ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΙΤΙΣΣΑ

ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΙΤΙΣΣΑ
ΧΑΙΡΕ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ ΚΑΙ ΘΕΟΒΑΔΙΣΤΟΝ(Κάνετε κλίκ στήν εἰκόνα γιά νά ὁδηγηθεῖτε στό ἱστολόγιο: ΚΥΡΙΟΣ ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ 3

Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2010

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑΤΩΝ. ΟΙ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ ΤΩΝ ΠΑΠΙΚΩΝ ΝΑ ΚΥΡΙΑΡΧΗΣΟΥΝ ΣΤΑ ΠΑΝΑΓΙΑ ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑΤΑ, ΑΓΙΟΙ ΤΟΠΟΙ, ΟΔΗΓΟΣ ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΟΥ ΑΓΙΩΝ ΤΟΠΩΝ.


Τά προσκυνήματα τν γίων Τόπων: Πατριαρχεο εροσολύμων 
ΠΗΓΗ (Μέ ἐλάχιστες διορθώσεις):
Κ. Τσοπάνης - Δρ Ἱστορίας καί Φιλοσοφίας τῶν Θρησκειῶν


Μετά τή σύλληψη καί τή σταύρωση τοῦ Ἰησοῦ, οἱ μαθητές Τοῦ συγκεντρώθηκαν στά Ἱεροσόλυμα περιμένοντας τή Δευτέρα Παρουσία, ἡ ὁποία σύμφωνα μέ τίς μεσσιανικές ἀντιλήψεις τῶν Ἰουδαίων θά πραγματοποιεῖτο στήν πρωτεύουσα τοῦ βασιλείου τοῦ Δαβίδ. Ἔτσι ἱδρύθηκε ἐκεῖ ἡ πρώτη τοπική ἐκκλησία καί χριστιανική κοινότητα, ἡ ὁποία μέ τόν χρόνο κατέστη τό κέντρο τῶν ὑπολοίπων κατά τόπους χριστιανικῶν ἐκκλησιῶν. Λίγο ἀργότερα ἀκολούθησε σέ αὐτήν τήν πόλη καί ὁ πρῶτος διωγμός τῶν Χριστιανῶν ἐκ μέρους τῶν Ἰουδαίων, μέ ἀποτέλεσμα τά μέλη τῆς τοπικῆς κοινότητας νά διασπαροῦν στήν Ἰουδαία καί τή Σαμάρεια, διαδίδοντας ταυτοχρόνως τήν πίστη τους.


Σέ αὐτήν τήν πόλη ἐμφανίσθηκαν καί οἱ πρῶτες αἱρέσεις. Ἤδη ἀπό τά χρόνια τῶν Ἀποστόλων οἱ Χριστιανοί πού ἀπήρτιζαν τήν ἐκκλησία τῶν Ἱεροσολύμων καί οἱ ὁποῖοι προέρχονταν ἀπό τήν τάξη τῶν Φαρισαίων (Πράξεις 15,5), κήρυσσαν ὅτι ὅσοι ἤθελαν νά προσηλυτισθοῦν στόν Χριστιανισμό ἔπρεπε πρῶτα νά περιτέμνονται, μέ ἄλλα λόγια νά γίνονται πρῶτα Ἰουδαῖοι. Σέ αὐτήν τούς τήν ἔμμονη ἀντίληψη, ἡ ὁποία πήγαζε ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη καί εἶχε ὡς σκοπό νά μεταστρέψει στόν Ἰουδαϊσμό ὁποιονδήποτε εἰσερχόταν στή νεότευκτη χριστιανική ἐκκλησία, ἀντιτέθηκε ἕνας ἐπίσης προσήλυτος πρώην Φαρισαῖος καί μαθητής τοῦ φημισμένου νομοδιδασκάλου Γαμαλιήλ, ὁ Σαούλ ἀπό τήν Ταρσό, γνωστός εὐρύτερα καί ὡς Ἀπόστολος Παῦλος, ὁ ὁποῖος κήρυττε ὅτι Χριστιανοί μποροῦν νά γίνονται καί οἱ «μή περιτετμημένοι», ἤ ἀλλιῶς «οἱ ἐξ Ἐθνῶν», ἀφοῦ σύμφωνα μέ τή διδασκαλία τοῦ ὁ Χριστός εἶχε ἔλθει ὄχι μόνο ὡς σωτήρας καί μεσσίας τοῦ «ἐκλεκτοῦ λαοῦ Ἰσραήλ», ἀλλά ὅλης της ἀνθρωπότητας. Αὐτή ἡ διδασκαλία ἀποτέλεσε τήν πρώτη ἐμφανῆ διάκριση τῶν Χριστιανῶν ἀπό τούς Ἰουδαίους, ἀφοῦ ἕως τότε θεωροῦντο ὡς μία ἐπιπλέον ἰουδαϊκή αἵρεση. Παράλληλα, ὅμως, ἦταν καί ἕνα καίριο πλῆγμα στόν ἐθνικό κορμό τοῦ Ἰσραήλ, ἀφοῦ ὁ πρώην ζηλωτής Σαούλ εἶχε ἀποφασίσει νά θυσιάσει ἕνα τμῆμα τοῦ ἑβραϊκοῦ λαοῦ προκειμένου νά θεμελιώσει καί νά ἐνισχύσει μία αὐτόνομη καί ἀνεξάρτητη χριστιανική ἐκκλησία τόν πυρήνα τῆς ὁποίας θά ἀποτελοῦσαν οἱ Ἰουδαῖοι. Ὅπως ἦταν φυσικό, οἱ Ἰουδαῖο-χριστιανοί τῶν Ἱεροσολύμων ἀντέδρασαν ἔντονα καί ἀποτέλεσμα αὐτοῦ ἦταν μία πρώιμη ἐνδοεκκλησιαστική ἔριδα ἡ ὁποία συγκλόνισε τή διωκόμενη πρωτοχριστιανική κοινότητα.


Τελικά, πρός ἐπίλυση τοῦ ζητήματος συνεκλήθη τό ἔτος 52 μ.Χ. στήν πόλη τῶν Ἱεροσολύμων καί ἡ πρώτη Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας, ἡ λεγόμενη «Ἀποστολική Σύνοδος», προκειμένου νά ἀποφασίσει περί τῶν ὅρων τῆς εἰσόδου τῶν Ἐθνικῶν στήν ἐκκλησία. Τελικά ἀποφάνθηκε ὅτι ὅσοι ἤθελαν νά βαπτισθοῦν δέν ἦταν ἀνάγκη νά ἀποδεχθοῦν τόν μωσαϊκό νόμο καί τήν περιτομή. Σέ αὐτήν τή σύνοδο, μάλιστα, ὁ Παῦλος ὑποστήριξε ὅτι ἀπό συγκατάβαση πρός τούς ἐξ Ἰουδαίων Χριστιανούς ἀφέθηκε νά ἰσχύει μέχρι τότε ὁ νόμος τοῦ Μωυσέως. Οἱ Ἰουδαῖο-χριστιανοί τῶν Ἱεροσολύμων κατηγόρησαν τόν Παῦλο ὅτι μέ τή διδασκαλία τοῦ στρεφόταν ἐναντίον τούς (Πράξεις 21,28). Μετά ἀπό ταραχώδεις συζητήσεις καί ἀπειλές ἐναντίον ἀκόμη καί τῆς ζωῆς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ἐπικράτησε τελικά ἡ γνώμη του, καί ἐπάνω στήν ἰουδαῖο-χριστιανική κοινότητα τῶν Ἱεροσολύμων τέθηκαν οἱ βάσεις τῆς πολυεθνικῆς χριστιανικῆς ἐκκλησίας. Στήν ἴδια σύνοδο θεσπίσθηκε ἐπίσης ὅτι, ὅπως οἱ Ἰουδαῖοι τῆς διασπορᾶς πλήρωναν χρήματα ὡς εἰσφορά γιά τόν Ναό τοῦ Σολομῶντος, ἔτσι καί οἱ Χριστιανοί ἔπρεπε νά πληρώνουν ἐτήσια εἰσφορά ὡς ἐνίσχυση στήν ἐκκλησία τῶν Ἱεροσολύμων. Τό σημαντικότερο, ὅμως, ἀπό θεολογική καί ἱστορική ἄποψη εἶναι ὅτι στά Ἱεροσόλυμα μέ τήν Ἀποστολική Σύνοδο τοῦ 52 γεννήθηκε καί ἡ Συνοδικότητα ὡς θεσμός στήν Ἐκκλησία.


Μεταξύ τῶν Ἀποστόλων πού εἶχαν ἐγκατασταθεῖ στά Ἱεροσόλυμα ἀναφέρεται καί ὁ Ἰάκωβος, ὁ ὁποῖος παρουσιάζεται νά ἔχει ἐξέχουσα θέση κυρίως ὅταν ἀπουσίαζαν οἱ ὑπόλοιποι μαθητές τοῦ Χριστοῦ καί φαίνεται νά μή ἐγκατέλειψε ποτέ τά Ἱεροσόλυμα. Σύμφωνα μέ τήν παράδοση, ἀποκαλεῖται «ἀδελφόθεος», δηλαδή ἀδελφός του Ἰησοῦ ἀπό τόν πρῶτο γάμο τοῦ μνήστορος Ἰωσήφ, ὡστόσο δέν ὑπάρχουν ἱστορικά τεκμήρια πού νά στηρίζουν αὐτήν τή θεωρία. Τό βέβαιο εἶναι ὅτι ὑπέστη μαρτυρικό θάνατο λιθοβολούμενος ἀπό τούς Ἰουδαίους στόν διωγμό τοῦ 62 καί ἔκτοτε πέρασε στήν Ἱστορία ὡς ὁ πρῶτος ἐπίσκοπός της πόλης. Μετά τήν ἅλωση τῆς πόλης τό 70, καί κατόπιν γενικῆς ψηφοφορίας τῶν Χριστιανῶν, τόν διαδέχθηκε ὁ ἀδελφός του Συμεών, ὁ ὁποῖος ὑπέστη σταυρικό θάνατο, καί κατόπιν αὐτοῦ, τό 107, χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος ὁ τρίτος ἀδελφός τους, Ἰούδας. Ἔτσι ἄρχισε ἡ μακρά ἁλυσίδα τῶν Πατριαρχῶν, κατά τά ἑβραϊκά πρότυπά της Παλαιᾶς Διαθήκης, καί καθιερώθηκε στά Ἱεροσόλυμα ὁ μοναρχικός τύπος διοίκησης τῆς Ἐκκλησίας.


Κατά τίς παραμονές τῆς πολιορκίας τῶν Ἱεροσολύμων ἀπό τούς Ρωμαίους ὅλοι οἱ ἐξ Ἰουδαίων Χριστιανοί εἶχαν ἀποσυρθεῖ στίς πέραν τοῦ Ἰορδάνη περιοχές ἀρνούμενοι νά ὑπερασπισθοῦν τήν παλαιά πρωτεύουσα τοῦ Δαβίδ. Μέ τήν καταστροφή τῆς Ἱερουσαλήμ καί τοῦ ναοῦ ἀπό τόν Ρωμαῖο στρατηγό καί μετέπειτα αὐτοκράτορα Τίτο, τό 70, καί τήν ἵδρυση ἐπί τῶν ἐρειπίων τῆς τῆς ρωμαϊκῆς στρατιωτικῆς ἀποικίας Αἰλίας Καπιτωλίνας, τό 135, ἀπό τόν αὐτοκράτορα Ἀδριανό, οἱ Ἰουδαῖο-χριστιανοί ἔχασαν τό κέντρο ἀναφορᾶς τους, ἀφοῦ μέχρι τότε τελοῦσαν τά θρησκευτικά τους καθήκοντα μαζί μέ τούς Ἑβραίους στά ἱερά τῶν δευτέρων. Ὅσοι δέν ἑνώθηκαν μέ τίς ὁμάδες τῶν ἐξ ἐθνῶν Χριστιανῶν διατηρήθηκαν ὡς αἱρετικές ὁμάδες (Ναζωραῖοι, Ἐβιωνίτες, Ἐλκεσαιΐτες). Ἡ χριστιανική κοινότητα ἀνασυγκροτήθηκε στά Ἱεροσόλυμα ἀπό Χριστιανούς Ἐθνικούς πλέον καί ὁ ἐπίσκοπός της ἀνῆκε στόν Μητροπολίτη Καισαρείας, πόλης ἡ ὁποία ἦταν τήν ἐποχή ἐκείνη πρωτεύουσα τῆς Παλαιστίνης. Οἱ Χριστιανοί, λοιπόν, ἔχοντας διαχωρίσει τή θέση τους ἀπό τούς Ἑβραίους, στούς ὁποίους εἶχε ἀπαγορευθεῖ ἡ παραμονή στήν Ἱερουσαλήμ καί τίς πέριξ περιοχές, ἐγκατέστησαν ἐξαρχῆς τήν ἕδρα τους καί κατά συνέπεια τήν ἀνώτατη διοίκηση τῆς ἐκκλησίας στήν «ἁγία πόλη». Μάλιστα, ἀπό τόν 2ο αἰώνα καί μετά ὡς ἀντίδραση στό κίνημα τῶν Γνωστικῶν, οἱ ἐκκλησίες Ἱεροσολύμων, Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας καί Ρώμης ἄρχισαν νά συντάσσουν καταλόγους τῶν ἐπισκόπων προκειμένου νά ἀποδείξουν τήν ἀδιάσπαστη ἀνά τούς αἰῶνες ἀποστολική διαδοχή καί τήν αὐθεντία στήν ἔκφραση τῶν δογμάτων τῆς πίστης.


Μεγαλύτερη σημασία ἄρχισε νά ἀποκτᾶ ἡ ἐκκλησία τῶν Ἱεροσολύμων ἀπό τόν Μεγάλο Κωνσταντῖνο καί μετά, ὅταν οἱ αὐτοκράτορες τῆς Κωνσταντινούπολης τήν τιμοῦσαν ὡς «μητέρα τῶν ἐκκλησιῶν». Ἐπί βασιλείας τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου καί μέ τήν ἐπιστασία καί τίς δωρεές τῆς μητέρας του, Ἁγίας Ἑλένης, οἰκοδομήθηκαν οἱ πρῶτοι ναοί στά Ἱεροσόλυμα καί ἡ τοπική ἐκκλησία ἄρχισε νά γνωρίζει μεγάλη ἀκμή. Τότε ἀνεγέρθηκε γιά πρώτη φορά ὁ Ναός τῆς Ἀναστάσεως, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ τό κέντρο τοῦ Πατριαρχείου ἕως σήμερα, καθώς καί πλῆθος ἄλλων ναῶν καί κτισμάτων θρησκευτικῆς κυρίως χρήσης. Σημαντικό ρόλο στήν ἀνάπτυξη τῆς τοπικῆς ἐκκλησίας διαδραμάτισε ἀπό τήν περίοδο ἐκείνη καί ἑξῆς ἡ ἄφιξη προσκυνητῶν, οἱ ὁποῖοι συνέρρεαν ἀπό ὅλα τά μέρη τῆς αὐτοκρατορίας προκειμένου νά βαδίσουν στή γῆ ὅπου ἔζησε ὁ Χριστός. Ὁ ἐπίσκοπός της πόλης τῶν Ἱεροσολύμων ἀνήχθη σέ Μητροπολίτη μέ τόν τίτλο «ἐπίσκοπος Αἰλίας». Μέ τόν καιρό ὑποχώρησε τό ρωμαϊκό ὄνομα τῶν Ἱεροσολύμων καί ἡ πόλη ἔλαβε πάλι τό Ἰουδαϊκό.


Σημαντικές πληροφορίες γιά τήν ἐκκλησία τῶν Ἱεροσολύμων τῆς περιόδου ἐκείνης ἔχουμε ἀπό τό «Ὁδοιπορικόν» της Αἰθερίας (Peregrinatio Aetheriae), πού συντάχθηκε περί τό 380 καί τό ὁποῖο περιλαμβάνει τίς ταξιδιωτικές ἐντυπώσεις μίας Δυτικοευρωπαίας Χριστιανῆς προσκυνήτριας. Χαρακτηριστικό εἶναι τό γεγονός πώς ἡ Αἰθερία περιγράφει τό ἰδιόρρυθμο τελετουργικό πού ἀναπτύσσεται στά Ἱεροσόλυμα, ἀλλά δέν ἀναφέρεται καθόλου στό θαῦμα τῆς ἁφῆς τοῦ Ἁγίου Φωτός, γεγονός πού σημαίνει ὅτι τότε μᾶλλον δέν διεξαγόταν, ἤ τουλάχιστον δέν εἶχε γίνει ἀντιληπτή ἀπό τήν προσκυνήτρια, ἡ συγκεκριμένη τελετή.


Ἀπό τόν 5ο αἰώνα καί ἑξῆς, καί δεδομένης τῆς πολιτικῆς κατάστασης τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας, οἱ ἐκκλησίες τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τῆς Ρώμης, τῆς Ἀλεξανδρείας, τῆς Ἀντιοχείας καί τῶν Ἱεροσολύμων ἀνυψώθηκαν σταδιακά σέ Πατριαρχεῖα. Ὁ παλαιοδιαθηκικός τίτλος «Πατριάρχης», ὁ ὁποῖος ἀρχικά ἀποδιδόταν σέ σεβάσμιους ἐπισκόπους, βαθμηδόν περιορίσθηκε στή σημασία πού ἔχει μέχρι σήμερα. Ὁ θρόνος τῶν Ἱεροσολύμων ἀνυψώθηκε τό 451 μέ ἀπόφαση τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου σέ Πατριαρχεῖο. Τέθηκε, μάλιστα, τελευταῖος στήν τάξη λόγω τῶν ἐξαιρετικῶν συνθηκῶν στίς ὁποῖες βρισκόταν ἡ πόλη ἐκείνη τήν περίοδο. Μποροῦμε ἐδῶ μέ βεβαιότητα νά ἰσχυρισθοῦμε ὅτι κύριο ρόλο στήν ἀπόδοση πρεσβείων τιμῆς στήν Ἀνατολική ἐκκλησία ἔπαιζε ἡ πολιτική σημασία κάθε πόλης, διαφορετικά τά Ἱεροσόλυμα θά ἦταν στήν πρώτη θέση ὡς «ἡ μήτηρ τῶν ἐκκλησιῶν», καί ὄχι στήν τελευταία. Αὐτήν τήν περίοδο ἀναπτύχθηκε στήν περιοχή ἐκείνη καί ὁ μοναχισμός, ὁ ὁποῖος μεταφυτεύθηκε ἀπό τήν Αἴγυπτο καί ἔμελλε νά παίξει μεγάλο ρόλο στή μετέπειτα ζωή καί ὀργάνωση τοῦ Πατριαρχείου, ὅπως θά δοῦμε παρακάτω.


Σημαντικό ρόλο στήν ἀνάπτυξη τοῦ Πατριαρχείου διαδραμάτισε καί ὁ αὐτοκράτορας Ἰουστινιανός, ὁ ὁποῖος οἰκοδόμησε νέους ναούς ὅπως αὐτόν τῆς Θεοτόκου δίπλα στήν τοποθεσία ὅπου βρισκόταν παλαιότερα ὁ Ναός τοῦ Σολομῶντος, καί μονές ὅπως τήν περίφημη μονή τοῦ Σινᾶ. Ταυτόχρονα, ἀνακαίνισε καί συντήρησε μέ μεγάλες χρηματικές δωρεές τά προσκυνήματα πού εἶχαν ἀνεγερθεῖ ἐπί Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ὡστόσο, τά ἔργα τῆς ἐποχῆς τόσο τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου ὅσο καί τοῦ Ἰουστινιανοῦ καταστράφηκαν σχεδόν ὁλοσχερῶς στίς ἀρχές τοῦ 7ου αἰώνα κατά τή διάρκεια τῆς κατάκτησης τῆς περιοχῆς ἀπό τούς Πέρσες. Ἀξίζει νά σημειώσουμε πώς ὁ μόνος ναός τόν ὁποῖον δέν κατέστρεψαν οἱ ζωροάστρες Ἀσιάτες ἦταν ἐκεῖνος τῆς Γεννήσεως στή Βηθλεέμ, καί αὐτό λόγω του ὅτι στήν εἴσοδό του εἶχε ζωγραφισμένους τούς τρεῖς μάγους μέ περσικές ἐνδυμασίες. Οἱ κατακτητές σεβάσθηκαν τούς εἰκονογραφημένους συμπατριῶτες τους καί δέν σύλησαν τόν ναό. Χάρη, λοιπόν, σέ μία παραξενιά τῆς Ἱστορίας σώθηκε ἕως σήμερα ὁ πρωτοβυζαντινός Ναός τῆς Γεννήσεως τοῦ Σωτῆρος. Τελικά, ὁ αὐτοκράτορας Ἡράκλειος, ἀφοῦ ἐξεδίωξε τούς Πέρσες κατακτητές καί ἐπέστρεψε τόν Τίμιο Σταυρό τόν ὁποῖον ἐκεῖνοι εἶχαν λάβει ὡς λάφυρο, ἀνοικοδόμησε ὅλους τους κατεστραμμένους ναούς. Ὡστόσο, τό Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων δέν ἔμελλε νά χαρεῖ μακρά περίοδο εὐτυχίας καί εὐημερίας.


Ἀραβική κατάκτηση καί Σταυροφορίες


Ἀπό τόν 7ο αἰώνα καί μετά τά παλαίφατα Πατριαρχεῖα Ἱεροσολύμων, Ἀντιοχείας καί Ἀλεξανδρείας, καθώς καί ἡ αὐτοκέφαλη ἐκκλησία τῆς Κύπρου, περιῆλθαν στήν κατοχή τῶν Ἀράβων καί ἄρχισε ἡ σταδιακή παρακμή τους. Συγκεκριμένα, τά Ἱεροσόλυμα κατακτήθηκαν τό 637 ἀπό τόν Ὀμάρ, ὁ ὁποῖος ὅμως μέ εἰδική Συνθήκη ἐξασφάλισε τά δικαιώματα τοῦ Πατριαρχείου ἐπί τῶν προσκυνημάτων. Ὡστόσο, ἡ καταπίεση καί ὁ βίαιος ἐξισλαμισμός τῶν Χριστιανῶν ἀποτελοῦσαν καθημερινό φαινόμενο τῆς περιόδου ἐκείνης, ἐνῶ ἑξαραβίζονταν οἱ πληθυσμοί πού κατοικοῦσαν στίς περιοχές τους. Λόγω τῶν συνεχῶν πολέμων καί τῆς μακροχρόνιας κατοχῆς ἀπό τούς Ἄραβες Μουσουλμάνους, πολλές φορές οἱ πατριαρχικοί θρόνοι ἔμεναν κενοί ἐπί τέσσερις ἕως ἑπτά δεκαετίες, ἐνῶ ἄλλοτε ἀνέρχονταν σέ αὐτούς ἰθαγενεῖς καί ἀραβόφωνοι Πατριάρχες οἱ ὁποῖοι δέν εἶχαν καμία σχέση καί ἐξάρτηση ἀπό τή βυζαντινή ἐξουσία καί κατά συνέπεια ἀπό τό Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως.


Οἱ Ἄραβες, λοιπόν, εἶχαν περιορίσει τή χριστιανοσύνη στήν Ἀνατολή καί καταπίεζαν ἀφόρητα ὄχι μόνο τούς ντόπιους χριστιανικούς πληθυσμούς, ἀλλά καί τούς προσκυνητές οἱ ὁποῖοι κατέφθαναν ἀπό τήν Εὐρώπη γιά νά προσκυνήσουν τούς Ἁγίους Τόπους. Ἐπιπλέον, στή Δύση ἡ ἀκμή τοῦ παπισμοῦ τήν ἴδια περίοδο ἐπέφερε ἀκμή καί τῆς παπικῆς θρησκευτικότητας, τήν ὁποία χαρακτήριζε πάντοτε μία διπλή τάση, ὑπερκόσμια καί ἐγκόσμια. Ὁ καθολικισμός, μέ ἄλλα λόγια, διακατεχόταν ἀπό τόν πόθο τῆς ἀπόκτησης ὄχι μόνο τῆς ἐπουράνιας, ἀλλά καί τῆς ἐπίγειας Ἱερουσαλήμ. Αὐτός ἦταν καί ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖον αὐξήθηκε τόσο ἡ μετάβαση Δυτικοευρωπαίων στούς Ἁγίους Τόπους, ὅπως καί ἡ ἐπιθυμία νά τούς ἀπελευθερώσουν ἀπό τούς ἀπίστους, ἀλλά ἀκόμη καί νά μεταδώσουν τόν Χριστιανισμό στούς Μουσουλμάνους. Ἀπό τόν 11ο αἰώνα καί μετά, μάλιστα, ὅποτε οἱ Σελτζοῦκοι Τοῦρκοι κατέστησαν κύριοί της περιοχῆς, ἡ θέση τῶν Χριστιανῶν ἐπιδεινώθηκε ἀκόμη περισσότερο, γεγονός πού ἐπιτάχυνε τίς ἐξελίξεις γιά τήν ἀπελευθέρωση τῆς Παλαιστίνης στή Δύση.


Ἀκριβῶς τόν 11ο αἰώνα, μέ ἀφορμή τήν ἀπελευθέρωση τοῦ Ἁγίου Τάφου, ἄρχισε ἡ Ἅ’ Σταυροφορία. Οἱ πάπες εἶχαν ἀρχίσει ἤδη ἀπό τά τέλη τοῦ 10ου αἰώνα νά καλοῦν τούς πιστούς σέ σταυροφορία μέ ἐγκυκλίους «ἐκ προσώπου τῆς ἐρημωμένης Ἱερουσαλήμ» (ex persona devastatae Hierosolymae), ἐνῶ καί Βυζαντινοί αὐτοκράτορες, ὅπως ὁ Ἀλέξιος Ἅ’ Κομνηνός, οἱ ὁποῖοι δέν εἶχαν πλέον τή στρατιωτική ἰσχύ νά ἀπελευθερώσουν μόνοι τους τίς ἐπαρχίες τους, ὑποδαύλιζαν τέτοιες ἐνέργειες προτρέποντας σέ ἱερό πόλεμο ὑπό τό ἱερό σύμβολο τοῦ Σταυροῦ, γιά δικούς τους λόγους. Ὁ αὐτοκράτορας Μιχαήλ Παλαιολόγος, μάλιστα, ὑποσχέθηκε συμμετοχή στή σταυροφορία γιά τήν ἀνάκτηση τῶν ὑπό τῶν ἀπίστων καταληφθέντων Ἁγίων Τόπων.


Γιά νά ἐξεγερθοῦν τά πλήθη καί νά συμμετάσχουν στή σταυροφορία, ὁ Πέτρος ὁ Ἐρημίτης ἰσχυρίσθηκε ὅτι «καθ’ ὕπνον εἶδε τόν Χριστόν νά τοῦ ζητᾶ νά μεταφέρει στόν Πάπα τήν ἐντολή νά ἐξεγείρει ὁλόκληρη τήν Χριστιανοσύνη προκειμένου νά ἀπελευθερωθοῦν οἱ Ἅγιοι Τόποι». Ὡστόσο, ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ὁ Πέτρος ὁ Ἐρημίτης ἀνέλαβε μαζί μέ κάποιους ἄλλους ἱερωμένους τό κήρυγμα τῆς σταυροφορίας, ἡ ὁποία εἶχε ἀποφασισθεῖ στή Σύνοδο τοῦ Κλερμῶν τό ἔτος 1095. Οἱ σταυροφόροι θεώρησαν τούς ἑαυτούς τούς συνεχιστές καί ὁλοκληρωτές του θεάρεστου ἔργου τῶν προσκυνητῶν, ἑπομένως πίστευαν ὅτι ἀποτελοῦσαν μία ἀνώτερη βαθμίδα προσκυνητῶν. Ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς πολυπληθοῦς πολεμικῆς κινητοποίησης τῶν Δυτικοευρωπαίων Χριστιανῶν ἦταν νά περιέλθει, στίς 15 Ἰουλίου 1099, ἡ Ἱερουσαλήμ στά χέρια τῶν σταυροφόρων, οἱ ὁποῖοι μέ τήν κραυγή «Ὁ Θεός τό θέλει» (Deus lo volt) εἰσῆλθαν θριαμβευτές καί ἀπελευθερωτές στόν Ναό τῆς Ἀναστάσεως. Τότε ἀποφάσισαν νά στέψουν βασιλιά τῆς Ἱερουσαλήμ τόν Γοδεφρεῖδο ντέ Μπουγιόν, ὁ ὁποῖος ὅμως ἀρνήθηκε νά δεχθεῖ τό βασιλικό στέμμα στόν τόπο ὅπου ὁ Χριστός φόρεσε τό ἀκάνθινο στεφάνι, καί περιορίσθηκε στόν τίτλο τοῦ «προστάτη τοῦ Ἁγίου Τάφου». Ὡστόσο, τόν τίτλο τοῦ βασιλιᾶ δέχθηκε ὁ ἀδελφός του Βαλδουίνος, ὁ ὁποῖος καί τόν διαδέχθηκε ἕνα ἔτος ἀργότερα.


Κατά τήν περίοδο ἐκείνη δημιουργήθηκαν στά Ἱεροσόλυμα καί τά δύο σπουδαιότερα Ἰπποτικά Τάγματα τῶν σταυροφοριῶν, ἐκεῖνα τῶν Ἰωαννιτῶν καί τῶν Ναϊτῶν. Οἱ Ἰωαννίτες ἵδρυσαν ἕνα μεγάλο νοσοκομεῖο πλησίον του Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ, ἔχοντας ὡς σκοπό νά περιθάλπτουν τούς ἀσθενοῦντες προσκυνητές. Γι’ αὐτόν τόν λόγο ὀνομάσθηκαν καιOspitalieri. Ὡστόσο, τό ἐπίσημο ὄνομά τους τό ἔλαβαν λόγω του ὅτι εἶχαν ἐγκατασταθεῖ πέριξ του προαναφερθέντος ναοῦ.


Τήν ἴδια περίοδο τῶν σταυροφοριῶν σχηματίσθηκε ἀπό τόν βασιλιά τῆς Ἱερουσαλήμ Βαλδουίνο Β’ καί ἕνα ἀκόμη πολεμικό τάγμα, τό ὁποῖο εἶχε ὡς σκοπό τήν προστασία τῶν προσκυνητῶν καί ἕδρευε στά ἀνάκτορά του τά ὁποία θεωρεῖτο ὅτι εἶχαν κτισθεῖ ἐκεῖ ὅπου παλαιότερα βρισκόταν ὁ Ναός τοῦ Σολομῶντος. Γι’ αὐτόν τόν λόγο ὀνομάσθηκαν καί Ναϊτες (Templieri). Καί τά δύο αὐτά τάγματα ἔμειναν καί ἔδρασαν στήν περιοχή ὅσο διήρκεσαν οἱ σταυροφορίες καί ἡ ζωή τῶν λατινικῶν βασιλείων τά ὁποία ἵδρυσαν ἐκεῖ οἱ σταυροφόροι. Κατόπιν μετακινήθηκαν στή Δύση καί τελικά διαλύθηκαν, ἀφοῦ ἔχασαν τόν ἀρχικό τους σκοπό πού ἦταν ἡ περίθαλψη καί ἡ προστασία τῶν προσκυνητῶν.


Μέ τήν κατάληψη τῆς Παλαιστίνης ἀπό τούς σταυροφόρους ἄνοιξε ἕνα νέο κεφάλαιο στήν ἱστορία τοῦ Πατριαρχείου, ἀφοῦ τόσο στήν Ἱερουσαλήμ ὅσο καί στήν Ἀντιόχεια ἐγκαταστάθηκαν Λατίνοι Πατριάρχες, καί ὁ Ὀρθόδοξος κλῆρος καί λαός ἀναγκάσθηκε διά τῆς βίας νά ὑπαχθεῖ σέ αὐτούς. Τά προσκυνήματα συλήθηκαν καί οἱ θησαυροί τούς μεταφέρθηκαν στή Δύση. Ἡ φύλαξή τους ἀφαιρέθηκε ἀπό τούς Ἕλληνες μοναχούς καί οἱ Ὀρθόδοξοι Πατριάρχες ἀναγκάσθηκαν νά φύγουν ἤ ἐκδιώχθηκαν, καί μετά τόν θάνατό τους οἱ διάδοχοί τους ἐκλέγονταν, χειροτονοῦντο καί παρέμεναν γιά ὅλη τους τή ζωή στήν Κωνσταντινούπολη χωρίς ποτέ νά μπορέσουν νά ἀνέλθουν στούς θρόνους τους καί νά ἀσκήσουν τά καθήκοντά τους. Σέ αὐτήν τή σκοτεινή περίοδο τά μόνα προσκυνήματα πού παρέμειναν σέ ἑλληνικά χέρια ἦταν μερικές μονές πέριξ του Ἰορδάνη ποταμοῦ, ἐνῶ ὅλοι οἱ ναοί περιῆλθαν στή δικαιοδοσία τῶν Καθολικῶν.


Ἡ παράδοση, ὅμως, τῶν τοπικῶν ἐκκλησιῶν ἦταν τόσο ἰσχυρή, ὥστε σύν τῷ χρόνω αὐτοί οἱ ἴδιοι οἱ Λατίνοι ἐπιδίωξαν ἀνεξαρτητοποίηση ἀπό τήν παπική ἐξουσία τῆς Ρώμης, μέ ἀποτέλεσμα ὁ Ἀντιοχείας Ροδολφος νά ἀρνηθεῖ τό 1136 νά λάβει τό ὠμοφόριό του ἀπό τόν πάπα Ἰννοκέντιο Β’, ἰσχυριζόμενος ὅτι ὁ θρόνος τοῦ εἶναι ἐπίσης θρόνος τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου, ὅπως καί ἐκεῖνος τῆς Ρώμης, καί μάλιστα ἀρχαιότερος. Τήν ἴδια περίοδο ὁ Λατίνος Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Γουλιέλμος ἀπαγόρευσε στόν Μητροπολίτη Τύρου νά μεταβεῖ στή Ρώμη προκειμένου νά λάβει τό ὠμοφόριό του. Ὡστόσο, ἡ ἀντίδραση τοῦ Ἰννοκεντίου ἦταν ἄμεση καί δραστική, μέ ἀποτέλεσμα ὁ μέν Ἱεροσολύμων νά ὑποταγεῖ ἐκ νέου στόν θρόνο τῆς Ρώμης καί ὁ Ἀντιοχείας νά καθαιρεθεῖ τό 1140.


Τό 1187 ὁ Σαλαντίν κυρίευσε ἐκ νέου τήν Ἱερουσαλήμ καί ἐξεδίωξε τούς σταυροφόρους. Μέ τήν Γ’ Σταυροφορία (1189) παραχωρήθηκε καί πάλι τό δικαίωμα στούς προσκυνητές νά μεταβαίνουν στούς Ἁγίους Τόπους, ἀλλά τά Ἱεροσόλυμα παρέμειναν στά χέρια τοῦ Σαλαντίν. Κατά τό ἅ’ ἥμισύ του 13ου αἰώνα ὁ Φρειδερίκος Β’, ἐγγονός τοῦ Βαρβαρόσα, κατάφερε γιά μία ἀκόμη φορᾶ νά ἐλευθερώσει τήν Ἱερουσαλήμ καί στέφθηκε βασιλιάς στόν Ναό τῆς Ἀναστάσεως. Ὡστόσο, τό 1244 ἡ πόλη καταλήφθηκε καί πάλι ἀπό τούς Ἄραβες, οἱ ὁποῖοι φόνευσαν τούς κατοίκους της καί κατέστρεψαν τόν Ἅγιο Τάφο. Λίγες δεκαετίες ἀργότερα, τό 1291, οἱ Μαμελοῦκοι Τοῦρκοι ἔθεσαν ὁριστικά τέρμα στήν κυριαρχία τῶν σταυροφόρων στήν Παλαιστίνη.


Ἡ κυριότητα τῶν προσκυνημάτων


Κατά τήν περίοδο τῶν σταυροφόρων ἡ κυριαρχία τῶν Ἁγίων Τόπων καί τῶν προσκυνημάτων περιῆλθε, ὅπως ἦταν φυσικό, ἐξ ὁλοκλήρου στά χέρια τῶν Λατίνων. Μετά τήν ἐκδίωξη τῶν σταυροφόρων, ὅμως, ἔχασαν σχεδόν ὅλα τά προσκυνήματα καί ἐκδιώχθηκαν ἀπό τήν περιοχή. Ἡ παραμονή ἐπιτράπηκε μόνο στά μέλη τοῦ Τάγματος τῶν Φραγκισκανῶν, τά ὁποία μέ τόν καιρό κατάφεραν νά ἐπανακτήσουν ὁρισμένα δικαιώματα στά προσκυνήματα. Οἱ Ὀρθόδοξοι ἀντέδρασαν στίς ἐνέργειες αὐτές τοῦ Βατικανοῦ μέσω τῶν Φραγκισκανῶν καί κατάφεραν τρεῖς φορές νά ἀναγνωρισθοῦν τά δικαιώματα τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων ἐπί τῶν προσκυνημάτων. Πρῶτος τά ἀναγνώρισε ὁ σουλτάνος Σελίμ Ἅ’, τό 1517. Αὐτός, ἀφοῦ ἐξεδίωξε τούς Μαμελούκους τῆς Αἰγύπτου ἀπό τήν Παλαιστίνη δί’ αὐτοκρατορικοῦ ἐγγράφου, ἀναγνώρισε στούς Ὀρθοδόξους Ἁγιοταφίτες μοναχούς τήν κυριότητα τῶν ἐν γένει προσκυνημάτων τῆς περιοχῆς. Τήν τακτική του ἀκολούθησαν καί οἱ ἑπόμενοι σουλτάνοι, μέχρις ὅτου, γιά πολιτικούς λόγους, ἡ τουρκική κυβέρνηση ἀναγκάσθηκε νά κάνει παραχωρήσεις πρός τούς Καθολικούς ἕναν αἰώνα ἀργότερα.


Συγκεκριμένα, ὁ σουλτάνος ἐξαναγκάσθηκε ἀπό τή Γάλλο-τουρκική Συνθήκη τοῦ 1604 νά ἐκδώσει τέσσερα φιρμάνια κατά τό ἅ’ ἥμισύ του 17ου αἰώνα (1621, 1625, 1627 καί 1630), μέ τά ὁποία προέβαινε σέ παραχωρήσεις πρός τούς Λατίνους καί τούς ἀναγνώριζε τήν κατοχή ὁρισμένων προσκυνημάτων πού ἤδη κατεῖχαν, ἀλλά τούς ἀπέδιδε καί ἄλλα πολύ σπουδαιότερα ὅπως αὐτά τοῦ Παναγίου Τάφου, τοῦ σπηλαίου τῆς Βηθλεέμ, τοῦ τάφου τῆς Παναγίας, τῆς μονῆς τῆς Βηθλεέμ κ.α. Αὐτή ἡ ἐνέργεια ἀποτέλεσε πραγματική πανωλεθρία γιά τούς Ὀρθοδόξους, οἱ ὁποῖοι ἦταν οὐσιαστικά ἀπροστάτευτοι. Μετά ἀπό ἐνέργειες καί δωροδοκίες τῶν τότε Πατριαρχῶν Ἱεροσολύμων Θεοφάνους καί Κωνσταντινουπόλεως Κυρίλλου Λουκάρεως, ἐξεδόθησαν δύο διατάγματα, τό 1631 καί τό 1632, τά ὁποία κατά κάποιον τρόπον ἀποκαθιστοῦσαν τήν ἀδικία, ἀλλά ὅμως ποτέ δέν ἐφαρμόσθηκαν. Χρησιμοποιώντας τίς ἄριστες σχέσεις πού εἶχε μέ τά προτεσταντικά βασίλεια, ὁ Κύριλλος Λούκαρις κατάφερε νά κινητοποιήσει τήν ὀλλανδική κυβέρνηση, ἡ ὁποία διά τοῦ τότε πρέσβη της στήν Κωνσταντινούπολη ἀπαίτησε νά δοθοῦν τά προσκυνήματα καί πάλι στούς Ὀρθοδόξους. Μέ τή συνεπικουρία μεγάλων χρηματικῶν ποσῶν πού δόθηκαν ἀπό τούς Ἕλληνες τῶν παραδουνάβιων πριγκιπάτων πρός τίς τουρκικές Ἀρχές ὡς δωροδοκία, κατέστη τελικά δυνατόν μέ τρία διατάγματα πού ἐξέδωσε ὁ σουλτάνος Μουράτ, τό 1634, νά ἐπιστραφοῦν τά προσκυνήματα στά ἑλληνικά χέρια. Ἐπρόκειτο γιά ἕναν μεγάλο θρίαμβο τῶν ὑπόδουλων Ὀρθοδόξων Ἑλλήνων. Τό Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων, προκειμένου νά ἀνταποδώσει τή στήριξη τήν ὁποία ὁ Κύριλλος Λούκαρις τοῦ εἶχε παράσχει ἀφειδῶς κατά τή διαμάχη του μέ τούς Καθολικούς ὅλη αὐτήν τήν περίοδο, συνεκάλεσε κατά τό ἔτος 1672 σύνοδο μέ σκοπό νά τόν ἀπαλλάξει ἀπό τίς περί «καλβινισμοῦ καί προτεσταντισμοῦ» κατηγορίες πού τόν βάρυναν. Ἡ σύνοδος ἀποφάνθηκε ὅτι ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως εἶχε ἐνώπιόν της ἀποκηρύξει τήν περίφημη «Ὁμολογία» του, ἡ ὁποία ἐμπεριεῖχε προτεσταντικές δοξασίες, καί ἄρα ἦταν Ὀρθόδοξος. Ὡστόσο, ὁ τότε Ἱεροσολύμων Δοσίθεος δέν δίστασε νά τόν χαρακτηρίσει στή Δωδεκάβιβλό του ὡς «κρύφιον αἱρετικόν».


Ἐν τῷ μεταξύ οἱ Καθολικοί δέν ἔμειναν ἄπραγοι οὔτε ἀποδέχθηκαν τά γενόμενα, ἀλλά μέσω τῶν Καθολικῶν βασιλικῶν Αὐλών τῆς Εὐρώπης πίεζαν τόν σουλτάνο νά τούς ἀποδώσει ξανά ὅτι μέχρι τότε κατεῖχαν. Τό 1689 ὁ σουλτάνος, προκειμένου νά ἐξασφαλίσει τήν οὐδετερότητα τῆς Γαλλίας στόν πόλεμο πού διεξήγαγε ἐναντίον τῶν Αὐστριακῶν, τῶν Πολωνῶν καί τῶν Ρώσων, μέ νέο διάταγμα παρέδωσε στούς Καθολικούς τμήματα τῶν προσκυνημάτων τοῦ Ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως (τούς δύο θόλους καί τίς ἁψίδες, τήν Ἀποκαθήλωση, τό μισό τμῆμα τοῦ Γολγοθά, καί δικαίωμα νά τελοῦν θεία λειτουργία ἐπί τοῦ Παναγίου Τάφου, γεγονός τό ὁποῖο οἱ Ὀρθόδοξοι θεώρησαν ὡς μία ἀπό τίς μεγαλύτερες βεβηλώσεις), καθώς καί τό σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ. Ὁ Ἱεροσολύμων Δοσίθεος ἀντέδρασε, ἀλλά χωρίς ἀποτέλεσμα. Ἐπιπλέον, τόν ἑπόμενο αἰώνα μέ τή Γάλλο-τουρκική Συνθήκη τοῦ 1740 οἱ Καθολικοί ἑδραίωσαν τή θέση τους στούς Ἁγίους Τόπους.


Ἦταν ἡ σειρά τῶν Ὀρθοδόξων νά ἀντιδράσουν καί τό ἔπραξαν μέ τό θάρρος τῆς ἀπελπισίας. Προσπάθησαν ἀρκετές φορές νά ἀπωθήσουν διά τῆς βίας τούς Καθολικούς ἀπό τά προσκυνήματα, καί, μετά ἀπό μεγάλη συμπλοκή πού σημειώθηκε τό 1755 μεταξύ Ἑλλήνων καί Καθολικῶν ἐντός του Ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως, ἀνακινήθηκε ἐκ νέου τό ζήτημα τῶν προσκυνημάτων. Αὐτήν τή φορά σπουδαῖο ρόλο διαδραμάτισε ὁ ἰατρός τοῦ μεγάλου βεζίρη, Ἀθανάσιος Ὑψηλάντης, ὁ ὁποῖος κατάφερε μέ ἐνέργειές του νά πείσει τόν σουλτάνο Ὀσμᾶν Ἰ’ νά ἀποδώσει ὁριστικά μέ διάταγμά του, τό ἔτος 1757, τά προσκυνήματα στούς Ὀρθοδόξους. Ἔκτοτε δέν ἐπιχειρήθηκε ξανά ὁλοκληρωτική ἀφαίρεση τῶν προσκυνημάτων ἀπό τούς Ὀρθοδόξους.


Ὡστόσο, τά πράγματα δέν ἠρέμησαν ποτέ ἐντελῶς, καί κατά τή διάρκεια τῶν ἑπόμενων αἰώνων οἱ Ὀρθόδοξοι ἔχασαν κατά καιρούς μέρη τῶν προσκυνημάτων τόσο πρός ὄφελος τῶν Καθολικῶν, ὅσο καί τῶν Ἀρμενίων, οἱ ὁποῖοι ἀναζητοῦσαν κάθε εὐκαιρία νά ἀποκτήσουν ἐρείσματα στήν περιοχή. Γιά παράδειγμα, μετά τήν πυρκαϊά πού κατέστρεψε τόν Ναό τῆς Ἀναστάσεως, τό 1808, καί παρότι ἡ ἀνοικοδόμησή του ἀνατέθηκε μέ σουλτανικό φιρμάνι στούς Ἕλληνες, οἱ Ἀρμένιοι κατάφεραν νά ἀποκτήσουν τήν κυριότητα τμημάτων τοῦ ἀνακαινισθέντος οἰκοδομήματος, τά ὁποία κατέχουν ἕως σήμερα. Τό ἔτος 1847 ἐκλάπη ὁ πολυτελής μεγάλος Ἀστήρ πού κοσμοῦσε τό σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ. Αὐτό τό γεγονός ἀποτέλεσε τήν αἰτία νά προκληθοῦν ἐκτεταμένα ἐπεισόδια μεταξύ Ἑλλήνων καί Καθολικῶν, οἱ ὁποῖοι ἀλληλοκατηγοροῦντο, καί νά ἀνακινηθεῖ γιά μία ἀκόμη φορᾶ τό ζήτημα τῆς κατοχῆς τῶν προσκυνημάτων. Ἡ γαλλική κυβέρνηση κατόρθωσε τότε νά ἀποσπάσει ἀκόμη μερικά τμήματα ὑπέρ τῶν Καθολικῶν, καί τελικά στό Συνέδριο τῶν Παρισίων, τό 1856, ἀποφασίσθηκε τό καθεστώς κατοχῆς τῶν προσκυνημάτων, τό ὁποῖο ἰσχύει μέχρι σήμερα. Σύμφωνα μέ αὐτό ὁ μεγάλος θόλος τοῦ Ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως καί τό σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ ἀνήκουν στούς Ἕλληνες, οἱ Καθολικοί κατέχουν τό ἀλτάριο στόν Ναό τῆς Βηθλεέμ καί τό δικαίωμα νά τελοῦν λειτουργίες ἐπί τοῦ τάφου τῆς Θεοτόκου, καί οἱ Ὀρθόδοξοι ἔχουν δικαίωμα νά τελοῦν λειτουργία στόν παπικό Ναό τῆς Ἀναλήψεως ἐπί τοῦ Ὅρους τῶν Ἐλαιῶν. Ἡ τελευταία σοβαρή ἀμφισβήτηση τῆς ἑλληνικῆς κυριαρχίας ἐπί τῶν προσκυνημάτων ἐκδηλώθηκε τόν 19ο αἰώνα, ἀπό τούς Ρώσους αὐτήν τή φορά, οἱ ὁποῖοι ἐμφορούμενοι ἀπό τήν ἰδεολογία τοῦ Πανσλαβισμοῦ οἰκοδόμησαν πλῆθος ναῶν καί μονῶν στά Ἱεροσόλυμα καί σέ ὁλόκληρη τήν Παλαιστίνη, καί ὑποκίνησαν ταραχές στό ἀραβόφωνο ποίμνιο τοῦ Πατριαρχείου ἐπιδιώκοντας τήν πρός ὄφελός τους μεταβολή τοῦ καθεστῶτος πού ἰσχύει στούς Ἁγίους Τόπους.


Ἡ ἐσωτερική ὀργάνωση τοῦ Πατριαρχείου


Στά μέσα τοῦ 16ου αἰώνα (1543-1579) συνέβησαν μία καθοριστική ἀλλαγή καί ἀναδιοργάνωση στό Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων. Ὁ Πατριάρχης Γερμανός ἀναδιοργάνωσε τήν ἁγιοταφιτική ἀδελφότητα καί τή συνένωσε στενά μέ τό Πατριαρχεῖο. Μέ ἄλλα λόγια, μετασχημάτισε τό παλαίφατο Πατριαρχεῖο σέ ἕνα εἶδος μονῆς μέ τόν ἴδιον ὡς ἡγούμενο. Ἡ μοναχική ἀδελφότητα τῶν Ἁγιοταφιτῶν μέ τή νέα δομή τῆς ἀνέλαβε καθήκοντα ποιμαντορικά, καθώς καί μέριμνας περί τῶν πνευματικῶν καί ὑλικῶν ἀναγκῶν τοῦ Πατριαρχείου. Τό λαϊκό στοιχεῖο ἐξοβελίσθηκε σχεδόν ὁλοσχερῶς ἀπό τή διοίκηση καί ἡ ἀδελφότητα ἀνέλαβε τή συντήρηση τοῦ κλήρου, καθώς καί τήν ἵδρυση καί τήν ἀνακαίνιση ναῶν, σχολείων καί νοσοκομείων. Ἐπίσης, μόνο μέλη τῆς ἀδελφότητας στέλλονταν ὡς ἐπίσκοποι ἤ ἡγούμενοι γιά τήν ποιμαντορία τῶν ἐπαρχιῶν καί τῶν μονῶν πού ἀνῆκαν στό Πατριαρχεῖο.


Τό ἔτος 1902, ἐπί πατριαρχίας Δαμιανοῦ, συντάχθηκε κανονισμός περί τῶν οἰκονομικῶν του Πατριαρχείου, μέ τόν ὁποῖον τέθηκε τέρμα στήν ἀνεξέλεγκτη καί μυστηριώδη διαχείριση τῶν οἰκονομικῶν ἀπό ἕνα πρόσωπο, τό ὁποῖο ἔφερε ἰσοβίως τόν μετριόφρονα τίτλο τοῦ «σκευοφύλακα» καί ἦταν ἀνεξέλεγκτο. Ἔκτοτε, γιά ὁποιαδήποτε ἐνέργεια ἡ ὁποία θά ἀφοροῦσε τά οἰκονομικά του Πατριαρχείου, λόγο θά εἶχε ὄχι μόνο ὁ Πατριάρχης, ἀλλά καί οἱ συνοδικοί Μητροπολίτες, οἱ ὁποῖοι ἔπρεπε νά συνυπογράφουν κάθε ἀπόφαση. Ὅπως ὅμως ἀπέδειξαν τά τελευταία γεγονότα, οὔτε αὐτή ἡ ἀλλαγή στάθηκε ἱκανή νά ἀποτρέψει οἰκονομικές ἀτασθαλίες ἐκ μέρους ὁρισμένων.


Ἐνδεικτική Βιβλιογραφία


Εὐσέβιος, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία
Σωκράτης, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία
Σωζόμενος, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία
Θεοδώρητος, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία
Ἐπιφάνιος, Κατά Αἱρέσεων
Αἰθερίας, Ὁδοιπορικόν
Στεφανίδης, Β. Eκκλησιαστική Ἱστορία, Ἀστήρ, Ἀθήνα 1978.


© 2005 K. Τσοπάνης



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου