ΜΕΓΑ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ Β΄
Για την Αγάπη
Αν φιλονικήσουν δύο αδελφοί, λέει ο Όσιος
Εφραίμ ο Σύρος, εκείνος που θα ζητήσει συγγνώμη πρώτος, θα κερδίσει τον
στέφανο της νίκης. Θα γίνει συγκατάβασις και για τον άλλον, αν δεν
περιφρονήσει τον αδελφό του, αλλά προθυμοποιηθεί να ειρηνεύσουν μεταξύ
τους.Ένας ερημίτης έστειλε μια μέρα στην πόλη τον υποτακτικό του ν’ ανεβάσει στη σκήτη μια καμήλα για να μεταφέρουν τα καλάθια τους στην αγορά.
Επιστρέφοντας, τον συνάντησε κάποιος άλλος Ερημίτης, γείτονάς τους, και του είπε:
-Τι κρίμα να μη πάρω είδηση πως κατεβαίνεις την πόλη! Θα σου ζητούσα να έφερνες μια καμήλα και για μένα, να πάω τα πανέρια μου στην αγορά.
Ο υποτακτικός το είπε στον Γέροντά του. Εκείνος τον πρόσταξε να δώσει παρευθείς την καμήλα στον γείτονα και να του πει πως το δικό τους φορτίο είναι τακτοποιημένο.
-Πήγαινε μαζί του στην πόλη κι όταν τελειώσει εκείνος, φέρε πίσω το ζώο να φορτώσουμε κι εμείς.
Ο υποτακτικός έκανε πρόθυμα την προσταγή του Γέροντος. Όταν τέλειωσε ο γείτονας τη δουλειά του πήρε πάλι την καμήλα.
-Πού πηγαίνεις, Αδελφέ; Τον ρώτησε εκείνος.
-Πίσω στη σκήτη να μεταφέρω τα καλάθια μας. Την ευχή σου, Αββά, είπε ο νέος κι έφυγε τρεχάτος να προλάβει.
Λυπήθηκε πολύ ο γείτονας σαν άκουσε πως είχαν αφήσει στη μέση τη δουλειά τους, για να τον εξυπηρετήσουν και, όταν επέστρεψε στην έρημο, έβαλε μετάνοια στον Γέροντα λέγοντας:
-Συγχώρεσέ με, Αδελφέ, αλλ’ η πολλή σας αγάπη κέρδισε τον καρπό του κόπου μου.
Πολλά ανέκδοτα διηγούνται οι Πατέρες για τον Αββά Αγάθωνα και την πολλή αγάπη που έκρυβε στην καρδιά του για τον συνάνθρωπό του.
Κάποτε κατέβηκε στην πόλη να πουλήσει τα πανέρια του και σκόνταψε πάνω σ’ ένα δυστυχισμένο άνθρωπο, παραπεταμένο στο δρόμο, ξένο και άρρωστο, που ως τη στιγμή εκείνη κανένας διαβάτης δεν είχε σκεφτεί να τον βοηθήσει.
Ο Όσιος τον σήκωσε, τον περιποιήθηκε και με τα χρήματα που πήρε από τα πανέρια του νοίκιασε δωμάτιο και τον έβαλε μέσα. Λέγουν μάλιστα πως έμεινε αρκετό καιρό κοντά του και τον φρόντιζε, ενώ συγχρόνως εργαζόταν για να βγάλει τα έξοδά του. Όταν πια ο ξένος έγινε εντελώς καλά και ήταν σε θέση να γυρίσει στην πατρίδα του, επέστρεψε και ο Αββάς Αγάθων στην αγαπημένη του ησυχία.
Άλλη φορά πάλι, που πήγαινε στην πόλη να δώσει το εργοχειρό του και να προμηθευτεί το λίγο ψωμάκι του, βρήκε κοντά στην αγορά ένα πτωχό γέρο ανάπηρο. -Για την αγάπη του Θεού, Αββά, άρχισε τα παρακάλια ο γέρος μόλις είδε τον Όσιο, μη με αφήσεις κι εσύ αβοήθητο τον δυστυχή, πάρε με κοντά σου.
Ο Αββάς Αγάθων τον έβαλε να καθίσει δίπλα του εκεί που αράδιασε τα καλάθια του για να τα πουλήσει.
-Πόσα λεπτά πήρες, Αββά; τον ρωτούσε ο γέρος κάθε φορά που έδινε ένα καλάθι.
-Τόσα, του έλεγε ο Όσιος.
-Καλά είναι. Δεν μου αγοράζεις όμως μια μικρή πίττα, Αββά; Έτσι για να δεις καλό, που έχω από χθες βράδυ να φάω.
-Μετά χαράς, έλεγε ο Όσιος και έκανε αμέσως την επιθυμία του.
Σε λίγο του ζήτησε φρούτα, ύστερα ένα γλυκό. Έτσι σε κάθε καλάθι που πουλούσε ξόδευε τα χρήματα, χάρι του προστατευομένου του, έως ότου έδωσε όλα τα καλάθια και όλα τα χρήματα ο Όσιος χωρίς να του μείνει για τον εαυτό του ούτε δίλεπτο. Και το σπουδαιότερο πως το έκανε με μεγάλη προθυμία, ενώ ήξερε πως είχε περάσει τώρα τουλάχιστον μια εβδομάδα χωρίς ψωμί.
Αφού έδωσε και το τελευταίο του καλάθι ετοιμάστηκε να φύγει από την αγορά.
-Φεύγεις λοιπόν; τον ρώτησε ο ανάπηρος.
-Ναι τέλειωσα πια τη δουλειά μου.
-Ε τώρα θα κάνεις αγάπη για την έρημο, είπε πάλι παρακαλεστικά ο παράξενος γέρος.
Ο αγαθότατος Αγάθων τον φορτώθηκε στην πλάτη και με πολλή δυσκολία τον μετέφερε εκεί που του ζητούσε γιατί ήταν κατάκοπος από την εργασία της ημέρας.
Σαν έφτασαν στο σταυροδρόμι κι ετοιμάστηκε να αποθέσει κάτω το ζωντανό φορτίο του, άκουσε γλυκιά φωνή να του λέγει:
-Ευλογημένος να είσαι, Αγάθων, από τον Θεό και στη γη και στον Ουρανό.
Σήκωσε τα μάτια ο Όσιος να δει εκείνον που του μιλούσε. Ο δήθεν γέρος είχε γίνει άφαντος γιατί ήταν Άγγελος σταλμένος από το Θεό να δοκιμάσει την αγάπη του Οσίου.
Ένας Μοναχός πολύ απλός και άπλαστος πήγαινε συχνά στον Αββά Ιωάννη τον Κολοβό για να ωφελείται από τις σοφές συμβουλές του. Εκείνος τον δεχόταν με αγάπη και δεν έπαυε να τον διδάσκει. Κάθε φορά που πήγαινε και κάτι καινούριο είχε να του πει γύρω από την πνευματική ζωή. Ο Μοναχός όμως πολύ λίγα καταλάβαινε από όσα του έλεγε ο Γέροντας και απ’ αυτά τα περισσότερα τα λησμονούσε. Έτσι ρωτούσε και ξαναρωτούσε όλο για τα ίδια πράγματα.
Κάποτε σταμάτησε τις επισκέψεις του. Ο γέροντας απόρησε γι’ αυτό. Μια Κυριακή λοιπόν που συναντήθηκαν στην Εκκλησία τον ρώτησε:
-Έχω πολύ καιρό να σε δω, Αδελφέ. Τι σου συμβαίνει; Μήπως αρρώστησες;
-Όχι, Αββά, αποκρίθηκε με συστολή ο Μοναχός, αλλ’ όπως βλέπεις, ο νους μου είναι παχύς και δεν παίρνει εύκολα τις συμβουλές σου και ντρέπομαι να σ’ ενοχλώ διαρκώς για τα ίδια πράγματα.
-Πάρε αυτό, του είπε τότε ο Αββάς Ιωάννης, και του έδειξε ένα λυχνάρι, που βρισκόταν στη γωνιά της Εκκλησίας και άναψέ το.
Ο αδελφός το άναψε.
-Πήγαινε τώρα και φέρε τα λυχνάρια των αδελφών και άναψέ τα όλα παίρνοντας φως από τούτο εδώ. Ο άπλαστος μοναχός έκανε παρευθύς την προσταγή του Γέροντος.
-Μήπως λιγόστεψε το φως του λυχναριού, ρώτησε ο Γέροντας, επειδή άναψες μ’ αυτό τόσα άλλα λυχνάρια;
-Όχι, βέβαια, είπε χαμογελώντας ο αδελφός.
-Ούτε κι ο Ιωάννης χάνει τίποτα, έστω και αν συμβουλεύει ολόκληρη τη σκήτη.
Να έρχεσαι λοιπόν κι εσύ χωρίς δισταγμό.
Από τότε ο αδελφός πήγαινε τακτικά στο Γέροντα και με τη βοήθεια του έγινε άριστος Μοναχός.
http://www.agiameteora.net/index.php/component/content/article?id=409
http://www.hristospanagia.gr/?p=6240#more-6240
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου