Ἀκοῦστε τήν ὁμιλία ἐδῶ:1.Ἡ οὐσία τῆς Ὀρθόδοξης Παράδοσης
Τό θέμα μας
σήμερα εἶναι πολύ σημαντικό στήν σειρά τῶν συνάξεων πού κάνουμε πάνω
στήν Πατερική Θεολογία τοῦ π. Ἰωάννη Ρωμανίδη καί ἀφορᾶ στήν οὐσία τῆς
Ὀρθόδοξης Παράδοσης.
Πολλές φορές ἀκοῦμε
τήν ἔκφραση «Ὀρθόδοξη παράδοση» καί ἀπό τούς ἐπίσημους ἡγέτες μας, τούς
πολιτικούς, τούς θρησκευτικούς, τούς στρατιωτικούς, οἱ ὁποῖοι λένε ὅτι
ὑποστηρίζουν τήν παράδοση, τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση καί τήν Ὀρθοδοξία. Ὅμως
τί εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση; Ποιά εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση; Συνήθως ὁ
νοῦς μας ἀκούγοντας τήν λέξη παράδοση πηγαίνει στούς παραδοσιακούς
χορούς, στίς παραδοσιακές φορεσιές κ.λ.π.
Αὐτό ὅμως δέν εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη
Παράδοση. Δέν εἶναι δηλαδή ἕνα μουσειακό ἔκθεμα, τό ὁποῖο μποροῦμε νά τό
βάλουμε σέ ἕνα μουσεῖο ἤ ὅπως βάζουμε ἕνα διατηρητέο κτίριο στήν λίστα
μέ σκοπό νά τό φυλάξουμε, νά φυλάξουμε καί τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση ὡς ἕνα
πολύ σημαντικό στοιχεῖο, τό ὁποῖο ὅμως εἶναι τοῦ παρελθόντος. Ὄχι, δέν
εἶναι τοῦ παρελθόντος.
Ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση εἶναι ζῶσα καί μεταδίδεται,
παρά-δίδεται -γι’ αὐτό λέγεται Παράδοση- ἀπό γενιά σέ γενιά ἀπό αὐτούς
πού τήν ζοῦνε, ὄχι ἀπό ὅλους! Ἀπό αὐτούς πού βιώνουν αὐτήν τήν θεραπεία
πού δίνει ἡ Ὀρθοδοξία. Καθώς οἱ ἴδιοι εἶναι θεραπευμένοι, μεταδίδουν καί
στούς ἄλλους στή συνέχεια αὐτή τήν θεραπευτική μέθοδο.
Ὑπάρχει ὁ
Πνευματικός πατέρας, ὁ ὁποῖος ἔχει τά πνευματικά του παιδιά, τά ὁποῖα
θεραπεύει μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Αὐτά ἔπειτα, ἐφ’ ὅσον ἔχουν ζήσει ὅ,τι
καί ὁ Πνευματικός, γίνονται ζωντανοί φορεῖς τῆς Ὀρθοδοξίας καί μποροῦν
τήν Παράδοση πού τούς παρέδωσε ὁ Πνευματικός τους πατέρας νά τήν
παραδώσουν μέ τήν σειρά τους στά δικά τους πνευματικά παιδιά. Ἔτσι
κρατιέται ζωντανή ἡ πίστη καί ἡ Ὀρθοδοξία. Οὐσιαστικά αὐτή εἶναι ἡ
Ὀρθόδοξη Παράδοση: νά μεταδίδουν αὐτό τό βίωμα καί αὐτή τήν μέθοδο ἀπό
γενιά σέ γενιά.
Αὐτός δέ, εἶναι καί
ὁ ρόλος τῆς Ἐκκλησίας νά κρατάει αὐτή τήν Παράδοση, νά τήν μεταδίδει
ἀπό γενιά σέ γενιά καί διά αὐτῆς τῆς παράδοσης πού βιώνεται νά
θεραπεύονται καί νά σώζονται οἱ ἄνθρωποι.
– Ποιά εἶναι λοιπόν ἡ οὐσία τῆς Ὀρθόδοξης Παράδοσης;
Ἡ Ὀρθόδοξη παράδοση προσφέρει τήν μοναδική μέθοδο θεραπείας τοῦ νοός τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδή τῆς ψυχῆς του. Ὅταν
λέμε νοῦ, νά σκεπτόμαστε τήν ψυχή. Οἱ Πατέρες λέγοντας νοῦ καί ψυχή
ἐννοοῦν τό ἴδιο. Ὅταν λέμε θεραπεία τοῦ νοός, ἐννοοῦμε τήν θεραπεία τῆς
ψυχῆς. Καί ὅταν λέμε θεραπεία τῆς ψυχῆς ἐννοοῦμε σωτηρία, ἐννοοῦμε
φωτισμό, ἐννοοῦμε θέωση, ἐννοοῦμε ἁγιότητα. Αὐτός εἶναι ὁ θεραπευμένος
καί ὁ σωσμένος, ὁ Ἅγιος.
Ἡ θεραπεία αὐτή τῆς ψυχῆς ἡ τοῦ νοός ἔχει δύο φάσεις, ὅπως εἴπαμε, τόν φωτισμό καί τήν θέωση. Ἡ θέωση, δηλαδή ἡ θεοπτία, εἶναι τό
νά βλέπει κανείς τόν Θεό. Μπορεῖ κανείς νά δεῖ τόν Θεό; Ὄχι βέβαια ὅπως
εἶναι, ἀλλά βλέπει καί μετέχει στήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ καί κατεξοχήν
μάλιστα βλέπει τό ἄκτιστο Φῶς. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος προχωρήσει στήν θεοπτία
-φθάσει δηλαδή νά δεῖ τό ἄκτιστο Φῶς- αὐτή εἶναι ἡ ἐγγύησις τῆς θεραπείας, τῆς πλήρους θεραπείας.
Αὐτή ἡ
θεραπευτική μέθοδος, ἡ θεραπευτική ἀγωγή, πού προσφέρει ἡ Ὀρθόδοξος
παράδοσις, παραδίδεται (ἐξ οὕ καί παράδοσις) ἀπό γενεά σέ γενεά μέ
φορεῖς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι ἔφτασαν στόν φωτισμό καί στήν θέωση καί
ἔγιναν θεραπευτές γιά τούς ἄλλους.
Γι’ αὐτό, στήν
Ἐκκλησία μας ἔχουμε τούς Πνευματικούς μας πατέρες. Αὐτοί εἶναι οἱ
γιατροί μας, οἱ πνευματικοί μας γιατροί. Δέν μᾶς στέλνει ὁ Χριστός σέ
ἕνα βιβλίο ἤ σήμερα, θά λέγαμε, σ’ ἕναν ὑπολογιστή νά μάθουμε ὅλα τά
περί τῆς πίστεώς μας σάν ἕναν κώδικα καί σωζόμαστε. Ἀλλά μᾶς στέλνει σ’
ἕναν ζωντανό ἄνθρωπο, θεραπευμένο, ὁ ὁποῖος μᾶς παραδίδει τά μαθήματα
πού χρειάζονται γιά νά θεραπευτοῦμε καί μᾶς ἐκθέτει ὅλη αὐτή τήν μέθοδο,
τήν ὁποία, ἄν τήν ἐφαρμόσουμε καί τή ζήσουμε, θεραπευόμαστε κι ἐμεῖς.
Κατόπιν μποροῦμε νά τήν παραδώσουμε σέ ἄλλους γιά νά θεραπευτοῦν καί
ἐκεῖνοι ἀπό μᾶς.
Δέν εἶναι δηλαδή
ἁπλή μεταβίβασις γνώσεων ἀπό τά βιβλία, ἀλλά μεταβίβασις καί διαδοχή
ἐμπειρίας, τῆς ἐμπειρίας τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς ἐμπειρίας τῆς θεώσεως.
Παρατηρεῖται ὅμως στήν Παλαιά Διαθήκη ὅτι κατάσταση φωτισμοῦ καί θεώσεως
εἶχαν μόνο οἱ Πατριάρχες καί οἱ Προφῆτες τῶν Ἰσραηλιτῶν.
Γιατί καί στήν
Παλαιά Διαθήκη ὑπῆρχε αὐτή ἡ παράδοση. Προσέξτε! Ὁ Θεός τῆς Παλαιᾶς καί
τῆς Καινῆς Διαθήκης εἶναι ὁ ἴδιος. Ὁρισμένοι ἀπό ἄγνοια βάλλονται
ἐναντίον τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί εἰδικά οἱ Δωδεκαθεϊστές λένε ὅτι
ἔχουμε μιά Ἑβραϊκή θρησκεία. Αὐτό δέν εἶναι σωστό. Ἔχουμε τήν ἐξ
ἀποκαλύψεως πίστη.
Πρίν ἀπό τούς Προφῆτες ἔχουμε τούς Πατριάρχες. Πρό τοῦ Μωϋσέως ἔχουμε τόν Ἀβραάμ. Ἀπό
τήν Παλαιά Διαθήκη γνωρίζουμε τούς Πατριάρχες: τόν Ἀβραάμ, τόν Ἰσαάκ
καί τόν Ἰακώβ. Ὁ Ἀβραάμ ζοῦσε 1800 χρόνια π.Χ. Ὁ Ἀβραάμ ἦταν ὁ πρῶτος
μονοθεϊστής μετά τόν Νῶε, πού μίλησε μέ τόν Θεό καί εἶχε θεοπτία. Εἶχε
φθάσει στήν θέωση.
Διαβάζουμε
ὅμως στήν Παλαιά Διαθήκη ὅτι μέχρι τόν Ἀβραάμ ὑπάρχει συνείδησις τῆς
καταστάσεως τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς θεώσεως. Ὁ ἴδιος ὁ Ἀβραάμ ἦταν θεόπτης,
δηλαδή ἔφθασε σέ θέωση. Αὐτό φαίνεται σαφῶς. Γιά τήν ἐποχή πρό τοῦ
Ἀβραάμ πάλι ἔχουμε στοιχεῖα ἀπό τήν Ἑβραϊκή Παράδοση ὅτι φωτισμός καί
θέωσις ὑπῆρχαν καί στούς προπάτορες τοῦ Ἀβραάμ, παραδείγματος χάριν στόν
Νῶε. Ὁ Νῶε ἦταν κι αὐτός ἕνας ἄνθρωπος φωτισμένος καί θεωμένος. Ἡ
παράδοσις αὐτή, τοῦ φωτισμοῦ δηλαδή καί τῆς θεώσεως, μεταβιβάζεται. Δέν
ἐμφανίζεται ἔτσι ἐκ τοῦ μηδενός. Δέν ἐμφανίζεται ξαφνικά τόν 11ο ἤ 12ο
π.Χ. αἰῶνα στόν Μωϋσῆ.
Ξέρουμε, ὅτι καί ὁ Μωϋσῆς ἦταν θεόπτης. Ἀνέβηκε στό ὄρος Χωρήβ καί εἶδε
τόν Θεό. Ἔμεινε σαράντα ἡμέρες μέσα στόν γνόφο, στό ἄκτιστο Φῶς καί
συνομιλοῦσε μέ τόν Θεό, ὁ Ὁποῖος καί τοῦ παρέδωσε τίς πλάκες μέ τίς δέκα
ἐντολές.
Ὑπάρχει
Καινή Διαθήκη, ὑπάρχει καί Παλαιά Διαθήκη. Στήν Καινή Διαθήκη εἶναι πιό
εὔκολος ὁ ἔλεγχος, διότι εἶναι περιορισμένος ὁ χρόνος διαρκείας της. Ἡ
Παλαιά Διαθήκη ὅμως περιλαμβάνει 1500 χρόνια ἱστορίας. Μέσα τώρα σ’
αὐτήν τήν περίοδο ἔχουμε μία σπονδυλική στήλη. Αὐτή ἡ σπονδυλική στήλη,
πού εἶναι ἡ παράδοσις τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς θεώσεως, πού μεταβιβάσθηκε
ἀπό Προφήτη σέ Προφήτη, εἶναι καί ἡ οὐσία τῆς Ὀρθοδόξου παραδόσεως. Οἱ Προφῆτες στήν Παλαιά Διαθήκη μετέδιδαν αὐτή τήν μέθοδο τῆς θεραπείας τῆς ψυχῆς ἀπό γενιά σέ γενιά.
Ἡ μεταβίβασις
τῆς ἐμπειρίας τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς θεώσεως ἀπό γενεά σέ γενεά ἐκτείνεται
στήν Παλαιά Διαθήκη χρονικά ἀπό τόν Ἀβραάμ μέχρι τόν Ἰωάννη τόν
Πρόδρομο, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ
τελευταῖος τῶν Προφητῶν. Ἔχουμε μιά σειρά ἀπό Προφῆτες οἱ ὁποῖοι
παραδίδουν αὐτή τήν Ὀρθόδοξο Παράδοση ἀπό γενιά σέ γενιά. Εἶναι ἡ
λεγόμενη Προφητική Παράδοση τῶν Πατριαρχῶν καί τῶν Προφητῶν. Πρίν ἀπό
τόν Μωυσῆ ἔχουμε τόν Ἀβραάμ. Πρίν ἀπό τόν Ἀβραάμ, ὅπως εἴπαμε, ἔχουμε
τόν Νῶε. Ἔχουμε καθ’ ὅλη τήν διάρκεια τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης αὐτή τήν
Παράδοση, ἡ ὁποία κρατιέται ζωντανή χάρη σέ κάποιους φορεῖς, σέ κάποιους
ἀνθρώπους. Σήμερα μέ τήν ἀρχαιολογία ἔχουν βρεῖ εὐρήματα – ντοκουμέντα,
τά ὁποῖα ἀποδεικνύουν αὐτή τήν ἀλήθεια πού λέμε καί γιά τήν ἐποχή τοῦ
Μωυσῆ, ἀλλά καί ἀκόμη πιό πρίν γιά τόν Ἀβραάμ.
Ἡ οὐσία τῆς
ὀρθόδοξης παράδοσης ἑπομένως, δέν εἶναι μόνο τό βιβλίο τῆς Ἁγίας Γραφῆς
καί τίποτα ἄλλο, ὅπως λέγουν οἱ Προτεστάντες. Ὄχι, δέν εἶναι αὐτό ἡ
οὐσία τῆς Παράδοσής μας, ἀλλά εἶναι ἡ μεταβίβαση αὐτῆς τῆς ἐμπειρίας τοῦ
φωτισμοῦ καί τῆς θέωσης, διαδοχικά ἀπό τόν Ἀδάμ μέχρι τίς ἡμέρες μας. Γιατί καί ὁ Ἀδάμ πρίν πέσει ἦταν φωτισμένος καί θεωμένος.
Αὐτή εἶναι ἡ Προφητική παράδοσις, ἡ παράδοσις τῶν Πατριαρχῶν καί τῶν Προφητῶν, ἀπό
τόν Ἀδάμ μέχρι σήμερα. Μέσα σ’ αὐτή τήν Παράδοση ἡ Ἁγία Γραφή εἶναι ἕνα
γραπτό τμῆμα πού ἀποκρυσταλλώνει αὐτή τήν μέθοδο. Δέν εἶναι ὅμως τό
ἅπαν ἡ Ἁγία Γραφή. Τό ἅπαν εἶναι αὐτή ἡ ζωντανή Παράδοση. Ἡ ζωντανή
ἐμπειρία, ἡ ὁποία παραδίδεται ἀπό γενιά σέ γενιά. Γι’ αὐτό σήμερα, ἄν
θέλουμε νά βροῦμε τήν ὀρθόδοξη παράδοση δέν θά πᾶμε στά βιβλία, ἀλλά θά
πᾶμε στούς ζωντανούς φορεῖς. Δέν μποροῦμε νά κάνουμε πνευματική ζωή, ἄν
δέν ἔχουμε Πνευματικό ὁδηγό, Πνευματικό πατέρα πού θά μᾶς βοηθήσει νά
ζήσουμε κι ἐμεῖς αὐτή τήν ἐμπειρία τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς θέωσης.
Κάτι ἀκόμα
πολύ σημαντικό: ἡ Ὀρθοδοξία δέν εἶναι θρησκεία. Πολλοί σήμερα λεγόμενοι
ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας ἔχουν τέτοια ἀντίληψη ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι σάν
ὅλες τίς θρησκεῖες.
– Τί σημαίνει θρησκεία;
Θρησκεία οὐσιαστικά
σημαίνει δεισιδαιμονία. Δηλαδή ἕνας φόβος πού ὑπάρχει ἀπέναντι στόν Θεό
καί μιά διαδικασία νά ἔχουμε τόν Θεό μέ τό μέρος μας, νά κάνουμε θυσίες
νά τόν ἐξιλεώσουμε, γιατί μπορεῖ καί νά εἶναι ὀργισμένος καί γι’ αὐτό
ἔχουμε αὐτά τά κακά πού ἔχουμε. Γιά νά μᾶς πᾶνε ἑπομένως καλά τά
πράγματα θά πρέπει νά δώσουμε κάτι στόν Θεό. Αὐτό εἶναι θρησκεία. Ἡ
Ὀρθοδοξία δέν εἶναι αὐτό τό πράγμα, ἀλλά δυστυχῶς κάποιοι κατ’ ὄνομα
ὀρθόδοξοι ἔχουν κάνει καί τήν Ὀρθοδοξία θρησκεία καί βλέπουν τόν Θεό σάν
ἕναν θεό πού ὀργίζεται, ἔχει θυμώσει καί χρειάζεται ἐξιλέωση. Γι’ αὐτό,
θά Τοῦ πᾶνε μιά μεγάλη λαμπάδα, θά κάνουν ἕνα τάμα ἤ θά κάνουν δέκα
εὐχέλαια γιά νά πᾶνε καλά τά πράγματα. Δηλαδή ἔχουν καταντήσει τήν
Ὀρθοδοξία μαγεία.
– Τί εἶναι ὅμως ἡ Ὀρθοδοξία;
Ὅπως ἔχουμε πεῖ,
εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο καί εἶναι αὐτή ἡ ἐμπειρία τῆς
κάθαρσης, τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς θέωσης, πού ὁδηγεῖ τελικά στήν ἕνωση μέ
τόν Χριστό. Ἐνῶ ὅλοι αὐτοί πού κάνουν αὐτά πού εἴπαμε προηγουμένως μέ
τούς μεγάλους σταυρούς καί τά τάματα, δέν νοιάζονται νά βροῦν τόν Θεό,
ἀλλά ἁπλῶς γιά νά περάσουν καλά ἤ σ’ αὐτή τή ζωή ἤ τουλάχιστον μετά
θάνατον νά πᾶνε στόν Παράδεισο. Νά ἐξασφαλιστοῦν κατά κάποιο τρόπο χωρίς
νά νοιάζονται ἄν ὑπάρχει Θεός ἤ ὄχι κι ἄν ἔχουν ζωντανή κοινωνία μέ τόν
Θεό.
Λέει πολύ ὡραῖα ὁ π. Ἰωάννης: Σέ
πολλούς ἐπικρατεῖ ἡ ἀντίληψις ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι μία ἀπό τίς πολλές
θρησκεῖες, πού ἔχει σάν κύρια μέριμνά Της τήν προετοιμασία τῶν μελῶν τῆς
Ἐκκλησίας γιά τήν ζωή μετά θάνατον, νά ἐξασφάλισει δηλαδή μία θέση στόν
Παράδεισο γιά κάθε Ὀρθόδοξο Χριστιανό. Ἔτσι θεωρεῖται ὅτι τό Ὀρθόδοξο
δόγμα προσφέρει μία ἐπί πλέον ἐξασφάλιση, ἐπειδή εἶναι ὀρθόδοξο, καί
ὅτι, ἄν κανείς δέν πιστεύει στό Ὀρθόδοξο δόγμα, αὐτό εἶναι ἕνας ἐπί
πλέον λόγος γιά νά πάει στήν Κόλαση ὁ ἄνθρωπος αὐτός, ἐκτός δηλαδή ἀπό
τό ὅτι ἐνδεχομένως θά τόν στείλουν ἐκεῖ τά προσωπικά του ἁμαρτήματα.
Πιστεύουν λοιπόν
κάποιοι πώς ἄν εἶσαι Ὀρθόδοξος, ἔχεις ἕναν ἐπιπλέον λόγο νά πᾶς στόν
Παράδεισο καί νομίζουν ὅτι ἐπειδή ἔχουν τήν σωστή δόξα, τήν σωστή πίστη,
θά σωθοῦν. Ἀλλά ὅπως λέγαμε δέν μᾶς σώζει τό δόγμα ἀπό μόνο του. Τό
δόγμα ἁπλῶς δείχνει τόν δρόμο καί τόν τρόπο καί βάζει τά ὅρια, πέρα ἀπό
τά ὁποῖα ἅμα ξεφύγεις, βρίσκεσαι στήν περιοχή τοῦ θανάτου. Χρειάζεται
ὅμως νά ἔχεις τό βίωμα, ὄχι μόνο τό ὀρθόδοξο δόγμα, τήν ὀρθόδοξη πίστη,
ἀλλά καί τήν ὀρθόδοξη ζωή, τήν ὀρθόδοξη ἐμπειρία. Κάποιοι λοιπόν
πιστεύουν ὅτι ὁ χριστιανός κάνει μερικά πράγματα γιά νά χαρεῖ μετά
θάνατον. Λάθος! Ὅσοι
Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί πιστεύουν ὅτι αὐτό τό πράγμα εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία,
αὐτοί ἔχουν συσχετίσει τήν Ὀρθοδοξία ἀποκλειστικά μέ τήν μέλλουσα ζωή.
Καί αὐτοί δέν κάνουν καί πολλά πράγματα σ’ αὐτήν τήν ζωή, ἀλλά
περιμένουν νά πεθάνουν, γιά νά πᾶνε στόν Παράδεισο, ἐπειδή, ὅταν ζοῦσαν,
ἦταν Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί! Νομίζουν ὅτι θά πᾶνε δηλαδή στόν Παράδεισο ἐπειδή, ὅταν ζοῦσαν ἐδῶ ἦταν Ὀρθόδοξοι! Λάθος!
Μιά ἄλλη μερίδα
Ὀρθοδόξων δραστηριοποιεῖται μέσα στόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας ἐνδιαφερομένη
ὄχι γιά τήν ἄλλη ζωή, ἀλλά κυρίως γι’ αὐτήν ἐδῶ τήν ζωή. Δηλαδή γιά τό
πῶς θά τούς βοηθήσει ἡ Ὀρθοδοξία νά ζήσουν καλά σ’ αὐτήν τήν ζωή.
Τέτοιοι Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί προσεύχονται στόν Θεό, βάζουν τούς παπάδες –δέν εἶναι ὑποτιμητικό αὐτό, καί στό Ἅγιο Ὄρος παπάδες λέμε τούς ἱερεῖς- νά
κάνουν προσευχές, κάνουν ἁγιασμούς, παρακλήσεις εὐχέλαια κ.λ.π., γιά νά
τούς βοηθάει ὁ Θεός νά περνᾶνε καλά σ’ αὐτήν τήν ζωή. Τό λένε ὅτι θέλουν ἕνα εὐχέλαιο γιά τό καλό! Ἔτσι γιά νά πᾶνε καλά τά πράγματα, νά
μήν ἀρρωσταίνουν, νά ἀποκαθίστανται τά παιδιά τους, νά ἐξασφαλίσουν στά
κορίτσια τους μία καλή προίκα καί ἕναν καλό γαμπρό, τά ἀγόρια τους νά
βροῦν καλές κοπέλες μέ καλή προίκα γιά νά παντρευτοῦν, οἱ δουλειές τους
νά πηγαίνουν καλά, τό ἐμπόριο, μέ τό ὁποῖο ἀσχολοῦνται, νά πηγαίνει
καλά, ἀκόμη καί τό χρηματιστήριο ἤ ἡ βιομηχανία τους, κλπ. Καί
εἶναι χαρακτηριστική ἡ ἔκφραση πού λένε ‘’πάνω ἀπό ὅλα ἡ ὑγεία’’ καί
βέβαια ἐννοοῦν τήν σωματική, ὄχι τήν πνευματική ὑγεία. Ἄρα γιά νά πᾶνε
καλά τά πράγματα καί νά ἔχουμε καλή ὑγεία, κάνουμε καί τά παραπάνω,
φέρνουμε καί τόν παπά σάν τόν μάγο τῆς φυλῆς νά μᾶς κάνει καί ἕνα
εὐχέλαιο. Μεγάλη πλάνη..
Ὁπότε βλέπουμε
ὅτι αὐτοί οἱ Χριστιανοί δέν διαφέρουν κατά πολύ ἀπό τούς πιστούς τῶν
ἄλλων θρησκειῶν, πού κάνουν καί ἐκεῖνοι τά ἴδια περίπου πράγματα. Γιατί
ἔτσι κάνουν στίς ἄλλες θρησκεῖες: θά πάει τό σταφύλι στόν Βούδα ὡς
θυσία καί λέει ‘’ἐγώ εἶμαι ἐντάξει τώρα, ἔκανα τήν προσφορά μου στόν
Βούδα, τόν ἐξιλέωσα καί γιά φέτος πιστεύω νά πᾶνε καλά τά πράγματα’’.
Δηλαδή βλέπει
κανείς ἀπό τά παραπάνω τήν Ὀρθοδοξία νά ἔχει αὐτά τά δύο κοινά σημεῖα μέ
ὅλα τά ἄλλα θρησκεύματα: Πρῶτον, τό νά προπαρασκευάζει τούς πιστούς γιά
τήν ζωή μετά θάνατον, ὥστε νά πᾶνε στόν Παράδεισο, χωρίς νά ξέρουν τί εἶναι ὁ παράδεισος,
ὅπως ὁ καθένας τόν φαντάζεται, καί δεύτερον, τό νά φροντίζει, ὥστε οἱ
Χριστιανοί νά μήν περνοῦν θλίψεις, στενοχώριες, καταστροφές, ἀρρώστιες,
πολέμους κλπ. σ’ αὐτήν ἐδῶ τή ζωή, δηλαδή ὁ Θεός νά τά τακτοποιεῖ ὅλα
κατά τίς ἀνάγκες ἤ τίς ἐπιθυμίες τους. Ὄχι αὐτοί νά κάνουν τήν ζωή πού θέλει ὁ Θεός, ἀλλά ὁ Θεός νά κάνει αὐτά πού θέλουν. Καταλαβαίνετε τήν διαφορά;
Ὄχι νά δίνουμε τήν κόλλα μας στόν Θεό λευκή καί νά λέμε «Θεέ μου γράψε
ὅ,τι θέλεις Ἐσύ καί ἐγώ ὑπογράφω», ἀλλά δίνουμε τήν κόλλα γραμμένη στόν Θεό
λέγοντας: «Θεέ μου θέλω αὐτά, αὐτά κι αὐτά καί βάλε καί ὑπογραφή καί μή
τυχόν καί δέν βάλεις γιατί δέν ξαναπατάω στήν Ἐκκλησία». Αὐτό τό
τεράστιο λάθος κάνουμε.
Ἔτσι γι’ αὐτούς τούς δεύτερους, ἡ θρησκεία παίζει μεγάλο ρόλο σ’ αὐτήν τήν ζωή καί μάλιστα σ’ αὐτήν τήν καθημερινή τους ζωή. Κατά βάθος ὅμως ἀπ’ ὅλους τούς παραπάνω Χριστιανούς ποιός ἐνδιαφέρεται ἄν ὑπάρχει ἤ δέν ὑπάρχει Θεός; Ποιός Τόν ἀναζητᾶ; Ποιός
δηλαδή ἀναζητᾶ μιά προσωπική σχέση μέ τόν Θεό; Λέει κανείς ‘’κάνω
προσευχή’’. Δηλαδή μιλάω μέ τόν Θεό κι ἄν ρωτήσεις ΄’τί σοῦ λέει ὁ
Θεός;’’, θά πάρεις τήν ἀπάντηση ‘’τίποτα’’. Εἶναι ἐπικοινωνία αὐτή μέ
τόν Θεό; Ἐπικοινωνία τί σημαίνει; Λέω καί ἀκούω, ὄχι μόνο λέω. Δέν εἶναι
μονόλογος, εἶναι διάλογος. Πόσοι ἐνδιαφέρονται νά κάνουν διάλογο μέ τόν
Θεό; Νά ἀκούσουν τόν Θεό, ὄχι μόνο νά ποῦνε στόν Θεό.
Γι’ αὐτούς δέν τίθεται θέμα ἄν ὑπάρχει Θεός ἤ ὄχι, ἐφ’ ὅσον καλύτερα θά ἦταν νά ὑπῆρχε Θεός. Λένε
σίγουρα ὑπάρχει μιά ἀνώτερη δύναμη, ἀφοῦ ἔχουμε ἀνάγκες. Καί οἱ μασόνοι
πιστεύουν στόν Μέγα Ἀρχιτέκτονα τοῦ Σύμπαντος… Αὐτός εἶναι ὁ Θεός; Θά
ἦταν καλύτερα λοιπόν νά ὑπῆρχε Θεός, γιά
νά μποροῦμε νά τόν ἐπικαλούμεθα καί νά Τοῦ ζητοῦμε νά ἱκανοποιεῖ τίς
ἀνάγκες μας, ὥστε νά πηγαίνουν καλά οἱ δουλειές μας καί νά ἔχουμε κάποια
εὐτυχία σ’ αὐτή τήν ζωή.
Ἑπομένως εἶναι ἀναγκαῖο νά ὑπάρχει Θεός, γιατί ἐμεῖς ἔχουμε ἀνάγκες καί
μέ τά ἀνθρώπινα μέσα δέν μποροῦμε νά τίς ἱκανοποιήσουμε. Καί θά λέγαμε
ὅτι σ’ αὐτό ἔχουν δίκαιο κάποιοι ἄθεοι πού μᾶς κατηγοροῦν ὅτι ἔτσι
φερόμαστε. Ὄντως στίς ἄλλες θρησκεῖες ἔτσι λειτουργοῦν, ἀλλά ἡ Ὀρθοδοξία
δέν εἶναι κάτι τέτοιο. Δέν εἶναι δική μας ἐφεύρεση ὁ Χριστός γιά νά μᾶς
ἐξισώνει μέ τίς θρησκεῖες. Ὁ Χριστός μᾶς ἀποκαλύφθηκε, δέν ἐφευρέθηκε
ἀπό μᾶς, οὔτε ἀνακαλύφθηκε ἀπό μᾶς.
Ὁπότε βλέπουμε
ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔχει μιά ἰσχυρότατη τάση νά θέλει νά ὑπάρχει Θεός, νά
πιστεύει ὅτι ὑπάρχει Θεός, διότι εἶναι μία ἀνάγκη γιά τόν ἄνθρωπο νά
ὑπάρχει Θεός, γιά νά ἐξασφαλίζει τά ὅσα εἴπαμε. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι φίλαυτος καί ὑποδουλωμένος στά πάθη του καί θέλει νά περνάει καλά, καί ἐφ’ ὅσον εἶναι λοιπόν μία ἀνάγκη γιά τόν ἄνθρωπο τό νά ὑπάρχει Θεός, ἄρα Θεός ὑπάρχει! Χωρίς νά Τόν ψάχνουν, χωρίς νά ἀναζητοῦν Τόν Θεό.
Ἄν ὁ ἄνθρωπος δέν
εἶχε τήν ἀνάγκη ἑνός Θεοῦ καί ἄν μποροῦσε νά ἐξασφαλίσει αὐτάρκεια τῶν
πρός τό ζῆν σ’ αὐτήν τήν ζωή μέ κάποιον ἄλλο τρόπο, τότε δέν ξέρει
κανείς πόσοι ἄνθρωποι θά πίστευαν στόν Θεό. Αὐτό, γίνεται, ἐν πολλοῖς
στήν Ἑλλάδα. Βλέπετε σήμερα
πού ἡ ἐπιστήμη ὑπόσχεται νά καλύψει ὅλες τίς ἀνάγκες, πόσο ἔχει
προχωρήσει ἡ ἀθεΐα. Λένε ‘’ἔχω τήν ἰατρική, τήν ψυχολογία, τήν
κοινωνιολογία ἱκανοποιῶ ὅλες μου τίς ἀνάγκες’’. Δέν χρειάζεται ὁ Θεός
καί ἔτσι οἱ ἄνθρωποι τῆς Δύσης ζοῦνε ἄθεοι, χωρίς καμία πνευματική
ἀναζήτηση. «Παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις» (Ψαλμ. 48,13),
ζοῦνε ὅπως τά ζῶα καί χειρότερα, γιατί ἀκριβῶς δέν ὑπάρχει αὐτή ἡ
ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ καί πίστεψαν στόν νέο θεό τήν ἐπιστήμη καί τήν
τεχνολογία, νομίζοντας ὅτι μποροῦν μ’ αὐτές νά τά ἐξασφαλίσουν ὅλα καί
ἀρνοῦνται τόν Θεό. Κι ὅταν εἶχαν τόν Θεό, Τόν εἶχαν σάν ἕνα μέσο γιά νά
ἱκανοποιήσουν κάποιες ἀνάγκες πού δέν μποροῦσαν μέ ἄλλο τρόπο. Τώρα πού ἡ
ἐπιστήμη καί ἡ ἰατρική λέει ὅτι θά λύσουν ὅλα τά προβλήματα, λένε ‘’δέν
χρειάζεται τώρα ὁ Θεός, οὔτε νά πᾶμε στήν Ἐκκλησία, εἴμαστε ἄθεοι’’.
Ἀκόμα καί τά μικρά παιδιά στό σχολεῖο δηλώνουν ὅτι δέν πιστεύουν στόν
Θεό καί τό θεωροῦν πολύ μοντέρνο αὐτό καί πολύ σπουδαῖο.
Ἔτσι βλέπουμε,
πολλοί ἄνθρωποι, ἐνῶ πρίν ἦταν ἀδιάφοροι ὡς πρός τήν θρησκεία, πρός τό
τέλος τῆς ζωῆς τους νά θρησκεύουν, μετά ἴσως ἀπό κάποιο γεγονός πού τούς
φόβισε. Ἄλλο φαινόμενο αὐτό
τώρα. Τά γηρατειά, ὁ θάνατος. Τόν θάνατο δέν τόν ξεπέρασε ἀκόμη ἡ
ἐπιστήμη, δέν τόν νίκησε. Ἴσως καί νά τούς τρομοκράτησε καμιά ἀρρώστια,
κανένας καρκίνος. Διότι πλέον δέν μποροῦν νά ζήσουν χωρίς νά ἐπικαλοῦνται νά τούς βοηθήσει κάποιος Θεός, ἀπό δεισιδαιμονική δηλαδή πρόληψη, ὄχι γιατί ἀληθινά ἀναζητοῦν τόν Θεό, ἀλλά ἀπό φόβο. Γι’ αὐτούς τούς λόγους ἡ φύσις τοῦ ἀνθρώπου βοηθᾶ στό νά θρησκεύει ὁ ἄνθρωπος. Ἐπειδή δηλαδή ὅσο περνᾶνε τά χρόνια ἡ φύση καταπίπτει, ὁ ἄνθρωπος τείνει νά θρησκεύει.
– Ἀλλά πόσο γνήσια εἶναι αὐτή ἡ θρησκευτικότητα;
Ὅλοι αὐτοί οἱ
ἄνθρωποι, οἱ παπποῦδες καί οἱ γιαγιάδες πού πᾶνε στήν Ἐκκλησία εἶναι
πράγματι ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ; Συγχωρέστε με ἀλλά πολύ ἀμφιβάλλω ἀπό αὐτά
πού ἀκούω καί ἀπό τίς συμβουλές πού δίνουν στά ἐγγόνια τους. Ἐνῶ ἡ
μητέρα βοηθάει τό παιδί, ἔρχεται ἡ γιαγιά καί γκρεμίζει αὐτό πού λέει ὁ
Πνευματικός στό ἐγγόνι. Γνωρίζω πολλές περιπτώσεις πού τά παιδιά θά
ντύνονταν σωστά, ἀλλα ἡ γιαγιά ὑποστηρίζοντας ὅτι εἶναι πολύ αὐστηρός ὁ
Πνευματικός, τά παροτρύνει νά ντυθοῦν ἔξαλα καί ἀπρόσεκτα. Κι αὐτή ἡ
γιαγιά ὑποτίθεται ὅτι ἐξομολογεῖται καί πάει στήν Ἐκκλησία. Σημαίνει
δηλαδή ὅτι οὐσιαστικά δέν ἔχει ἀλλάξει καί δέν ἔχει βρεῖ τόν Θεό, γιατί
ἄν εἶχε βρεῖ καί ζήσει τόν Θεό δέν θά τά ἔλεγε αὐτά. Ἁπλῶς θρησκεύει ἀπό
μιά φοβία ἐνόψει τοῦ θανάτου.
Αὐτό δέν ἰσχύει μόνο γιά τούς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς, ἰσχύει γιά τούς πιστούς ὅλων τῶν θρησκειῶν, ὅσο περνάει ἡ ἡλικία δηλαδή νά θρησκεύουν περισσότερο.
Παντοῦ ἡ φύσις τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ ἴδια. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος μετά τήν
πτώση του, ἐσκοτισμένος ὅπως εἶναι κατά φύσιν, -μᾶλλον, παρά φύσιν-
ρέπει πρός τήν δεισιδαιμονία. Τά
κάνει ὅλα δεισιδαιμονία. Ἀκόμα καί στήν Ὀρθοδοξία παρατηροῦμε πόσοι
ἄνθρωποι ἔχουν φυλαχτά, κομποσκοίνια στό χέρι -οὔτε ξέρουν πῶς
χρησιμοποιοῦνται- τά βάζουν μόνο στό χέρι, ἀπό μόδα ἤ σάν φυλαχτό,
δεισιδαιμονία δηλαδή. Ὅπως κάποιος πού πάει στόν μάγο καί τοῦ δίνει τό
ματόχαντρο, ἔτσι κι αὐτός λέει στόν παπά ‘’δῶσε μου κάτι νά μέ φυλάει’’.
Ἀλλά ἡ ζωή του δέν ἀλλάζει. Τήν φιλενάδα δέν τήν ἀφήνει, γιά νά τά λέμε
ξεκάθαρα, δέν μετανοεῖ. Τώρα τό ἐρώτημα πού ἀκολουθεῖ εἶναι:
– Ποῦ σταματάει ἡ δεισιδαιμονία καί ποῦ ἀρχίζει ἡ ἀληθινή πίστις;
Σ’ αὐτά τά
θέματα οἱ Πατέρες ἔχουν σαφεῖς θέσεις καί διδασκαλία. Ἕνας ἄνθρωπος, ὁ
ὁποῖος ἀκολουθεῖ ἤ μᾶλλον νομίζει ὅτι ἀκολουθεῖ τήν διδασκαλία τοῦ
Χριστοῦ καί ἁπλῶς πηγαίνει στήν Ἐκκλησία κάθε Κυριακή, πού κοινωνεῖ κατά
τακτά διαστήματα, πού χρησιμοποιεῖ τούς παπάδες γιά νά τοῦ κάνουν
ἁγιασμούς, εὐχέλαια κλπ., χωρίς νά ἐμβαθύνει σ’ αὐτά, παραμένοντας στό
γράμμα τοῦ νόμου καί ὄχι στό πνεῦμα τοῦ νόμου, αὐτός ὠφελεῖται ἰδιαίτερα
ἀπό τήν Ὀρθοδοξία; Καί βέβαια δέν ὠφελεῖται γιατί τά βλέπει ὡς μαγικά καί ἔχει κάνει τήν πίστη δεισιδαιμονία, τήν Ὀρθοδοξία θρησκεία.
Μετά ἕνας ἄλλος,
ὁ ὁποῖος προσεύχεται ἀποκλειστικά γιά τήν μέλλουσα ζωή γιά τόν ἑαυτό
του καί γιά τούς ἄλλους καί ἀδιαφορεῖ τελείως γι’ αὐτήν τήν ζωή, αὐτός
πάλι ὠφελεῖται ἰδιαίτερα ἀπό τήν Ὀρθοδοξία; Ὄχι, γιατί δέν ἔχει κάποιο ἀντίκτυπο στήν ζωή του. Νομίζει ὅτι ἐπειδή εἶναι ὀρθόδοξος μετά θάνατον θά πάει στόν Παράδεισο.
Ἡ μία τάσις ἐκπροσωπεῖται ἀπό τόν παπά τῆς ἐνορίας καί ὅσους μαζεύονται γύρω του μέ τό παραπάνω πνεῦμα,
δηλαδή φωνάζει τόν παπά νά κάνει εὐχέλαιο καί ἁγιασμό καί νομίζει ὅτι
ἔτσι εἶναι καλός χριστιανός. Βέβαια δέν εἶναι κακό νά κάνει κάποιος
εὐχέλαιο ἤ ἁγιασμό, νά μή γίνει παρανόηση, ἀλλά ὅταν τά χρησιμοποιεῖς ὡς
ἁγιαστικά μέσα μαζί μέ τήν ὅλη θεραπευτική τῆς Ἐκκλησίας καί ὄχι ὡς
μαγικά, χωρίς δηλαδή νά ἀλλάζει οὐσιαστικά ἡ ζωή σου, χωρίς νά
μετανοεῖς. Τότε δέν ὠφελεῖσαι, μᾶλλον βλάπτεσαι, γιατί χρησιμοποιεῖς καί
τά πράγματα τοῦ Θεοῦ ὡς ἕνα μαγικό ἐξάρτημα, ὡς ἕνα σύστημα μαγείας πού
θά σέ σώσει χωρίς νά κάνεις κανέναν κόπο.
Καί ἡ ἄλλη
ἐκπροσωπεῖται ἀπό ἕναν Γέροντα σέ μοναστήρι, συνήθως κάποιον
ἀρχιμανδρίτη, πού βρίσκεται σέ σύνταξη καί περιμένει νά πεθάνει, μέ
μερικούς μοναχούς γύρω του,
χωρίς καί αὐτοί δηλαδή νά κάνουν θεραπευτική ἐργασία στόν ἑαυτό τους.
Καί βέβαια ἄν κάνεις στόν ἑαυτό σου, θά κάνεις καί στούς γύρω σου καί θά
ἔχει ἀντίκτυπο σ’ ὅλη τήν οἰκουμένη.
Ἕνας ἀσκητής, ἕνας
ἐρημίτης, ἕνας μοναχός δέν εἶναι ἀντικοινωνικός, ὅπως λανθασμένα ἔχει
ἐπικρατήσει, ὅτι κλείνεται στό μοναστήρι ἀντί νά πάει νά βοηθήσει στήν
κοινωνία, γιατί ἕνας μοναχός βοηθάει καί στηρίζει ὅλη τήν οἰκουμένη
-ὅταν εἶναι ἀληθινός
μοναχός- μέ τήν ἀγάπη καί τήν δακρύβρεχτη προσευχή του καί ὅταν
χρειαστεῖ πάει καί σωματικά καί βοηθάει. Ὅπως ὁ Μέγας Ἀντώνιος ὅταν
χρειάστηκε, παρόλο πού ἦταν πολύ μεγάλης ἡλικίας, κατέβηκε στήν
Ἀλεξάνδρεια γιά νά στηρίξει τούς χριστιανούς πού ἀγωνιζόντουσαν τότε
ἐναντίον τῆς αἵρεσης τοῦ Ἀρείου. Ἀλλά ἔχουμε τήν μαρτυρία τῶν Ἁγίων πού
λένε ὅτι εἶναι στύλοι τῆς Οἰκουμένης οἱ ἅγιοι πού ζοῦν μέσα στήν ἡσυχία
καί τήν ἄσκηση. Καθόλου ἀντικοινωνικοί δέν εἶναι γιατί ἡ ἀληθινή
κοινωνία καί κοινωνικότητα εἶναι ἡ κοινωνία μέ τόν Θεό καί διά τοῦ Θεοῦ
μετά κοινωνεῖς μέ τούς πάντες καί βοηθᾶς νά σωθοῦν οἱ πάντες μέ τήν
προσευχή σου. Ὅταν ὅμως βλέπεις τήν Ὀρθοδοξία, τόν Μοναχισμό καί τήν
Ἐκκλησία σάν ἕνα σύστημα πού θά σοῦ ἐξασφαλίσει μιά καλή κατάσταση μετά
θάνατον, χωρίς νά ἐργάζεσαι σωστά πνευματικά μέσα σου, σφάλλεις.
Ἐφ’ ὅσον οἱ δύο
αὐτές τάσεις δέν εἶναι ἐπικεντρωμένες γύρω ἀπό τήν κάθαρση καί τόν
φωτισμό, ἀπό πατερικῆς ἀπόψεως, εἶναι λανθασμένες ὡς πρός ἐκεῖνο πού
ἐπιδιώκουν, γιατί δέν
ἐργάζονται οὔτε οἱ μέν, οὔτε οἱ δέ στόν ἑαυτό τους καί δυστυχῶς σήμερα
στίς ἐνορίες ἔχουμε μία ἐκκοσμίκευση καί δέν διδάσκεται κἄν αὐτή ἡ
πνευματική ἐργασία. Πῶς θά κάνουν κάθαρση ἀπό τά πάθη τους οἱ ἐνορίτες
καί πῶς θά φτάσουν στόν φωτισμό καί ἄν θέλει ὁ Θεός στή θέωση; Οὔτε κἄν
ἀκούγονται αὐτές οἱ λέξεις μέσα στήν Ἐκκλησία, οὔτε τή λέξη μετάνοια δέν
ἀκοῦμε στά σύγχρονα κηρύγματα. Σπάνιο πράγμα νά τήν ἀκούσεις. Καί τί
ἀκοῦμε; Γιά χορούς παραδοσιακούς, λαϊκά γλέντια, συσσίτια, φιλανθρωπία…
Δέν λέμε ὅτι δέν εἶναι καλά αὐτά, ἀλλά δέν εἶναι τό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας
αὐτό. Καί ἀπό τήν ἄλλη εὐχέλαια καί ἁγιασμούς καί εἴμαστε καλοί
χριστιανοί. Οἱ παπάδες ἐπίσης δέν προλαβαίνουν γιατί πρέπει νά τρέχουν
ἀπό εὐχέλαιο σέ ἁγιασμό καί ἀπό ἁγιασμό σέ γάμο κ.λ.π. Τό μυστήριο τοῦ
γάμου ἔχει κι αὐτό πλήρως ἐκκοσμικευτεῖ καί γίνεται ἐμπαιγμός τοῦ Θεοῦ
τελικά καί καμία θεραπευτική. Αὐτό βέβαια μπορεῖ νά συμβεῖ καί σέ ἕνα
μοναστήρι, ἄν οἱ μοναχοί δέν ἐργάζονται ἐσωτερικά τήν κάθαρση καί τόν
φωτισμό καί κάνουν ἄλλα πράγματα, ἐργόχειρα ἤ καί ἐργοστάσιο ὁλόκληρο
καί ἐπιχείρηση μπορεῖ νά φτιάξουν ἤ ἁπλῶς νά περιμένουν νά πεθάνουν.
Ἑπομένως κι αὐτές οἱ καταστάσεις ἀποτελοῦν ἐκτροπή ἀφοῦ δέν γίνεται
ἐργασία.
Ὅσο ὅμως εἶναι
ἐπικεντρωμένες γύρω ἀπό τήν κάθαρση καί τόν φωτισμό καί ἐφαρμόζουν τήν
Ὀρθόδοξη Πατερική ἀσκητική ἀγωγή γιά τήν ἀπόκτηση τῆς νοερᾶς προσευχῆς,
τότε μόνον τά πράγματα τίθενται πάνω σέ ὀρθή βάση. Γιατί
κυρίως ἡ κάθαρση, ὅπως μᾶς εἶπαν οἱ ἅγιοι Πατέρες, γίνεται μέ τήν
ἀδιάλειπτη προσευχή, δηλαδή μέ τήν συνεχή κατεύθυνση τοῦ νοῦ τοῦ
ἀνθρώπου, μέ τόν συνεχή προσανατολισμό τοῦ νοῦ τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν
Θεό. Τότε καθαρίζεται ὁ νοῦς. Ὁ νοῦς ἔχει λογισμούς. Ὅλοι γνωρίζουμε ὅτι
εἴμαστε φορτωμένοι μέ ἕνα σωρό σκέψεις, λογισμούς καί θέλουμε νά
ἀπαλλαγοῦμε. Πῶς θά ἀπαλλαγοῦμε; Θά πάρουμε ἕνα σκουπόξυλο καί θά
κυνηγᾶμε τούς κακούς λογισμούς; Ὄχι. Γιά νά ξεκολλήσει ὁ νοῦς ἀπό
αὐτούς, θά πρέπει νά κολλήσει στόν Θεό. Αὐτή εἶναι ἡ μέθοδος. Γι’ αὐτό
ἔλεγε ὁ ἅγιος Πορφύριος «μήν ἀσχολεῖστε μέ τό κακό». Μ’ αὐτή τήν ἔννοια
τό ἔλεγε. Ὄχι νά μήν κάνετε τίποτα. Νά μήν κυνηγᾶτε τό κακό, ἀλλά νά
ἀγαπήσετε τόν Χριστό, πού σημαίνει νά προσεύχεστε, νά κολλήσει ὁ νοῦς
στόν Θεό, ὁπότε αὐτόματα μετά ξεκολλάει ἀπό αὐτά τά σάπια, τά βρώμικα,
τά ἀνήθικα κ.λ.π.
– Ποῦ ὅμως διδάσκεται αὐτή ἡ μέθοδος τῆς νοερᾶς προσευχῆς;
Στίς ἐνορίες σπάνια
νά βρεθεῖ κάποιος παπάς πού νά ἐνδιαφέρεται, νά ξέρει ἀπό αὐτά. Συνήθως
δέν ἔχουν ἰδέα. Γι’ αὐτό ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι σήμερα θέλουν κατήχηση
πρῶτα οἱ παπάδες, μᾶλλον καί οἱ Ἐπίσκοποι, ὥστε νά βροῦμε τόν σωστό
προσανατολισμό μας, τήν ραχοκοκαλιά τῆς ὀρθόδοξης παράδοσης, τό βίωμα
τῆς κάθαρσης καί τοῦ φωτισμοῦ. Αὐτό μετά πρέπει νά διδαχθεῖ στόν λαό κι
ἔτσι θά θεραπευτεῖ ὁ λαός μας πού παραπέει καί καταλήγει σιγά-σιγά στήν
εἰδωλολατρεία. Ἡ Ἑλλάδα σταδιακά γίνεται εἰδωλολατρική, παντοῦ τό
βλέπουμε αὐτό.
Ἔτσι λοιπόν πρέπει
νά μποῦν τά πράγματα στήν ὀρθή βάση καί τότε μπαίνουν στήν ὀρθή βάση,
ὅταν βάλουμε ὡς ἄξονα τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνα ὄχι τήν μαγεία καί τή
δεισιδαιμονία, ἀλλά τήν κάθαρση καί τόν φωτισμό.
Δέν ἔχουν αὐτές οἱ τάσεις κοινόν ἄξονα. Ὁ κοινός ἄξονας πού διακρατεῖ
τήν Ὀρθοδοξία καί διατηρεῖ τήν συνοχή της, ὁ ἕνας καί μοναδικός της
ἄξονας ἐπάνω σέ ὅλα τά θέματα πού τήν
ἀπασχολοῦν καί ὁ ὁποῖος τοποθετεῖ τά πράγματα πάνω σέ ὀρθή βάση, ὅταν
λαμβάνεται ὑπ’ ὄψιν, εἶναι ὁ ἄξονας: Κάθαρσις – φωτισμός – θέωσις, ὅπως τονίζει πολύ συχνά ὁ π. Ἰωάννης.
Οἱ ἅγιοι Πατέρες
δέν ἐνδιαφέρονται γιά τό τί θά συμβεῖ στόν ἄνθρωπο μετά θάνατον
ἀποκλειστικά, ἀλλά ἐκεῖνο κυρίως πού τούς ἐνδιαφέρει εἶναι τό τί θά
γίνει ὁ ἄνθρωπος σ’ αὐτήν τήν ζωή. Γιατί τό κλειδί γιά τήν μετά θάνατον ζωή εἶναι ἐδῶ, σ’ αὐτή τή ζωή. Μετά θάνατον δέν ὑπάρχει θεραπεία τοῦ νοός, -οὔτε
μετεμψύχωση ὑπάρχει -οἱ ἀνοησίες πού λένε- οὔτε αὐτοβελτίωση, οὔτε
κύκλοι διαδοχικοί πού βελτιώνεται ὁ ἄνθρωπος. Μία φορά γεννιέται ὁ
ἄνθρωπος καί συνεπῶς μία φορά πεθαίνει. Ἄρα ὅλα ἐξαρτῶνται πῶς θά ζήσει
σ’ αὐτή τή ζωή ἐδῶ πρίν πεθάνει. «Ἐν τῷ Ἅδῃ οὔκ ἔστι μετάνοια», αὐτό εἶναι δόγμα, δέν
ἀλλάζει. Δέν μπορεῖς ν’ ἀλλάξεις μετά θάνατον. Οὔτε ἐξαφανίζεσαι μετά
θάνατον, ἄλλη ἀπάτη αὐτή τοῦ διαβόλου. Νομίζουν ὅτι ἄν πεθάνουν θά
ἡσυχάσουν ἤ αὐτοί πού θά αὐτοκτονήσουν θά ἡσυχάσουν. Δέν θά ἡσυχάσουν
καθόλου. Ἁπλῶς δέν θά ἔχουν τό σῶμα τους καί θά εἶναι χειρότερα, γιατί
τώρα μέ τό σῶμα ἔχεις καί μιά ψευτοπαρηγοριά ἀπό τίς σωματικές ἀπολαβές.
Ἐκεῖ δέν θά ἔχεις οὔτε αὐτό. Θά εἶσαι σκέτος, μέ τούς λογισμούς σου, μέ
τίς ἐπιθυμίες σου, μέ τά πάθη σου, τά ὁποῖα δέν θά μπορεῖς νά
ἐκπληρώσεις καί αὐτό θά εἶναι χειρότερη κόλαση. Καί ἀλλοίμονο σ’ αὐτούς πού αὐτοκτονοῦν, ἀλλοίμονο! Αὐτοί θά ἔχουν τήν πιό μεγάλη ταλαιπωρία.
Γι’ αὐτό ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία δέν εἶναι ὑπερκοσμική, νά μιλάει γιά τά ὑπερκόσμια καί τό ὑπερπέραν. Οὔτε μελλοντολογική, γιά τό μέλλον, οὔτε ἐσχατολογική, γιά τά ἔσχατα, ἀλλ’ εἶναι καθαρά ἐνδοκοσμική, γιά ἐδῶ καί τώρα. Τώρα πρέπει νά μετανοήσεις, νά καθαρθεῖς, νά φωτιστεῖς καί νά θεωθεῖς. Διότι τό ἐνδιαφέρον τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι γιά τόν ἄνθρωπο σ’ αὐτόν τόν κόσμο, σ’ αὐτήν τήν ζωή, ὄχι μετά θάνατον. Τό μετά θάνατον θά ἔρθει στή συνέχεια ἐντελῶς φυσιολογικά καί θά εἶναι καλό, ὅταν στήν παροῦσα ζωή ἔχεις ἐργαστεῖ.
– Ἡ κάθαρσις καί ὁ φωτισμός γιά ποιόν λόγο χρειάζονται;
Κι αὐτό
εἶναι πολύ σημαντικό. Γιατί νά κάνουμε κάθαρση καί φωτισμό; Ἐπειδή ἁπλῶς
τό λέμε ἤ μήπως γιά νά πᾶμε στόν Παράδεισο καί νά ἀποφύγουμε τήν
κόλαση; Γι’ αὐτό χρειάζονται;
Εἰς τί συνίσταται ἡ κάθαρσις καί ὁ φωτισμός καί γιά ποιόν λόγο
ἐπιδιώκονται ἀπό τούς Ὀρθοδόξους; Γιά νά βρεῖ κανείς τόν λόγο καί νά
δώσει ἀπάντηση στήν ἐρώτηση αὐτή, πρέπει νά κατέχει τό βασικό κλειδί, τό
ὁποῖο εἶναι τοῦτο: Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἐπάνω στήν γῆ, ὅλοι, Ὀρθόδοξοι, Βουδιστές, ἄθεοι, μασόνοι, εἰδωλολάτρες, ὅλοι ἔχουν τό ἴδιο τέλος ἀπό Ὀρθόδοξη θεολογική ἄποψη.
Εἴτε εἶναι
κανείς Ὀρθόδοξος, εἴτε εἶναι Βουδιστής, εἴτε Ἰνδουϊστής, εἴτε
ἀγνωστικιστής, εἴτε ἄθεος, ὁ,τιδήποτε κι ἄν εἶναι, δηλαδή κάθε ἄνθρωπος
ἐπάνω στήν γῆ, εἶναι προωρισμένος νά δεῖ τήν δόξα τοῦ Θεοῦ. Ὅλοι
οἱ ἄνθρωποι, θέλουν δέν θέλουν, θά δοῦν τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, δηλαδή τόν
Θεό, τό ἄκτιστο Φῶς, αὐτή εἶναι ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ. Τό φῶς πού εἶχε γύρω
του ὁ Χριστός στήν Μεταμόρφωση εἶναι ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ. Στή Μεταμόρφωση τό
εἶδαν μόνο οἱ Ἀπόστολοι, τότε θά τό δοῦν ὅλοι, ὄχι μόνο οἱ Ὀρθόδοξοι, ὅλοι. Ὅλοι βέβαια κατά τό κοινό τέλος τῆς ἀνθρωπότητος κατά τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ, θά δοῦν τήν δόξα τοῦ Θεοῦ. Θά ἔρθει ἐν δόξη μέ ὅλους τούς ἀγγέλους καί τούς ἁγίους, ὄχι ὅπως τήν πρώτη φορά ἀψοφητί, δηλαδή ἀθόρυβα. Ἀλλά μέ μία πολύ σημαντική διαφορά: Οἱ μέν σεσωσμένοι –καί βέβαια βαπτισμένοι καί καθαρμένοι-φωτισμένοι- θά
δοῦν τήν δόξα τοῦ Θεοῦ ὡς Φῶς, γλυκύτατον καί ἀνέσπερον, οἱ δέ
κολασμένοι, θά δοῦν τήν ἴδια δόξα τοῦ Θεοῦ ὡς πῦρ καταναλίσκον, σάν
φωτιά πού θά τούς καίει. Ἔτσι
θά τό δοῦν οἱ ἄνθρωποι οἱ ἀφώτιστοι, οἱ μή σεσωσμένοι, οἱ μή
μετανοημένοι. Αὐτή ἡ φωτιά θά τούς καίει. Αὐτό εἶναι ἡ κόλαση.
Αὐτό, τό ὅτι ὅλοι θά δοῦμε τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἕνα ἀληθινό καί ἀναμενόμενο γεγονός. Τό λέει ὁ Θεός στήν Ἁγία Γραφή καί ὁ Θεός εἶναι ἀψευδής: «ὅλοι οἱ ἄνθρωποι θά Μέ δοῦνε καί πᾶν γόνυ κάμψῃ» (Φιλιπ.
2,10). Δέν θά μπορεῖ τότε κανείς νά κάνει τόν ‘ἔξυπνο’ μπροστά στόν
Χριστό, ὅλοι θέλουν δέν θέλουν, οἱ πάντες καί οἱ δαίμονες θά γονατίσουν,
ἀλλά δέν θά δοῦνε ὅλοι τόν Θεό καί τήν δόξα Του μέ τόν ἴδιο τρόπο.
Τό νά δεῖ κανείς τόν Θεό, δηλαδή τήν δόξα Του, τό Φῶς Του, αὐτό εἶναι
κάτι πού θά γίνει εἴτε τό θέλουμε εἴτε ὄχι. Ἡ βίωσις ὅμως αὐτοῦ τοῦ
Φωτός θά εἶναι διαφορετική στούς μέν ἀπό τούς δέ.
Ἄν ὁ ἄνθρωπος δηλαδή ἀγαπάει τόν Θεό, ἔχει μετανοήσει, ἔχει φωτιστεῖ σ’
αὐτή τή ζωή, ὄχι μετά θάνατον, αὐτός θά δεῖ τότε τόν Θεό ὡς Φῶς
γλυκύτατο καί ἀνέσπερο -πού δέν δύει ποτέ- καί θά χαίρεται. Οἱ ἄλλοι θά
δοῦνε τόν Θεό ὡς πῦρ.
Ὁπότε τό ἔργο τῆς
Ἐκκλησίας καί τῶν παπάδων δέν εἶναι νά μᾶς βοηθήσουν νά δοῦμε αὐτήν τήν
δόξα, διότι αὐτό θά γίνει ὁπωσδήποτε. Τό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας ἐστιάζεται
στό πῶς θά δεῖ ὁ κάθε ἄνθρωπος τόν Θεόν. Ὄχι στό ἄν θά δεῖ τόν Θεόν, γιατί αὐτό θά γίνει σίγουρα.
Δηλαδή τό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας εἶναι νά κηρύττει στούς ἀνθρώπους ὅτι
ὑπάρχει Θεός ἀληθινός, ὅτι ὁ Θεός ἀποκαλύπτεται, εἴτε ὡς Φῶς, εἴτε ὡς
πῦρ καταναλίσκον, ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι κατά τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ
Χριστοῦ θά δοῦμε τόν Θεόν, καί νά προετοιμάζει τά μέλη της, ὥστε νά δοῦν
τόν Θεόν ὄχι σάν φωτιά, ἀλλά σάν Φῶς. Αὐτό
εἶναι τό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας καί αὐτό πρέπει νά ἀρχίσει ἀπό ἐδῶ. Γι’
αὐτό λένε οἱ ἅγιοι, ἄν δέν δεῖς τόν Θεό ἀπό δῶ ὡς Φῶς, μήν περιμένεις νά
Τόν δεῖς στήν ἄλλη ζωή. Δέν ὑπάρχει περίπτωση. Δέν εἶναι τυχαῖο
γεγονός. Πρέπει νά ἐπιδιώξεις, νά κάνεις ὅ,τι λέει ἡ Ἐκκλησία γιά νά
δεῖς τόν Θεό ὡς Φῶς ἀπό αὐτή τή ζωή.
Μία μερική ἐμπειρία
αὐτοῦ τοῦ φωτός τήν ἔχουν οἱ ἄνθρωποι μετά θάνατον, πρίν τή Δευτέρα
Παρουσία, ὅπου ὅλες οἱ ψυχές προγεύονται τό τί θά ζήσουν μετά τή Δευτέρα
Παρουσία. Ὅταν φεύγει δηλαδή ἕνας ἄνθρωπος ἀπ’ αὐτή τή ζωή, περνάει σέ
μία κατάσταση, ὅπου προγεύεται τί θά ζήσει μετά τή Δευτέρα Παρουσία. Ἄν
εἶναι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, προγεύεται τό φῶς τοῦ Θεοῦ καί ἔχει μία πρώτη
ἐμπειρία αὐτῆς τῆς χαρᾶς καί τῆς μετοχῆς στό ἀνέσπερο φῶς. Ὅποιος εἶναι
ἀμετανόητος, προγεύεται τήν κόλαση ἀμέσως μετά τόν θάνατό του. Μερικοί
μάλιστα ἀρχίζουν καί βλέπουν πρίν πεθάνουν, πού πέφτει τό πέπλο, τούς
δαίμονες πού ἔρχονται νά τούς βασανίσουν. Γι’ αὐτό καί ἔχουμε
τρομακτικούς θανάτους, πού δέν βγαίνει ἡ ψυχή τους καί ἀρχίζουν καί
φωνάζουν καί οὐρλιάζουν καί βλέπουν πράγματα καί ἀκοῦνε φωνές κ.λ.π.
Βλέπει ἡ ψυχή αὐτό πού τήν περιμένει, γι’ αὐτό φωνάζει, γιατί εἶναι
ἀτακτοποίητη. Ἔχουμε τέτοιους φοβερούς θανάτους, ὅπως λέγανε γιά τούς
ἄθεους, π.χ. τοῦ Στάλιν, πού εἶχε σφάξει τόσα ἑκατομμύρια καί περιγράφει
ἡ κόρη του πού ἦταν χριστιανή τόν φοβερό του θάνατο καί πῶς ἔβλεπε τούς
δαίμονες. Δέν μᾶς λέει παραμύθια ἡ Ἐκκλησία γιά τούς δαίμονες. Οὔτε γιά
τόν Θεό φυσικά. Ὅλοι θά δοῦμε τόν Θεό, ἀλλά τό θέμα εἶναι νά τό
πιστέψουμε καί νά προετοιμαστοῦμε νά Τόν δοῦμε ὡς Φῶς καί ὄχι ὡς φωτιά.
Αὐτή ἡ
προετοιμασία τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, καθώς καί ὅλων τῶν ἀνθρώπων, πού
θέλουν νά δοῦν τόν Θεόν ὠς Φῶς, εἶναι στήν οὐσία της μία θεραπευτική
ἀγωγή. Εἶναι ἰατρική δηλαδή
καί εἶναι ἡ μοναδική ἰατρική πού μᾶς ἐξασφαλίζει αὐτή τήν θέα καί
ὑπάρχει μόνο στήν Ὀρθοδοξία. Πουθενά ἀλλοῦ δέν ὑπάρχει αὐτή ἡ
θεραπευτική μέθοδος καί διαδικασία, ἡ
ὁποία πρέπει νά ἀρχίσει καί νά τελειώσει σ’ αὐτήν τή ζωή. Πρέπει σ’
αὐτήν τή ζωή νά γίνει ἡ θεραπεία καί νά περατωθεῖ. Διότι μετά θάνατον
οὐκ ἔστι μετάνοια. Γι’ αὐτό
πολύ ἀδικοῦν τούς ἑαυτούς τους ἐκεῖνοι οἱ ἄνθρωποι πού ἐξομολογοῦνται τά
μισά καί ἀφήνουν ἀνεξομολόγητες ἁμαρτίες καί τίς παίρνουν μαζί τους.
Αὐτό θά τούς κοστίσει τήν κόλαση γιατί ἔμειναν οὐσιαστικά ἀμετανόητοι.
Αὐτή ἡ
θεραπευτική ἀγωγή εἶναι ἡ οὐσία καί τό κύριο περιεχόμενο τῆς Ὀρθοδόξου
Παραδόσεως ὡς καί ἡ κύρια μέριμνα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Αὐτό
θά ἔπρεπε νά εἶναι, γιατί σήμερα ὑπάρχει ἐκκοσμίκευση, νά τραβήξουμε
τόν κόσμο, νά κάνουμε κομπιούτερ, ζωγραφική, χορούς, χορωδίες… Αὐτό
εἶναι τό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας; Συνίσταται δέ καί ἀποτελεῖται –αὐτή ἡ μέθοδος- ἀπό τά ἀκόλουθα τρία στάδια πνευματικῆς ἀναβάσεως: Τήν κάθαρση ἀπό τά πάθη καί τίς κακές συνήθειες πού ἐπειδή γίνονται πολλές φορές καταλήγουν σέ πάθος. Γιά
παράδειγμα, ἄν θυμώσεις μιά φορά δέν ἔχεις καί τό πάθος τοῦ θυμοῦ, ἀλλά
ἄν τό κάνεις δύο, τρεῖς, πέντε, δέκα, τότε ἀποκτᾶς τό πάθος τοῦ θυμοῦ.
Καί αὐτό τό πρῶτο στάδιο τό κάνει κανείς μέ τήν πίστη, ἀλλά βέβαια καί
μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ. Πρέπει νά πᾶς στόν Πνευματικό νά ἐξομολογηθεῖς, νά
κλάψεις, νά προσευχηθεῖς καί νά κάνεις ὑπακοή σέ αὐτά πού θά πεῖ. Τό
δεύτερο στάδιο εἶναι ὁ φωτισμός πού ἔρχεται ἐπίσης ἀπό τήν χάρη τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος καί λέγεται φωτιστική αὐτή ἡ χάρη, καί τό τρίτο στάδιο
εἶναι ἡ θέωση, πού γίνεται πάλι ἀπό τήν χάρη τοῦ Θεοῦ καί λέγεται
θεωτική χάρις. Συμβαίνει δέ
καί τοῦτο: Ἄν δέν φθάσει κανείς τουλάχιστον σέ κατάσταση μερικοῦ
φωτισμοῦ, σ’ αὐτήν τήν ζωή, δέν μπορεῖ νά δεῖ τόν Θεόν σάν Φῶς οὔτε σ’
αὐτήν τήν ζωή, ἀλλά οὔτε καί στήν ἄλλη ζωή.
Τό ἐλάχιστο δηλαδή
εἶναι νά κάνεις τήν κάθαρση καί νά φτάσεις σέ ἕναν τουλάχιστον μερικό
φωτισμό γιά νά μπορέσεις νά σωθεῖς. Γι’ αὐτό λέει ὁ Ἅγιος Συμεών ὁ νέος
Θεολόγος: «Τοσοῦτον τῆς Ἐκείνου θέας ἐκπέσομεν», τόσο θά ἐκπέσουμε ἀπό
τήν θέα τοῦ Θεοῦ, δέν θά δοῦμε τόν Θεό, «κατά τήν ἀναλογίαν τῆς ἑκάστου
ἡμῶν ἀπ’ ἐντεῦθεν ἀμβλυωπίας» ἀνάλογα μέ τήν βλάβη πού ἔχουμε στά μάτια
μας, τά πνευματικά μάτια σ’ αὐτήν ἐδῶ τήν ζωή, «καθ’ ὅσον τοῦ φωτός
αὐτοῦ ἑκουσίως ἑαυτούς ὑστερήσαμεν ἐν τῆ παρούση ζωή», καθ’ ὅσον
στερήσαμε τόν ἑαυτό μας μέ τή θέλησή μας στήν παροῦσα ζωή ἀπό αὐτό τό
Φῶς. Τόσο λοιπόν θά ξεπέσει κανείς ἀπό τήν θέα τοῦ Θεοῦ, θά δεῖ δηλαδή
τόν Θεό ὡς φωτιά καί ὄχι ὡς Φῶς, ὅσο περισσότερο στέρησε τόν ἑαυτό του
σ’ αὐτή τήν ζωή ἀπό τό Φῶς τοῦ Θεοῦ λόγω τεμπελιᾶς καί ραθυμίας, γιατί
δέν ἤθελε νά βιάσει τόν ἑαυτό σου νά προσευχηθεῖ, νά μετανοήσει, νά
ἀλλάξει ζωή καί νά πολεμήσει τά πάθη του. Διότι τά πάθη μποροῦμε νά τά
κόψουμε μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἀρκεῖ νά θελήσουμε καί νά ἐργαστοῦμε
πνευματικά καί τότε μᾶς βοηθάει ὁ Θεός νά τά κόψουμε. Τό φῶς ὑπάρχει καί
ἡ μέθοδος ὑπάρχει καί ἄν θέλουμε τά βρίσκουμε. Ὁ διαμοιραστής ὑπάρχει, ἡ
Ἐκκλησία. Θεραπευτές ὑπάρχουν μέσα στήν Ἐκκλησία, ἀλλά χρειάζεται νά
κουραστεῖς καί νά ψάξεις.
Ἔτσι εἶναι φανερό
ὅτι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἐνδιαφέρονται γιά τόν ἄνθρωπο ὅπως εἶναι
σήμερα, αὐτήν τήν στιγμή. Καί ἐκεῖνος, πού χρειάζεται θεραπεία, εἶναι ὁ
κάθε ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἔχει καί τήν εὐθύνη ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ νά ἀρχίσει
αὐτό τό ἔργο σήμερα, σ’ αὐτήν τήν ζωή, διότι σ’ αὐτήν τήν ζωή μπορεῖ.
Ὄχι μετά θάνατον, μετά θάνατον δέν θά μπορέσει νά κάνει τίποτα. Καί αὐτός ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐκεῖνος, πού θά ἀποφασίσει γιά τό ἄν θά ἀκολουθήσει αὐτόν τόν δρόμο τῆς θεραπείας ἤ ὄχι. Ἡ
σωτηρία δηλαδή εἶναι στά χέρια μας. Δέν εἶναι κάτι τυχαῖο. Ὁ Θεός θέλει
ὅλους νά μᾶς σώσει, ἀλλά ἐξαρτᾶται ἀπό μᾶς ἄν θά θελήσουμε νά μποῦμε σ’
αὐτή τή διαδικασία τῆς θεραπείας.
Ὁ Χριστός εἶπε: «Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδός» (Ἰω. 14,6). Ἡ ὁδός πρός τί; Πρός τά ποῦ πάει ὁ δρόμος τοῦ Χριστοῦ; Ὄχι μόνον πρός τήν ἄλλη ζωή. Ὁ Χριστός εἶναι πρῶτα ἡ ὁδός σ’ αὐτήν τήν ζωή. Ὁ
Χριστός εἶναι δηλαδή ὁ τρόπος. Αὐτό σημαίνει ὁδός, ὁ τρόπος. Ὅπως ἔζησα
Ἐγώ, πρέπει νά ζήσετε κι ἐσεῖς. Ὅ,τι ἔκανε ὁ Χριστός στή γῆ, γιά μᾶς τά
ἔκανε, γιά νά μᾶς δώσει πρότυπο καί τρόπο ζωῆς. Δέν
πᾶνε ὅλες οἱ θρησκεῖες στόν Θεό, ὅπως ὑποστηρίζουν οἱ Οἰκουμενιστές,
διεθνιστές καί ἄλλοι πού τό παίζουν καί μεγάλοι καί κουλτουριάρηδες καί
πνευματικοί ἄνθρωποι καί λένε ‘’ἐγώ πάω καί στό τζαμί καί προσεύχομαι
καί στήν ἐκκλησία καί στούς δωδεκαθεϊστές, ἐγώ εἶμαι ἀνοιχτόμυαλος
ἄνθρωπος, διευρυμένος καί τούς δέχομαι ὅλους’’. Ἔτσι λένε καί οἱ μασόνοι
‘’ἐμεῖς εἴμαστε καλοί ἄνθρωποι, τούς δεχόμαστε ὅλους’’ καί νομίζουν ὅτι
αὐτό εἶναι σπουδαῖο. Ἀλλά δέν πᾶνε ὅλοι οἱ δρόμοι στόν Χριστό, στόν Θεό
γιατί ὁ Χριστός εἶπε: «Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδός». Ἄν ἀρνεῖσαι τήν ὁδό, δέν πᾶς
στόν Πατέρα. Ἡ ὁδός γιά τόν Πατέρα εἶναι ὁ Χριστός.
Οἱ Μουσουλμάνοι
δέχονται τόν Χριστό ὡς Θεό; Ὄχι, Τόν βλασφημοῦν, Τόν ἀρνοῦνται. Οἱ
Ἰουδαῖοι δέχονται τόν Χριστό; Ὄχι, Τόν σταύρωσαν. Πῶς λοιπόν λένε πώς
ἔχουμε τόν ἴδιο Θεό μέ τούς Μουσουλμάνους καί μέ τούς Ἰουδαίους; Δέν
ἔχουμε τόν ἴδιο Θεό. Οὔτε ὁ δρόμος τους μᾶς πάει στόν Θεό-Πατέρα. Γιατί
λένε οἱ μονοθεϊστικές θρησκεῖες ἔχουμε ὅλοι τόν ἴδιο Πατέρα. Ψέμα εἶναι
αὐτό. Καί ὁ Χριστός εἶπε σαφῶς στούς Ἰουδαίους ποιόν ἔχουν πατέρα: τόν
διάβολο, «ὑμεῖς ἐκ τοῦ πατρός τοῦ διαβόλου ἐστέ» (Ἰω. 8,44). Μή λέτε ὅτι
ἔχετε πατέρα τόν Ἀβραάμ ἤ τόν Θεό, γιατί δέν θέλετε Ἐμένα. Ἀπό τή
στιγμή πού ἀρνεῖστε Ἐμένα, ἀρνεῖστε καί τόν Πατέρα μου.
Ὁ Χριστός εἶναι ἡ
ὁδός πρός τόν Πατέρα Του καί Πατέρα μας. Ὁ Χριστός ἀποκαλύπτεται στόν
ἄνθρωπο πρῶτα σ’ αὐτήν τήν ζωή καί τοῦ δείχνει τόν δρόμο πρός τόν
Πατέρα. Αὐτός ὁ δρόμος εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Ἄν ὁ ἄνθρωπος δέν δεῖ
τόν Χριστόν σ’ αὐτήν τήν ζωή τουλάχιστον μέ τήν νοερά αἴσθηση, δέν θά
δεῖ τόν Πατέρα, δηλαδή τό Φῶς τοῦ Θεοῦ οὔτε στήν ἄλλη ζωή,
δηλαδή ἄν δέν ἀποκτήσει τόν καρπό τοῦ Πνεύματος πού λέει ὀ Ἀπόστολος
Παῦλος «ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία…» (Γαλ. 5,22). Λένε ‘’εἶμαι
χριστιανός’’ καί εἶναι γεμάτοι ἄγχος. Ποῦ εἶναι ἡ εἰρήνη; Γιατί δέν
ἔχεις φανερό τόν καρπό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος; Τί χριστιανός εἶσαι; Πρέπει
νά ἀναρωτηθεῖς. Γιατί ἔχεις ἄγχος; Δέν ἔχεις κακή διάθεση, ἀλλά κάτι δέν
κάνεις σωστά, κάπου ἔχεις μπλοκάρει. Δηλαδή κι ἄν δέν φτάσεις στή
θέωση, πού εἶναι ἡ κορύφωση, τό τελευταῖο σκαλοπάτι, τουλάχιστον νά
αἰσθανθεῖς αὐτόν τόν καρπό, νά ἠρεμήσει ἡ ψυχή σου, νά ἀναπαυτεῖς, νά
φανεῖ σέ σένα καί στούς ἄλλους ἡ ἀλλαγή. Νά χαίρεσαι. Πῶς θά εἶναι
κανείς χαρούμενος; Ἄν τό ἔχουν ὡς σύνθημα, ὅπως οἱ Πρόσκοποι «νά εἶσαι
χαρούμενος, νά εἶσαι αἰσιόδοξος»; Μήπως τό λές καί φεύγει ἡ κατάθλιψη;
Δέν φεύγει ἔτσι. Γιά νά εἶσαι χαρούμενος πρέπει νά ἔχεις ἐνεργό τό Ἅγιο
Πνεῦμα. Εἶναι στοιχεῖο τοῦ καρποῦ ἡ χαρά. Ἄρα δέν σωζόμαστε μαγικά ἤ
τυχαῖα. Θά πρέπει νά τό ζοῦμε ἀπό αὐτή τή ζωή.
Ἔτσι λοιπόν μέ τήν
Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ θά ἀναστηθοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, δέν θά
ἐξαφανιστοῦν. Ἀλλά θά εἶναι τυφλοί καί θά βλέπουν τόν Θεό ὠς πῦρ, ὡς
φωτιά. Δέν θά ἀπολαμβάνουν τό ἄρρητο Φῶς τοῦ Θεοῦ, τήν ἄρρητη γλυκύτητα
τοῦ φωτός τοῦ Θεοῦ. Θά παραμείνουν ὡς πρόσωπα ὀντολογικά, ἀλλά δέν θά
ἔχουν μέθεξη Θεοῦ, μετοχή στόν Θεό. Οἱ δίκαιοι θά ἔχουν μέθεξη καί
κοινωνία μέ τόν Θεό. Ὅπως λέει ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, οἱ
ἁμαρτωλοί θά ζήσουν τό ‘’ἀεί φεῦ εἶναι’’, φεῦ = ἀλλοίμονο, τό πάντοτε νά
ἔχουν μία ὕπαρξη ἀλλοίμονο, ἄθλια καί φοβερή, ἐνῶ οἱ δίκαιοι τό ‘‘ἀεί εὖ εἶναι’’, τό πάντοτε νά εἶναι καλά, τήν ἀληθινή καλοσύνη καί μακαριότητα.
Αὐτά τά πράγματα
εἶναι πολύ χρήσιμα καί πρέπει νά τά γνωρίζουμε καί νά τά λέμε καί στούς
ἄλλους, γιατί νά σᾶς πῶ καί τόν προσωπικό μου λογισμό καί τήν ἀγωνία
μου, βλέπω ὅτι ἔτσι ὅπως ἐξελίσσονται τά πράγματα σέ λίγα χρόνια δέν θά
εἴμαστε Ὀρθόδοξοι. Πόσα νέα παιδιά εἶναι τώρα στήν Ἐκκλησία; Πόσα
πιστεύουν στόν Χριστό; Ἐλαχιστότατα. Ποιοί θά συνεχίσουν αὐτή τήν
Ὀρθόδοξη παράδοση; Μετά ἀπό τριάντα-σαράντα χρόνια, φυσικῶ τῷ τρόπω, θά
φύγουμε. Ἄν λοιπόν δέν ζήσουμε ἐμεῖς σωστά, ὥστε νά μεταλαμπαδεύσουμε
αὐτή τήν παράδοση στούς ἑπόμενους, θά πάψει νά ὑπάρχει ἡ Ὀρθόδοξη
Ἑλληνική Ἐκκλησία. Στόν κόσμο θά ὑπάρχει ἡ Ἐκκλησία. Σίγουρα κάπου θά
ὑπάρχει, γιατί ὁ Χριστός μας τό εἶπε: «πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν
αὐτῆς» (Ματθ. 16,18). Άλλά Ὀρθόδοξη Ἑλληνική Ἐκκλησία δέν ξέρω ἄν θά
ὑπάρχει μέ τή ζωή πού κάνουμε.
Ἄς ἀγωνιστοῦμε
λοιπόν καί γιά μᾶς καί γιά τούς ἄλλους, γιατί εἶναι μέγιστη ἀπανθρωπιά
καί γιά τούς ἄλλους, νά ἔχεις τό Φῶς καί οὔτε ἐσύ νά τό ζεῖς, οὔτε νά
δείχνεις τόν δρόμο στούς ἄλλους. Ἄν προσπαθήσει μάλιστα κάποιος νά ζήσει
αὐτόν τόν δρόμο, τόν ἐμποδίζουν κιόλας. Αὐτό εἶναι τό τραγικό. Ὅπως
εἶπε ὁ Χριστός γιά τούς γραμματεῖς καί τούς Φαρισαίους, οἱ ὁποῖοι ἦταν
θρησκευόμενοι καί εἶχαν κάνει τήν παράδοση πού ὑπῆρχε -ἀπό τά χρόνια τοῦ
Ἀδάμ ἀκόμα- τήν εἶχαν κάνει θρησκεία. Γι’ αὐτό ἄκουσαν τά «οὐαί» ἀπό
τόν Χριστό. Ἦταν οἱ θρησκευόμενοι τῆς ἐποχῆς τοῦ Χριστοῦ. Καί ποιοί
σταύρωσαν τόν Χριστό; Αὐτοί Τόν σταύρωσαν! Δέν Τόν σταύρωσαν οἱ ἄθεοι,
οὔτε οἱ εἰδωλολάτρες, ἀλλά οἱ θρησκευόμενοι ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς ἐκείνης,
πού εἶχαν κάνει τήν θεραπευτική παράδοση τῶν Προφητῶν θρησκεία, μαγεία,
καί ἐξυπηρετοῦσαν τά συμφέροντά τους. Κατέσθιαν λέει τά σπίτια καί τίς
περιουσίες τῶν χηρῶν καί τῶν ὀρφανῶν καί αὐτούς πού θέλανε νά μποῦν στή
Βασιλεία δέν τούς ἀφήνανε. «Ἐσεῖς
δέν εἰσέρχεστε, οὔτε ἐκείνους πού θέλουν νά εἰσέλθουν τούς ἀφήνετε νά
εἰσέλθουν» (Ματθ. 23,14). Καί τόν Χριστό Τόν σκότωσαν γιατί ἀκριβῶς τούς
χαλοῦσε αὐτό τό σύστημα τῆς θρησκείας πού εἶχαν φτιάξει καί μαζεύανε
χρήματα γιατί λάτρευαν τόν μαμωνᾶ καί ἤθελαν καί τήν δόξα τῶν ἀνθρώπων.
Δυστυχῶς αὐτό ὑπάρχει καί σήμερα, ἀκόμα καί μέσα στήν Ἐκκλησία,
γραμματεῖς καί Φαρισαῖοι καί παπάδες καί Δεσποτάδες. Καταδυναστεύουν τόν
λαό. Οὔτε τόν λαό ἀφήνουν νά θεραπευτεῖ, οὔτε κι αὐτοί θεραπεύονται. Ὁ
Θεός τούς εἶναι ὁ μαμωνᾶς.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
Ἐρ.: Αυτή
ἡ πορεία κάθαρση – φωτισμός – θέωση κατά πόσο εἶναι μονόδρομος; Δηλαδή
ἅπαξ καί κάποιος μπεῖ σ’ αὐτόν τόν δρόμο καί μπορεῖ νά φτάσει σ’ ἕνα
σημεῖο φωτισμοῦ ἤ καί πιό πάνω, πόσο εὔκολο εἶναι μετά νά ἔχει
πισωγύρισμα;
Ἀπ.: Πόσο
εὔκολα ὁ Πέτρος ἀρνήθηκε τόν Χριστό; Ὁ Πέτρος δέν εἶχε φτάσει μόνο στόν
φωτισμό. Εἶχε φτάσει ἀκόμα πιό ψηλά, στή θέωση. Πότε ἔγινε ἡ θέωσή του;
Λίγο πρίν τήν Σταύρωση. Οἱ Πατέρες λένε περίπου 40 μέρες πρίν τόν
Σταυρό. Γι’ αὐτό γιορτάζουμε τό Θαβώρ σαράντα μέρες πρίν τήν ὕψωση τοῦ
Τιμίου Σταυροῦ, πού γιά μᾶς εἶναι Μεγάλη Παρασκευή καί νηστεύουμε.
Δέν εἶναι λοιπόν
δύσκολο. Ἄν δέν προσέξει ὁ ἄνθρωπος καί στήν κορυφή τῆς θέωσης μπορεῖ νά
φτάσει καί μετά νά τά χάσει ὅλα. Ὑπάρχει ὅμως μιά διαφορά μέ τόν
ἀπόστολο Πέτρο. Ἦταν ἀβάφτιστος. Τό ἔπαθε πρίν τήν Πεντηκοστή. Ἐμεῖς τό
παθαίνουμε μετά τήν Πεντηκοστή. Αὐτό εἶναι τό τραγικό. Γιατί στήν
Πεντηκοστή παίρνουμε τήν πλήρη φώτιση. Θέωση παίρνουμε στήν Πεντηκοστή.
Πῶς ὅμως τήν κρατᾶμε; Πόσοι τήν κρατᾶνε τήν θέωση; Οὐσιαστικά κανένας.
Μέ τήν κακή ἀγωγή πού παίρνουμε ἀπό τούς γονεῖς, χάνουμε πολύ γρήγορα τά
χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού παίρνουμε, τά ἀπενεργοποιοῦμε. Καί
χρειάζεται πάλι κάθαρση, πάλι δάκρυα, πάλι ἐξομολόγηση καί μετάνοια. Τά
κάνουμε αὐτά καί πάλι πέφτουμε. Ὁ Ἀπόστολος Πέτρος μετά τήν Πεντηκοστή
δέν ἔπεσε, οὔτε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, οὔτε οἱ ἄλλοι Ἀπόστολοι. Ὅ,τι ἔκαναν
ἦταν πρίν τήν Πεντηκοστή. Ἐμεῖς ὅμως εἴμαστε ἐντελῶς ἀδικαιολόγητοι
γιατί τά κάνουμε μετά τήν προσωπική μας Πεντηκοστή.
Ὁπότε ἡ
ἀπάντηση εἶναι ὅτι δέν μᾶς ἐξασφαλίζει τίποτα, ὅσο εἴμαστε σ’ αὐτή τή
ζωή. Θά πρέπει νά ἀγωνιζόμαστε καί νά ἔχουμε, ὅπως λένε οἱ Πατέρες,
ἐγρήγορση, νήψη μέχρι νά φτάσουμε στό τέλος. Γι’ αὐτό εἶπε ὁ Κύριος: «ὁ
ὑπομείνας εἰς τέλος, οὗτος σωθήσεται» (Ματθ. 24,13), νά κάνουμε ὑπομονή
μέχρι τέλους. Βεβαίως ὅσο κανείς προχωράει καί καθαρίζεται καί
φωτίζεται, στερεώνεται κιόλας. Δέν εἶναι τό ἴδιο μέ κάποιον πού χρόνια
ἔχει δουλέψει στά πάθη καί προσπαθεῖ τώρα νά ὀρθοποδήσει. Αὐτός θά ἔχει
πολύ μεγαλύτερη δυσκολία, ἀπό ἕναν πού ξεκινάει ἀπό παιδάκι, πηγαίνει
στό Κατηχητικό κ.λ.π. Ἴσως ἔχει καί κάποιες πτώσεις, ὅμως ἔχει πολύ καλό
ὑλικό μέσα του καί πολύ εὔκολα ξαναφτιάχνει τό ‘σπίτι’ του, ἐνῶ ὁ ἄλλος
εἶναι ρημαδιό. Βέβαια ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ὅλους μᾶς βοηθάει καί λέει ὁ
Θεός δέν χαίρεται τόσο γιά 99 δικαίους, ὅσο γιά ἕναν ἁμαρτωλό πού
μετανοεῖ. Καί ὅλοι οἱ ἄγγελοι πανηγυρίζουν στή μετάνοια τοῦ ἁμαρτωλοῦ
καί πολύ τόν βοηθοῦν. Κανένας ὡστόσο δέν μᾶς ἐξασφαλίζει.
Ὁπωσδήποτε ὅμως
ἕνας πού ἔχει γευθεῖ τή φώτιση καί τή θέωση -νά τό ποῦμε λαϊκά- δέν
εἶναι χαζός νά γυρίσει πίσω. Ὅταν γευτεῖς τήν τούρτα μετά γιατί νά
γυρίσεις στά βελανίδια; Θά πρέπει νά εἶσαι πολύ ἀνόητος. Βέβαια ὁ
διάβολος καί ἐμεῖς μέ τήν ραθυμία μας μπορεῖ νά τό κάνουμε κι αὐτό, ἐξ
αἰτίας τῆς λήθης. Λησμονιά δηλαδή, ξεχνᾶ κανείς τόν Θεό, ξεχνᾶ τήν
ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ. Σάν νά μήν ἔχει ζήσει τίποτα τόσα χρόνια ἀπό τή χάρη
καί φτάνει νά κάνει τά ἴδια καί νά γυρίζει πίσω ὅπως ὁ σκύλος στόν ἐμετό
του. Ὁ Θεός νά φυλάει. Ἀλλά ὁπωσδήποτε πρέπει νά ἐργαζόμαστε καί ὅσο
ἐργαζόμαστε, τόσο χτίζουμε σιγά-σιγά τό σπίτι μας στόν οὐρανό, λιθαράκι
λιθαράκι. Κάθε στιγμή κρινόμαστε καί ἐργαζόμαστε εἴτε γιά τόν μελλοντικό
μας Παράδεισο, εἴτε γιά τήν κόλασή μας, τά ὁποῖα ἤδη ἀπό ἐδῶ
προγευόμαστε.
Ἄν μέσα του κανείς
βιώνει κόλαση, πρέπει νά ψαχτεῖ. Γιατί συμβαίνει αὐτό; Θά πεῖ ‘’φταίει ἡ
κρίση…’’. Ποιά κρίση; Ὁ Χριστός δέν εἶπε πώς δέν θά ὑπάρχουν κύματα,
ἀλλά κανείς ὅταν βλέπει στόν Χριστό, θά περπατάει πάνω στά κύματα, ὅπως ὁ
Ἀπόστολος Πέτρος. Δέν θά ἔχει πρόβλημα, ὅσο δύσκολες κι ἄν εἶναι οἱ
ἐξωτερικές συνθῆκες. Δέν δικαιολογεῖται νά χάνει ὁ χριστιανός τήν εἰρήνη
του ἐπειδή ὑπάρχουν ἀντίξοες συνθῆκες καί πειρασμοί. Ἀκόμα καί
ἐσωτερικοί πειρασμοί νά ὑπάρχουν -πού ὑπάρχουν γιατί ὁ διάβολος δέν
ἡσυχάζει- πάλι δέν πρέπει νά χάνει τήν εἰρήνη του. Ποτέ δέν πρέπει νά
χάνουμε τήν εἰρήνη μας. Ὅταν λοιπόν ἐργαζόμαστε ἔτσι συστηματικά,
προχωρᾶμε μέ μία σχετική, θά λέγαμε, ἀσφάλεια καί σταθερότητα.
Ἐρ.: Κάποιος
πού ἔχει φύγει ἀπό τή ζωή καί δέν ξέρουμε σέ τί κατάσταση βρίσκεται,
εἴτε ἀγωνιζόταν, εἴτε ὄχι, πῶς μποροῦμε νά τόν βοηθήσουμε; Μέ
ἐλεημοσύνες;
Ἀπ.: Αὐτά
πού λέει ἡ Ἐκκλησία θά κάνουμε. Θά κάνουμε τά διατεταγμένα μνημόσυνα,
θά κάνουμε σαρανταλείτουργο, θά κάνουμε ἐλεημοσύνες καί προσευχή μέ τό
κομποσκοίνι ‘Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἀνάπαυσον τόν δοῦλο σου’.
Ἐρ.: Μέ αὐτά μπορεῖ νά βρεῖ ἀνάπαυση ἡ ψυχή;
Ἀπ.: Βέβαια.
Σίγουρα. Μεγάλη ἀνάπαυση βρίσκει. Γι’ αὐτό τά κάνουμε. Ἀκόμα κι ἄν
προγεύεται τήν κόλαση, παίρνει μιά ἀναψυχή καί ἔχουμε πολλές τέτοιες
μαρτυρίες. Κυρίως ὅταν δίνουμε τά ὀνόματα τῶν κεκοιμημένων νά
μνημονευτοῦν στή Θεία Λειτουργία, παίρνουν πολύ μεγάλη ἀναψυχή.
Ἐρ.: Πάτερ,
ὅσον ἀφορᾶ αὐτό τό ζήτημα μέ τούς κεκοιμημένους, σέ προσφιλές μου
πρόσωπο πού κάναμε μνημόσυνα καί τόν μνημονεύαμε, εἶδα σέ ὄνειρο πολύ
ἐφιαλτικές καταστάσεις καί ἀπό τότε ἀποφεύγω νά τόν μνημονεύω. Τί
συμβαίνει μ’ αὐτή τήν κατάσταση; Δέν εἶναι δεκτικό τό πρόσωπο;
Ἀπ.: Συμβαίνει
ὅτι… δέν πρέπει νά προσέχουμε τά ὄνειρα. Τά ὄνειρα κατά βάση εἶναι
δαιμονικά ἤ ἀπό τή φύση μας. Ἀπό σκέψεις, λογισμούς τῆς ἡμέρας, φόβους,
ἀγωνίες πού ἔχουμε καί βγαίνουν τό βράδυ στά ὄνειρα. Εἶναι εἴτε ἀπό τή
φύση μας, εἴτε ἀπό τούς δαίμονες. Σπάνια εἶναι ἀπό τόν Θεό. Δέν εἴμαστε
ἐμεῖς ἄξιοι νά ἔχουμε τέτοιες ἀποκαλύψεις.
Ἐρ.: Αὐτοί πού καίγονται, χάνονται;
Ἀπ.: Αὐτοί πού καίγονται κάνουν μεγάλη ἁμαρτία καί
φυσικά δέν κηδεύονται διότι ἀπαξιώνουν τό σῶμα, τό ὁποῖο εἶναι ναός τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος. Ὅταν κάψει κανείς μία Ἐκκλησία, ἐλπίζει νά πάει στόν
Παράδεισο; Πολύ περισσότερο σφάλλει, ὅταν καίει τήν ἐκκλησία πού λέγεται
σῶμα. Αὐτό λέει ἡ Ἐκκλησία, ὅτι δέν ἐπιτρέπεται νά καῖς τόν ναό τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος πού εἶναι τό σῶμα σου. Μέ ποιό δικαίωμα ἀπαξιώνεις αὐτό
τό δῶρο τοῦ Θεοῦ; Καί σίγουρα αὐτός πού ζητάει αὐτό τό πράγμα, δέν εἶναι
φωτισμένος καί θεραπευμένος. Ὑπάρχει περίπτωση νά ζεῖ κανείς ὅ,τι
εἴπαμε προηγουμένως καί νά θέλει νά καεῖ; Ἀποκλείεται. Ἀφοῦ τό σῶμα σου
εἶναι ὁ συνεργάτης σου, εἶναι ὁ φίλος σου, μέ αὐτό πάλεψες ἐναντίον τῶν
δαιμόνων, ἐναντίον τῶν παθῶν, θά τό κάψεις; Αὐτό πού σέ βοήθησε στή
μετάνοια; Μ’ αὐτό ἔκανες μετάνοιες, ἔκανες γονυκλισίες, ἔκανες νηστεῖες,
βοήθησε τήν ψυχή σου νά ἐκφράσει τή μετάνοιά της. Δηλαδή μετά ἀπό αὐτά
θά τό κάψεις; Δέν εἶναι ἐχθρός τό σῶμα μας, εἶναι συνεργάτης μας στή
μετάνοια. Γι’ αὐτό καί οἱ Πατέρες λένε «δέν εἴμαστε σωματοκτόνοι,
εἴμαστε παθοκτόνοι». Δέν πρέπει νά καταστρέψουμε τό σῶμα, οὔτε μέ τήν
ἄσκηση γιά χάρη τοῦ Θεοῦ.
Αὐτό εἶναι
πλατωνική ἀντίληψη, ὅτι τό σῶμα εἶναι σῆμα, δηλαδή τάφος τῆς ψυχῆς ἤ
φυλακή τῆς ψυχῆς. Ἔλεγε δηλαδή ὁ Πλάτωνας ὅτι πρέπει νά καταστρέψουμε τό
σῶμα γιά νά σωθεῖ ἡ ψυχή. Δέν εἶναι σωστά αὐτά. Αὐτά εἶναι
εἰδωλολατρικά καί ἄν τά πιστεύουν κάποιοι, πολύ ἀπλά εἶναι εἰδωλολάτρες
καί γι’ αὐτό ἐπιθυμοῦν τήν καύση. Ἕνας ὀρθόδοξος ποτέ δέν θά ζητήσει νά
καεῖ.
Ρωτᾶτε ἄν ἔχει
ἐλπίδα αὐτός πού ζητάει νά καεῖ. Ἄν δέν ἔχει κάνει ὅλα αὐτά πού εἴπαμε,
τί ἐλπίδα νά ἔχει; Ἀφοῦ τό λέει σαφῶς ἡ Ἐκκλησία «ἐν τῷ ᾽Ἄδη οὐκ ἔστι
μετάνοια», δέν μπορεῖς νά μετανοήσεις. Ἕνας πού δέν μετανοεῖ, δέν ἔχει
κάθαρση, δέν ἔχει πάει δηλαδή οὔτε στό πρῶτο θεραπευτικό σκαλοπάτι, δέν
μπῆκε κἄν στό νοσοκομεῖο δηλαδη, πῶς μπορεῖ νά σωθεῖ; Βλέπετε δέν
ξέρουμε καί τί εἶναι σωτηρία. Νομίζουμε ὅτι εἶναι κάτι τυχαῖο, κάτι
μαγικό, ‘’νά βροῦμε κι ἐμεῖς μιά ἀκρούλα στόν Παράδεισο’’. Τί θά πεῖ
‘ἀκρούλα’; Εἴτε στήν ἀκρούλα εἶσαι, εἴτε στή μέση, σώθηκες. Τό θέμα
εἶναι νά μπεῖς. Καί γιά νά μπεῖς πρέπει κατ’ ἀρχήν νά μετανοήσεις καί νά
προχωρήσεις στήν κάθαρση καί τουλάχιστον στόν μερικό φωτισμό, ἄν ὄχι
στόν πλήρη φωτισμό καί στή θέωση.
Ἐρ.: Πάτερ
νομίζω ὅτι σήμερα οἱ ἀγωνιζόμενοι νιώθουν μιά ἱκανοποίηση. ‘’Ἁρκετά
ἀκούσαμε, μάθαμε κάτι, ἀπολαύσαμε ἐκεῖνο…’’, κάποιες δωρεές καί ἴσως
κάποιες μεγαλύτερες εὐλογίες. Πῶς μποροῦμε νά ἀπεγκλωβιστοῦμε ἀπ’ αὐτό;
Ἀπ.: Ἔχουμε
μία αὐτάρκεια. Φοβερό πράγμα αὐτό. Πρέπει νά προσπαθοῦμε κάθε στιγμή νά
μετανοοῦμε. Νά τό πάρουμε στά σοβαρά. Ὅταν σταματήσει κανείς νά
ἀγωνίζεται, φτάσει σ’ ἕνα σημεῖο καί πεῖ ‘’καλά εἶμαι, φτάνει ὠς ἐδῶ’’,
δέν πρόκειται νά μείνει ἐκεῖ, ἀλλά θά πάει πίσω. Ὅταν μᾶς λέει ὁ Κύριος
-μία ἀπό τίς ἐντολές- «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε» (Α΄Θεσ. 5,17), λέγοντας
μάλιστα καί ὁλόκληρη παραβολή γιά αὐτό τό θέμα, τοῦ ἄδικου κριτοῦ καί
τῆς χήρας, ποιός τό κάνει αὐτό; Ἄν δέν τό κάνεις αὐτό, δέν σώζεσαι.
Ὁπότε δέν δικαιολογεῖται αὐτάρκεια. Γιά νά ἔχω αὐτάρκεια σημαίνει δέν
ξέρω τίς ἐντολές ἤ δέν τίς τηρῶ.
Ποιός μπορεῖ νά πεῖ
ὅτι κρατάει τόν νοῦ του συνέχεια στόν Θεό ἀδιάλειπτα; Καί μόνο ἀπό αὐτό
εἶσαι φταίχτης. Παίρνοντας μία μόνο ἐντολή. Ἄρα πῶς μπορεῖς νά ἔχεις
αὐτάρκεια; Ἀφοῦ παραβαίνεις σίγουρα μία ἐντολή. Καί ὁ Ἀπόστολος Ἰάκωβος
εἶπε: «ὅστις πταίσῃ ἐν ἑνί, γέγονε πάντων ἔνοχος» (Ἰακ. 2,10), δηλαδή
εἶσαι παραβάτης ὄλων. Ἄρα δέν μπορῶ νά σταματήσω. Ἄν σταματήσω, εἶμαι
παραβάτης. Ὁπότε ἡ αὐτάρκεια πρέπει νά φύγει γιατί εἶναι ὀλέθρια.
Ἀλλοίμονο ἄν πεῖ κανείς σέ σχέση μέ τούς ἄλλους εἶμαι πολύ καλά. Ὁ
Χριστός δέν εἶπε νά συγκρινόμαστε μέ τούς ἄλλους, ἀλλά μέ τίς ἐντολές.
Νά παίρνουμε ὡς καθρέφτη τόν νόμο τοῦ Θεοῦ, ὄχι τί κάνουν οἱ ἄλλοι.
Ἐπειδή οἱ ἄλλοι ἔχουν γίνει χειρότεροι ἀπό τά Σόδομα και τα Γόμορρα,
ἐμεῖς θά σωθοῦμε γιατί εἴμαστε λίγο καλύτεροι; Ὄχι βέβαια. Θά σωθοῦμε ἄν
μποῦμε στή διαδικασία τῆς κάθαρσης καί τοῦ φωτισμοῦ, πού σημαίνει
συνεχής προσπάθεια γιά τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν. Ἀλλά μᾶς κοιμίζει ὁ
διάβολος μέ αὐτό τό τέχνασμα, ὅτι ἀφοῦ ἔχει πέσει τόσο χαμηλά ὁ μέσος
ὅρος, εἴμαστε μιά χαρά. Γιατί ἄλλαξε ὁ Χριστός τίς ἐντολές Του ἐπειδή
ἔπεσε ὁ μέσος ὅρος; Ὄχι.
Ἐρ.: Δέν
θέλω νά πέσω σέ ἱεροκατηγορία, μιλάω γενικά. Νομίζω ὅτι μεταξύ ἱερέων
καί μεταξύ μας ἀκόμα πρέπει νά ὑπάρχει μιά διάκριση, ἕνα κριτήριο. Ποιόν
πρέπει νά ἀκολουθήσουμε;
Ἀπ.: Αὐτό
βέβαια εἶναι ὁλόκληρο θέμα πῶς βρίσκουμε τόν σωστό Πνευματικό. Ἐν
συντομία τά κριτήρια σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Συμεών τόν Νέο Θεολόγο εἶναι
κατ’ ἀρχήν ἡ ζωή πού κάνει. Φυσικά χρειάζεται πολύ προσευχή γιά νά μᾶς
δείξει ὁ Θεός τόν κατάλληλο Πνευματικό, ἀλλά μετά θά ἔχεις καί τά
κριτήρια αὐτά. Ὄχι ἁπλῶς ἐπειδή φοράει ράσο, ἀλλά πῶς ζεῖ ὁ ἴδιος καί
μάλιστα λέει ὁ ἅγιος Συμεών ἄν ζεῖ ἀσκητικά, ἄν μιμεῖται τήν ζωή τῶν
Ἀποστόλων. Μετά θά δεῖς καί τί λέει. Ἄν αὐτά πού λέει εἶναι ὀρθόδοξα καί
ὄχι αἱρετικά. Ἄν εἶναι «ἡ ἅπαξ παραδοθεῖσα Πίστις» (Ἰούδα 1,3). Θά δεῖς
ἐπίσης ἄν ἔχει θεραπευμένα παιδιά. Πῶς εἶναι οἰ ἐνορίτες του, τά
πνευματικοπαίδια του; Εἶναι θεραπευμένοι; Ἤ εἶναι γεμάτοι ἄγχος καί
ψυχολογικά; Γιατί ἔχουμε καί τέτοιους ‘Πνευματικούς’ πού στέλνουν σέ
ψυχολόγους καί ψυχιάτρους. Τότε γιατί νά πᾶμε στόν Πνευματικό, γιά νά
μᾶς στείλει σέ ψυχολόγο; Δέν μπορεῖ ἡ Ἐκκλησία νά θεραπεύσει τήν ψυχή
καί χρειάζεται ψυχολόγο; Ἀκατανόητο! Κι ὅμως ὑπάρχουν τέτοιοι πού πολύ
«ἀναπαύουν». Τέτοια ἀνάπαυση νά λείπει. Εἶναι ἀνθρώπινη ἀνάπαυση αὐτή,
ὄχι θεραπευτική παρέμβαση καί θεραπεία ψυχῆς. Ἐκεῖ ἀνάπαυση στά πάθη
ὑπάρχει γιατί ‘ἀναπαύουν’ καί τούς ἐμπαθεῖς. ‘’Κάνε παιδί μου καί μιά
προσευχή στό τζαμί, δέν πειράζει, πήγαινε καί στόν Χριστό’’ ἤ ‘’τί
πειράζει νά πᾶς καί στόν πολιτικό γάμο;’’. Ὁ Χριστός δέν τά θέλει αὐτά
γιατί ἐν ὀνόματι μιᾶς ψεύτικης ἀγάπης καί φιλανθρωπίας, τά ἐξισώνουμε
ὅλα. Ἕνα ἄλλο βασικό κριτήριο ἐπίσης εἶναι νά δεῖς καί ἐσύ ἄν
θεραπεύεσαι στόν Πνευματικό πού ἐπέλεξες. Ἄν πᾶς σέ ἕναν καλό γιατρό καί
πάρεις τά φάρμακα πού θά σοῦ δώσει, θά ἀρχίσει νά πέφτει ὁ πυρετός, θά
ἀρχίσεις νά νιώθεις καλύτερα. Ὄχι ἀνθρωπίνως, νά σοῦ ἀπενεχοποιήσει τήν
συνείδησή σου, ἀλλά νά θεραπευτεῖς πραγματικά καί νά ἀρχίσεις νά βλέπεις
τό φῶς τοῦ Θεοῦ, νά βλέπεις δηλαδή νοερά τόν Χριστό.
Καί αὐτά πού εἴπαμε
πρίν γιά τίς χορωδίες καί τά κομπιούτερ, δέν τά ἀπορρίπτουμε ὅταν
γίνονται κατά Θεόν, ὄχι κοσμικά, ἀλλά μέ σωστό τρόπο. Ἀλλά εἶναι μόνο
εἰσαγωγικά, δέν πρέπει νά μείνουμε σ’ αὐτά. Ἕνας πού εἶναι τελείως
ἄσχετος καί ἀκούσει ὅτι ἔχει χορωδία, μπορεῖ νά πάει στήν Ἐκκλησία γιά
τήν χορωδία. Ἐντάξει, ἄς πάει. Ἀλλά μετά πρέπει νά τοῦ μιλήσουμε, νά τοῦ
ποῦμε ὅτι ὑπάρχει καί κάτι καλύτερο, κάτι ἀνώτερο, νά μπεῖ στήν
θεραπευτική τῆς Ἐκκλησίας.
Ἐρ.: Ἤθελα
νά ρωτήσω, πῶς μποροῦμε νά κρατήσουμε τήν εἰρήνη στήν καρδιά μας ὅταν
συμβαίνουν τραγικά πράγματα στή ζωή μας. Γιά παράδειγμα, ὅταν χάνουμε
τόν σύζυγό μας ἤ ὅταν μᾶς χωρίζει, ὅταν χάνουμε τήν ἐργασία μας ἤ ὅταν
πεθαίνει τό παιδί μας, πῶς μποροῦμε τότε νά μείνουμε ἀτάραχοι;
Ἀπ.: Τό
εἴπαμε αὐτό. «Ὁ καρπός τοῦ Πνεύματός ἐστιν ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη» (Γαλ.
5,22). Τό ἄκουσες; Εἰρήνη. Ἔρχεται ἀπ’ ἔξω ἡ εἰρήνη; Ἀπό τά ἐξωτερικά
γεγονότα ἐξαρτᾶται ἡ εἰρήνη; Ἀπό τί ἐξαρτᾶται; Ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα. Εἶναι
στοιχεῖο τοῦ καρποῦ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἄρα, ὁ κόσμος νά χαλάει γύρω
σου, ἄν ἐσύ ἔχεις τό Ἅγιο Πνεῦμα στήν καρδιά σου, θά χάσεις τήν εἰρήνη
σου; Δέν τήν χάνεις. Πότε θά τή χάσεις; Ὅταν ἀρχίσεις νά βλέπεις γύρω
σου καί ὄχι στόν Χριστό. Ὅπως τήν ἔπαθε ὁ Ἀπόστολος Πέτρος. Δέν εἶχε
φουρτούνα; Μεγάλη φουρτούνα εἶχε. Καί λέει «Χριστέ μου νά περπατήσω καί
γώ πάνω στά κύματα», «Ἔλα» τοῦ λέει ὁ Κύριος. Ὅσο ἔβλεπε στόν Χριστό,
περπατοῦσε πάνω στά κύματα. Ὅταν ἔχασε τήν ὅραση τοῦ Χριστοῦ καί εἶδε τά
κύματα, πῆρε δηλαδή τό βλέμμα του ἀπό τόν Χριστό, τότε ἔχασε τήν εἰρήνη
του, ταράχτηκε, δείλιασε ἀπό τόν δυνατό ἀέρα καί τά κύματα καί
βούλιαξε! Γι’ αὐτό βουλιάζουμε!
Ὅταν ἔχεις τό Ἅγιο
Πνεῦμα μέσα σου δέν σέ πειράζει γιατί ξέρεις ὅτι καί ὁ θάνατος τοῦ
συζύγου καί ἡ ἀπώλεια τῆς ἐργασίας ἀπό τόν Χριστό ἦρθαν. Ὁ Χριστός εἶναι
Πατέρας καί εἶναι Πανάγαθος, μπορεῖ νά μοῦ δώσει κάτι λάθος ἤ κάτι
κακό; Δέν ὑπάρχει περίπτωση. Κάτι καλό μοῦ δίνει, κάτι ἀπελευθερωτικό.
Κι ἄν τό δεῖς ἔτσι, θά δεῖς μετά τί ὁρίζοντες σοῦ ἀνοίγονται! Ὡραιότατα
πράγματα! Καί ὄχι μόνο δέν παθαίνεις κατάθλιψη καί δέν καταλήγεις σέ
ψυχολόγο καί σέ ψυχίατρο, ἀλλά ἀνοίγεσαι σέ περιοχές ὑπέροχες. Καί
θαυμάζεις πῶς μέσα ἀπό μία ἀπώλεια, βρίσκεις τόσο ὡραῖα πράγματα.. Σέ
ἀπελευθερώνει, σοῦ κόβει δεσμά. Ἄν δοκιμάσει κανείς, θά καταλάβει.
Ἐρ.: Ἡ
θέωση, ἄν κατάλαβα καλά, εἶναι νά μετέχεις στίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ. Ἡ
κάθαρση τί εἶναι; Καί ὁ φωτισμός τί διαφορά ἔχει ἀπό τήν θέωση;
Ἀπ.: Εἴπαμε,
κάθαρση ἀπό τά πάθη, ἀπό τίς ἁμαρτίες. Οὐσιαστικά εἶναι μετάνοια. Ὁ
φωτισμός εἶναι, ἄς ποῦμε, μιά πρώτη θέωση, μιά πρώτη δόση φωτός. Ὅταν ὁ
ἄνθρωπος καθαριστεῖ, δημιουργεῖται χῶρος μέσα του κι αὐτόν τόν χῶρο
ἔρχεται καί τόν καλύπτει ὁ Θεός. Ὅσο ὑπάρχουν τά πάθη, δέν ὑπάρχει χῶρος
γιά τόν Θεό. Π.χ. ἕνας πού ζηλεύει, τόν τρώει τό σκουλήκι ἀπό μέσα, δέν
ἔχει χῶρο γιά νά μπεῖ ὁ Θεός. Ἐκεῖ πού πάει νά κάνει ἕνα βῆμα, τόν
φρενάρει, δέν μπορεῖ νά πάρει τό Φῶς. Πρέπει νά φύγει ἡ ζήλεια, ὁ
φθόνος, ἡ κακία, ἡ μνησικακία γιά νά δημιουργηθεῖ χῶρος νά ἔρθει τό Φῶς.
Καί τότε ἀμέσως ἔρχεται τό Φῶς, γιατί ὁ Θεός ποθεῖ νά ἔρθει μέσα μας,
ἀλλά τόν ἐμποδίζουμε ἐμεῖς μέ τίς ἐπιθυμίες μας καί τά πάθη μας.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου