Ἡ Ἐνορία, μοναστική ἤ κοσμική, εἶναι ὁ χῶρος ὅπου θεραπεύεται ἡ νοσοῦσα ἀνθρώπινη προσωπικότητα καί δημιουργεῖται ἡ ἀληθής κοινωνικότητα διά τῆς ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἑνώσεως τῶν μελῶν της.
«Ἡ Ἐνορία, ὡς ἀπηρτισμένη κοινότητα-κοινωνία, ὑπῆρξε πάντα στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας τό Ἐκκλησιαστικό μοντέλο (πρότυπο) κοινωνικῆς διάρθωσης καί ζωῆς. Ὁ κοινοβιακός μοναχισμός, ὡς μοναστική ἀδελφότητα-ἐνορία, δέν εἶναι παρά ἡ δυναμική προσπάθεια διασώσεως τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ὑπαρκτικοῦ προτύπου, ὅταν ἄρχισε ἡ ἐκκοσμίκευσή του, ἡ προσαρμογή του δηλαδή στό κοσμικό πρότυπο τῆς μή-χριστιανικῆς κοινωνίας. Γι’ αὐτό οἱ ἅγιοι Πατέρες ὅλων τῶν αἰώνων, μέ πρώτους τόν Μ. Βασίλειο καί τόν ἱερό Χρυσόστομο, ἐπέμειναν στή διάσωση τῆς ἑνότητας πνευματικότητας-κοινωνικότητας μέσα στό ἐνοριακό πλαίσιο, μέ τήν ὀργάνωση καί στερέωση τοῦ μοναστικοῦ κοινοβίου, ὥστε νά μή χαθεῖ ὁ ἀποκεκαλυμμένος θεοκεντρικός τρόπος ζωῆς τῶν Χριστιανῶν μέσα στόν κόσμο »1.
ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ-ΕΝΟΡΙΑΣ
Ἡ
ἀποστολή τῆς Ἐκκλησίας-Ἐνορίας
εἶναι νά θεώσει
τόν ἄνθρωπο, νά τόν σώσει, νά τόν
θεραπεύσει.
Εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί ἐμεῖς
μέλη Του, μία «καινούργια δημιουργία».
Τό
κύτταρο τῆς Ὀρθόδοξης Μίας Ἁγίας καί
Καθολικῆς Ἐκκλησίας
εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐνορία. «Ἡ Ἐνορία»,
εἶναι «ἡ συγκεκριμένη ἐν χρόνῳ καί
τόπῳ πραγματικότητα», ἡ ὁποία «καθιστᾶ
στόν κάθε χριστιανό ἁπτό καί παρόν τό
Μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας. Στήν Ἐνορία
του ὁ Χριστιανός λαμβάνει πείρα ὅτι ἡ
Ἐκκλησία δέν εἶναι κάτι τό γενικό,
ἀόριστο, ἀφηρημένο, ἀλλά ἡ συγκεκριμένη
εὐχαριστιακή σύναξη, πού ποιμαίνεται
ἀπό συγκεκριμένους ποιμένες καί ἑνώνεται
μέ τήν καθολική Ἐκκλησία»2.
Ὡς
χριστιανοί, ὡς «καινή
κτίσις»,
ὡς ἀδελφοί «ἐν
Χριστῷ Ἰησοῦ»,
«γεννιόμαστε
ἀπό τήν ἴδια Μητέρα (τήν Ἐκκλησία) καί
τρεφόμαστε ἀπό τήν ἴδια τροφή: τόν
Χριστό. Ἀπό τά μυστήρια τοῦ ἁγίου
Βαπτίσματος καί τῆς Θείας Εὐχαριστίας
ἀναδύεται ἡ ἀγάπη πού ἑνώνει τούς
πιστούς καί δημιουργεῖται μία καινούρια
ὕπαρξη: τό πανάγιο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ,
ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία»3.
Ἡ
Ἐκκλησία-Ἐνορία
εἶναι ἡ Μητέρα μας, ἡ ὁποία μᾶς γέννησε
πνευματικά καί μᾶς τρέφει πνευματικά.
Οἱ ἄνθρωποι, ἐντασσόμενοι στήν Ἐκκλησία,
γινόμαστε ἐν Χριστῷ ἀδελφοί
μεταξύ μας καί παράλληλα σύνδουλοι
ἔναντι τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ. Ὀφείλουμε
δέ νά γίνομαστε κάθε στιγμή πλησίον
ὁ
ἕνας γιά τόν ἄλλον διά τῆς ἀνιδιοτελοῦς
ἐν Χριστῷ ἀγάπης καί εὐσπλαχνίας.
Εἴμαστε
ἀδελφοί,
διότι (ἀνα)γεννιώμαστε ἀπό τήν ἴδια
πνευματική μήτρα
(αδελφός-
α+δελφύς, μήτρα. Ὁ ἀπό τήν ἴδια κοιλία,
ὁμομήτριος). Αὐτή εἶναι ἡ ἁγία
Κολυμβήθρα. «Ὅσοι γεννιῶνται ἀπό τήν
ἴδια κοιλία, λέγονται ἀδελφοί. Αὐτό
ἰσχύει καί στόν κόσμο. Στήν Ἐκκλησία-Ἐνορία
ὅμως ὁ ὅρος ἐκφράζει τήν νέα πνευματική
ἀδελφοσύνη, πού δημιουργεῖ ἡ ἐν Χριστῷ
υἱοθεσία μας. Εἴμαστε ἀδελφοί ἐν
Χριστῷ, γιατί (ἀνά)γεννώμεθα ἀπό τήν
ἴδια πνευματική μήτρα, τήν κοιλία τῆς
Ἐκκλησίας, τήν ἁγία κολυμβήθρα της.
Εἴμαστε ἄρα ἀδελφοί, ὄχι γιατί μᾶς
συνδέει κάποια συναισθηματική, ἠθική,
ἤ συμβατική σχέση, ὅπως λ.χ. οἱ Μασόνοι,
πού καί αὐτοί προσφωνοῦνται «ἀδελφοί»
μεταξύ τους. Οἱ Χριστιανοί γίνονται ἐν
Χριστῷ ἀδελφοί, μέσα στήν ἐν Χριστῷ
καινή ἀδελφοσύνη. [...] Πρέπει δέ νά
ὑπογραμμισθεῖ, ὅτι ἡ προσφώνηση
«ἀδελφέ» εἶναι ἡ ἁρμόζουσα στούς
ὀρθοδόξους προσφώνηση, ἱστορικά
καταξιωμένη. Ὁ Κ. Οἰκονόμος τό 1835
παρατηροῦσε, ὅτι ἀκόμη οἱ Ρωμηοί
προσφωνοῦνται μεταξύ τους ἀδελφοί,
γιατί δέν εἶχε εἰσχωρήσει στή ζωή τους
τό φράγκικο “Κύριε”!»4.
Ἐπίσης
μέσα στήν Ἐκκλησία-Ἐνορία εἴμαστε
ὅλοι σύνδουλοι
μεταξύ μας καί δοῦλοι Ἰησοῦ Χριστοῦ
(πρβλ. τήν παραβολή Ματθ. 18, 23-35 καί τόν
λόγο τοῦ Χριστοῦ μας: «οὐκ ἔδει καὶ
σὲ ἐλεῆσαι τὸν σύνδουλόν σου»;). Ἀπὸ
τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη μέχρι τὸν
νεαρότερο πιστό, ὅλοι, Κληρικοὶ καὶ
Λαϊκοί, εἴμαστε σύνδουλοι, ὀφειλέτες
στὸν Θεό, γι' αυτό καί ὀφείλουμε νά
συγχωροῦμε καί νά ἀγαποῦμε χωρίς ὅρια
καί χωρίς διακρίσεις. Ἐπειδή ὅλοι
εἴμαστε σύνδουλοι δέν ἔχει ἔννοια ἡ
προσπάθεια αὐτοπροβολῆς, μείωσης τῶν
ἄλλων καί κατάκρισης5.
Ζώντας
μέσα στήν Ἐκκλησία-Ἐνορία, μαθαίνουμε
τό σπουδαιότερο: νά γινόμαστε πλησίον
ὁ ἕνας γιά τόν ἄλλον δηλ. οἰκτίρμονες
καί ἐλεήμονες χωρίς νά ζητᾶμε ἀνταπόδοση.
«Στόν κάθε συνάνθρωπο διακρίνουμε πιά
τὸν ἴδιο τὸν Χριστό, εἰκόνα τοῦ Ὁποίου
εἴμαστε ὅλοι. Ἀγαπώντας τὸν «πλησίον»
μας, ἀγαπᾶμε τὸν Χριστό, τὸ ἀρχέτυπο
καὶ τὸν προορισμό μας, τὴν ἀρχὴ καὶ
τὸ τέλος μᾶς (πρβλ. τὴν παραβολὴ τῆς
κρίσεως, Μάτθ. 25, 31-46). Ἀγαπώντας, συνεπῶς,
τὸν «πλησίον» μου, ἀγαπῶ τὸ Χριστὸ ἢ,
μισώντας τον, πάλι τὸν Χριστὸ μισῶ.
Εἶναι δὲ χαρακτηριστικό, ὅτι ἡ ἔννοια τοῦ “πλησίον” στὸ Εὐαγγέλιο εἶναι πρωταρχικὰ ἐνεργητικὴ καὶ ὄχι παθητική. “Πλησίον” εἶναι ὁ Σαμαρείτης, αὐτὸς δηλαδὴ ποὺ ἔμπρακτα ἀγαπᾶ καὶ μετὰ ἐκεῖνος ποὺ δέχεται τὴν ἀγάπη. Χωρὶς τὴν κοινωνία μὲ τὸν “πλησίον” εἶναι ἀδύνατη ἡ κοινωνία μὲ τὸν Θεὸ καὶ ἡ σωτηρία. (Βλ. Ἰακ. 2,14 ἐ.ε. καὶ A’ Ἰωάν. 4,20 ἐ.). Εἶναι δὲ χαρακτηριστικό, ὅτι καὶ αὐτὴ ἡ κόλαση στὸ Γεροντικὸ νοεῖται ὡς ἀδυναμία διαπροσωπικῆς κοινωνίας: «Οὐκ ἔστι πρόσωπον πρὸς πρόσωπον θεάσασθαι, ἀλλ’ ὁ νῶτος ἑκάστου πρὸς τὸν ἑτέρου νῶτον κεκόλληται»...»6
Εἶναι δὲ χαρακτηριστικό, ὅτι ἡ ἔννοια τοῦ “πλησίον” στὸ Εὐαγγέλιο εἶναι πρωταρχικὰ ἐνεργητικὴ καὶ ὄχι παθητική. “Πλησίον” εἶναι ὁ Σαμαρείτης, αὐτὸς δηλαδὴ ποὺ ἔμπρακτα ἀγαπᾶ καὶ μετὰ ἐκεῖνος ποὺ δέχεται τὴν ἀγάπη. Χωρὶς τὴν κοινωνία μὲ τὸν “πλησίον” εἶναι ἀδύνατη ἡ κοινωνία μὲ τὸν Θεὸ καὶ ἡ σωτηρία. (Βλ. Ἰακ. 2,14 ἐ.ε. καὶ A’ Ἰωάν. 4,20 ἐ.). Εἶναι δὲ χαρακτηριστικό, ὅτι καὶ αὐτὴ ἡ κόλαση στὸ Γεροντικὸ νοεῖται ὡς ἀδυναμία διαπροσωπικῆς κοινωνίας: «Οὐκ ἔστι πρόσωπον πρὸς πρόσωπον θεάσασθαι, ἀλλ’ ὁ νῶτος ἑκάστου πρὸς τὸν ἑτέρου νῶτον κεκόλληται»...»6
Ἡ
ἀνιδιοτελής ἀγάπη καί ἡ ἀδιάλειπτη
κοινωνία-ἕνωση μέ τόν Χριστό καί τά
ζωντανά μέλη Του συνιστᾶ τήν ἐν Χριστῷ
θεραπεία-σωτηρία μας.
Στήν
Ἐκκλησία-Ἐνορία διασώζεται ἡ θεραπευτική
τοῦ ἀνθρώπου, τῆς νοσούσας ἀνθρώπινης
προσωπικότητας. Μέσα στήν Ἐκκλησία ὁ
ἄνθρωπος ζεῖ ἀσκητικά καί μυστηριακά
ὁπότε καθαρίζεται φωτίζεται καί
θεώνεται.
Διά τῆς ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι μετάνοιας, ἄσκησης καί ἡσυχαστικῆς ζωῆς ἀπελευθερώνεται ἀπό τήν ὑποδούλωσή του στίς αἰσθήσεις καί τά αἰσθητά καθαρίζεται καί γίνεται «δεκτικός» τῆς Θείας Χάριτος πού πηγάζει ἀπό τά Ἅγια Μυστήρια καί μάλιστα ἀπό τήν Θεία Κοινωνία. Ἄν κανείς κοινωνεῖ χωρίς προετοιμασία, χωρίς ἔνταξη στήν θεραπευτική ἀγωγή τῆς Ἐκκλησίας, τότε δέν ὠφελεῖται, ἀλλά μπορεῖ καί νά βλάπτεται.
Ἔτσι θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι ἡ ἀποστολή τῆς Ἐκκλησίας-Ἐνορίας εἶναι ἡ θεραπεία-σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καί αὐτή ἐκπληρώνεται: α)διά τῆς ἀσκητικῆς-ἡσυχαστικῆς θεραπευτικῆς μεθόδου ἀφ' ἑνός καί β)διά τῆς Θείας Χάρης πού παρέχει διά τῶν Μυστηρίων (κατ' ἐξοχήν δέ διά τῆς Θείας Κοινωνίας).
Δέν σωζόμαστε «μαγικά», μόνο μετέχοντας στά ἅγια Μυστήρια, ἀλλά συνεργοῦμε ἀγωνιζόμενοι ἀσκητικά-ἡσυχαστικά γιά νά γίνουμε «χωρητικοί» τῆς Χάριτος τῶν Μυστηρίων καί μάλιστα τοῦ Μυστηρίου τῶν Μυστηρίων πού τελεῖται σέ κάθε Θεία Λειτουργία.
Ἱερομόναχος Σάββας Ἁγιορείτης
http://Hristospanagia3.blogspot.com
1
π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ, Ἡ Ἐνορία ὡς
τό χριστιανικό πρότυπο κοινωνίας,
http://www.enoriaka.gr/index.php?option=content&task=view&id=1297
2
Ἀρχ. Γεώργιος Γρηγοριάτης, Ἡ Ἐνορία
ὡς Ἐκκλησιαστική κοινότητα , Ἀπόσπασμα
ἀπό τό βιβλίο «Ἐνορία πρός μία νέα
ἀνακάλυψή της», Ἐκδ. Ἐκρίτας,
http://www.enoriaka.gr/index.php?option=content&task=view&id=61&Itemid=2
3
Ἱερομόναχος π. Γρηγόριος,
«Ἡ θεία Εὐχαριστία
καί ἡ θεία Κοινωνία», ἐκδ. Δόμος,
Ἀθήνα 2001
4
π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ, Ἐνορία ὡς
τό χριστιανικό πρότυπο κοινωνίας,
5
Ὅ.π.
6
Ὅ.π.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου