Ποιοί θά μᾶς συνοδεύσουν;
Οἱ πονηροί λογισμοί χωρίζουν τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν Θεό· τόν χωρίζουν καί ἀπό τόν πλησίον. Τόν ἀπομονώνουν ἀπό ὅλους διότι τόν φυλακίζουν στόν ἑαυτό του ἐμποδίζοντας τήν προσευχή καί τήν ἀγάπη. Αὐτός πού τρέφει κακούς λογισμούς παύει νά προσεύχεται, ἄρα παύει νά κοινωνεῖ μέ τόν Θεό.
Παύοντας νά κοινωνῇ μέ τόν Θεό ἀδυνατεῖ νά κοινωνήσῃ ἀληθινά καί μέ τόν ὁποιοδήποτε ἄνθρωπο. Αὐτό συμβαίνει διότι χωρίς τόν Θεό ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά νικήσῃ τόν ἐγωκεντρισμό του, τήν ἰδιοτέλειά του. Ἡ ἀληθινή ἀγάπη καί κοινωνικότητα εἶναι ἔξοδος ἀπό τή φιλαυτία ἀπό τό «ἴδιον τέλος», ἀπό τό «ἴδιον συμφέρον».
Ὁ ἄνθρωπος πού καλλιεργεῖ τούς κακούς λογισμούς ἀντί νά εἶναι φιλόθεος καί φιλάνθρωπος γίνεται φίλαυτος.Ἀναζητεῖ τήν εὐτυχία στόν ἑαυτό του.
Γίνεται φιλήδονος, ὑλιστής, ματαιόδοξος. Χωρίζεται ἀπό τόν Θεό καί τόν πλησίον του λειτουργώντας ἐγωκεντρικά, ἀναρχικά, αὐτόνομα, ὑπερήφανα.
Ἡ φιλήδονη ψυχή δέν θέλει νά κοπιάσῃ, νά κουραστῇ, νά πονέσῃ, νά βγῇ ἀπό ὅ,τι θεωρεῖ «καλό», «βόλεμα», «εὐτυχία».
Ἡ φιλήδονη ψυχή ἔχει «σαρκοποιηθῇ», ἔχει συσσωματωθῇ μέ τήν γῆ, τό χῶμα, τήν ὕλη, τήν ματαιότητα, τήν προσωρινότητα, τό «σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου».
Ἡ φιλήδονη καρδιά λειτουργεῖ ὡς εἱρκτή-φυλακή, ὡς ἁλυσίδα γιά τήν ψυχή. Ἐμποδίζει τήν ψυχή κατά τήν ὥρα τοῦ θανάτου. Κατά τήν ἔξοδό της ἀπό τό σῶμα, ἡ ψυχή δέν δύναται νά πορευθῇ στήν ἀληθινή ἐλευθερία, πού εἶναι ὁ Θεός. «Φιλήδονος καρδίᾳ εἱρκτή καί ἅλυσις ἐν καιρῷ ἐξόδου»1.
Ἡ προσκόλλησι τῆς ψυχῆς στίς σαρκικές ἡδονές δέν τῆς ἐπιτρέπει νά πτερωθεῖ καί νά πορευθεῖ στήν οὐράνια πατρίδα τήν Ἐκκλησία τήν θριαμβεύουσα, πού εἶναι ἕνα μέ τήν στρατευομένη. Τά πάθη δέν ἐπιτρέπουν στήν ψυχή νά πτεροφυήσῃ γιά νά μεταστῇ στά οὐράνια σκηνώματα. Ἡ φιλαυτία καί τά τέκνα της ἡ φιληδονία, ἡ φιλαργυρία καί ἡ φιλοδοξία δυσκολεύουν ἤ πιό σωστά ἀπαγορεύουν τήν κίνησι τῆς ψυχῆς πρός τόν Θεό.
-Τί μπορεῖ νά τήν θεραπεύσῃ;
-Ἡ μετάνοια… ἡ ἔμπρακτη μετάνοια, ἡ προσευχή, ἡ ἄσκησι.
Πράγματι: Ἡ μετάνοια πού ἐκφράζεται μέ τήν φιλοπονία, τήν ἄσκησι, τήν ἀγάπη τοῦ ἑκούσιου κόπου-πόνου γιά τόν Χριστό ἀπαλλάσσει τήν ψυχή ἀπό τήν σκουριά τῆς φιλαυτίας.
Ἡ φιλόθεη καί φιλάνθρωπη ψυχή καθαρίζεται ἀπό τούς αἰσχρούς καί πονηρούς καί βλάσφημους λογισμούς διά τῆς προσευχῆς, τῆς ἀντίστασης στά πάθη καί τῆς ἀποφυγῆς κάθε πράγματος πού τά ἐξάπτει καί τά τρέφει.
Ἡ μετανοημένη ψυχή καλλιεργεῖ τούς καλούς φωταγωγικούς, φωτοφόρους καί φωτόμορφους λογισμούς. «Ἐνθυμήσεων πονηρῶν ἡ ψυχή σου καθαρευέτω καί ἀρίσταις ἐννοίαις φωταγωγείσθω»2 μᾶς προτρέπει ὁ Ἅγιος Θεόδωρος Ἐδέσσης στή Φιλοκαλία.
Ἡ ψυχή πού ἀντικαθιστᾶ τούς κακούς μέ καλούς λογισμούς τελικά φθάνει νά μήν ἔχει κανένα λογισμό παρά μόνο τό Φῶς, μόνο τόν Χριστό. Εἶναι ἡ ψυχή πού ἔχει ἐγκάτοικον Αὐτόν πού εἶναι ἡ ὑποστατική Ζωή, τό ὑποστατικό Φῶς, ἡ ὑποστατική Εἰρήνη.
Ἡ ψυχή αὐτή πού ἀγαπάει τόν πόνο γιά τόν Χριστό εἶναι πόρτα ἀνοιχτή στόν οὐρανό. «Ἡ δέ φιλόπονος, θύρα ἠνεῳγμένη»3.
Ἡ καθαρή ψυχή κατά τήν ὥρα τῆς ἐξόδου της ἀπό τό σῶμα ὁδηγεῖται ἀπό τούς Ἀγγέλους στήν οὐράνια Ἐκκλησία, ἐνῶ ἡ βρώμικη καί ἀμετανόητη παραλαμβάνεται ἀπό τούς δαίμονες. «Τῷ ὄντι γάρ ψυχάς καθαράς ἐξερχομένας τοῦ σώματος, Ἄγγελοι ὁδηγοῦσι, πρός τήν μακαρίαν χειραγωγοῦντες ζωήν· τάς δέ ῥερυπωμένας καί ἀμετανοήτους, δαίμονες, οἴμοι, παραλήψονται»4.
Ἄς ἀντιστεκώμαστε στούς πονηρούς καί αἰσχρούς καί βλάσφημους λογισμούς γιά νά ἀξιωθοῦμε τῆς συνοδείας Ἀγγέλων κατά τήν ὥρα τῆς ἐξόδου μας.
Οἱ πονηροί λογισμοί χωρίζουν τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν Θεό· τόν χωρίζουν καί ἀπό τόν πλησίον. Τόν ἀπομονώνουν ἀπό ὅλους διότι τόν φυλακίζουν στόν ἑαυτό του ἐμποδίζοντας τήν προσευχή καί τήν ἀγάπη. Αὐτός πού τρέφει κακούς λογισμούς παύει νά προσεύχεται, ἄρα παύει νά κοινωνεῖ μέ τόν Θεό.
Παύοντας νά κοινωνῇ μέ τόν Θεό ἀδυνατεῖ νά κοινωνήσῃ ἀληθινά καί μέ τόν ὁποιοδήποτε ἄνθρωπο. Αὐτό συμβαίνει διότι χωρίς τόν Θεό ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά νικήσῃ τόν ἐγωκεντρισμό του, τήν ἰδιοτέλειά του. Ἡ ἀληθινή ἀγάπη καί κοινωνικότητα εἶναι ἔξοδος ἀπό τή φιλαυτία ἀπό τό «ἴδιον τέλος», ἀπό τό «ἴδιον συμφέρον».
Ὁ ἄνθρωπος πού καλλιεργεῖ τούς κακούς λογισμούς ἀντί νά εἶναι φιλόθεος καί φιλάνθρωπος γίνεται φίλαυτος.Ἀναζητεῖ τήν εὐτυχία στόν ἑαυτό του.
Γίνεται φιλήδονος, ὑλιστής, ματαιόδοξος. Χωρίζεται ἀπό τόν Θεό καί τόν πλησίον του λειτουργώντας ἐγωκεντρικά, ἀναρχικά, αὐτόνομα, ὑπερήφανα.
Ἡ φιλήδονη ψυχή δέν θέλει νά κοπιάσῃ, νά κουραστῇ, νά πονέσῃ, νά βγῇ ἀπό ὅ,τι θεωρεῖ «καλό», «βόλεμα», «εὐτυχία».
Ἡ φιλήδονη ψυχή ἔχει «σαρκοποιηθῇ», ἔχει συσσωματωθῇ μέ τήν γῆ, τό χῶμα, τήν ὕλη, τήν ματαιότητα, τήν προσωρινότητα, τό «σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου».
Ἡ φιλήδονη καρδιά λειτουργεῖ ὡς εἱρκτή-φυλακή, ὡς ἁλυσίδα γιά τήν ψυχή. Ἐμποδίζει τήν ψυχή κατά τήν ὥρα τοῦ θανάτου. Κατά τήν ἔξοδό της ἀπό τό σῶμα, ἡ ψυχή δέν δύναται νά πορευθῇ στήν ἀληθινή ἐλευθερία, πού εἶναι ὁ Θεός. «Φιλήδονος καρδίᾳ εἱρκτή καί ἅλυσις ἐν καιρῷ ἐξόδου»1.
Ἡ προσκόλλησι τῆς ψυχῆς στίς σαρκικές ἡδονές δέν τῆς ἐπιτρέπει νά πτερωθεῖ καί νά πορευθεῖ στήν οὐράνια πατρίδα τήν Ἐκκλησία τήν θριαμβεύουσα, πού εἶναι ἕνα μέ τήν στρατευομένη. Τά πάθη δέν ἐπιτρέπουν στήν ψυχή νά πτεροφυήσῃ γιά νά μεταστῇ στά οὐράνια σκηνώματα. Ἡ φιλαυτία καί τά τέκνα της ἡ φιληδονία, ἡ φιλαργυρία καί ἡ φιλοδοξία δυσκολεύουν ἤ πιό σωστά ἀπαγορεύουν τήν κίνησι τῆς ψυχῆς πρός τόν Θεό.
-Τί μπορεῖ νά τήν θεραπεύσῃ;
-Ἡ μετάνοια… ἡ ἔμπρακτη μετάνοια, ἡ προσευχή, ἡ ἄσκησι.
Πράγματι: Ἡ μετάνοια πού ἐκφράζεται μέ τήν φιλοπονία, τήν ἄσκησι, τήν ἀγάπη τοῦ ἑκούσιου κόπου-πόνου γιά τόν Χριστό ἀπαλλάσσει τήν ψυχή ἀπό τήν σκουριά τῆς φιλαυτίας.
Ἡ φιλόθεη καί φιλάνθρωπη ψυχή καθαρίζεται ἀπό τούς αἰσχρούς καί πονηρούς καί βλάσφημους λογισμούς διά τῆς προσευχῆς, τῆς ἀντίστασης στά πάθη καί τῆς ἀποφυγῆς κάθε πράγματος πού τά ἐξάπτει καί τά τρέφει.
Ἡ μετανοημένη ψυχή καλλιεργεῖ τούς καλούς φωταγωγικούς, φωτοφόρους καί φωτόμορφους λογισμούς. «Ἐνθυμήσεων πονηρῶν ἡ ψυχή σου καθαρευέτω καί ἀρίσταις ἐννοίαις φωταγωγείσθω»2 μᾶς προτρέπει ὁ Ἅγιος Θεόδωρος Ἐδέσσης στή Φιλοκαλία.
Ἡ ψυχή πού ἀντικαθιστᾶ τούς κακούς μέ καλούς λογισμούς τελικά φθάνει νά μήν ἔχει κανένα λογισμό παρά μόνο τό Φῶς, μόνο τόν Χριστό. Εἶναι ἡ ψυχή πού ἔχει ἐγκάτοικον Αὐτόν πού εἶναι ἡ ὑποστατική Ζωή, τό ὑποστατικό Φῶς, ἡ ὑποστατική Εἰρήνη.
Ἡ ψυχή αὐτή πού ἀγαπάει τόν πόνο γιά τόν Χριστό εἶναι πόρτα ἀνοιχτή στόν οὐρανό. «Ἡ δέ φιλόπονος, θύρα ἠνεῳγμένη»3.
Ἡ καθαρή ψυχή κατά τήν ὥρα τῆς ἐξόδου της ἀπό τό σῶμα ὁδηγεῖται ἀπό τούς Ἀγγέλους στήν οὐράνια Ἐκκλησία, ἐνῶ ἡ βρώμικη καί ἀμετανόητη παραλαμβάνεται ἀπό τούς δαίμονες. «Τῷ ὄντι γάρ ψυχάς καθαράς ἐξερχομένας τοῦ σώματος, Ἄγγελοι ὁδηγοῦσι, πρός τήν μακαρίαν χειραγωγοῦντες ζωήν· τάς δέ ῥερυπωμένας καί ἀμετανοήτους, δαίμονες, οἴμοι, παραλήψονται»4.
Ἄς ἀντιστεκώμαστε στούς πονηρούς καί αἰσχρούς καί βλάσφημους λογισμούς γιά νά ἀξιωθοῦμε τῆς συνοδείας Ἀγγέλων κατά τήν ὥρα τῆς ἐξόδου μας.
ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ Τῼ ΘΕῼ ΔΟΞΑ!
Ἱερομόναχος Σάββας Ἁγιορείτης
1 Ἁγίων Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου & Μακαρίου Κορίνθου, Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν,Ἐπιμέλεια ἀδελφῶν Ἱεροῦ Κοινοβίου Μονῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Μπούρα – Λεοντάρι Ἀρκαδίας, Ἔκδοσις Α΄ 2011, τομ. Β΄, Ἁγίου Θεοδώρου Ἐδέσσης, Κεφάλαια ψυχωφελῆ, κη΄, σελ. 553.
2 Ὅ.π.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου