Εφόδιον Ορθοδοξίας
Βασική Δογματική Διδασκαλία
Τού Πρωτοπρ. Αντωνίου Γ. Αλεβιζόπουλου Δρ. Θεολογίας Δρ. Φιλοσοφίας
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ο. Ο Θεός της αποκαλύψεως
Ο
άνθρωπος δεν δύναται να γνωρίση τον Θεόν όπως είναι εις την
πραγματικότητα. Δεν δύναται, δηλαδή, να γνωρίση την ουσίαν του Θεού.
Γνωρίζει μόνον τας ακτίστους Θείας Ενεργείας, τα ίχνη του Θεού.
Όμως,
εις την Αγίαν Γραφήν και εις την Ιεράν Παράδοσιν της Εκκλησίας, έχομεν
ωρισμένας απεικονίσεις του Θεού. Η πλέον γνωστή είναι εκείνη της
βυζαντινής εικονογραφίας, κατά την οποίαν ο Θεός εικονίζεται, με την
μορφήν τριών αγγέλων, όπως εφανερώθη εις τον Αβραάμ. Οι πατέρες της
Εκκλησίας λέγουν ότι η περικοπή αυτή αποτελεί την πρώτην απεικόνισιν της
Αγίας Τριάδος εις την Παλαιάν Διαθήκην.
«Εφανερώθη δε εις αυτόν ο Θεός πλησίον εις την ορόν Μαμβρή, ενώ εκάθητο
εις την θύραν της σκηνής του κατά τον Νότον. Ύψωσε τα μάτια του και
είδεν αίφνης τρεις άνδρας όρθιους απέναντι του. Αμέσως έτρεξεν εις
συνάντησίν των από την θύραν της σκηνής του και τους προσεκύνησεν μέχρι
του εδάφους. Και είπε: Κύριε, εάν τυχόν
εύρον χάριν ενώπιον σου, μη καταφρόνησης τον δούλον σου* ας φέρουν
λοιπόν νερό και ας νίψουν τους πόδας σας και να δροσισθήτε κάτω από το
δένδρον» (Γένεση 18,1-4).
Εδώ
προξενεί εντύπωσιν, ότι ενώ είναι τρεις, ο Αβραάμ ομιλεί εις αριθμόν
ενικόν, ως να είναι ένας. Κατόπιν, όμως, ομιλεί και πάλιν εις αριθμόν
Πληθυντικόν.
Εις
την συνέχειαν της ιδίας περικοπής παρατηρούμεν κάτι το καταπληκτικόν: Ο
συνομιλητής του Αβραάμ, εις την μετάφρασιν των Εβδομήκοντα την οποίαν
χρησιμοποιεί η Εκκλησία μας και την οποίαν εχρησιμοποίησαν και οι ίδιοι
οι Απόστολοι κατά την συγγραφήν της Καινής Διαθήκης, χαρακτηρίζεται με
την λέξιν «Κύριος», ενώ το εβραϊκόν κείμενον αναφέρει την λέξιν
«Γιαχβέ», δηλαδή Θεός:
«Οι
άνδρες εσηκώθησαν και έστρεψαν το πρόσωπον των προς τα Σόδομα και
Γόμορρα». Μαζί με αυτούς και προπέμπων αυτούς επορεύετο και ο Αβραάμ.
Είπε τότε ο Κύριος (Γιαχβέ):
«Δεν
θα κρύψω εγώ από τον Αβραάμ, τον δούλον μου, αυτά τα οποία θα κάμω. Ο
Αβραάμ θα αναδειχθή γενάρχης μεγάλου και ισχυρού έθνους και δι’ αυτού θα
ευλογηθούν όλοι οι λαοί της γης… Κραυγαί πολλαί από τα Σόδομα και την
Γομόρραν ανέρχονται προς εμέ και αι αμαρτίαι των είναι πολύ μεγάλαι. Θα
καταβώ, λοιπόν, εκεί δια να ίδω, εάν αι αμαρτίαι των είναι όπως αι
κραυγαί αι οποίαι ανέρχονται εις εμέ η όχι.
Και
οι άνδρες ανεχώρησαν από εκεί και ήλθον εις τα Σόδομα. Ο Αβραάμ, όμως,
ήτο όρθιος εκεί πλησίον του Κυρίου (Γιαχβέ). Επλησίασε τον Κύριον και
του είπε:
Θα
καταστρέψης μήπως τον δίκαιον μαζί με τον άσεβη και θα είναι ο δίκαιος
εις την αυτήν θέσιν, όπως και ο ασεβής;… » (Γένεση 18,16-23).
Εδώ
συνεχίζεται ο διάλογος και τελειώνει με την διαβεβαίωσιν του Κυρίου
(Γιαχβέ), ότι δεν θα καταστρέψη την πόλιν εάν ευρεθούν εις αυτήν δέκα
δίκαιοι.
«Όταν δε έπαυσε πλέον να ομιλή ο Αβραάμ, ανεχώρησεν ο Κύριος και ο Αβραάμ επέστρεψεν εις τον τόπον του» (Γένεση 18,33).
Το
γεγονός, λοιπόν, αυτό της φιλοξενίας του Αβραάμ εις την δρύν του
Μαμβρή, χαρακτηρίζεται από τους Πατέρας της Εκκλησίας μας ως πρώτη
απεικόνισις της Αγίας Τριάδος.
Εις την περίοδον της Καινής Διαθήκης, η φανέρωσις του Θεού γίνεται με σαφέστερον τρόπον.
Εις
τον ποταμόν Ιορδάνη ν, την ημέραν κατά την οποίαν ο Χριστός κατεδέχθη
να βαπτισθή από τον Ιωάννην, εφανερώθη Εκείνος, τον οποίον ο άνθρωπος
δεν ήτο δυνατόν να συλλαβή με τας ιδικάς του δυνατότητας, δηλαδή ο ένας
και Τριαδικός Θεός:
Ο
Πατήρ, ο οποίος μαρτυρεί την θεότητα του Υιού και τον ονομάζει αγαπητόν
Του υιόν, ο Υιός ο οποίος βαπτίζεται εις τον Ιορδάνην και φωτίζει
ολόκληρον τον κόσμον, απαλλάσσοντας τον από την κυριαρχίαν του Σατανά,
και το πνεύμα το άγιον, το οποίον κατέρχεται με μορφήν περιστεράς, δια
να βεβαίωση την μαρτυρίαν του Πατρός και να μας χαρίση το αδιάσειστον
θεμέλιον της πίστεως μας (Ματθαίος 3,13-17. Μάρκος 1,9-11. Λουκάς
3,21-22).
Αυτή την μεγάλην αλήθειαν βεβαιώνει ο ύμνος της Εκκλησίας μας:
«Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου, Κύριε,
η της Τριάδος εφανερώθη προσκύνησις’
του γαρ γεννήτορος η φωνή προσεμαρτύρει σοι,
αγαπητόν σε υιόν ονομάζουσα·
και το πνεύμα εν ιδεί περιστεράς
εβεβαίου του λόγου το ασφαλές.
Ο επιφανείς, Χριστέ ο Θεός,
και τον κόσμον φωτίσας, δόξα σοι».
Αυτήν την θείαν αποκάλυψιν βεβαιώνει, επίσης, και η μαρτυρία του Ιωάννου:
«Εγώ
δεν τον εγνώριζον, αλλ’ Εκείνος ο οποίος με έστειλε να βαπτίζω με νερό,
Εκείνος μου είπεν, εις οποίον θα ιδής να κατεβαίνη το Πνεύμα και να
μένη επάνω του, Αυτός είναι ο Υιός του Θεού» (Ιωάννης 1,33-34).
Αλλά
εις την Καινήν Διαθήκην έχομεν και άλλας αποκαλύψεις του άρρητου
μυστηρίου. Είναι η μαρτυρία του Όρους Θαβώρ, η μεταμόρφωσις του Σωτήρος
(Ματθαίος 17,1-8. Μάρκος 9,2-8. Λουκάς 9,28-36).
Οι
τρεις μαθηταί είδον εκεί την λάμψιν του θείου προσώπου, ενώ το Πνεύμα
το άγιον τους επεσκίασε με την φωτεινήν νεφέλην και ο Πατήρ εβεβαίωνε
και πάλιν ότι «αυτός είναι ο Υιός μου ο αγαπητός, αυτόν να ακούτε».
Η
πίστις μας λοιπόν, δεν στηρίζεται εις το ασταθές και πλήρες ατέλειας
ανθρώπινον λογικόν. Είναι αποτέλεσμα θείας επιφανείας και στηρίζεται εις
το Άκτιστον θείον φως του όρους Θαβώρ, εις την βεβαιότητα την οποίαν
χαρίζει η παρουσία του Αγίου Πνεύματος, το οποίον κατήλθε και πάλιν με
βοήν «ως να φυσά δυνατός άνεμος» την ημέραν της Πεντηκοστής, δια να
«πλήρωση» τους μαθητάς (Πράξεις 2,2-4) και να μείνη εις την Εκκλησίαν
δια να οδηγή τον λαόν του Θεού εις την αλήθειαν (14,16. 16,13).
Αυτά
είναι τα αδιάσειστα θεμέλια της πίστεως μας, τα οποία εξασφαλίζουν
σταθερότητα υπερβαίνουσαν κάθε άλλην βεβαιότητα, η οποία στηρίζεται εις
ανθρώπινα επιχειρήματα και δεδομένα:
Η
μαρτυρία του Θεού Πατρός και η φανέρωσις της δόξης του Υιού. Η κάθοδος
του Αγίου Πνεύματος με μορφήν περιστεράς και αι πύριναι γλώσσαι.
Δι’ αυτόν τον λόγον ο Απόστολος Πέτρος έγραφε προς τους Χριστιανούς:
«Διότι
σας εγνωστοποιήσαμεν την δύναμιν και την παρουσίαν του Κυρίου μας Ιησού
Χριστού, όχι ακολουθήσαντες έντεχνους μύθους, αλλ’ επειδή είδομεν με τα
μάτια μας την μεγαλειότητα Του. Διότι έλαβε από τον Θεόν πατέρα τιμήν
και δόξαν, όταν ήλθεν εις αυτόν από μεγαλοπρεπή δόξαν αυτή η φωνή:
«Αυτός είναι ο Υιός μου ο αγαπητός εις τον οποίον εγώ ευαρεστούμαι.»
την
φωνήν αυτήν ημείς την ηκούσαμε να έρχεται από τον ουρανόν, όταν ήμεθα
μαζί Του εις το όρος το άγιον. Και τοιουτοτρόπως έχομεν βεβαιότερον τον
προφητικόν λόγον, εις τον οποίον καλώς πράττετε να δίδετε προσοχήν, ως
εις λύχνον φωτίζοντα μέσα εις σκοτεινόν μέρος, έως ότου, γλυκοχαράξη η
ημέρα και ο αυγερινός εις τας καρδίας σας. Να έχετε, προπαντός, υπ’ όψιν
σας, ότι κανένας δεν ημπορεί να ερμηνεύση προφητείαν Γραφής μόνος του.
Διότι δεν έγινε ποτέ προφητεία δια θελήματος ανθρώπου, αλλά από το
Πνεύμα το άγιον κινούμενοι ωμίλησαν Άγιοι άνθρωποι του Θεού» (Β΄ Πέτρου
1,16-21).
Και άλλος μαθητής, ο Ιωάννης, προσθέτει:
«Εάν
δεχώμεθα την μαρτυρίαν του ανθρώπου, η μαρτυρία του Θεού είναι
μεγαλύτερα, και η μαρτυρία αυτή είναι του Θεού, την οποίαν έδωκε δια τον
υιόν Του. Όποιος πιστεύει εις τον υιόν του Θεού, έχει την μαρτυρίαν
αυτήν μέσα του, οποίος δεν πιστεύει εις τον Θεόν, τον έχει κάμει ψεύτην,
διότι δεν επίστευσεν εις την μαρτυρίαν, την οποίαν ο Θεός έδωκε δια τον
υιόν» (Α’ Ιωάννης 5,9-10).
Εκτός των αναφερθέντων χωρίων, η Αγία Γραφή κάμνει και άλλου λόγον δια την Αγία Τριάδα.
Είναι
τα χωρία της Παλαιάς Διαθήκης, εις τα οποία ο Θεός ομιλεί εις αριθμόν
Πληθυντικόν (Γένεση 1,26. 3,22. 11,7). Είναι, επίσης, ο αγγελικός ύμνος,
εις τον οποίον επαναλαμβάνεται τρεις φοράς το «άγιος» (Ησαΐας 6,3), κ.
Οι.
Όταν
ο Χριστός εξαπέστειλε τους μαθητάς Του, έδωσεν εις αυτούς την εντολήν
να βαπτίσουν όσους δεχθούν το ευαγγελικόν μήνυμα «εις το όνομα του
Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος» (Ματθαίος 28,19).
Ο σαρκωθείς Υιός και Λόγος του Θεού, ο Χριστός, διέκρινε σαφώς τον εαυτόν του από τον Πατέρα και το Πνεύμα το άγιον.
«Πώς,
λοιπόν, οι γραμματείς λέγουν, ότι ο Χριστός είναι Υιός του Δαυίδ; Διότι
ο ίδιος ο Δαυίδ είπεν εν Πνεύματι Αγίω, εμπνευσθείς από το άγιον
Πνεύμα:
Είπεν ο Κύριος τω Κυρίω μου, κάθου εκ δεξιών μου… (Ψαλμοί 109,1).
Ο ίδιος, λοιπόν, ο Δαυίδ τον λέγει Κύριον. Πώς, λοιπόν, είναι Υιός του;» (Μάρκος 12,35-36).
Ο
«Κύριος», ο οποίος ομιλεί, είναι ο Πατήρ. Ο «Κύριος», εις τον οποίον
απευθύνεται, είναι ο Υιός. Και Αυτός ο οποίος εμπνέει τον Προφητικόν
αυτόν λόγον εις τον Δαυΐδ, είναι το άγιον Πνεύμα.
Επίσης,
ο Απόστολος Παύλος τελειώνει την δευτέραν επιστολήν του προς τους
Κορινθίους με την τριαδικήν ευχήν: «Η χάρις του Κυρίου Ιησού Χριστού και
η αγάπη του Θεού και η κοινωνία του Αγίου Πνεύματος είθε να είναι με
όλους σας» (Β΄ Κορινθίους 13,13. Παράβαλλε Και 1,21-22. Τίτ. 3,4-6).
Όλαι,
όμως, αύται αι μαρτυρίαι της Αγίας Γραφής, καθώς και άλλαι, δια τας
οποίας δεν κάμνομεν λόγον, κατανοούνται ορθώς και γίνονται αποδεκταί
μόνον ως δώρα του Θεού, ως καρπός του Αγίου Πνεύματος και των θείων
ενεργειών εις τας καρδίας των ανθρώπων (Α’ Κορινθίους 2,4-16. Α’ Ιωάννης
2,20. 27).
Παρ’
όλον ότι τα θεμέλια της πίστεως μας εις τον ένα και Τριαδικόν Θεόν
είναι αδιάσειστα, διότι στηρίζονται εις τον Λόγον του Θεού και όχι εις
την αστάθειαν του ανθρωπίνου λογικού, υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι δεν
ωδηγήθησαν εις την Τριαδικήν αλήθεια, αλλά έμειναν εις την πλάνην και
εις την αιρετικήν κακοδοξίαν, παρ’ όλον ότι υποστηρίζουν ότι μελετούν
την Αγίαν Γραφήν.
Την
μελετούν με τας ιδικάς των μόνον δυνάμεις, χωρίς να επικαλεσθούν την
βοήθειαν του Αγίου Πνεύματος, το οποίον «οδηγεί εις την αλήθειαν»
(Ιωάννης 16,13. 14,26). Δεν επικαλούνται την βοήθειαν του Παρακλήτου,
διότι «το παράκλητον Πνεύμα, το εκ του Πατρός εκπορευόμενον, και εν Υιώ
αναπαυόμενον» (ύμνος του Αγ. Πνεύματος), μόνον εις το όνομα του Χριστού
ενεργεί (Ιωάννης 14,26. 15,26. 16,13-15), εν σχέσει, δηλαδή, με το άγιον
Σώμα Του, την Εκκλησία (Κολοσσαείς 1,18-24. Εφ. 1,23).
Όποιος
δεν έχει τον Χριστόν ευρίσκεται εις την εποχήν της Παλαιάς Διαθήκης και
ένα «κάλυμμα» τον εμποδίζει να κατανόηση την Αγίαν Γραφήν. Ο Απόστολος
Παύλος αναφέρει χαρακτηριστικούς προς τους Κορινθίους:
«Διότι
μέχρι σήμερον το ίδιον κάλυμμα διατηρείται κατά την ανάγνωσιν της
Παλαιάς Διαθήκης, και δεν αφαιρείται, διότι δια του Χριστού καταργείται.
Αλλ’ έως σήμερον, οσάκις διαβάζεται ο Μωυσής, υπάρχει ένα κάλυμμα εις
την διάνοιάν των μόλις, όμως, επιστρέψη κανείς προς τον Κύριον
αφαιρείται το κάλυμμα. Κύριος εδώ σημαίνει το Πνεύμα, και όπου είναι το
Πνεύμα Κυρίου, εκεί υπάρχει ελευθερία. Όλοι ημείς όμως αντανακλώντες με
ακάλυπτον πρόσωπον την δόξαν του Κυρίου, μεταμορφωνόμεθα εις την ιδίαν
εικόνα από λαμπρότητος εις λαμπρότητα* τούτο προέρχεται από τον Κύριον,
το Πνεύμα» (Β΄ Κορινθίους 3,14-18).
Δια
τους ανθρώπους, λοιπόν, του Χριστού το «κάλυμμα» το οποίον εμποδίζει
την αληθινήν κατανόησιν της Αγίας Γραφής και ιδιαιτέρως της Παλαιάς
Διαθήκης, έχει καταργηθή. Ο «Κύριος», το Πνεύμα της αληθείας, τους
χαρίζει την πραγματικήν ελευθερίαν και τους καθιστά ικανούς να
αντικρύσουν την λαμπρότητα του Θεού. Δι’ όσους δεν έχουν τον Χριστόν,
δι’ όσους, δηλαδή, ευρίσκονται μακράν της Εκκλησίας, το «κάλυμμα»
παραμένει και δεν ημπορούν να κατανοήσουν ορθώς την Γραφή ν.
Δια
να φθάσωμεν, λοιπόν, εις την αλήθειαν του Τριαδικού Θεού δεν αρκεί η
μελέτη της Αγίας Γραφής. Πρέπει να γίνωμεν άνθρωποι του Χριστού, μέλη,
δηλαδή, της Εκκλησίας, όπου ενεργεί το Πνεύμα του Θεού, και να
αναμένωμεν την θείαν «βοήν». Τότε, θα αισθανθώμεν την παρουσίαν των
πυρίνων γλωσσών και θα λάβωμεν τον θείον φωτισμόν, όπως οι Απόστολοι την
ημέραν της Πεντηκοστής.
Χωρίς
την θείαν αυτήν πνοήν, κανένας άνθρωπος δεν ημπορεί να γνωρίση την
μεγάλην αλήθειαν του Τριαδικού Θεού, οσονδήποτε και αν μελετήση την
Αγίαν Γραφήν, έστω και αν την αποστήθιση ολόκληρον. «Το να γνωρίσωμεν
πλήρως το μυστήριον της Αγίας Τριάδος», λέγει ο Ευάγριος Ποντικός,
«σημαίνει να έλθωμεν εις τελείαν ένωσιν μετά του Θεού, να εισέλθωμεν εις
την θείαν ζωήν».
Ο
άγιος Ιλάριος λέγει ότι δι’ ημάς τους Ορθοδόξους Χριστιανούς, «θα
έπρεπε να αρκή το να εκπληρώνωμεν με μόνην την πίστιν ό,τι ορίζεται, να
λατρεύωμεν, δηλαδή, τον Πατέρα, να τιμώμεν μαζί Του τον Υιόν και να
είμεθα πλήρεις από το Άγιο Πνεύμα».
Όμως,
καθώς σημειώνει ο ίδιος, υπάρχει και η «κακότης των αιρετικών και των
βλάσφημων». Και τοιουτοτρόπως «είμεθα ηναγκασμένοι να ταιριάζωμεν τον
ταπεινόν μας λόγον εις το πλέον άρρητον μυστήριον». «να αναβαίνω μεν
κορυφάς άφθαστους, να ομιλώμεν δια πράγματα άρρητα… να εκθέτωμεν εις την
τύχην με γλώσσαν ανθρώπινη τα μυστήρια, τα οποία έπρεπε να τα
περικλείωμεν μέσα εις την θρησκείαν της ψυχής μας».
Αυτός
είναι ο λόγος δια τον οποίον η Εκκλησία εφρόντισε να έκφραση
αναλυτικώτερον την πίστιν εις την Αγίαν Τριάδα και να προστατεύση τα
μέλη της από τον κίνδυνον της αιρέσεως και της κακοδοξίας, ο οποίος έχει
ως αποτέλεσμα την απώλειαν.
Η
Εκκλησία μας διδάσκει, ότι τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος είναι
ηνωμένα εις αχώριστον σύνδεσμον και ότι, ταυτοχρόνως, διακρίνονται
μεταξύ των. Τα τρία πρόσωπα η αι τρεις υποστάσεις της Αγίας Τριάδος,
λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ευρίσκονται «η μία μέσα εις την
άλλην (εν αλλήλαις)». Όμως, δεν συγχέονται μεταξύ των.
Εις
την Αγίαν Τριάδα υπάρχει μία και μοναδική αρχή και μία και μοναδική
πηγή, δηλαδή ο Πατήρ. Εκείνος απονέμει την ιδικήν Του θείαν φύσιν εις
τον Υιόν και εις το Πνεύμα το άγιον, δηλαδή την μίαν και μοναδικήν φύσιν
της θεότητος.
Μία, λοιπόν, είναι η φύσις της Αγίας Τριάδος και μία η αρχή και η πηγή η οποία μεταδίδει την κοινήν αυτήν φύσιν: Ο Πατήρ.
Όμως,
ο τρόπος υπάρξεως του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, εκ της μιας πηγής,
δηλαδή εκ του Πατρός, είναι διάφορος: Ο Πατήρ γέννα τον υιόν και
εκπορεύει το Πνεύμα το άγιον.
Συνεπώς, διαφορετικώς ευρίσκεται ο Υιός εν σχέσει προς τον Πατέρα (γέννησις) και διαφορετικώς το Πνεύμα το άγιον (εκπόρευσις).
Από
τα ανωτέρω, εννοούμεν ότι υπάρχει διαφορά εις τον τρόπον της σχέσεως
προς την κοινήν πηγήν, τον Πατέρα, μεταξύ του Υιού και του Αγίου
Πνεύματος. Εις τι, όμως, συνίσταται αυτή η διαφορά (γέννησις,
εκπόρευσις) τούτο μένει δι’ ημάς άγνωστον.
Η
Ορθόδοξος, λοιπόν, διδασκαλία περί της Αγίας Τριάδος συνίσταται ακριβώς
εις την διάσωσιν της τελείας ενότητος (μία ουσία) και εις την διάκρισιν
των τριών υποστάσεων. Η διάκρισις αυτή γίνεται με βάσιν τον τρόπον της
προαιώνιου υπάρξεως του Υιού και του Αγίου Πνεύματος από τον Θεόν Πατέρα
(γέννησις και εκπόρευσις).
Κατά
την Ορθόδοξον, λοιπόν, πίστιν, μοναδική πηγή, από την οποίαν γεννάται ο
Υιός και εκπορεύεται το Πνεύμα το άγιον είναι ο Πατήρ.
Η
αλήθεια, όμως, αυτή δεν διαφυλάσσεται κατά τρόπον Ορθόδοξον εις την
Ρωμαιοκαθολικήν Εκκλησίαν, η οποία προσέθεσεν εις το σύμβολον της
πίστεως τον όρον Filioque, ότι, δηλαδή, το Πνεύμα το άγιον εκπορεύεται
και εκ του Υιού. Τούτο, διότι η άποψις αυτή της Ρωμαιοκαθολικής
Εκκλησίας δεν διασώζει την ενότητα των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδος,
με κίνδυνον να εισαχθή δυαρχία, δηλαδή δύο αρχαί (Πατήρ Υιός) ή και
διαφορά εις την ουσίαν και όχι εις τον τρόπον μεταδόσεως της μιας και
κοινής Θείας Ουσίας. Είναι δε φανερόν, ότι εις την περίπτωσιν αυτήν
υφίσταται ο κίνδυνος της διθεΐας.
Ακριβώς,
αυτόν τον κίνδυνο αποφεύγει η Ορθόδοξος Εκκλησία, η οποία διακηρύττει
την διάκρισιν μεταξύ των τριών προσώπων με βάσιν τον τρόπον μεταδόσεως
της μιας Θείας Ουσίας εκ μέρους του Πατρός. Τοιουτοτρόπως διασώζεται εις
την Ορθόδοξον διδασκαλίαν και η διάκρισις των τριών υποστάσεων, και η
ενότης της μιας ουσίας του Θεού.
Η
πίστις αυτή της Ορθοδόξου Εκκλησίας εις την μοναρχίαν του Πατρός ως
προς την προαιώνιον μετάδοσιν της Θείας Ουσίας εις τον Υιόν (προαιώνιος
γέννησις) και εις το άγιον Πνεύμα (προαιώνιος εκπόρευσις), δεν πρέπει να
συγχέεται με την «πέμψιν» του Παρακλήτου μέσα εις τον χρόνον από μέρους
του Κυρίου, δια τον φωτισμόν και την σωτηρίαν του κόσμου.
«Όταν
δε έλθη ο Παράκλητος τον οποίον εγώ θα σας στείλω (πέμψω) από τον
Πατέρα, το Πνεύμα της αληθείας, το οποίον εκπορεύεται από τον Πατέρα,
Εκείνος θα δώση την μαρτυρίαν δι’ εμέ», λέγει χαρακτηριστικούς ο Κύριος
(Ιωάννης 15,26). Και εις άλλο σημείον αναφέρει, ότι ο Πατήρ «θα
Αποστείλη (πέμψη)» τον Παράκλητον, το Πνεύμα το άγιον, «εν τω ονόματι
μου», εις το όνομα, δηλαδή, του Χριστού (Ιωάννης 14,26).
Δικαίως, λοιπόν, αναφωνούμεν ημείς οι Ορθόδοξοι πιστοί, απευθυνόμενοι εις το Πνεύμα το άγιον, τον ύμνον της Πεντηκοστής:
«Το Πανάγιον Πνεύμα, το προϊόν εκ του Πατρός και δι’ Υιού ενδήμησαν τοις αγραμμάτοις μαθηταίς».
«Ω,
Πανάγιον Πνεύμα, που προήλθες εκ του Πατρός και επεφοίτησας δια του
Υιού εις τους αγράμματους μαθητάς, ημάς που σε εγνωρίσαμεν ως Θεόν, σώσε
και άγιασε μας όλους!».
Η Εκκλησία μας ομολογεί ολόκληρον την Ορθόδοξον πίστιν εις τον ένα και Τριαδικόν Θεόν με τον υπέροχον ύμνον της Πεντηκοστής:
«Δεύτε
λαοί, την τρισυπόστατον Θεότητα προσκυνήσωμεν, υιόν εν τω Πατρί, συν
Αγίω Πνεύματι. Πατήρ γαρ αχρόνως εγέννησεν υιόν, συναΐδιον και
σύνθρονον, και Πνεύμα άγιον ην εν τω Πατρί, συν Υιώ δοξαζόμενον μία
δύναμις, μία ουσία, μία Θεότης, ην προσκυνούντες πάντες λέγομεν Άγιος ο
Θεός, ο τα πάντα δημιουργήσας δι’ Υιού, συνεργεία του Αγίου Πνεύματος.
Άγιος Ισχυρός, δι’ ου τον Πατέρα εγνώκαμεν, και το Πνεύμα το άγιον
επεδήμησεν εν κόσμω. Άγιος αθάνατος, το Παράκλητον Πνεύμα, το εκ Πατρός
εκπορευόμενον, και εν Υιώ αναπαυόμενον. Τριάς Αγία, δόξα σοι».
Το
λυτρωτικόν έργον του Θεού, η θεία οικονομία, εκπληρούται εις το
πρόσωπον του Υιού «εν Αγίω Πνεύματι». Όμως, αρχή και πηγή της σωτηρίας,
μένει πάντοτε ο Θεός Πατήρ. «Όλαι αι υποσχέσεις του Θεού», λέγει
χαρακτηριστικούς ο Απόστολος, εις το πρόσωπον του Χριστού
πραγματοποιούνται. «Και εν αυτώ λέγομεν το ναι και εν αυτώ το αμήν εις
τον Θεόν προς δόξαν Του. Εκείνος δε ο οποίος μας στερεώνει μαζί με σας
εις τον Χριστόν και μας έχρισεν, είναι ο Θεός, ο οποίος και μας
εσφράγισε και έδωκεν εις τας καρδίας μας το Πνεύμα ως αρραβώνα» (Β΄
Κορινθίους 1,20-22. Παράβαλλε Τίτ. 3,4-6).
Από όσα αναφέρθησαν περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος από μόνον τον Πατέρα, είναι δυνατόν να τεθή το ερώτημα:
Είναι,
όντως, το δόγμα αυτό τόσον βασικόν δια την σωτηρίαν μας, ώστε να
δικαιολογούνται οι τόσοι αγώνες τους όποιους κατέβαλεν η ορθοδοξία δια
την διάσωσίν του;
Γνωρίζομεν από την Αγίαν Γραφήν, ότι ο Θεός είναι αγάπη (Α’ Ιωάννης
4,8. 16). Συνεπώς, η αγάπη αποτελεί αναμφισβήτως φανέρωσιν της ζωής του
Θεού. Και ο Θεός είναι αγάπη, επειδή δεν είναι μονάς, ούτε δυάς, αλλά
τριάς.
Αν
ο Θεός ήτο μονάς, η αγάπη δεν θα ήτο έκφρασις της ουσίας του Θεού.
Διότι, πως ημπορεί να είναι αγάπη ένα ον, το οποίον ζη εις πλήρη
μοναξιάν;
Και
αν, πάλιν, ο Θεός ήτο δυάς, π. Χ. Πατήρ και Υιός, τότε και πάλιν δεν θα
είχομεν εις την πληρότητα των την ενότητα και την αγάπην. Θα είχομεν
ένα είδος αντιθέσεως: Πατήρ Υιός.
Όμως, η αντίθεσις αυτή υπερνικάται αιωνίως εις το πρόσωπον του Αγίου Πνεύματος.
Με
τον τρόπον αυτόν, εννοούμεν διατί η Αγία Τριάς δεν έχει καμμίαν σχέσιν
με τους αριθμούς της αριθμητικής· σημαίνει την υπέρβασιν του εγωισμού,
την υπέρβασιν της διαιρέσεως, το πλήρωμα της ενότητος, της αρμονίας και
της αγάπης.
«Το
χαρακτηριστικόν της αγάπης», λέγει ο Νικόλαος, Επίσκοπος Αχρίδος,
«είναι ότι το πρόσωπον το οποίον αγαπά θέλει να εξαφανισθή μέσα εις το
αγαπώμενον πρόσωπον. Τόσον φλογερά είναι η αγάπη του Πατρός προς τον
υιόν και του Υιού προς τον Πατέρα! όμοια είναι, επίσης, και η αγάπη του
Αγίου Πνεύματος προς τον Πατέρα και υιόν».
«Με
αυτήν την κενωτικήν αγάπην», δηλαδή με την αγάπην η οποία δεν κρατεί
τίποτε δια τον εαυτόν της, συνεχίζει ο ίδιος, «ερμηνεύονται και οι λόγοι
του Κυρίου, ο οποίος είπε ότι ο πατήρ μου είναι μεγαλύτερος από εμέ»
(Ιωάννης 14,28).
«Όμως,
με αυτήν την αγάπην η Αγία Τριάς δεν συγχέεται ούτε διαιρείται. Είναι
και παραμένει μία και συνάμα τριαδική φλόγα της ζωής και της αγάπης.
Εις
αυτήν την θαυμαστήν φλόγαν της αγάπης του Τριαδικού Θεού, ανάπτομεν και
ημείς τας ιδικάς μας μικράς λαμπάδας της επιγείου αγάπης, αι οποίαι
ευκόλως σβήνουν. Η αγάπη η οποία συγκεντρώνεται εις εν πρόσωπον, δηλαδή
εις τον εαυτόν μας, δεν είναι αγάπη αλλά φιλαυτία και εγωισμός. Η αγάπη
μεταξύ των δύο ψυχραίνεται γρήγορα και μεταβάλλεται εις λύπην. Δι’ αυτό
και εις την Παλαιάν Διαθήκην εθεωρείτο η ατεκνία ωσάν κατάρα. Το πλήρωμα
της αγάπης είναι η αγάπη των τριών. Κατ’ αυτόν τον τρόπον είναι επί
γης, διότι κατά τον ίδιον τρόπον είναι και εις τον ουρανόν».
Οι
ανωτέρω λόγοι του Επισκόπου Αχρίδος έρχονται να μας υπενθυμίσουν
βασικήν διδασκαλίαν της Εκκλησίας μας. Ότι ο άνθρωπος επλάσθη από τον
Θεόν συμφώνως προς την εικόνα Του (κατ’ εικόνα) και του εδόθη ως
προορισμός η ομοίωσις με τον Θεόν (καθ’ ομοίωσιν).
Συνεπώς,
ο άνθρωπος ευρίσκει τον σκοπόν και το πλήρωμα της ζωής του, όταν γίνη
ζώσα εικών του Θεού, όταν η ζωή του είναι μικρογραφία της ζωής του Θεού.
Δι’ αυτόν τον λόγον πρέπει να γνωρίζη ότι ο Θεός είναι Τριαδικός, ότι ο
Θεός ζη τριαδικώς, δηλαδή την ζωήν της πλήρους ενότητος και της πλήρους
αγάπης.
Αν
ο άνθρωπος γνωρίση ότι αυτό είναι το πρωτότυπόν του, ότι, δηλαδή, είναι
εικών της Αγίας Τριάδος, τότε θα πιστεύση ότι είναι δυνατόν να ζήση και
αυτός την ζωήν της ενότητος και της αγάπης. Τότε θα ημπορέση ο άνθρωπος
να εύρη την σωτηρίαν.
Τούτο
δεν είναι δύσκολον να το εννοήσωμεν, όταν σκεφθώμεν ότι ο άνθρωπος,
ιδιαιτέρως σήμερον, ζη εσωτερικώς διεσπασμένος και εξωτερικώς
απομονωμένος. Αισθάνεται βαθύτατα αυτήν την μοναξιάν και την απομόνωσιν.
Αισθάνεται ότι αποτελείται από πολλαπλά στοιχεία. Έχει σώμα, πνεύμα,
βούλησιν, συναισθήματα κ. Οι.
Ένας
άνθρωπος διηρημένως εσωτερικώς δεν ημπορεί ποτέ να είπη ότι είναι
λυτρωμένος. Το ίδιον και όταν αισθάνεται ότι ζη εις πλήρη αποξένωσιν και
μοναξιάν. Ένας άνθρωπος ο οποίος δεν διαθέτει την δύναμιν να αγαπήση,
δεν ημπορεί να εύρη την εσωτερικήν του ισορροπίαν.
Όμως,
όταν ο άνθρωπος γνωρίση ότι δεν ανήκει εις την φύσιν του η εσωτερική
διάσπασις και η αποξένωσις, αλλά η ενότης, όταν πληροφορηθή ότι είναι
εικών του Τριαδικού Θεού ο οποίος ζη εις την πληρότητα, την ενότητα και
την αγάπην, τότε θα πιστέψη ότι και εκείνος είναι δυνατόν να το επιτύχη.
Ότι και εκείνος είναι πλασμένος δι’ αυτό και ότι εις αυτό το σημείον
ευρίσκεται ο τελικός του προορισμός.
Ιδού, λοιπόν, διατί η μόνη σωτηρία του ανθρώπου είναι η αλήθεια του Τριαδικού Θεού, η Πίστις εις την Αγίαν Τριάδα.
http://www.oodegr.com/oode/biblia/alavizop_dogma_1/4.htm
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου