Διδαχές τῆς ἀείμνηστης Γερόντισσας Μακρίνας
Ἰούνιος τοῦ 1984
Ἦθελα νά σᾶς πῶ νά πολιτευώμαστε γνήσια, διότι τό μοναχικό πολίτευμα εἶναι τό μεγαλύτερο. Ὅση λαμπρότητα ἔχει ἡ μοναχική πολιτεία, δέν ἔχει ἄλλη ζωή, δέν ἔχει ταίρι. Θέλει νά ἔχουμε πολλή-πολλή βία στά πνευματικά μας καθήκοντα, γενικώτερα στό κάθε τι, γιά νά πᾶμε στόν Παράδεισο. Ἔτσι καί «λασκάρουμε», ἔτσι καί ἀποφεύγουμε καί λέμε: «αὐτό δέν πειράζει, ἐκεῖνο δέν μᾶς ἐνδιαφέρει, ἐκεῖνο δέν εἶναι τίποτε, αὐτό δέ ξέρω», ξεφεύγουμε ἀπό τήν καλογηρική ζωή. Σάν τήν μοναχική πολιτεία, δέν ὑπάρχει πιό ὡραία ζωή καί πιό χαρούμενη. Τό νά μένη κανείς στήν Μονή καί νά μή αἰσθάνεται τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ, τά μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ, εἶναι μεγάλη στέρησις. Εἶναι τόσα τείχη μπροστά του καί δέν μπορεῖ νά δῆ τίς ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου ὁ ἄνθρωπος, νά μπῆ τό φῶς τῆς Θεότητος γιά νά φωτισθῆ καί νά δῆ τόν ἑαυτό του σέ τί κατάστασι βρίσκεται.
Γι᾿ αὐτό καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέει: «Ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε, ἐν παντί εὐχαριστεῖτε». Λοιπόν τήν «εὐχή», τήν «εὐχή», γιά νἀρθῆ ὁ Χριστός. Νἄχουμε μιά βία στήν ζωή μας, μέ τό λεπτό νά κυνηγᾶμε τόν Χριστό, γιά νἄχουμε χαρά. Χαρά δέν εἶναι νά μιλήση κανείς καί νά συζητήση μέ τόν ἄλφα, μέ τόν βῆτα· τήν χαρά τήν δίνει ὁ Χριστός. Δίνει χαρά ἀνεκλάλητη πού δέν μπορεῖ κανείς νά τήν φανταστῆ. Μία κρυφή χαρά πού δέν ἐκφράζεται· τέτοια χαρά λαβαίνει ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου καί ζῆ καί λέει «τίς δώσει μοι πτέρυγας ὡσεί περιστερᾶς καί πετασθήσομαι…», τίς δώσει μοι χρόνια νά ἐργασθῶ τόν Θεό.
Νά πάρουμε στά ζεστά τό θέμα τῆς σωτηρίας μας. Ξέρεις τί σημαίνει νά ἔχουμε τόν Νυμφίο Χριστό, τόν Βασιλέα τῶν βασιλευόντων νά Τόν ἔχουμε πατέρα, νυμφίο, ἀδελφό; Λέμε δέν ἔχουμε κανένα· καί ὅμως, ὅταν πλησιάση κανείς τόν Θεό πολύ, βλέπει τόν Ἄγγελό του δίπλα του, νά τόν συνοδεύη, βλέπει τούς Ἁγίους νά τούς ἔχη δίπλα του, νά ὑμνολογοῦν, νά ψάλλουν, νά δοξάζουν τόν Θεό. Καί αὐτή εἶναι ἡ κρυφή χαρά στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. Οὔτε στή ζωή μας στόν κόσμο εἶναι οὔτε στήν καλοπέρασι εἶναι οὔτε στόν ὕπνο εἶναι οὔτε στά διάφορα οὔτε στά ἄνευ σημασίας.
Νά ἔχουμε πίστι στούς Ἁγίους μας καί νά ἔχουμε πίστι στόν Χριστό μας καί τήν Παναγία μας. Νά Τήν ἀγαποῦμε πολύ τήν Παναγία, γιά νά μᾶς δίνη τήν χαρά τοῦ Υἱοῦ Της. Νά φυτρώνη ἡ χαρά τοῦ Χριστοῦ μας μέσα στήν ψυχή μας, νά ζωογονῆται ἡ ψυχή μας μέ τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί ὄχι μέ τίς συζητήσεις. Δηλαδή, ἀερολογοῦμε συνέχεια, τά λόγια πᾶνε στόν ἀέρα, στό καλάθι τῶν ἀχρήστων, στόν ἀέρα ὅλα φεύγουν. Ὁ διάβολος μᾶς κλέβει τόν χρόνο τῆς σωτηρίας μας, μᾶς κλέβει τό λεπτό, μᾶς κλέβει τίς ἡμέρες μας ἐλπίζοντας ὅτι κάτι θά βγάλη ἀπό τόν ἕνα καί ἀπό τόν ἄλλο. Τίποτε δέν βγάζεις, ψυχούλα μου, τίποτε, ἐάν δέν «ἀγαπήσης τόν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καί ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου, ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καί τόν πλησίον σου ὡς τόν ἑαυτόν σου» καί ἄν δέν μάθης τό «μή κρίνετε ἵνα μή κριθῆτε». Αὐτές τίς δύο ἐντολές ἄν τηρήσουμε, θά πᾶμε «σύσσωμοι» στόν Χριστό· «μέ τά τσαρούχια» θά πᾶμε στόν Παράδεισο. Αὐτό φύλαξαν καί οἱ Πατέρες, αὐτό τό Εὐαγγέλιο παρακάλεσαν νά τυπωθῆ στήν ψυχή τους, γιά νά μπορέσουν νά τό βιώσουν. Ζοῦμε ἀνέμελα, περνοῦνε τά ὡραῖα χρόνια, περνοῦνε οἱ ὡραῖες μέρες, περνοῦνε τά ὡραῖα λεπτά μας· καί αὐτά ἀκόμη τά χάνουμε ἀπό τά χέρια μας. Μᾶς τά κλέβει ὁ διάβολος καί μᾶς κοροϊδεύει καί μᾶς παίρνει τίς ὄμορφες αὐτές μέρες, τά ὄμορφα αὐτά μεγαλεῖα, μᾶς κλέβει τόν Παράδεισο.
Ποῦ εἶναι ἡ θεωρία μας τήν ἡμέρα; Νά κάνουμε θεωρία ὅτι δένουμε τήν ψυχή μας· πῶς ἔχουμε τήν ζώνη καί τήν φοροῦμε σφικτά, ἔτσι νά δένουμε μέ ἕνα σχοινί τήν ψυχή μας καί νά τήν κρατᾶμε.
Ποῦ πάει, στόν βοῦρκο; Νά τήν τραβᾶμε.
Ποῦ εἶναι, ποῦ πάει, στήν λίμνη νά πνιγῆ; Νά τήν τραβᾶμε.
Ποῦ πάει, στόν γκρεμό νά γκρεμισθῆ; Νά τήν τραβᾶμε.
Τήν ἔχουμε αὐτή τήν θεωρία ὅλη τήν ἡμέρα;
Θέλουμε νά κάνουμε καί περίπατο, θέλουμε νά ξεσκάσουμε, θέλουμε νά μᾶς φύγη ἡ μελαγχολία, θέλουμε νά μᾶς φύγη ἡ πίκρα, θέλουμε νά μᾶς φύγη ἡ στενοχώρια! Ἄς κάνουμε μία βόλτα στόν Παράδεισο! «Ἐλα ἐδῶ», νά λέμε στήν ψυχή μας, «νά πᾶμε στά κάλλη τοῦ Παραδείσου!». Ἄς ἔχουμε αὐτή τήν θεωρία. Ἄν ἐδῶ εἶναι τόσο ὡραῖα, ἄν ἐδῶ αὐτά τά λουλούδια εὐωδιάζουν, ἄν αὐτό τό μέρος εἶναι σάν ἕνα κομμάτι τοῦ Παραδείσου, γιά σκέψου ὁ Παράδεισος τί ὀμορφιές θά ἔχει! Ἄς σκεφτώμαστε τά μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ, τί μᾶς ἔχει ἑτοιμάσει ὁ Θεός στόν οὐρανό! Ὅλα μᾶς τά ἔχει ἑτοιμάσει ὁ Θεός στόν οὐρανό, ἡ ἀγάπη Του εἶναι ἄπειρος. Τόση ἀγάπη μᾶς ἔχει πού, ὁσάκις καί ἄν πέσουμε, ἔχει τάς ἀγκάλας ἀνοιχτάς.
………..
Νά προσέχουμε τό θέμα τῆς κατακρίσεως. Πάρα πολύ νά προσέχουμε τό θέμα τῆς κατακρίσεως! Τόσο φοβερό εἶναι, πού δέν λέγεται! «Μή κρίνετε, ἵνα μή κριθῆτε». Τό φυλάξαμε αὐτό τό πρᾶγμα; Καί ἀρετές νά μή ἔχουμε, θά μᾶς σώση ὁ Χριστός, θά μᾶς πάη στόν Παράδεισο. Θά σᾶς πῶ μιά φορά, τί εἴχα πάθει. Μία φορά θέλησε μιά ἀδελφή στόν κόσμο νά μοῦ πῆ κάτι πού δέν συνέβαινε σέ ἐμένα καί ἦταν συκοφαντία. Εἰς δόξαν Χριστοῦ σᾶς τό λέω. Τώρα, τήν ἔβαλε ὁ πειρασμός, ἀπό φθόνο τὄκανε, ἀπό ζήλεια τὄκανε; Πάντως τῆς ἔκανα πάρα πολλή προσευχή, μά πολλή προσευχή. Οὔτε τόν πατέρα μου ἔκλαψα ἔτσι οὔτε τήν μητέρα μου, ὅσο ἔκλαψα γι᾿ αὐτή τήν ἀδελφή. Ἔτσι μέ πολύ πόνο ἔκλεγα καί ἔλεγα: «Θεέ μου, Ἐσύ νά μέ σώσης, Ἐσύ νά μέ βοηθήσης, δός μου δύναμι». Ὁ προφήτης Δαυίδ ἔλεγε: «λύτρωσαί με ἀπό συκοφαντίας ἀνθρώπων καί φυλάξω τάς ἐντολάς σου» (Ψαλμ. 118 : 134). Μέσα μου πολύ πόνεσα.
Καί τήν βλέπω λοιπόν σέ ὅραμα νά ἔρχεται καί τό πρόσωπό της εἶχε δυό δάχτυλα ρυτίδες. Ἦταν πολύ ζωντανό! Μέσα στίς ρυτίδες εἶχε θρόμβους ἱδρῶτα. Τό πρόσωπό της ἦταν ὅλο ἱδρωμένο καί μαῦρο ἀπό τήν ταλαιπωρία καί τήν κούρασι. Εἶχε καί ἕνα τσουβάλι στήν πλάτη ἀσήκωτο. Καί μόλις τήν εἶδα, ἤθελα νά πάω νά τήν βοηθήσω, νά τῆς σηκώσω τό βάρος ἀπό τό κάτω μέρος, ἀλλά σάν νά βρῆκε ἕνα πεζούλι καί ἀκούμπησε ἐκεῖ τό βάρος. τῆς λέω: «Κουράστηκες!». «Ναί, κουράστηκα νά σηκώνω αὐτό τό βάρος!». Ἦταν ἕνα τσουβάλι ἀπό αὐτά πού εἶχαν παλιά οἱ χαμάληδες. Μοῦ εἶπε:
«Ἀπόψε ἔχει ἡ Βασίλισσα δεξίωσι καί σέ θέλει νά πᾶς».
«Ἐμένα ἡ Βασίλισσα;».
«Ναί, ἀκουσα ὅτι συζητοῦσαν σ᾿ ἔχει ἡ Βασίλισσα δεξίωσι ἀπόψε καί πρέπει νά πᾶς».
Καί ἔρχεται ἕνα ὄχημα, οὔτε ἅμαξα ἔμοιαζε οὔτε αὐτοκίνητο, ἕνα πρᾶγμα πολύ διαφορετικό καί ἦταν μέσα ἡ Γερόντισσα Θεοφανώ σάν μικρό παιδάκι, σάν κοπελλίτσα δεκαπέντε χρονῶν. Καί ἦρθε καί μοῦ εἶπε: « Ἔλα, καί μᾶς ἔχει ἡ Βασίλισσα δεξίωσι ἀπόψε». Ἐγώ ἔκανα τόν σταυρό μου, μπῆκα μέσα στό ὄχημα καί προχωρούσαμε σ᾿ ἕνα ὡραῖο ἀσφαλτοστρωμένο δρόμο. Μπροστά μας βλέπω μία ἐκκλησία, πῶς βλέπουμε τόν ναό τῆς Παναγίας στήν Τήνο; Τόσο ὡραία ἐκκλησία· ἔλαμπε, ἄστραφτε! Ἔκανα τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ, καθώς πέρασα ἀπό ᾿ κεῖ. Ἀπέναντι πρός ἀνατολάς ἦταν πελώρια, ὅπως εἶναι στά μεγάλα κτίρια. Ἐκεῖ στή μέση ἦταν ἡ Βασίλισσα, πού ἀπό τό κεφάλι καί πάνω δέν μποροῦσα νά Τήν ἀντικρύσω ἀπό τό φῶς πού εἶχε τό πρόσωπό Της, γιατί ἔλαμπε πολύ. Τά σανδάλιά Της τά ἔβλεπα, ἄστραφταν· καί φοροῦσε ἕνα φελόνι πού εἶχε δυό πιθαμές γύρω-γύρω γαλόνι. Τό γιλεκάκι Της κι αὐτό γύρω-γύρω εἶχε γαλόνι. Μροστά Της σχηματίζονταν δύο σειρές. Μία σειρά μικρά παιδάκια πού φοροῦσαν κορδελίτσες μέ φιόγκο στό κεφάλι, δεμένες ὅπως τίς ἔχουν οἱ Ἄγγελοι, καί ἀπό τήν ἄλλη ἦταν μιά σειρα σάν νά ἦταν χῆρες, σάν νά ἦταν μοναχές πού φοροῦσαν καλύμματα, ὅπως τά φορᾶμε ἐμεῖς. Προσπέρασα νά πάω μέ τίς μοναχές, καί μοῦ εἶπαν ὅτι δέν ἦρθε ἡ ὥρα μου, μέ τήν σειρά μου θά μπῶ καί ἐγώ μέσα. Ξαφνικά ἄκουσα νά ψάλλουν «Ἀναστάσεως ἡμέρα λαμπρυνθῶμεν λαοί…», καί ἡ Βασίλισσα ἔλεγε, «εἰσέλθετε, Μάρτυρες εἰς τήν ἐξέδρα, εἰσέλθετε Μεγαλομάρτυρες»· καί ἔπαιρναν τήν εὐλογία Της καί πήγαιναν εἰς τήν ἐξέδρα. Μέσα στό παλάτι ἀκουγόταν τό «Ἀναστάσεως ἡμέρα». Ὅταν πλησίασα, ἔπιασα τό χεράκι τῆς Βασίλισσας. Ἦταν ἕνα χεράκι κοντυλένιο, ἐκεῖνα τά νυχάκια Της, ἐκεῖνο τό ἁπαλό χέρι μοῦ ἔμεινε στήν ψυχή μου. Καί μοῦ εἶπε χτυπῶντας στήν πλάτη:
«Ὑπομονή, ὑπομονή, ὑπομονή».
Καί ἀπευθύνθηκε σέ μιά κυρία τῆς τιμῆς λέγοντας:
«Πάρτε τήν Μαρία καί νά τήν πᾶτε στόν βασιλικό κῆπο».
Γιά μιά στιγμή κοντοστάθηκα νά δῶ πού ἔψαλλαν «Ἀναστάσεως ἡμέρα». Καί εἶδα ὅτι μέσα στό παλάτι ἦταν στρωμένη ἡ Τράπεζα μέ πολύ ὄμορφα λευκά τραπεζομάντηλα. Τί ἤθελες καί δέν εἶχε! Καθυστεροῦσα, γιά νά ἀκούσω, καί ἡ κυρία πού μέ κρατοῦσε ἀπό τό χέρι εἶπε: «Αὐτά εἶναι γιά τούς Μάρτυρες, γιά αὐτούς πού ὑπέμειναν μεγάλους πειρασμούς»· καί μοὔδωσε νά καταλάβω ὅτι χρειάζεται ὑπομονή. Μετά μέ πῆγε στόν βασιλικό κῆπο καί βλέπω ἕνα μέρος ἀπέραντο πού εἶχε κάτι κρίνους καί ὁ κάθε κρίνος εἶχε ἕνα σταυρό. Ὅπως φυσοῦσε τό ἀεράκι, ἔτσι κυμάτιζαν αὐτοί οἱ κρίνοι· ἕνα ἀπέραντο μέρος, μία πρασινάδα, μία ὀμορφιά, μία ἀγαλλίασι! Καί μέσα σ᾿ αὐτή τήν ὡραία εὐφροσύνη πού βρέθηκα, ἔφυγε ἡ θλίψι ἀπό τήν ψυχή μου καί μοῦ ἦρθε μία χαρά, μία τερπνότης! Πῆγα λοιπόν τό πρώΐ καί βρῆκα αὐτή τήν ἀδελφή πού μέ συκοφάντησε καί τήν ἀγκάλιασα καί τήν φίλησα. Δέν ἤξερα τί νά τήν κάνω, δέν ἤξερα πῶς νά τήν εὐχαριστήσω γι᾿ αὐτά τά ψευδῆ λόγια πού εἶπε, δέν ἤξερα. Αὐτό τό πρᾶγμα μοῦ ἔμεινε στήν ψυχή μου καί ἀπό τότε φύλαγα τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ νά μή κρίνω καί νά μή κατακρίνω· ἀκόμη καί τήν πρᾶξι νά δῶ μπροστά μου καί ὅ,τι νά δῶ μπροστά μου. Αὐτό πού εἶδα μέ συνεκλόνισε καί μοῦ ἄφησε μία παρηγοριά. Τά ξέχασα ὅλα, ἦρθε μία καθαρότητα στόν νοῦ μου, ἦρθε μία ἀπάθεια, μία γαλήνη, ἕνα πρᾶγμα οὐράνιο στήν ψυχή μου καί δέν ἤξερα πῶς νά τήν εὐχαριστήσω τήν ἀδελφή αὐτήν πού μοῦ ἔκανε αὐτό τό καλό. Καί λέω, τί ὡραῖο πρᾶγμα εἶναι νά ὑπομένη κανείς! Γι᾿ αὐτό ἡ Βασίλισσα ἔλεγε: «Εἰσέλθετε, Μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ, εἰσέλθετε εἰς τήν ἐξέδρα…». Ποῦ νά ἔχω παρρησία νά ἐγγίσω σ᾿ ἐκείνη τήν Τράπεζα; Ἦταν ἡ Τράπεζα γιά τούς Μάρτυρες πού εἶχαν ἀγωνισθῆ, πού εἶχαν ὑπομείνει τά μαρτύρια καί τούς εἶχε ἑτοιμασμένα μεγαλεῖα ὁ Θεός.
Τί θά μᾶς ἔχη ἑτοιμάσει ὁ Θεός, ὅταν θά κάνουμε ὑπομονή στήν ζωή μας καί θά κάνουμε τυφλή ὑπακοή στούς Προεστῶτες μας, στόν Γέροντα, στήν Γερόντισσα;Ἡ προσευχή πού θά κάνη ἡ Γερόντισσα γιά ἕνα πειρασμό μας καί θά κλάψη καί θά παρακαλέση τόν Θεό γιά μία ἀταξία, γιά μία πτῶσι μας, γιά μία κακή συμπεριφορά, ἔχει παρρησία. Προσεύχεται ἡ Γερόντισσα, αὐτή πού ἔχετε· τί εὐλογία, ὅταν ἐσεῖς ἀμέσως τό αἰσθανθῆτε αὐτό τό πρᾶγμα! Ὁ Προεστώς μπορεῖ νά κάνη λάθη, ἀλλά, ὅταν θά κάνη προσευχή γιά τά πνευματικά του παιδιά, ὁ Θεός τόν χαριτώνει καί χαριτώνει καί τήν ψυχή τοῦ ὑποτακτικοῦ καί τήν ἀπαλλάσσει ἀπό τόν πειρασμό καί ἐπιτρέπει νά ἔχη καί θεωρία. Ἡ θεωρία θἀρθῆ στόν ἄνθρωπο διά μέσου τοῦ Προεστῶτος, δέν ἔρχεται τυχαίως· καί ἡ ἀλλοίωσι θἀρθῆ στήν ψυχή καί ἡ θεία μακαριότης καί ἡ θέωσις. Ὅ,τι καί νά εἶναι ὁ Προεστώς, εἶναι Προεστώς. Δέν θά ἔδινε ὁ Θεός τούς Προεστῶτας νά λύνουν καί νά δένουν, νά προσεύχωνται, νά συγχωροῦν, νά εὐλογοῦν καί νά χαριτώνουν.
Ὅταν θἀρθῆ κανείς μέ μεγάλη μετάνοια στά πόδια τοῦ Προεστῶτος καί γονατίση καί πῆ μέ πολλή ταπείνωσι καί συντριβή καρδίας:
«σέ λύπησα, σέ πίκρανα, ἔφταιξα, ἔκανα παρακοή, ἔκανα ἐκεῖνο, ἔκανα τό ἄλφα, ἔκανα τό βῆτα», ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ θά ἐπισκιάση τήν ψυχή·
θά δῆ κανείς τίς ἰδιότητες τοῦ Θεοῦ,
θά δῆ τόν Θεό δίπλα του,
θά δῆ τόν Ἄγγελο φύλακα τῆς ψυχῆς νά τόν συνοδεύη,
θά δῆ τήν Παναγία νά τόν φρουρῆ,
θά δῆ τήν σκέπη τῆς Παναγίας νά τόν ἀγκαλιάζη,
θά δῆ τούς Ἁγίους νά ὑμνολογοῦν.
Θά δῆ τήν διάνοιά του νά καθαρίζη, νά φεύγη αὐτή ἡ σκοτοδίνη ἡ μεγάλη πού δέν ἀφήνει τήν ψυχή του νά προσδράμη στόν Προεστῶτα, νά προσδράμη, νά τρέξη καί νά ὠφεληθῆ.
Νά ξέρατε τί στερεῖται ἐκείνη ἡ ψυχή πού στέκεται μακριά ἀπό τόν Ποεστῶτα! Νά ξέρατε τί στερεῖται! Τά μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ στερεῖται. Ὅταν δέν τόν πλησιάζη, ὅταν δέν τόν ἀγαπάη καί ἀκούη τό λογισμό:
«Μή πᾶς, μή τό λές, τί δουλειά ἔχεις νά τό πῆς στήν Γερόντισσα, τί δουλειά ἔχεις νά τό συζητήσης, ἔχεις καμμιά δουλειά; Θά λάβης καμμιά ἀπολαβή; Ἐκείνη κάνει ἐκεῖνο, ἐκεῖνο, ἐκεῖνο. Τί θά πάρης ἀπό ᾿ κείνη; Τίποτε δέν θά πάρης», ἡ ψυχή ζημιώνει. Ὅσο καί ἁμαρτωλός νά εἶναι ὁ Προεστώς, ἔχει παρρησία στόν Θεό.
Θυμᾶστε ἐκεῖνον πού πόρνευε, πού εἶχε τήν πόρνη μέσα στό κελλί του, πού ἀμάρτανε ὅλη τήν ἡμέρα καί ἔστειλε ὁ Θεός ἕνα ὑποτακτικό νά ὑποταχθῆ σέ αὐτόν; Γιατί τόν ἔστειλε; Τόν ἔστειλε, γιά νά σωθῆ ὁ ὑποτακτικός, ἀλλά καί ὁ Γέροντας. Γιατί ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ δέν τόν εἶχε ἐγκαταλείψει. Δέν τόν εἶχε ἐγκαταλείψει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ καί, γιά νά τόν βοηθήση σ᾿ αὐτό πού ἔσφαλε, ἔστειλε ἄνθρωπο σάν ἄγγελο, γιά νά σωθῆ.
Τέλος καί τῷ Θεῷ δόξα!
ΕΚΔΟΣΕΙΣ: «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»Ἀπό τό βιβλίο: «Λόγια καρδιᾶς»
Ἱ. Μ. Παναγίας Ὁδηγήτριας Πορταριᾶς Βόλου.
http://www.hristospanagia.gr/?p=32381#more-32381
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου