Το παρόν άρθρο της Antonella Gallο
δείχνει γλαφυρά ότι η Ρωμηοσύνη δεν είναι απλώς ένα κρατίδιο που
ονειρεύεται «περασμένα μεγαλεία» κάποιας δήθεν αρχαιοελληνικής ουτοπίας,
αλλά μία παγκόσμιας εμβέλειας οντότητα, που βρίσκεται στη ρίζα όχι μόνο
των εθνών της Μεσογείου, αλλά και της πολιτισμικής κληρονομιάς του
κόσμου, και συμπεριλαμβάνει όλα αυτά τα έθνη, πέρα από εθνικισμούς και
έριδες.
Οι ιστορικοί μόνο περιστασιακά αναφέρουν το γεγονός πως η βορειοανατολική Σικελία – και ειδικώτερα οι θρησκευτικές κοινότητες που φώλιαζαν μέσα στα δασώδη όρη Nebrodi και Peloritan – είχαν παραμείνει ευκρινώς «Βυζαντινοί» [σημ. ΟΟΔΕ: ενν. Ρωμηοί] μέχρι και στον 14ο αιώνα, ακόμα και ενόσω οι υπόλοιποι Χριστιανοί της Σικελίας σταδιακά αποδέχονταν την «Λατινική» κυριαρχία της Ρώμης (το Βατικανό). Συχνά αυτές οι μοναστικές και τοπικές κοινότητες αναφέρονται ως «Βασιλειανές» από συγγραφείς, τουτέστιν, «Ορθόδοξες». Η θρησκευτική και καλλιτεχνική τους κληρονομιά ήταν, και είναι, διακριτά Ελληνική.
Η Ραβέννα, η Βενετία και η Απουλεία «Λατινοποιούνταν» [σημ. ΟΟΔΕ: ενν. γινόντουσαν παπικοί] με ταχείς ρυθμούς. Οι Νορμανδοί βασιλείς της Σικελίας, καθώς και ο απόγονός τους, ο συχνά αποκομμένος Φρειδερίκος Β’, υπήρξαν «Παπικοί Απεσταλμένοι» εξουσιοδοτημένοι από τους Πάπες της Ρώμης να εξασφαλίζουν την παπική προτίμηση για Σικελιανούς επισκόπους. Οι Νορμανδοί ηγέτες της Σικελίας, με πρώτο τον Robert de Hauteville και τον νεώτερο αδελφό του τον Roger Α’, λάτρευαν μεν μέσα σε Βυζαντινούς ναούς, όμως η παπική έγκριση για την απόσπαση της Σικελίας από τους Άραβες δι’ αυτών, στηριζόταν στην αφοσίωσή τους στην Ρωμαϊκή**, και όχι στην Ελληνική Χριστιανική εκκλησιαστική αρχή της νήσου. Το 1061, όταν οι Νορμανδοί αποβιβάσθηκαν στην Μεσσήνη, οι επιδράσεις του πρόσφατου Σχίσματος ανάμεσα στην Ρώμη και σε αυτό που σύντομα έγινε γνωστό ως «ανατολικές εκκλησίες», μόλις είχαν αρχίσει να γίνονται αισθητές. Τα θεολογικά ζητήματα είναι πασίγνωστα, καθώς και τα καλλιτεχνικά (όπως διατηρούνται σε έργα όπως την εικόνα της Ταορμίνα εδώ) είναι αρκετά εμφανή.
Μέχρι το 1300, η Σικελία είχε γίνει ολότελα «Λατινική», με ελάχιστους εναπομείναντες Ορθοδόξους Χριστιανούς ή Μουσουλμάνους. Με ελάχιστες εξαιρέσεις (όπως η εξορία μερικών Μουσουλμάνων στην Puglia από τον Frederick Β’), περισσότερες ήταν οι μεταστροφές από τις μεταναστεύσεις. Για τους Χριστιανούς, δεν ήταν παρά ένα απλό ζήτημα εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας, καθ’ όσον οι Ορθόδοξοι επίσκοποι αντικαθιστώντο από εκείνους που ήσαν πιστοί στην Ρώμη. Το πνεύμα της Ιεράς Εξέτασης, με όλες τις φρίκες του, εν καιρώ εξώθησε ακόμα και την μεταστροφή των Εβραίων. Η πλήρης άνθηση του μεγάλου πολύ-πολιτισμικού πειράματος της Σικελίας που υποδήλωνε την επιτομή της θρησκευτικής αποδοχής, είχε αντέξει λιγότερο από δύο αιώνες.
Πώς λοιπόν επιβίωσε ο Ορθόδοξος μοναχισμός στην βορειοανατολική Σικελία για ακόμα έναν αιώνα, μέχρι το 1400 σχεδόν; Η απλή απάντηση είναι πως τα Ορθόδοξα μοναστήρια σε μέρη όπως το San Marco d’Alunzio (όπου υπάρχει ένα μικρό αλλά ενδιαφέρον μουσείο μεσαιωνικής Βυζαντινής τέχνης) και το Alcara Li Fusi ήσαν κάπως απόμακρα, απομονωμένα (ακόμα και με τα μέτρα τα Σικελικά) και προσβάσιμα μόνο από ορεινά μονοπάτια στριφογυριστά. Όμως υπάρχει και ένας πολιτικός λόγος. Για αρκετές δεκαετίες κατά τον 14ο αιώνα, παρ’ ότι η Σικελία διοικούταν τυπικά εξ’ αποστάσεως, μια περίοδος εγχώριου φεουδαρχικού χάους που είχε ως κατάληξη τον αποτελεσματικό τοπικό έλεγχο από ορισμένες προέχουσες οικογένειες (η οικογένεια των Chiaramonte έρχεται στο νου), σήμαινε πως οι επίσκοποι ήσαν σχετικά ανεπηρέαστοι από την άμεση επίδραση της Ρώμης. Η κατάσταση ενισχυόταν ακόμα περισσότερο από συχνή παπική απαγόρευση – κάτι που στην πραγματικότητα ενθάρρυνε την ανεξαρτησία του τοπικού κλήρου. Από κάθε άποψη, οι περιοχές του Nebrodi και του Peloritan έμειναν αξιοπρόσεκτα αδιατάρακτες. Ακόμα τριγυρνούσαν λίγα ελάφια (τώρα όμως έχουν εκλείψει) στα απέραντα δάση τους. Αν και το τμήμα αυτό της Σικελίας δεν είχε έλλειψη από βαρώνους, η μοναστική εξουσία ήταν τουλάχιστον εξ ίσου ισχυρή σαν την δική τους. Στην ουσία, καθυστέρησε η άφιξη της συντριπτικής θεολογικής και κοινωνικής επίδρασης της Ρώμης. Αυτό σήμαινε πως τα Λατινικά και τα Βυζαντινά μοναστήρια συνυπήρχαν, πλάϊ-πλάϊ. Συχνότατα, οι αναπτυσσόμενες Λατινικές θρησκευτικές κοινότητες – αν και πιστές στην Ρώμη – διατηρούσαν τις τυπικά Ορθόδοξες παραδόσεις (εικόνες, Βυζαντινή λειτουργία και άμφια) όσο περισσότερο μπορούσαν.
Έτσι, για ένα διάστημα μερικά από τα μοναστήρια της βορειοανατολικής Σικελίας ήσαν περισσότερο Ορθόδοξα παρά Καθολικά***, βιώνοντας ένα είδος μεταβατικού σταδίου, μέχρι τα πρώτα χρόνια του 15ου αιώνα. Η Μεσσήνη και η Ταορμίνα ήσαν, κατά κάποιο τρόπο, οι καρδιές –αν όχι η ψυχή- της ύστερο-μεσαιωνικής Χριστιανικής Βυζαντινής κουλτούρας της ανατολικής Σικελίας. Η πρώτη βρισκόταν παγιδευμένη σε μια συνεχή μάχη κύρους με το Παλέρμο, την πρωτεύουσα του νησιού, και απολάμβανε κάποιο δικό του διεθνές κύρος, ως πύλη προς την Ανατολή. Η δε Ταορμίνα, παραδοσιακά ένα κέντρο μοναχισμού, συνέχιζε να στρέφεται προς την Ελλάδα για την πνευματικότητά της.
Έφτασε και η Αναγέννηση. Οι Μπαρόκ ναοί σταδιακά εκτόπισαν τους Βυζαντινούς, αν και μια εισροή Αλβανών* προσφύγων του Σκεντέρμπεη από Τουρκικές επιδρομές έφερε μερικούς Ορθοδόξους Χριστιανούς* στην Σικελία, όπου κάποιες πόλεις διαθέτουν και «Λατινικές» και «Ελληνικές» ενορίες. (Σήμερα, το Αλβανικό* Τυπικό είναι στην πραγματικότητα Ρωμαιοκαθολικό, όμως οι ρίζες του είναι ολοφάνερα Ορθόδοξες).
Από πλευράς καλλιτεχνικής, οι εικόνες του Παρεκκλησίου του Παλατίνου του Παλέρμο και της Εκκλησίας της Μαρτοράνα, καθώς και αυτές στους ναούς του Cefalù και Monreale, είναι οι πλέον αντιπροσωπευτικές της Βυζαντινής κληρονομιάς της Σικελίας. Όμως δεν λείπουν τα πολύτιμα πετράδια και από την ανατολική Σικελία.
* Η συγγραφέας εννοεί τους Ρωμηούς αρβανίτες (Arbëreshë) που έφτασαν στην Ιταλία, τους οποίους προσυλήτισαν με την βία και την ουνία στον παπισμό.
** Εννοεί το Βατικανό.
*** Εννοεί Παπικά.
Οι ιστορικοί μόνο περιστασιακά αναφέρουν το γεγονός πως η βορειοανατολική Σικελία – και ειδικώτερα οι θρησκευτικές κοινότητες που φώλιαζαν μέσα στα δασώδη όρη Nebrodi και Peloritan – είχαν παραμείνει ευκρινώς «Βυζαντινοί» [σημ. ΟΟΔΕ: ενν. Ρωμηοί] μέχρι και στον 14ο αιώνα, ακόμα και ενόσω οι υπόλοιποι Χριστιανοί της Σικελίας σταδιακά αποδέχονταν την «Λατινική» κυριαρχία της Ρώμης (το Βατικανό). Συχνά αυτές οι μοναστικές και τοπικές κοινότητες αναφέρονται ως «Βασιλειανές» από συγγραφείς, τουτέστιν, «Ορθόδοξες». Η θρησκευτική και καλλιτεχνική τους κληρονομιά ήταν, και είναι, διακριτά Ελληνική.
Η Ραβέννα, η Βενετία και η Απουλεία «Λατινοποιούνταν» [σημ. ΟΟΔΕ: ενν. γινόντουσαν παπικοί] με ταχείς ρυθμούς. Οι Νορμανδοί βασιλείς της Σικελίας, καθώς και ο απόγονός τους, ο συχνά αποκομμένος Φρειδερίκος Β’, υπήρξαν «Παπικοί Απεσταλμένοι» εξουσιοδοτημένοι από τους Πάπες της Ρώμης να εξασφαλίζουν την παπική προτίμηση για Σικελιανούς επισκόπους. Οι Νορμανδοί ηγέτες της Σικελίας, με πρώτο τον Robert de Hauteville και τον νεώτερο αδελφό του τον Roger Α’, λάτρευαν μεν μέσα σε Βυζαντινούς ναούς, όμως η παπική έγκριση για την απόσπαση της Σικελίας από τους Άραβες δι’ αυτών, στηριζόταν στην αφοσίωσή τους στην Ρωμαϊκή**, και όχι στην Ελληνική Χριστιανική εκκλησιαστική αρχή της νήσου. Το 1061, όταν οι Νορμανδοί αποβιβάσθηκαν στην Μεσσήνη, οι επιδράσεις του πρόσφατου Σχίσματος ανάμεσα στην Ρώμη και σε αυτό που σύντομα έγινε γνωστό ως «ανατολικές εκκλησίες», μόλις είχαν αρχίσει να γίνονται αισθητές. Τα θεολογικά ζητήματα είναι πασίγνωστα, καθώς και τα καλλιτεχνικά (όπως διατηρούνται σε έργα όπως την εικόνα της Ταορμίνα εδώ) είναι αρκετά εμφανή.
Μέχρι το 1300, η Σικελία είχε γίνει ολότελα «Λατινική», με ελάχιστους εναπομείναντες Ορθοδόξους Χριστιανούς ή Μουσουλμάνους. Με ελάχιστες εξαιρέσεις (όπως η εξορία μερικών Μουσουλμάνων στην Puglia από τον Frederick Β’), περισσότερες ήταν οι μεταστροφές από τις μεταναστεύσεις. Για τους Χριστιανούς, δεν ήταν παρά ένα απλό ζήτημα εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας, καθ’ όσον οι Ορθόδοξοι επίσκοποι αντικαθιστώντο από εκείνους που ήσαν πιστοί στην Ρώμη. Το πνεύμα της Ιεράς Εξέτασης, με όλες τις φρίκες του, εν καιρώ εξώθησε ακόμα και την μεταστροφή των Εβραίων. Η πλήρης άνθηση του μεγάλου πολύ-πολιτισμικού πειράματος της Σικελίας που υποδήλωνε την επιτομή της θρησκευτικής αποδοχής, είχε αντέξει λιγότερο από δύο αιώνες.
Πώς λοιπόν επιβίωσε ο Ορθόδοξος μοναχισμός στην βορειοανατολική Σικελία για ακόμα έναν αιώνα, μέχρι το 1400 σχεδόν; Η απλή απάντηση είναι πως τα Ορθόδοξα μοναστήρια σε μέρη όπως το San Marco d’Alunzio (όπου υπάρχει ένα μικρό αλλά ενδιαφέρον μουσείο μεσαιωνικής Βυζαντινής τέχνης) και το Alcara Li Fusi ήσαν κάπως απόμακρα, απομονωμένα (ακόμα και με τα μέτρα τα Σικελικά) και προσβάσιμα μόνο από ορεινά μονοπάτια στριφογυριστά. Όμως υπάρχει και ένας πολιτικός λόγος. Για αρκετές δεκαετίες κατά τον 14ο αιώνα, παρ’ ότι η Σικελία διοικούταν τυπικά εξ’ αποστάσεως, μια περίοδος εγχώριου φεουδαρχικού χάους που είχε ως κατάληξη τον αποτελεσματικό τοπικό έλεγχο από ορισμένες προέχουσες οικογένειες (η οικογένεια των Chiaramonte έρχεται στο νου), σήμαινε πως οι επίσκοποι ήσαν σχετικά ανεπηρέαστοι από την άμεση επίδραση της Ρώμης. Η κατάσταση ενισχυόταν ακόμα περισσότερο από συχνή παπική απαγόρευση – κάτι που στην πραγματικότητα ενθάρρυνε την ανεξαρτησία του τοπικού κλήρου. Από κάθε άποψη, οι περιοχές του Nebrodi και του Peloritan έμειναν αξιοπρόσεκτα αδιατάρακτες. Ακόμα τριγυρνούσαν λίγα ελάφια (τώρα όμως έχουν εκλείψει) στα απέραντα δάση τους. Αν και το τμήμα αυτό της Σικελίας δεν είχε έλλειψη από βαρώνους, η μοναστική εξουσία ήταν τουλάχιστον εξ ίσου ισχυρή σαν την δική τους. Στην ουσία, καθυστέρησε η άφιξη της συντριπτικής θεολογικής και κοινωνικής επίδρασης της Ρώμης. Αυτό σήμαινε πως τα Λατινικά και τα Βυζαντινά μοναστήρια συνυπήρχαν, πλάϊ-πλάϊ. Συχνότατα, οι αναπτυσσόμενες Λατινικές θρησκευτικές κοινότητες – αν και πιστές στην Ρώμη – διατηρούσαν τις τυπικά Ορθόδοξες παραδόσεις (εικόνες, Βυζαντινή λειτουργία και άμφια) όσο περισσότερο μπορούσαν.
Έτσι, για ένα διάστημα μερικά από τα μοναστήρια της βορειοανατολικής Σικελίας ήσαν περισσότερο Ορθόδοξα παρά Καθολικά***, βιώνοντας ένα είδος μεταβατικού σταδίου, μέχρι τα πρώτα χρόνια του 15ου αιώνα. Η Μεσσήνη και η Ταορμίνα ήσαν, κατά κάποιο τρόπο, οι καρδιές –αν όχι η ψυχή- της ύστερο-μεσαιωνικής Χριστιανικής Βυζαντινής κουλτούρας της ανατολικής Σικελίας. Η πρώτη βρισκόταν παγιδευμένη σε μια συνεχή μάχη κύρους με το Παλέρμο, την πρωτεύουσα του νησιού, και απολάμβανε κάποιο δικό του διεθνές κύρος, ως πύλη προς την Ανατολή. Η δε Ταορμίνα, παραδοσιακά ένα κέντρο μοναχισμού, συνέχιζε να στρέφεται προς την Ελλάδα για την πνευματικότητά της.
Έφτασε και η Αναγέννηση. Οι Μπαρόκ ναοί σταδιακά εκτόπισαν τους Βυζαντινούς, αν και μια εισροή Αλβανών* προσφύγων του Σκεντέρμπεη από Τουρκικές επιδρομές έφερε μερικούς Ορθοδόξους Χριστιανούς* στην Σικελία, όπου κάποιες πόλεις διαθέτουν και «Λατινικές» και «Ελληνικές» ενορίες. (Σήμερα, το Αλβανικό* Τυπικό είναι στην πραγματικότητα Ρωμαιοκαθολικό, όμως οι ρίζες του είναι ολοφάνερα Ορθόδοξες).
Από πλευράς καλλιτεχνικής, οι εικόνες του Παρεκκλησίου του Παλατίνου του Παλέρμο και της Εκκλησίας της Μαρτοράνα, καθώς και αυτές στους ναούς του Cefalù και Monreale, είναι οι πλέον αντιπροσωπευτικές της Βυζαντινής κληρονομιάς της Σικελίας. Όμως δεν λείπουν τα πολύτιμα πετράδια και από την ανατολική Σικελία.
(Περιοδικό «Best of Sicily», άρθρο της Antonella Gallο με τίτλο «Byzantine Northeastern Sicily», τ. Ιουλίου 2003).
** Εννοεί το Βατικανό.
*** Εννοεί Παπικά.
Πηγή: http://www.bestofsicily.com/mag/art95.htm
http://www.oodegr.com/neopaganismos/romi/rwm_katag_sikel.1.htm
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου