἔγινε μεγάλος καί δυνατός νέος καί ἐργαζόταν κοντά στό χωριό του στό κτῆμα τοῦ πρίγκηπα Τρουμπετσκόη, ὅπου ὁ μεγαλύτερος ἀδελφός του εἶχε ἀναλάβει τήν ἀνέγερση μιᾶς οἰκοδομῆς. Ἐργαζόταν συνεταιρικῶς ὁ Συμεών ὡς ξυλουργός. Μιά φορά ἡ οἰκονόμος τῆς ἐργατικῆς παρέας τους πῆγε σέ ἕνα προσκύνημα. Κοντά στά ἄλλα ἐπισκέφτηκε τόν τάφο ἑνός σπουδαίου ἀσκητοῦ τοῦ ἔγκλειστου Ἰωάννου Σεζένωφ (1791-1839). Ὅταν ἐπέστρεψε, διηγῆτο τόν ἅγιο βίο τοῦ ἐγκλείστου καί πῶς στόν τάφο του γίνονται θαύματα. Μερικοί ἀπό τούς γεροντότερους παριστάμενους ἐργάτες ἐπιβεβαίωσαν τίς διηγήσεις γιά τά θαύματα καί ὅλοι συμφώνησαν ὅτι ὁ Ἰωάννης ἦταν ἅγιος ἄνθρωπος. Ἀκούγοντας αὐτά ὁ Συμεών σκέφτηκε: «ἄν αὐτός εἶναι ἅγιος, ἄρα ὁ Θεός εἶναι μαζί μας καί δέν ὑπάρχει λόγος νά γυρίσω ὅλο τόν κόσμο γιά νά Τόν βρῶ».Βλέπετε πόση σημασία ἔχει ἕνα παιδικό βίωμα…. Μπορεῖ δηλαδή νά δηλητηριαστεῖ ἡ ψυχή τοῦ παιδιοῦ ἀπό μία φράση πού θά ἀκούσει. Γι’ αὐτό πρέπει ἡ οἰκογένεια νά προσέχει πολύ ποιούς βάζει στό σπίτι.
«Μ’ αὐτή τή σκέψη ἡ νεανική του καρδιά πυρώθηκε ἀπό ἀγάπη γιά τόν Θεό. Καταπληκτικό πράγμα! Ἀπό τεσσάρων μέχρι δεκαεννέα ἐτῶν διατηρήθηκε ὁ λογισμός πού ἔριξε στήν ψυχή τοῦ παιδιοῦ ἐκεῖνος ὁ πλανόδιος βιβλιοπώλης». Μιά σκέψη ἀμφιβολίας γιά τόν Θεό. «Ὁ λογισμός αὐτός, ὅπως φαίνεται , τόν στενοχωροῦσε, γιατί ἔμενε ἄλυτος στό βάθος τῆς ψυχῆς του καί νά πού λύθηκε μέ τέτοιο παράδοξο καί φαινομενικά ἀφελή τρόπο. Ἡ χαρά τοῦ Συμεών ἦταν μεγάλη, γιατί ξαναβρῆκε τήν πίστη καί ὁ νοῦς του προσκολλήθηκε στόν Θεό καί προσευχόταν πολύ μέ δάκρυα. Τότε παρατήρησε μιά ἐσωτερική μεταβολή καί αἰσθάνθηκε πόθο γιά τόν μοναχισμό καί ὅπως ἔλεγε ὁ ἴδιος ὁ Γέροντας -ὁ Ἅγιος Σιλουανός- ἄρχισε νά βλέπει τίς νεαρές θυγατέρες τοῦ πρίγκηπα μέ ἀγάπη, σάν ἀδελφές, χωρίς ἐπιθυμία, ἐνῶ προηγουμένως ἡ ἐμφάνισή τους τόν ἐνοχλοῦσε. Ἐκεῖνο τόν καιρό ζήτησε τήν εὐχή τοῦ πατέρα του, γιά νά πάει στήν Μεγάλη Λαύρα τοῦ Κιέβου. Ὁ πατέρας του, ὅμως, τοῦ ἀπάντησε κατηγορηματικά. «Τέλειωσε πρῶτα τήν στρατιωτική σου θητεία καί μετά εἶσαι ἐλεύθερος νά πᾶς». Τρεῖς μῆνες πέρασε ὁ Συμεών σ’ αὐτή τήν ἀσυνήθιστη κατάσταση», δηλαδή τοῦ νά προσεύχεται στόν Θεό μέ τέτοια ζέση. «Κατόπιν τόν ἐγκατέλειψε αὐτή ἡ Χάρη καί γύρισε στίς φιλίες μέ τούς συνομηλίκους του. Ξανάρχισε τούς περιπάτους μέ τίς νέες τοῦ χωριοῦ, ἔπινε βότκα», ὅπως πολλοί Ρῶσοι, «ἔπαιζε ἀκορντεόν καί γενικά ζοῦσε, ὅπως καί οἱ ἄλλοι νεαροί τοῦ χωριοῦ». Ξαναγύρισε στήν κοσμική ζωή. «Νέος δυνατός, ὡραῖος καί μάλιστα εὔπορος τότε ὁ Συμεών ἀπολάμβανε τή ζωή. Στό χωριό τόν ἀγαποῦσαν γιά τόν εἰρηνικό καί χαρούμενο χαρακτήρα του καί οἱ κοπέλες τόν ἔβλεπαν σάν ζηλευτό ἄνδρα. Ὁ ἴδιος γοητεύτηκε ἀπό μιά καί πρίν ἀκόμα τεθεῖ θέμα γάμου μιά καλοκαιρινή νύχτα ἔγινε τό συνηθισμένο. Ἀξιοσημείωτο εἶναι πώς τήν ἑπόμενη τό πρωί, ἐνῶ ἐργαζόταν, τοῦ λέει ὁ πατέρας του σέ ἤπιο τόνο: «Ποῦ ἤσουν χθές παιδί μου; Μέ πονοῦσε ἡ καρδιά μου». Οἱ μειλίχιοι αὐτοί λόγοι τοῦ πατέρα ἐντυπώθηκαν βαθιά στήν ψυχή τοῦ Συμεών καί ἀργότερα, ὅταν τούς θυμόταν ἔλεγε: «Ἐγώ δέν ἔφτασα στό μέτρο τοῦ πατέρα μου. Ἐκεῖνος ἦταν ἀγράμματος ἐντελῶς. Ἔλεγε ἀκόμα καί τό Πάτερ ἡμῶν μέ λάθη. Τό ἔμαθε ἐξ ἀκοῆς στήν Ἐκκλησία. Ἀλλά ἦταν πράος καί σοφός ἄνθρωπος».Πληροφορήθηκε, δηλαδή, διαμέσου τοῦ καρδιακοῦ πόνου ὅτι κάτι δέν πήγαινε καλά στό παιδί του.
«Ἡ οἰκογένειά τους ἦταν πολυμελής, πατέρας, μητέρα, πέντε γιοί καί δύο θυγατέρες. Ζοῦσαν ἀγαπημένοι. Οἱ μεγαλύτεροι γιοί ἐργάζονταν μέ τόν πατέρα. Μιά φορά, κατά τόν θερισμό, ἦταν ἡ σειρά τοῦ Συμεών νά ἑτοιμάσει τό γεῦμα. Ξέχασε ὅμως πώς ἦταν Παρασκευή καί ἔβρασε χοιρινό κρέας καί ἔφαγαν ὅλοι. Πέρασε μισό ἔτος. Τόν χειμῶνα μιά γιορτή ὁ πατέρας λέει στόν Συμεών μ’ ἕνα γλυκό χαμόγελο. «Θυμᾶσαι παιδί μου πού μοῦ ἔβρασες χοιρινό κρέας στό χωράφι; Ἦταν Παρασκευή ξέρεις καί τό ἔτρωγα σάν νά ἦταν πτῶμα». Καί γιατί δέν μοῦ τό εἶπες τότε;». Ἄφησε νά περάσουν ἕξι μῆνες. «Δέν ἤθελα νά σέ συγχύσω παιδί μου». Διηγούμενος ὁ Γέροντας γεγονότα ἀπ’ τή ζωή του στό πατρικό σπίτι, πρόσθετε: Νά, τέτοιο Γέροντα ἤθελα νά ἔχω! Ποτέ δέν θύμωνε καί ἦταν πάντοτε μετρημένος καί ἥσυχος. Σκεφτεῖτε, ἔκανε ὑπομονή μισό χρόνο καί βρῆκε τήν κατάλληλη στιγμή, ὥστε νά μέ διορθώσει καί νά μή μέ συγχύσει». Θά λέγαμε ἦταν ἕνας ἡσυχαστής μέσα στόν κόσμο. Εἶχε πάρα πολύ λεπτή καί εὐαίσθητη ψυχή, πού δέν ἤθελε νά ταράξει τό παιδί του μέ μία παρατήρηση, ἀλλά προσπαθοῦσε νά βρεῖ τήν κατάλληλη στιγμή.
«Ὁ Γέροντας Σιλουανός ἦταν ἄνθρωπος μέ ἐξαιρετική φυσική δύναμη, ὅπως μαρτυροῦν κοντά στά ἄλλα καί τά ἑξῆς γεγονότα. Ἦταν ἀκόμα πολύ νέος πρίν ἀπό τήν στρατιωτική του θητεία, ὅταν μιά ἡμέρα τοῦ Πάσχα μετά ἀπό ἕνα πλούσιο γεῦμα οἱ ἀδελφοί του πῆγαν νά ἐπισκεφτοῦν τούς φίλους του καί αὐτός ἔμεινε στό σπίτι. Ἡ μητέρα του τόν ρώτησε, ἄν ἤθελε λίγα αὐγά. Δέν εἶπε ὄχι. Αὐτή τότε ἔβρασε μιά ὁλόκληρη χύτρα, κάπου πενήντα αὐγά καί αὐτός τά ἔφαγε ὅλα!». Εἶναι καί τό γνωστό περιστατικό μέ τόν Ἅγιο Ἀθανάσιο τόν Ἀθωνίτη, πού ἔτρωγε δύο πιάτα καί εἶχαν λογισμούς οἱ ἄλλοι καλόγεροι γιατί τρώει δύο πιάτα… Καί μιά μέρα τούς ἔβαλε κανόνα νά φᾶνε ὅσο μποροῦν περισσότερο, μέχρι νά χορτάσουν καί παραπάνω. Ὅλοι ἔφαγαν τό πολύ δύο – δυόμισυ πιάτα. Αὐτός ἔφαγε ὀχτώ πιάτα καί τούς λέει: τώρα ἀρχίζω λίγο νά νιώθω καλά! Ὑπάρχουν δηλαδή κάποιοι ἄνθρωποι πού ἔχουν ἀνάγκη ἀπό φαγητό, δέν πρέπει νά ἔχουμε εὔκολη τήν κατάκριση.
«Τήν ἴδια ἐποχή, ὅταν ἐργαζόταν μέ τούς ἀδελφούς του στό κτῆμα τοῦ πρίγκηπαΤρουμπετσκόη, πήγαινε κάπου-κάπου τίς γιορτές στήν ταβέρνα. Καμιά φορά ἔπινε καί τρία λύτρα βότκα σέ μία νύκτα καί ὅμως δέν μεθοῦσε. Ἄλλοτε πάλι σ’ ἕνα δριμύ ψύχος, πού ἦρθε μετά ἀπό πιό ζεστές ἡμέρες, ὅταν ἔλιωναν τά χιόνια, καθόταν στό πανδοχεῖο. Κάποιος ἀπό αὐτούς πού διανυκτέρευσαν ἐκεῖ ἤθελε νά ἀναχωρήσει. Πάει νά ζέψει τό ἄλογο, ἀλλά γυρίζει ἀμέσως πίσω λέγοντας: «Δυστυχία μου! Πρέπει ν’ ἀναχωρήσω, μά δέν μπορῶ. Ὁ πάγος σκέπασε τίς ὁπλές τοῦ ἀλόγου καί ἀπό τόν πόνο δέν κάθεται νά τόν σπάσω». Τότε τοῦ λέγει ὁ Συμεών: «Πᾶμε θά σέ βοηθήσω». Στόν στάβλο κρατάει γερά τόν λαιμό τοῦ ἀλόγου καί λέει στόν χωρικό «σπάζε». Τό ἄλογο στεκόταν ἀκίνητο καί ὁ χωρικός μπόρεσε νά σπάσει τόν πάγο καί νά φύγει».
«Αὐτή ὅμως ἡ φυσική δύναμη, πού ἀργότερα τοῦ χρησίμευσε γιά ἐξαιρετικές ἀσκήσεις, ἔγινε καί ἡ αἰτία γιά τό μεγαλύτερό του ἁμάρτημα γιά τό ὁποῖο μετανόησε μετά μέ πολύ συντριβή. Μιά μέρα πού τό χωριό γιόρταζε τόν Ἅγιό του καί ὅλοι οἱ κάτοικοι μιλοῦσαν χαρούμενα ἔξω ἀπό τά σπίτια τους, ὁ Συμεών περπατοῦσε μ’ ἕναν φίλο του στόν κεντρικό δρόμο παίζοντας ἀκορντεόν. Δύο ἀδέλφια, οἱ τσαγκάρηδες τοῦ χωριοῦ, ἐρχόταν ἀπό τήν ἀντίθετη κατεύθυνση πρός τό μέρος τους. Ὁ πιό μεγάλος, ἄντρας μέ τεράστιο ὕψος καί δύναμη καί ἐπιπλέον γνωστός σκανδαλοποιός ἦταν στά κέφια του. Ὅταν πλησίαζε, ἄρχισε περιπαικτικά νά προσπαθεῖ νά ἁρπάξει τό ἀκορντεόν ἀπό τόν Συμεών, ὁ ὁποῖος ὅμως κατόρθωσε νά τό δώσει στόν σύντροφό του. Ὁ Συμεών στάθηκε μπροστά στόν τσαγκάρη καί προσπάθησε νά τόν πείσει νά τραβήξει τόν δρόμο του. Αὐτός ὅμως θέλοντας, καθώς φαίνεται, νά δείξει τήν ἀνωτερότητά του μπροστά σέ ὅλους τούς νεαρούς τοῦ χωριοῦ καί μάλιστα τέτοια ἡμέρα πού καί τά κορίτσια ἦταν ἔξω καί παρακολουθοῦσαν τήν σκηνή μέ γέλια, ἐπιτέθηκε ἐναντίον τοῦ Συμεών. Νά πῶς τά διηγεῖται ὁ ἴδιος ὁ Γέροντας: «Στήν ἀρχή σκέφτηκα νά ὑποχωρήσω, ἀλλά ἀμέσως φοβήθηκα τίς εἰρωνεῖες τῶν κοριτσιῶν καί τόν χτύπησα στό στῆθος. Τό σῶμα του ἐξακοντίστηκε μακριά ἀπό μένα καί ἔπεσε βαρύς κατάχαμα στή μέση τοῦ δρόμου. Ἀπό τό στόμα του ἔβγαιναν ἀφροί καί αἷμα. Τρομοκρατήθηκαν ὅλοι. Φοβήθηκα κι ἐγώ. Σκέφτομαι: τόν σκότωσα! Καί μένω ἀκίνητος. Στό μεταξύ ὁ νεώτερος ἀδελφός τοῦ τσαγκάρη πιάνει μιά μεγάλη πέτρα καί μοῦ τήν ρίχνει. Ἐπρόφτασα νά γυρίσω ἀλλά ἡ πέτρα μέ βρῆκε στή ράχη. Τότε τοῦ λέω: Λοιπόν τί; Θέλεις νά πάθεις κι ἐσύ τό ἴδιο; Καί ὅρμησα ἐναντίον του, ἀλλά μοῦ ξέφυγε. Ὁ τσαγκάρης ἔμεινε ξαπλωμένος κάτω στόν δρόμο πολύ ὥρα. Οἱ ἄνθρωποι ἔτρεξαν καί τόν βοήθησαν. Τοῦ ἔχυναν κρύο νερό. Πέρασε περισσότερο ἀπό μισή ὥρα ὡσότου μπορέσει νά σηκωθεῖ καί τόν ὁδήγησαν μέ δυσκολία στό σπίτι του. Σχεδόν δύο μῆνες ἔμεινε σοβαρά ἄρρωστος, ἀλλά εὐτυχῶς ἐπέζησε. Ἐγώ ἔπρεπε νά προσέχω παντοῦ. Τήν νύχτα οἱ ἀδελφοί τοῦ τσαγκάρη καί οἱ φίλοι τους παραμόνευαν μέ ρόπαλα καί μαχαίρια στίς γωνιές τῶν δρόμων, ἀλλά ὁ Θεός μέ φύλαξε».
«Ἔτσι μέσα στόν θόρυβο τῆς νεανικῆς ζωῆς, ἄρχισε πιά νά σβήνει στήν ψυχή τοῦ Συμεών ἡ πρώτη θεία κλήση γιά τόν μοναστικό ἀγῶνα. Ἀλλά ὁ Θεός πού τόν ἐξέλεξε, τόν ἐκάλεσε καί πάλι μ’ ἕνα ὅραμα. Μιά ἡμέρα, ἀφοῦ κατασπατάλησε τόν χρόνο ὄχι μέ σωφροσύνη, ἀποκοιμήθηκε ἐλαφρά καί ὀνειρεύτηκε καί εἶδε ἕνα φίδι νά σέρνεται μέσα του ἀπό τό στόμα του. Δοκίμασε μιά φοβερή ἀηδία καί τινάχτηκε ἐπάνω. Ὁπότε ἀκούει μιά φωνή νά τοῦ λέει: «Κατάπιες στό ὄνειρό σου τό φίδι καί δέν σοῦ ἄρεσε, τό ἴδιο δέν μοῦ ἀρέσει καί μένα νά βλέπω τά ἔργα σου». Ὁ Συμεών δέν εἶδε κανέναν. Ἄκουσε μόνο μία φωνή τελείως ἀσυνήθιστα γλυκειά καί ὡραία. Ἡ ἐνέργειά της ὑπῆρξε ὅμως συγκλονιστική. Ὁ Γέροντας πίστευε, χωρίς νά ἀμφιβάλλει καθόλου, πώς ἤτανε ἡ φωνή τῆς Θεοτόκου. Μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του εὐχαριστοῦσε τήν Θεομήτορα γιατί δέν τόν σιχάθηκε, ἀλλά εὐδόκησε νά τόν ἐπισκεφτεῖ ἡ ἴδια καί νά τόν σηκώσει ἀπό τήν πτώση. Ἔλεγε: «Τώρα βλέπω πόσο σπλαχνίζονται τόν λαό ὁ Κύριος καί ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ. Σκεφθεῖτε ἡ Θεομήτορα ἦλθε ἀπό τούς οὐρανούς νά μέ συμβουλεύσε,ι ἐνῶ ἤμουν νέος καί ἁμαρτωλός». Τό ὅτι δέν ἀξιώθηκε νά δεῖ τήν Δέσποινα, τό ἀπέδιδε στήν ρυπαρότητα μέσα στήν ὁποία βρισκόταν τότε».
«Αὐτή ἡ δεύτερη κλήση, πού συνέβη λίγο πρίν ἀπό τήν στρατιωτική του θητεία, εἶχε πλέον ἀποφασιστική σημασία γιά τήν ἐπιλογή τῆς μελλοντικῆς του πορείας. Πρῶτο ἀποτέλεσμα ἦταν ἡ ριζική ἀλλαγή τῆς ζωῆς του, πού εἶχε πάρει στραβό δρόμο. Ὁ Συμεών αἰσθάνθηκε βαθιά ντροπή γιά τό παρελθόν του καί ἄρχισε νά μετανοεῖ θερμά ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀπόφαση νά μπεῖ σέ μοναστήρι, μετά τό τέλος τῆς στρατιωτικῆς του θητείας, ἐπέστρεψε μέ διπλή δύναμη. Γεννήθηκε μέσα του ἡ πικρή γεύση τῆς ἁμαρτίας καί αὐτό ἄλλαξε τή στάση του ἀπέναντι σέ ὅλα τά πράγματα. Αὐτή ἡ ἀλλαγή ἦταν φανερή ὄχι μόνο στίς προσωπικές του ἐνέργειες καί στήν συμπεριφορά του ἀλλά καί στίς συνομιλίες του, πού παρουσιάζουν ἐξαιρετικό ἐνδιαφέρον. Ἐμεῖς μποροῦμε νά διηγηθοῦμε μόνο λίγες δυστυχῶς, ὅσες διατηρήθηκαν καθαρότερα στή μνήμη μας».
«Μιά γιορτή, εἶχαν μουσική καί χορούς στό χωριό. Βλέπει ὁ Συμεών ἕναν μεσήλικα συγχωριανό του νά παίζει ἀκορντεόν καί νά χορεύει. Τόν ἐκάλεσε ἰδιαιτέρως καί τόν ρώτησε: «Πῶς Στέφανε μπορεῖς νά παίζεις καί νά χορεύεις; Δέν εἶναι ἀλήθεια πώς σκότωσες ἄνθρωπο;». Τόν εἶχε σκοτώσει σέ μιά συμπλοκή μεθυσμένων. Τότε παίρνει κατά μέρος ὁ Στέφανος τόν Συμεών καί τοῦ λέγει: «Ξέρεις, ὅταν ἤμουν στήν φυλακή προσευχήθηκα πολύ στόν Θεό νά μέ συγχωρέσει καί ὁ Θεός μέ συγχώρεσε. Γι’ αὐτό τώρα παίζω ἥσυχος». Ὁ Συμεών, πού πρίν ἀπό λίγο καί ὁ ἴδιος σχεδόν θά σκότωνε, κατάλαβε πώς μπορεῖ κανείς νά ζητήσει ἀπό τόν Θεό ἄφεση ἁμαρτιῶν καί ἐννόησε τήν εἰρήνη τοῦ συγχωρημένου φονιά». Βλέπετε πόσο θαυμαστά ὁ Θεός τόν ὁδηγεῖ ἀπό γνώση σέ ἀνώτερη γνώση… πνευματική. «Τό γεγονός αὐτό δείχνει καθαρά καί τήν εὐκρινή συνείδηση τῆς ἁμαρτίας καί τό βαθύ συναίσθημα τῆς μετάνοιας τῶν Ρώσων χωρικῶν».
«Ἕνας ἄλλος νεαρός ἀπό τό χωριό τοῦ Συμεών ἦρθε σέ σχέση μέ μιά κοπέλα ἀπ’ τό γειτονικό χωριό καί τήν ἄφησε ἔγκυο. Ὁ Συμεών βλέποντας πώς ὁ νέος δέν ἔδωσε μεγάλη σημασία στό γεγονός προσπαθοῦσε νά τόν πείσει νά τήν παντρευτεῖ λέγοντάς του πώς ἀλλιῶς θά εἶναι ἁμάρτημα. Ἐκεῖνος ὅμως γιά πολύ καιρό δέν συμφωνοῦσε πώς εἶναι ἁμάρτημα. Στό τέλος ὅμως ὑπάκουσε στόν Συμεών καί τήν παντρεύτηκε. Ὅταν ἀκούσαμε ἀπό τό στόμα τοῦ Γέροντα αὐτή τήν ἱστορία, τόν ρωτήσαμε γιατί ὁ ἴδιος δέν παντρεύτηκε τήν κοπέλα πού γνώρισε. «Ὅταν θέλησα νά γίνω μοναχός, παρακάλεσα πολύ τόν Θεό νά οἰκονομήσει ἔτσι τό πράγμα, ὥστε νά μπορέσω νά πραγματοποιήσω ἥσυχα τόν σκοπό μου καί ὁ Θεός τά τακτοποίησε ὅλα μέ ἄριστο τρόπο».
«Ὅταν ἤμουν στόν στρατό ἕνας σιτέμπορος ἦρθε νά ἀγοράσει σιτάρι. Εἶδε σ’ ἕναν χορό αὐτή τήν κοπέλα ὅτι εἶναι ὄμορφη καί κομψή, τραγουδᾶ ὡραῖα καί εἶναι πολύ χαρούμενη. Τήν ἀγάπησε καί τήν πῆρε γυναῖκα του. Ἔζησαν εὐτυχισμένοι καί ἔκαναν πολλά παιδιά. Ὁ Γέροντας εὐχαριστοῦσε τόν Θεό πού ἄκουσε τήν προσευχή του ἀλλά δέν ξεχνοῦσε ὅμως τό ἀνόμημά του».
«Τήν στρατιωτική του θητεία ὁ Συμεών τήν ἔκανε στήν Πετρούπολη. Ὑπηρέτησε σ’ ἕνα τάγμα σκαπανέων πού ἀνῆκε στήν Αὐτοκρατορική Φρουρά. Πῆγε νά ὑπηρετήσει μέ ζωντανή πίστη καί βαθύ αἴσθημα μετανοίας καί δέν ἔπαυε νά σκέφτεται τόν Θεό. Στόν στρατό τόν ἀγαποῦσαν πολύ σάν στρατιώτη πρόθυμο στήν ὑπηρεσία, ἥσυχο καί πάντα καλό στήν συμπεριφορά. Οἱ σύντροφοί του τόν ἀγαποῦσαν σάν εὐχάριστο καί πιστό φίλο. Κάποτε τήν παραμονή μιᾶς γιορτῆς μαζί μέ τρεῖς ἄλλους φρουρούς ἀπό τό ἴδιο τάγμα ἔφυγαν γιά τήν πόλη. Κατέληξαν λοιπόν σέ μία ἀπ’ τίς μεγάλες ταβέρνες τῆς πρωτεύουσας μέ πολλά φῶτα, ὅπου ἀντηχοῦσε δυνατή μουσική. Παράγγειλαν φαγητό καί βότκα καί ἄρχισαν νά μιλοῦν σέ εὐχάριστο τόνο. Ὁ Συμεών ὅμως δέν συμμετεῖχε πολύ. Βλέποντάς τον σιωπηλό τόν ρώτησε ἕνας ἀπό τήν παρέα: «Τί συμβαίνει Συμεών καί εἶσαι συνεχῶς σιωπηλός; Τί σκέφτεσαι;». «Σκέφτομαι, ἐμεῖς καθόμαστε στήν ταβέρνα, τρῶμε καί πίνουμε βότκα, ἀκοῦμε μουσική καί διασκεδάζουμε. Στό Ἅγιον Ὄρος, ὅμως, τώρα γίνεται ἀγρυπνία καί θά προσεύχονται ὅλη τήν νύχτα. Λοιπόν, ποιός θά δώσει καλύτερη ἀπάντηση στήν κρίση τῆς Δευτέρας Παρουσίας; Αὐτοί ἤ ἐμεῖς;». Τότε λέγει ὁ ἄλλος: «Τί ἄνθρωπος αὐτός ὁ Συμεών! Ἐμεῖς ἀκοῦμε μουσική καί διασκεδάζουμε καί αὐτοῦ ὁ νοῦς εἶναι στό Ἅγιον Ὄρος καί τήν κρίση». Τά λόγια τοῦ φρουροῦ γιά τόν Συμεών «ὁ νοῦς εἶναι στό Ἅγιον Ὄρος καί τήν κρίση», ἰσχύουν ὄχι μόνο γιά ἐκείνη τή στιγμή ἀλλά γιά ὅλη τήν περίοδο τῆς στρατιωτικῆς του θητείας».
«Τό ὅτι σκεφτόταν τόν Ἄθω φαίνεται καί ἀπό τό ὅτι ἔστελνε πολλές φορές ἐκεῖ χρήματα. Ἔτσι κάποτε γιά νά στείλει χρήματα πῆγε ἀπό τό στρατόπεδο τοῦ Οὐστιζόρσκ, ὅπου στρατοπέδευε τό καλοκαίρι τό τάγμα τους στό μικρό χωριό Κόλπινο, γιά νά βρεῖ ταχυδρομεῖο. Στόν δρόμο, κοντά στό Κόλπινο, βλέπει ξαφνικά νά τρέχει ἐναντίον του ἕνας μεγάλος λυσσασμένος σκύλος. Τόν εἶχε πλησιάσει σχεδόν τελείως καί ἦταν ἕτοιμος νά τόν δαγκώσει. Τότε φοβισμένος εἶπε «Κύριε ἐλέησον». Μόλις πρόφερε αὐτή τήν μικρή προσευχή ἀμέσως ἀπώθησε τόν σκύλο στήν ἄκρη σάν νά εἶχε προσκρούσει σέ κάτι καί ὁ σκύλος κατευθύνθηκε πρός τό χωριό, ὅπου προξένησε μεγάλη βλάβη σέ ἀνθρώπους καί ζῶα. Αὐτό τό συμβάν τυπώθηκε βαθιά στήν καρδιά τοῦ Συμεών, γιατί αἰσθάνθηκε ζωηρά τήν ἐγγύτητα τοῦ βοηθοῦ Κυρίου καί προσκολλήθηκε ἀκόμα περισσότερο στήν μνήμη τοῦ Θεοῦ».
«Τόν καιρό τῆς στρατιωτικῆς του θητείας καί πάλι φάνηκε ἡ δύναμη τῆς καλῆς Του ἐπιδράσεως. Μιά μέρα βλέπει στό κατάλυμα τοῦ λόχου ἕναν στρατιώτη πού μόλις εἶχε τελειώσει τή θητεία του νά κάθεται στό στρῶμα του λυπημένος μέ κατεβασμένο τό κεφάλι. «Γιατί κάθεσαι λυπημένος καί δέν χαίρεσαι, ὅπως οἱ ἄλλοι, πού τέλειωσες τόν στρατό καί πῆγες τώρα στό σπίτι σου;». «Πῆρα γράμμα ἀπό τούς δικούς μου», λέει ὁ στρατιώτης, «γράφουν πώς κατά τήν ἀπουσία μου ἡ γυναίκα μου γέννησε παιδί». Γιά μιά στιγμή ἐσιώπησε. Ἔπειτα κουνώντας τό κεφάλι εἶπε μέ χαμηλή φωνή πού ἔδειχνε στενοχώρια, θυμό καί προσβεβλημένο ἐγωισμό. «Δέν ξέρω τί νά κάμω μαζί της. Φοβοῦμαι τόσο, πού δέν θέλω νά πάω στό σπίτι μου». Ὁ Συμεών τόν ρωτάει ἤρεμα «Κι ἐσύ τόν ἴδιο καιρό πόσες φορές πῆγες σέ κέντρα;». «Καλά… κάπου-κάπου», ἀπάντησε ὁ στρατιώτης, σάν νά θυμόταν μόλις καί μετά βίας κάτι. «Νά λοιπόν πού ἐσύ δέν μπόρεσες νά ἀντέξεις», τοῦ λέει ὁ Συμεών, «ἀλλά νομίζεις πώς γι’ αὐτήν ἦταν εὔκολο; Ἐσύ εἶσαι ἀσφαλισμένος, εἶσαι ἄνδρας, ἀλλά ἐκείνη μπορεῖ νά τό πάθει μέ τήν πρώτη φορά. Σκέψου ποῦ πήγαινες. Ἐσύ εἶσαι περισσότερο ἔνοχος ἀπέναντί της παρά ἐκείνη ἀπέναντί σου. Συγχώρεσέ την. Πήγαινε στό σπίτι σου, πάρε τό παιδάκι σάν δικό σου καί θά δεῖς πώς ὅλα θά πᾶνε καλά». Πέρασαν ἀρκετοί μῆνες. Ὁ Συμεών πῆρε εὐχαριστήριο γράμμα ἀπό τόν στρατιώτη. Ἔγραφε πώς, ὅταν ἔφτασε στό σπίτι του, ὁ πατέρας του καί ἡ μητέρα του ἦρθαν νά τόν ὑποδεχθοῦν μελαγχολικοί, ἐνῶ ἡ γυναίκα του δειλή καί λυπημένη στεκόταν στήν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ κρατώντας τό νήπιο στά χέρια της. Μά ἡ ψυχή του ἀπό τήν ὥρα πού τοῦ μίλησε ὁ Συμεών ἦταν ἥσυχη. Ἐφίλησε μέ χαρά τούς γονεῖς του καί ἔτρεξε χαρούμενος στήν γυναῖκα του, τήν φίλησε, πῆρε τό βρέφος στά χέρια του καί τό φίλησε κι αὐτό. Χάρηκαν ὅλοι, μπῆκαν στό σπίτι καί μετά ἄρχισαν νά γυρίζουν στό χωριό γιά νά χαιρετήσει τούς γνωστούς καί συγγενεῖς κρατώντας πάντα τό βρέφος στά χέρια του. Ὅλων οἱ ψυχές αἰσθάνονταν χαρά. Μετά ἔζησαν εἰρηνικά. Ὁ στρατιώτης εὐχαριστοῦσε πολύ στό γράμμα του τόν φίλο του Συμεών γιά τήν καλή του συμβουλή καί πρέπει νά ὁμολογήσουμε πώς ἡ συμβουλή του ἦταν ὄχι μόνο καλή ἀλλά καί σοφή».
«Ἔτσι ὁ Γέροντας Σιλουανός εἶχε καταλάβει ἀπό τά νεανικά του χρόνια πώς ἡ οὐσιαστική προϋπόθεση γιά τήν εἰρήνη ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους εἶναι νά συνειδητοποιεῖ καθένας τό λάθος του. Κατά τό τέλος τῆς θητείας του καί λίγο πρίν φύγουν οἱ στρατιῶτες τῆς κλάσεώς του γιά τά σπίτια τους, ὁ Συμεών πῆγε μέ τόν γραφέα τοῦ Λόχου νά δεῖ τόν πατέρα Ἰωάννη τῆς Κροστάνδης γιά νά ζητήσει τίς προσευχές καί τήν εὐλογία του». Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ἦταν μέγας Ἅγιος τῆς Ρωσίας, στήν Κροστάνδη. Ἔγγαμος ἱερέας ἀλλά πολύ ἁγιασμένος. «Δέν τόν βρῆκαν ὅμως καί ἀποφάσισαν νά τοῦ ἀφήσουν γράμματα. Ὁ γραφέας ἄρχισε νά γράφει καλλιγραφικά μιά σοφή ἐπιστολή, μά ὁ Συμεών ἔγραψε μόνο λίγες λέξεις. «Ἅγιε πάτερ, θέλω νά γίνω μοναχός. Προσευχηθεῖτε νά μή μέ κρατήσει ὁ κόσμος». Ἔπέστρεψε στόν στρατῶνα στήν Πετρούπολη καί, ὅπως ἔλεγε ὁ Γέροντας, τήν ἑπομένη κιόλας ἄρχισε νά αἰσθάνεται ὁλόγυρά του νά βουίζουν οἱ φλόγες τοῦ Ἅδη», νά τοῦ κάνει πειρασμούς ὁ διάβολος.
«Ὅταν ἄφησε τήν Πετρούπολη ὁ Συμεών γύρισε γιά μιά βδομάδα στό σπίτι του. Ἄρχισαν νά τοῦ προσφέρουν λινά ὑφάσματα καί ἄλλα ἀφιερώματα γιά τό μοναστήρι. Τούς ἀποχαιρέτησε ὅλους καί ἀναχώρησε γιά τόν Ἄθω. Ἀπό ἐκείνη τήν ἡμέρα ὅμως πού προσευχήθηκε γι’ αὐτόν ὁ π. Ἰωάννης, οἱ φλόγες τοῦ Ἅδη ἐβούιζαν τριγύρω του, ὅπου κι ἄν βρισκόταν, στό τρένο, στήν Ὀδησσό, στό πλοῖο, ἀκόμη καί στόν Ἄθω, στό μοναστήρι, στήν Ἐκκλησία, παντοῦ!».
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου