Λέγαμε τήν προηγούμενη φορά, μέ τή
χάρη τοῦ Θεοῦ καί τήν εὐχή τοῦ Γέροντα, γιά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί πόσο ὁ
ἄνθρωπος ἠρεμεῖ καί ἐλευθερώνεται ὅταν ἀναζητεῖ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ,
κάνει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί τά δέχεται ὅλα ὡς θέλημα Θεοῦ, ὡς ἀπό Θεοῦ.
Πράγματι ὅλα γίνονται εἴτε κατά εὐδοκία, εἴτε κατά παραχώρηση τοῦ Θεοῦ.
Δέν ὑπάρχει δυαρχία, δηλαδή δύο ἀρχές στόν κόσμο, ἡ ἀρχή τοῦ καλοῦ καί ἡ
ἀρχή τοῦ κακοῦ, ὅπως πρεσβεύουν οἱ ἀνατολικές θρησκεῖες κ.λ.π. Μία
εἶναι ἡ ἀρχή καί ἡ ἀρχή εἶναι ὁ Θεός. «Ἐγώ εἰμι τό Α καί τό Ω, ἐγώ εἶμαι
ἡ ἀρχή καί τό τέλος τῶν πάντων» (Ἀποκ. 1,8). Ὅποιος λοιπόν πιστεύει
ὀρθόδοξα, δέν ἔχει νά φοβηθεῖ κανένα κακό καί κανέναν ἄρχοντα τοῦ κακοῦ,
κανέναν δαίμονα καί κανέναν διάβολο, γιατί ὅλα εἶναι κάτω ἀπό τήν
στοργική πρόνοια, τήν ἀγάπη, τή φροντίδα καί τή θέληση τοῦ Θεοῦ. Ἑπομένως
αἰσθήματα ὅπως στενοχώρια, φοβία, ἄγχος ἤ ἀνασφάλεια εἶναι
ἀδικαιολόγητα γιά ἕναν πιστό καί ὅπως ἔχουμε πεῖ εἶναι ἀποτελέσματα τῆς
ἀπιστίας μας.
Μερικοί ἄνθρωποι θεωροῦν ὅτι, ἄν δεχτοῦν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ
στήν ζωή τους καί ὑποταχθοῦν στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, δηλαδή στίς ἐντολές
τοῦ Θεοῦ, θά σκλαβωθοῦν καί θά χάσουν τήν ἐλευθερία τους. Ἰδίως οἱ νέοι
ἄνθρωποι λένε: «ἐγώ δέν θέλω οὔτε παπάδες, οὔτε ἐκκλησίες, οὔτε
δεσμεύσεις, οὔτε νόμους, οὔτε μή, οὔτε πρέπει, θέλω νά εἶμαι ἐλεύθερος
ἀπό ὅλα αὐτά, γι’ αὐτό πετάω ὅλα τά τῆς θρησκείας καί ζῶ ὅπως θέλω ἐγώ».
Τό σύνθημα μάλιστα πού ἐπικρατεῖ σήμερα εἶναι ‘’ζῆσε ὅπως θέλεις καί
κάνε ὅ,τι θέλεις’’ καί νομίζει ὅποιος πρεσβεύει αὐτό τό σλόγκαν, αὐτό τό
σύνθημα ὅτι, ἄν τό κάνει στήν πράξη, στή ζωή του εἶναι ἀληθινά
ἐλεύθερος. Ἐνῶ στήν πραγματικότητα αὐτός ὁ ἄνθρωπος εἶναι δοῦλος στόν
πονηρό καί στά πάθη του. Ἡ ἀληθινή ἐλευθερία ὑπάρχει ἐκεῖ πού ὑπάρχει τό
Ἅγιο Πνεῦμα.
Θά πεῖ κανείς:
– Γιατί νά τό πιστέψουμε αὐτό καί νά
μήν πιστέψουμε αὐτό πού λένε ἐκεῖνοι πού ἐμφανίζονται ὡς
ἐκσυγχρονιστές, ἀνεξάρτητοι, προοδευτικοί κ.λ.π.;
Πρέπει νά τό πιστέψουμε καί ἄν
θέλουμε πρίν τό πιστέψουμε ἤ πρίν τό ἀποδεχτοῦμε, ἄς κάνουμε μιά
προσπάθεια νά τό ζήσουμε. Νά δοῦμε στήν πράξη ὅτι πραγματικά ἐλεύθερος
καί πραγματικά κυρίαρχος εἶναι αὐτός πού κυριαρχεῖ πάνω στόν κατώτερο
ἑαυτό του, δηλαδή στά ἔνστικτα καί στά πάθη του.
– Ἕνας ναρκομανής εἶναι ἐλεύθερος;
Καθόλου. Θέλει νά ἐλευθερωθεῖ καί
δέν μπορεῖ. Πῶς κατήντησε σ’ αὐτή τήν κατάσταση; Ἀπό αὐτά τά κηρύγματα
πού λένε: ‘’ζῆσε ὅπως θέλεις καί κάνε ὅ,τι θέλεις’’. Μετά ὅμως
διαπίστωσε ὅτι εἶναι ἐγκλωβισμένος, εἶναι ἀλυσοδεμένος μέ αὐτά τά χρυσά
δεσμά τῶν παθῶν, τά ἀγαπημένα του δεσμά. Ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος πού ὑποτάσσεται
στό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί κόβει τό δικό του θέλημα, αὐτός καί μόνο αὐτός
ἐλευθερώνεται ἀπό τά δεσμά τῶν παθῶν καί ἔχει ἀληθινή ἐλευθερία.
Δεῖτε πῶς τό λέει ἕνας σύγχρονος, ὁ
ἅγιος Σιλουανός, ὁ ὁποῖος μᾶς ἄφησε κάποια πολύ ὄμορφα βιωματικά
κείμενα. Ἐπειδή εἶναι σύγχρονος ἅγιος, τοῦ 20ου αἰῶνος,
ἀγγίζει καί τή δική μας σκέψη καί τή δική μας ἐποχή καί τή δική μας
γλώσσα. Ἔχει σημασία κανείς νά μιλάει καί τήν γλώσσα τῆς ἐποχῆς του γιά
νά γίνεται ἀπόλυτα κατανοητός.
Τό θέλημα τοῦ Θεοῦ λοιπόν καί ἡ
ἐλευθερία εἶναι τό θέμα μας. Λέει ὁ ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης: «Εἶναι
μεγάλο ἀγαθό νά παραδινόμαστε στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Τότε στήν ψυχή εἶναι
Μόνος ὁ Κύριος καί δέν ἔρχεται καμιά ξένη σκέψη· ἡ ψυχή προσεύχεται μέ
καθαρό νοῦ καί αἰσθάνεται τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἔστω καί ἄν ὑποφέρει
σωματικά». Ἔχουμε πεῖ ὅτι ὁ Θεός θέλει νά ζητᾶμε Αὐτόν τόν ἴδιο καί
τίποτα ἄλλο. «Ζητεῖτε τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην αὐτοῦ
καί ὅλα τά ἄλλα θά σᾶς προστεθοῦν» (Ματθ. 6,33). Ὅλα τά ἄλλα ἐννοεῖ τά
βιοτικά, τά γήινα, τά ὑλικά, τό τί θά φᾶμε, τί θά πιοῦμε, πῶς θά
σκεπαστοῦμε, ποῦ θά στεγαστοῦμε, τό ἐπάγγελμα καί ὅλα αὐτά θά τά
φροντίσω Ἐγώ ὁ ἴδιος λέει ὁ Θεός. Ἐσεῖς φρροντίστε μόνο γιά αὐτό τό ἕνα:
νά γίνω Ἐγώ βασιλιάς σας, νά γίνω Ἐγώ ὁ μόνος κάτοικος καί κυρίαρχος
τῆς καρδιᾶς σας καί τότε δέν θά ὑπάρχει κανένα πρόβλημα γιά σᾶς ἀπό αὐτά
πού οἱ ἄνθρωποι ὀνομάζουν προβλήματα. Ἀκόμα καί μιά ἀρρώστια καί ἕνας
θάνατος καί μία ἀποτυχία κοσμική δέν εἶναι πρόβλημα γιατί, τό λέει ἐδῶ ὁ
ἅγιος, ἡ ψυχή προσεύχεται μέ καθαρό νοῦ καί αἰσθάνεται τήν ἀγάπη τοῦ
Θεοῦ, ἔστω καί ἄν ὑποφέρει σωματικά. Τόσο γλυκαίνεται ἀπό αὐτή τήν ἀγάπη
τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος μένει μέσα στήν καρδιά αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου πού ἔχει
ἀφεθεῖ στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὥστε δέν τόν νοιάζει ἄν ὑποφέρει τό σῶμα, ἄν
εἶναι ἄρρωστο ἤ ἀνάπηρο τό σῶμα.
Εἶχα γνωρίσει πρίν λίγα χρόνια ἕνα
νέο παιδί ἀνάπηρο, τό ὁποῖο ἦταν τελείως παράλυτο, δέν κουνοῦσε τίποτα
παρά μόνο τά μάτια του. Ἔτσι ὅπως ἦταν στό κρεβάτι γιά νά σέ δεῖ καλά,
ἔπρεπε κάποιος νά τοῦ γυρίσει ὁλόκληρο τό κεφάλι. Αὐτό τό παιδάκι ἦταν
τόσο χαρούμενο πού δέν φαντάζεστε! Γεμάτο ἀπό τή χαρά τοῦ Θεοῦ, ἔλαμπε
τό πρόσωπό του ἀπό χαρά. Ἦταν πράγματι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Νέος ἄνθρωπος
ἀλλά ἀφημένος στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Χαιρόταν πού ἦταν ἔτσι καί δόξαζε τόν
Θεό, γιατί μέσα ἀπό αὐτή τήν -τραγική γιά τόν κόσμο- κατάσταση βρῆκε
τήν σωτηρία του, βρῆκε τόν Θεό, βρῆκε τήν ἀληθινή μακαριότητα καί
ἐλευθερία.
«Ὅταν ἡ ψυχή παραδοθεῖ ὁλοκληρωτικά
στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, τότε ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος ἀρχίζει νά τήν καθοδηγεῖ,
καί ἡ ψυχή διδάσκεται ἀπευθείας ἀπό τόν Θεό, ἐνῶ προηγουμένως τήν
ὁδηγοῦσαν οἱ δάσκαλοι καί ἡ Γραφή. Ἀλλά τό νά εἶναι Δάσκαλος τῆς ψυχῆς ὁ
Ἴδιος ὁ Κύριος μέ τή χάρη τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος εἶναι σπάνιο καί λίγοι
γνωρίζουν αὐτό τό μυστήριο, μόνο ὅσοι ζοῦν κατά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ».
Τώρα μᾶς μιλάει γιά ὑψηλή κατάσταση ἁγιότητας, ὅπου κανείς ἔχει ἀφεθεῖ
πλήρως στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὁπότε εἶναι θεοδίδακτος. Κάθε στιγμή ὁ Θεός
ἄμεσα τοῦ ἀποκαλύπτει τό θέλημά Του. Ἐμεῖς πού δέν ἔχουμε φτάσει σ’ αὐτή
τήν κατάσταση, χρειαζόμαστε ὁπωσδήποτε ἕναν Πνευματικό ὁδηγό. Ἕναν
ἄνθρωπο δηλαδή ὁ ὁποῖος θά μᾶς καθοδηγεῖ, ἕναν διδάσκαλο. Καί ἀλλοίμονο
στόν ἄνθρωπο πού δέν ἔχει Πνευματικό ὁδηγό, ἰδίως στίς μέρες μας. Ἔλεγε ὁ
π. Παΐσιος ὅτι σήμερα ὁ κόσμος πάνω ἀπ΄ ὅλα ἔχει ἀνάγκη ἀπό Πνευματικό
ὁδηγό.
«Ὁ ὑπερήφανος δέν ἀναζητεῖ τό
θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά προτιμᾶ νά κατευθύνει ὁ ἴδιος τή ζωή του». Βιώνει
σάν ὑποδούλωση τήν ὑποταγή του στό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί στόν νόμο τοῦ
Θεοῦ. Ὅμως αὐτός ὁ ἄνθρωπος εἶναι δοῦλος ὁ ἴδιος στή λογική του, γιατί
ποιόν θά πάρει σάν ὁδηγό ἀφοῦ δέν παίρνει κανέναν ἄλλο; Δέν θέλει τόν
Θεό, δέν θέλει Πνευματικό ὁδηγό, θά πάρει σάν ὁδηγό τόν ἑαυτό του. Καί
τί θά ἀναζητήσει ἀπό τόν ἑαυτό του; Θά ἀναζητήσει τήν σκέψη του καί τήν
λογική του. Τό λένε πολλοί ἄνθρωποι: – Τί πᾶς νά ἐξομολογηθεῖς, δέν
ἔχεις μυαλό, γιατί νά τά πεῖς στόν παπά; Νά σκεφτεῖς ἤ νά συμβουλευτεῖς
τό πολύ πολύ κάποιον εἰδικό ἤ νά τά πεῖς στίς εἰκόνες καί φτάνει.
Μερικοί μάλιστα λένε ὅτι ἐξομολογοῦνται στόν πατέρα καί στήν μάνα τους.
Μήπως θά πάρουν καί ἄφεση ἀπό τόν πατέρα τους; Ἀλλά γιατί τά λένε ὅλα
αὐτά; Τά λένε γιατί εἶναι ὑπερήφανοι. Καί ὑπάρχει μεγάλη ὑπερηφάνεια
στούς ἀνθρώπους στίς μέρες μας.
«Καί δέν καταλαβαίνει ὅτι χωρίς τόν
Θεό δέν ἐπαρκεῖ τό λογικό τοῦ ἀνθρώπου γιά νά τόν καθοδηγεῖ». Αὐτό
δυστυχῶς πού ἔχει πάθει ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος, ἀδελφοί μου, αὐτή τήν
ὑποδούλωση στή λογική καί βλέπετε ὅλα τά ἐξετάζει μέ τή λογική. Γι’ αὐτό
δέν βλέπει τόν Θεό. Γιατί ἡ λογική εἶναι δύναμη, πού τήν ἔχει δώσει
βεβαίως ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο, ἀλλά γιά τά πράγματα τά ὑλικά, τοῦ κόσμου
τούτου, γιά τά πράγματα πού ἀντιλαμβάνονται οἱ αἰσθήσεις. Μέ τή λογική
κρίνεις αὐτά πού βλέπεις, αὐτά πού ἀκοῦς, αὐτά πού πιάνεις, αὐτά πού
ὀσφραίνεσαι, αὐτά πού γεύεσαι. Τίποτα περισσότερο δέν μπορεῖ νά κάνει ἡ
λογική. Καί φυσικά, ἐφόσον δέν μπορεῖς νά πιάσεις ἤ νά δεῖς τόν Θεό,
ἀφοῦ δέν εἶναι ὑλικός, ἡ λογική σοῦ λέει δέν ὑπάρχει. Μέ κριτήριο λοιπόν
τή λογική γίνεσαι ἄθεος. Γι’ αὐτό ἀκριβῶς ὑπάρχει τόση ἀθεΐα στίς μέρες
μας, γιατί ἔχει ὑποταχθεῖ ὁ ἄνθρωπος στή λογική καί δέν ἀναγνωρίζει τήν
ἀνώτερη δύναμη πού ὑπάρχει μέσα μας καί λέγεται νοῦς. Ὁ ὁποῖος νοῦς δέν
δουλεύει μέ τήν λογική, ἀλλά μέ τήν πίστη, πού δέν εἶναι παράλογη, ἀλλά
ὑπέρλογη. Καί μέ τήν πίστη μπορεῖς νά ψηλαφήσεις καί νά ἐλέγξεις
πράγματα οὐ βλεπόμενα, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «ἡ πίστις εἶναι
ἔλεγχος πραγμάτων οὐ βλεπομένων» (Ἑβρ. 11,1). Αὐτή λοιπόν τήν πίστη ἔχει
χάσει ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος, γι’ αὐτό ἔχει γεμίσει μέ ἄγχος,
ἀνασφάλειες, φοβίες καί ὅλο αὐτό τό ὑπαρξιακό κενό. Τό μεγαλύτερο
πρόβλημα τῶν ἀνθρώπων σήμερα εἶναι τό ὅτι δέν βρίσκουν νόημα στή ζωή
τους. Εἶναι κενοί. Εἶναι ἄδειοι.
Δέν καταλαβαίνει λοιπόν ὁ
ὑπερήφανος ἄνθρωπος ὄτι δέν εἶναι ἀρκετό τό λογικό νά τόν καθοδηγεῖ. «Κι
ἐγώ, ὅταν ζοῦσα στόν κόσμο, προτοῦ νά γνωρίσω τόν Κύριο καί τό Ἅγιο
Πνεῦμα, στηριζόμουν στό λογικό μου». Τό ὁμολογεῖ ὁ Ἅγιος Σιλουανός,
γιατί κι αὐτός μέχρι τά δεκαεννιά του χρόνια, πρίν πάει στό Ἅγιο Ὄρος,
στή Ρωσία πού ζοῦσε ἦταν ἕνας κοσμικός ἄνθρωπος μέ κάποια σχετική
εὐλάβεια. «Ὅταν ὅμως γνώρισα μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα τόν Κύριό μας Ἰησοῦ
Χριστό, τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ, τότε παραδόθηκε ἡ ψυχή μου στόν Θεό καί
δέχομαι ὁτιδήποτε θλιβερό μοῦ συμβεῖ καί λέω· «Ὁ Κύριος μέ βλέπει… Τί νά
φοβηθῶ;». Προηγουμένως ὅμως δέν μποροῦσα νά ζῶ κατ᾿ αὐτόν τόν τρόπο».
Γιατί δέν μποροῦσε; Γιατί ἦταν ὑπερήφανος καί ἄν διαβάσει κανείς τή ζωή
του, ὅπως τήν ἐξιστορεῖ ὁ ἴδιος, τό λέει. Καί εἶχε κάνει καί βαριές
ἁμαρτίες. Βεβαίως ὁ ἄνθρωπος μετά μετανόησε καί βρῆκε τήν εἰρήνη καί τή
χαρά μέσα στή ζωή τῆς μετανοίας. Ὅταν παραδοθεῖ κανείς στό θέλημα τοῦ
Θεοῦ, πιστεύει ὅτι ὁ Κύριος ξέρει γιατί γίνεται τό ἕνα ἤ τό ἄλλο καί
ἐφόσον ὅ,τι γίνεται, γίνεται ἀπό τόν Θεό πού μᾶς ἀγαπάει, πού εἶναι
Πατέρας μας, δέν ὑπάρχει περίπτωση αὐτό τό ὁτιδήποτε νά εἶναι γιά τό
κακό μας ἤ νά μᾶς βλάψει. Εἶναι σίγουρα γιά τό καλό μας. Ἄν λοιπόν καί
ἐμεῖς μιμηθοῦμε αὐτόν τόν Ἅγιο, ξέρετε πόσο διαφορετικά θά δοῦμε ὅλα τά
γεγονότα τῆς ζωῆς μας καί μέ πόση χαρά καί εἰρήνη θά γεμίσουμε;
Ἐδῶ νά κάνουμε μία παρένθεση καί νά
διαβάσουμε ἕνα κείμενο ἀπό ἕναν ἀκόμα πιό σύγχρονο ἅγιο, τόν Ἅγιο
Σεραφείμ τῆς Βίριτσα, ὁ ὁποῖος μιλάει σάν νά εἶναι ὁ Χριστός καί
ἀπευθυνόμενος σέ μᾶς, λέει: Ἔχεις ποτέ σκεφτεῖ ὅτι ὅλα που ἀφοροῦν
ἐσένα, ἀφοροῦν καί Ἐμένα; Διότι αὐτά πού ἀφοροῦν ἐσένα ἀφοροῦν τήν κόρη
τοῦ ὀφθαλμοῦ Μου. Δηλαδή τόσο πολύ μᾶς ἀγαπάει ὁ Χριστός σάν κόρη
ὀφθαλμοῦ. Τό λέμε κιόλας ὅταν ἀγαπᾶμε κάποιον ‘’Μάτια μου’’. Ἔτσι καί
πολύ περισσότερο ἀγαπάει ὁ Θεός τόν καθένα μας προσωπικά καί μᾶς τό ἔχει
πεῖ ὅτι: «ἔχω φροντίσει καί ἔχω μετρήσει καί τίς τρίχες σας ἀκόμα»
(Ματθ. 10,30). Καί συνεχίζει ὁ Ἅγιο Σεραφείμ: Εἶσαι πολύτιμη στά μάτια Μου (ὁμιλεῖ γιά τήν ψυχή), καί σέ ἔχω ἀγαπήσει (τόν καθένα ἀπό μᾶς),
γιά αὐτό εἶναι ἰδιαίτερη χαρά γιά Μένα νά σέ ἐκπαιδεύω. Ὅταν οἱ
πειρασμοί ἔρχονται ἐπάνω σου καί ὁ πολέμος, σάν τό ποτάμι, θέλω νά
ξέρεις ὅτι, Ἀπό Μένα ἦταν αὐτό.
Αὐτό πού λέγαμε καί στήν
ἀρχή ὅτι δέν ὑπάρχουν δύο ἀρχές. Κακῶς μερικοί λένε ὅτι ὁ διάβολος τά
κάνει κ.λ.π. Ὁ Θεός τά ἀφήνει ὅλα νά γίνουν. Μπορεῖ νά χρησιμοποιεῖ τόν
διάβολο ὡς ἕνα ὄργανο -ἄς τό ποῦμε- ὑπηρετικό τῆς βουλῆς του, ἀλλά τόν
ἀφήνει ὅσο ὁ Θεός θέλει, τοῦ βάζει πάντοτε ὅρια καί πάντοτε ἔχει
ἡμερομηνία λήξης ἡ δράση τοῦ διαβόλου. Ὅλα αὐτά πού γίνονται ἤ
ἀπειλοῦνται καί στήν προσωπική μας ζωή καί στήν οἰκογενειακή καί στήν
ἐθνική καί στό γένος ὁλόκληρο ἔχουν σίγουρα ἡμερομηνία λήξης καί κάποια
στιγμή θά σταματήσουν γιατί ὅλα εἶναι κάτω ἀπό τόν ἔλεγχο τοῦ Θεοῦ.
Τίποτα δέν γίνεται ἀνεξέλεγκτα καί ὅλα θά πᾶνε μέχρι ἐκεῖ πού θά εἶναι
πρός ὠφέλειά μας. Ὁπότε «νά ξέρεις ὅτι ὅλα εἶναι ἀπό Μένα» λέει ὁ Θεός
καί γι’ αὐτό νά εἶσαι ἥσυχος.
Θέλω νά ξέρεις ὅτι ἡ ἀδυναμία
σου ἔχει ἀνάγκη ἀπό τήν δύναμή Μου, καί ἡ ἀσφάλειά σου βρίσκεται στό νά
Μέ ἀφήσεις νά σέ προστατεύω. Δυστυχῶς δέν ἀφήνουμε τόν Θεό νά μᾶς
προστατέψει. Πῶς δέν τόν ἀφήνουμε; Γιατί δέν προσευχόμαστε, ὁπότε δέν
δίνουμε δικαίωμα στόν Θεό νά παρέμβει στή ζωή μας προστατευτικά. Καί
γιατί δέν Τόν ἀφήνουμε; Γιατί εἴμαστε ὑπερήφανοι καί λέμε: «θά δουλέψω,
γιά νά ζήσω, θά μαζέψω πτυχία, θά ἀσφαλιστῶ…» καί τελικά
συνειδητοποιοῦμε ὅτι παρ’ ὅλα τά ἀνθρώπινα ἐφόδια καί στηρίγματα καθόλου
ἐξασφαλισμένοι δέν εἴμαστε. Μᾶς παρακαλεῖ λοιπόν ὁ Θεός νά Τόν ἀφήσουμε
νά μᾶς προστατέψει. Θά πεῖ κανείς:
– Γιατί δέν τό κάνει μόνος του χωρίς νά Τοῦ τό ζητήσουμε;
Γιατί ἀκριβῶς μᾶς ἔχει φτιάξει
ἐλεύθερους. Μᾶς ἔχει φτιάξει εἰκόνες Του καί σέβεται αὐτή τήν ἐλευθερία
καί δέν θέλει νά τήν καταπατήσει. Ἄν μόνος του παρέμβει στή ζωή μας,
κάλλιστα κάποιοι θά ποῦνε: «Γιατί μᾶς ἐμποδίζεις νά κάνουμε αὐτό πού
θέλουμε; Γιατί μᾶς στερεῖς αὐτό πού μᾶς ἔχεις χαρίσει;». Καί θά ἔχουν
δίκαιο. Γι’ αὐτό ὁ Θεός δέν παρεμβαίνει, ἄν ἐμεῖς δέν Τοῦ τό ζητήσουμε.
Θέλω νά ξέρεις ὅτι, ὅταν
βρίσκεσαι σέ δύσκολες συνθῆκες, μεταξύ τῶν ἀνθρώπων πού δέν σέ
καταλαβαίνουν, δέν λογαριάζουν αὐτά πού σοῦ εἶναι εὐάρεστα, καί σέ
ἀπομακρύνουν, Ἀπό Μένα ἦταν αὐτό. Κι «αὐτό ἀπό Μένα εἶναι», δέν εἶναι ἀπό τούς κακούς ἀνθρώπους, οὔτε ἀπό τόν κακό διάβολο. Ἐγώ τό ἐπιτρέπω γιά τό καλό σου.
Εἶμαι ὁ Θεός σου, οἱ περιστάσεις
τῆς ζωῆς εἶναι στά χέρια μου, δέν βρέθηκες τυχαῖα στή θέση σου, εἶναι
ἀκριβῶς ἡ θέση πού σοῦ ἔχω ὁρίσει. Καί ὁ Σταυρός πού σηκώνουμε εἶναι
ἀκριβῶς ὁ Σταυρός πού μᾶς ταιριάζει. Γνωρίζετε τήν ἱστορία μέ κάποιον
πού δέν ἦταν εὐχαριστημένος καί ζητοῦσε ἕναν πιό ἐλαφρύ Σταυρό. Τότε τόν
πῆρε ὁ Ἄγγελος καί τόν πῆγε στήν αἴθουσα πού εἶχε ὅλους τούς Σταυρούς
καί τοῦ εἶπε νά διαλέξει ποιόν Σταυρό θέλει νά σηκώνει. Ἔψαχνε, ἔψαχνε
καί τελικά βρῆκε κάποιον πιό ἐλαφρύ ἀπό τούς ὑπόλοιπους καί εἶπε νά
πάρει αὐτόν, ὁπότε ὁ Ἄγγελος τοῦ εἶπε ὅτι εἶναι ὁ ἴδιος Σταυρός πού
ἄφησε μπαίνοντας καί τοῦ εἶχε δώσει ὁ Χριστός. Θά πεῖτε:
– Χωρίς Σταυρό δέν γίνεται;
Δέν γίνεται. Χριστιανός Ξένος
Σταυροῦ, τό Χ,Ξ,ΣΤ εἶναι ὁ Ἀντίχριστος, εἶναι ἡ ὑποβολή τοῦ Ἀντιχρίστου.
Ζωή χωρίς Σταυρό εἶναι ζωή χωρίς Ἀνάσταση καί ζωή χωρίς Ἀνάσταση εἶναι
κόλαση, εἶναι διαβολική ζωή. Ἐπειδή θέλουμε τήν Ἀνάσταση, πρέπει νά
περάσουμε ἀπό τόν σταυρό, ὅπως ὁ Χριστός μας καίτοι ἀναμάρτητος, πέρασε
ἀπό τόν Σταυρό. Ἐμεῖς πού εἴμαστε ἁμαρτωλοί, πῶς ζητᾶμε νά μήν ἔχουμε
Σταυρό; Πῶς μπορεῖς νά ἐλευθερωθεῖς ἀπό ὅλο αὐτό τό δηλητήριο τῆς ἡδονῆς
χωρίς ὀδύνη, χωρίς πόνο, χωρίς κόπο; Πῶς θά θεραπευτεῖς, ἄν δέν πάρεις
τό πικρό φάρμακο πού δίνει ὁ γιατρός;
Δέν Μέ παρακαλοῦσες νά σοῦ μάθω
τήν ταπείνωση; Καί νά, σέ ἔβαλα σ’ αὐτό ἀκριβῶς τό περιβάλλον, στό
σχολεῖο ὅπου διδάσκουν αὐτό τά μάθημα.
– Πῶς μαθαίνουμε τήν ταπείνωση;
Μέσα ἀπό τήν ταλαιπωρία, μέσα ἀπό τόν σταυρό, μέσα ἀπό τόν κόπο. Τό
περιβάλλον σου, καί αὐτοί πού ζοῦν γύρω σου, μόνο ἐκτελοῦν τό θέλημά
Μου. Ἔχεις οἰκονομικές δυσκολίες καί μόλις τά βγάζεις πέρα, νά ξέρεις
ὅτι, Ἀπό Μένα ἦταν αὐτό. Δέν φταίει οὔτε τό ΔΝΤ, οὔτε τίποτα ἄλλο, παρά μόνο ἐμεῖς μέ τίς ἁμαρτίες μας καί ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πού προσπαθεῖ νά μᾶς σώσει.
Θέλω νά ξέρεις ὅτι Ἐγώ διαθέτω τά χρήματά σου καί νά καταφεύγεις σέ Μένα, καί νά γνωρίζεις
ὅτι ἐξαρτᾶσαι ἀπό Μένα. Θέλω νά ξέρεις ὅτι τά ἀποθέματά Μου εἶναι
ἀνεξάντλητα, καί νά βεβαιωθεῖς ὅτι εἶμαι πιστός στίς ὑποσχέσεις Μου. Τί
εἶναι γιά τόν Θεό νά μᾶς δίνει κάθε μήνα ὅσα εὐρώ χρειαζόμαστε; Ἀφοῦ
ὅλα τά χρήματα τοῦ Θεοῦ εἶναι. Ὅλα τά ἀγαθά τοῦ Θεοῦ εἶναι.
– Γιατί δέν μᾶς τά δίνει;
Γιατί δέν μᾶς συμφέρει ἤ γιατί δέν
Τοῦ τό ζητᾶμε ἤ γιατί δέν κάνουμε αὐτό πού λέει. Ὁ Χριστός εἶπε ὅτι θά
μᾶς τά δώσει ὅλα, ἀρκεῖ νά κάνουμε τό ἕνα, πού εἴπαμε, νά ζητᾶμε νά
βασιλεύσει στήν ζωή μας, νά εἶναι Αὐτός κύριος στή ζωή μας. Νά μήν
συμβεῖ ποτέ νά σοῦ ποῦν στήν ἀνάγκη σου «Μήν πιστεύεις στόν Κύριο καί
Θεό σου». Ἔχεις περάσει ποτέ νύχτα μέσα στήν θλίψη; Εἶσαι χωρισμένος ἀπό
τούς συγγενεῖς σου, τούς ἀνθρώπους πού ἀγαπᾶς; Σοῦ τό ἐπέτρεψα γιά νά
στραφεῖς σέ Μένα, καί σέ Μένα νά βρεῖς τήν αἰώνια παρηγοριά καί
ἀνακούφιση. Σέ ξεγέλασε ὁ φίλος σου ἤ κάποιος, πού τοῦ εἶχες ἀνοίξει τήν
καρδιά σου, Ἀπό Μένα ἦταν αὐτό. Ἐγώ ἐπέτρεψα νά σέ ἀγγίξει αὐτή ἡ
ἀπογοήτευση, γιά νά μάθεις ὅτι ὁ καλύτερος φίλος σου εἶναι ὁ Κύριος. Τελικά,
ὅπως λέει ἕνας σύγχρονος Γέροντας, ὅλοι θά μᾶς προδώσουν. Γιατί οἱ
ἄνθρωποι εἴμαστε ἀδύναμοι καί τή μιά εἴμαστε στίς καλές μας καί τήν ἄλλη
γινόμαστε ζηλιάρηδες, φθονεροί καί ἐχθρευόμαστε τούς καλύτερους φίλους
μας. Ἐκεῖνος πού ποτέ δέν μᾶς προδίδει εἶναι ὁ Χριστός.
Θέλω νά τά φέρνεις ὅλα σέ Μένα καί ὅλα νά Μοῦ τά λές, λέει στήν ψυχή ὁ Χριστός. Σέ συκοφάντησε κάποιος, νά τό ἀφήσεις σέ Μένα. Μήν πᾶς μόνος σου νά πάρεις ἐκδίκηση.
Σέ Μένα νά προσκολληθεῖς, σέ Μένα ἡ καταφυγή σου, γιά νά κρυφτεῖς ἀπό
τήν ἀντιλογία ἐθνῶν. Θά κάνω τήν δικαιοσύνη σου νά λάμψει σάν τό φῶς καί
τήν ζωή σου, σάν μέρα μεσημέρι. Καταστράφηκαν τά σχέδιά σου, λύγισε ἡ
ψυχή σου καί εἶναι ἐξαντλημένη, Ἀπό Μένα ἦταν αὐτό. Δέν πρέπει ποτέ
νά στενοχωριόμαστε. Κάνουμε πολλά σχέδια οἱ ἄνθρωποι. Κακῶς. Ἕνα σχέδιο
μόνο πρέπει νά ἔχουμε: πῶς θά πᾶμε στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ κι ὅλα τά ἄλλα
νά τά ἀφήνουμε στόν Θεό. «Ἀρκετόν τῇ ἡμέρᾳ ἡ κακία αὐτῆς» (Ματθ.6,34),
λέει ὁ Κύριος. Ἄσε τήν ἑπόμενη ἡμέρα. Σήμερα ἔχεις ἀρκετές σκοτοῦρες,
ἄσε τίς σκοτοῦρες τῆς ἑπόμενης ἡμέρας. Μήν ἀγχώνεστε γιά τήν αὔριο.
Ἔκανες σχέδια καί εἶχες δικούς σου σκοπούς, Μοῦ τά ἔφερες νά τά εὐλογήσω. Συνήθως
ἔτσι κάνουμε, γράφουμε μιά κόλλα χαρτί «Θέλω, θέλω, θέλω…» καί τό
πετᾶμε στόν Θεό νά τό ὑπογράψει. Ἐνῶ κανονικά θά ἔπρεπε νά ὑπογράφουμε
ἐμεῖς ἐν λευκῷ καί νά λέμε: – Χριστέ μου γράψε ἐσύ ὅ,τι θέλεις. Νά κάνω
τό θέλημά Σου στή ζωή μου. Ἔκανες λοιπόν σχέδια καί Μοῦ ἔφερες νά τά
εὐλογήσω, ἀλλά Ἐγώ θέλω νά ἀφήσεις σέ Μένα, νά κατευθύνω καί νά
χειραγωγῶ τίς περιστάσεις τῆς ζωῆς σου, διότι εἶσαι τό ὀρφανό καί ὄχι
πρωταγωνιστής. Ἐμεῖς εἴμαστε νήπια ὀρφανά καί θέλουμε νά κάνουμε τόν
κύριο στόν Κύριο καί εἶναι ἀνοησία. Σάν νά ἔχεις ἕνα μωρό καί νά σοῦ
λέει τό μωρό: – Κοίταξε μπαμπά αὐτό θά κάνεις γιά μένα.
Σέ βρῆκαν ἀπροσδόκητες ἀποτυχίες, καί ἡ ἀπελπισία κατέλαβε τήν καρδιά σου, νά ξέρεις, Ἀπό Μένα ἦταν αὐτό. Καί δέν θά ἔπρεπε νά σέ καταλάβει ἡ ἀπελπισία. Διότι μ’ αὐτή τήν κούραση καί τό ἄγχος –πού σοῦ βάζω– δοκιμάζω πόσο ἰσχυρή εἶναι ἡ πίστη σου στίς ὑποσχέσεις Μου καί τήν παρρησία σου στήν προσευχή γιά τούς συγγενεῖς σου. Ἄν
ἔχουμε ἄγχος φανερώνουμε τήν ὀλιγοπιστία μας. Ἀκόμα καί ὅταν βλέπουμε
νά ταλαιπωροῦνται οἱ συγγενεῖς μας, νά τούς ἀφήνουμε στόν Θεό. Ἄν δέν
τούς ἀφήσουμε στόν Θεό, σημαίνει ὅτι δέν ἔχουμε καλή σχέση μέ τόν Θεό.
Δέν ἔχουμε σωστή ἀντίληψη γιά τόν Θεό. «Ἑαυτούς καί ἀλλήλους καί πᾶσαν
τήν ζωήν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα». Καί τούς ἄλλους πρέπει
νά τούς ἀφήσουμε στόν Θεό. Οἱ γονεῖς πολλές φορές πάσχουν γιά τά παιδιά
τους, ἀγωνίζονται, ἀγωνιοῦν, ἀγχώνονται, ἐνῶ θά ἔπρεπε καί τά παιδιά νά
τά ἀφήσουν στόν Θεό. Οἱ γονεῖς δέν εἶναι ἰδιοκτῆτες τῶν παιδιῶν, εἶναι
ἁπλῶς κηδεμόνες, φροντιστές καί ὁ Θεός τούς κάνει τιμή πού τούς δίνει τά
παιδιά γιά ὁρισμένο χρόνο, πρωτίστως γιά νά τά βοηθήσουν νά πᾶνε στόν
Παράδεισο καί μετά γιά νά τά θρέψουν βιολογικά.
Δέν ἤσουν εσύ πού ἐμπιστεύτηκες
τίς φροντίδες γι’ αὐτούς στήν προνοητική ἀγάπη Μου; Δέν εἶσαι ἐσύ πού
καί τώρα τούς ἀφήνεις στήν προστασία τῆς Πανάγνου Μητέρας Μου; Συχνά τό λέμε «Παναγιά μου ἐσύ, Χριστέ μου ἐσύ…», ἀλλά γρήγορα τό ξεχνᾶμε καί ἀγχωνόμαστε πάλι.
Σέ βρῆκε σοβαρή ἀσθένεια, πού μπορεῖ νά γιατρευτεῖ ἤ εἶναι ἀθεράπευτη, καί σέ κάρφωσε στό κρεββάτι σου, Ἀπό Μένα ἦταν αὐτό. Δέν φταῖνε τά δηλητήρια ἤ κάποια ἄλλα ἀνθρώπινα αἴτια. Τίποτα ἀπό αὐτά δέν ἐνεργεῖ, ἐάν δέν θέλει ὁ Θεός.
Ἐπειδή θέλω νά Μέ γνωρίσεις πιό
βαθειά, μέσω τῆς σωματικῆς ἀσθένειας καί νά μήν γογγύζεις γι’ αὐτή τή
δοκιμασία πού σοῦ στέλνεται καί νά μήν προσπαθεῖς νά καταλάβεις τά
σχέδιά Μου, τῆς σωτηρίας τῆς ψυχῆς τῶν ἀνθρώπων μέ διάφορους τρόπους,
ἀλλά ἀγόγγυστα καί ταπεινά νά σκύψεις τό κεφάλι σου μπροστά στήν
ἀγαθότητά Μου. Μᾶς δίνει τίς ἀσθένειες γιά νά βροῦμε τόν ἑαυτό μας,
τόν ἀληθινό ἑαυτό μας καί τήν σωστή σχέση μαζί Του, νά ἀφηνόμαστε
ὁλοκληρωτικά στόν Θεό καί νά μήν στηριζόμαστε καθόλου στίς δυνάμεις μας.
Ὀνειρευόσουν νά κάνεις κάτι
ξεχωριστό καί ἰδιαίτερο γιά Μένα καί ἀντί νά τό κάνεις ἔπεσες στό
κρεβάτι τοῦ πόνου; Ἀπό Μένα ἦταν αὐτό. Πολλές φορές σχεδιάζουμε νά
κάνουμε πράγματα γιά τόν Θεό καί ἔρχεται μία ἀσθένεια καί σέ σταματάει.
Καί λές: – Μά Θεέ μου, ἐγώ γιά Ἐσένα θά τό ἔκανα. Κι ὅμως, ὑπάρχει καί
κάτι ἄλλο ἀνώτερο, τό νά ἀφεθεῖς πλήρως στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Νά
ἀναθεωρήσεις τά δικά σου σχέδια, νά ἀφεθεῖς στό σχέδιο καί στό πρόγραμμα
τοῦ Θεοῦ, καί αὐτό εἶναι πολύ πιό εὐάρεστο.
Διότι τότε, ἄν σέ ἄφηνα νά κάνεις τά δικά σου σχέδια, θά ἤσουν βυθισμένος στά δικά σου ἔργα. Καί βεβαίως θά γέμιζες καί μέ μιά ἱκανοποίηση, πιθανῶς καί μέ ὑπερηφάνεια, μέ ἕναν ἐγωισμό καί μέ μιά αὐτάρκεια. Καί Ἐγώ δέν θά μποροῦσα νά προσελκύσω τίς σκέψεις σου σέ Μένα, γιατί
σέ θέλω νά Μέ ἀγαπᾶς ἐξ’ ὅλης τῆς ψυχῆς καί τῆς καρδίας καί τῆς
διανοίας σου, ὄχι γιά Ἐμένα, ἀλλά γιά ἐσένα. Γιατί αὐτό εἶναι τό ἀληθινό
συμφέρον τοῦ ἀνθρώπου. Νά εἶναι κολλημένος μέ ὅλη του τήν ψυχή, μέ ὅλη
του τήν σκέψη καί μέ ὅλη του τήν καρδιά στόν Θεό.
Ἐγώ θέλω νά σοῦ διδάσκω τίς
βαθύτατες σκέψεις καί τά μαθήματά Μου, γιά νά Μέ ὑπηρετεῖς. Θέλω νά σέ
μάθω νά συναισθάνεσαι πώς εἶσαι τίποτα χωρίς Ἐμένα. Μάθετε ὅτι:
«χωρίς Ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν» (Ἰω. 15,5). Χωρίς τόν Χριστό,
εἴμαστε ἕνα τίποτα καί δέν μποροῦμε νά κάνουμε τίποτα. Αὐτό θέλει νά μᾶς
μάθει ὁ Χριστός μέ ὅλες αὐτές τίς δοκιμασίες. Γιατί ἔτσι ταπεινωνόμαστε
καί ἔτσι προοδεύουμε.
Μερικοί ἀπό τους καλύτερους υἱούς μου εἶναι αὐτοί, οἱ ὁποῖοι εἶναι ἀποκομμένοι ἀπό τήν δραστική ζωή, τήν
ζωή τῆς δράσης. Βλέπεις ἕναν ἀνάπηρο, βλέπεις ἕνα παιδάκι πού εἶναι
λίγο διανοητικά καθυστερημένο, βλέπεις ἕναν ἄνθρωπο πού τόν θεωρεῖς ὅτι
βρίσκεται στό περιθώριο τῆς ζωῆς, καί λές: Ἔ, τώρα, αὐτός τί εἶναι; Ἕνας
ἄχρηστος ἄνθρωπος…». Κι ὅμως, πολλές φορές αὐτοί οἱ ἄνθρωποι εἶναι πού
ψέλνουν μαζί μέ τούς Ἀγγέλους. Αὐτοί εἶναι γιά τόν Θεό οἱ πιό δραστήριοι
ἄνθρωποι, γιατί προσεύχονται καί ὁ νοῦς τους εἶναι κολλημένος συνέχεια
στόν Χριστό. Τούς ἔδωσε ὁ Θεός αὐτήν τήν δωρεά, νά εἶναι ἀκίνητοι
σωματικά καί νά εἶναι σέ μεγάλο βαθμό εὐκίνητοι πνευματικά καί νά
μοιάζουν καί νά ζοῦν μέ τούς Ἀγγέλους ἀπό αὐτήν τήν ζωή.
Μερικά ἀπό τά καλύτερα παιδιά
Μου εἶναι ἀποκομένα ἀπό τήν ζωή τῆς δράσης, γιά νά μάθουν νά χειρίζονται
τό ὅπλο τῆς ἀδιάλειπτης προσευχῆς, πού εἶναι καί τό μεγαλύτερο καί δυνατότερο ὅπλο πού διαθέτει ὁ Χριστιανός. Κλήθηκες
ἀπροσδόκητα νά ἀναλάβεις μία δύσκολη καί ὑπεύθυνη θέση, στηριγμένη σέ
Μένα. Σοῦ ἐμπιστεύομαι τίς δυσκολίες αὐτές, καί γι΄ αὐτό θά σέ εὐλογήσει
Κύριος ὁ Θεός σου σ’ ὅλα τά ἔργα σου, σ’ ὅλους τούς δρόμους σου σ’ ὅλα,
Καθοδηγητής καί Δάσκαλός σου θά εἶναι ὁ Κύριός σου. Τήν ἡμέρα αὐτή, στά
χέρια σου, τέκνο Μου ἔδωσα αὐτό τό δοχεῖο μέ τό θεῖο μύρο, νά τό
χρησιμοποιεῖς ἐλεύθερα. Νά θυμᾶσαι πάντοτε ὅτι κάθε δυσκολία πού θά
συναντήσεις, κάθε προκλητική λέξη, κάθε διαβολή καί κατάκριση, κάθε
ἐμπόδιο στά ἔργα σου, πού θά μποροῦσε νά προκαλέσει ἀγανάκτηση καί
ἀπογοήτευση, κάθε φανέρωση τῆς ἀδυναμίας καί τῆς ἀνικανότητάς σου, θά
χρίεται μ’ αὐτό τά ἔλαιο, Ἀπό Μένα ἦταν αὐτό.
Ὅλα αὐτά λοιπόν πού μᾶς συμβαίνουν,
τά καθημερινά, τά ὁποῖα μᾶς στενοχωροῦν πολλές φορές, μᾶς δυσαρεστοῦν
καί μᾶς χαλοῦν τήν διάθεση, δέν εἶναι τυχαῖα, ἀπό ἁπλή σύμπτωση. Τίποτα
δέν εἶναι τυχαῖο, γιατί δέν ὑπάρχει τύχη. Ὑπάρχει μόνον ὁ Θεός καί ἡ
στοργική Του Πρόνοια. Καί θά πρέπει ὁ ἄνθρωπος νά φιλοσοφεῖ σέ κάθε
στιγμή καί σέ κάθε γεγονός τῆς ζωῆς του καί νά προσπαθεῖ ἐπίσης νά
μαθαίνει, ἄν θέλει, γιατί ὁ Θεός παραχώρησε καί ἐπέτρεψε τό κάθε
συγκεκριμένο γεγονός, αὐτήν τήν συνάντηση, αὐτήν τήν συνομιλία, αὐτήν
τήν κατάκριση καί τήν παρατήρηση πού δέχθηκε, αὐτήν τήν ζήλια καί τόν
φθόνο πού ἀντιμετώπισε. Γιά ποιόν λόγο; Εἶναι σίγουρα πάντοτε γιά τό
καλό του. Ἀλλά, μπορεῖ, ἄν θέλει, νά ἐρευνήσει περισσότερο καί νά μάθει
τί παραπάνω μπορεῖ νά κάνει αὐτός, γιά νά ἐπωφεληθεῖ ἀπό αὐτήν τήν
εὐκαιρία. Γιατί κάθε στιγμή εἶναι μία εὐκαιρία τοῦ Θεοῦ στήν ζωή μας.
Κάθε περίσταση, κάθε γεγονός, εἶναι μία πρόκληση καί μία πρόσκληση τῆς
ἀγάπης τοῦ Θεοῦ στήν καρδιά μας, ὥστε νά Τόν πλησιάσουμε, νά Τόν
ἀγαπήσουμε καί νά μποῦμε στήν Βασιλεία Του.
Νά θυμᾶσαι πώς κάθε ἐμπόδιο
εἶναι νουθεσία ἀπό τόν Θεό, καί γι’ αὐτό νά βάλεις στήν καρδιά σου αὐτόν
τό λόγο, πού σοῦ ἔχω ἀποκαλύψει τήν ἡμέρα αὐτή, ὅτι Ἀπό Μένα ἦταν αὐτό. Ποιό
δηλαδή; – Τό ἐμπόδιο. Βλέπετε, καί ὁ λαός τό λέει πολύ σοφά: «Κάθε
ἐμπόδιο γιά καλό». Ἑπομένως, δέν πρέπει νά δυσανασχετοῦμε ὅταν μᾶς
ἔρχεται ἕνα ἐμπόδιο. Ἄν δυσανασχετοῦμε καί στεναχωριόμαστε ὅταν μᾶς
χαλᾶνε τά σχέδια, σημαίνει πώς ἔχουμε ὑπερηφάνεια, πώς ἔχουμε θέλημα,
πώς ἔχουμε ἐγωισμό καί προσκόλληση στό δικό μας θέλημα. Ἐνῶ βλέπετε πόσο
σοφά τό λέει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ μέ τό στόμα τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου τοῦ
ἀδελφοθέου; Λέμε: «Σήμερα ἤ αὔριο θά πᾶμε σέ αὐτήν ἤ τήν ἄλλη πόλη, …θά
μείνω γιά ἔναν χρόνο ἐκεῖ, θά δραστηριοποιηθῶ ἐπιχειρηματικά καί θά
βγάλω χρήματα». Γιατί; Ἀφοῦ δέν ξέρουμε τί μᾶς ξημερώνει αὔριο. Ἀντ’
αὐτοῦ θά ἔπρεπε νά ποῦμε: «Ἄν θέλει ὁ Θεός, θά ζήσουμε καί θά κάνουμε
αὐτό ἤ ἐκεῖνο» (Ἰακ. 4,13-15).
Νά ξέρεις καί νά θυμᾶσαι –πάντα,
ὅπου καί νά εἶσαι, ὅτι ὁποιοδήποτε κεντρί, θά ἀμβλυνθεῖ μόλις θά μάθεις
σέ ὅλα νά βλέπεις Ἐμένα. Ἕνα κεντρί πού μᾶς πληγώνει καί μᾶς
πονάει, ἕνα γεγονός, ὁποιοδήποτε καί νά εἶναι αὐτό, θά γίνει πολύ ἁπαλό,
πολύ ἀμβλύ, ὅταν πιστέψουμε καί μάθουμε ὅτι ὅλα εἶναι ἀπό τόν Θεό. Τότε
δεχόμαστε ὅλα τά κεντριά καί τά κεντρίσματα μέ ἄλλη διάθεση, τά
βλέπουμε διαφορετικά, μέ ἄλλη προοπτική, μέ ἄλλη καρδιά, καί τά
δεχόμαστε μέ χαρά.
Ὅλα σοῦ στάλθηκαν ἀπό Μένα, γιά τήν τελείωση τῆς ψυχῆς σου. Ὅλα αὐτά ἦταν ἀπό Μένα.
Καί μακάριος αὐτός πού θά πιστέψει αὐτά τά λόγια του Ἁγίου, ὅτι: Ὅλα
εἶναι ἀπό τόν Θεό καί ὅλα ἑπομένως εἶναι γιά τό καλό του. Ὅλα
λειτουργοῦν γιά τό καλό μας. Ὅλα λειτουργοῦν στό νά μᾶς βοηθήσουν νά
βαθύνει καί νά αὐξηθεῖ ἡ μετάνοιά μας καί ἡ συντριβή μας, καί νά
σταθεροποιηθοῦμε στήν πνευματική, στήν κατά Χριστόν ζωή.
Ἄς ξαναγυρίσουμε λοιπόν στόν Ἅγιο
Σιλουανό: «Γιά ὅποιον παραδόθηκε στό θέλημα τοῦ Θεοῦ ἡ ζωή γίνεται
εὐκολότερη, γιατί καί στίς ἀρρώστιες καί στή φτώχεια καί στό διωγμό
σκέφτεται· «Ἔτσι εὐδόκησε ὁ Θεός καί πρέπει νά ὑπομείνω γιά τίς ἁμαρτίες
μου». Ἔτσι εὐδόκησε, δηλαδή ἔτσι θέλησε ὁ Θεός νά μέ εὐεργετήσει μέ τήν
ἀρρώστια, μ’ αὐτόν τόν διωγμό, μέ αὐτόν τόν πόνο.
«Νά», λέει ἕνα προσωπικό του
παράδειγμα, «ἐδῶ καί πολλά χρόνια πάσχω ἀπό πονοκέφαλο καί δύσκολα τόν
ὑποφέρω, ἀλλά μέ ὠφελεῖ, γιατί μέ τήν ἀσθένεια ταπεινώνεται ἡ ψυχή».
Ὅταν πονάει τό σῶμα, ταπεινώνεται. Κι ὅταν ταπεινώνεται τό σῶμα,
συν-ταπεινώνεται καί ἡ ψυχή. Κι ὅταν ταπεινώνεται ἡ ψυχή, ἔρχεται ἡ
χάρις τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο. «Ἡ ψυχή μου ἐπιθυμεῖ διακαῶς νά προσεύχεται
καί νά ἀγρυπνεῖ, ἀλλά ἡ ἀσθένεια μέ ἐμποδίζει». Πόσο δύσκολο εἶναι νά
ἔχεις πονοκέφαλο καί νά προσπαθεῖς νά συγκεντρώνεις τόν νοῦ σου στόν
Θεό! «Γιατί τό ἄρρωστο σῶμα ἀπαιτεῖ ἀνάπαυση. Παρακάλεσα πολύ τόν Κύριο
νά μέ θεραπεύσει, ἀλλά δέν μέ ἄκουσε. Καί αὐτό σημαίνει ὅτι αὐτό δέν θά
ἦταν πρός ὄφελός μου», καί ἀναπαύτηκε ὁ ἅγιος σκεπτόμενος ἔτσι.
«Νά ὅμως καί μιά ἄλλη περίπτωση,
πού ὁ Κύριος μέ ἄκουσε καί μέ ἔσωσε». Γιατί θά μποροῦσε νά περάσει καί ἡ
ἰδέα ὅτι ὁ Θεός δέν ἀσχολεῖται μαζί μου. Ὄχι ἀσχολεῖται. Ἁπλῶς ἀπαντάει
ἀρνητικά σέ κάποια πράγματα, γιατί δέν συμφέρει νά μᾶς κάνει αὐτά πού
ζητᾶμε. «Σέ μιά γιορτή πρόσφεραν στήν τράπεζα ψάρι». Στό Ἅγιον Ὄρος ὅταν
ἔχει πανήγυρη καί ἐπιτρέπεται, τρῶμε ψάρι. «Ἐνῶ λοιπόν ἔτρωγα, ἕνα
κόκκαλο μπῆκε πολύ βαθιά στό λαιμό μου. Ἐπικαλέστηκα τόν ἅγιο
Παντελεήμονα» -ὁ ἅγιος Σιλουανός ἔμενε στό Ρωσικό μοναστήρι πού ἔχει
προστάτη τόν Ἅγιο Παντελεήμονα καί βρίσκεται καί ἡ σιαγόνα τοῦ Ἁγίου
Παντελεήμονα- «παρακαλώντας νά μέ θεραπεύσει, γιατί ὁ γιατρός δέν θά
μποροῦσε νά μοῦ βγάλει τό κόκκαλο ἀπό τό φάρυγγα. Καί μόλις εἶπα,
«γιάτρεψέ με», δέχομαι στήν ψυχή μου ἀπάντηση· «Βγές ἔξω ἀπό τήν
τράπεζα, κάνε μιά βαθιά εἰσπνοή καί μιά ἀπότομη ἐκπνοή καί τό κόκκαλο θά
βγεῖ μέ αἷμα». Ἔτσι κι ἔκαμα καί βγῆκε ἕνα μεγάλο κόκκαλο μέ αἷμα. Καί
κατάλαβα ὅτι, ἄν ὁ Κύριος δέν μέ θεραπεύει ἀπό τόν κεφαλόπονο, σημαίνει
ὅτι εἶναι ὠφέλιμο γιά τήν ψυχή μου νά ὑποφέρω τόν πόνο». Δέν ρωτάει
συνέχεια:
– Γιατί Θεέ μου δέν μέ θεραπεύεις;
Ξέρει ὁ ἅγιος ὅτι, ὅταν δέν γίνεται
κάτι, σημαίνει ὅτι δέν εἶναι γιά τό καλό του. Τό ἄλλο πού ἦταν γιά τό
καλό του, τό ἔκανε ἀμέσως ὁ Θεός καί μάλιστα τοῦ μίλησε μέσα στήν ψυχή
του. «Τό πιό πολύτιμο πράγμα στόν κόσμο εἶναι νά γνωρίζεις τόν Θεό καί
νά καταλαβαίνεις, ἔστω καί ἐν μέρει, τό θέλημά Του». Τό θέλημά Του κάθε
στιγμή δηλαδή, νά τό πιστεύεις καί νά δέχεσαι ὅτι καθετί εἶναι θέλημα
Θεοῦ.
«Ὦ, Κύριε, ἀξίωσέ μας μέ τή δύναμη
τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος νά ζοῦμε σύμφωνα μέ τό ἅγιο θέλημά Σου».
Ὅπως λέμε στό Πάτερ ἡμῶν… Γεννηθήτω τό θέλημά Σου. «Ὅταν ἡ χάρη εἶναι
μαζί μας, εἴμαστε δυνατοί κατά τό πνεῦμα. Ὅταν ὅμως τήν χάσουμε,
βλέπουμε τήν ἀδυναμία μας, βλέπουμε ὅτι χωρίς τόν Θεό δέν μποροῦμε οὔτε
νά σκεφτοῦμε τό καλό».
– «Πῶς εἶναι δυνατό νά γνωρίζεις, ἄν ζεῖς σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ;».
Προσέξτε αὐτό εἶναι πολύ βασικό.
Λέμε ὅτι εἴμαστε ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ζοῦμε σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ
Θεοῦ; «Νά ἡ ἔνδειξη· Ἄν στενοχωριέσαι γιά κάτι, αὐτό σημαίνει πώς δέν
παραδόθηκες τελείως στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἔστω καί ἄν σοῦ φαίνεται ὅτι
ζεῖς σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ». Ἡ ἔνδειξη λοιπόν εἶναι ἡ
στενοχώρια. Γιά κάτι ὁτιδήποτε ἄν στενοχωριέσαι, σημαίνει ὅτι στήν πράξη
δέν ἔχεις ἀφεθεῖ στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἄν ὅλα τά δέχεσαι μέ χαρά, μέ
εὐχαριστία καί δοξολογία καί δέν ἔχεις στενοχώρια γιά τίποτα, τότε ζεῖς
σύμφωνα μέ τό θέλημα του Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος πού μέ ὅλη του τήν καρδιά ἔχει
ἀφεθεῖ στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὅλα τοῦ γίνονται ὅπως τά θέλει καί δέν
μπορεῖ νά στενοχωρηθεῖ γιά τίποτα ἀφοῦ ὅλα εἶναι ἀπό τόν Θεό καί ὅλα γιά
τό καλό του, γιατί ὁ Θεός εἶναι ἡ αὐτοαγάπη.
«Ὅποιος ζεῖ κατά τό θέλημα τοῦ
Θεοῦ, αὐτός δέν μεριμνᾶ γιά τίποτε». Δηλαδή δέν ἔχει ἀγωνιώδη φροντίδα,
ὄχι δέν μεριμνᾶ γιά τίποτα γιατί εἶναι τεμπέλης καί ἀδιάφορος. Κάνει
ἥσυχα αὐτό πού πρέπει νά κάνει καί τά ἀφήνει ὅλα στόν Θεό. «Καί ἄν κάτι
τοῦ χρειάζεται, παραδίνει τόν ἑαυτό του καί τήν ἀνάγκη του στόν Θεό».
Ὁποιαδήποτε ἀνάγκη, ὁποιοδήποτε πρόβλημα. Ὁ ἄνθρωπος πού ἔχει ἀφεθεῖ στό
θέλημα τοῦ Θεοῦ τό πρῶτο πού ἔχει νά κάνει εἶναι νά προσευχηθεῖ. Ἐμεῖς
κατά κανόνα τήν προσευχή τήν ἀφήνουμε τελευταία. Πᾶμε στούς γιατρούς καί
στό τέλος ὅταν κι αὐτοί δέν μποροῦν νά κάνουν τίποτα, λένε: – Τώρα μόνο
ὁ Θεός. Ἐνῶ ἀπό τήν πρώτη στιγμή θά ἔπρεπε νά ἀπευθυνθοῦμε στόν Θεό. Θά
πεῖτε:
– Δέν θά πᾶμε στούς γιατρούς;
Θά πᾶμε καί στούς γιατρούς. Ἀλλά
στούς γιατρούς δέν πᾶμε γιά νά μᾶς θεραπεύσουν. Στούς γιατρούς πᾶμε ἀπό
ὑπακοή. Γιατί τό εἶπε ὁ Θεός «νά τιμοῦμε τόν ἰατρό» (Σοφ. Σειρ. 38,1).
Ἀλλά ὁ γιατρός εἶναι ὁ Θεός. Καί ὁ ἄνθρωπος – γιατρός εἶναι τό ὄργανο
πού θά χρησιμοποιήσει ὁ Θεός, ἐάν εἶναι θέλημά Του, γιά νά μᾶς
θεραπεύσει.
«Ἄν κάτι τοῦ χρειάζεται, παραδίνει
τόν ἑαυτό του καί τήν ἀνάγκη του στόν Θεό. Κι ἄν δέν πάρει ὅ,τι θέλει,
μένει ἤρεμος, σάν νά τό εἶχε». Ψυχή πού παραδόθηκε στό θέλημα τοῦ Θεοῦ
δέν φοβᾶται τίποτε· οὔτε θύελλες, οὔτε ληστἐς, οὔτε τίποτε ἄλλο». Θά
λέγαμε σήμερα, οὔτε ΔΝΤ, οὔτε πτώχευση, οὔτε.., οὔτε…, τίποτα ἀπό ὅλα
αὐτά μέ τά ὁποῖα μᾶς φοβίζουν καί μᾶς τρομοκρατοῦν κάθε στιγμή, πού πολύ
φοβᾶμαι ὅτι εἶναι σκόπιμα καί σχεδιασμένα γιά νά μᾶς κάνουν νά
ὑποκύψουμε στά ἄλλα, τά ὁποῖα περνᾶνε ἐν μιά νυκτί, κάτι νομοσχέδια γιά
ἠλεκτρονικό φακέλωμα, γιά τή δωρεά ὀργάνων, τήν ἀθεΐα πού προωθεῖται μέ
ὅλους τούς τρόπους κ.λ.π.Ἐπιδιώκουν τήν ὑποδούλωσή μας, γιά νά μήν
ἔχουμε ἀντιστάσεις γιά αὐτά.
Ὁ ἄνθρωπος πού ἔχει ἀφεθεῖ στό
θέλημα τοῦ Θεοῦ, «ὅ,τι καί ἄν ἔλθει, λέει· «Ἔτσι εὐδοκεῖ ὁ Θεός», κι
ἔτσι διατηρεῖται ἡ εἰρήνη στήν ψυχή καί στό σῶμα». Προσέξτε, ὑπάρχουν
δύο θελήματα: τό κατά εὐδοκία καί τό κατά παραχώρηση, ὅπως λέμε θέλημα
τοῦ Θεοῦ. Τό κατά εὐδοκία θέλημα εἶναι αὐτό στό ὁποῖο εὐαρεστεῖται ὁ
Θεός ἀπόλυτα, εἶναι τό νά τηροῦμε τίς ἐντολές. Τό κατά παραχώρηση ἤ τό
δεύτερο θέλημα εἶναι αὐτό πού δέν τό εὐδοκεῖ ὁ Θεός, δέν τό θέλει θά
λέγαμε «μέ ὅλη του τήν καρδιά», ἀλλά τέλος πάντων τό παραχωρεῖ, γιατί
μᾶς ἔχει κάνει ἐλεύθερους. Ὅταν κάποιος ἐπιλέγει νά μήν κάνει τό θέλημα
τοῦ Θεοῦ, ἀλλά νά κάνει τό ἀντίθετο, ὁ Θεός τό παραχωρεῖ καί προσπαθεῖ
μέσα ἀπό αὐτή τήν κακία τοῦ ἀνθρώπου νά βγάλει καλό. Εἶναι τόσο μεγάλη ἡ
πανσοφία τοῦ Θεοῦ πού ἀκόμα καί μέσα ἀπό τίς ἁμαρτίες μας βγάζει καλό.
Ἡ ἁμαρτία αὐτή καθεαυτή ἔχει μέσα
της τήν τιμωρία. Δέν μᾶς τιμωρεῖ ὁ Θεός. Οἱ ἴδιες οἱ πράξεις μας μᾶς
τιμωροῦν, γιατί ἡ ἁμαρτία ἀπό μόνη της εἶναι μία πράξη αὐτοκαταστροφῆς,
αὐτοκτονίας καί ὁ ἄνθρωπος κάνοντας τήν ἁμαρτία βασανίζεται καί
ταλαιπωρεῖται καί μέσα ἀπό αὐτόν τόν βασανισμό ὁδηγεῖται στήν μετάνοια.
Εἶναι τό ἔσχατο μέσο, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Νικόδημος, γιά νά μᾶς φέρει ὁ
Θεός σέ ἐπίγνωση. Παραχωρεῖ νά ἁμαρτάνουμε γιά νά ταπεινωθοῦμε. Ἀφοῦ δέν
ταπεινωθήκαμε ἑκούσια, μέ τή θέλησή μας, μέσα ἀπό τήν ἁμαρτία, τήν
ἀσωτία καί τή διαφθορά, παραχωρεῖ νά ταπεινωθοῦμε γιά νά μετανοήσουμε
καί νά σωθοῦμε μέσα ἀπό αὐτόν τόν τρόπο. Καί μακάριος ὁ ἄνθρωπος πού δέν
θά ἀπελπιστεῖ, δέν θά ὑποκύψει στίς ὑποβολές τοῦ πονηροῦ, ὁ ὁποῖος κάθε
στιγμή μᾶς ψιθυρίζει καί μᾶς βάζει λογισμούς ἀπελπισίας καί στή
συνέχεια αὐτοκτονίας. Ἡ μεγαλύτερη χαρά τοῦ διαβόλου εἶναι νά καταφέρει
τόν ἄνθρωπο νά αὐτοκτονήσει. Ἀλλά δέν πρέπει νά ὑποκύψουμε σ’ αὐτό.
Πρέπει νά μετανοήσουμε, νά ἐξομολογηθοῦμε καί νά καθαρίσουμε τήν ψυχή
μας, ἀνεξάρτητα πόσες ἁμαρτίες ἔχουμε κάνει. Ἀκόμα κι ἄν κάθε μέρα
κάνουμε χιλιάδες ἁμαρτίες, κάθε στιγμή νά μετανοοῦμε καί σίγουρα θά
σωθοῦμε γιατί ὁ Θεός τό ἔχει πεῖ: «τόν ἐρχόμενον πρός με οὐ μή ἐκβάλω
ἔξω» (Ἰω. 6,37), αὐτόν πού ἔρχεται σέ Ἐμένα, δέν θά τόν διώξω.
«Τό καλύτερο ἔργο εἶναι νά
παραδινόμαστε στό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί νά βαστάζουμε τίς θλίψεις μέ
ἐλπίδα». Ποιά εἶναι ἡ ἐλπίδα; Ὅτι σίγουρα οἱ θλίψεις εἶναι γιά τό καλό
μας. Ἔλεγε ἕνας σύγχρονος Γέροντας ὅτι ὁ Θεός συγκιρνᾶ, ἀναμιγνύει τά
καλά μέ τά «κακά» -μέσα σέ εἰσαγωγικά τά κακά- γιατί οὐσιαστικά τίποτα
δέν εἶναι κακό ἀπό αὐτά πού δίνει ὁ Θεός. Ἐμεῖς τά βλέπουμε σάν κακά.
Πάντα μετά τήν φουρτούνα, νά περιμένεις τήν λιακάδα. Ἦρθε πειρασμός
σήμερα, αὔριο θά συμβεῖ κάτι καλό. Γιά νά δοῦμε τί μᾶς ἐτοιμάζει ὀ Θεός
γιά αὔριο! Ἔτσι ἐργάζεται ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Δέν μᾶς δίνει συνεχῶς καλά ἤ
συνεχῶς κακά, ἀλλά τά ἀναμιγνύει ὥστε νά γλυκαίνει αὐτός ὁ πόνος καί
αὐτή ἡ πίκρα τοῦ φαρμάκου, ὅπως ἡ μητέρα βάζει καί λίγη ζάχαρη στό
φάρμακο γιά νά τό πάρει τό παιδί.
«Ὁ Κύριος βλέποντας τίς θλίψεις μας
δέν θά ἐπιτρέψει ποτέ κάτι πού νά ξεπερνᾶ τίς δυνάμεις μας». Κι αὐτό
εἶναι πολύ παρήγορο. Τίποτα δέν εἶναι πάνω ἀπό τίς δυνάμεις μας. Μά θά
πεῖτε: – Ἐγώ ζῶ καταστάσεις πού δέν τίς ἀντέχω. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ λέει
ὅτι ὅλα εἶναι μέσα στίς δυνατότητες καί στίς δυνάμεις μας, λέει ψέματα ὁ
λόγος τοῦ Θεοῦ; Συμβαίνει αὐτό γιατί πολύ ἁπλά ἔχεις φύγει ἀπό τόν Θεό.
Γιατί, βέβαια, ἄν ἔχουμε φύγει ἀπό τόν Θεό, καί τό τσίμπημα τῆς
καρφίτσας δέν τό ἀντέχουμε. Ἄν βρισκόμαστε ὅμως μέσα στόν Θεό, ὅ,τι
ἐπιτρέψει, σίγουρα θά εἶναι μέσα στά ὅρια τῶν δυνατοτήτων μας. Ἄν
νιώθουμε πώς δέν ἀντέχουμε, σημαίνει ὅτι ἔχουμε φύγει μακριά καί πρέπει
νά μετανοήσουμε, νά μποῦμε μέσα στήν Ἐκκλησία σωστά γιά νά πάρουμε τή
χάρη, ὁπότε θά ἀντέχουμε καί θά ὑπομένουμε καί θά ἐλπίζουμε καί θά
χαιρόμαστε μέσα στίς θλίψεις.
«Ἄν οἱ θλίψεις μᾶς φαίνονται
ὑπερβολικές, αὐτό σημαίνει πώς δέν ἔχουμε παραδοθεῖ στό θέλημα τοῦ
Θεοῦ». Δηλαδή δέν κάνουμε τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, ἀλλά κάνουμε τά δικά μας
θελήματα, ὁπότε ὅλα μᾶς φαίνονται πάνω ἀπό τίς δυνάμεις μας. «Ἡ ψυχή
παραδόθηκε ὁλοκληρωτικά στό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί ἀναπαύεται κοντά Του,
γιατί γνωρίζει ἀπό τήν πείρα καί τήν ῾Αγία Γραφή ὅτι ὁ Κύριος μᾶς ἀγαπᾶ
πολύ καί ἐπαγρυπνεῖ στίς ψυχές μας, ζωοποιώντας τά πάντα μέ τή χάρη Του
ἐν εἰρήνη καί ἀγάπη». Μόνο αὐτή ἡ ψυχή ἀναπαύεται πού ἔχει παραδόσει
κάθε πράγμα στό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
«Ὅποιος παραδόθηκε στό θέλημα τοῦ
Θεοῦ, δέν στενοχωριέται γιά τίποτε, ἔστω καί ἄν εἶναι ἄρρωστος καί
φτωχός καί κατατρεγμένος». Ἡ στενοχώρια εἶναι ἁμαρτία. Δέν εἶναι
φυσιολογικό. Ὑποκρύπτει τήν μή ἐμπιστοσύνη στόν Θεό καί τήν μή τήρηση
τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ. «Ἡ ψυχή γνωρίζει ὅτι ὁ Κύριος προνοεῖ σπλαγχνικά
γιά μᾶς». Μιά ψυχή πού στενοχωριέται εἶναι σάν νά λέει στόν Θεό:
– Δέν μ’ ἀγαπᾶς.
Εἶναι μιά βλασφημία ἔμμεση στόν Θεό καί μία ἀγνωμοσύνη. Ὅλα ὅσα μᾶς συμβαίνουν εἶναι φάρμακα γιά τήν θεραπεία τῆς ψυχῆς μας.
– Ὅταν ὁ γιατρός σοῦ δίνει φάρμακο, ἐσύ λές γιατί μοῦ τό δίνεις;
Ὄχι, τό παίρνεις καί τόν
εὐχαριστεῖς κιόλας. Πολύ περισσότερο τόν Οὐράνιο ἰατρό πρέπει νά
εὐχαριστοῦμε γιά ὅλα ὅσα μᾶς συμβαίνουν κι ἄς εἶναι πικρά.
«Μαρτυρεῖ γιά τά ἔργα τοῦ Θεοῦ τό
Ἅγιο Πνεῦμα, τό Ὁποῖο γνωρίζει ἡ ψυχή. Οἱ ὑπερήφανοι ὅμως καί
ἀνυπότακτοι δέν παραδίνονται στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, γιατί ἀγαποῦν ν᾿
ἀκολουθοῦν τό δικό τους θέλημα, πράγμα πού βλάπτει πολύ τήν ψυχή». Ἄν ὁ
ἄνθρωπος εἶναι ὑπερήφανος, δέν ζεῖ σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί ζεῖ
μιά ζωή βασανισμένη. Οὕτως ἤ ἄλλως θά ἔρθουν δύσκολες καταστάσεις,
ἀκόμα καί στούς πιό πλούσιους καί στούς πιό ὑγιεῖς, γιατί ἐνεργεῖ ἡ
ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί μᾶς φέρνει αὐτά τά δύσκολα. Μέσα ἀπό τόν πλοῦτο καί
τήν καλοπέραση γεννιοῦνται πάρα πολλές κακίες κι ἄν κανείς κάπως
συγκρατιέται, δέν θά συγκρατηθοῦν τά παιδιά του καί θά ὑποφέρει ἀπό τά
παιδιά του. Ἀναρωτιέται κανείς:
– Γιατί δέν ὑπάρχει ἄνθρωπος εὐτυχισμένος;
Ὑπάρχουν ἄνθρωποι εὐτυχισμένοι πού
τά ἀφήνουν καί τά κάνουν ὅλα σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὅμως ὁ
ὑπερήφανος καί ἀνυπότακτος δέν παραδίνεται στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, πράγμα
τό ὁποῖο εἶναι πολύ ἐπιβλαβές γιά τήν ψυχή καί ἔρχεται ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ
μέ τόν ἕνα ἤ τόν ἄλλον τρόπο καί μᾶς σταματάει καί αὐτό εἶναι σωτήριο.
Ἀλλοίμονο στόν ἄνθρωπο πού εἶναι μακριά ἀπό τόν Θεό καί τοῦ πᾶνε ὅλα
καλά, ἀνθρωπίνως. Αὐτόν τόν ἄνθρωπο εἶναι νά τόν κλαῖς.
Ὑπάρχει μία σχετική ἱστορία μέ τόν
Ἅγιο Ἀμβρόσιο Ἐπίσκοπο Μεδιολάνων. Ὁ ἅγιος αὐτός Ἐπίσκοπος εἶχε πάει σέ
ἕνα πλουσιόσπιτο μαζί μέ τόν διάκο του καί ρωτοῦσε:
– Τί κάνετε, πῶς τά περνᾶτε, εἶστε καλά;
– Πολύ καλά, λένε.
– Κανένα πρόβλημα, καμία δυσκολία;
– Καμία δυσκολία, Δεσπότη μου!
– Καμία; Ἀπολύτως καμία;
– Ἀπολύτως καμία.
Σηκώνεται τότε ἀπότομα ὁ Ἅγιος καί λέει στόν διάκο του:
– Πᾶμε νά φύγουμε γρήγορα.
– Νά φύγουμε; Ἀφοῦ τώρα ἤρθαμε, λέει ὁ διάκος.
– Νά φύγουμε.
– Νά εἶναι εὐλογημένο.
Κατεβαίνουν γρήγορα τίς σκάλες, δέν
πήγανε πενήντα, ἑκατό μέτρα καί ἀκοῦνε ἕναν τρομερό ἦχο καί γυρνᾶνε
πίσω καί τί νά δοῦνε! Ὅλο τό σπίτι αὐτό εἶχε πέσει καί τούς εἶχε
πλακώσει ὅλους μέσα. Καί λέει ὁ διάκος:
– Δεσπότη μου πῶς τό κατάλαβες καί γλιτώσαμε;
– Κοίταξε παιδί μου, λέει, αὐτοί οἱ
ἄνθρωποι, γιά νά μήν ἔχουν κανένα πρόβλημα καί τόσο πλούσιοι καί τόσο
εὐκατάστατοι, τούς εἶχε ἐγκαταλείψει ὁ Θεός, τούς εἶχε ἐγκαταλείψει ἡ
χάρις τοῦ Θεοῦ. Καί νά ἡ ἀπόδειξη! Ἔγινε ἕνας μικροσεισμός καί τούς
πλάκωσε ὅλους μέσα. Χάθηκαν ὅλοι.
Μή χαίρεστε τούς ἀνθρώπους πού
εἶναι μακριά ἀπό τόν Θεό καί τούς πᾶνε ὅλα καλά. Αὐτοί εἶναι στή
χειρότερη κατάσταση, εἶναι ἐγκατάλειψη Θεοῦ αὐτό. Οἱ θλίψεις εἶναι
ἐπίσκεψις Θεοῦ. «Ὃν ἀγαπᾷ Κύριος παιδεύει καί μαστιγοῖ πάντα υἱόν ὅν
παραδέχεται» (Ἑβρ. 12,6). Ὅταν ἔχεις θλίψεις, ἔχεις ἐπίσκεψη Θεοῦ.
Θυμηθεῖτε αὐτούς τούς μαθητές πού πηγαίνανε πρός Ἐμμαούς καί ἦταν
θλιμμένοι. Ποιός ἦρθε δίπλα τους; Ὁ Χριστός! Ὅταν λοιπόν ἔχεις θλίψεις
καί ὑπομένεις καί σκέφτεσαι τόν Θεό, ἔρχεται ὁ Θεός δίπλα σου. Ὅπως καί ἡ
Σαμαρείτισσα, ἐπειδή σκεφτόταν τόν Θεό καί εἶχε θεολογικές ἀπορίες,
ἦρθε ὁ Θεός, τήν ἀναζήτησε. Νομίζετε τυχαῖα βρέθηκε ὁ Θεός στίς 12 τό
μεσημέρι ἐκεῖ στό πηγάδι; Κάθε ἄλλο! Πῆγε γιά νά συναντήσει αὐτή τήν
γυναῖκα, ἡ ὁποία εἶχε ἐνδιαφέρον καί μεγάλο πόθο νά βρεῖ τόν Θεό κι ἄς
ἦταν αἱρετική Σαμαρείτισσα. Πόσο νοιάζεται ὁ Θεός γιά τή μία ψυχή! Ἄς
μήν εἴμαστε λοιπόν ὑπερήφανοι. Ἄς εἴμαστε ταπεινοί κι ἄς ἀφηνόμαστε στό
θέλημα τοῦ Θεοῦ.
«Ὁ ὅσιος Ποιμήν ὁ Μέγας εἶπε· «Τό
θέλημά μας εἶναι χάλκινο τεῖχος ἀνάμεσα σέ μᾶς καί στόν Θεό καί δέν μᾶς
ἀφήνει νά Τόν πλησιάσουμε ἤ νά δοῦμε τό ἔλεός Του». Καί ποιοί ἔχουν
θέλημα; Οἱ ὑπερήφανοι. Χαρακτηριστικό τοῦ ὑπερήφανου ἀνθρώπου εἶναι τό
θέλημα. Τό ἀκοῦς καί στά λόγια τους, ὅταν ἀκοῦς ἄνθρωπο νά λέει συνέχεια
«Ἐγώ, ἐγώ, ἐγώ…» εἶναι ἐγωιστής, εἶναι ὑπερήφανος, ἔχει θέλημα κι αὐτό
τό θέλημα πού τό ἔχει στήσει, τό ἔχει θρέψει καί τό ἔχει βάλει σάν πρῶτο
στόχο στή ζωή του, αὐτό εἶναι πού τόν ἐμποδίζει νά βρεῖ τόν Θεό. Ἄν
βάζεις ἐσύ τούς στόχους, στήν οὐσία κάνεις στήν ἄκρη τόν Θεό. Ὁ στόχος
εἶναι ἕνας νά πᾶς στόν Χριστό. Ἄν δέν πετύχεις αὐτόν τόν στόχο, ὅλους
τούς ἄλλους στόχους νά τούς πετύχεις -πού δέν θά τούς πετύχεις- εἶσαι
ἀποτυχημένος. Λένε κάποιοι παπποῦδες, γιαγιάδες «ἐγώ τά πάντρεψα τά
παιδιά μου, ἔχω καί ἐγγόνια καί δισέγγονα, ἔχουν καί καλές δουλειές, τί
ἄλλο νά ζητήσω ἀπό τή ζωή;», πλήρης ἀποτυχία! Στήν ἐρώτηση:
– Τά παιδιά σου ἐξομολογοῦνται, κοινωνᾶνε, πᾶνε ἐκκλησία;
Ἡ ἀπάντηση εἶναι «ὄχι». Ἄρα τίποτα
δέν ἔκανες σάν γονιός. Τό πρῶτο πού πρέπει νά κάνεις εἶναι νά βοηθήσεις
τά παιδιά – ἐγγόνια νά μποῦνε στό δρόμο γιά τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ μέ τήν
μετάνοια, τήν ἐξομολόγηση καί τήν προσευχή.
Ἐκεῖνο πού μᾶς ἐμποδίζει καί μᾶς
χωρίζει ἀπό τόν Θεό λοιπόν εἶναι τό θέλημα. Γκρεμίστε αὐτό τό θέλημα καί
βάλτε στή θέση του τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί τότε βρήκατε τόν δρόμο γιά τή
μακαριότητα καί γιά τήν ἀληθινή ἐλευθερία.
«Ὅποιος κάνει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ,
εἶναι εὐχαριστημένος μέ ὅλα, ἔστω καί ἄν εἶναι φτωχός καί, ἴσως, ἀσθενής
καί πάσχει, γιατί τόν εὐχαριστεῖ ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ. Ὅποιος ὅμως δέν εἶναι
ἱκανοποιημένος μέ τή μοίρα του (ὅπως λέει ὁ κόσμος, πιό σωστά μέ αὐτά
πού τοῦ συμβαίνουν, γιατί μοίρα δέν ὑπάρχει) καί γογγύζει γιά τήν
ἀσθένειά του ἤ ἐναντίον ἐκείνου πού τόν πρόσβαλε, αὐτός νά ξέρει πώς
κατέχεται ἀπό ὑπερήφανο πνεῦμα», δηλαδή ἀπό πονηρό πνεῦμα καί γι’ αὐτό
γογγύζει, «καί ἔχασε τήν εὐγνωμοσύνη γιά τόν Θεό». Ἐνῶ ὅλα αὐτά πού
ἀναφέραμε ὕβρεις, ἀρρώστιες ἤ μία δυσπραγία, εἶναι φάρμακα ἰαματικά πού
τοῦ στέλνει ὁ Θεός καί πρέπει νά εὐχαριστεῖ καί νά δοξολογεῖ τόν Θεό.
γιατί λέει στό Εὐαγγέλιο «ὁ Κύριος παιδαγωγεῖ τά γνήσια παιδιά του καί
ὄχι τά νόθα» (Ἑβρ. 12,8). Οἱ ἄσχετοι καί αὐτοί πού εἶναι μακριά ἀπό τόν
Θεό εἶναι τά νόθα παιδιά καί ἄν ὁ Θεός τούς κάνει μιά παιδαγωγία, θά
βλασφημήσουν περισσότερο τόν Θεό, θά πᾶνε σέ ἀκόμα βαθύτερη κόλαση. Γι’
αὐτό ἀπό ἀγάπη πάλι κινούμενος ὁ Θεός δέν τούς παιδαγωγεῖ, γιατί εἶναι
ἀνεπίδεκτοι μαθήσεως. Ὁπότε νά δοξάζουμε τόν Θεό, ὅταν ἔχουμε θλίψεις,
γιατί σημαίνει πώς δέν ἔχει χαθεῖ τελείως γιά μᾶς ἡ ἐλπίδα τῆς σωτηρίας.
Ἐργάζεται ὁ Θεός στήν ψυχή μας καί μέ τίς δοκιμασίες πού ἐπιτρέπει
κατεργάζεται τή σωτηρία μας.
Ἄς ποῦμε ὅμως ὅτι γογγύζουμε καί
θυμώνουμε σέ μιά ἀρρώστια ἤ σέ μιά ἀδικία, «ἀλλ᾿ ἀκόμη καί σέ μιά τέτοια
περίπτωση» λέει ὁ ἅγιος, «μή στενοχωριέσαι». Τό ἀναγνωρίζεις, τό
βλέπεις στόν ἑαυτό σου ὅτι ἔχεις ὑπερηφάνεια, μή σέ πιάσει κατάθλιψη γι’
αὐτό. Καί γιά τήν ὑπερηφάνεια ὑπάρχει θεραπεία. Νά μετανοήσεις. Νά μή
δικαιώσεις τόν ἑαυτό σου «καλά κάνω πού στενοχωριέμαι ἤ πού ἐκδικοῦμαι
αὐτόν πού μέ ἔβρισε», αὐτό εἶναι δαιμονικό. «Ἤ καλά κάνω πού ἔχω
κατάθλιψη, ἀφοῦ τίποτα δέν μοῦ πάει καλά στή ζωή μου». Ὄχι δέν κάνεις
καλά πού θρέφεις αὐτή τήν ἀρρωστημένη λύπη. Νά ζητήσεις συγχώρεση ἀπό
τόν Θεό γιά τήν ὑπερηφάνειά σου καί νά μετανοήσεις. «Ζήτησε μ᾿ ἐπιμονή
ἀπό τόν Κύριο πνεῦμα ταπεινό. Καί ὅταν ἔλθει σ᾿ ἐσένα τό ταπεινό Πνεῦμα
τοῦ Θεοῦ πού ἀναζητᾶς, τότε θά Τόν ἀγαπήσεις καί θά ἔχεις βρεῖ ἀνάπαυση,
παρ᾿ ὅλες τίς θλίψεις σου».
«Ψυχή πού ἀπέκτησε τήν ταπείνωση
θυμᾶται πάντα τόν Θεό καί ἀναλογίζεται· «Ὁ Θεός μέ δημιούργησε». Ἐγώ
ἔφτιαξα τόν ἑαυτό μου, τό σῶμα καί τήν ψυχή μου; Ὁ Θεός μέ ἔφτιαξε,
«ἔπαθε γιά μένα· συγχωρεῖ τίς ἁμαρτίες μου καί μέ παρηγορεῖ· μέ τρέφει
καί φροντίζει γιά μένα. Γιατί λοιπόν νά μεριμνῶ ἐγώ γιά τόν ἑαυτό μου ἤ
τί ἔχω νά φοβηθῶ, ἔστω καί ἄν μέ ἀπειλεῖ ὁ θάνατος».
Ἄς μείνουμε σ’ αὐτά καί ἄς μάθουμε
αὐτό τό ἁπλό μάθημα: νά ἀφήνουμε καί τούς ἑαυτούς μας καί τούς ἄλλους
καί ὅλη μας τή ζωή στόν Θεό καί τό ἅγιο θέλημά Του καί τότε -ὄχι μόνο
δέν θά θέλουμε, ἀλλά- δέν θά μποροῦμε νά λυπηθοῦμε, νά στενοχωρεθοῦμε ἤ
νά ἀγχωθοῦμε.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
Ἐρ. : Ὅταν κάποιος μᾶς κάνει ἕνα κακό, αὐτόν τόν βάζει ὁ Θεός, τόν βάζει ὁ διάβολος ἤ ἀπό μόνος του τό κάνει;
Ἀπ. : Ἀπό αὐτά πού εἴπαμε
νομίζω βγαίνει ἡ ἀπάντηση, ἀλλά θά τό ξαναπῶ: Δέν ὑπάρχει δεύτερη καί
τρίτη ἀρχή. Μία ἀρχή ὑπάρχει ὁ Θεός. Τά πάντα κανονίζονται ἀπό τόν Θεό
μέχρι λεπτομερείας. Ποιᾶς λεπτομερείας; Μέχρι καί πόσες τρίχες θά ἔχουμε
καί πόσες θά μᾶς πέσουν σήμερα καί αὔριο. Μετράει δηλαδή ὁ Θεός καί
αὐτά πού ἐμεῖς δέν μετρᾶμε. Ἄρα ὅλα εἶναι ἀπό τόν Θεό. Κατά παραχώρηση
τοῦ Θεοῦ ἴσως κάποιος σέ βρίσει καί σίγουρα θά εἶναι γιά τό καλό σου.
Γιατί; Γιατί ἔχεις ὑπερηφάνεια. Αὐτή ἡ ὑπερηφάνεια πρέπει νά φύγει. Ὅσο
δέν τήν κόβεις μόνος σου, θά σοῦ στέλνει ὁ Θεός κάποιον νά σέ βοηθάει
νά τήν κόψεις. Καί αὐτόν τόν κάποιον θά πρέπει νά τόν εὐχαριστήσουμε,
γιατί εἶναι ὁ γιατρός μας, εἶναι ὁ ἀπεσταλμένος τοῦ Θεοῦ. Θά πρέπει νά
νιώθουμε εὐγνομωσύνη καί σ’ αὐτόν τόν ἄνθρωπο πού γίνεται ὄργανο τοῦ
Θεοῦ καί προπάντων σ’ Αὐτόν πού τόν στέλνει, στόν Θεό. Πόσο ἀνάποδα
βλέπουμε τά πράγματα! Μπορεῖ αὐτός ὁ ἄνθρωπος νά ἔχει καί δαιμονική
ἐπήρεια. Καί αὐτό ἀπό τόν Θεό εἶναι. Μπορεῖ νά εἶναι ὁ ἴδιος κακός καί
διεστραμμένος καί νά τό εὐχαριστιέται κιόλας -τό κακό πού μᾶς κάνει- κι
αὐτό ἀπό τόν Θεό εἶναι, κατά παραχώρηση. Ὁ Θεός τόν ἔκανε ἐλεύθερο. Ὅλα
αὐτά ὅμως εἶναι ἐλεγχόμενα ἀπό τόν Θεό. Καί τό κακό πού θά μᾶς κάνει, θά
μᾶς τό κάνει μέχρι ἐκεῖ πού θά τόν ἀφήσει ὁ Θεός καί γιά ὅσο χρόνο τόν
ἀφήσει ὁ Θεός νά τό κάνει. Γιατί δέν μπορεῖ ὁ Θεός, π.χ. νά τοῦ δώσει
μία καρδιακή προσβολή καί νά τόν στείλει στήν ἐντατική; Ὅλα τά μπορεῖ.
Γιατί δέν τό κάνει; Γιά νά ὠφεληθοῦμε ἐμεῖς. Τήν ὥρα πού πάει κάποιος νά
μᾶς βρίσει, δέν μπορεῖ νά τοῦ παραλύσει τό στόμα; Μέ τούς ἁγίους
συνέβαινε πολλές φορές νά πάει ὁ δήμιος νά τόν χτυπήσει καί παρέλυε τό
χέρι τους. Τούς τό παρέλυε ὁ Θεός.
Πίσω ἀπό ὅλα εἶναι ὁ Θεός. Αὐτό πού
διαβάσαμε στό κείμενο τοῦ Ἁγίου Σεραφείμ «Ἀπό Μένα ἦταν αὐτό», νά τό
λέμε σέ ὅλα τά γεγονότα. ΟΛΑ εἶναι εἴτε κατά εὐδοκία, εἴτε κατά
παραχώρηση Θεοῦ. Μήν ψάχνουμε ἄλλες αἰτίες. Αὐτό παθαίνουμε καί
νομίζουμε ὅτι φταίει ἡ κακία κάποιου ἀνθρώπου. Ἀλλά πίσω ἀπό τήν κακία
ὑπάρχει ἡ παραχώρηση τοῦ Θεοῦ. Τόν ἄφησε ὁ Θεός νά ἐκδηλώσει τήν κακία
του, γιατί ἐμεῖς ἔχουμε ἀνάγκη ἀπό διόρθωση. Καί παίρνει προσωρινά ὁ
Θεός τή χάρη του ἀπό αὐτόν τόν ἄνθρωπο, γιά νά ὠφεληθοῦμε ἐμεῖς.
Ἀναφέρει ἕνα παρόμοιο περιστατικό ὀ
π. Παΐσιος. Μία Κυριακή πῆγε νά ἐκκλησιαστεῖ καί ἔκανε μία προσευχή.
«Θεέ μου βάλε ὅλους ὅσους εἶναι ἐδῶ στόν Παράδεισο καί μένα τελευταῖο»
καί ὅπως συνήθιζε κάθε Κυριακή, ὡς μοναχός μπῆκε στό ἱερό. Ἔμεινε ἐκεῖ
καί περίμενε νά κοινωνήσει. Συνήθως ὅσοι εἶναι στό ἱερό, ἄν εἶναι
μάλιστα καί μοναχοί κοινωνοῦνε πρῶτοι καί μετά βγαίνει ὁ ἱερέας ἔξω καί
κοινωνεῖ τούς πιστούς. Ἐκείνη τήν ἡμέρα ὁ παπάς σχεδόν μέ τίς κλωτσιές
τόν πέταξε ἔξω καί τοῦ λέει «φύγε, τελευταῖος θά κοινωνήσεις, πίσω ἀπό
ὅλους». Γιά ποιόν λόγο; Γιά κανέναν λόγο. Δέν ὑπῆρχε ἐμφανής λόγος. Πῆγε
ὁ π. Παΐσιος ἔξω, κοινώνησε στό τέλος καί μετά τοῦ λέει ὁ παπάς
«Συγγνώμη Γέροντα, οὔτε κατάλαβα πῶς τό ἔκανα αὐτό τό πράγμα». Λέει τότε
ὁ Γέροντας «Δέν φταῖς ἐσύ, ἐγώ φταίω, ἦταν ἡ προσευχή πού ἔκανα νά
μποῦν ὅλοι στόν Παράδεισο καί ἐγώ τελευταῖος». Μέ τή Θεία Κοινωνία
μπαίνεις στόν Παράδεισο. Πολύ ἁπλά ἄκουσε ὁ Θεός τήν προσευχή του!
Καί ἐμεῖς δέν προσευχόμαστε στόν
Θεό νά σωθοῦμε; Ἔ, πῶς θά σωθοῦμε ἄν ἔχουμε ὑπερηφάνεια; Μᾶς στέλνει
κάποιον νά μᾶς βοηθήσει νά ταπεινωθοῦμε γιά νά μποῦμε στόν Παράδεισο. Ἡ
ταπείνωση, ἔλεγε ἐπίσης ὁ π. Παΐσιος, δέν ἔρχεται μέ τό κιλό, νά πᾶμε
στό super market νά
ἀγοράσουμε ἕνα κιλό. Ἔρχεται μέ τό νά μᾶς στείλει κάποιον ὁ Θεός νά μᾶς
βρίσει. Τό λέει καί ὁ ἀββᾶς Δωρόθεος: «Ζητᾶς ἀπό τόν Θεό ταπείνωση;
Εἶναι σάν νά ζητᾶς κάποιον νά ἔρθει νά σέ βρίσει». Ὅταν γίνεται, εἴμαστε
ὅμως ἔτοιμοι νά τό δεχτοῦμε ἤ ἀντιδροῦμε; Μᾶλλον ἀντιδροῦμε.. Γι’ αὐτό
καλύτερα νά μή ζητᾶμε τίποτα καί ὁ Θεός ἔτσι πολύ μαλακά θά μᾶς πάει σέ
ἀνώτερα μαθήματα.
Ἐρ. : Ὁ ἅγιος Σιλουανός λέει νά κρατοῦμε τόν νοῦ μας στόν ἅδη καί νά μήν ἀπελπιζόμαστε.
Ἀπ. : Ἀκριβῶς. Καί τί
σημαίνει αὐτό; Νά ἔχουμε τέτοια ταπείνωση πού νά θεωροῦμε τόν ἑαυτό μας
ἄξιο γιά τήν κόλαση. Ἐκεῖ μέσα θά φωνάζουμε «Θεέ μου βγάλε με» καί θά
ἔρθει ὁ Θεός νά μᾶς βγάλει ἀπό τόν Ἅδη.
Ἐρ. : Κάνει νά λέμε αὐτός εἶναι κακός, αὐτός εἶναι ἄδικος, αὐτός εἶναι κλέφτης, αὐτός εἶναι συκοφάντης;
Ἀπ. : Δέν κάνει γιατί εἶναι
κατάκριση. Ἔστω κι ἄν εἶναι, δέν πρέπει νά τό λέμε. Ἐπιτρέπεται νά τό
πεῖς μόνο ὅταν πρόκειται νά προφυλάξεις κάποιον ἄλλον ἤ γιά νά
συσκεφθεῖς μέ κάποιον νά τόν βοηθήσεις, ἀπό ἀγάπη δηλαδή. Γιά
παράδειγμα, παρεκτρέπεται τό παιδί σου, θά συζητήσεις μέ τήν σύζυγό σου,
γιά νά δεῖτε τί θά κάνετε. Τότε δέν εἶναι κατάκριση.
Ἐρ. : Πράξεις ἐπιτρέπεται νά κρίνουμε;
Ἀπ. : Πράξεις ναί. Κοιτᾶξτε ἡ
κρίση εἶναι ἀνθρώπινη, θά μᾶς ἔρχεται. Καί δέν εἴμαστε ἀνόητοι. Βλέπεις
αὐτό εἶναι ἁμαρτία. Βέβαια πάντα νά βάζετε κι ἕνα ἐρωτηματικό: – Βλέπω
καλά; Ὑπάρχει καί ἡ παροιμία πού λέει «Ἀπό ὅσα ἀκοῦς μήν πιστεύεις
τίποτα καί ἀπό ὅσα βλέπεις τά μισά». Δεύτερον θά προσέξεις νά μή
μισήσεις ποτέ αὐτόν πού κάνει τήν κακή πράξη, νά μήν τόν ἀντιπαθήσεις
καί νά μήν τόν ὑποτιμήσεις. Νά τά φορτώσεις ὅλα στόν πονηρό καί νά
λυπηθεῖς τόν καημένο τόν ἄνθρωπο πού τόν πλάνησε ὁ πονηρός καί ἔκανε
ὅ,τι ἔκανε. Γιατί σέ τελική ἀνάλυση αὐτός μᾶς πλανάει. Νά μή χάσεις τήν
ἀγάπη σου γιά τόν ἀλλον ἄνθρωπο. Πολύ εὔκολα ξεγλιστρᾶμε ἀπό τήν κρίση
στήν κατάκριση καί ἀπό τήν πράξη στό πρόσωπο. Γι’ αὐτό καλύτερα νά μήν
ἀσχολούμαστε οὔτε μέ τίς πράξεις τῶν ἄλλων, ἀλλά μέ τίς δικές μας. Ὅλη
μας ἡ ζωή δέν φτάνει νά ἀσχολούμαστε καί νά κλαῖμε γιά τά δικά μας. Καί
αὐτό εἶναι τό ἀσφαλές.
Ἐρ. : Ποιά εἶναι ἡ διαφορά θλίψεως καί στενοχώριας;
Ἀπ. : Λέει ὁ Ἀπόστολος
Παῦλος: «θλιβόμενοι ἀλλ᾿ οὐ στενοχωρούμενοι» (Β΄Κορ. 4,8). Ὑπάρχει
διαφορά; Βεβαίως, ὑπάρχει τεράστια διαφορά. Θλίψις εἶναι αὐτό πού
ἔρχεται ἀπό ἔξω: μιά ἀρρώστια, μιά δυσπραγία οἰκονομική, μιά συκοφαντία,
μιά βρισιά ἀπό τόν ἄλλον, μιά ὁποιαδήποτε ἀδικία. Ἔρχεται καί σέ
πιέζει, σέ θλίβει, σέ συν-θλίβει, σέ στίβει. Τό πῶς θά ἀντιδράσεις σ’
αὐτό, εἶναι τό δεύτερο κομμάτι. Ἄν στενοχωρεθεῖς, ἄν βγεῖ ἀπό μέσα σου
μία ἀγανάκτηση, ἔνας θυμός, μία ὀργή, μία ἐσωτερική ταραχή, ὅπως λέμε
στενοχώρια, τότε κάνεις λάθος, κάνεις ἁμαρτία. Θά πρέπει νά χαρεῖς ἤ
τουλάχιστον νά ὑπομείνεις καί νά πεῖς «ξέρει ὁ Θεός γιατί μοῦ τό
στέλνει» νά εὐχαριστήσεις καί νά δοξάσεις τόν Θεό. «Ἐν παντί
εὐχαριστεῖτε» (Α΄Θεσ. 5,18) δέν λέει ὁ Ἀπόστολος; Κυρίως γιά αὐτές τίς
περιστάσεις τό λέει πού σέ θλίβουν ἐξωτερικά. Ἐσύ θά πρέπει καί γι’ αὐτό
νά εὐχαριστεῖς τόν Θεό, γιατί εἴπαμε ἡ κάθε θλίψη εἶναι σταλμένη ἀπό
τόν Θεό ὡς φάρμακο. Θλιβόμενοι λοιπόν ἐξωτερικά, ἀλλ΄ οὐ στενοχωρούμενοι
ἐσωτερικά. Αὐτή εἶναι ἡ διαφορά. Ποτέ δέν πρέπει νά στενοχωριόμαστε.
«Πάντοτε χαίρετε, ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε, ἐν παντί εὐχαριστεῖτε»
(Α΄Θεσ. 5,16-18).
Ἐρ. : Στό περιστατικό μέ τόν ἅγιο Ἁμβρόσιο ἐκεῖνος ὁ πλούσιος, ἄν εὐχαριστοῦσε τόν Θεό γιά ὅλα αὐτά τά καλά, θά τό πάθαινε αὐτό;
Ἀπ. : Ὄχι βέβαια. Ἄν
εὐχαριστοῦσε τόν Θεό καί ζοῦσε κατά Θεόν δέν θά τό πάθαινε. Ὁ Ἀβραάμ
ἦταν πλούσιος καί εἶναι Πατριάρχης, εἶναι μέσα στόν Παράδεισο, στή
Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἄν εἶσαι πλούσιος, δέν σημαίνει ὅτι θά χαθεῖς. Ἀλλά,
ἄν εἶσαι πλούσιος καί εἶσαι ἄσχετος μέ τόν Θεό, θά χαθεῖς, ὅταν
ἀνθρωπίνως σοῦ πᾶνε ὅλα καλά, ἀλλά ἐσύ δέν θέλεις νά ἔχεις σχέση μέ τόν
Χριστό καί ἁπλῶς ἀπολαμβάνεις τά ἀγαθά τοῦ Θεοῦ χωρίς νά λές ἕνα «Δόξα
σοι ὁ Θεός». Ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος εἶναι πολύ μακριά ἀπό τήν σωτηρία.
Καί ὁ Κύριος τό εἶπε: «πολύ δύσκολα θά εἰσέλθει πλούσιος στή Βασιλεία
τοῦ Θεοῦ (Ματθ. 19,23). Γι’ αὐτόν τόν λόγο, γιατί ὅταν ἔχεις πλούτη,
ἔχεις καί ὑπερηφάνεια καί ὅταν ἔχεις ὑπερηφάνεια ἔχεις θέλημα καί ὅταν
ἔχεις θέλημα δέν κάνεις τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, κάνεις τό δικό σου.
Ἐρ. : Ἄν αὐτός πού συκοφαντεῖ, γίνεται συκοφάντης, ὁ Θεός τό παραχωρεῖ νά τό κάνει αὐτό καί ἄν ὠφελεῖται;
Ἀπ. : Σαφέστατα, γιατί ἔχει
ἐλευθερία. Ὁ Θεός δέν τοῦ δίνεις τίς δυνάμεις; Ἁπλῶς τίς χρησιμοποιεῖ
κακῶς. Τοῦ δίνει τή φωνή καί ὅλα τά χαρίσματα πού τά χρησιμοποιεῖ κακῶς.
Ἐπειδή εἶναι ἐλεύθερος, ἔχει εὐθύνη. Ἄν ἦταν ἀναγκασμένος νά
συκοφαντήσει, τότε δέν θά εἶχε εὐθύνη. Ὁ Ἰούδας ἔχει εὐθύνη; Σαφέστατα
ἔχει εὐθύνη γιατί δέν ἦταν ἀναγκασμένος νά προδώσει τόν Χριστό. Μόνος
του τό ἔκανε. Γιατί λένε κάποιοι ἐξυπνάκηδες «ἄν δέν βρισκόταν ὁ Ἰούδας,
τί θά γινότανε;». Θά ἔβρισκε τρόπο καί τό εἶπε ξεκάθαρα ὁ Κύριος
«ἀλλοίμονο στόν ἄνθρωπο ἐκεῖνον, προτιμότερον θά ἦταν γι’ αὐτόν νά μήν
εἶχε γεννηθεῖ» (Ματθ. 26,24). Ἔχει εὐθύνη λοιπόν καί κατά παραχώρηση
Θεοῦ κάνει ὅ,τι κάνει καί ὁ συκοφάντης.
Στό δεύτερο σκέλος τοῦ ἐρωτήματος
ἐάν ὠφελεῖται. Ἐξαρτᾶται ἀπό τόν ἴδιο. Μπορεῖ νά ὠφεληθεῖ, ἄν
μετανοήσει. Γιατί εἴπαμε καί τίς ἁμαρτίες κατά παραχώρηση Θεοῦ τίς
κάνουμε, γιά νά μάθουμε ἀπό αὐτά πού θά πάθουμε. Ἕνα παιδί ἀκουμπάει τό
χέρι του στήν ἠλεκτρική κουζίνα καί καίγεται. Μαθαίνει ἀπ’ αὐτό νά μήν
τό ξανακάνει. Θά μάθουμε ἀπό αὐτό πού θά πάθουμε, γιατί ἡ ἁμαρτία
ὁπωσδήποτε ἔχει σάν συνέπεια τόν πόνο καί τόν θάνατο. Ἄν λοιπόν καί
ἐμεῖς ἔχουμε νοῦ καί δέν τό ξανακάνουμε, τότε ὠφελούμαστε. Ἄν ὅμως
ἐπιμένουμε νά τό ξανακάνουμε, αὐτό εἶναι δαιμονικό. Γι’ αὐτό λένε οἱ
ἅγιοι: «ἀνθρώπινο τό νά πέσεις, τό νά παραμένεις ὅμως πεσμένος
δαιμονικό». Βλέπεις ἕνα μωράκι, πάει νά περπατήσει καί πέφτει. Θά τό
κατακρίνεις πού πέφτει; Ὄχι, ἀφοῦ δέν ἀντέχουν τά ποδαράκια του. Ἀλλά
πότε θά ὑποψιαστεῖς ὅτι κάτι πολύ σοβαρό συμβαίνει; Ὅταν πέφτει καί δέν
θέλει νά σηκωθεῖ. Ἔτσι καί μέ τόν ἄνθρωπο πού ἁμαρτάνει.
Ἐρ. : Ὅταν κάποιος μᾶς ἀδικεῖ κατά ὁποιοδήποτε τρόπο, ἄν ἐμεῖς στενοχωριόμαστε καί ἔχουμε λογισμούς γι’ αὐτόν εἶναι κακό;
Ἀπ. : Σαφῶς εἶναι κακό. Εἶναι
μουρμούρα, ὅπως λέγεται. Δέν πρέπει νά ἔχουμε αὐτή τή μουρμούρα μέσα
μας, αὐτούς τούς λογισμούς. Πρέπει νά ἔχουμε τόν νοῦ μας, ὅταν ὁ ἄλλος
μᾶς ἀδικεῖ, ἀμέσως ὁ διάβολος θά μᾶς φέρει λογισμούς ἀντιπάθειας γι’
αὐτό τό πρόσωπο καί θά πρέπει νά εἴμαστε σέ ἑτοιμότητα, σέ προσευχή,
ὥστε νά μή δεχτοῦμε αὐτούς τούς λογισμούς καί τόν ἀντιπαθήσουμε. Νά μήν
πέσουμε σ’ αὐτή τήν κατάσταση τῆς ἀντιπάθειας.
Ἐρ. : Πόσο εὔκολο εἶναι νά μᾶς βρίζουν, νά μᾶς ἀδικοῦν καί νά τό ἀντέχουμε;
Ἀπ. : Ἐξαρτᾶται ἀπό τό πόσο
ἔχουμε ἀρνηθεῖ τόν ἑαυτό μας, τόν ἐγωισμό μας καί τό θέλημά μας. Ἄν τό
ἀποφασίσουμε, εἶναι εὔκολο. Μία σκέψη ταπεινή -κάντε το σάν πείραμα ἄν
θέλετε- ἀμέσως μᾶς ἀνακουφίζει. Καί μιά σκέψη ὑπερήφανη ἀμέσως μᾶς
στενοχωρεῖ, μᾶς ταράζει, μᾶς ἀγχώνει καί μᾶς συγχύζει. Ἄν πεῖς μέ
ἐπίγνωση «Θεέ μου συγχώρεσέ με τόν πιό ἁμαρτωλό ἄνθρωπο στόν κόσμο»,
ἀμέσως χαλαρώνεις πνευματικά, ἀλλά ἀκόμα καί σωματικά. Ἄν αὐτό τό λές
κάθε στιγμή ὅτι εἶσαι ὁ χειρότερος ὅλων τῶν ἀνθρώπων, μετά ἄν κάποιος σέ
βρίσει, μᾶλλον σέ ἀνεβάζει, γιατί ἐσύ ἤδη ἔχεις πάει πιό χαμηλά ἀπό
ὅλους. Ὁπότε θά σοῦ πεῖ «εἶσαι τέτοιος», θά πεῖς «μόνο τέτοιος, ἀκόμα
πιό κάτω εἶμαι, ἐσύ μέ τιμᾶς μ’ αὐτό πού λές». Ὄχι μόνο δέν ταράζεσαι,
ἀλλά εἶσαι σ’ αὐτή τήν ἑτοιμότητα νά εὐχαριστήσεις καί νά δοξάσεις τόν
Θεό.
Ὄχι μόνο μειώνεται τό πνεῦμα τῆς
ὑπερηφάνειας, ἀλλά ἀντικαθίσταται μέ τό Πνεῦμα τό Ἅγιο πού εἶναι πνεῦμα
ταπείνωσης καί μπορεῖ νά γίνει ἄμεσα μ΄ ἕναν λογισμό. Γι’ αὐτό πρέπει νά
ἔχουμε συνεχή προσπάθεια, συνεχή ταπείνωση, συνεχή προσευχή. Εἶναι μία
προπόνηση ὅλη μας ἡ ζωή ἐδῶ καί ὅλα θά ἐξαρτηθοῦν ἀπό τά τελευταῖα
δευτερόλεπτα τῆς ζωῆς μας. Ἄν ἔχουμε μάθει στή ζωή μας νά εἴμαστε
ταπεινοί καί ἐκεῖνα τά δευτερόλεπτα θά εἴμαστε ταπεινοί, θά εἴμαστε στόν
Παράδεισο. Ἄν ὅλη τήν ζωή τήν περάσεις στήν ὑπερηφάνεια, ἔστω καί μέ
κάποια διαλείμματα ταπείνωσης, τά πράγματα εἶναι ἐπικίνδυνα γιατί μπορεῖ
τήν κρίσιμη ὥρα νά πέσεις σέ ὑπερηφάνεια καί νά χάσεις τήν σωτηρία σου.
Ἐρ. : Ἄν πεῖς ἕνα γεγονός σέ κάποιον χωρίς νά πεῖς πρόσωπο εἶναι κατάκριση;
Ἀπ. : Πάντα θά πρέπει νά
παρακολουθοῦμε τόν ἑαυτό μας: Γιατί τό λέω; Καί τί αἰσθάνομαι τήν ὥρα
πού τό λέω;. Μήπως νιώθω ἱκανοποίηση λέγοντας τό γεγονός αὐτό; Γιά νά
βγάλω τό ἄχτι μου, ἔστω κι ἄν δέν λέω τό πρόσωπο; Τό λέω ἀπό ἀγάπη;
Πάντα πρέπει νά ἔχουμε ἀγάπη. Τό καθετί πού κάνουμε πρέπει νά τό κάνουμε
μέ κίνητρο τήν ἀγάπη. Ἄν δέν ὑπάρχει ἀγάπη, ὑπάρχει τό μίσος. Ἤ θά
εἴμαστε στήν ἀγάπη ἤ θά εἴμαστε στό μίσος.
Ἐρ. : Πρέπει νά εἶσαι πολύ δυνατός γιά νά σοῦ συμβαίνουν πράγματα καί νά μήν τά ἐξωτερικεύεις κάπου..
Ἀπ. : Μποροῦμε νά τά ἐξωτερικεύσουμε στόν Θεό μέ τήν προσευχή μας. Μετά καί στόν Πνευματικό μας. Μήν ζητᾶμε ἀνθρώπινα στηρίγματα.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου