Ἡ εἰρκτή (1941-1964)
Ἡ ἐπιστροφή στόν Χριστό. Πρώτο μέρος
Περιστατικά ἀπό τήν ζωή φυλακισμένων Ρουμάνων Μαρτύρων καί ὁμολογητῶν τοῦ 20οῦ αἰῶνος
Δεκέμβριο 1981 - Ἔγραψα αὐτές τίς
σελίδες μέ τεταμένο τόν φόβο μου. Ὅταν ἦταν δυνατόν νά τίς ξαναδῶ, μέ
τήν εὐκαιρία τῆς τοποθέτησης των σ᾿ ἕνα πιό ἀσφαλές μέρος, προσπάθησα νά
τίς ξαναδιαβάσω, ἀλλά δέν μπόρεσα. Μοῦ ἦταν ἀδύνατον. Δέν ἔχω τήν
ἀναγκαία ἡσυχία. Ὅταν βλέπω αὐτά τά φύλλα μέ κυριεύει ὁ κίνδυνος νά μήν
ἀνακαλυφθοῦν ἀπό τήν Ἀστυνομία. Τ΄ἀφήνω ὅπως βγῆκαν πρώτη φορά ἀπό τήν
πέννά μου, μολονότι λυπᾶμαι πού δέν μπορῶ νά τά ὁλοκληρώσω. Νά μέ
συγχωρεῖτε, ἄνθρωποι!Περιστατικά ἀπό τήν ζωή φυλακισμένων Ρουμάνων Μαρτύρων καί ὁμολογητῶν τοῦ 20οῦ αἰῶνος
Ἰωάννης Ἰανωλίδε
Ἰωάννης Ιανωλίδε
Ὁ Χριστός – τό μυστήριο τῆς ζωῆς μου
Γεννήθηκα ρουμᾶνος καί ἔζησα στήν αὐτόχθονη θρησκευτική ἀστμόσφαιρα, μέ τίς ὀρθόδοξες ἀκολουθίες καί μέ τίς κοινές παραδόσεις τοῦ λαοῦ (κάλαντα, μνημόσυνα, Πάσχα, μάρτυρες κτλ), μέ πιστούς παπποῦδες καί εὐσεβῆ μητέρα.
Ὅλα αὐτά δημιούργησαν μέσα μου τό συναίσθημα καί τήν πίστη ὅτι ὁ Χριστός εἶναι πανταχοῦ παρών, ὅτι καί στό ἱερό Βῆμα καί στίς ψυχές τους οἱ ἄνθρωποι συναντιοῦνται μ΄ Αὐτόν, ὅτι αὐτός αἰωρεῖται στόν αέρα μέ ὅλους τούς ἀγγέλους Του, πού μᾶς βοηθοῦν γιά νά σωθοῦμε καί ν᾿ ἁγιασθοῦμε.
Ἡ σχέση μου μέ τόν Χριστό ἦταν φυσική, οἰκογενειακή καί μόνιμη. Ἡ ζωή μου ὄντως ἦταν ἀνύπαρκτη καί ἀδιαπέραστη χωρίς Αὐτόν. Μοῦ φαινόταν ὅτι ἔτσι ἦταν πάντοτε καί τό ἴδιο θά εἶναι συνεχῶς. Ὁ Θεός ἔδινε πληρότητα στήν ψυχή μου. Αὐτός ἀπαντοῦσε στήν ἀνάγκη μου γιά ἀγνότητα, γιά τελειότητα καί για ἰδανικά, πού εἶχα μέσα μου.
Δέν εἶχα κάποια θρησκευτική παιδεία, οὔτε θεολογική.
Τό θρησκευτικό περιβάλλον, στό ὁποῖο ζοῦσα στήν παιδική μου ἡλικία, ἦταν πολύ γόνιμο γιά ὁλόκληρη τήν ζωή μου, διότι δέν εἶναι βασική ἡ παιδεία, ἀλλά τό βίωμα μαζί μέ τόν Θεό. Ἄρα μέχρι τήν ἐνηλικίωσή μου ἤμουν ἕνας γνήσιος, ζωντανός χριστιανός. Ὁ Χριστός ἦταν τό μυστήριο καί ἡ πηγή τῆς ζωῆς μου. Ἀπό τά πρῶτα χρόνια τῆς φυλάκισής μου βρῆκα Τόν Χριστό πνευματικά κοντά μου.
Στά δεσμά
Ἡ κλοῦβα μέ τήν ὁποία μεταφερθήκαμε μύριζε ἄσχημα καί ἦταν ἄθλια. Εἴχαμε ταξιδέψει ὅλη τήν νύχτα ἀπό τό Βουκουρέστι γιά τήν πόλι Ἀϊούντ τῆς Δυτικῆς Ρουμανίας. Οἱ τροχοί τοῦ τραίνου ἔτριξαν καί τό βούϊσμα σταμάτησε.
Ή κλοῦβα-βαγόνι λύθηκε καί ἀφέθηκε στό σταθμό τῆς πόλεως Αϊούντ.
Οἱ δεσμοφύλακες ἐμφανίστηκαν καί μᾶς διέταξαν νά κατεβοῦμε. Εἴχαμε πολλές άποσκευές – σάν να προαισθανόμαστάν ὅτι αὐτός ὁ διωγμός θά εἶναι μακρύς – καί ἦταν πολύ βαρειές, διότι εἴχαμε πάρει πολλά βιβλία γιά νά μελετήσουμε.
Εἴμασταν νεαροί καί εἴχαμε πολλά ὄνειρα. Θεωρούσαμε τήν εἱρκτή σάν πανεπιστήμιο τῆς θυσίας καί τῆς αὐταπάρνησης, καθώς καί εὐκαιρία μελέτης καί διαλογισμοῦ.
Πολύς κόσμος εἶχε ἔλθει στό σταθμό γιά νά μᾶς δεῖ, ἀλλά μᾶς περικύκλωσαν τρεῖς κύκλοι στρατιωτῶν καί δεσμοφυλάκων. Γομώσετε τό ὅπλο! Ἀκούστηκε ἡ ἐντολή καί ἀκούσαμε τόν μεταλλικό θόρυβο τῶν ὅπλων πού εἶχαν στραφεῖ πρός ἐμᾶς. Χαμογελάσαμε πικρά καί περιφρονητικά ταὐτόχρονα. Τί ὠφελοῦσε ὅλο αὐτό τό μασκαρελίκι ἐπίδειξης δύναμης καί τρόμου, ἐφ᾿ ὅσον κανένας ἀπό ἐμᾶς δέν εἶχε πιστόλι ποτέ στά χέρια του, οὔτε εἶχει σκεφθεῖ νά πάρει ἕνα; Ἐκτός ἀπό τούς ὑψηλούς πόθους μας, δέν εἴχαμε τίποτε επικίνδυνο μαζί μας.
Οἱ στρατιῶτες ἦταν παλληκάρια σάν ἐμᾶς, ἀλλά ἡ στρατιωτική στολή τούς ἔκανε ἄλλες προσωπικότητες. Οἱ δεσμοφύλακες ἐκτελοῦσαν τό καθῆκον τους, ὁ καθένας σύμφωνα μέ τήν ψυχή του. Διέπρεπε ὅμως ὁ στρατιωτικός δικαστής Ἀουρέλ Μουντεάνου.
Αὐτός ἦταν στρατιωτικός διοικητής τῆς φυλακῆς τοῦ Ἀϊούντ καί εἶχε τήν ἀποστολή νά καταστρέφει τήν χριστιανική καί ρουμανική νεολαία, φυλακισμένη ἐκεῖ. Ἦταν περίπου 40 ἐτῶν, γεροδεμένος, ἀνδρειομένος, μέ ἄσπρα μαλλιά, τά ὁποῖα τοῦ ἔδιναν μιά ψεύτικη ἀρχοντιά. Φαινόταν πολύ κουρασμένος, ἀκοίμητος, όξύς καί ἀξύριστός. Εἴχαμε τήν ἐντύπωση ὅτι εἶχει ἔλθει ἀπό κάποια μάχη.
Κοιτοῦσε τούς στρατιώτες, τό ἀκροατήριο καί ἰδιαίτερα ἐμᾶς μέ σκληρότητα. Φάνταζε ὅτι τελεῖ μιά ἀποστολή τόσο σπουδαία ὥστε νά ἀποφασίσει τό μέλλον τῆς ἀνθρωπότητας. Φώναξε μέ βροντερή καί χοντρή φωνή:
- Προσέξτε τήν προσταγή μου! Ἀπό δῶ καί πέρα ἐγώ θά εἶμαι ὁ διοικητής σας. Ἀπαιτᾶ ἀπόλυτη πειθαρχία, χωρίς γογγυσμό καί κλονισμό. Οἱ στρατιώτες θά σᾶς πυροβολήσουν ἀμέσως ἄν κάνετε κάποια ἀνωμαλία. Θά πᾶτε τώρα μέ συνοδεία στήν φυλακή. Θά καταπνίξω ὁποιαδήποτε ἀταξία. Ἑτοιμαστετε, ξεκινᾶμε!
Ἡ συνοδεία ξεκίνησε δύσκολα, διότι τά χιόνια ἦταν πολλά καί ἐμεῖς εἴμασταν φορτωμένοι μέ τά μπαγκάζια μας καί σιδηροδέσμιοι στά χέρια καί στά πόδια. Ἀφήσαμε πίσω τόν σταθμό τῆς ἐλευθερίας. Κοιτάξαμε τόν οὐρανό καί τά σπίτια τῶν τοπικῶν κατοίκων καί τά περίτρομα πρόσωπα τῶν ἀνδρῶν, τῶν γυναικῶν καί τῶν παιδιῶν γιά τελευταία φορά, διότι ἀπό τώρα ὁ κόσμος θά εἶναι σέ μεγάλη ἀπόσταση ἀπό ἐμᾶς, πέρα ἀπό κιγκλιδώματα, κλειδαριές καί ὑψηλούς τοίχους.
Ὁ πρῶτος χαιρετισμός
Στό Ἀϊούντ εἶναι μιά παλαιά φυλακή, χτισμένη ἀπό τούς Οὔγγρους. Τό κύριο κτίριό του εἶναι σέ σχῆμα Τ, μέ τρεῖς ὀρόφους καί πάνω ἀπό 300 κρατητήρια. Στήν μέση ἔχει ἕνα διάδρομο ἀπό πάνω μέχρι κάτω, ὥστε ἀπό τό κέντρο φαίνονται ὅλα πανοραμικῶς. Ὑπάρχει καί ἕνα τμῆμα μέ κοινά, μεγάλα κρατητήρια. Στό βάθος τῆς αὐλῆς εἶναι ἡ παλαιά ζάρκα, δηλαδή ἕνα κρατητήριο μέ μεγάλη ὑγρασία καί ἀθλιότητα. Δίπλα εἶναι ἕνα ἐργοστάσιο πού δουλεύουν οἱ κρατούμενοι. Ὑπάρχουν καί στάβλοι, κουζίνες, ἀποθῆκες καί ἕνα ἀναρρωτήριο.
Ἐμᾶς μᾶς ἐπῆγαν στό κρατητήριο. Τό θέαμα ἦταν ἐντυπωσιακό, διότι γύρω-γύρω σέ κοιτοῦσαν πόρτες χωρίς μάτια, ὀπίσω τῶν ὁποίων ἦταν μάτια πού δέν μποροῦσαν νά σέ κοιτάζουν. Ἔμοιαζε μ΄ ἕναν τάφο γεμάτο μέ ζωντανούς ἀνθρώπους. Ἔμοιαζε μ΄ ἕνα καράβι πού μεταφέρει σκλάβους. Ὁ στρατιωτικός δικαστής ἀνεκοίνωσε:
Ὁ κάθε κρατούμενος ἔχει τό δικαίωμα νά ἔχει μόνο ἕνα κοστούμι, τρία ἐσσώρουχα, ἕνα ζευγάρι παπούτσια, ἕνα σαπούνι καί μιά ὀδοντόκρεμα. Ὅλα τά βιβλία θά περάσουν ἀπό λογοκρισία καί θά μπορέσετε νά τά διαβάσετε μόνο ἄν ἔχετε μιά κατάλληλη συμπεριφορά.
Ἐπιτρέπεται νά δεχθεῖτε ἕνα γράμμα τόν μῆνα καί νά γράψετε ἕνα, τό ὁποῖο θά περάσει ἀπό λογοκρισία. Ἐπιτρέπεται νά δεχθεῖτε ἕνα δέμα μέ τρόφιμα, ἀλλά νά μήν ἔχει πάνω ἀπό 10 κιλά. Ὁ καθένας θά μένει σ΄ ἕνα κρατητήριο. Μιά ὥρα τήν ἡμέρα θά εἶστε βγαλμένοι στήν αὐλή γιά ἀέρα. Ἀπαγορεύεται κάθε σχέση μέ τούς φύλακες. Κάθε παράβαση τοῦ κανονισμοῦ τιμωρεῖται σκληρά.
Ἀπαγορεύεται κάθε συστηματική δραστηριότητα. Κάθε παράπονο θά τό πεῖτε μόνο καί μόνο σέ μένα, διότι ἐδῶ μόνο ἐγώ ἀποφασίζω. Εἴμαστε σέ καιρό πολέμου καί ἐπιβάλλεται ὁ πολεμικός νόμος. Ἄν ἐπιχειρήσετε νά δραπετεύσετε, θά σᾶς πυροβολήσουμε ἀμέσως.
Ἄν προκαλεῖτε διαμάχες μέ τούς φύλακες θά τσεκουρωθεῖτε. Νά τό βάλετε καλά αὐτό στό μυαλό σας ὅτι ἐδῶ εἶστε φυλακισμένοι! Ὁ νόμος δέν σᾶς συγχωρεῖ. Ἄν ἀντισταθεῖτε στό πεπρωμένο τῆς Χώρας, ὁ στρατός εἶναι ἕτοιμος νά σᾶς ξεπατώσει. Διατάζω ἀπόλυτη πειθαρχία.
Δέν θέλω νά ἐκδικηθῶ, διότι δέν ἔχω αἰτία γιά νά κάνω αὐτό. Εἶστε θύματα μερικῶν ἀνταρτῶν πού ἔχουν προδώσει τήν Χώρα. Κι ἐγώ εἶμαι ἐθνικόφρων, σάν ἐσᾶς. Εἶμαι διδάκτορας νομικῆς, ἤμουν ἥρωας στόν Πρῶτο Παγκόσμιο Πόλεμο, στολισμένος μέ τίς μέγιστες τιμές, διότι τό σῶμα μου ἔγινε κόσκινο ἀπό τίς 36 τρύπες σφαιρῶν.
Ἔχω μιά τίμια οἰκογένεια κι ἕνα παιδί τό ὁποῖο θέλω νά τό μεγαλώσω μέ τό ἐθνικό πνεῦμα. Εἶμαι ἕνας ἀληθινός Ρουμᾶνος. Ἄν εἶστε ὑπάκουοι καί τίμιοι, μπορεῖ νά ἐλευθερωθεῖτε, διότι ἡ Χώρα χρειάζεται τήν δυναμικότητα σας. Λοιπόν, διατάζω ἀπόλυτη πειθαρχία!
Σταυραδελφοί
Οἱ κρατούμενοι εἴμασταν φοιτητές, μαθητές, ἐργάτες καί μερικοί ἀγρότες, ὅλοι ἀνήκοντες στήν Ἀδελφότητα τοῦ Σταυροῦ. Αὐτή ἡ Ἀδελφότητα ἦταν μιά ὀργάνωση τῆς ρουμανικῆς Νεολαίας, ἡ ὁποία προσπαθοῦσε νά κάνει ἠθική καί ἐθνική ἀγωγή. Ὁ καθένας προσπαθοῦσε νά βοηθήσει τόν ἑαυτό του γιά τήν ἐφαρμογή τοῦ τύπου τοῦ ρουμάνου ἥρωα – καί τό νά εἶσαι Ρουμᾶνος ταυτίζεται μέ τήν ἔννοια τοῦ χριστιανοῦ.
Εἴμασταν παλληκάρια γεννημένα στά χρόνια τοῦ 1920 ἕως 1930, ὥστε δέν εἴχαμε ποτέ καμμιά ἕδρα, συνεπῶς οὔτε καμμιά εὐθύνη γιά τά γεγονότα αὐτοῦ τοῦ αἰῶνα. Εἴχαμε τήν πίστη ὅτι δέν κάνουμε πολιτική, ἀλλά παιδεία. Ἐπιθυμούσαμε ν΄ἀποτελέσουμε ἕνα πρότυπο ὑψηλῆς ζωῆς καί συμπεριφορᾶς, ἡ ὁποία ν΄ἀναλάβει στά χέρια της τήν μοίρα τοῦ ρουμανικοῦ Ἔθνους.
Δέν γνωρίζαμε οὔτε τό ἱερατικό μοντέλο, οὔτε τήν πολιτική τῆς Χώρας. Εἴχαμε τήν συνείδηση ὅτι δέν κάνουμέ κάποιο λάθος ἀπέναντι τοῦ Ἔθνους καί τῆς πατρίδος μας, ἀλλά ὅμωας χτυπιόμασταν ἀπό τούς ἐχθρούς τοῦ Ἔθνους καί τῆς πατρίδος.
Μεταξύ μας καί ἀνάμεσα στούς δώκτες μας παρέμειναν οἱ ψυχές μας καθαρές, ἐνάρετες καί ἐμψυχωμένες ἀπό ἱερούς πόθους. Ἀγωνιζόμασταν νά ζήσουμε καί νά διατηρήσουμέ μιά πίστη, ἕνα ὄνειρο, ἕνα ἰδανικό.
Εἴμασταν μαζεμένοι ἀπό ὅλη τήν Χώρα, διότι δέν εἴχαμε σταματήσει κἄπου νά ἐνωθοῦμε σέ συνεδριάσεις, ὕστερα ἀπό τήν ἀπόφαση τοῦ στρατάρχη Ἀντωνέσκου ν΄ἀπαγορεύσει τήν παρουσία τῆς Ἀδελφότητας τοῦ Σταυροῦ (μέ τήν έγκριση του Χίτλερ).
Ἡ ἡλικία μας ἦταν ἀπό 12 ἕως 21 ἐτῶν καί οἱ ποινές ἐποίκιλλαν ἀπό 5 ἕως καί 25 χρόνια. Ἡ πλειονότητα προερχόμασταν ἀπό φτωχές καί ταπεινές οἰκογένειες καί στήν κοινωνία εἴμασταν ἀπό τά καλύτερα καί σεβαστά παιδία.
Ὁ καθένας ξεμοναχιάστηκε σ΄ ἕνα κρατητήριο: τέσσερα ἐπί τέσσερα μέτρα, καγκελωτό παράθυρο, κατάκλειστη πόρτα, τοῖχοι βαμμένοι, ἕνα κρεβάτι ἀπό μαῦρο σίδερο καλυμμένο μ΄ ἕνα παλαιό καί τριμμένο στρῶμα. Τό πάτωμα εἶχε καταστραφεῖ ἀπό τά ἑκατομμύρια βήματα χιλιάδων κρατουμένων πού πέρασαν ἀπό ἐδῶ. Οἱ τοῖχοι ἦταν ραγισμένοι καί οἱ κοριοί δέν ντρέπονταν νά τρέχουν ἐπάνω μας γιά νά βροῦν τήν τροφή τους.
Ἡ πόρτα κλείστηκε, ἡ ἀμπάρα ἔτριξε καί τό κελλί τοῦ καθενός μας ἔπεσε ἐπάνω μας καί μᾶς καταπλάκωσε. Μπήκαμε σ΄ ἕνα καινούργιο κόσμο. Ὁ ἄλλος κόσμος ἔμεινε κἄπου μακριά, μακριά …
Τά λόγια τοῦ δικαστικοῦ ταγματάρχη ἐξαγρίωναν πολλούς καί τούς πεισμάτιζαν περισσότερο. Γιά ἄλλους τά λόγια του ἦταν ἡ αἰτία πτώσεώς τους ἀκόμη ἀπό τήν ἀρχή. Σ΄ αὐτήν τήν πορεία ὅποιος δέν εἶχε μεγάλες πνευματικές μπαταρίες, ἐνικᾶτο – ἀλλά ὑπῆρξαν καί ὡρισμένοι πού εἶχαν πλουτίσει πνευματικά, λόγῳ ἀκριβῶς τῆς μάχης τους μέ τό κακό.
Ὁ στρατιωτικός δικαστής
Ὁ στρατιωτικός δικαστής ἦταν ἕνας συνηθισμένος κοσμικός τύπος, τόν ὁποῖον καταφρονούσαμε. Προερχόμενος ἀπό μιά οἰκογένεια μέ πονηρές συνήθειες, ὁ φιλόδοξος νεαρός ἔγινε στρατιωτικός δικαστής.
Ὅταν τόν Νοέμβριο 1938, στό Τινκαμπέστι, 14 ἄνθρωποι πυροβολήθηκαν καί ὕστερα πετάχτηκαν σ΄ ἕνα λάκκο καί κάηκαν μέ ἰσχυρό ὀξύ (15 μπιτόνια βιτριόλι) γιά νά μήν ἀναγνωρισθοῦν, οἱ βασανιστές θυμήθηκαν ὅτι δέν εἶχαν καλέσει κι ἕναν εἰσαγγελέα γιά νά διαπιστώσει ὅτι οἱ δεκατέσσερις «προσπάθησαν νά δραπετεύσουν στό δάσος καί, στήν μάχη πού ἔδωσαν μέ τούς φύλακές τους, πυροβολήθηκαν».
Ποιός μποροῦσε νά παίξει αὐτό τό ἀπαίσιο παιχνίδι; Ὁ στρατιωτικός δικαστής Ἀουρέλ Μουντεάνου. Ἔτσι ξεκίνησε ἡ μεγάλη του καριέρα. Τόν ἔφεραν ἀμέσως στήν Ζιλάβα καί μέσα σέ ἀτμόσφαιρα τρόμου καί φρίκης, τοῦ ἀνακοινώθηκε τί πρέπει νά κάνει – καί τό ἔκανε χωρίς γογγυσμό καί δισταγμό. Καί ὅταν ἕνας ἀπό τούς ἀνθυπασπιστές, ὁ ὁποῖος εἶχε φονεύσει μέ στραγγαλισμό κάποιον φυλακισμένον, εἶχε κυριευθῆ ἀπό λύπη καί ἀπό ἕνα νευρικό κλονισμό, οὐρλιάζοντας ὅσο μποροῦσε δυνατώτερα ὅτι ἐφόνευσε ἕναν ἀθῶο ἄνθρωπο, ὁ στρατιωτικός δικαστής Ἀουρέλ Μουντεάνου τόν ἀπείλησε καί τόν χτύπησε γιά νά σιωπᾶ καί τόν ἀνάγκασε νά ὑπογράψει μιά δήλωση σύμφωνα μέ τό τυπικό πού εἶχε δοθῆ ἀπό τούς δολοφόνους κομμουνιστές.
Τό 1941, ὁ στρατιωτικός δικαστής σκηνοθέτησε τόν στυγερό σφαγιασμό 30 Ἑβραίων, πού βρέθηκαν κρεμασμένοι στά τσιγκέλια ἑνός σφαγίου τοῦ Βουκουρεστίου. Ἐπίσης, αὐτός ὁ στρατιωτικός δικαστής ἔγραψε κι ἕνα ψεύτικο πρακτικό, σύμφωνα μέ τό ὁποῖο ἕνας δυστυχισμένος ρουμᾶνος στρατιώτης, πού εἶχε πεθάνει στίς φλόγες ἑνός πυρπολημένου αὐτοκινήτου, παρουσιάστηκε σάν θῦμα ἐπάνω στό ὁποῖο οἱ λεγεωνάριοι ἔριξαν βενζίνη καί τό ἔκαψαν.
Αὐτός ἦταν ὁ στρατιωτικός διοικητής τοῦ Ἀϊουντ, στάλμένος μέ τήν ἀποστολή γιά νά μᾶς καταστρέψει. Αὐτός ἔγινε γιά ἐμᾶς τό σύμβολο τῆς ἀνανδρίας καί τῆς δολοφονίας, τῆς ἀσέβειας καί τῆς ἀγριότητας, ὥστε τόν μισούσαμε μέχρι τόν θάνατόν μας.
Ἐπιμέλεια κειμένου Αναβάσεις
________________________________________________
Τό κείμενο προέρχεται ἀπό τά ἀρχεῖα τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου, τόν ὁποῖον καί εὐχαριστοῦμε θερμά γιά τήν παραχώρηση τῶν ἀρχείων, ὅπως ἐπίσης εὐχαριστοῦμε καί τόν γέροντα τῆς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου πατέρα Γεώργιο Καψάνη γιά τήν εὐλογία καί τήν ἄδεια δημοσίευσης.
http://www.hristospanagia.gr/?p=8440#more-8440
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου