ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΙΤΙΣΣΑ

ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΙΤΙΣΣΑ
ΧΑΙΡΕ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ ΚΑΙ ΘΕΟΒΑΔΙΣΤΟΝ(Κάνετε κλίκ στήν εἰκόνα γιά νά ὁδηγηθεῖτε στό ἱστολόγιο: ΚΥΡΙΟΣ ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ 3

Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου 2013

Περί ψυχῆς

ΠΕΡΙ ΨΥΧΗΣ (88-Ν)
Ἄς μοῦ ἐπιτραπῆ σήμερα εἰς τήν ἀγάπη σας, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, νά ποῦμε κάποια πράγματα »περί ψυχῆς», ὅπως τά βιώνει καί τά διδάσκει ἡ Ὀρθόδοξη πνευματικότητα.
Καί, εὐθύς ἀμέσως νά ἀναφέρωμε, ὅτι ὑπάρχουν δύο ἐσφαλμένες θεωρίες περί τοῦ πότε δημιουργεῖται ἡ ψυχή στον ἄνθρωπο. Στήν μέν πρώτη θεωρία, κάποιοι θεωροῦν, ὅτι ἡ ψυχή δέν μπαίνει ἀμέσως, δῆθεν, εἰς τόν ἄνθρωπο, λένε δηλ. αὐτοί, ὅτι μέχρι τριῶν μηνῶν ἔμβρυο ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι ἄνθρωπος, ἄς τό ποῦμε ἔτσι. Καί αὐτό, βέβαια τούς συμφέρει καί τούς βολεύει νά τό λένε, ἐπειδή, μέχρι νά γίνη τό ἔμβρυο τριῶν μηνῶν θά μποροῦν νά διακόπτουν τήν κύησι καί νά κάνουν ἐκτρώσεις.


Ἄν ὑποτεθῆ, ἀγαπητοί μου, ὅτι προηγῆται τό σῶμα κατά τήν γένεσι τοῦ ἀνθρώπου καί μετά ἀκολουθεῖ ἡ ψυχή, τότε, μοιραίως, ἔχομε τήν θεωρία τοῦ Δαρβίνου , τόν Δαρβινισμό, ὅτι γεννιέται πρῶτα ἕνα ἄλλο πρᾶγμα, ὄχι ὁ ἄνθρωπος, ἀλλά ἕνα ζῶο, καί ὅτι ὁ ἄνθρωπος πρίν γίνη ἄνθρωπος περνάει δηλ. ἀπό μία ζωώδη κατάστασι, πρῶτα, καί ὕστερα προσλαμβάνει τήν ψυχή καί γίνεται ὁ τελικός ἄνθρωπος.Διότι, ποιά εἶναι ἡ μεγαλυτέρα διαφορά μεταξύ τοῦ πιθήκου, ἤ ὁποιουδήποτε ζώου, καί τοῦ ἀνθρώπου; Εἶναι ὅτι ὁ πίθηκος δέν ἔχει λογική ψυχή. Ἀλλά, τούς συμφέρει νά λένε ὅτι προηγουμένως περνάει κάποια στάδια ζωώδους μορφῆς καί ζωῆς ὁ ἄνθρωπος καί κατόπιν γίνεται ἄνθρωπος καί σᾶς εἶπα περίπου τόν λόγο. Τά λένε αὐτά καί γιά νά χτυπήσουν, βέβαια, καί τήν θρησκεία, τήν Παλαιά Διαθήκη, καί ὅλα τά ὑπόλοιπα.

Ἄν δεχθῶ, ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν ἔχει ἀρχικά ψυχή ἕως τρεῖς μῆνες, ἀποδέχομαι οὐσιαστικά τήν θεωρία τοῦ Δαρβίνου, ὅτι ὁ ἄνθρωπος περνάει πρῶτα ἀπό αὐτήν τήν κατάστασι, τήν μή ἀνθρώπινη, πού εἶναι ζωώδης δηλ. Ἀλλά, αὐτό βέβαια δέν ἰσχύει, διότι ὁ Θεός ἔκανε, ὅπως μᾶς λέγει ἡ Παλαιά Διαθήκη, τόν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος ἄνθρωπος δέν ἔχει καμμία σχέσι μέ τά ζῶα, διότι τά ζῶα ἐδημιουργήθησαν πολύ πιό μπροστά, καί, ὅπως μᾶς λέγει τό ἱερό κείμενο ἔγιναν »κατά γένος», πού σημαίνει ὅτι κάπου σταματάει τό κάθε γένος. Σημασία ἐδῶ ἔχει τό ὅτι ὑπάρχει ἄλλη πρᾶξις δημιουργική γιά τά ζῶα τελείως διαφορετική ἀπό ἐκείνην τοῦ ἀνθρώπου.
Βέβαια, ὑπάρχει καί ἡ ἀντίθετη θεωρία, ἡ λεγόμενη »Πλατωνική θεωρία», τοῦ Πλάτωνος, κατά τήν ὁποίαν θεωρεῖται, πάλι ἐσφαλμένως, ὅτι ἡ ψυχή προϋπάρχει τῆς γενέσεως τοῦ σώματος καί μετά μπαίνει στό σῶμα. Εἶναι ἡ θεωρία, ὅπως λέγεται, »περί προϋπάρξεως τῶν ψυχῶν». Κατ᾽ αὐτήν οἱ ψυχές προϋπάρχουν καί θεωρεῖ ὁ Πλάτων, ὅτι ἁμάρτησαν σέ ἕναν χῶρο τοῦ οὐρανοῦ, στόν κόσμο τῶν ἰδεῶν, καί γιά νά τιμωρηθοῦν ὁ Θεός »ἐγκλωβίζει» αὐτές τίς ψυχές σέ ἕνα σῶμα ζώου ἤ ἀνθρώπου, ἀκόμα καί σέ φυτό μπορεῖ νά εἶναι. Ἔτσι, ὅταν συλλαμβάνεται στήν μήτρα ἕνας ἄνθρωπος, παίρνει ὁ Θεός δῆθεν μία ψυχή ἀπό ὅλες αὐτές τίς ψυχές πού λέει ὁ Πλάτων ὅτι ὑπάρχουν στόν οὐρανό, τήν βάζει σέ ἕνα ἔμβρυο καί γίνεται ἕνας ἄνθρωπος. Εἶναι κάτι σάν τιμωρία δηλ. Γι᾽ αὐτό, θεωρεῖ καί τό σῶμα ὅτι εἶναι ἡ φυλακή τῆς ψυχῆς. Μετά τόν θάνατο τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ψυχή πηγαίνει σέ ἄλλον ἄνθρωπο ἤ ζῶο, ἀνάλογα τοῦ πῶς ἔζησε ὁ ἄνθρωπος. Καί αὐτό διαρκεῖ ἕως ὅτου »ἐξιλεωθῆ» ἡ ψυχή μέ αὐτές τίς συνεχεῖς μετενσαρκώσεις καί νά ἀποδεσμευθῆ – ἐλευθερωθῆ ἀπό τό σῶμα κάποτε, ὅταν θά ἔχη πληρώσει τό τίμημα τῆς ἁμαρτίας πού ἔκανε στόν κόσμο τῶν ἰδεῶν. Μάλιστα, ἄν θυμᾶμαι καλά, ὁ Πλάτων θεωρεῖ, ὅτι, ὅσο πιό ἐνάρετη ζωή κάνει, τόσο πιό γρήγορα ἐξιλεώνεται ἡ ψυχή καί ἐλευθερώνεται ἀπό τά δεσμά τῆς σάρκας καί τῆς ὕλης.
Ὅμως, ὅλα αὐτά, δέν ἰσχύουν, γιατί, ὅπως θά ξέρετε, ἀπό τίς ἄλλες φορές πού ἔχομε μιλήσει, ψυχή καί σῶμα ταυτόχρονα κτίζονται ἀπό τόν Θεό, τήν ἴδια στιγμή, ἀρχίζουν νά συνυπάρχουν, ὥστε, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, ὁ ἄνθρωπος νά μήν ὑπάρχη πρίν ἀπό τόν ἑαυτό του, νά μή προϋπάρχη τοῦ ἑαυτοῦ του. Καί, ὁ ἴδιος Ἅγιος, ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, ἀπαντῶντας στό ἐρώτημα »τί εἶναι ψυχή», λέγει: « Ψυχή ἐστί οὐσία γεννητή, οὐσία ζῶσα, νοερά, σώματι ὀργανικῷ καί αἰσθητικῷ καί δύναμιν ζωτικήν καί τῶν αἰσθητῶν ἀντιληπτικήν δι᾽ ἑαυτῆς ἐνιοῦσα ἕως ἄν ἡ δεκτική τούτων συνέστηκεν φύσις». Δηλ., ἡ ψυχή εἶναι οὐσία καί δέν εἶναι κάτι τό ὁποῖο ἁπλῶς νοεῖται, παρ᾽ ὅ,τι λέγεται νοερά, ἐπειδή εἶναι ὡς πρός ἐμᾶς ἄϋλη, ἀλλά εἶναι οὐσία γεννητή, κτιστή. Ὄχι ἄκτιστη, διότι τότε θά ἦταν θεότητα, καί θά εἴχαμε πανθεϊσμό. Καί εἶναι οὐσία ζῶσα, δηλ. οὐσία ἡ ὁποία ἔχει καί δίδει ζωή.
Τώρα, ἄλλο πρᾶγμα εἶναι ἡ ψυχή τῶν ζώων. Στά ζῶα, ἡ ψυχή τους εἶναι μόνο ζωή καί ἄλλο πρᾶγμα εἶναι ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία εἶναι νοερά, εἶναι λογική, εἶναι ἰδιαιτέρως κατασκευασμένη καί ταυτοχρόνως, δίδει καί τήν ζωή στό σῶμα. Καί, ὅπως λέγει ἐκεῖ στήν Παλαιά Διαθήκη, ὁ Θεός ἔκανε τόν ἄνθρωπον »εἰς ψυχήν ζῶσαν», μέ ψυχή δηλ. ἡ ὁποία θά ἔδινε τήν ζωή στό ἀνθρώπινο σῶμα, πού εἶναι ἡ ψυχή ἡ κινητήριος δύναμις τοῦ σώματος καί τῶν λειτουργιῶν του. Εἶναι βέβαια ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου νοερά, καί αὐτό σημαίνει ὅτι δέν εἶναι ὑλική, ὅτι δέν ἔχει καμμία σχέσι μέ τήν ὕλη. Δέν ἔγινε ἡ ψυχή ἀπό προϋπάρχουσα ὕλη. Δέν συνδέεται καθόλου μέ τήν ὕλη, οὔτε εἶναι κάποια ἄλλη μορφή ὕλης , ὅπως λένε κάποιοι ὑλιστές. Καί, προφανῶς, ἡ ψυχή δέν ἔχει βάρος. Τό λέμε αὐτό γιατί κάποιοι εἶχαν ζυγίσει ἕναν ἄνθρωπο λίγο πρίν πεθάνει καί τόν ξαναζύγισαν ἀμέσως μετά τόν θάνατό του – εἶναι καί λίγο ἀστεῖο αὐτό – καί, ἐπειδή ἡ ζυγαριά ἔδειξε μία μικρή διαφορά βάρους, συνεπαίραναν ὅτι τόσα γραμμάρια ὕλης εἶχε ἡ ψυχή πρίν ἀναχωρήσει ἀπό τό σῶμα θέλοντας νά κατοχυρώσουν τήν ὑλικότητα τῆς ψυχῆς. Πράγματα δηλ. ἀστεῖα καί κωμικοτραγικά.
Ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι μέσα σέ ἕνα σῶμα, τό ὁποῖο χρησιμοποιεῖ ὡς ὄργανό της καί ἀποκτᾶ ἀντίληψι τοῦ κόσμου διά τῶν αἰθήσεων τοῦ σώματος, διά τῶν αἰσθητηρίων ὀργάνων τοῦ σώματος. Ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος μᾶς λέγει ὅτι ἡ ψυχή ἔχει μέλη, ὅπως δηλ. τό ἀνθρώπινο σῶμα ἔχει μέλη (πόδια, χέρια, κλπ.), ἀλλά γιά τήν ψυχή δέν πρόκειται περί μελῶν, γιατί ἡ οὐσία τῆς ψυχῆς εἶναι ἁπλῆ. Δέν εἶναι δηλ. ἡ ψυχή σύνθετη, ὅπως εἶναι τό σῶμα, πού ἀποτελεῖται ἀπό διαφορετικά στοιχεῖα ἑνωμένα μεταξύ τους καί τά ὁποῖα δύνανται καί νά ἀναλυθοῦν, καί, συνεπῶς, καί νά διαλυθοῦν. Ἡ ψυχή εἶναι ἐντελῶς ἁπλῆ, ἀλλά ὅταν λέγωμε »μέλη ψυχῆς», αὐτή εἶναι μία ἔκφρασις γιά νά δείξη, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Μακάριος, τό ἐξῆς: «Ὥσπερ τά μέλη τοῦ σώματος, πολλά ὄντα, εἷς ἄνθρωπος λέγεται», δηλ. παρ᾽ ὅ,τι τά μέλη τοῦ σώματος τοῦ ἀνθρώπου εἶναι πολλά, ὅμως μιλᾶμε γιά ἕναν ἄνθρωπο καί εἶναι ἕνας ἄνθρωπος, «οὕτω καί μέλη τῆς ψυχῆς εἰσίν πολλά (νοῦς, συνείδησις, θέλημα, λογισμοί κατηγοροῦντες καί ἀπολογούμενοι), ἀλλά καί ταῦτα πάντα εἰς ἕναν λογισμό εἰσίν ἀποδεδεμένα καί μέλη ἐστί ψυχῆς ὁ ἔσω ἄνθρωπος». Δηλ., ὅταν μιλᾶμε γιά συναίσθημα, νόησις, βούλησις, συνείδησις, κλπ., αὐτά δέν εἶναι παρά τά μέλη τῆς ψυχῆς, ἀλλά καί αὐτό δέν σημαίνει ὅτι ἡ ψυχή δέν εἶναι καί ἁπλῆ. Εἶναι δηλ. ὄψεις τῆς μιᾶς ἁπλῆς καί ἀσυνθέτου ψυχῆς.
Θέτομε, τώρα, τό ἐρώτημα: »Ποιά εἶναι ἡ οὐσία τῆς ψυχῆς;»
Πρίν ὅμως ἀπαντήσωμε στό ἐρώτημα αὐτό, στό ὁποῖο φυσικά δέν ὑπάρχει ἀπάντησις πλήρης, ἀλλά ἄς παρηγορηθοῦμε καί ἄς προσγειωθοῦμε μᾶλλον στήν πραγματικότητα, ἀφοῦ οὔτε τήν οὐσία τῆς ὕλης δέν γνωρίζομε. Γνωρίζομε ἄραγε, ἔχομε ἀνακαλύψει ποιά εἶναι ἡ οὐσία τῆς ὕλης, τί εἶναι κύτταρο, τί εἶναι φῶς, τί εἶναι δύναμις; Ὄχι. Ποιός εἶναι ὁ ὁρισμός τῆς ὕλης; Δέν ἔχομε ὁρισμό. Τήν φύσι τῆς ὕλης τήν ἀγνοοῦμε. Ἄλλο ἄν ἔχωμε ἀνακαλύψει κάποιες συμπεριφορές τῆς ὕλης. Τήν φύσι τῆς ὕλης πέρα γιά πέρα τήν ἀγνοοῦμε. Ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά καταλάβη τί εἶναι ἡ ὕλη. Δέν γνωρίζομε ποιά εἶναι ἡ φύσις τῶν στοιχειωδῶν σωματιδίων τῆς ὕλης. Ἡ φύσις τῆς ὕλης, ὅσο καί τῆς ἐνεργείας, μᾶς εἶναι ἐντελῶς, μά ἐντελῶς, ἄγνωστα πράγματα. Ἄλλο πρᾶγμα εἶναι ἡ συμπεριφορά τῆς ὕλης, τήν ὁποία ἐρευνοῦμε, καί, σ᾽ αὐτόν τόν τομέα βελτιωνόμεθα. Ἀλλά, αὐτά τά ὁποῖα ἔχομε ἤδη γνωρίσει ἤ θά γνωρίσωμε εἶναι ἕνα τίποτα σέ σχέσι μέ τίς ἄγνωστες πτυχές τῆς συμπεριφορᾶς τῆς ὕλης. Αὐτά πού γνωρίζομε εἶναι τίποτε εἶναι μηδαμινά μπροστά σ᾽ ἐκεῖνα πού δέν γνωρίζομε. Τά φαινόμενα ὀφείλονται στήν συμπεριφορά τῆς ὕλης, ἀλλά ἡ οὐσία, ἡ φύσις τῆς ὕλης μᾶς εἶναι ἐντελῶς ἄγνωστη. Τό δέ πλέον πιθανόν, νά μή ποῦμε σίγουρο, εἶναι ὅτι ὁ ἄνθρωπος οὐδέποτε θά γνωρίση, ἔστω καί στό ἐλάχιστο, τήν φύσι τῆς ὕλης. Ὁπότε, ἄν ἀγνοοῦμε τήν οὐσία καί δέν ἔχομε τόν ὁρισμό τῆς ὕλης, πολλῷ μᾶλλον ἀγνοοῦμε καί τήν οὐσία τῆς ψυχῆς. Ὅποιος νομίζει ὅτι ξέρει κάτι ἀπό αὐτά πού εἴπαμε, δηλ. ὡς πρός τήν οὐσία τῆς ὕλης ἤ τῆς ψυχῆς, τό ὀλιγώτερο εἶναι ἀφελής.
Ἡ οὐσία τῆς ψυχῆς εἶναι ἀόρατη καί ἀκατάληπτη ἀπό τίς αἰσθήσεις. Οἱ ἐνέργειές της εἶναι ἐκεῖνες πού τήν φανερώνουν. Οἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς εἶναι οἱ δυνατότητες, τά φυσικά της προσόντα, πού ἔχει αὐτή βάσει τῶν προδιαγραφῶν πού ἔλαβε μόνο ἀπό τόν Θεό, μέ τήν θέλησι τοῦ Θεοῦ. Ὅλα αὐτά, οἱ δυνατότητές της καί τά φυσικά της προσόντα ἐμφυτεύθηκαν σέ αὐτήν, πότε; Κατά τήν δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου. Ταυτόχρονα μέ τήν δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου. Οἱ δυνατότητες αὐτές ἐνεργοποιοῦνται μέσῳ τῶν ὀργάνων τοῦ σώματος.
Γιά παράδειγμα: Ἄν ἕνας κοιμᾶται ἤ ἔχη κλειστά τά μάτια του, δέν σημαίνει πώς δέν ἔχει τήν δυνατότητα νά βλέπη. Ἁπλᾶ, δέν ἐνεργοποιεῖ αὐτήν τήν δυνατότητα πού ἔχει. Καί, κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ, ἡ δύναμις αὐτή ὑπάρχει ἀκόμη καί ὅταν ἔχη βλάβη τό ὄργανο ὀφθαλμός. Βλέπετε, τί καταπληκτικά πράγματα λένε οἱ Ἅγιοι Πατέρες, πού αὐτά συνδέονται καί μέ θέματα Βιοηθικῆς, τά ὁποῖα δέν ὑπῆρχαν τήν ἐποχή ἐκείνη. Ἔχουν δηλ. π.χ. σχέσι αὐτά μέ τόν »ἐγκεφαλικό θάνατο», πού δέν εἶναι θάνατος, καί κατά τόν ὁποῖο συνεχίζουν νά ὑπάρχουν οἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς, ἄσχετα ἄν αὐτό δέν φαίνεται, γιατί ὁ »ἐπεξεργαστής» ἐγκέφαλος, ἄς τό ποῦμε ἔτσι, δέν μπορεῖ νά χρησιμοποιήση τόν σκληρό δίσκο, πού εἶναι στήν ψυχή, διότι ἔχει βλάβη ὁ ἐγκέφαλος.
Πάρα πολλά πράγματα ὑπάρχουν στούς Ἁγίους Πατέρες, καί μποροῦμε »ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις πατράσι» νά τά ἀκολουθήσωμε ἐκ τοῦ ἀσφαλοῦς καί νά βγάλωμε ἀσφαλῆ συμπεράσματα καί γιά σύγχρονα θέματα, τά ὁποῖα ἔχουν προκύψει στόν Ὀρθόδοξο χῶρο, ὡς μή ὤφειλε. Παρά ταῦτα, ἔχουν προκύψει, καί ὄχι μόνο ἔχουν προκύψει, ἀλλά, δυστυχῶς, ἐντός τοῦ Ὀρθοδόξου χώρου ὑπάρχουν, ἀπαράδεκτες, κατά τήν γνώμη μας, ἀπόψεις, οἱ ὁποῖες προσβάλλουν τήν ἅπαξ παραδοθεῖσα Ὀρθόδοξη ἀνθρωπολογία. Ἀλλά, στά τῆς πίστεως δέν χωρεῖ καμμία συγκατάβασις, οὔτε οἰκονομία, στά θέματα τά δογματικά.
Ὅπως λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος, οἱ ἐνέργειες εἶναι αὐτές πού φανερώνουν τίς δυνάμεις ὁποιασδήποτε οὐσίας. Ἐπάνω στό ἑνιαῖο τῆς ψυχῆς βασίζεται τό ὅτι ὅταν νοσῆ ἕνα μέρος τῆς ψυχῆς, ἤ μία ἀπό τίς δυνάμεις της, τότε νοσεῖ ὁλόκληρη ἡ ψυχή. Καταπληκτικά πράγματα! Ἀκόμη, ὅταν καθαρισθῆ μία συγκεκριμένη ἐνέργεια τοῦ νοῦ, δέν σημαίνει, δυστυχῶς, ὅτι καθαρίσθηκε καί ἡ ἀντίστοιχη δύναμις διά τῆς ὁποίας ἐνεργεῖται ἡ ἐνέργεια αὐτή, διότι, κοινωνῶντας μέ τίς ἄλλες δυνάμεις, μολύνεται εὔκολα καί αὐτή.
Ὁ νοῦς εἶναι ὅ,τι ἀνώτερο ἔχει δώσει ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς λέγει γι᾽ αὐτήν τήν μοναδικότητα καί ἀνωτερότητα τοῦ νοῦ, ὅτι δέν μπορεῖ νά ὑπάρχη κάτι ἀνώτερο μέσα στόν ἄνθρωπο. Δέν εἶναι ὁ ἐγκέφαλος, λοιπόν, τό σημαντικότατο εἰς τόν ἄνθρωπο. Ὁ νοῦς εἶναι. Ὁ ἐγκέφαλος ἁπλᾶ εἶναι ἕνα ὄργανο. Δέν ὑπάρχει κάτι ἀνώτερο μέσα στόν ἄνθρωπο ἀπό τόν νοῦ. Διότι, τό λέγει πολύ χαριτωμένα ὁ ἅγιος Γρηγόριος, ἄν ὑπῆρχε κάτι ἀνώτερο, τότε, σ᾽ ἐκεῖνο καί μόνο σ᾽ ἐκεῖνο θά ἀποδιδόταν τό »κατ᾽ εἰκόνα». Ἄξιον καί δίκαιον. Ὁ Θεός μᾶς δίνει, ἀγάπης Του ἕνεκεν, τό κατ᾽ εἰκόνα. Τό ὁποῖο, φυσικά, θά τό ἀπεθησαύριζε, θά τό διεφύλασσε σέ ὅ,τι ἀνώτερο ἔχει ὁ ἄνθρωπος, πού αὐτό εἶναι, ὅπως λέγει ὁ Ἅγιος, ὁ νοῦς. Αὐτό ὀφείλεται στήν τριαδικότητα πού διακρίνει τόν νοῦ, τό λογικό μέρος τῆς ψυχῆς, καί διακρίνεται σέ νοῦ, λόγο καί πνεῦμα, εἰκονίζοντας τόν Τριαδικό Θεό. Τί συγκινητικό!
Ἔτσι, ἀπό τόν νοῦν, καί ἀποκλειστικῶς μόνον ἀπό αὐτόν, πηγάζει, προέρχεται ὁ λόγος, ὁ ὁποῖος λόγος, αὐτομάτως, συνακολουθεῖται ἀπό ἕνα νόημα, ἀπό ἕνα »πνεῦμα». Τό συνοδευόμενο δηλ. νόημα τοῦ λόγου, λέγεται »πνεῦμα» καί εἶναι ὅ,τι ἀκριβῶς ἐννοεῖ ὁ λόγος. Τί δηλ. θά πῆ »πνεῦμα»; Θά πῆ τό νόημα πού ἔχει ὁ λόγος. Φυσικά, ὁ λόγος, φανερώνει καί ἀποκαλύπτει κάποιο νόημα, ἀλλά προσοχή! Διότι, αὐτό, δέν σημαίνει ὅτι τό νόημα ἐκπηγάζει ἀπό τόν λόγο. Αὐτόν καθ᾽ ἑαυτόν τόν ἐκφερόμενο λόγο δηλ. Διότι, θεωρητικά μέν ἀλληλοδιαδόχως, πρακτικά ὅμως αὐτομάτως, τό πνεῦμα, τό νόημα πού ἀποκαλύπτεται διά τοῦ λόγου ( ὁ ὁποῖος ἐνεργεῖ ὡς μέσον ἀποκαλύψεως τοῦ νοήματος), προέρχεται ἀπό τόν νοῦ καί ἔχει ὡς ἄμεση γενεσιουργό σχέσι καί αἰτία μόνο τόν νοῦ. Ὁ νοῦς δηλ. εἶναι ἡ πηγή, καί τοῦ λόγου, καί τῶν νοημάτων. Προφανῶς, κάθε λόγος προφορικός, γραπτός ἤ ἐνδιάθετος, ἔχει πάντα ἕνα νόημα, ἔστω καί ἄν δέν εἶναι λογικό. Ἀλλά, καί ὅταν εἶναι λογικό, νά ποῦμε ἐν παρενθέσει, δέν σημαίνει ὅτι εἶναι ἀληθές. Ἀλλά, αὐτό εἶναι ἄλλο θέμα.
Ἐνδιάθετος λόγος, κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό, εἶναι κίνησις τῆς ψυχῆς πού συμβαίνει εἰς τό διαλογιστικό, χωρίς καμμία ἐξωτερική ἀνακοίνωσι. Γι᾽ αὐτό, πολλές φορές, ἄν καί σιωπῶμε, πραγματοποιοῦμε πλήρη ὁμιλία μέσα μας. Ἀλλά, ἀκόμη καί σέ αὐτά τά ὄνειρα συνομιλοῦμε.
Ὅταν λέμε, ὅτι τό λογικό μέρος τῆς ψυχῆς εἶναι νοῦς, λόγος, πνεῦμα, δέν ὑπονοοῦμε τόν προφορικό λόγο. Ὁ λόγος μέ τό ἐμπεριεχόμενο ἀντίστοιχο νόημά του, τό πνεῦμα του δηλ., αὐτά τά δύο, συνδέονται, ἀπαρτίζουν καί σχετίζονται μέ τήν ἀνθρώπινη ὁμιλία στίς διάφορες μορφές της, ἀποτελοῦν ὅμως βασικές ἐνέργειες μόνον τοῦ νοός. Καί φανερώνουν, ἀποκαλύπτουν, ἀποδεικνύουν μποροῦμε νά ποῦμε, ὅτι ὑπάρχει αὐτό τό »κάτι ἄλλο», τό ἄγνωστο, τό ἀόρατο, τό μή ἐπιστητό. Φανερώνουν δηλ. ἕνα μέρος ἀπό τήν πηγή τοῦ ἐσωτερικοῦ λόγου καί νοήματος, ἀλλά μοιραίως ἀδυνατοῦν νά φανερώσουν καί νά γνωστοποιήσουν αὐτήν τήν οὐσία σέ ὅλες τίς διαστάσεις της, πού παραμένουν ἄγνωστες, βέβαια.
Λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος, ὅτι ὁ λόγος ὁ προφορικός δέν ἀνήκει σέ νοῦ, ἀλλά σέ σῶμα πού κινεῖται ἀπό νοῦ. Καί, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ὁ προφορικός λόγος δεικνύει τήν ἐνέργειά του εἰς τήν φωνήν, εἰς τάς διαλέκτους, εἶναι δηλ. ὁ λόγος πού προφέρεται μέ τήν γλῶσσα, μέ τό στόμα. Γι᾽ αὐτό καί λέγεται »προφορικός». Εἶναι, μάλιστα, ἀγγελιοφόρος τῆς σκέψεως. Καί, ὡς πρός αὐτό, ὀνομαζόμεθα »ὁμιλιτικοί».
Ὅσο γιά τόν προαναφερθέντα ἐνδιάθετο, ἐσωτερικό λόγο, ὁ ὁποῖος εἶναι, ὅπως εἴπαμε, ὁ ἐσωτερικός ἄφθογγος λόγος πού συντελεῖται μέσα μας, ἐξ αἰτίας αὐτοῦ, ὑπάρχουν ἐξ ἴσου λογικοί ἄνθρωποι, ὅπως εἶναι οἱ κωφάλαλοι ἤ ἐκεῖνοι πού ἔχασαν τήν φωνή τους ἀπό κάποια ἀσθένεια, δυστύχημα ἤ ἄλλο λόγο. Καί, γιά νά κλείσωμε αὐτήν τήν δύσκολη ἑνότητα, λέμε, ὅτι ὅλα τά εἴδη τῶν λόγων εἶναι ἀπόρροια ὡρισμένων διεργασιῶν τοῦ νοός καί ὅλα τά εἴδη τοῦ λόγου ἀποτελοῦν ἐνέργειες καθαρά τοῦ νοός. Αὐτό, εἶναι πολύ σημαντικό. Τό πνεῦμα τοῦ νοῦ, τό νόημα τοῦ νοῦ, προέρχεται ἀπό τόν νοῦ καί συνυπάρχει μέ τόν λόγο, ἐφ᾽ ὅσον φύσει συνοδεύει πάντα τόν λόγο. Ὅπως ἡ μεταξύ νοῦ καί λόγου ἀπόρρητος καί μυστική καί ἀκατάληπτη σχέσις.
Τά τρία αὐτά, νοῦς, λόγος, πνεῦμα δέν ἀποτελοῦν ὑποστάσεις, ὅπως συμβαίνει στήν Ἁγία Τριάδα – ἄπαγε τῆς βλασφημίας – ἀλλά δέν εἶναι καί ἀνεξάρτητα. Καί τά τρία μαζί, συναποτελοῦν τόν ἕνα καί ἑνιαῖο τριαδικό νοῦ, ὁ ὁποῖος αὐτός νοῦς τοῦ ἀνθρώπου εἰκονίζει τόν Τριαδικό Θεό. Τό »κατ᾽ εἰκόνα», πού ἀποτελεῖ τήν ἰδιαίτερη τιμή τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο, τοῦ δόθηκε γιά νά μπορέση νά γίνη κατά πάντα θεός, ἐκτός, βέβαια, ἀπό τήν κατ᾽ οὐσία ταυτότητα. Ὅπως, δηλ. λέμε, νά γίνη θεός, ὄχι κατ᾽ οὐσίαν, ἀλλά κατά Χάριν. Πόσο ψηλά, λοιπόν, ἔχει τόν ἄνθρωπο ὁ Θεός! Καί, γι᾽ αὐτό ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος »ἵνα τόν Ἀδάμ θεόν ἀπεργάσηται», ὅπως λέμε. Ἐδῶ, δέν ὑπάρχει εὐσεβισμός, δηλ. ἁπλῶς νά γίνωμε καλύτεροι ἄνθρωποι, ἀλλά ὁ σκοπός τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι νά γίνη ὁ ἄνθρωπος κατά Χάριν θεός καί νά μετέχη στήν δόξα Του, νά ἐπιτύχη τό καθ᾽ ὁμοίωσιν.
Ὁ θεῖος πόθος εἶναι αὐτός -καί ἐδῶ ὑπάρχει τό πρόβλημα καί χωλαίνομε – πού θά καθαρίση κάθε δύναμη τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος φέροντας τήν κάθαρσι τοῦ νοῦ καί τήν ἕνωσι μέ τόν Θεό. Κάθαρσις-φωτισμός-θέωσις, ἔτσι δέν λέμε; Κάθε λογική φύσις, ἀνθρώπινη, ἀγγελική, ἀκόμη καί δαιμονική, ἔχει νοῦν, λόγον καί πνεῦμα, ἄν καί ὁ Θεός δέν ἔφτιαξε δαίμονες, ἀγγέλους ἔφτιαξε, καί δέν ἀλλάζει ἡ ἀγγελική φύσις στούς δαίμονες, ἡ προαίρεσίς τους ἔχει διαστραφῆ καί ἀλλάξει σέ παγιωμένη ἀρνητική πρός τόν Θεόν. Κάθε, λοιπόν, λογική φύσις, ἀνθρώπινη, ἀγγελική, ἀκόμη καί δαιμονική, ἔχει νοῦν, λόγον καί πνεῦμα, ἀφοῦ εἶναι πλασμένη κατ᾽ εἰκόνα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Κανένα ἀπό τά κτιστά λογικά πνεύματα δέν μπορεῖ νά ἑνωθῆ μέ ὁποιοδήποτε ἄλλο, ὥστε νά ἀποτελέσουν ἕν πνεῦμα. Αὐτό, εἶναι πάρα πολύ σημαντικό, γιατί καί ὁ διάβολος δέν μπορεῖ νά ἔλθη σέ ἐπαφή μέ τήν οὐσία τῆς ψυχῆς μας, ἀλλά μόνο μέ τήν ἐνέργεια τῆς ψυχῆς μας. Μόνο τό Ἅγιο Πνεῦμα μπορεῖ νά ἑνώνεται μέ τήν οὐσία ὁποιουδήποτε κτιστοῦ πνεύματος καί νά γίνωνται ἕνα. Ἡ ἕνωσις αὐτή, τοῦ Παναγίου Πνεύματος, τοῦ ἀκτίστου Φωτός, τῆς ἄκτιστης Χάριτος, μέ τίς λογικές φύσεις εἶναι ἀξιοθαύμαστη καί ἄρρητη, ἀλλά πραγματική. Ἐνῶ, τά ἄλλα πνεύματα τῶν κτισμάτων δέν ἑνώνονται, ἁπλᾶ συναναστρέφονται.
Ἡ ἄκτιστη Χάρις τοῦ Θεοῦ πληροῖ ὁλόκληρη τήν οὐσία τῆς ψυχῆς καί δέν ἀφήνει ἴχνος της πού δέν μετέχει σ᾽ αὐτήν τήν ἕνωσι. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς δέχεται τήν τριμερῆ διαίρεσι τῆς ψυχῆς, τό ἐπιθυμητικό, τό θυμικό καί τό λογικό. Τό ἐπιθυμητικό καί θυμικό βρίσκονται στό ἄλογο μέρος τῆς ψυχῆς. Ἡ θεραπεία τοῦ θυμοῦ-θυμικοῦ προαπαιτεῖ τήν θεραπεία τῆς ἐπιθυμίας, τοῦ ἐπιθυμητικοῦ, καί ἡ θεραπεία τοῦ λογικοῦ, δηλ τοῦ νοῦ, προαπαιτεῖ τήν θεραπεία καί τῶν δύο τοῦ θυμικοῦ καί τοῦ ἐπιθυμητικοῦ, δηλ. καί τοῦ θυμοῦ καί τῆς ἐπιθυμίας. Τό λογικό της μέρος διακρίνεται σέ νοῦ, λόγο καί πνεῦμα, ὅπως ἔχομε πῆ, καί εἰκονίζει τόν Τριαδικό Θεό.
Ἡ ψυχή διαιρεῖται σέ πέντε δυνάμεις, τόν νοῦ, τήν διάνοια, τήν δόξα, τήν φαντασία καί τήν αἴσθησι. Ὁ ἄνθρωπος διαθέτει, τόσο τό ὑλικό, ὅσο καί τό νοερό στοιχεῖο. Εἶναι προικισμένος μέ νοῦ καί αἴσθησι κατά ἕναν ἀκατάληπτο τρόπο, ἀπό τήν σοφία τοῦ Θεοῦ, πού ἀναμιγνύει τά ἄμικτα. Ὁ Θεός εἶναι παντοδύναμος. »Πάντα δυνατά τῷ Θεῷ ἐστί». Ὁ νοῦς συνδέει τόν ἄνθρωπο μέ τόν νοερό κόσμο, ἡ δέ αἴσθησις μέ τόν ὑλικό καί αἰσθητό κοσμο. Μεταξύ τοῦ νοῦ καί τῆς αἰσθήσεως μεσολαβοῦν οἱ τρεῖς ἄλλες δυνάμεις, ἡ φαντασία, ἡ δόξα καί ἡ διάνοια. Ἡ αἴσθησις εἶναι ἡ ἀλογώτερη δύναμις πού διαθέτει ὁ ἄνθρωπος, μέ τήν βοήθεια ὅμως τῆς ὁποίας ἀποκτᾶ γνῶσι καί ἀντίληψι τῶν αἰσθητῶν ἀντικειμένων ὅταν αὐτά εἶναι παρόντα. Ἡ φαντασία ἔχει τήν ἀρχή στίς αἰσθήσεις, διότι μέσῳ αὐτῶν εἰσέρχονται οἱ διάφορες παραστάσεις καί ἐντυπώνονται καί στήν συνέχεια χρησιμοποιοῦνται ἀναλόγως. Εἶναι ἄλογη δύναμις καί ἱκανώτερη σέ δρᾶσι ἀπό τίς αἰσθήσεις, διότι αὐτή μπορεῖ καί δρᾶ ἀκόμη καί ὅταν τά αἰσθητά ἀπουσιάζουν. Ἐνῶ οἱ αἰσθήσεις ἐνεργοῦν μόνον ὅταν τά αἰσθητά εἶναι παρόντα. Ὁ Ἅγιος τήν ὀνομάζει καί »νοῦν», ἐφ᾽ ὅσον ἐνεργεῖ καί χωρίς τήν παρουσία τῶν αἰσθητῶν, πού εἶναι ὅμως παθητικός, διότι σχετίζεται μέ ἐξωτερικές ἐμπειρίες καί παραστάσεις. Δηλ., δέν εἶναι ἡ δύναμις ἐκείνη πού θά μποροῦσε νά ὁδηγήση σέ ἐπιστροφή τοῦ νοῦ στόν ἑαυτό του καί τήν ἕνωσι μέ τήν ἄκτιστη θεία Χάρι.
Τώρα, τήν δόξα τήν διαιρεῖ σέ δύο κατηγορίες, σέ ἐκείνην πού προέρχεται ἀπό τήν φαντασία, καί ἑπομένως εἶναι ἄλογη, καί σέ ἐκείνην πού προέρχεται ἀπό τήν διάνοια καί εἶναι πάντα λογική καί προχωρῶντας βαθμιαῖα μέ τήν βοήθειά της καταλήγει στήν λογική δόξα.
Ἡ διάνοια εἶναι ἐνέργεια τοῦ νοῦ καί ὄχι οὐσία, ἄν καί δέν χωρίζεται ἀπό αὐτόν. Βασικό αὐτό. Ἡ ὁποία διάνοια, βέβαια, κινεῖ καί τόν ἐγκέφαλο. Ἡ διάνοια παράγει τούς λογισμούς, τούς ἐπεξεργάζεται , ἐνῶ ἀποθηκεύονται στόν νοῦ, ὁ ὁποῖος νοῦς, ἄς τό ποῦμε ἔτσι, εἶναι ὁ »σκληρός δίσκος» καί εὑρίσκεται στήν πνευματική καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, ὄχι στήν φυσική του καρδιά. Ἡ διάνοια εἶναι μία ἀπό τίς σημαντικώτερες καί βασικώτερες δυνάμεις τοῦ νοῦ. Ἄλλωστε, εἴπαμε ὅτι εἶναι ἐκείνη πού κινεῖ καί τόν ἐγκέφαλο. Καί οἱ τέσσερις δυνάμεις ἐνεργοῦν ὅλες στόν ἐγκέφαλο καί καμμία ἀπό αὐτές τίς δυνάμεις δέν εἶναι ἱκανή νά ὁδηγήση στήν ἕνωσι μέ τόν Θεό.
Ὁ νοῦς, ἡ πέμπτη δύναμις τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι ἡ ἀνωτάτη λογική δύναμις, τό λογικό μέρος τῆς ψυχῆς. Αὐτό, τώρα, τό λογικό μέρος, φέρει, κατά κύριο λόγο, τό »κατ᾽ εἰκόνα». Διακρίνεται σέ νοῦ, λόγο καί πνεῦμα καί χρησιμοποιεῖ, εἴτε τίς ἄλογες, εἴτε τίς λογικές δυνάμεις πού τοῦ δόθηκαν ἀπό τόν Θεό γιά νά κοινωνῆ ὁ ἄνθρωπος καί νά ἔρχεται σέ ἐπαφή, τόσο μέ τόν αἰσθητό, ὅσο καί μέ τόν νοερό κόσμο, ἀλλά καί μέ τόν κόσμο τοῦ ἀκτίστου, δηλ. τόν Τριαδικό Θεό. Ὁ νοῦς, ἄν καί ἔχη τήν ἕδρα του κάπου στήν φυσική καρδιά, ἐκεῖ ἐνεργεῖ κυρίως, καί ἐκεῖ ἐνεργοῦνται τά θαυμάσια πού ἀκολουθοῦν τήν ἕνωσί του μέ τόν Θεό, ὅταν αὐτή ὑπάρχη, βέβαια, διά τῆς Χάριτος.
Ἡ λογική δόξα καί ἡ διάνοια, ἄν καί εἶναι λογικές δυνάμεις καί δέν εἶναι ἀποχωρισμένες ἀπό τήν ἀποθήκη τῶν αἰσθήσεων, τήν φαντασία, καί ἐνεργοῦν στόν ἐγκέφαλο, δέν δροῦν αὐτοτελῶς καί εἶναι ἄμεσα ἐξηρτημένες ἀπό τόν ἐγκέφαλο. Ὁπότε, ἄν ὁ ἐγκέφαλος ὑποστῆ κάποια βλάβη, εἴτε γενετικῆς φύσεως, εἴτε ἀπό κάποιο ἀτύχημα, τότε δέν λειτουργοῦν σωστά αὐτές οἱ δυνάμεις. Ἀλλά, αὐτό δέν σημαίνει ὅτι καί ὁ νοῦς ἔχει ὑποστῆ κάποια βλάβη. Ἐπαναλαμβάνομε: Ἄν ὁ ἐγκέφαλος ὑποστῆ κάποια βλάβη, τότε μοιραίως, δέν λειτουργοῦν σωστά αὐτές οἱ δυνάμεις, ἀλλά αὐτό δέν σημαίνει ὅτι ὁ νοῦς ἔχει ὑποστῆ καί αὐτός βλάβη. Ὁ νοῦς δέν μπορεῖ νά ὑποστῆ ὀργανική βλάβη, ἐφ᾽ ὅσον δέν ἀπαιτεῖται κάποιο σωματικό ὄργανο γιά νά ἐνεργήση. Ἐάν ὁ νοῦς, αὐτεξουσίως, ἀφήση τόπο στήν ἁμαρτία, τότε ἀσθενεῖ καί ὁδηγεῖ καί σέ ὀργανικῆς φύσεως βλάβες πού ἐπηρεάζουν τόν ἐγκέφαλο, ὅσο καί ἄλλα ὄργανα τοῦ σώματος. Π.χ., σέ ἕναν ἀλκοολικό, πού τό πάθος του βρίσκεται στόν νοῦ, στήν νοερά καρδία, στό κέντρο τῆς ψυχῆς του, ἀπό τόν ἀρωστημένο νοῦ του ἐπηρεάζονται καί ἀσθενοῦν διάφορα ὄργανα τοῦ σώματός του ( π.χ.συκώτι ).
Μεταξύ ψυχῆς καί σώματος, ὑπάρχει μία ἄρρηκτος καί ἀπόρρητος σχέσις. Αὐτή ἡ σχέσις ἀπασχολεῖ καί τήν Ἰατρική, ἀνεξάρτητα ἀπό τό ὅτι ἀγνοεῖ `῎ὡς ἐκ τῆς θέσεώς της τήν ὕπαρξι ψυχῆς στόν ἄνθρωπο ὡς αὐθυπόστατο οὐσία, ἡ ὀποία παραμένει ζῶσα καί μετά τόν βιολογικό θάνατο τοῦ ἀνθρώπου, ἀνεξάρτητα δηλ. ἀπό τό τί εἴδους βιοθεωρίες ὑπάρχουν καί κυκλοφοροῦν στόν ἰατρικό χῶρο περί τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου καί περί ψυχῆς. Πάντως, ὑπάρχει ἄμεση ἐπίδρασις ψυχῆς καί σώματος.
Λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος: «Δέχεται μέν τήν ζωήν ἐκ τῆς ψυχῆς τό σῶμα, δέχεται δέ ἀλγηδόνας ἀπό τοῦ σώματος ἡ ψυχή». Ἄς τό ἀναλύσωμε αὐτό λίγο. Ἄς ὑποθέσωμε ὅτι ἔχομε κάνει μία ἁμαρτία καί ἔχομε, ὡς ἐκ τούτου, πέσει σέ ἀπελπισία καί μᾶς ἔχει κυριεύσει ὁ δαίμονας τῆς λύπης. Ἄρα, τό πρόβλημα εἶναι καθαρά πνευματικό. Ὅμως, ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς λύπης, μπορεῖ νά φθάσωμε νά ἀρρωστήσωμε σέ βαθμό ἐπικίνδυνο. Δηλ., ἐπιδρᾶ καί στό σῶμα αὐτή ἡ λύπη λόγῳ τῆς ἁμαρτίας. Ἀντίστροφα, ἄν μέ πονάη τό δόντι μου, ἤ ἔχω ἕναν πονοκέφαλο, ἤ ὁ,τιδήποτε ἄλλο, αὐτό ἐπηρεάζει καί τήν ψυχή. Μέ κάνει νά μήν ἔχω ὄρεξι, νά μήν ἔχω κέφι, νά ἔχω »περενέργειες», ὅπως λέμε, μέ καθιστᾶ, γενικά, δύσθυμο, κλπ. Ἄλλωστε, τί ψάλλομε στήν Παράκλησι; »Ἀπό τῶν πολλῶν μου ἁμαρτιῶν, ἀσθενεῖ τό σῶμα, ἀσθενεῖ μου καί ἡ ψυχή». Σχετικά λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης τά ἑξῆς: «Οὐ γάρ κρατεῖται ἡ ψυχή ὑπό τοῦ σώματος, ἀλλά αὐτή – ἡ ψυχή δηλ. – κρατεῖ τό σῶμα. Οὐδέ ἐν τῷ σώματι ἐστί ἡ ψυχή, ὡς ἐν ἀγγείῳ ἤ ἀσκῷ, ἀλλά μᾶλλον τό σῶμα ἐν ταύτῃ». Ἐν τῇ ψυχῇ δηλ. εἶναι τό σῶμα. Δηλ. ἡ ψυχή περιβάλλει καί συνέχει τό σῶμα καί ὄχι τό ἀντίστροφο. Ἡ ψυχή κρατεῖ καί κινεῖ τό σῶμα. Τό πῶς εἶναι ἑνωμένη ἡ ψυχή μέ τό σῶμα εἶναι μέγα μυστήριο, ἄρρητο μυστήριο, ὅπως, ἐπίσης ἐξ ἴσου μυστήριο ἀποτελεῖ καί ὁ τρόπος χωρισμοῦ τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα. Διότι, τότε, καί μόνο τότε, ἔχομε τόν πραγματικό τελικό θάνατο, καί ὄχι εἰς τήν περίπτωσι τοῦ »ἐγκεφαλικοῦ θανάτου» πού ἐφηύραν τά σύγχρονα κυκλώματα.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός ἀπορεῖ πέρα γιά πέρα, διότι ἀνθρωπίνως ἀγνοεῖ ὅλα αὐτά καί γι᾽ αὐτό γράφει ἐκεῖ στήν νεκρώσιμη ἀκολουθία, «ὄντως φοβερώτατον τό τοῦ θανάτου μυστήριον, πῶς ἡ ψυχή ἐκ τοῦ σώματος βιαίως χωρίζεται καί τῆς συμφυΐας καί τῆς ἁρμονίας ὁ φυσικώτατος δεσμός θείῳ βουλήματι ἀποτέμνεται». Τό σῶμα, μετά τόν βιολογικό θάνατο, μετά τόν χωρισμό ψυχῆς καί σώματος, ὡς πολυσύνθετο, ἀναλύεται, διαλύεται στά μέρη ἀπό τά ὁποῖα ἀποτελεῖται, ἐνῶ ἡ ψυχή, οὖσα ἁπλῆ, δέν ἀναλύεται καί εἶναι κατά Χάριν ἀθάνατη. Πηγαίνει δέ εἰς τόν οἰκεῖον της τόπον. Δέν περιφέρεται γύρω τοῦ τάφου, ὅπως κάποιοι νομίζουν, οὔτε στόν τόπο πού ἔμενε ὁ ἄνθρωπος, στά δωμάτια, κλπ., ἀλλά πηγαίνει εἰς τόν οἰκεῖον τόπον, ὅπου προγεύεται, εἴτε τά ἀγαθά τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, εὑρισκομένη χωρίς σῶμα εἰς τόν Παράδεισον, εἴτε τήν αἰωνία κόλασι. Πάντως, καί στίς δύο περιπτώσεις, ἀναμένεται, μετά βεβαιότητος, ἡ ἐπανένωσίς της μέ τό ἄφθαρτο τελικό σῶμα της, εἴτε εἰς ζωήν αἰώνιον, εἴτε εἰς κόλασιν αἰώνιον.
Βέβαια, »ἡ ψυχή ἐστίν ἀθάνατος διά τόν ἀποθανατίζοντα Θεόν», ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων, δηλ. χάριν τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀθάνατη, ἐπειδή τό θέλει ὁ Θεός.
Τώρα, ποῦ εἶναι ἡ ψυχή στό σῶμα, ἄλλο μυστήριο αὐτό. Μποροῦμε νά ποῦμε, χωρίς νά παίζωμε μέ τίς λέξεις, ὅτι εἶναι παντοῦ καί »πουθενά» μέ τήν ἔννοια ὅτι, ἄν κόψω ἕνα μέρος τοῦ σώματός μου, τό χέρι μου, ἤ τό πόδι μου, δέν κοβω καί ἕνα μέρος τῆς ψυχῆς μου. Ἔχω δηλ. τήν ἴδια ψυχή, τήν ἴδια αὐτοσυνειδησία, εἶμαι ἐγώ ὁ ἴδιος, ἔχω τό ἴδιο »ἐγώ». Εἶναι μυστήριο, τό ποῦ καί πῶς εἶναι ἡ ψυχή, πάντως, ἐκεῖνο πού πρέπει νά κρατήσωμε εἶναι ὅτι ἡ ψυχή συνέχει τό σῶμα. Νά μή νομίζωμε ὅτι τό σῶμα κρατάει τήν ψυχή καί τήν περικλείει μέσα του. Ἡ ψυχή εἶναι ἐκείνη πού συνέχει τό σῶμα καί δέν συνέχεται ἀπό τό σῶμα ἡ ψυχή καί τό ζωοποιεῖ.
Τώρα, νά ποῦμε κάτι βασικό καί διαφορετικό. Ἡ ψυχή μετά θάνατον ἔχει πλήρη αἴσθησι τοῦ ἑαυτοῦ της. Τό ὅτι μετά θάνατον ὑπάρχει πλήρης αἴσθησις τοῦ ἑαυτοῦ της στήν ψυχή, τό ὅτι ἡ ψυχή μετά θάνατον γνωρίζει πιό καλά τά πράγματα ἀπ᾽ ὅ,τι ὅταν ἦταν ἐδῶ εἰς τόν κόσμον αὐτόν μέ τό σῶμα, εἶναι ἀληθές. Ἐδῶ, εἰς τόν κόσμον αὐτόν, τά διάφορα ὄργανα, ὁ ἐγκέφαλος κλπ., παθαίνουν τήν σχετική φθορά ἀπό ἀρρώστειες, κλπ. καί δέν ἔχουν τίς δυνατότητες πού ἀπαιτεῖ ἡ ψυχή. Ἀλλά καί πέραν τῶν δυνατοτήτων ὑφίστανται καί μία φυσική φθορά.
Γιά τό ὅτι ἡ ψυχή ζεῖ μετά θάνατον μποροῦμε νά ἀναφέρωμε δύο-τρία ἐπιχειρήματα ἀπό τήν Ἁγία Γραφή.
Κατ᾽ ἀρχάς, ὅταν οἱ Σαδουκκαῖοι ἐπρόβαλαν θέμα περί ψυχῆς εἰς τόν Κύριό μας, ὁ Κύριος ἀνέφερε ἕνα περιστατικό ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη: Ὅταν ὁ Μωϋσῆς εὑρέθη πρό τῆς Βάτου, ἡ ὁποία ἄν καί ἐφλέγετο δέν κατεκαίετο, ἐκεῖ, ὡς γνωστόν, ἄκουσε ὁ Μωϋσῆς τήν φωνή τοῦ ἰδίου τοῦ Θεοῦ νά τοῦ λέγη: «Ἐγώ εἶμαι ὁ Θεός τοῦ Ἀβραάμ, ὁ Θεός τοῦ Ἰσαάκ καί ὁ Θεός τοῦ Ἰακώβ». Καί τώρα ὁ Κύριος, ὁ Χριστός, παίρνει αὐτό τό γεγονός ὡς ἐπιχείρημα καί τούς λέγει: « Ἀφοῦ εἶπε ὁ Θεός στόν Μωϋσῆ ὅτι ἐγώ εἶμαι ὁ Θεός τοῦ Ἀβραάμ», καί ὁ Θεός δέν εἶναι Θεός νεκρῶν ἀλλά Θεός ζώντων, πῶς θά ἐλέγετο ὅτι ὁ Θεός εἶναι ὁ Θεός τοῦ Ἀβραάμ, ἄν ὁ Ἀβραάμ δέν ὑπῆρχε; Πῶς μπορῶ νά πῶ ὅτι εἶμαι κάτοχος ἑνός αὐτοκινήτου, τό ὁποῖο ἔχει καεῖ καί δέν ὑπάρχει πιά; Γιά νά λέγη δηλ. ὁ Θεός, ὅτι εἶναι ὁ Θεός τοῦ Ἀβραάμ, τοῦ Ἰσαάκ καί τοῦ Ἰακώβ, σημαίνει ὅτι καί οἱ τρεῖς αὐτοί ὑπάρχουν, ὡς ὑπάρξεις εἶναι ζῶντες δηλ. Κάτι ἀνάλογο συνέβη στήν Μεταμόρφωσι, ὅπου ἐνεφανίσθη ὁ Ἠλίας, ὁ ὁποῖος, ὡς γνωστόν, δέν ἔχει δοκιμάσει θάνατον καί εἶναι ὁ πρόδρομος, σύν τοῖς ἄλλοις, τῆς Ἀναστάσεως τῶν σωμάτων, ἀλλά καί ὁ Μωϋσῆς, ὁ ὁποῖος εἶχε πεθάνει καί εἶχε ζήσει 1500 χρόνια πρό Χριστοῦ. Ἐμφανίζεται ὁ Μωϋσῆς στήν Μεταμόρφωσι, ὡς ὕπαρξι, γεγονός πού δείχνει ὅτι οἱ ψυχές ἔχουν »αἴσθησι».
Καί, στήν παραβολή τοῦ πλουσίου καί τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου, ἡ ὁποία, ἄν καί παραβολή, ἐκφράζει κάποιες πραγματικότητες, ἐνθυμεῖται ἡ ψυχή τοῦ πλουσίου τῆς παραβολῆς καί λέγει: «Σέ παρακαλῶ, π. Ἀβραάμ, στεῖλε τόν Λάζαρο στόν κόσμο γιατί ἔχω πέντε ἀδέλφια ὥστε νά μή πάθουν τά ἴδια». Δηλ. ὑπάρχει διάλογος. Καί τοῦ λέγει ὁ Ἀβραάμ, κάτι πού εἶναι πολύ καταπληκτικό καί πολύ χρήσιμο γιά τήν περίπτωσί μας: «Μνήσθητι, τέκνον, ὅτι σύ ἀπέλαβες τά ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου». Δηλ., ἡ ψυχή τοῦ πλουσίου μποροῦσε νά θυμηθῆ τί εἶχε συμβῆ πρό τοῦ θανάτου του. Ἄρα, οἱ ψυχές ἔχουν πλήρη αἴσθησι καί πλήρη μνήμη.
Δηλ., μετά θάνατον ἐκεῖνο, πού σήμερα δέν τό θυμᾶμαι, λόγῳ τοῦ μακροῦ χρόνου, ἤ λόγῳ τῆς φθορᾶς ἤ τῆς παντοειδοῦς βλάβης τοῦ ἐγκεφάλου μου, τότε ἡ ψυχή θά τό θυμᾶται, διότι ἀπαλλαγμένη τοῦ ὀργάνου της, ἐν προκειμένῳ τοῦ ἐγκεφάλου – ὁ ἐγκέφαλος εἶναι ἕνα ἁπλό ὄργανο τοῦ σώματος καί ὑφίσταται φυσιολογική φθορά – δύναται νά θυμᾶται εἰς τό ἀκέραιον τά πάντα. Εἶναι ἡ φοβερή, διαρκής αἰωνία μνήνη. Ὅταν λέμε στόν κόσμο αὐτόν »θέλω νά ξεχάσω», αὐτό μπορεῖς νά τό ἐπιτύχης μέ διάφορα ψυχότροπα, μέ ἀλκοόλ, καί μέ ἄλλους τρόπους. Στήν ἄλλη ζωή δέν μπορεῖς νά ξεχάσης – νά ἀποφύγης τίς μνῆμες. Ἐδῶ, ἐπιτυγχάνεις τήν σχετική ἀδρανοποίησι τοῦ σχετικοῦ ὀργάνου, τοῦ ἐγκεφάλου. Ἐκεῖ, δέν ὑπάρχει σωματικό ὄργανο, καί, ὅπως εἴπαμε, ἡ ψυχή θυμᾶται τά πάντα πλήρως.
Ἀλλά, θυμηθῆτε ἀκόμη τί εἶπε ὁ Κύριός μας, ὅταν ἦταν ἐπί τοῦ Σταυροῦ, στόν ληστή: «Μαζί μου θά εἶσαι σήμερα εἰς τόν Παράδεισο». Ὁ ληστής, οὔτε σέ ὕπνο θά ἔπεφτε, οὔτε θά πέθαινε ἡ ψυχή του. Θά ἦταν μετά ἀπό λίγο στόν Παράδεισο μαζί μέ τήν ἀνθρώπινη ψυχή τοῦ Χριστοῦ, ἑνωμένη βέβαια μέ τήν πανσθενῆ Θεότητά Του.
Ἡ ψυχή δέν φέρει καμμία ἁμαρτία, ὅταν γεννᾶται ὁ ἄνθρωπος, πλήν βέβαια τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος. Ἄς θυμηθοῦμε, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, τόν ἐκ γενετῆς τυφλό. Τότε, πίστευαν οἱ Φαρισαῖοι, ὅτι, ἄν ἁμάρταναν οἱ γονεῖς, μποροῦσε τό παιδί νά γεννηθῆ ὄχι ἁπλῶς τυφλό ἤ μέ ὁποιοδήποτε ἄλλο πρόβλημα, ἀλλά καί ἁμαρτωλό. Μόνο δηλ. ἐπειδή εἶχαν ἁμαρτήσει οἱ γονεῖς του. Γι᾽ αὐτό καί εἶπαν τοῦ τυφλοῦ, ὅταν ὁ τυφλός τούς ἔκανε ὡραῖο κήρυγμα καί τούς ἀπεστόμωσε καί δέν ἤξεραν οἱ Φαρισαῖοι τί νά ἀπαντήσουν: »Ἐσύ, ὁλόκληρος εἶσαι μέσα σέ ἁμαρτίες καί τολμᾶς καί διδάσκεις ἡμᾶς;» Δηλ., τόν ἐλοιδώρησαν.
Ὁ ἄνθρωπος δέν γεννιέται ἁμαρτωλός, ἐννοεῖται πλήν τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, τό ὁποῖο εἶχε καί ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, πού ἐκαθαρίσθη ἀπό αὐτό κατά τόν Εὐαγγελισμό Της. Κάθε ἁμαρτία ἐπιτελεῖται ἀπό τήν δική μας τήν προαίρεσι ἐκ τῶν ὑστέρων.
Ἐπίσης καί κάτι πού εἶναι καταπληκτικό. Δέν ὑπάρχει ἀνδρική καί γυναικεία ψυχή. Αὐτό εἶναι πολύ βασικό καί πρέπει νά τό ξέρωμε. Καί τοῦ ἀνδρός, καί τῆς γυναικός, ἡ ψυχή εἶναι ἴδια. Δέν ἔχομε δηλ. ἐδῶ διαφορά φύλου. Αὐτό, τό λέγει ξεκάθαρα ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων μέ τά ἑξῆς λόγια: « Ὅμοιαι πᾶσαι αἱ ψυχαί εἰσίν, ἀνδρῶν τε καί γυναικῶν». Βέβαια, αὐθόρμητα, ἴσως μοῦ πῆτε »μά, πάτερ μου, ἀφοῦ ὑπάρχει ἡ ἀνδρική ψυχολογία καί ἡ γυναικεία ψυχολογία. Ἡ γυναικεία ψυχολογία, ὑπό φυσιολογικές συνθῆκες, ἀπέχει παρασάγκας ἀπό ἐκείνη τοῦ ἀνδρός. Ἐν προκειμένῳ, ὅμως λέγει πάλι ὁ ἅγιος Κύριλλος: «Τά γάρ μέλη τοῦ σώματος διακέκριται μόνον». Δηλ., μόνο τά μέλη τοῦ σώματος, ἀνδρός καί γυναικός, διακρίνονται. Παρά ταῦτα, τί συμβαίνει ὅμως; Ἐπιδρᾶ τό σῶμα στήν ψυχή, ἀναλόγα, εἴτε αὐτό εἶναι ἀνδρικό, εἴτε αὐτό εἶναι γυναικεῖο, ἐπιδρᾶ στά τῆς ψυχῆς γιά νά ἐμφανισθῆ τελικά αὐτό πού λέμε καί ξέρουμε καί ζοῦμε καί βιώνομε ὡς ἀνδρική ψυχολογία ἤ γυναικεία ψυχολογία. Στήν πραγματικότητα, ὅμως, ἡ ψυχή εἶναι μία. Καί ὅταν λέμε »μία», ἐννοοῦμε ὅτι εἶναι χωρίς γένος, ἀρσενικό δηλ. ἤ θηλυκό. Τά χαρακτηριστικά τοῦ σώματος, τά ὄργανα τοῦ σώματος, τά μέλη τοῦ σώματος, εἶναι ἐκεῖνα, καί μόνο ἐκεῖνα, τά ὁποῖα, τρόπον τινά, χρωματίζουν καί διαφοροποιοῦν τήν συμπεριφορά τῆς ψυχῆς, ἀλλά ὄχι τήν οὐσία τῆς ψυχῆς. Κατά τά ἄλλα, ἡ ψυχή καί τοῦ ἀνδρός καί τῆς γυναικός εἶναι ἴδια καί ἀπαράλλακτη.
Αὐτός εἶναι καί ἕνας λόγος, πού, στήν ἄλλη ζωή, δέν θά ὑπάρχουν φύλα ἀνδρός καί γυναικός, οὔτε ἄν ὑπάρχη κάποια βλάβη σέ κάποιο ὄργανο, αὐτό θά μεταφερθῆ στήν ἄλλη ζωή. Ἄν κάποιος ἐδῶ εἶναι σχιζοφρενής, ἤ ἔχει πάθει ἀμνησία ἤ ὁ,τιδήποτε ἄλλο, στήν ἄλλη ζωή δέν θά ὑπάρχουν αὐτά. Οὔτε ἄνθρωποι μέ ἀμνησία, οὔτε τρελλοί, οὔτε σχιζοφρενεῖς, οὔτε καταθλιπτικοί, γιατί οἱ ἀσθένειες δηλ. εἶναι φαινόμενα τῆς παρούσης ζωῆς καί συνδέονται μέ τήν συνάφεια πού ἔχει ἡ ψυχή μέ τά ὄργανα τοῦ σώματος.
Στήν ἄλλη ζωή, λοιπόν, δέν θά ὑπάρχουν φύλα ἀνδρός καί γυναικός. Διότι, ὡς γνωστόν, ἡ ψυχή, ἡ ὁποία ἔχει μεγίστη ἀξία, εἶναι τό μόνο πρᾶγμα τό ὁποῖο θά πάρωμε μαζί μας, ὅταν θά φύγωμε ἀπό αὐτόν τόν κόσμο. Ἄλλωστε, τί σημαίνει »θάνατος»; Σημαίνει χωρισμός τῆς ψυχῆς μας ἀπό τό σῶμα. Κατά τόν θάνατο, φεύγει ἡ ψυχή μας καί τό σῶμα μας μένει στό χῶμα μέχρι τῆς κοινῆς Ἀναστάσεως. Ἄρα, ὅταν θά ἐπανενωθῆ τό νέο ἄφθαρτο σῶμα μας, τό πνευματικό σῶμα, πνευματικό μέ τήν ἔννοια ὅτι θά διέπεται πλήρως ἀπό τίς ἐνέργειες τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί δέν θά ἔχη βιολογικές ἀνάγκες, ὅταν λοιπόν θά ἐπανενωθῆ τό ἄφθαρτο σῶμα μας μέ τήν ψυχή μας, ἄν ἡ ψυχή ἦταν ἀνδρική ἤ γυναικεία ἄν δηλ. εἶχε φύλο τότε, αὐτομάτως, καί στήν ἄλη ζωή θά εἴχαμε τό σχῆμα ἀνδρός καί γυναικός. Αὐτό, ὅμως εἶναι ἄτοπον, διότι ξέρομε ὅτι δέν θά ὑπάρχη αὐτό τό σχῆμα, οὔτε αὐτές οἱ συγγένειες τοῦ παρόντος αἰῶνος, πού εἶναι σχήματα τοῦ παρόντος κόσμου. Ἄλλωστε, σέ αὐτό ἔδωσε ἀπάντησι ὁ ἴδιος ὁ Κύριός μας, ὁ ὁποῖος ἐκεῖ στό Εὐαγγέλιο, πού διαβάζομε στήν ἀρχή τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος, ἔδωσε τήν κατάλληλη ἀπάντησι στούς Σαδουκκαίους στό θέμα αὐτό.
Ἡ ψυχή ἔχει μεγάλη ἀξία καί ὁ ὅλος ἄνθρωπος ἔχει μεγάλη ἀξία ἐξ αἰτίας τῆς ἀθανάτου ψυχῆς του, χωρίς αὐτό νά σημαίνη ὅτι ὑποτιμοῦμε τό σῶμα, γιατί, ὅπως ξέρομε, τό σῶμα ἀνέβηκε στό ὕψος τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀφοῦ ὁ Χριστός, κατά τήν Ἀνάληψί Του, πῆρε μαζί Του καί τό ἀνθρώπινο σῶμα Του. Δέν τό ἀπέβαλε, δέ τό σιχάθηκε. Βέβαια, ὁ Κύριος, ὅπως φαίνεται στό Εὐαγγέλιο, δέν κάθησε νά ἀποδείξη ἄν ὑπάρχη ἤ δέν ὑπάρχη ψυχή στόν ἄνθρωπο. Τό θεωρεῖ δεδομένο αὐτό, λόγῳ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, στήν ὁποία γίνεται λόγος περί ψυχῆς καί τό ἤξεραν οἱ Ἰουδαῖοι. Στήν Καινή Διαθήκη ἁπλῶς μᾶς μίλησε γιά τήν ἀξία τῆς ψυχῆς καί εἶπε, π.χ. »τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;» καί ὅτι ἡ ψυχή εἶναι ἀνεκτίμητη καί ἔχει μεγαλύτερη ἀξία ἀπό ὅλο τό σύμπαν.
Ἄλλωστε, γι᾽ αὐτήν τήν ἀνθρώπινη ψυχή, γι᾽ αὐτό τό ἀνθρώπινο πρόσωπο, γιά τόν ἄνθρωπο, ἔγινε καί ἄνθρωπος ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, τό Δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, παραμένοντας βέβαια Θεός. Λέγει, σχετικά, ὁ ἱερός Χρυσόστομος: «Ψυχῆς οὐδέν οἰκειώτερον». Δέν εἶναι δηλ., ἄνθρωπέ μου, τίποτε πιό κοντινώτερο ἀπό τήν ἴδια σου τήν ψυχή.
Μόνο αὐτήν, τήν ψυχή, θά πάρωμε μαζί μας. Αὐτό μόνο, ἄν σκεφθοῦμε, θά εἴμαστε πιό προσεκτικοί καί θά καταλάβωμε τό μεγαλεῖο τῆς ψυχῆς μας. Ἀπ᾽ ὅ,τι μᾶς περιβάλλει στόν παρόντα, παροδικό, ψεύτικο καί ἁμαρτωλό κόσμο, τίποτε δέν θά πάρωμε μαζί μας, οὔτε τίς σχέσεις πού ἔχομε μέ τούς ἀνθρώπους, τίς ἀγάπες, τά ἀξιώματα, κλπ., παρά μόνο τήν τήν ψυχή μας. Αὐτή, θά εἶναι τό μόνο στοιχεῖο πού θά εἶναι τό ἴδιο καί στήν ἄλλη ζωή. Αὐτό εἶναι καταπληκτικό!
Καί γι᾽ αὐτόν τόν λόγο, ἀλλά καί γιά πολλούς ἄλλους, ἔχομε χρέος νά τήν καθαρίσωμε καί νά τήν καθαρίζωμε διά βίου ἀπό τά πάθη μας, διά τῆς μετανοίας, μέ τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ, ἐφαρμόζοντας τήν Ὀρθόδοξη θεραπευτική ἀγωγή. Τί σημαίνει ἡ λέξις »ψυχαγωγία»; Σημαίνει ἀγωγή τῆς ψυχῆς. Σήμερα, βέβαια, αὐτός ὁ ὅρος »ψυχαγωγία» ἔχει διαστραφῆ καί σημαίνει τήν κρεπάλη, τήν μέθη, τήν διασκέδασι καί ὅλα τά ἁμαρτωλά συνεπακόπουθα. Ἀλλά, »ψυχαγωγία», ὅπως εἴπαμε, σημαίνει ἀγωγή τῆς ψυχῆς, στολισμός τῆς ψυχῆς, νά θεραπεύωμε τήν ψυχή μας νά ἐξυγιαίνωμε τήν ψυχή μας. Ἔτσι, λοιπόν, ἔχομε χρέος καί καθῆκον καί αἰώνιο συμφέρον, ἀφοῦ πρῶτα ἐξοστρακίσωμε τά πάθη μας, νά στολίζωμε μέ παντοειδεῖς θεοειδεῖς ἀρετές τήν ψυχή μας γιά νά μεταβοῦμε ἔτσι ἀπό τό κατ᾽ εἰκόνα, πού ἔχομε ἐκ Θεοῦ, ἐκ φύσεως, μέσα μας, στό καθ᾽ ὁμοίωσιν. »Κάθαρσις, φωτισμός, θέωσις».
Εὔχομαι, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, σέ ὅλους μας, νά ἐπιτρέψωμε στόν φωτοδότη Κύριο, ὅπως ψάλλομε στίς ἀρχές τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος τό ἐξαίσιο τροπάριο »Τόν Νυμφῶνα Σου βλέπω», ἔτσι, εὔχομαι, νά ἀφήσωμε ἐλεύθερο τόν φωτοδότη Κύριο, νά λαμπρύνη τήν προσωπική στολή τῆς δικῆς μας ψυχῆς καί νά εἰσέλθωμε ἔτσι εἰς τήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, καί, μάλιστα, εἰ δυνατόν, ἐκπληρώνοντας κατά τό δυνατόν, ὄχι τό κατά παραχώρησιν θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά τό κατ᾽ εὐδοκίαν θέλημά Του σέ μᾶς, δηλ. ὄχι ἁπλῶς νά ἐλεηθοῦμε ἀπό τήν ἄφατο Χάρι τοῦ Θεοῦ καί ἀπό τό ἄφατον ἔλεός Του, ἀλλά νά εὐαρεστήσωμε ὅσο γίνεται εἰς τόν Θεό.

Ἀμήν.
Γένοιτο.

Ἀρχιμανδρίτης Ἀρσένιος Κατερέλος
Ἡγούμενος Ἱ. Μονῆς Ἁγ. Νικολάου Δίβρης Φθιώτιδος
(Ἑσπερινή ὁμιλία στήν Ἱερά Μονή Ἁγ. Νικολάου Δίβρης Φθιώτιδος 03 -03 2013)

 http://www.hristospanagia.gr/?p=14673#more-14673

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου