Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας. Πόλις ἡ ὁποία ἐχάραξε ἀνεξιτήλως τὴν πορείαν τῆς ἀνθρωπότητος. Τὸ ὄνομά της, εἰς τὴν ἑβραϊκὴν Bethlehem, σημαίνει οἶκος τοῦ ἄρτου, τοῦ Ἄρτου τῆς ζωῆς. Ὅπως ἀναφέρεται εἰς τὸ Εὐαγγέλιον τοῦ Ματθαίου (κεφ.Β,1) καὶ τοῦ Λουκᾶ (κεφ Β 1-15) εἶναι ὁ τόπος τῆς γεννήσεως τοῦ Ἰησοῦ. Ἡ Βηθλεὲμ ἔχει ἐπίσης καὶ τὴν ὀνομασίαν Ἐφραθά, καθὼς καὶ Βηθλεὲμ-πόλις Δαυΐδ διὰ νὰ διακρίνεται ἀπὸ τὴν ὁμώνυμον πόλιν Βηθλεὲμ νοτίως τῆς Γαλιλαίας. Ἀλλάζει ριζικῶς τὸν 4ον αἰῶνα ὅταν ἡ Ἁγία Ἑλένη, ἔκτισε τὸ 327-333 ἐπάνω εἰς τὸ Σπήλαιον τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ μεγαλοπρεπῆ Βασιλικήν, συντελοῦσα εἰς τὴν μετατροπήν τοῦ μικροῦ αὐτοῦ καὶ ἀσημάντου χωριοῦ εἰς σπουδαῖον προσκυνηματικὸν κέντρον. Τὸ ἐσωτερικόν τῆς Βασιλικῆς σώζεται εἰς τὴν ἀρχικήν του μορφήν. Εἶναι πεντάκλιτος βασιλικὴ καὶ τὰ κλίτη χωρίζονται διά τεσσαράκοντα μονολίθους κίονας κορινθιακοῦ ρυθμοῦ. Οἱ κίονες ἀπεικονίζουν διαφόρους Ἁγίους τῆς ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας. Τὸ μεγαλύτερον μέρος τοῦ Σπηλαίου τῆς Γεννήσεως εἶναι ἐσκαλισμένον εἰς τὸν φυσικὸν βράχον ἐνῶ τὸ ὑπόλοιπον εἶναι κτιστόν. | Συμφώνως πρὸς τὰ εὑρήματα αὐτὰ τὸ Σπήλαιον, ὅπου ἐγεννήθη ὁ Χριστὸς ἦτο ἐσκεπασμένον μὲ ὀκταγωνικὸν κτίσμα καὶ οἱ προσκυνηταί ἠδύναντο νὰ δοῦν μέσα ἀπὸ ἕν ἄνοιγμα, τό ὁποῖον ὑπῆρχε εἰς τὸ κέντρον. Τὰ δάπεδα τῆς Βασιλικῆς καὶ τοῦ ὀκταγώνου ἦσαν ἐστρωμένα μὲ πολύχρωμα μωσαϊκά. Τὸ ὀκτάγωνον διεδέχθη τρίκογχον Ἱερὸν βῆμα ὑπὸ τοῦ ὁποίου εὑρίσκεται τὸ Σπήλαιον. Εἰς τὸν δυτικὸν τοῖχον τοῦ Νάρθηκος ὁ ὁποῖος ἔβλεπε πρὸς τὴν αὐλήν, ὑπῆρξε ψηφιδωτὸν μὲ τὴν παράστασιν τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Προσκυνήσεως τῶν Μάγων. | Συμφώνως πρὸς τὴν παράδοσιν οἱ Πέρσαι ὅταν ἐπέδραμαν τὸ 614 εἰς τὴν Παλαιστίνην μὲ τὸν Χοσρόην, ἐσεβάσθησαν τὸν Ναὸν τῆς Γεννήσεως ἀναγνωρίζοντες εἰς τὸ ψηφιδωτόν του Νάρθηκος τοὺς Τρεῖς Πέρσας Μάγους νὰ προσφέρουν τὰ δῶρα τους εἰς τὸ Θεῖον Βρέφος. Μετὰ τὴν κατάκτησιν τῆς χώρας ὑπὸ τῶν Ἀράβων τὸ 638 καὶ τὴν συνθήκην τοῦ Ὀμάρ, Χριστιανοὶ καὶ Μουσουλμάνοι ἔζησαν ἁρμονικῶς εἰς τὴν Βηθλεέμ, καθὼς οἱ τελευταῖοι ἐτίμων τὸν Χριστὸν ὡς προφήτην καὶ ἐσέβοντο τὴν Παναγίαν. Τὸ 1250 τὴν δυναστείαν τῶν Ἁγιουβιδῶν εἰς τὴν Αἴγυπτον διαδέχονται οἱ Μαμελοῦκοι. Ἐπακολουθεῖ πλῆθος διωγμῶν καὶ ταλαιπωριῶν τοῦ χριστιανικοῦ πληθυσμοῦ τῆς πόλεως, ἐνῶ κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς ὀθωμανικῆς κατοχῆς ξεκινάει σφοδρὸς ἀγὼν Λατίνων καὶ Ἑλληνορθοδόξων διὰ τὴν κυριότητα τοῦ Ναοῦ τῆς Γεννήσεως καὶ τοῦ Ἁγίου Σπηλαίου. Τὸ 1757 μὲ διάταγμα τοῦ σουλτάνου Ὀσμᾶν Γ΄ τὸ Ἑλληνορθόδοξον Πατριαρχεῖον Ἱεροσολύμων ἀνακτᾶ πλήρως τὸν Ναὸν καὶ τὸ Σπήλαιον τῆς Γεννήσεως καὶ προσπαθεῖ νὰ τὰ διατηρήσῃ εἰς τὴν δικαιοδοσίαν του μέσα ἀπὸ ἀντιξόους συνθῆκας.
| | Μίαν ἀξιόπιστον ἀπόδειξιν, ὅσον ἀφορᾶ εἰς τὸν λόγον διὰ τὸν ὁποῖον ἡ ἐν λόγῳ τοποθεσία ἐχαρακτηρίσθη ὡς Κάθισμα Παλαιὸν, λαμβάνομεν ἀπὸ τὸ σύγγραμμα τοῦ προσκυνητοῦ Θεοδοσίου, τό ὁποῖον συνετάχθη περὶ τὸ 530 μ.Χ. Αὐτὸ ἀναφέρει: «Τρία μίλια ἀπὸ τὴν πόλιν τῶν Ἱεροσολύμων εἶναι ὁ τόπος ὅπου ἡ Κυρία μας Μαρία, ἡ μητέρα τοῦ Κυρίου, κατὰ τὸ ταξίδι της εἰς τὴν Βηθλεέμ, κατέβη ἀπὸ τὸν ὄνον, ἐκάθισε εἰς τὸν λίθον ἑνὸς βράχου καὶ τὸν ηὐλόγησε». Τὴν παράδοσιν αὐτήν, ἡ ὁποία προφανῶς ἀνάγεται εἰς τοὺς πολὺ πρωΐμους χριστιανικοὺς χρόνους, διηγεῖται συγχρόνως ὁ Θεοδόσιος. Ἦλθε ἀπὸ τὴν πατρίδα του, Μογαρισσὸν τῆς Καππαδοκίας, εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, εἰς τοὺς χρόνους τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῆς Χαλκηδόνος, καὶ ἔμεινε ἀρχικῶς πλησίον τοῦ ἡλικιωμένου μοναχοῦ Λογγίνου, ὁ ὁποῖος εἶχε τὸ κελλίον του εἰς κοντινὰ περίχωρα τοῦ Πύργου τοῦ Δαυΐδ. Ὁ προκαθήμενoς τοῦ αὐτοκράτορος Οὐρβίκιος, ὁ ὁποῖος εἶχε παραμείνει εἰς τὴν αὐτοκρατορικὴν ὑπηρεσίαν τῆς αὐλῆς ἐπί ἑπτὰ αὐτοκρατόρων ἔβαλε νὰ περικόψουν ἀπὸ τήν θέσιν της τὸν λίθον ἐκείνον καί νὰ τὸν λαξεύσουν, δίδων αὐτοῦ μορφὴν ὁμοίαν μὲ Ἁγίαν Τράπεζαν, μὲ σκοπὸν νὰ τὸν μεταφέρουν εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν. Ὅμως κατὰ τὴν μεταφοράν, ὅταν ἔφθασαν εἰς τὴν πόλιν τοῦ Ἁγίου Στεφάνου εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, ὁ λίθος, ὁ ὁποῖος μετεφέρετο εἰς ἅμαξαν, κατέστη ἀδύνατον νὰ μεταφερθῇ παραπέρα καὶ διὰ τὸν λόγον αὐτὸν τὸν μετέφεραν ὀπίσω εἰς τὸν Τάφον τοῦ Κυρίου καὶ τὸν ἐτοποθέτησαν ἐκεῖ ὡς λίθον Ἁγίας Τραπέζης. Διὰ τὸν Οὐρβίρκιον προστίθεται ὅτι ἀπέθανε καὶ ἐτάφη εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, καί ὅτι ὁ Τάφος δὲν τὸν ἐκράτησε ἀλλά τὸν πέταξε ἔξω τρεῖς φορὰς. Δὲν ἐπιδέχεται ἀμφιβολίαν τὸ ὅτι ὁ λίθος, ὁ ὁποῖος κατὰ τὴν παράδοσιν ἐχρησίμευε ὡς κάθισμα ἀναπαύσεως τῆς μητρὸς τοῦ Κυρίου κατὰ τὸ ταξίδιὸν της εἰς τὴν Βηθλεέμ, ταυτίζεται μὲ τὴν τοποθεσίαν καὶ κατὰ τὸ μέσον τοῦ 5ου αἰῶνος ἦτο γνωστὴ μὲ τὸ ὄνομα Κάθισμα Παλαιὸν. Εἰς τὰ περίχωρα αὐτῆς ἀνῳκοδομήθη περὶ τὸ 451 μ.Χ. ἀπὸ τὴν ἡλικιωμένην εὐλαβῆ καὶ πλουσίαν κυρίαν Ἰκελίαν τῶν Ἱεροσολύμων, Ἐκκλησία πρὸς τιμὴν τῆς Θεοτόκου. Ὅσον ἀφορᾶ εἰς τὸν χρόνον τῆς ἀπομακρύνσεως τοῦ λίθου ὑπὸ τοῦ Οὐρβιρκίου, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ προβάλλουμε ἀκριβεῖς ἰσχυρισμούς. Λαμβάνοντες ὑπόψιν τὰ δεδομένα, μπορεῖ νὰ εἰπωθεῖ μόνον ὅτι ἡ μεταφορὰ τοῦ λίθου ἔλαβε χώραν κατά τὸ δεύτερον ἥμισυ τοῦ 5ου αἰῶνος. Τὸ ὅτι ἡ παλαιὰ παράδοσις διὰ τὸν τόπον διετηρήθη ζωντανὴ, μαρτυρεῖ ἡ περαιτέρω πληροφορία ἡ ὁποῖα ἀνάγεται εἰς τὸν ἑπόμενον αἰῶνα, τοῦ Ἀντωνίνου τῆς Πλακεντίας, ὅταν ἐκεῖνος ἀποδίδει τὴν παράδοσιν εἰς τὴν παρακάτω διατύπωσιν, ἡ ὁποία παραλλάσσει ἐλάχιστα ἀπὸ τὴν περιγραφὴν τοῦ προσκυνητοῦ Θεοδοσίου: «Εἰς τὸ ἥμισυ τοῦ δρόμου, ὁ ὁποῖος ὁδηγεῖ εἰς τὴν Βηθλεέμ, εἶδα νὰ ἔρχεται ὕδωρ ἀπὸ ἕνα βράχον, κατὰ τήν ἐκτίμησὶν μου, δυνάμεως 6 ξεστίων. Ἀπὸ αὐτὸ τὸ ὕδωρ ἴδιο ἀντλοῦν ὅλοι, διὰ νὰ σβήσουν τὴν δίψαν τους, «τὸ νερὸ οὔτε ἐλαττοῦται, οὔτε αὐξάνεται». Τὸ ἴδιο πίνεται εὐχαρίστως. Aὐτὸ συμβαίνει, ὅπως λέγουν, διότι ἡ μακαρία Μαρία κατὰ τὴν φυγήν της εἰς τὴν Αἴγυπτον ἐκάθισε εἰς αὐτὸν τὸν τόπον μὲ τὸν ὑιόν της καὶ ξεδίψασε. Ἀπὸ τότε τὸ ὕδωρ αὐτὸ εἶναι πάντοτε τρεχούμενον. Τώρα εἶναι ἐκτισμένη ἐκεῖ μία Ἐκκλησία. Ἀπὸ ἐκεῖ μέχρι τὴν Βηθλεὲμ εἶναι τρία μίλια.» Χωρὶς ἀμφιβολία ἡ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἀναφέρεται εἰς τὴν ὡς ἄνω πληροφορίαν ἀπὸ τὸν Ἀντωνίνον ἦτο ἡ Ἐκκλησία τοῦ Καθίσματος, ἐκτισμένη 120 χρόνια πρὶν ἀπὸ τὴν Ἰκελίαν. Μία ἄλλη ἐπίσης πηγὴ, ἀπὸ τὴν ὁποίαν μποροῦμε νὰ ἀντλήσουμε στοιχεῖα καὶ ἡ ὁποία προέρχεται ἀπὸ τὰς ἀρχὰς τοῦ 12ου αἰῶνος, εἶναι ἡ ἐξιστόρησις τοῦ Ρώσου ἡγουμένου Δανιήλ περὶ τὰ 1115 μ.Χ., ὅταν ἐκεῖνος διηγεῖται: «Ἐξερχόμενος τῶν Ἱεροσολύμων, φθάνουμε, ὕστερον ἀπὸ 2 βέρτσια, διασχίζοντες τοὺς ἀγρούς, εἰς τὸν τόπον καταλύματος τοῦ Ἀβραάμ, ἐκεῖ ὅπου ἐκεῖνος ἄφησε ὸπίσω τὸν ὑπηρέτην του μὲ τὸν ὄνον κ.λ.π. Ἀπὸ εκεῖ ὅμως εἶναι ἕνα βέρτσι μέχρι τὴν θέσιν, ὅπου ἡ Ἁγία Θεοτόκος εἶδε λαὸν δύο εἰδῶν, τὸν ἕνα νὰ γελάῃ καὶ τὸν ἄλλον νὰ κλαίῃ κι ἐκεῖ ἐκτίσθη μία μεγάλη Ἐκκλησία ἐπ' ὀνόματι τῆς Ἁγίας Θεοτόκου. Τώρα ὅμως ὁ τόπος εἶναι κατεστραμμένος ἀπὸ τοὺς ἀπίστους». Δὲν διστάζουμε νὰ ἀποφανθοῦμε ὅτι ἡ στέρνα, ἡ ὁποία χαρακτηρίζεται ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς μὲ τὰ ὀνόματα «Πηγὴ τῶν σοφῶν», «Πηγὴ τῶν Τριῶν Βασιλέων», «Στέρνα, ἡ Πηγὴ τοῦ ἀστέρα» καὶ εὑρίσκεται εἰς τὸν δρόμον διὰ τὴν Βηθλεέμ, 160 μέτρα βορείως ἀπὸ τὸν Προφήτην Ἠλίαν, εἶναι ταυτόσημος μὲ τὴν πηγὴν, ἡ ὁποία σχετίζεται ἀπὸ τὸν Ἀντωνίνον μὲ τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ «Καθίσματος». Ὑπὲρ αὐτῆς τῆς ἀπόψεως φαίνεται νὰ ἔχει ἀποφασιστικὴν σημασίαν ὄχι μόνον ἡ συμφωνία μὲ τὴν θέσιν τοῦ τόπου (3 μίλια ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα) ἀλλὰ ἀκόμη τὸ ἐν χρήσει ἀπὸ τοὺς Ἄραβας ὄνομα αὐτῆς τῆς στέρνας, ἤτοι Μπὶρ Καντίσμου, ὀνομασίαν εἰς τὴν ὁποίαν βλέπουμε νὰ διατηρεῖται τὸ καταγόμενον ἀπὸ τὴν πρώτην Ἑλληνο-Χριστιανικὴν περίοδον παλαιὸν ὄνομα Κάθισμα.
| Βεβαίως ἡ παράδοσις σχετικῶς μὲ αὐτὴν τὴν τοποθεσίαν, ὡς ἕνα τόπον ἀναπαύσεως τῆς Θεοτόκου, ἐσυνέχιζε νὰ διατηρεῖται ταυτοχρόνως, μέχρι τοῦ σημείου, κατὰ τὸ ὁποῖον, ἀπὸ τὰς ἀρχὰς τοῦ 14ου αἰῶνος ἔδειχναν εἰς μικρὴν ἀπόστασιν ἀπὸ τὴν στέρναν, ἡ ὁποῖα λέγεται τῶν Μάγων, ἐξ ἀριστερῶν τοῦ δρόμου, μίαν τερέβινθον, ἡ ὁποία ἵστατο μόνη, λίγο γερμένη, ὄχι πολὺ ὑψηλή, ἀλλὰ ἀρκετὰ δυνατή, ἡ ὁποία παρέμεινε τιμωμένη ὑπὸ τὸ ὄνομα «Τερέβινθος τῆς Μαρίας», ἐπειδὴ εἰς τὴν σκιὰν της ἀνεπαύθη ἡ Θεοτόκος, ὅταν τὴν 40ην ἡμέραν μετὰ τὴν Γέννησιν τοῦ Κυρίου προσέφερε τὴν θυσίαν εἰς τὸν Ναὸν τῶν Ἱεροσολύμων. Τὸ ἔτος 1645, ἡ Τερέβινθος ἐκάη ἀπὸ ἕναν Ἄραβα, διὰ νὰ ἐμποδίζῃ τοὺς προσκυνητὰς νὰ πατοῦν τὸ κτῆμα του. Σήμερον ἡ Πηγὴ τῶν Μάγων εἶναι μία ξερὴ στέρνα συνήθους ἀρχιτεκτονικῆς, ἡ ὁποία εὑρίσκεται εἰς τὸν δρόμον μεταξὺ Ἱερουσαλὴμ καί Βηθλεέμ, εἰς ἀπόστασιν 800 βημάτων περίπου ἀπὸ τὸν Προφήτην Ἠλίαν. Εἷς πέτρινος σωρός, ἐν τέλει, παρέχει τὸ δικαίωμα νὰ ποῦμε ὅτι ἐδῶ ἄλλοτε ίστατο τεῖχος. Εἰς αὐτὸν τὸν ἴδιον ἐμεῖς θὰ ἀναγνωρίζαμε ἀναμφιβόλως τὰ τελευταία ὑπολείμματα τῆς ἄλλοτε «Ἐκκλησίας τοῦ Καθίσματος» ἤ «τῆς Θεοτόκου» ἀπὸ τὸ μέσον τοῦ 5ου αἰῶνος. Ἡ τοποθεσία καθαυτὴ συνδέεται μὲ μιὰ ἀπὸ τὰς πλέον παλαιάς χριστιανικάς παραδόσεις διὰ τὴν ζωὴν τῆς Μαρίας καὶ ὡς ἐκ τούτου εἰς αὐτὰς ὀφείλεται ἡ σπουδαιότης καὶ τὰ δικαιώματά της.
| Τὸν Ἰούνιον τοῦ 1992 ὅταν κατεσκευάζετο τὸ τμῆμα τοῦ δρόμου πλησίον τοῦ Μπὶρ – Καντίσμπου (τριακόσια μέτρα περίπου βορείως του μοναστηριοῦ τοῦ Προφήτου Ἠλία) ἦλθον εἰς τὴν ἐπιφάνειαν ἕν ἔγχρωμον ψηφιδωτόν, καὶ μία μεγάλη βάσις κολώνας, κατεσκευασμένης ἀπὸ λίθον καὶ δυὸ θυροπαραστάδας. Αἱ ἐργασίαι διεκόπησαν χάριν εἰς τὴν ἑτοιμότητα τοῦ ἀρχαιολόγου Ἰακὼβ Μπίλιγκ ἀπὸ τὴν ὑπηρεσίαν ἀρχαιοτήτων, ὁ ὁποῖος τὴν ἰδὶαν ὥραν ἐκτελοῦσε ἀνασκαφὴν ἐκεῖ κοντά. Ὕστερον ἀπὸ τέσσαρας μῆνας περίπου ἤρχισε ἡ ἀνασκαφὴ διασώσεως ἐκ μέρους τῆς Ἀρχαιολογικῆς Ὑπηρεσίας ὑπὸ τὴν διεύθυνσιν τῆς Ρίνας Ἀβνέρ. Τὰ ὅρια τῆς ἀνασκαφῆς περιωρίσθησαν ἀπὸ τὴν κατεύθυνσιν τοῦ προγραμματισμένου δρόμου, ὁ ὁποῖος ἐπρόκειτο νὰ συνδέσῃ τὴν Ἱερουσαλὴμ μὲ τὴν περιοχὴν τῆς Χεβρῶνος. Σκοπὸς τῆς ἀνασκαφῆς ἦτο ἡ διαφύλαξις τῶν ἀρχαιολογικῶν ὑπολειμμάτων καὶ ἡ ἐπιμονὴ εἰς τὴν σπουδαιότητά τους. Δεδομένου ὅτι ὁ ἀνασκαφικὸς χῶρος περιωρίσθη ἀπὸ τὴν κατεύθυνσιν τοῦ προγραμματισμένου δρόμου, ἀπεκαλύφθη ἕν μικρὸν μόνο κομμάτι ἀπὸ τὴν δυτικὴν περιοχὴν τῆς ἐκκλησίας. Ἀπεκαλύφθησαν λοιπὸν τοῖχοι καὶ ἔγχρωμα ψηφιδωτὰ, τὰ ὁποία ἀνήκουν εἰς τὸ μοναστήριον ἢ εἰς τὸν ξενῶνα, τὰ ὁποῖα ἦσαν προσηρτημένα εἰς τὴν Ἐκκλησίαν. Τὰ εὑρήματα, τὰ ὁποῖα εὑρέθησαν εἰς τὴν ἀνασκαφὴν συμβαδίζουν ἁρμονικῶς μὲ τὴν ἀναγνώρισιν τῆς ἐκκλησίας καὶ τοῦ μοναστηριοῦ τοῦ Καθίσματος εἰς τὸ Μπὶρ –Καντίσμπου, ὅπως προὔτεινε εἰς τὸ τέλος τοῦ αἰῶνος, τὸν ὁποῖον ἐπέρασε ὁ Ehrhard καὶ εἰς τὰ ἴχνη τοῦ ὁ Βάγια καὶ οἱ ἄλλοι ἐρευνηταὶ: (Ehrhard 1891:258, Vailhe 1899 : 523-524, Koikyaidoy 1906 :18-20). Τό «Κάθισμα» εἶναι γνωστὸν ἀπὸ πηγὰς, αἱ πιὸ σπουδαῖαι ἐκ τῶν ὁποίων εἶναι: Ὁ βίος τοῦ ἁγίου Θεοδοσίου εἰς τὸν Κύριλλον Σκυθοπολίτην (Ἔκδ. Schwart 1939:276,20) καὶ ὁ «Βίος τοῦ Θεοδοσίου, ἀπὸ τὸν Θεόδωρον ἐπίσκοπον Πετρῶν: (Ἔκδ.Usener 1890 :13 ). Τό ἔτος 1934 ὁ Schneider προὔτεινε τὴν ταύτισιν τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Καθίσματος μὲ τὸ Ράματ- Ραχὲλ (Scheider 1934: 230-231). Ἡ ταύτισις αὐτὴ ἔγινε ἀποδεκτή, μετὰ τὴν ἀνασκαφὴν ἐκκλησίας τῆς Βασιλικῆς καὶ μοναστηριοῦ εἰς τὸ Ραμάτ-Ραχὲλ ἀπὸ τὸν Ἀχαρόνι ( Aharoni 1962: 73-92 ). Τὰ ἀποτελέσματα τῆς ἀνασκαφῆς ὑποστηρίζουν τὴν ταύτισιν τοῦ “Καθίσματος”μὲ τὴν ὀκταγωνικὴν ἐκκλησίαν, εἰς τὴν αὐλὴν τῆς ὁποίας ἵσταται ἡ ἁγία στέρνα τοῦ “Μπίρ-Καντίσμου”(ἡ ὁποία ὀνομάζεται ἀπὸ τοὺς προσκυνητὰς ἐπίσης “στέρνα τῶν μάγων” καὶ “στέρνα τῶν τριῶν σοφῶν” ἢ τριῶν γερόντων). Τὸ ἀραβικὸν ὄνομα “Καντίσμου” διαφυλάσσει τὸ ἀρχαῖον-ἑλληνικὸν ὄνομα τῆς τοποθεσίας “Κάθισμα”: Ὁ βράχος πέριξ τοῦ ὁποίου ἐκτίσθη ἡ ἐκκλησία, αἱ διαστάσεις τῆς ἐκκλησίας καὶ τὸ ὀκταγωνικόν της σχέδιον συνηγοροῦν διὰ τὴν ταύτισιν τοῦ καθίσματος μὲ τὸν ἀρχαιολογικὸν χῶρον, ὁ ὁποῖος ἀνεσκάφθη εἰς τὸ Μπίρ-Καντίσμπου. Ἡ τοπογραφία τοῦ καθίσματος δίδει τὴν δυνατότητα τῆς πλήρους ταυτίσεως μὲ τὴν ἐκκλησίαν. Πληροφορούμεθα ἀπὸ τὰς πηγὰς ὅτι ἡ πιὸ ἁγία ἑορτὴ πρὸς τιμὴν τῆς Μαρίας, ἡ γνωστὴ εἰς ἡμᾶς σήμερον, ἑωρτάζετο εἰς τὸ “Κάθισμα”. Ὁ Κύριλλος Σκυθοπολίτης διηγεῖται ὅτι ἡ Ἰκελία καθιέρωσε ὡς ἔθιμον εἰς τὸ “Κάθισμα” πορεία λαμπαδηφορίας. Εἰς τὸ Ἀρμενικὸν ὡρολόγιον ἀναφέρεται ἑορτὴ μνήμης ἡ 15η Αὐγούστου εἰς τὸ “Κάθισμα”, τὸ ὁποῖον εὑρίσκεται εἰς ἀπόστασιν τριῶν μιλίων ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα (Capelle 1942:8). Εἰς τὸ Γεωργιανὸν Τυπικὸν μετεφέρθη ἡ ἑορτὴ τήν 13ην Αὐγούστου καὶ δευτέρα ἑορτὴ ἑωρτάζετο εἰς τὸ “Κάθισμα” τὴν 2ην -3ην Δεκεμβρίου (Capelle 1942: 20-21). Ὁ Capelle ἔδειξε ἐνδιαφέρον διὰ τὴν λειτουργικὴν καὶ τὰς πηγὰς αὐτὰς, καὶ ἐδοκίμασε νὰ ἐξηγήσῃ τὴν μετακίνησιν τῆς ἡμερομηνίας τῆς ἑορτῆς τῆς μνήμης, ἡ ὁποία ἑωρτάζετο εἰς τὸ “Κάθισμα”. Κατὰ τὴν γνώμην του ὁ αὐτοκράτωρ Μαυρίκιος υἱοθέτησε τὴν ἀρχικὴν ἡμερομηνίαν τῆς ἑορτῆς τοῦ “Καθίσματος” καὶ τὴν μετέτρεψε εἰς ἑορτὴν τῆς ἡμέρας τῆς Μεταστάσεως τῆς Μαρίας εἰς τοὺς οὐρανούς, ἡ ὁποία ἑορτάζεται τὴν 15ην Αὐγούστου εἰς τὸν Τάφον τῆς Μαρίας εἰς τὴν Γεθσημανὴν (Capelle 1942:32). Κατὰ τὴν γνώμην τοῦ Capelle, τό “Κάθισμα” εἶναι ἡ μοναδικὴ ἀρχαία ἐκκλησία, ἡ λειτουργική τῆς ὁποίας ἐτεκμηριώθη ἀκριβῶς τόσο πολὺ εἰς τὰ ἔγγραφα, τὰ ὁποῖα ἔφθασαν μέχρις ἡμῶν. (Βιβλιογραφία Νέα Σιὼν, Ἐκκλησιαστικὸν Περιοδικὸν Σύγγραμμα, Ἐκδ. Ἱεροῦ Κοινοῦ τοῦ Παναγίου Τάφου τόμ. ΙΙΣΤ, Ἰανουάριος – Δεκέμβριος 1994, σελ. 227-238). Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέγει : «Δὲν θὰ ἔκανε κανεὶς λάθος ἂν ἔλεγε ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἔχει μεγαλυτέραν ἀξίαν ἀπὸ τὴν Κιβωτόν. Διότι ἡ Κιβωτὸς ἔπαιρνε τὰ ζῶα καὶ τὰ διετήρει, ἐνῶ ἡ Ἐκκλησία παίρνει τὰ ζῶα καὶ τὰ μεταβάλλει. Ἂς χρησιμοποιήσω παραδείγματα. Ἐκεῖ εἰς τὴν κιβωτὸν εἰσῆλθε τὸ γεράκι καὶ ἐξῆλθε γεράκι, εἰσέρχεται λύκος καὶ ἐξέρχεται λύκος. Ἐδῶ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν εἰσέρχεται κάποιος γεράκι καὶ ἐξέρχεται περιστέρι, εἰσέρχεται λύκος καὶ ἐξέρχεται πρόβατο, εἰσέρχεται φίδι καὶ ἐξέρχεται ἀρνί, ἐπειδὴ δὲν ἀλλάζει ἡ φύσις ἀλλὰ διώκεται ἡ κακία».
| | Περίπου ἕν χιλιόμετρον ἀνατολικῶς τῆς Βηθλεὲμ εἰς τὸ χωριὸν Μπετσαχοὺρ (χωριὸν τῶν Ποιμένων), εἰς μίαν μικρὰν κοιλάδα μὲ ἐλαιόδενδρα, μερικὰ ἐκ τῶν ὁποίων εἶναι 2.000 ἐτῶν, εἶναι οἱ Ἀγροὶ τῶν Ποιμένων. Εἰς τὸ μέσον τῆς κοιλάδος ὑπάρχει σπήλαιον, τὸ ὁποῖον ἔχει μετατραπεῖ ἀπὸ τὴν Ἁγίαν Ἑλένην εἰς ἐκκλησίαν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ πανηγυρίζει τὴν 26ην Δεκεμβρίου. Εἰς τὴν θέσιν αὐτὴν ἦτο τὸ σπήλαιον τῶν Ποιμένων, οἱ ὁποῖοι τὴν νύκτα τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ ἤκουσαν τὸν Ἀγγελικὸν ὕμνον «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία» (Λουκᾶ 2, 14). Εἰς τὸ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιον (2, 8-20) γίνεται ἀναφορὰ εἰς τοὺς Ἀγρούς τῶν Ποιμένων: «καὶ ποιμένες ἦσαν ἐν τῇ χώρᾳ τῇ αὐτῇ ἀγραυλοῦντες καὶ φυλάσσοντες φυλακὰς τῆς νυκτὸς ἐπὶ τὴν ποίμνην αὐτῶν. Καὶ ἰδοὺ Ἄγγελος Κυρίου ἐπέστη αὐτοῖς καὶ δόξα Κυρίου περιέλαμψε αὐτοὺς καὶ ἐφοβήθησαν φόβον μέγαν καὶ εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἄγγελος «Μὴ φοβεῖσθε. Ἰδοὺ γὰρ εὐαγγελίζομαι ὑμῖν χαρὰν μεγάλην, ἤτις ἔσται παντὶ τῷ λαῷ ὅτι ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον Σωτήρ, ὃς ἔστιν Χριστὸς Κύριος, ἐν πόλει Δαυΐδ. Καὶ τοῦτο ὑμῖν τὸ σημεῖον, εὑρήσετε βρέφος ἐσπαργανωμένον κείμενον ἐν φάτνῃ». Καὶ ἐξαίφνης ἐγένετο σὺν τῷ Ἀγγέλῳ πλῆθος στρατιὰ οὐρανίου αἰνούντων τὸν Θεὸν καὶ λεγόντων «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῶ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία». Καὶ ἐγένετο ὡς ἀπῆλθον ἀπ’ αὐτῶν εἰς τὸν οὐρανὸν οἱ Ἄγγελοι, καὶ οἱ Ποιμένες εἶπον πρὸς ἀλλήλους: «Διέλθωμεν δὴ ἕως Βηθλεὲμ καὶ ἴδωμεν τὸ ρῆμα τοῦτο τὸ γεγονός, ὁ Κύριος ἐγνώρισε ἡμῖν». Καὶ ἦλθον σπεύσαντες καὶ ἀνεῦρον τὴν τὲ Μαριὰμ καὶ τὸν Ἰωσήφ καὶ τὸ βρέφος κείμενον ἐν τῇ φάτνῃ. Ιδόντες δὲ διεγνώρισαν περὶ τοῦ ρήματος τοῦ λαληθέντος αὐτοῖς περὶ τοῦ Παιδίου τούτου. Καὶ πάντες οἱ ἀκούσαντες ἐθαύμασαν περὶ τῶν λαληθέντων ὑπὸ τῶν Ποιμένων πρὸς αὐτούς. Ἡ δὲ Μαριὰμ πάντα συνετήρει τὰ ρήματα ταῦτα συμβάλλουσα ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς. Καὶ ὑπέστρεψαν οἱ Ποιμένες δοξάζοντες καὶ αἰνοῦντες τὸν Θεὸν ἐπὶ πᾶσιν οἷς ἤκουσαν καὶ εἶδον καθὼς ἐλαλήθη πρὸς αὐτούς». Εἰς τὸν Συναξαριστὴν τοῦ Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου ἀναφέρεται ὅτι ὁ Ἄγγελος, ὁ ὁποῖος ὡμίλησε εἰς τοὺς Ποιμένας ἦτο ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριήλ. Οἱ Χριστιανοὶ τῆς περιοχῆς ὀνομάζουν τὴν τοποθεσίαν “Kanisat el Rawat”, ἡ ὁποία σημαίνει «Ἐκκλησία τῶν Ποιμένων». Εἰς τὴν ἑλληνικὴν ἡ τοποθεσία εἶναι γνωστὴ ὡς «Ποιμένιον», τὸ ὁποῖον σημαίνει βοσκότοπος. Διὰ μέσου τῶν αἰώνων τὸ Ἱερὸν Προσκύνημα ἔχει γίνει γνωστὸν μὲ διαφόρους ὀνομασίας, ὅπως «Σύναξις τῆς Θεοτόκου», «Δόξα ἐν Ὑψίστοις Θεῷ», «Εἰρήνη», «Οἱ Ἄγγελοι», «Χωριὸν τῶν Ποιμένων». Αὐτὸ τὸ σπήλαιον ἦτο μία ἐκ τῶν πολλῶν ἐκκλησιῶν, τὰς ὁποίας ἔκτισε ἡ Ἁγία Ἑλένη τὸ 325 μ.Χ., ὅταν ἦλθε εἰς τοὺς Ἁγίους Τόπους διὰ νὰ βρῇ τὸν Τίμιον Σταυρὸν τοῦ Κυρίου. Ἱστορικῶς ἀναφέρουμε ὅτι ἀπ’ ὅλας τὰς ἐκκλησίας, τὰς ὁποίας ἔκτισε ἡ Ἁγία Ἑλένη μόνον αὐτὴ διασώζει τὸν ἀρχικόν της χαρακτήρα. Ὅλαι αἱ ἄλλαι ἔχουν καταστραφεῖ καὶ ἐπανακτισθεῖ διὰ μέσου τῶν αἰώνων. Αὐτὸ τὸ σπήλαιον λειτούργησε ἀρχικῶς ὡς καταφύγιον τῶν ποιμένων, ἔπειτα ὡς τόπος λατρείας τους καὶ ἀπὸ τὸν 4ον αἰῶνα ἔχει χρησιμοποιηθεῖ ὑπὸ τῶν Χριστιανῶν ὡς ἐκκλησία. Ἔτσι λοιπόν, ἐπειδὴ τὸ σπήλαιον συνδέεται μὲ τὸν Χριστόν, τιμᾶται ἀπὸ τὰ πρῶτα χρόνια τῆς Ἐκκλησίας ὡς ἱερὸς τόπος. Εἰς τὴν τοποθεσίαν τοῦ σπηλαίου ἀναφέρονται τὰ Ὁδοιπορικὰ τῶν Χριστιανῶν προσκυνητῶν, μὲ πρῶτον ἐκεῖνο τῆς Αἰθέριας, τὸ ὁποῖον εὑρίσκεται εἰς ἀπόστασιν περίπου ἑνὸς χιλιομέτρου ἀπὸ τὴν Βασιλικήν τῆς Γεννήσεως. Μὲ βάσιν ἀρχαιολογικὰς μαρτυρίας ἔχει ἀποδειχθεῖ ὅτι ἡ ἐκκλησία χρονολογεῖται ἀπὸ τὴν πρώιμον Βυζαντινὴν περίοδον καὶ ὅτι εἶναι τὸ πρώτον χριστιανικὸν οἰκοδόμημα, τὸ ὁποῖον ἐκτίσθη εἰς τὴν περιοχήν. Ἔτσι αἱ μαρτυρίαι ἀπὸ τὰς ἀνασκαφὰς συμφωνοῦν πλήρως μὲ τὰς πρωίμους γραπτὰς χριστιανικὰς πηγὰς, ὅτι πράγματι εἰς τὴν τοποθεσίαν “Kanisat el Rawat” εὑρίσκονται τὰ ἐρείπια τοῦ Ἱεροῦ Προσκυνήματος τῶν Ποιμένων. Ἀπὸ τὸ τέλος περίπου τοῦ 4ου αἰῶνος εὐσεβεῖς παραδόσεις συνδέουν ἐπίσης τοὺς «Ἀγροὺς τῶν Ποιμένων» μὲ τὸν τόπον, ὅπου ὁ Πατριάρχης Ἰακὼβ ἔβοσκε τὰ πρόβατά του καὶ ἔκτισε τὸν πύργον Γαδέρ, ὁ ὁποῖος ἀναφέρεται εἰς τὴν Γένεσιν (35,16) «Ἀπάρας δὲ Ἰακὼβ ἐκ Βαιθήλ, ἔπηξε τὴν σκηνὴν αὐτοῦ ἐπέκεινα τοῦ πύργου Γαδέρ. Ἐγένετο δὲ ἠνίκα ἤγγισεν εἰς Χαβραθὰ τοῦ ἐλθεῖν εἰς τὴν Ἐφραθά, ἔτεκε Ραχὴλ καὶ ἐδυστόκησεν ἐν τῷ τοκετῷ». Τὰ ὑπολείμματα τῆς βάσεως τοῦ Πύργου εἶναι ἀκόμα ὁρατὰ ἕως σήμερον. Ἡ ἀκόλουθος ἱστορία εὑρίσκεται εἰς τὴν Γένεσιν (35,16): «Ἀπάρας δὲ Ἰακὼβ ἐκ Βαιθήλ, ἔπηξε τὴν σκηνὴν αὐτοῦ ἐπέκεινα τοῦ πύργου Γαδέρ. Ἐγένετο δὲ ἠνίκα ἤγγισεν εἰς Χαβραθὰ τοῦ ἐλθεῖν εἰς τὴν Ἐφραθά, ἔτεκε Ραχὴλ καὶ ἐδυστόκησεν ἐν τῷ τοκετῷ». Ὁ Θεὸς ὡμίλησε εἰς τὸν Ἰακὼβ μετὰ τὴν ἐπιστροφήν του ἀπὸ τὴν Μεσοποταμίαν, εὐλογῶν αὐτὸν καὶ ὀνομάζων αὐτὸν Ἰσραήλ. Του εἶπε ὅτι Αὐτὸς θὰ δώσει καὶ εἰς αὐτὸν τὴν γῆν, τὴν ὁποίαν ἔδωσε εἰς τὸν Ἀβραὰμ καὶ τὸν Ἰσαάκ. Εἰς τὸν τόπον, ὅπου ὁ Θεὸς τοῦ ὡμίλησε, ὁ Ἰακὼβ ἀνήγειρε ἕν πέτρινον μνημεῖον καὶ ὠνόμασε τὸ μέρος Βαιθήλ. O Ἰακὼβ μετεκίνησε τὴν σκηνὴν του πλησίον τοῦ Πύργου Γαδέρ. Ὅταν τελικῶς ὁ Ἰακὼβ ἔφθασε εἰς τὴν Βηθλεέμ, ἡ Ραχὴλ ἐγέννησε μὲ μέγαν πόνον. Ἕν ἀρχαῖον ἰουδαϊκὸν βιβλίον ἀναφέρει τὸν Πύργον Γαδὲρ ὡς παρατηρητήριον, ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἠδύνατο κανεὶς νὰ δῇ τὸ μέρος, ὅπου θὰ ἐγεννᾶτο ὁ Μεσσίας. Πράγματι ἀπ’ αὐτὸν τὸν Πύργον, ὁ ὁποῖος ὑπάρχει ἀκόμα εἰς τὸ Ἱερόν μας προσκύνημα, φαίνεται καθαρῶς ἡ Βασιλική της Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ. Γενικῶς οἱ βοσκοὶ (Ποιμένες) ἐθεωροῦντο ἄνθρωποι κατωτέρας κοινωνικῆς τάξεως. Πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἐθεωροῦντο ἀκάθαρτοι καὶ δὲν τοὺς ἐπέτρεπαν τὴν εἴσοδον εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Σολομῶντος εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα. Οἱ βοσκοὶ γύρω ἀπὸ τὸν Πύργον Γαδὲρ ἦταν οἱ Ἐκλεκτοὶ Ποιμένες, διότι εἶχον ὡς διακόνημα νὰ προμηθεύουν τὸν Ναὸν μὲ πρόβατα διὰ τὰς θυσίας. Πολλαὶ ἱστορίαι καὶ ὁδοιπορικὰ προσκυνητῶν δέχονται ὅτι τὸ Ἱερόν μας Προσκύνημα εἶναι οἱ πραγματικοὶ «Ἀγροὶ τῶν Ποιμένων» ἐξαιτίας τοῦ Πύργου Γαδέρ, τῶν ἀγρῶν τοῦ Βοὸζ καὶ τοῦ Ἀγγελικοῦ ὕμνου, τὸν ὁποῖον ἤκουσαν οἱ ποιμένες εἰς τὸ σημεῖον αὐτό.
|
|
|
| |
|
|
|
| |
|
|
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου