ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΙΤΙΣΣΑ

ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΙΤΙΣΣΑ
ΧΑΙΡΕ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ ΚΑΙ ΘΕΟΒΑΔΙΣΤΟΝ(Κάνετε κλίκ στήν εἰκόνα γιά νά ὁδηγηθεῖτε στό ἱστολόγιο: ΚΥΡΙΟΣ ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ 3

Τετάρτη 6 Ιανουαρίου 2010

ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ, ΑΓΙΟΣ ΣΑΒΒΑΣ, ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑ, ΒΙΟΣ ΑΓΙΟΥ ΣΑΒΒΑ, Ι.Μ. ΑΓ. ΣΑΒΒΑ, Ι.Μ. ΑΓ. ΓΕΡΑΣΙΜΟΥ, Ι.Μ. ΑΓ. ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ, Ι.Μ. ΤΙΜΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ, Ι.Μ. ΘΑΒΩΡΙΟΥ ΟΡΟΥΣ









Eἰς τὴν περιοχὴν τῆς Ἰουδαίας, εἰς τὴν ὁποίαν ἔζησε ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, ἔφθασεν ὁ μοναχισμὸς εἰς τὴν πιὸ ὑψηλὴν πνευματικήν του στάθμην. Ἡ ἀπρόσιτος καὶ ἀφιλόξενος περιοχὴ τῆς ἐρήμου, ὅπου ἔζησε καὶ ἔδρασεν ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς ὑπῆρξε προορισμὸς πολλῶν μοναχῶν ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη τοῦ κόσμου, οἱ ὁποῖοι ἐπέλεξαν τὴν προσευχὴν καὶ τὸν ἀναχωρητισμὸν ὡς σκοπὸν τῆς ζωῆς των. Αἱ ἐκκλησιαστικαὶ πηγαὶ καταδεικνύουν ὅτι ἡ περιοχὴ τῆς Παλαιστίνης ὑπῆρξε πόλος ἕλξεως πολλῶν μοναχῶν, ὅμως τρεῖς ἦσαν αἱ περιοχαί, αἱ ὁποῖαι ἀπετέλεσαν ἰδιαιτέραν ἐπιλογὴν χιλιάδων ἀναχωρητῶν: ἡ Λίμνη τῆς Τιβεριάδος καὶ ἡ γύρω περιοχή, οἱ τόποι γύρω ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ τὴν Βηθλεὲμ καὶ ἡ ἔρημος τῆς Ἰουδαίας μὲ τὴν κοιλάδα τοῦ Ἰορδάνου ποταμοῦ πρὸς νότον. Τὸ ἔργον τῆς ὀργανώσεως τοῦ μοναχισμοῦ συνεδέθη μὲ τὰς μεγαλυτέρας μορφὰς τῆς ἀσκητικῆς πολιτείας, τὸν Ἅγιον Χαρίτωνα, τὸν Ἃγιον Εὐθύμιον, τὸν Ἃγιον Θεοδόσιον καὶ τὸν Ἃγιον Σάββα. Ὁ Ἃγιος Χαρίτων, ἐκ τῶν πρώτων μοναχῶν, οἱ ὁποῖοι ἦλθoν εἰς τὴν ἔρημον τῆς Ἰουδαίας, εἰσήγαγε τὸν Λαυρεωτικὸν μοναχισμόν. Ἡ Λαύρα, ἡ ὁποία σημαίνει στενὸς δρόμος, διέπεται ἀπὸ ὁρισμένας διατάξεις καὶ κανονισμοὺς καὶ παραλλήλως ἐπιτρέπει εἰς τὰ μέλη τῆς κοινότητος ἐλευθερίαν πρωτοβουλιῶν καὶ διαβιώσεως. Ἡ Λαύρα ἀπηρτίζετο ἀπὸ μίαν μικρὰν ὁμάδα μοναχῶν, οἱ ὁποῖοι ἔζων ὁ καθένας μόνος του εἰς τά σπήλαια καὶ συνεκεντρώνοντο κάθε Κυριακὴν εἰς τὴν κοινὴν ἐκκλησίαν. Ὁ Ἃγιος Εὐθύμιος ἐτελειοποίησε τὸν Λαυρεωτικὸν μοναχισμὸν καὶ τὸν καθιέρωσε ὡς σύστημα βιώσεως. Τό 429 ἐνεκαινίασε τὴν μεγάλην του Λαύραν ἀνατολικῶς τῆς Ἱερουσαλήμ. Ὁ Ἃγιος Θεοδόσιος ἐνεκαινίασε τὸν κοινοβιακὸν μοναχισμόν. Εἰς τὸ κοινόβιον ἐπιβάλλεται οἱ μοναχοὶ νὰ τρώγουν, νὰ προσεύχονται καὶ ἡ ζωή των νὰ διέπεται ἀπὸ τὰς ἰδίους διατάξεις καὶ κανονισμούς. Εἰς τὸ κοινόβιον ἐγίγνετο εἷς συνδυασμὸς πνευματικῆς καὶ σωματικῆς ἀσκήσεως, ὁ ὁποῖος ἠλέγχετο ἀπὸ αὐστηρὰς διατάξεις. Ὁ Ἃγιος Σάββας, εἰς τὰ χρόνια τῆς ἡγεσίας τοῦ ὁποίου ὁ μοναχισμὸς ἐγνώρισε τὴν μεγαλυτέραν ἀκμήν του, ὀργάνωσεν ἕν εἶδος μοναχικῆς ζωῆς ἡ ὁποία συνδυάζει καὶ τὰ τρία συστήματα: τὸν Ἀσκητικόν, τὸν Λαυρεωτικὸν καὶ τὸν Κοινοβιακόν. Ἐτελειοποίησε τὰ διάφορα μοναχικὰ συστήματα καὶ τὰ κατέταξε εἰς τάξιν. Συμφώνως πρὸς τὸν Ἅγιον Σάββα, τὰ τρία συστήματα τοῦ μοναχισμοῦ ἀντιστοιχοῦν εἰς τὰ τρία σκαλοπάτια, τὰ ὁποία ὁδηγοῦν εἰς τὴν λύτρωσιν.
 
 
1. Παιδικὴ ἡλικία τοῦ Ἁγίου Σάββα καὶ ἀποταγὴ τοῦ κόσμου. Ἀσκητικοὶ ἀγῶνες εἰς τὴν Μονὴν τῶν Φλαβιανῶν (439-456)

Ὁ Ἅγιος Σάββας ὁ Ἡγιασμένος ἐγεννήθη τὸ ἔτος 439 π.Χ. ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ πλουσίους γονεῖς εἰς τὴν πόλιν Μουταλάσκην τῆς Καππαδοκίας. Ὁ πατήρ του, στρατιωτικὸς εἰς τὸ ἐπάγγελμα, ἠναγκάσθη νὰ μεταβῆ μετὰ τῆς συζύγου του Σοφίας, εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν διὰ ὑπηρεσιακοὺς λόγους, ἀναθέτων τὴν ἀνατροφὴν τοῦ μικροῦ Σάββα, ὁ ὁποῖος ἦτο μόλις πέντε ἐτῶν εἰς τὸν συγγενῆ του, Ἐρμίαν. Μετὰ ἀπὸ ὀλίγον χρονικὸν διάστημα, δυσαρεστηθείς ὁ Σάββας ὑπὸ τῆς συμπεριφορᾶς τῆς συζύγου τοῦ θείου του καὶ ἀπὸ τὴν ἐπακολουθήσασαν διαμάχην μεταξὺ τῶν θείων του, Ἐρμίου καὶ Γρηγορίου, διὰ τὴν ἀνατροφήν του καὶ τὴν διαχείρισιν τῆς περιουσίας τῶν γονέων του, περιεφρόνησε τὸν κόσμον καὶ ἐνετάγη εἰς μοναστήριον, τὸ ὁποῖον ἔφερε τὸ ὄνομα Φλαβιαναί. Ἐκεῖ, ἐπεδόθη εἰς τὴν ἐκμάθησιν τοῦ ψαλτηρίου καὶ τῶν μοναχικῶν ὑποχρεώσεων καὶ ἀφ' ἑτέρου εἰς τὴν ἄσκησιν τῶν θεοειδῶν ἀρετῶν καὶ διέπρεψεν εἰς τὴν ἐγκράτειαν, τὴν σωματικὴν κακοπάθειαν, τὴν ταπεινοφροσύνην καὶ τήν ὑπακοήν. Ἀνεδείχθη ἀνώτερος ὅλων τῶν συμμοναστῶν του, ἂνω τῶν 65 τὸν ἀριθμόν. Θέλων ὁ Θεὸς νὰ προμηνύσῃ τὴν ἁγιότητα εἰς τὴν ὁποίαν θὰ ἔφθανε, τὸν ἐχαρίτωσε μὲ ἀκράδαντον καὶ θαυματουργὸν πίστιν. Κάποτε εἰσῆλθεν εἰς ἀναμμένον φοῦρνον καὶ, ἀφοῦ ὠπλίσθη μὲ τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ, ἐξέβαλε, σῶος καὶ ἀβλαβὴς, τὰ ἐνδύματα τὰ ὁποῖα ὁ ἀρτοποιὸς εἶχε λησμονήσει.
2. Μετάβασις εἰς τὴν Παλαιστίνην καὶ ἄσκησις εἰς τὸ κοινόβιον τοῦ Ἁγίου Θεοκτίστου καὶ πλησίον τοῦ Μεγάλου Εὐθυμίου

    Ἔχων συμπληρώσει εἰς τὸν χῶρον τῶν Φλαβιανῶν δέκα ἒτη ἀγώνων, ἐζήτησε τὴν εὐλογίαν τοῦ Ἡγουμένου, νὰ μεταβῇ ὁριστικῶς εἰς τὴν Ἁγίαν Πόλιν τῆς Ἱερουσαλήμ, ἀφοῦ ἐπεθύμει νὰ ἀνεβαίνῃ διαρκῶς ἀπὸ δόξαν εἰς δόξαν, ἡσυχάζων εἰς τὴν ἔρημον. Ὁ Ἡγούμενος τοῦ παρεῖχε τὴν ἄδειαν ἔπειτα ἀπὸ θεϊκὴν ὀπτασίαν, καὶ ἔτσι ὁ Σάββας, εἰς ἡλικίαν ὀκτωκαίδεκα ἐτῶν, ἔφθασεν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἐφιλοξενήθη εἰς τὴν Μονὴν τοῦ Ἁγίου Πασσαρίωνος, ὅπου καὶ διέμεινε τὸν χειμῶνα τοῦ ἔτους 456 πρὸς 457 μ.Χ. Παρὰ τὰς προτροπὰς τοῦ Ἀρχιμανδρίτου Ἐλπιδίου καὶ ἄλλων ἀδελφῶν νὰ παραμείνῃ μαζί τους, ὁ Σάββας εἶχε διαρκῶς εἰς τὸ μυαλόν του νὰ συναριθμηθῆ μὲ τοὺς ἀναχωρητὰς, οἱ ὁποῖοι ἠσκοῦντο ὑπὸ τὴν ἐποπτείαν τοῦ θαυματουργοῦ Εὐθυμίου τοῦ Μεγάλου, δι' αὐτὸ ἒλαβε τὴν εὐλογίαν τοῦ Ἐλπιδίου καὶ ἐπῆγε νὰ συναντήση τὸν Μέγαν Εὐθύμιον.
    Ὁ Εὐθύμιος ἠρνήθη νὰ κρατήσῃ τὸν Σάββαν εἰς τὴν Λαύραν του, ἀντιθέτως τὸν ἔστειλε εἰς τὴν Μονὴν τοῦ Ἀββᾶ Θεοκτίστου, λέγων αὐτοῦ νὰ φροντίζῃ τὸν Σάββαν, διότι αὐτὸς θὰ διέπρεπε εἰς τὴν μοναστικὴν ζωήν. Αὐτὸ τὸ ἔκανε ὁ Μέγας Εὐθύμιος, διὰ νὰ δώσει τὸ παράδειγμα εἰς τὸν Σάββαν νὰ μὴν δέχεται νέους ἀγενείους, ὅταν θὰ ἵδρυε τὴν ἰδικήν του Λαύραν καὶ θὰ ἐγίγνετο νομοθέτης καὶ ἀρχηγὸς ὅλων τῶν ἀναχωρητῶν ἀπὸ τὴν Παλαιστίνην. Ὁ νεαρὸς Σάββας ἐδέχθη τὴν ὁδηγίαν τοῦ Μεγάλου Εὐθυμίου ὡς θέλημα Θεοῦ καὶ ὑπακούων τὸν Ἀββᾶν Θεόκτιστον ἠνίσχυσε τοὺς προτέρους ἀγῶνας του μὲ τὴν νηστείαν, τὴν ἀγρυπνίαν, τὴν ταπεινοφροσύνην καὶ τήν ὑπακοὴν, προσθέτων τὴν ἀγάπην καὶ τήν ἐπιτηδειότητα εἰς τὰς ἐκκλησιαστικὰς ἀκολουθίας, τὴν ἀποδοτικωτάτην διακονίαν καὶ ἐξυπηρέτησιν τῶν ὑπολοίπων μοναχῶν, γενικῶς δηλαδὴ τελείως ἄψογον διαγωγήν.
    Εἰς τοιαύτην θαυμαστὴν πολιτείαν διέμεινε ὁ Ἅγιος Σάββας δέκα ἒτη, μέχρι τὸν θάνατον τοῦ Ἁγίου Θεοκτίστου καὶ ἀκόμα δύο, μέχρι τὴν κοίμησιν τοῦ διαδόχου του Θεοκτίστου Μάριδος. Ἀπὸ τὸν νέον Ἡγούμενον Λογγίνον, ὁ Ἅγιος ἐζήτησε νὰ τοῦ ἐπιτρέψῃ τὴν ἡσυχαστικὴν ζωήν, ἔχων ὁ Λογγίνος εἰς τὸ μυαλὸν του τὴν ὑψηλοτάτην ἀρετὴν τοῦ Σάββα καὶ ἔχων λάβει καὶ τὴν γνώμην τοῦ Μεγάλου Εὐθυμίου, τοῦ τὴν ἐπέτρεψε. Ἀπὸ τότε καὶ διὰ πέντε ἒτη, ὁ Ἅγιος Σάββας διέμενε τὰς πέντε ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος νῆστις εἰς ἕν σπήλαιον νοτίως τῆς Μονῆς, εἰς τὸ ὁποῖον προσηύχετο καὶ ἠργάζετο καί μόνον τὰ Σάββατα καὶ τὰς Κυριακὰς ἐπέστρεφε εἰς τὴν Μονήν, διὰ νὰ μεταφέρῃ τὰ ἐργόχειρά του καὶ νὰ λάβῃ μέρος εἰς τὰς κοινὰς προσευχὰς. Καθ' ὅλην τήν διάρκειαν τῆς Τεσσαρακοστῆς, ὁ Ἅγιος Σάββας διέμενε μὲ τὸν Μέγαν Εὐθύμιον καὶ τὸν μακάριον Δομετιανόν, μαθητὴν ἐκείνου, εἰς τὴν πανέρημον τοῦ Ρουβᾶ, μεταξὺ τοῦ Χειμάρρου τῶν Κέδρων καὶ τῆς Νεκρὰς Θαλάσσης, μὲ νηστείαν, ὀλιγοποσίαν, προσευχὴν καὶ ἀγρυπνίαν. Τὴν συνήθειαν αὐτὴν διετήρησε ὁ Ἅγιος καὶ κατά τά μετέπειτα ἔτη. Τὴν 20ην Ἰανουαρίου τοῦ 473, ὁ μέγας πατήρ ἠμῶν Εὐθύμιος ἐκοιμήθη ὁσιακῶς ἐν εἰρήνῃ.

3. Ἀπομόνωσις τοῦ Ἁγίου Σάββα εἰς τὴν ἔρημον, ἵδρυσις τῆς Ἱερᾶς Λαύρας καὶ ἀνάδειξις τοῦ Ἁγίου εἰς ἀρχηγὸν
τῶν ἀναχωρητῶν (473-493)


    Τότε ὁ Ἅγιος Σάββας, κατὰ τὸ τριακοστὸν πέμπτον ἔτος τῆς ἡλικίας του, δὲν ἠθέλησε νὰ ἐπιστρέψῃ εἰς τὸ Κοινόβιον, ἀλλὰ κατευθύνθη πρὸς τὰς ἀνατολικὰς ἐρήμους Ρουβὰ καὶ Κουτυλά, τὴν ἰδίαν περίοδον, κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ Ἅγιος Γεράσιμος ὁ Ἰορδανίτης ἔλαμπε εἰς τὴν ἔρημον τοῦ Ἰορδάνου. Εἰς τὰς ἐρήμους αὐτὰς, συνεδέθη πνευματικῶς μὲ τὸν Ἅγιον Θεοδόσιον τὸν Κοινοβιάρχην μέσῳ τοῦ μοναχοῦ Ἄνθου, ὅπου διέμεινεν ὁ Ἅγιος Σάββας τέσσαρα ἔτη. Τότε, ἐκέρδισε τὴν κατὰ τῶν δαιμόνων καὶ τῶν θηρίων πλήρη ἀφοβίαν, ἀλλὰ καὶ τὸν σεβασμὸν τῶν βαρβάρων, χάριν εἰς τὴν πίστιν εἰς τὸν Θεὸν καὶ τὴν ἀρετήν του. Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ, προσετάχθη ἀπὸ ἄγγελον ἐπάνω εἰς τὸ ὂρος τῆς Εὐδοκίας, μετώκησε εἰς τὴν ἀνατολικὴν πλευρὰν τοῦ χειμάρρου τῶν Κέδρων, εἰς τὸ σπήλαιον, τὸ ὁποῖον ἕως σήμερον δείκνυται ὡς τὸ σπήλαιον τοῦ Ἁγίου Σάββα, ἔναντι τῆς Λαύρας. Πέντε χρόνια μετὰ, ἢρχισαν νὰ συναθροίζονται πλησίον αὐτοῦ ἐρημίται καὶ ἀναχωρηταὶ, ἕως ἑβδομήκοντα τὸν ἀριθμὸν, ἄνδρες οὐράνιοι καὶ χαριτοφόροι, οἱ ὁποῖοι ἀπετέλεσαν καὶ τὴν πρώτην συνοδείαν τῆς Λαύρας τὸ ἔτος 483. Μετὰ τὴν πρώτην ὀργάνωσιν τῆς Λαύρας καὶ τὴν ἀνάβλυσιν ἁγιάσματος θαυματουργικῶς μετὰ ἀπὸ προσευχὴν τοῦ Ἁγίου, ὁ Ἅγιος Σάββας εἶδε εἰς τὴν δυτικὴν ὄχθην, ἀπέναντι τοῦ σπηλαίου του, νὰ ὑψώνεται εἰς τὸν οὐρανὸν στύλος πύρινος. Ἀφοῦ ἠρεύνησε τὸν τόπον τοῦ θαύματος τὴν ἑπομένην ἡμέραν, ηὖρε τὸ θεόκτιστον σπήλαιον, τὸ ὁποῖον εἶχε κατάλληλον μορφὴν διὰ νὰ γίνῃ ναός. Αὐτὸν κατέστησεν κέντρον τῆς Λαύρας ὁ Ἅγιος Σάββας, ὀργανώνων καὶ τὰς ὑπολοίπους ὑπηρεσίας. Ἡ συνοδεία του ἔφθανε τότε τοὺς ἑκατὸν πεντήκοντα μοναχούς.
    Θὰ ἦτο ὅμως ἀδύνατον νὰ μὴν ἐνταθοῦν οἱ πειρασμοὶ καὶ τὰ σκάνδαλα τοῦ διαβόλου, ἐναντίον ἑνὸς τόσο θεϊκοῦ σχεδίου. Ὁ Ἅγιος Σάββας ὑπέστη τὴν περιφρόνησιν καὶ τὴν συκοφαντίαν ἐκ μέρους τῶν ἰδικῶν του μοναχῶν, οἱ ὁποῖοι ἐζήτησαν ἀπὸ τὸν Πατριάρχην Σαλλούστιον τὴν ἀντικατάστασίν του εἰς τὴν ἡγουμενίαν. Ὁ Πατριάρχης Σαλλούστιος ἀντὶ αὐτοῦ γνωρίζων τὴν ἁγιότητα τοῦ Σάββα, τὸν ἐχειροτόνησε πρεσβύτερον, καὶ ἀνακαίνισε τὴν Θεόκτιστον Ἐκκλησίαν τήν δωδεκάτην Δεκεμβρίου τοῦ 491.
    Ἡ ἐπὶ γῆς οὐρανία πολιτεία τοῦ Ἁγίου Σάββα ἐσυνεχίζετο: ἡ προσέλευσις μοναχῶν, καὶ ἰδιαιτέρως Ἀρμενίων, ηὐξάνετο ὅπως ἐπίσης τὰ θαύματα καὶ ἡ ἄσκησις τοῦ Ἁγίου, ὁ ὁποῖος κατὰ τὴν Μεγάλην Τεσσαρακοστὴν ἔζει ὑπερανθρώπως εἰς τὴν πανέρημον ζωήν. Εἰς τὴν Λαύραν προσῆλθε ὁ ὁσιώτατος Ἰωάννης, ἐπίσκοπος Κολωνίας, ὡς ἁπλὸς μοναχός, ὁ ὁποῖος ἀργότερον κατέστη περιβόητος διὰ τὴν ἀρετήν του. Τὸ 492, ὁ Ἅγιος Σάββας ἦλθε εἰς τὸ φρούριον τοῦ Καστελλίου, εἰς τὴν ἔρημον βορειοανατολικῶς τῆς Λαύρας καί, ἀφοῦ ἐξεδίωξε τοὺς δαίμονας, οἱ ὁποῖοι ὑπῆρχον ἐκεῖ, ᾠκοδόμησε κοινόβιον καὶ ἐτοποθέτησε μοναστικὴν ἀδελφότητα. Μετὰ ἀπὸ ὀλίγον καιρὸν, ὁ Πατριάρχης Σαλλούστιος ἀνέδειξε τὸν μὲν Σάββα ἄρχοντα καὶ νομοθέτην ὅλων τῶν ἀναχωρητῶν καὶ κελλιωτῶν, ὁ ὁποῖος ὑπήγετο εἰς τὴν Ἁγίαν Πόλιν, τὸν δὲ Θεοδόσιον τὸν Κοινοβιάρχην ἀρχηγὸν καὶ ἀρχιμανδρίτην ὅλων τῶν κοινοβίων. Διὰ αὐτὸ, ὁ Ἅγιος Σάββας ἔλεγε χαριέντως πρὸς τὸν Ἅγιον Θεοδόσιον ὅτι ὁ ἴδιος ἦτο «ἡγούμενος ἡγουμένων», ἐνῶ ὁ Θεοδόσιος «ἡγούμενος παιδίων», δηλαδὴ ἀρχαρίων.

4. Οἰκοδόμησις τοῦ Ναοῦ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου. Ἀποχώρησις τοῦ Ἁγίου ἀπὸ τὴν Λαύρα (494-508)

    Τὸ ἔτος 494 μ.Χ., ἢρχισαν καὶ αἱ ἐργασίαι ἀνοικοδομήσεως τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας τῆς Θεοτόκου, αἱ ὁποῖαι ἔγιναν ἀρκετὰ ἔτη ἀργότερον, τὴν 1ην Ἰουλίου τοῦ 501 μ.Χ., διότι ὁ Θεόκτιστος Ναὸς καὶ ὁ μικρὸς εὐκτήριος οἶκος δὲν ἐπαρκοῦσαν διὰ τὰς λατρευτικὰς ἀνάγκας τῆς Λαύρας.
    Ὡστόσο οἱ μαθηταί, οἱ ὁποῖοι πρό ὀλίγων ἐτῶν εἶχαν κατηγορήσει τὸν Ἅγιον, ἐστασίασαν καὶ πάλιν εἰς τέτοιον βαθμόν ὣστε νὰ ἀναγκασθῇ ὁ Ἅγιος Σάββας, διὰ νὰ μὴν τοὺς ἐνοχλήσῃ περισσότερον, νὰ ἀποχωρήσῃ ἀπὸ τὴν Λαύραν. Ἡ ἀπουσία του διήρκεσε πέντε ἒτη (503-508 μ.Χ.), κατὰ τὰ ὁποῖα συνέστησε δύο νέα κοινόβια εἰς τὰ Γάδαρα καὶ εἰς τὴν Νικόπολιν, εἰς τόπους ὅπου προσήρχοντο πρὸς αὐτόν πιστοί, διὰ νὰ μονάσουν πλησίον αὐτοῦ. Τελικῶς, ἡ ἀποκατάστασίς του εἰς τὴν θέσιν τοῦ Ἡγουμένου εἶχε ἀποτέλεσμα τὴν φυγὴν τῶν στασιαστῶν ἀπὸ τὴν Μεγίστην καὶ τὴν ἐγκαταβίωσὶν τους εἰς τὴν Νέαν Λαύραν καὶ ὅμως ὁ ἀνεξίκακος Ἅγιος καὶ ἐκεῖ τοὺς ἐβοήθησε νὰ κτίσουν καὶ νά διοργανώσουν τὴν Λαύραν των, ἐγκαθιστάντες εἰς αὐτοὺς ἡγούμενον τόν ἁγιώτατον Ἰωάννην.

5. Ἵδρυσις νέων Μονῶν, πρώτη μετάβασις εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν καὶ ὁ ἀγὼν του κατὰ τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ (509-516)

    Τὰ ἑπόμενα ἔτη, ὁ Ἅγιος ἐπεδόθη εἰς τὴν καλλιέργειαν τῶν πνευματικῶν του τέκνων. Συνέστησε μέχρι τὴν στιγμὴν τοῦ θανάτου του ἄλλας δύο Λαύρας, αὐτὴν τοῦ Ἐπταστόμου (512 μ.Χ.) καὶ αὐτὴ τοῦ Ἱερεμίου (531 μ.Χ.) ἀλλὰ καὶ ἄλλα δύο κοινόβια, τὸ τοῦ Σπηλαίου (509 μ.Χ.) καὶ τὸ τοῦ Σχολαρίου (512 μ.Χ.). Τὴν τελευταίαν εἰκοσαετίαν τῆς ζωῆς του, ἐλάμπρυναν καὶ ἄλλαι θαυμασταὶ πράξεις, αἱ ὁποῖαι εἶχαν τεραστία σημασία διὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴν καὶ τὴν παγκόσμιον ἱστορίαν. Ὑπὸ τὴν πίεσιν τῶν μεθοδεύσεων τοῦ μονοφυσίτου αὐτοκράτορος Ἀναστασίου (491-518) καὶ τῶν πρωτοστατῶν τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ «Ἀκεφάλων» Σεβήρου, Φιλοξένου καὶ Σωτηρίχου, αἱ Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι τῆς Ἀνατολῆς περιήρχοντο σταδιακῶς εἰς τὰς χεῖρας μονοφυσιτῶν ἐπισκόπων. Ὁ Ἅγιος Σάββας μετὰ ἀπὸ παρακίνησιν τοῦ Ὀρθοδόξου Πατριάρχου Ἱεροσολύμων Ἠλία (494-516) μετέβη εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν τὸ 512, ὅπου κατώρθωσε μὲ τὴν φήμην καὶ τὴν ἁγιότητά του νὰ πείσῃ τὸν αὐτοκράτορα νὰ ἀναστείλῃ τὴν ἐξορίαν τοῦ Ἠλία. Ὅταν τὸ ἑπόμενον ἔτος ἡ ἐκτόπισις τοῦ Ὀρθοδόξου Πατριάρχου ἐτέθη ὑπὸ τοῦ αὐτοκράτορος εἰς ἐφαρμογήν, ὁ Ἅγιος Σάββας συνεκέντρωσε εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα ὅλους τούς μοναχούς τῆς ἐρήμου, διὰ νὰ προφυλάξῃ τὸν Ἠλίαν, καὶ ἀναθεμάτισε τοὺς αἱρετικοὺς ἀπεσταλμένους τοῦ αὐτοκράτορος. Παρόμοιον κινητοποίησιν ἐφήρμοσε τρία ἔτη ἀργότερον, τὸ 516 μ.Χ., διὰ νὰ στηρίξῃ εἰς τὴν Ὀρθοδοξίαν τὸν νέον Πατριάρχην Ἱεροσολύμων, Ἰωάννην τὸν Γ΄(516-524) βοηθούμενος ἀπὸ τὸν Ἅγιον Θεοδόσιον τὸν Κοινοβιάρχην. Ἡ κινητοποίησις αὐτὴ διεφύλαξε τὴν Ἐκκλησίαν τῶν Ἱεροσολύμων εἰς τὴν ὀρθὴν πίστιν, τὴν στιγμὴν κατὰ τὴν ὁποίαν αἱ Ἐκκλησίαι Κωνσταντινουπόλεως, Ἀλεξανδρείας καὶ Ἀντιοχείας εἶχον περιέλθει εἰς μονοφυσίτας Πατριάρχας. Ἀργότερον, ἡ Ὀρθοδοξία ἀπεκατεστάθη πλήρως.

6. Συνέχισις τῆς oσιακῆς ζωῆς τοῦ Ἁγίου Σάββα.
Συνάντησις μὲ τὸν Ἰουστινιανὸν εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν.
Κοίμησις τοῦ Ἁγίου (516-532)


    Ἡ δευτέρα μετάβασις τοῦ Ἁγίου Σάββα εἰς τὴν βασιλεύουσαν ἔλαβεν χώραν περίπου εἴκοσι ἔτη μετὰ τὴν πρώτην τὸ 530 μ.Χ., ὅταν ὁ Ἅγιος ἦτο ἐνενήκοντα ἐτῶν. Ὁ Ἅγιος ἐπέτυχε ἐκεῖ τὴν ἀπαλλαγὴν τῆς Παλαιστίνης ἀπὸ τὰ σκληρὰ μέτρα, τὰ ὁποῖα ὁ αὐτοκράτωρ Ἰουστινιανὸς ἤθελε νὰ ἐπιβάλῃ, συνεπείᾳ τῶν ταραχῶν, τὰς ὁποίας εἶχε προκαλέσει ἡ ἐξέγερσις Σαμαρειτῶν καὶ Ἰουδαίων (529). Ὁ Ἅγιος παρότρυνε ἀκόμη τὸν εὐσεβῆ βασιλέα, ὁ ὁποῖος εἶχε ἀντιληφθεῖ ὁ ἴδιος μὲ ὀπτασίαν τὴν ἁγιότητα τοῦ Σάββα, νὰ προβῇ εἰς τὴν δίωξιν τῶν αἱρέσεων τοῦ Ἀρείου, Νεστορίου καὶ Ὠριγένους καὶ εἰς τὰ κοινωφελῆ ἔργα εἰς τὴν Παλαιστίνην, ἔναντι τῶν ὁποίων θὰ ἀπεκόμιζε ἐπέκτασιν τῆς αὐτοκρατορίας εἰς τὴν Ἀφρικὴν καὶ Ἰταλίαν. Πραγματικῶς, ἡ εὐλογία καὶ ἡ προφητεία αὐτὴ τοῦ Ἁγίου Σάββα ἐξεπληρώθησαν. Αἱ νίκαι τῶν στρατηγῶν Βελισσαρίου καὶ Ναρσὴ ἔφεραν καὶ πάλιν τὰ δυτικὰ τμήματα τῆς Αὐτοκρατορίας ὑπὸ τοῦ αὐτοκράτορος τῆς Πόλεως. Τοιαύτη ἦτο ἡ προφητικὴ χάρις τοῦ Ἁγίου Σάββα. Πόσα ἐκ τῶν θαυμάτων τοῦ Ἁγίου δύναται κάποιος νὰ διηγηθῇ καὶ ποῖον νὰ θαυμάσῃ πρῶτον!
    Ἡ χάρις του ἔφθασε καὶ ἕως ὅτου νὰ λύσῃ μὲ τὴν προσευχὴν του πενταετῆ ἀνομβρίαν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, τὴν ὁποίαν εἶχε προκαλέσει ἡ ἄδικος ἐκτόπισις τοῦ Πατριάρχου Ἠλιοῦ καὶ ἡ ἐξ αἰτίας αὐτοῦ ὀργὴ Θεοῦ τὸ ἔτος 520. Ὅμως ἡ ἐπιστροφὴ του ἀπό τὴν Βασιλεύουσαν ἐσήμαινε καὶ τὴν ἀρχὴν τοῦ τέλους τῆς ἐπιγείου πολιτείας του. Ὁ Ὅσιος Σάββας ὁ Ἡγιασμένος ἀνεπαύθη ἐκ τῶν κόπων του τήν 5ηνΔεκεμβρίου τοῦ 532 μ.Χ. Εἶχε ζήσει εἰς τὸ Κοινόβιον τῶν Φλαβιανῶν δέκα ἔτη, ἕως τοῦ 18ου ἔτους τῆς ἡλικίας του, ἐπτακαίδεκα ἔτη εἰς τὸ κοινόβιον τοῦ Ἁγίου Θεοκτίστου εἰς τὴν Παλαιστίνην καὶ πεντήκοντα ἐννέα ἔτη εἰς τὴν ἔρημον καὶ εἰς τὴν Μεγίστην Λαύραν. Τὸ ἔτος 547 τὸ τίμιον λείψανόν του εὑρέθη ἐντὸς τοῦ μνήματος, σῶον καὶ ἀδιάλυτον, μετεφέρθη δέ εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν πολλοὺς αἰῶνας ἀργότερον καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ὑπὸ τῶν Σταυροφόρων εἰς τὴν Ἐνετίαν τὸ 1204. Τὸ 1965 ἐπεστράφη ὁριστικῶς εἰς τὴν Μεγίστην Λαύραν. Ἡ πρωτοφανὴς ἀπήχησις τῆς ζωῆς του εἰς τοὺς πιστοὺς εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὴν συγγραφὴν τοῦ Βίου του ἀπὸ τὸν Κύριλλον τὸν Σκυθοπολίτην τὸ ἔτος 557 μ.Χ., ἐφ' ὅσον κατὰ τοὺς ἀψευδεῖς λόγους τοῦ Κυρίου Ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ τὸ ποιὸν τῶν ἀνθρώπων γνωρίζεται ἐκ τῶν καρπῶν τῶν κόπων τους. Ἡ περαιτέρω πορεία τῆς Ἱερὰς καὶ Μεγίστης Λαύρας τοῦ Ὁσίου Σάββα ἀποτελεῖ καρπὸν τῆς θεϊκῆς ἀρετῆς τοῦ Ἁγίου καὶ ἀπόδειξιν τῆς δόξης καὶ παρρησίας, τῆς ὁποίας ηὗρε πλησίον τοῦ Θεοῦ, διὰ τῶν ὁποίων σώζει μέχρι σήμερον τὸ κυριώτερον μοναστικὸν καθίδρυμα τῆς ἐρήμου τῆς Ἰουδαίας. Ἀληθινῶς προκαλοῦν τὸν θαυμασμὸν τὰ ἀπειράριθμα θαύματα τοῦ Ὁσίου ἀλλὰ καὶ ἡ ἀπήχησις τῆς μοναστικῆς ζωῆς τῆς Λαύρας του, ἡ ὁποία ἀπετέλεσε πρότυπον καὶ καθοριστικὸν παράγοντα εἰς τὴν διαμόρφωσιν τῆς μοναστικῆς ζωῆς καὶ τῆς λατρευτικῆς τάξεως τῆς Ἐκκλησίας ἀνὰ τὴν Οἰκουμένην, ἐκτὸς τῶν ὁποίων προσέφερε πλῆθος Ἁγίων ἀνδρῶν γνωστῶν καὶ ἀγνώστων, ἀναμέσον τῶν ὁποίων διαλάμπει ἰδιαιτέρως ὁ μέγιστος Θεολόγος τοῦ 8ου αἰῶνος ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός. Ἡ τιμὴ τοῦ Ἁγίου Σάββα διεδόθη τάχιστα ἀπὸ τὴν Ρώμην ἕως καὶ τὴν Γεωργίαν τοῦ Καυκάσου. Οἱ διάδοχοί του εἰς τὴν ἡγουμενίαν ἀνέδειξαν τὴν Λαύραν προπύργιον τῆς Ὀρθοδοξίας εἰς τὴν Παλαιστίνην κατὰ τοῦ Ὠριγενισμοῦ, Μονοθελητισμοῦ, Εἰκονομαχίας καὶ Παπισμοῦ μὲ πανορθόδοξον ἐμβέλειαν. Μετὰ τοὺς μέσους χρόνους, ἡ Λαύρα ἀνεδείχθη παιδευτήριον τῆς Ἁγιοταφιτικῆς Ἀδελφότητος, τὰ μέλη τῆς ὁποίας ἔπαιρναν ἀπὸ τὴν Λαύραν προπαίδειαν τῆς μοναχικῆς πολιτείας καὶ πεῖραν τῶν Ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων. Ὅλα αὐτὰ ὀφείλονται εἰς τὴν πρεσβείαν καὶ τὸ παράδειγμα τοῦ Ἁγίου Σάββα: «Λαμπρά τοῦ πεφωτισμένου πατρὸς ἡμῶν Σάββα τὰ θεῖα χαρίσματα ἡ μὲν γὰρ πολιτεία ἔνδοξος, ὁ δὲ βίος ἐνάρετος καὶ ἡ πίστις Ὀρθόδοξος. Καὶ τοῦτο μὲν ἐκ μέρους ἤδη διὰ τῶν εἰρημένων ἀπεδείχθη».
 


Ἡ Λαύρα τοῦ Ἁγίου Σάββα 

Ἕν ἐκ τῶν σημαντικοτέρων μοναστηρίων τῆς Ἰουδαϊκῆς Ἐρήμου, εἶναι ἡ Λαύρα τοῦ Ἁγίου Σάββα τοῦ Ἡγιασμένου. Εἰς τὴν κεντρικὴν ἐκκλησίαν, ἡ ὁποία εἶναι μονόκλιτος βασιλικὴ μὲ τροῦλον, κτίσμα τοῦ 6
ου μ.Χ. αἰῶνος φυλάσσεται τὸ λείψανον τοῦ Ἁγίου. Ἡ πρώτη Ἐκκλησία–σπηλιά, ἀφιερωμένη εἰς τὸν Ἅγιον Νικόλαον, ἐγκαινιάσθη τὸ 484 ἀπὸ τὸν ἴδιον τὸν ἱδρυτὴν ἅγιον Σάββα. Τὸ ἀσκηταριὸν τοῦ ἁγίου Σάββα. Τὸ ἀσκηταριὸν τοῦ μεγάλου ὑπερασπιστοῦ τῆς ὀρθοδοξίας τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ. Τὸ μοναστήριον ἢ ὅπως ὠνομάζετο παλαιότερον ἡ «Μεγάλη Λαύρα» ἱδρύθη τὸ 485 μ.Χ. ἀπὸ τὸν Ἅγιον Σάββα καὶ ἐδῶ ἔγραψε τὰ περισσότερα συγγράμματὰ του.
Ὅμως ἡ ἐποχὴ τῆς ἀκμῆς του δὲν συμπίπτει οὔτε μὲ τοὺς χρόνους τῆς ἡγουμενίας τοῦ ἱδρυτοῦ, ἀλλὰ οὔτε καὶ μὲ τοὺς χρόνους τῆς εὐημερίας τῶν ἄλλων μοναστηριῶν τῆς ἐρήμου τῆς Ἰουδαίας, τὸν 5
ον καὶ 6ον αἰῶνα. Ἡ ἀκμὴ τοῦ μοναστηριοῦ ἤρχισε μετὰ τὴν περσικὴν εἰσβολήν, τὸ 614 καὶ τὴν ἀραβικὴν κατάκτησιν τῆς Παλαιστίνης τὸ 638. Ὁλόκληρος ὁ ὄγδοος αἰὼν καὶ τὰ πρῶτα πεντήκοντα χρόνια τοῦ ἐνάτου, ἦσαν τὰ καλύτερα καὶ ἐνδοξότερα χρόνια τῆς ἱστορίας.
Ἐμόνασαν εἰς αὐτὸ ἄνω τῶν 150 μοναχῶν καὶ μεταξὺ αὐτῶν μεγάλαι μορφαὶ τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅπως ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Μελωδός, ὁ Ἅγιος Στέφανος ὁ Μελωδὸς, ὁ Ἅγιος Θεόδωρος, ὁ Ἅγιος Θεοφάνης, οἱ Ἅγιοι Μιχαήλ, Θεοφάνης καὶ Θεόδωρος Σύγκελος κ.ἃ.
Τὰ σημάδια τῆς πολυκαιρίας καὶ τῶν συμφορῶν, τῶν σφαγῶν καὶ τῶν λεηλασιῶν, τὰς ὁποίας ὑπέστη τὸ μοναστήριον εἰς τὸ πέρας τῶν αἰώνων εἰς τὴν καρδίαν τῆς ἐρήμου ἀνάμεσον τῆς Βηθλεὲμ καὶ τῆς Νεκρᾶς Θαλάσσης φαίνεται μέχρι σήμερον. Ὅμως παρ’ὅλα αὐτὰ ἳσταται ἀγέρωχον καὶ ὑπερήφανον εἰς τὴν καρδίαν τῆς ἐρήμου, προσμένον τὸν κάθε προσκυνητὴν. Τὰ ἀξιολογώτερα προσκυνήματα τοῦ Μοναστηριοῦ εἶναι :
-Ὁ Τάφος τοῦ ἱδρυτοῦ τῆς μονῆς, Σάββα τοῦ Ἡγιασμένου.
-Ἡ κεντρικὴ ἐκκλησία, μονόκλιτος βασιλικὴ μὲ τροῦλλον, κτίσμα τοῦ 6ου αἰῶνος. Ἐντὸς τῆς ἐκκλησίας φυλάσσεται τὸ λείψανον τοῦ ἁγίου.
-Ἡ πρώτη Ἐκκλησία –Σπηλιά, ἀφιερωμένη εἰς τὸν ἅγιον Νικόλαον, ἡ ὁποία ἐνεκαινιάσθη τὸ 484 ἀπὸ τὸν ἴδιον τὸν ἱδρυτὴν, ἅγιον Σάββα.
-Τὸ ἀσκηταριὸν τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ
-Τὸ ἀσκηταριὸν τοῦ ἁγίου Σάββα
-Τὰ παρεκκλήσια τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Τροπαιοφόρου, τῶν Ἁγίων Ἀρχαγγέλων καὶ τῶν Ἁγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων, τὰ ὁποῖα σήμερον χρησιμοποιούνται ὡς σκευοφυλάκια. Τὸ μοναστήριον, ἤ ὅπως ὠνομάζετο παλαιότερον ἡ «Μεγάλη Λαύρα» ἱδρύθη τὸ 485 μ.Χ. ἀπὸ τὸν ἅγιον Σάββα. Ἡ ἀκμὴ τοῦ μοναστηριοῦ ἤρχισε μὲ τὴν περσικὴν εἰσβολήν τὸ 614 καὶ τὴν ἀραβικὴν κατάκτησιν τῆς Παλαιστίνης τὸ 638. Ὁλόκληρος ὁ ὄγδοος αἰὼν καὶ τὰ πρῶτα χρόνια τοῦ ἐνάτου ἦταν τὰ ἐνδοξότερα. Τὸν 4ον αἰῶνα ὁ χῶρος τοῦ Ὑπερώου περιελήφθη εἰς μίαν μεγαλοπρεπῆ βασιλικὴν, ἡ ὁποία ὠνομάζετο «Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Σιῶν».
Τὸ 614 ἡ ἐκκλησία τῆς Σιὼν καὶ τὸ Ὑπερῶον κατεστράφησαν ὑπὸ τῶν Περσῶν. Ὀλίγα χρόνια ἀργότερον ἐπανεκτίσθη ὑπὸ τοῦ Πατριάρχου Ἱερουσαλὴμ Μοδέστου, ἀλλὰ κατεστράφη καὶ αὐτὴν τὴν φορὰν ὑπὸ τῶν Ἀράβων. Μετὰ τὴν ἐκδίωξιν τῶν Σταυροφόρων ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ ὁ χῶρος τοῦ Ὑπερώου κατελήφθη ὑπὸ τῶν μουσουλμάνων καὶ διὰ μέγα χρονικὸν διάστημα ἐχρησιμοποιήθη ὡς τζαμί.

Συνοπτικὴ ἱστορία τῆς Ἱερᾶς Λαύρας τοῦ Ἁγίου Σάββα

Ἀπὸ τὴν Ἵδρυσιν τῆς Ἱερᾶς Λαύρας ἕως τῆς ἀραβικῆς κατακτήσεως (483-638 μ.Χ.)

1. Ἡ κατὰ τὴν ἔρημον τῆς Ἰουδαίας Ἱερὰ καὶ Σεβασμία Λαύρα τοῦ Ὁσίου μας πατρὸς Σάββα τοῦ Ἡγιασμένου ἀποτελεῖ φαινόμενον μοναδικὸν εἰς τὴν Ἐκκλησιαστικὴν Ἱστορίαν, χάριν εἰς τὴν συμβολὴν καὶ τὴν διαμόρφωσιν τῆς ὀρθοδόξου λατρείας, τῆς μοναχικῆς τάξεως καὶ τῆς ὑμνογραφίας, εἰς τὴν παρουσίαν πλήθους Ἁγίων, αὐστηρῶν ἀναχωρητῶν, θεοπνεύστων θεολόγων καὶ μαρτύρων. Ἀκόμη χάριν εἰς τὸν σπουδαῖον ρόλον, τὸν ὁποῖον διεδραμάτισε εἰς τὴν καταπολέμησιν ὅσων αἱρέσεων ἐνεφανίσθησαν εἰς τὴν Ἁγίαν Γῆν μετὰ τὴν ἵδρυσὶν της καὶ εἰς τὴν προάσπισιν τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τῶν δικαιωμάτων τοῦ κανονικοῦ Ἑλληνορθόξου Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων.
Ἀριθμοῦσα ἄνω τῶν 1.500 ἐτῶν ζωῆς (483-2002) ἄνευ διακοπῆς τῆς λειτουργίας της, ἡ Μεγίστη τοῦ Ἁγίου Σάββα Λαύρα ὀφείλει τὴν ἵδρυσὶν της καὶ τὴν μετέπειτα ἐξέλιξὶν της εἰς τὸν Θεοχαρίτωτον, πνευματοφόρον μοναστὴν Ἅγιον Σάββα (439-532), ὁ ὁποῖος ἀπετέλεσε λύχνον εἰς ὑψηλὸν τόπον, εἰς ὅσους ἠθέλησαν νὰ βιώσουν τὴν ἀναχωρητικὴν ζωήν, καὶ ἰσχυρὸν πρεσβευτὴν πρὸς τὸν Κύριον, ὑπὲρ ὅλων τῶν μεταγενεστέρων «Σαββαϊτῶν» Μοναχῶν. Τὸν πρῶτον πυρήνα τῆς Λαύρας ἐδημιούργησαν οἱ ἑβδομήκοντα ἀναχωρηταὶ, οἱ ὁποῖοι συνεκεντρώθησαν εἰς τὸν Ἅγιον Σάββα ἀπὸ τὸ 483 μ.Χ. Κατόπιν ἡ Λαύρα μετεφέρθη ἀπὸ τὴν ἀνατολικὴν πλευρὰν τοῦ Χειμάρρου τῶν κέδρων, ὅπου τὸ ἀσκητήριον τοῦ Ἁγίου Σάββα, εἰς τὴν δυτικὴν, ὅπου καὶ ἐκτίσθη ἡ Θεόκτιστος Ἐκκλησία (486, 491 μ.Χ.). Ἡ αὔξησις τῆς ἀδελφότητος κατέστησε ἀναγκαίαν τὴν οἰκοδόμησιν τοῦ μεγάλου Ναοῦ τῆς Θεοτόκου (501 μ.Χ.) καὶ τὴν διοργάνωσιν τῶν κτισμάτων καὶ τῶν ὑπηρεσιῶν τῆς Λαύρας ὥστε νὰ ἀνταποκρίνεται εἰς τὰς ὁλοένα αὐξανομένας ἀνάγκας. Ἡ φήμη τῆς ἁγιότητος τοῦ Ἁγίου Σάββα καὶ ἡ ἐξαιτίας αὐτῆς ἀνάδειξὶς του εἰς ἀρχηγὸν καὶ νομοθέτην ὅλων τῶν ἀναχωρητῶν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα (493 μ.Χ.) ἔχουσα ἀντίκτυπον καὶ εἰς τὴν Μεγίστην Λαύραν, ἡ ὁποία ἀπετέλει πρότυπον διὰ τὸν βίον καὶ τὴν λειτουργικὴν τάξιν, τὸ Τυπικόν, ὄχι μόνον διὰ τὰς λοιπὰς τρεῖς λαύρας καὶ τὰ ἕξ κοινόβια, τὰ ὁποῖα ὁ Ἅγιος Σάββας ἕως τὸν θάνατόν του (532 μ.Χ.) ἵδρυσε, ἀλλὰ καὶ τὰς ὑπολοίπους μονὰς τῆς Παλαιστίνης, κατὰ τοὺς μέσους χρόνους καὶ διὰ τὴν Ἐκκλησίαν ὁλόκληρον. Ἡ Μεγίστη Λαύρα τοῦ Ἁγίου Σάββα διεξήγαγε ἰσχυροὺς ἀγῶνας κατὰ τῆς αἱρέσεως τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ τὰ ἔτη 512-516 μ.Χ. καὶ ἀντιπαρετάθη πρὸς τὸν αὐτοκράτορα Ἀναστάσιον καὶ τὰ λοιπὰ Πατριαρχεῖα τῆς Ἀνατολῆς, εὑρισκόμενα τότε εἰς τὰ χέρια μονοφυσιτῶν. Ἡ σθεναρὰ κινητοποίησις καὶ ὁμολογία τῶν ἀναχωρητῶν τῆς ἐρήμου διέσωσαν τὸ Πατριαρχεῖον Ἱεροσολύμων ἀπὸ τὴν αἵρεσιν. Οἱ διάδοχοι τοῦ Ἁγίου Σάββα εἰς τὴν ἡγουμενίαν τῆς Λαύρας ἀνέδειξαν αὐτὴν καὶ πάλι ἄσειστον προπύργιον κατὰ τῆς αἱρέσεως τοῦ Ὠριγενισμοῦ. Μὲ τὴν καθοδήγησιν τοῦ Σαββαΐτου Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Ἠσυχαστοῦ, πρώην ἐπισκόπου Κολωνίας (454-558), οἱ ἡγούμενοι τῆς Λαύρας Γελάσιος (537-546), Κασσσιανὸς (547-548) καὶ Κόνων (548-568) ἀπέκρουσαν τὰς μεθοδείας τῶν Ὠριγενιστῶν καὶ τὰς δολοπλοκίας εἰς τὸν αὐτοκράτορα Ἰουστινιανὸν, ὄχι ὅμως χωρὶς ἀντίποινα. Οἱ μοναχοί τῆς Λαύρας, μιᾶς ἐκ τῶν ὀλίγων Μονῶν, αἱ ὁποῖαι εἶχον ἀπομείνει εἰς τοὺς Ὀρθοδόξους, ὑπέστησαν διωγμοὺς καὶ βιαιοπραγίας, ἀκόμη καὶ διὰ τὴν ἐνθρόνησιν διὰ τῆς βίας τοῦ Ὠριγενιστοῦ ἡγουμένου (547μ.Χ.). Ὅμως ὁ Θεὸς ἐφύλαξε τὴν λαύραν καὶ αἱ ἐνέργειαι τοῦ Κόνωνος συνέβαλαν τὰ μέγιστα εἰς τὴν σύγκλησιν τῆς 5ης Οἰκουμενικῆς Συνόδου (553 μ.Χ.), ἡ ὁποία κατεδίκασε τὰς πλάνας τοῦ Ὠριγένους ἅπαξ διὰ παντὸς καὶ χάριν ὁλοκλήρου τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἐμφάνισις τῶν Περσῶν εἰς τὴν Ἁγίαν Γῆν (614 μ.Χ.) ἀπετέλεσε τὸ προοίμιον διὰ τὴν ἔλευσιν τῶν Ἀράβων τοῦ Ἰσλὰμ (638μ.Χ.). Παρομοίως τὴν ἀπαρχὴν τῶν Ὁσιομαρτύρων τῆς Λαύρας ἀπετέλεσαν οἱ Σαββαΐται, οἱ ὁποῖοι ἐσφαγιάσθησαν ὑπὸ τῶν Περσῶν τεσσαράκοντα τέσσαρες εἰς τὸν ἀριθμὸν τὴν 16ην Μαΐου τὸ 614 μ.Χ.

2. Ἐπὶ τῶν Ἀράβων τῶν Σταυροφόρων καὶ τῶν Μαμελούκων (638-1517 μ.Χ.)

Μετὰ τὴν ἀραβικὴν κατάκτησιν καὶ τὴν ἀναδιοργάνωσιν τῆς Μεγίστης Λαύρας τοῦ Ἁγίου Σάββα ἀπὸ τὸν Πατριάρχην ἅγιον Μόδεστον, ἠκολούθησε ἡ ἐνδοξοτέρα περίοδος, ὁ «χρυσὸς αἰὼν» τῆς Λαύρας, ἤτοι ὁ ὄγδοος καὶ μέρος τοῦ 9
ου μ.Χ. αἰῶνος. Ὁ ἐπιφανέστερος θεολόγος τοῦ 8ου αἰῶνος Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ὁ ὑμνογράφος Κοσμᾶς ὁ Ἁγιοπολίτης, Στέφανος ὁ Μελωδός, Μιχαὴλ ὁ Σύγκελος, Θεόδωρος καὶ Θεοφάνης οἱ Γραπτοὶ καὶ ὁ πατὴρ Ἰωνᾶς ὁ Σαββαΐτης, Θεόδωρος ὁ ἐπίσκοπος Καρρῶν (Ἀβουκάρας), πέντε ἐπιφανεῖς κατὰ τὴν ἁγιότητα ἢ καὶ τὴν θεολογίαν, οἱ Ἅγιοι Στέφανος ὁ Θαυματουργός, Θεόδωρος ἐπίσκοπος Ἐδέσσης, Μιχαὴλ ὁ Ὁσιομάρτυς, οἱ Ὁσιομάρτυρες Βάκχος καὶ Γεώργιος ὁ Βηθλεὲμ συναποτελοῦν ἐκλεκτὴν χορείαν, ἡ ὁποία διεκόσμησε τὴν Ἐκκλησίαν τῶν Ἱεροσολύμων, ἀλλὰ καὶ τὴν καθ’ ὅλου Ἐκκλησίαν καὶ προσετέθη εἰς τοὺς παλαιοτέρους Ὁσίους καὶ Μάρτυρας τῆς Λαύρας, Ἀβράμιον ἐπίσκοπον Κρατείας, Ξενοφώντα, Ἀρκάδιον καὶ Ἰωάννην, Ἀντίοχον καὶ Ἀναστάσιον τὸν Πέρσην. Παρὰ τὰς βιαίας καὶ φονικὰς ἐπιθέσεις ἀπὸ ποικιλωνύμους βαρβάρους (796,809,813 μ.Χ. ) καὶ τὴν γενικὴν ἀταξίαν, ἡ προσφορὰ τῆς Λαύρας εἰς τὴν Ἐκκλησίαν φθάνει εἰς τὸ ἀποκορύφωμά της. Ἡ συμβολὴ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ εἰς τὴν πρώτην (726-787) καὶ τῶν Ἁγίων Μιχαὴλ τοῦ Συγκέλου, Θεοφάνους καὶ Θεοδώρου τῶν Γραπτῶν εἰς τὴν δευτέραν (814-843) φάσιν τῆς εἰκονομαχίας διὰ τὴν ἐπικράτησιν τῆς τιμῆς τῶν ἱερῶν εἰκόνων, ἀποδεικνύει τὴν σημασίαν τῆς Λαύρας διὰ τὴν Θεολογίαν ἀλλὰ καὶ διὰ τὴν γενικὴν τιμὴν, τὴν ὁποίαν ἀπελάμβανε, καθόσον οἱ τρεῖς τελευταῖοι ὁμολογηταί προσεκλήθησαν εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν ἀπὸ τὸν Ἅγιον Θεόδωρον τὸν Στουδίτην διὰ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγον. Πλὴν τῆς Θεολογικῆς συγγραφικῆς παραγωγῆς ἡ Λαύρα τὴν ἐποχὴν ἐκείνην ἐπέδειξε πλουσίαν ἀντιγραφικὴν καὶ μεταφραστικὴν δραστηριότητα. Καθίσταται τὸ κέντρον τῆς γεωργιανῆς γραμματείας ἀπὸ τὸν 7ον ἕως τὸν 10ον αἰῶνα, ὅπως ἐπίσης κέντρον μεταφράσεων ἐκκλησιαστικῶν συγγραμμάτων ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴν εἰς τὴν ἀραβικήν. Χαρακτηριστικὸν εἶναι ὅτι τὰ σήμερον πασίγνωστα «Ἀσκητικά» τοῦ Ἁγίου Ἰσαὰκ τοῦ Σύρου μετεφράσθησαν ἀπὸ τὴν Συριακὴν γλῶσσαν εἰς τὴν ἑλληνικὴν διὰ πρώτην φορὰν εἰς τὴν Λαύραν ὑπὸ τῶν μοναχῶν Ἀβραμίου καὶ Πατρικίου εἰς τὰ τέλη τοῦ 8ου αἰῶνος. Ἀπὸ τὸν 9ον αἰῶνα ἕως τὸν 13ον αἰῶνα ἡ λειτουργικὴ τάξις, τὸ λειτουργικόν «Τυπικόν»» τῆς Λαύρας, μαζὶ μὲ τοὺς ὕμνους τῶν Σαββαϊτῶν ἁγίων ὑμνογράφων καὶ ἴσως μερικαὶ μοναστικαὶ συνήθειαι τῆς Λαύρας, διαδίδονται εὐρέως ὑπὸ διακεκριμένων ἁγίων ἱδρυτῶν μονῶν. Εἰς μέγαν ἤ μικρὸν βαθμὸν τὸ «Τυπικόν» τῆς Λαύρας ἐπηρέασε τὰ μοναστηριακὰ Τυπικά, τὰ ὁποῖα συνέγραψαν οἱ Ἅγιοι Θεόδωρος ὁ Στουδίτης (9ος αἱ.), Παῦλος ὁ Νέος τοῦ Ὄρους Λάτρος (ἀρχαὶ 10ου αἱ.), Νίκων ὁ Μαυρορείτης (τέλη 1ου αἱ.), Χριστόδουλος τῆς Πάτμου (11ος αἱ.), Λάζαρος ὁ Γαλησιώτης (10ος –11ος αἱ.), Λουκὰς τῆς Μεσσήνης (Σικελία, 12ος αἱ.), Νεόφυτος ὁ Ἔγκλειστος (Κύπρος 12ος -13ος αἱ.) καὶ Νεῖλος Ταμασίας ( Ι.Μ.Μαχαιρά, Κύπρος, ἀρχαὶ 13ου αἱ.). Ἤδη ἀπὸ τὸν 9ον αιώνα εἶχε διαδοθεῖ τὸ μοναστηριακὸν Σαββαϊτικὸν Τυπικὸν εἰς τὴν ἀπόμακρον Γεωργίαν (ὑπό τοῦ Ἅγίου Γρηγορίου Κhandzta, τὸ 826 μ.Χ.). Παραλλήλως τεραστία ὑπῆρξε ἡ διάδοσις τοῦ νέου ὑμνογραφικοῦ εἴδους, τὸ ὁποῖον ἀνεπτύχθη κυρίως ἀπὸ τὸν Ἰωάννην τὸν Δαμασκηνὸν καὶ τῆς «ἁγιοσαββιτικῆς ποιητικῆς σχολῆς», ἤτοι τοῦ κανόνος. Ἡ ὑμνογραφικὴ παραγωγὴ τῆς Λαύρας ἀπετέλεσε τὸ θεμέλιον διὰ τὴν διαρρύθμισιν τῆς ἐκκλησιαστικῆς Λατρείας μετὰ τὴν εἰκονομαχίαν. Ἡ ἀποδιδομένη εἰς τὸν Δαμασκηνὸν καθιέρωσις τῶν ὀκτὼ ἤχων τῆς μελωδήσεως ἐπεκράτησε εἰς τὴν Λατρείαν καὶ ἡ συγγραφὴ τῆς ὀκταήχου ἀπετέλεσε τὴν πρώτην μορφὴν τῆς Παρακλητικῆς, τοῦ κυριωτέρου λειτουργικοῦ βιβλίου τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ ἔτος 808 ἡ Λαύρα εὑρίσκεται καὶ πάλι ὑπερασπιζομένη τὴν Ὀρθόδοξον Πίστιν. Μὲ τὴν καθοδήγησιν τοῦ Ἡγουμένου τῆς Λαύρας Ἰωάννου, κληρικοὶ καὶ ἁπλοὶ πιστοὶ ἀντέδρασαν εἰς τὴν αἵρεσιν τοῦ Filioque, τὴν ὁποίαν μόλις πρὸ ὀλίγου εἶχαν παρουσιάσει εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα οἱ Βενεδικτίνοι Μοναχοί τοῦ Ὄρους τῶν Ἐλαιῶν. Ἡ ἀντίδρασις τῶν Ὀρθοδόξων τόσο εἰς τὴν Βηθλεὲμ ὅσο καὶ εἰς τὸν Πανάγιον Τάφον ἦταν τόσο ἐπίμονος, ὥστε οἱ Βενεδικτίνοι ἠναγκάσθησαν νὰ ἀπευθυνθοῦν εἰς τὸν Πάπα Ρώμης Λέοντα τὸν Γ΄ καὶ τὸν Φράγκον Αὐτοκράτορα τῆς Δύσης Καρλομάγνον διὰ βοήθειαν. Ὁ Αὐτοκράτωρ τῆς Δύσης συνεκάλεσε Σύνοδον εἰς τὸ Aachen τὸ 809 καὶ ἐπισημοποίησε δυστυχῶς τὴν αἵρεσιν, ἐνῶ ὁ Πάπας Λέων ἀντέστη κατὰ τῆς προσθήκης τοῦ filioque εἰς τὸ Σύμβολον τῆς Πίστεως σθεναρῶς. Ἔτσι μισὸν αἰῶνα πρὶν τὸ Filioque λάβῃ κυρίαρχον θέσιν εἰς τὰς Θεολογικὰς διενέξεις Ὀρθοδόξων καὶ Λατίνων, εἶχε προσκρούσει εἰς τὴν Ὀρθόδοξον συνείδησιν τῶν Ἱεροσολυμιτῶν Χριστιανῶν. Ἐπὶ τῆς κυριαρχίας τῶν Σταυροφόρων ἡ θέσις τοῦ ἡγουμένου τῆς Λαύρας παρουσιάζεται ἰδιαιτέρως ὑψηλὴ ἀπὸ τοὺς Λατίνους, ἐλλείψει Ὀρθοδόξου Πατριάρχου εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα. Ἡ Λαύρα προικίζεται ἀπὸ νέα περιουσιακὰ στοιχεῖα ἀπὸ τὴν Βασίλισσαν Μελισσάνθην (1131-1162) ἐνῶ ὁ Ναὸς τῆς Θεοτόκου καὶ οἱ Ἁγιογραφίαι του ἀνακαινίζονται ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα τῶν Ρωμαίων Μανουὴλ τὸν Κομνηνὸν (1143-1180) τὸ ἔτος 1169. Ἡ νίκη τῶν Μαμελούκων τοῦ Σαλαδδὶν ἐναντίον τῶν Σταυροφόρων τὸ ἔτος 1187 μ.Χ. ἐσήμαινε νέα δεινὰ διὰ τὸν Μοναχισμὸν τῆς Παλαιστίνης παρὰ τὴν σφαγὴν καὶ πάλι Σαββαϊτῶν μοναχῶν, ἡ Λαύρα παρέμεινε εἰς λειτουργίαν, μόνη αὐτὴ ἀνάμεσον τῶν λοιπῶν ἐρημωμένων μονῶν τῆς ἐρήμου. Τὴν περίοδον αὐτὴ ἀνάγεται καὶ ἡ συρρίκνωσις τῆς Λαύρας εἰς τὸν πυρήνα της, ἡ ἀνέγερσις τείχους πέριξ αὐτῆς καὶ ἡ υἱοθέτησις τοῦ κοινοβιακοῦ τρόπου ζωῆς ἐγκαταλείπουσα τὸν λαυρεωτικόν. Ἡ Λαύρα εἰσέρχεται εἰς τὴν δυσκολοτέραν ἴσως φάσιν τοῦ ἀγῶνος ἐπιβιώσεὼς της εἰς περιβάλλον ἐχθρικόν, καθίσταται παρ’ ὅλα αὐτὰ ἀξιολογώτατον σχολεῖον διὰ τὴν Ἁγιοταφιτικὴν Ἀδελφότητα, διδάσκουσα τὰ σχετικὰ μὲ τὴν μοναχικὴν πολιτείαν καὶ τὰ ἀφορῶντα τὰ ἐκκλησιαστικὰ πράγματα. Νέα ἀνακαίνισις τοῦ καθολικοῦ τῆς Λαύρας καὶ τοῦ Κουβουκλίου τοῦ τάφου τοῦ Ἁγίου Σάββα ὑπὸ τοῦ αὐτοκράτορος Ἰωάννου τοῦ Καντακουζηνοῦ (1347-1354) ἔλαβε χώραν εἰς τὸ ἥμισυ τοῦ 14ου αἰῶνος, πρωτοφανὴς ὅμως διὰ τὴν ἐποχὴν αὐτὴν καὶ καθοριστικὴν διὰ τὸ μέλλον τῆς ὀρθοδόξου λατρείας ἔγινε ἡ ἐξάπλωσις τοῦ λεγομένου «νέο-σαββαϊτικοῦ λειτουργικοῦ Τυπικοῦ» (ἤτοι τῆς συνθέσεως τοῦ παλαιοῦ σαββαϊτικοῦ καὶ στοιχείων τοῦ στουδιτικοῦ Τυπικοῦ). Τὸ Τυπικὸν αὐτό, ἀφοῦ παρεμέρισε τὰ Τυπικὰ τῶν Μονῶν Στουδίου καὶ Εὐεργέτιδος καθιερώθη εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν κατὰ τοὺς 13ον καὶ 14ου αἰῶνας (Μοναὶ Χειλέων, Ἁγ.Δημητρίου Κελλιβαρὰ, Θεοτόκου Βεβαίας Ἐλπίδος) τοὺς ἰδὶους αἰῶνας τὸ Τυπικὸν διεδόθη καὶ εἰς τὴν Σερβίαν ὑπό τοῦ Ἅγίου Σάββα Σερβίας (1175-1236) καὶ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Σερβίας Νικοδήμου (1317-1324). Τὸ νέον αὐτὸ σαββαϊτικὸν Τυπικόν, μετὰ τὴν ἐπικράτησὶν του εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος κατὰ τὴν περίοδον τῶν ἡσυχαστικῶν ἐρίδων καὶ τὴν νέα μορφὴν, τὴν ὁποίαν ἔλαβε τότε, διεδόθη χάριν εἰς τὴν ἀκτινοβολίαν τῆς θεολογίας τοῦ Ἡσυχασμοῦ καὶ εἰς τὴν ὑπόλοιπον Βαλκανικὴν εἰς τὴν Βουλγαρίαν καὶ τὴν Ρωσίαν. Ἀπὸ τὴν ὁριστικὴν ἐπικράτησιν παντοῦ τὸν 16οναἰῶνα ἕως καὶ σήμερον τὸ σαββαϊτικὸν-ἀθωνικὸν λειτουργικὸν Τυπικὸν ἀποτελεῖ τὸ λειτουργικὸν Τυπικὸν συμπάσης τῆς Ὀρθοδοξίας.

3. Ἀπὸ τὴν Τουρκικὴν κυριαρχίαν ἕως σήμερον (1517-2002)

Ἡ ἐμφάνισις τῶν Τούρκων εἰς τὴν Παλαιστίνην μὲ τὸν Σουλτάνον Σελὴμ συνωδεύθη μὲ νέαν σφαγὴν τῶν Σαββαϊτῶν καὶ εἶχε δυσμενεῖς ἐπιπτώσεις εἰς τὴν ζωὴν τῆς Λαύρας. Μολονότι ἐξεδόθησαν ἄνω τῶν τριάκοντα φιρμανίων τῶν Σουλτάνων κατὰ καιροὺς (μεταξὺ 1533 καὶ 1753) διὰ ἐπισκευὰς εἰς τὴν Λαύραν, φοροαπαλλαγὰς, προστασίαν καὶ δικαιώματα τῶν Σαββαϊτῶν Πατέρων, αὐτοὶ ὑπέστησαν πολλὰ δεινὰ, ἀκόμα καὶ ἐγκαταβίωσιν διὰ πολλὰ χρόνια ὁλοκλήρων χωριῶν. Ἡ ἰσχυρὰ παρουσία τῶν Σέρβων Μοναχῶν εἰς τὴν Λαύραν ὑπῆρξε εὐεργετικὴ διὰ αὐτὴν,ὅταν κατὰ τὸν 16
ον αἰῶνα ἡ Λαύρα εἶχε ἐλαχίστους Ἕλληνας Μοναχούς, ἐτερματίσθη εἰς τὰς ἀρχὰς τοῦ 17ου αἰῶνος ὅταν κατέστη εἰς τοὺς Σέρβους ἀδύνατος ἡ ἐξόφλησις τῶν χρεῶν, τὰ ὁποῖα ἡ οἰκοδομική τους δραστηριότης εἶχε δημιουργήσει. Ἡ παρέμβασις τοῦ Πατριάρχου Θεοφάνους τοῦ Γ΄ (1608-1644) μόλις ἔσωσε τὴν Λαύραν ἀπὸ τὰς χεῖρας τῶν δανειστῶν ἢ τῶν ἐποφθαλμιόντων Ἀρμενίων καὶ Λατίνων. Μεταξὺ ὅλων τῶν εὐεργετῶν καὶ δωρητῶν τῆς Λαύρας πλέον ἀξιομνημόνευτοι ἔχουν καταστεῖ οἱ Πατριάρχαι Ἱεροσολύμων Νεκτάριος (1660-1669) καὶ Δοσίθεος ὁ Β΄ (1669-1707), ὁ ὁποῖος ὠνομάσθη καὶ μέγας εὐεργέτης, οἱ ὁποῖοι κατώρθωσαν νὰ ἐπαναφέρουν τὴν Λαύραν εἰς ἀποκλειστικὴν χρήσιν καὶ κατοίκησιν τῶν Σαββαϊτῶν Πατέρων, ἐνῶ ὁ ἴδιος ὁ Δοσίθεος προὐχώρησε εἰς ἐκτενεῖς καὶ πολυεξόδους ἀνακαινίσεις ἢ ἐπεκτάσεις τῶν ναῶν, τῶν δωμάτων, τῶν δεξαμενῶν καὶ τῶν τειχῶν τῆς Μονῆς (κατὰ τὰ ἔτη 1667-1686). Τὴν σημερινὴν μορφὴν τῶν οἰκοδομημάτων της ἡ Ἱερὰ Λαύρα ὀφείλει εἰς τὴν οἰκοδομικὴν δραστηριότητα, ἡ ὁποία ἀνεπτύχθη μετὰ τὰς καταστροφὰς τοῦ σεισμοῦ τῆς 13ης Μαΐου τοῦ 1834 καὶ κατὰ τὴν ἡγουμενίαν τοῦ περιφανοῦς ἡγουμένου, κτήτορος τοῦ μεγάλου εὐεργέτου τῆς Λαύρας Ἰωάσαφ τοῦ Κρητὸς (1845-1874), ὁσιακὴ μορφὴ τοῦ Παλαιστινιακοῦ Μοναχισμοῦ. Ἀπόδειξις τοῦ πνευματικοῦ βάρους τοῦ Ὁσίου, ἁπλοῦ, ταπεινοῦ καὶ διακριτικοῦ αὐτοῦ Μοναστοῦ ὑπῆρξε καὶ ἡ διὰ πρώτην φορὰν μετὰ ἀπὸ αἰῶνας αὔξησις τῶν Σαββαϊτῶν περίπου ὀγδοήκοντα εἰς τὸν ἀριθμόν. Αἱ ἀλλεπάλληλαι πολιτικαὶ ἀλλαγαὶ κατὰ τὸν 20ον αἰῶνα εἰς τὴν ἐγγὺς ἀνατολὴν μὲ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ καὶ τὰς πρεσβείας τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Σάββα δὲν ἐσυσσώρευσαν εἰς τὴν Λαύραν τέτοιο πλῆθος προβλημάτων ὅσο εἰς τὰς ἄλλας μονὰς καὶ προσκυνήματα τοῦ Ὀρθοδόξου Πατριαρχείου. Ἀντιθέτως ἡ ἐπιστροφὴ τοῦ ἀφθόρου ἱεροῦ σκηνώματος τοῦ Ἁγίου Σάββα μετὰ ἀπὸ μακρὰν ἀπουσίαν αἰώνων (ἴσως ἀπὸ τοῦ 13ου) ἀπετέλεσε μεγίστην εὐλογίαν διὰ τὴν Ἁγιοταφιτικὴν Ἀδελφότητα, αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι ἠγωνίζοντο εἰς τὴν Λαύραν καὶ ὅλους τοὺς Ὀρθοδόξους Χριστιανοὺς τῆς Ἁγίας Γῆς καὶ ὁπωσδήποτε αἰτίαν βεβαίας ἐλπίδος εἰς τὸν Θεὸν καὶ τεκμήριον τῆς πατρικῆς καὶ ἀδιαλείπτου μερίμνης τοῦ Ἁγίου Σάββα διὰ τὴν Λαύραν του. Ἡ πνευματικὴ ζωὴ τῆς Λαύρας καὶ ἡ ποικιλόμορφος συνεισφορὰ εἰς τὴν ἀντιμετώπισιν τῶν προβλημάτων τῶν Ἁγιοταφιτῶν, τοῦ ὀρθοδόξου ποιμνίου καὶ τῶν εὐλαβῶν προσκυνητῶν τῶν Ἁγίων Τόπων δύναται ἀκόμα καὶ σήμερον νὰ ἐπαληθεύσῃ τὴν πρὸ αἰώνων γενομένην διαπίστωσιν: «Ὅπως ἡ Ἱερουσαλὴμ εἶναι ἡ Βασίλισσα πασῶν τῶν πόλεων, οὕτω καὶ ἡ Λαύρα τοῦ Ἁγίου Σάββα εἶναι ὁ πρίγκηψ πασῶν τῶν ἐρήμων, καὶ καθόσον ἡ Ἱερουσαλὴμ εἶναι τὸ πρότυπον ἄλλων πόλεων, τοσούτον καὶ ὁ Ἅγιος Σάββας τὸ παράδειγμα διὰ ἄλλας μονὰς».



19. Ἱερά Μονή τῶν Ποιµένων ἐν Μπετσαχούρ.
1. Ἱερά Μονὴ τοῦ Ἀββᾶ Γερασίµου τοῦ Ἰορδανίτου.
    
Μία ἐκ τῶν παλαιοτέρων Μονῶν τῆς Παλαιστίνης εἶναι ἡ Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Γερασίμου τοῦ Ἰορδανίτου, ἡ ὁποία ἐκτίσθη τὸ 455 ἀπὸ τὸν ἴδιον τὸν Ἅγιον Γεράσιμον. Ὁ Ἅγιος Γεράσιμος κατήγετο ἐκ τῶν Μύρων τῆς Λυκίας. Ὑπῆρξε σπουδαία μορφὴ τοῦ μοναχισμοῦ τῆς Παλαιστίνης συνδυάζων τὸν ἀναχωρητικὸν μὲ τὸν κοινοβιακὸν μοναχισμόν. Τὸ μοναστήριον εἶναι ἐκτισμένον εἰς τὴν νοτιοανατολικὴν κοιλάδα τῆς Ἱεριχοῦς. Πλησίον αὐτοῦ εἶναι τὸ ἀκριβὲς σημεῖον τοῦ ποταμοῦ Ἰορδάνου, ὅπου ἐβαπτίσθη ὁ Χριστός. Πλησίον τοῦ μοναστηρίου τοῦ Ἁγίου Γερασίμου εὑρίσκεται ἡ Νεκρὰ Θάλασσα εἰς τὸ μέρος ὅπου εὑρίσκοντο αἱ ἀρχαῖαι πόλεις Σόδομα καὶ Γόμορρα.
    
Τὸ μοναστήριον, τὸ ὁποῖον ὑψώνεται μεγαλόπρεπον εὑρίσκεται τετρακόσια περίπου μέτρα ὑπὸ τὴν ἐπιφάνειαν τῆς Μεσογείου Θαλάσσης. Εἰς τὴν βόρειον πλευρὰν του εἶναι ἐκτισμένη τρίκλιτος Ἐκκλησία ἀφιερωμένη εἰς τὸν Ἅγιον Γεράσιμον, τὸν Ἅγιον Εὐθύμιον, τὸν Ἅγιον Ζωσιμὰ καὶ τὴν Ὁσίαν Μαρίαν τὴν Αἰγυπτίαν. Ὅλος ὁ ἐσωτερικὸς διάκοσμος εἶναι τοῦ 12ου αἰῶνος. Κάτω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν, εἰς τὸν πρῶτον ὄροφον εὑρίσκεται μία ἄλλη μικροτέρα, ἀφιερωμένη εἰς τὴν φυγὴν εἰς τὴν Αἴγυπτον τῆς Ἁγίας οἰκογενείας, ἐξ αἰτίας τοῦ Ἡρώδου. Συμφώνως πρὸς τὴν παράδοσιν, εἰς τὸν χῶρον ἐστάθη καὶ ἐφιλοξενήθη ἡ Παναγία μὲ τὸν Χριστὸν βρέφος καὶ τὸν Ἅγιον Ἰωσήφ, ὅπου ἔλαβε χώρα τὸ ἀκόλουθον γεγονός. Ἐδῶ εἶχε τὸ λημέρι του εἷς ἀρχιληστής. Αὐτὸς διέταξεν τοὺς ἄλλους ληστάς νὰ μὴν ἐνοχλήσουν αὐτὴν τὴν οἰκογένειαν, διαφορετικῶς θὰ εἶχαν νὰ κάνουν μαζί του. Τὴν νύχτα ἡ Παναγία ἔλουσε τὸν Χριστόν. Τὸ νερὸ, τὸ ὁποῖον ἔμεινε, τὸ ἔλαβε ἡ γυναίκα τοῦ ληστοῦ καὶ ἔλουσε τὸ ἄρρωστον τέκνον της. Ἀμέσως τὸ τέκνον ἐθεραπεύθη. Λέγεται ὅτι αὐτὸ τὸ ἀγόρι ἦτο ὁ ληστὴς, ὁ ὁποῖος ἐσταυρώθη ἐκ δεξιῶν τοῦ Χριστοῦ καὶ μετέβη εἰς τὸν Παράδεισον. Ἡ περιοχὴ αὐτὴ λέγεται καὶ περιοχὴ τῆς πέρδικας. ( Deir Hajla). Ἔλαβε τὸ ὄνομά της ἀπὸ τὴν Παναγίαν. Ὅταν τὴν εἴδαν νὰ περνᾶ ἔλεγον ὅτι ὁμοίαζε μὲ πέρδικα. Μάλιστα κάποιος εἶπε χαρακτηριστικῶς. «Αὐτὴ ἡ γυναίκα εἶναι τόσο ὄμορφη! Ἂν ὑπάρχει μητέρα τοῦ Θεοῦ αὐτὴ πρέπει νὰ εἶναι .»
    
Μὲ τὴν εἰσβολὴν τῶν Περσῶν τὸ 614, τὸ μοναστήριον κατεστράφη καὶ δὲν ἐπανεκτίσθη παρὰ μόνον εἰς τάς ἀρχάς τοῦ 9ου αἰῶνος. Τὸ σημερινὸν μοναστήριον ἀνῳκοδομήθη ἐπάνω εἰς τὰ ἐρείπια ἑνὸς ἄλλου σπουδαίου μοναστηριοῦ, γνωστοῦ ὡς «Λαύρα τοῦ Καλαμῶνος», τὸ ὁποῖον ἱδρύθη ἀπὸ ἀναχωρητάς τῆς ἐρήμου, εἰς τοὺς χρόνους τῆς Ἁγίας Ἑλένης καὶ θεωρεῖται τὸ ἀρχαιότερον μοναστήριον τῆς Παλαιστίνης. Εἷς ἐκ τῶν πολλῶν μοναχῶν τῆς Λαύρας τοῦ Καλαμῶνος ἦτο καὶ ὁ Ἅγιος Σάββας, πρὶν ἱδρύσῃ τὴν ἰδικήν του Λαύραν. Ἡ Λαύρα ἐξηκολούθη νὰ κατοικεῖται μέχρι τὸν 12ον αἰῶνα, ὅταν ἐπεσκευάσθη ὑπό τοῦ αὐτοκράτορος Μανουὴλ Κομνηνοῦ. Ἐπάνω εἰς τὰ ἐρείπια τοῦ μοναστηριοῦ ἐκτίσθη τὸν 19ον αἰῶνα τὸ σημερινὸν μοναστήριον τοῦ Ἁγίου Γερασίμου. Ἡ μνήμη του τιμᾶται τὴν 4ηνΜαρτίου καὶ πάντοτε πέφτει ἐντὸς τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, τῆς περιόδου τοῦ πένθους καὶ τῆς κατανύξεως, τό ὁποῖον τόσο ἀγαποῦσε ὁ Ὅσιος κὰθ' ὅλον του τὸν βίον. Πάντοτε εἰκονίζεται μὲ ἕνα λέοντα, ὁ ὁποῖος, ἀφ' οὗ ἐθεραπεύθη ὑπὸ τοῦ Ἁγίου, ἔγινε πιστὸς καὶ ἀχώριστος ὑποτακτικός του, βοηθῶν εἰς τὰ ἔργα τῆς Μονῆς. Ἔτσι ὁ Θεὸς δοξάζει τοὺς δοξάζοντας αὐτὸν εἰς τὴν ζωήν τους.
 
2. Ἱερά Μονὴ Ἀββᾶ Θεοδοσίου τοῦ Κοινοβιάρχου.
    
Ἡ Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Ἀββᾶ Θεοδοσίου τοῦ Κοινοβιάρχου εὑρίσκεται ἀνατολικῶς τῆς Βηθλεέμ, εἰς τὴν εἴσοδον τῆς ἐρήμου καὶ ἐπάνω εἰς τὸν ἀρχαῖον κεντρικὸν δρόμον, ὁ ὁποῖος ὁδηγεῖ ἀπὸ τὴν ἔρημον τοῦ Ἰορδάνου εἰς τὴν Νεκρὰν Θάλασσαν. Τὸ σημερινὸν μοναστήριον εἶναι ἐκτισμένον εἰς τὴν θέσιν τοῦ ἀρχαίου Κοινοβίου, τό ὁποῖον ἱδρύθη ἀπό τόν Ἅγιον Θεοδόσιον, τὸν 5ον αἰῶνα. Μετὰ τὴν ἵδρυσιν τῆς Μονῆς ἀρχίζει ἡ δράσις τοῦ Ἀββᾶ Θεοδοσίου εἰς τὸν μοναχικὸν βίον, ἀπολαμβάνοντος κοινὴν τιμὴν καὶ εὐγνωμοσύνην μὲ αὐτὴν τοῦ Ἁγίου Σάββα τοῦ Ἡγιασμένου καὶ τοῦ Μεγάλου Εὐθυμίου, ὄχι μόνον ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων καὶ τῶν Μονῶν τῆς Παλαιστίνης ἀλλὰ καὶ ὁλοκλήρου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
    
Ἡ Σπηλιὰ, προσκύνημα, παρουσιάζει μεγάλον ἐνδιαφέρον διότι, συμφώνως πρὸς τὴν παράδοσιν, ἐκεῖ διανυκτέρευσαν οἱ Τρεῖς Μάγοι ἐπιστρέφοντες ἀπὸ τὴν Βηθλεέμ. Ἡ Σπηλιὰ εἶναι φυσική, μὲ ὀλίγα λαξευτὰ σημεῖα καὶ κατὰ τὴν μακραίωνον ἱστορίαν τῆς Μονῆς ἐχρησιμοποιήθη ὡς Ἐκκλησία ἀρχικῶς καὶ ἀργότερον ὡς κοιμητήριον. Μέσα εἰς μαρμαρίνους λάρνακας κατὰ μῆκος τῶν τοίχων τῆς σπηλιᾶς εἶναι ἐνταφιασμένοι ὁ ἱδρυτὴς τοῦ μοναστηριοῦ Σωφρόνιος, Πατριάρχης Ἱεροσολύμων, ὁ διάδοχος τοῦ Ἁγίου καὶ ὁ μετέπειτα ὀνομαστὸς Πατριάρχης τῆς Ἱερουσαλὴμ ὁ Ἃγιος Κόπρης, ἡ Ἁγία Σοφία, μητέρα τοῦ Ἁγίου Σάββα, ἡ Ἁγία Θεοδότη, μητέρα τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων, ἡ μητέρα τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος, οἱ Ἅγιοι Ξενοφῶν καὶ Μαρία καὶ ἄλλαι ἐξέχουσαι μορφαὶ τοῦ μοναχισμοῦ τῆς Παλαιστίνης.
    
Εἰς τὸν χῶρον τῆς Ἱερᾶς μονῆς εἶχον ἀνεγερθεῖ Νοσοκομεῖα, γηροκομεῖα, πτωχοκομεῖα, ὀρφανοτροφεῖα, «παντεία τεχνῶν ἐργαστήρια», καὶ πλῆθος ἄλλων κτισμάτων. Ὁ Μέγας Θεοδόσιος ὑπῆρξε ὁ θερμότερος συνήγορος καὶ ὀπαδὸς τοῦ ἀληθινοῦ καὶ ὑψηλοῦ μοναχικοῦ βίου, ὁ ὁποῖος συνεδύαζε εἰς τὴν μοναχικὴν πολιτείαν τὴν παιδείαν καί τὴν μοναχικὴν ἄσκησιν τῆς φιλεργίας καὶ φιλοπονίας. Εἰς τὸ σημεῖον αὐτὸ ὁ Μέγας Θεοδόσιος μιμεῖται τοὺς μεγάλους συμπολίτας του Καππαδόκας, Βασίλειον καὶ Γρηγόριον, οἱ ὁποῖοι συνεδύασαν ἁρμονικότερον καὶ ἀπέδειξαν μὲ τὸ παράδειγμά τους ὅτι εἶναι δυνατὴ ἡ συνύπαρξις τοῦ θεωρητικοῦ καὶ πρακτικοῦ βίου εἰς τὴν μοναχικὴν ζωήν.
    
Εἰς τὴν ἡγουμενίαν τὸν διεδέχθη ὁ Σωφρόνιος, ὁ ὁποῖος συνέχισε ἐπαξίως τὸ ἔργον τοῦ Μεγάλου Θεοδοσίου. Σύγχρονος καὶ συμμοναστὴς τοῦ Σωφρονίου καὶ τοῦ Μοδέστου ὑπῆρξε ὁ Μόσχος, ὁ γνωστὸς συγγραφεὺς τοῦ Λειμωναρίου, ὁ ὁποῖος ἀπεβίωσε ἀργότερον εἰς τὴν Ρώμην ἀλλὰ τὸ σκήνωμά του μετεφέρθη καὶ ἐνεπετέθη εἰς τὸ σπήλαιον τῶν Μάγων, ἐπειδὴ αὐτὸ ἐθεωρήθη διὰ τὸν κηδευόμενον ὑψίστην τιμήν. Μὲ τὴν Περσικὴν εἰσβολὴν καὶ τὴν Ἀραβικὴν κατάκτησιν τὰ πράγματα ἤλλαξαν ριζικῶς. Τὸ μοναστήριον ἔπεσε εἰς δυσμένειαν καὶ πάρα πολλοί μοναχοὶ ἐσφαγιάσθησαν. Κατὰ τὴν περίοδον τῶν Σταυροφόρων, ἡ μονὴ φθάνει εἰς τὴν ἀκμὴν της ἀλλὰ ἐγκαταλείπεται ὁριστικῶς τὸν 15ον αἰῶνα. Τὸ 1881 ὁ σχολάρχης τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Τιμίου Σταυροῦ Φώτιος Ἀλεξανδρίδης, ἀγοράζει τὸ θεῖον ἄντρον τῶν Μάγων, καὶ ἀνακαινίζει τὸ ἐρειπωμένον κτίσμα. Τὸ 1896 ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Γεράσιμος Α' θεμελιώνει τὴν νέαν μονήν. Τὸ 1990 ἀνακαινίζονται τὰ σπήλαια τῶν Μάγων καὶ ἀγοράζεται ἡ γύρω περιοχὴ ἀπὸ τὸν μοναχὸν Λεόντιον. Ὁ συγγραφεὺς τῆς ἱστορίας τῆς μονῆς Ἀρχιδιάκονος π. Κλεόπας Κοικυλίδης χαρακτηρίζει ὡς θαῦμα τὸν ἀριθμὸν τῶν 700 περίπου μοναχῶν κατὰ τοὺς ἀρχαίους χρόνους. Τὸ σημερινὸν κτίσμα εἶναι τρουλαία Βασιλικὴ καὶ εὑρίσκεται εἰς τὸ νότιον τμῆμα τοῦ σπηλαίου τῶν Μάγων. Ἑλληνικαί ἐπιγραφαί, μωσαϊκὰ δάπεδα, μαρμάρινα κιονόκρανα ἀποτελοῦν ἀναμφισβητήτους μαρτυρίας τῆς ἱστορικῆς συνέχειας τοῦ μοναστηριοῦ ἀνὰ τοὺς αἰῶνας, καθιστάσας αὐτὴν πνευματικὸν φάρον τῆς Ὀρθοδοξίας εἰς τὴν περιοχὴν τῆς Παλαιστίνης. Ὁ Ἅγιος Θεοδόσιος τόσο πολὺ εἶχε τρωθεῖ ἀπὸ τὴν θείαν ἀγάπην ὥστε ἐξεπλήρωσε εἰς τὸ ἀκέραιον τὴν ὑψηλὴν καὶ θείαν ἐντολήν: «Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου, ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου και ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν».
B. ΤΖΑΦΕΡΗ, ΑΓΙΟΙ ΤΟΠΟΙ, ΑΘΗΝΑ 1997
 
Συνοπτικὸς βίος τοῦ Ἀββᾶ Θεοδοσίου τοῦ Κοινοβιάρχου
Ὁ Θεοδόσιος ἐγεννήθη ἐν ἔτει 424 μ.Χ. εἰς τὴν κώμην Μαγαρισσὸν παρὰ τὰ Κόμανα τῆς Καππαδοκίας, ὑπὸ γονέων εὐσεβῶν, Προαιρεσίου καὶ Εὐλογίας καλουμένων. Ὁ Θεοδόσιος ἀπεκλήθη Μέγας λόγῳ τῆς ὡραίας ἐμφανίσεως, γλυκύτητος καὶ δράσεως αὐτοῦ, Κοινοβιάρχης δὲ λόγῳ τοῦ ἔργου του. Τὸ ἔτος 451, εἰς ἡλικίαν 27 ἐτῶν, ἐγκαταλείπει τὴν πατρικὴν οἰκίαν, μὲ σκοπὸν νὰ ἐπισκεφθῇ τοὺς Ἁγίους Τόπους. Διερχόμενος τὴν Ἀντιόχειαν, ἐγνώρισε ἐκεῖ καὶ κατηξιώθη τῶν εὐλογιῶν του, τὸν περιώνυμον τότε καὶ διαλάμποντα ἐπ’ ἁγιότητι βίου καὶ πλουσίαις δωρεαῖς χαρίτων Συμεώνα τὸν Στυλίτην. Ὁ Θεοδόσιος ἐξεπλάγη ἀκούων τὸν Συμεώνα νὰ προλέγῃ εἰς αὐτὸν τὴν μέλλουσαν μεγάλην εἰς τὴν Ἐκκλησίαν καὶ τοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνας σταδιοδρομίαν του.
Ἀφοῦ μετέβη καὶ προσεκύνησε τὰ Πανάγια Προσκυνήματα εἰς Ἱεροσόλυμα προσῆλθε καὶ παρέμεινε πλησίον τοῦ ἁγίου Λογγίνου, καταγομένου καὶ ἐκείνου ἐκ Καππαδοκίας, ὁ ὁποῖος διέμενε εἰς τὸν Πύργον τοῦ Δαυΐδ, ἐνταχθεὶς συγχρόνως εἰς τὸ Τάγμα τῶν «Σπουδαίων» τοῦ Ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως.  Ὁ Θεοδόσιος ἐπειδὴ ἐπόθει μεγαλυτέραν μόνωσιν μετέβη καὶ παρέμεινε εἰς τὸ λεγόμενον «Παλαιὸν Κάθισμα», εὐρισκόμενον εἰς λεωφόρον, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα πρὸς Βηθλεέμ, ὅπου ὑπάρχει Ἱερὸς Ναὸς πρὸς τιμὴν τῆς Θεοτόκου, ἀνεγερθεὶς ὑπὸ τῆς εὐσεβοῦς Ἰκελίας, εἰς τὴν θέσιν ὅπου σήμερον ὑπάρχει ἡ Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Προφήτου Ἠλία. Ὁ Θεοδόσιος, ἀφοῦ ἔμεινε ἐκεῖ ὀλίγον χρονικὸν διάστημα, ἐπειδὴ ἐπόθει ἀκόμη μεγαλυτέραν ἀσκητικὴν πολιτείαν, ἀναχωρεῖ ἀπὸ τὸ «Παλαιὸν Κάθισμα»  καὶ μεταβαίνει εἰς ἄλλον τόπον, εἰς τὰ ἐνδότερα τῆς ἐρήμου. Παράδοσις τὶς ἐφέρετο ἀπὸ στόματος εἰς στόμα καὶ τότε, ὅτι εἰς κάποιο σπήλαιον τοῦ τόπου ἐκείνου κατέλυσαν οἱ τρεῖς Μάγοι ὅτε «χρηματισθέντες κατ’ ὄναρ μὴ ἀνακάμψαι πρὸς Ἡρώδην, δι’ ἄλλης ὁδοῦ ἀνεχώρησαν εἰς τὴν χῶραν αὐτῶν» (Μάτθ. Β, 12). Εἰς τὴν  θέσιν αὐτὴν ὁ Θεοδόσιος ἐσχημάτισε τὸ πρῶτον μίαν μικρὰν ἀδελφότητα, ἡ ὁποία ηὐξήθη ταχέως ἐκ τῆς φήμης τῆς ἁγιότητας αὐτοῦ. Μετὰ τὴν αὔξησιν τῆς ἀδελφότητος, προέβη εἰς ἵδρυσιν τῆς Μονῆς, τῆς ὁποίας τὰ θεμέλια ἐτέθησαν κατὰ τὰ ἔτη 465-475.
Μετὰ τὴν ἵδρυσιν τῆς Μονῆς ἀρχίζει ἡ δράσις τοῦ μεγάλου Πατρός. Ὡς πρὸς τὴν ἐσωτερικὴν ὀργάνωσιν τοῦ Κοινοβίου, ὁ Θεοδόσιος δὲν ἔλαβεν ὡς ὑπόδειγμα τὰ προηγούμενα Κοινόβια τῆς Παλαιστίνης. Εἰς τοῦτο συνετέλεσε κυρίως ἡ θέσις τοῦ Κοινοβίου, ἐπειδὴ εὑρίσκεται ἐπὶ ὀροπεδίου ὑψηλοῦ καὶ ὄχι εἰς τόπον χαμηλὸν καὶ βραχώδη. Ἀπὸ τὴν Μονὴν φαίνεται ἡ Βηθλεέμ, ἡ Ἱερουσαλὴμ μετὰ τοῦ Ὄρους τῶν Ἐλαιῶν, ὁ Ἰορδάνης, ἡ Νεκρὰ Θάλασσα καὶ τὸ Σαραντάριον Ὄρος. Εἰς τὸν εὐχάριστον ἐκεῖνον τόπον διαμονῆς τὸ Κοινόβιον εἰργάζετο ὄχι μόνον διὰ τοὺς ἐν αὐτῷ ἀσκουμένους, ἀλλὰ καὶ τὴν χριστιανικὴν κοινωνίαν. Ἡ κοινοβιακὴ ζωὴ συνετέλεσε ἀφ’ ἑνὸς εἰς τὸ νὰ αὐξηθῇ ὁ ἀριθμὸς τῶν μοναχῶν, οἱ ὁποῖοι ἀνῆλθον εἰς 700, ἀφ’ ἑτέρου δὲ νὰ δέχεται τὸ Κοινόβιον δωρεὰς εὐσεβῶν πλουσίων, ἀρχῆς γενομένης ὑπὸ τίνος Ἀκακίου. Αἱ δωρεαὶ διετίθεντο διὰ τὴν ἀνέγερσιν ξενώνων ἢ κελλίων τῶν μοναχῶν καὶ σιγὰ σιγὰ ἐδημιουργήθη ὁλόκληρος πόλις πέριξ τῆς Μονῆς. Ὁ Ἅγιος Θεοδόσιος ἐστήριζε τὸν βίον τῶν μοναχῶν, ὄχι μόνον ἐπὶ τῆς ἀσκήσεως πρὸς ἠθικὴν τελείωσιν, ἀλλὰ καὶ ἐπὶ τῆς ἐργασίας. Εἰς τὴν εἴσοδον δὲ τοῦ Κοινοβίου εἶχεν ἀναγράψει «μηδεὶς ῥάθυμος εἰσήτω».
Κατὰ τὰς τρεῖς τελευταίας ἡμέρας τῆς ζωῆς του, ὁ Θεοδόσιος ἐδίδασκε συνεχῶς τοὺς μοναχούς. Ὅπως λέγει ὁ βιογράφος του, Θεόδωρος, Ἐπίσκοπος Πέτρας – Ἀραβίας, ὁ ἅγιος Θεοδόσιος «συνέσει πολλῇ ἐκαλλώπιστο», ἐμελετοῦσε πάντοτε σοβαρὰς μελέτας, ἐκ τῶν ὁποίων ἤντλει τὴν πλέον εὔγευστον τροφήν. Ἕνεκα τῆς ἐξόχου προσωπικότητός του «πολλοὶ τῷ ζήλῳ πυρωθέντες προστρέχουσι καὶ τῆς μετ’ αὐτοῦ συνοικήσεως ἀντιβολοῦσι τυχεῖν καὶ ὁδηγοῦν τοῦ κατὰ Θεὸν βίου γενέσθαι αὐτὸν ἰκετεύουσιν». 
 
3. Ἱερά Μονή Βαϊοφόρου Βηθσφαγῆς.
 
4. Ἱερά Μονή Θαβωρίου Ὄρους.
Τὸ ὄρος Θαβώρ, Ἰταβύριον εἰς τὴν θύραθεν γραμματείαν, «δεσπόζει εἰς τὸ μέσον τῆς Γαλιλαίας, ἀναμέσον τῆς πεδιάδος τοῦ Ἰεζράελ καὶ τῆς Σκυθουπόλεως, πανταχόθεν ἀπομεμονωμένον ἀπὸ παντὸς ἄλλου ὁμόρου ὄρους. Μνείαν τοῦ ὄρους Θαβὼρ ἔχομεν εἰς τὴν Παλαιὰν Διαθήκην. Ἀναφέρεται εἰς τοὺς ψαλμούς:«ΘαβὼρκαὶἙρμὼνἐντῷὀνόματίΣουἀγαλλιάσονται» (Ψαλμ. 88,13). Ἐπίσης ἀναφέρεται ὡς τὸ ὅριον τῶν φυλῶν Ζαβουλῶν καὶ Ἰσσάχαρ (Ἰησ. Ναυῆ 19, 12-22) καὶ ὡς ὁ τόπος συγκεντρώσεως τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ ὑπὸ τὸν Βαροὺχ καὶ τὴν Δεβώραν πρὸ τῆς μάχης κατὰ τοῦ Σισάρα (Κριτ. 4,6). Εἰς τὴν Καινὴν Διαθήκην δὲν γίνεται ὀνομαστικὴ μνεία τοῦ ὄρους Θαβώρ. Τοῦτο ὅμως ὑπονοεῖται ὡς τὸ ὄρος τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου διὰ τῆς φράσεως τοῦ ἀποστόλου Πέτρου, «ἐν ὄρει ἁγίῳ», «καὶ ταύτην τὴν φωνὴν -Οὗτός ἐστιν ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, εἰς ὃν ἐγὼ ηὐδόκησα- ἠκούσαμεν ἐξ οὐρανοῦ ἐνεχθεῖσαν σὺν αὐτῷ ὄντες ἐν τῷ ἁγίῳ ὄρει». (Πέτρ. Β' 1,18). Παρὰ τὴν καινοδιαθηκικὴν ἀνωνυμίαν, ἀρχαιοτάτη πίστις καὶ παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας συνδέει τὸ γεγονὸς τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου μὲ τὸ ὄρος Θαβώρ. Εἰς τοὺς πρόποδας τούτου τοῦ ὄρους ἄφησε ὁ Κύριος τοὺς ὑπολοίπους μαθητὰς Αὐτοῦ καὶ παρέλαβε μεθ' Ἑαυτοῦ ἐπὶ τῆς κορυφῆς τοὺς τρεῖς προκρίτους, Πέτρον καὶ Ἰάκωβον καὶ Ἰωάννην. Ἐνώπιον αὐτῶν αἴφνης ἔλαμψε τὸ πρόσωπον Αὐτοῦ ὡς ὁ ἥλιος καὶ τὰ ἱμάτια Αὐτοῦ ἐγένοντο λευκὰ ὡς τὸ φῶς καὶ ὤφθησαν ὁ Μωϋσῆς καὶ ὁ Ἠλίας νὰ συλλαλοῦν μετ' Αὐτοῦ περὶ τῆς σταυρικῆς θυσίας Αὐτοῦ εἰς Ἱεροσόλυμα καὶ ὁ Πέτρος προέτεινεν Αὐτῷ νὰ κατασκευάσουν τρεῖς σκηνὰς καὶ νὰ μείνουν ἐπὶ τοῦ ὄρους, ὁπότε καὶ νεφέλη φωτεινὴ ἐπεσκίασεν αὐτοὺς καὶ ἠκούσθη φωνὴ ἐκ τῆς νεφέλης λέγουσα:«Οὗτός ἐστιν ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ ηὐδόκησα, Αὐτοῦ ἀκούετε» (Λουκ. 9,28-36).Συμφώνως πρὸς τὴν ἑρμηνείαν τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Κύριος παρέδωσε τὴν θαυμαστὴν αὐτὴν θέαν τοῦ προσώπου Αὐτοῦ εἰς τοὺς τρεῖς προκρίτους  μαθητὰς Αὐτοῦ καὶ δι' αὐτῶν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, ἵνα προετοιμάσῃ  καὶ ἐνισχύσῃ αὐτοὺς διὰ τὸ μυστήριον τοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς Ἀναστάσεως Αὐτοῦ, ἵνα ὑπομνήσῃ τὸ πρωτόκτιστον κάλλος τῆς εἰκόνος τοῦ ἀνθρώπου, τὸ ἁμαυρωθὲν μὲ τὴν πτῶσιν καὶ ἀποκτώμενον πάλιν διὰ τῆς πίστεως καὶ κοινωνίας καὶ ἑνότητος μετ' Αὐτοῦ. Ἐν Αὐτῷ διὰ τοῦ προσωπικοῦ ἀγῶνος τῶν πιστευόντων εἰς Αὐτὸν ἐπιτυγχάνεται ἡ ἀποβολὴ τοῦ ἐνδύματος τῆς ἀσχημίας καὶ τῆς δυσμορφίας τῶν παθῶν  τῆς ψυχῆς καὶ ἡ ἔνδυσις τοῦ ἐνδύματος τῆς εὐμορφίας, τῆς κοσμιότητος καὶ τῆς εὐπρεπείας τῶν ἀρετῶν. Ἡ μεταμόρφωσις αὕτη, εἰς τὴν ὁποίαν καλεῖ ὁ Κύριος  τοὺς εἰς Αὐτὸν πιστεύοντας, συνέβη εἰς τὸν ὕψιστον βαθμὸν εἰς τοὺς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι ὡς  καὶ οἱ μαθηταὶ «τὴν δόξαν Κυρίου ἐθεάσαντο καθώς ἠδύναντο, ἐν τῇ ἐμπειρίᾳ τοῦ ἀκτίστου φωτὸς τοῦ προσώπου Αὐτοῦ». Ἐπὶ τῆς κορυφῆς τοῦ ὄρους Θαβὼρ ὑφίσταται ὁ περικαλλὴς ναὸς  τῆς Μεταμορφώσεως, ἐκτισμένος μὲν ἐπὶ τῶν ἐρειπίων ἀρχαιοτέρου βυζαντινοῦ ναοῦ ὑπὸ τοῦ ἀειμνήστου Πατριάρχου Ἱεροσολύμων Κυρίλλου (1865), ἁγιογραφημένος δὲ προσφάτως θαυμαστῶς δι' ἀρίστης βυζαντινῆς ἁγιογραφικῆς τέχνης.
 
5. Ἱερά Μονή Προφήτου Ἐλισσαίου Ἱεριχοῦντος.
 
6. Ἱερά Μονή Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας.
 
7. Ἱερά Μονή Ἁγίων Ἀποστόλων ἐν Καπερναούµ.
 
8. Ἱερός Ναός Ἁγίου Γεωργίου ἐν Λύδδῃ.
Ἡ Λύδδα εὑρίσκεται εἰς τὸ κέντρον τοῦ Ἰσραήλ. Τὴν ἀκμὴν τοῦ χριστιανισμοῦ εἰς τὴν Λύδδαν μαρτυρεῖ ὁ ναὸς τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Πηγαὶ ἀναφέρουν ὅτι ὑπῆρξε Ἐπισκοπὴ κατέχουσα τὴν πρώτην θέσιν μεταξὺ τῶν εἴκοσι πέντε αὐτοκεφάλων Ἐπισκοπῶν, αἱ ὁποῖαι ὑπήγοντο εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, καὶ μετέπειτα Ἀρχιεπισκοπή. Σήμερον ὑπάρχει Τιτουλάριος Ἀρχιεπίσκοπος Λύδδας, ὁ ὁποῖος διαμένει εἰς τὸ Πατριαρχεῖον Ἱεροσολύμων. Σήμερον ἐπικρατεῖ ἡ ἄποψις ὅτι ἡ Λύδδα εἶχε κτισθεῖ ἀπὸ τὴν φυλὴν τοῦ Βενιαμὶν, ἀλλὰ πρόσφαται ἀρχαιολογικαὶ ἀνασκαφαὶ ἀποδεικνύουν ὅτι εἶναι ἐκτισμένη ὑπὸ τῶν Αἰγυπτίων. Ἔχει 50.000 κατοίκους, ὁ ἀριθμὸς τῶν ὁποίων αὐξάνεται συνεχῶς μὲ τοὺς Ἑβραίους μετανάστας, οἱ ὁποῖοι εἰσρέουν ἀπὸ διαφόρους χὼρας τοῦ κόσμου. Ἱστορικῶς ἡ ἀνοικοδόμησις τοῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου ἀποδίδεται εἰς τὸν αὐτοκράτορα Ἰουστινιανόν. Ἡ χριστιανικὴ παράδοσις ἀναφέρει πὼς ὁ Μεγαλομάρτυς Ἅγιος Γεώργιος ἐγεννήθη εἰς τὴν πόλιν Διόσπολιν τῆς Παλαιστίνης, τὴν σημερινὴν Λύδδαν, οἱ Ἑβραῖοι τὴν ὀνομάζουν Λὸντ καὶ οἱ Ἄραβες Λίντ. Συμφώνως πρὸς τὴν παράδοσιν ὁ ἅγιος Γεώργιος ὑπηρετοῦσε εἰς τὸν Ρωμαϊκὸν στρατὸν εἰς τὴν Μ. Ἀσίαν, καὶ κατὰ τὸν διωγμὸν τοῦ Διοκλητιανοῦ ἐμαρτύρησε διὰ τὸν Χριστόν. Τὸ λείψανόν του μετεφέρθη καὶ ἐτάφη εἰς τὴν γενέτειράν του,τὴν πόλιν Λύδδαν. Τὸν 5ον αἰῶνα ὑπῆρχε εἰς τὴν Διόσπολιν σπουδαῖον χριστιανικὸν προσκύνημα καὶ μεγαλοπρεπὴς βασιλική, ἐντὸς τῆς ὁποίας ἐδεικνύετο καὶ ὁ Τάφος τοῦ ἁγίου Γεωργίου. Ὁ Παλαιοχριστιανικὸς αὐτὸς ναὸς κατεστράφη τὸ 1010 ἀπὸ τὸν περιβόητον Χαλίφην Χάκεμ, ἀνῳκοδομήθη ὑπὸ τῶν Σταυροφόρων, κατεδαφίσθη τὸ 1191 ὑπό τοῦ Σαλαντίν καὶ ἐπανῳκοδομήθη τὸ 1442. Τμήματα τῆς παλαιοχριστιανικῆς αὐτῆς βασιλικῆς τοῦ 5ου μ.Χ. αἰῶνος, σώζονται ἕως σήμερον εἰς τὸ μουσουλμανικὸν τέμενος τῆς Λύδδας, τὸ ὁποῖον ὀνομάζεται Τζάμαα Ἄλ-Καμπίρ.
Ἡ Καινὴ Διαθήκη ἀναφέρει τὸ θαῦμα τῆς θεραπείας τοῦ παραλυτικοῦ Αἰνέα εἰς τὴν Λύδδαν ἀπὸ τὸν Ἀπόστολον Πέτρον (Πράξ.Θ΄32-35). Τὸ σημερινὸν οἰκοδόμημα τῆς ἐκκλησίας τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ὅπου καὶ ὁ τάφος του, ἐκτίσθη τὸ 1871 ἀπὸ τὸν Πατριάρχην Ἱεροσολύμων Κύριλλον Β΄, ὁ ὁποῖος ἐπιπλέον συνετέλεσε εἰς τὴν μαρμαρόστρωσιν τοῦ πατώματος καὶ τοῦ τάφου τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Ὁ Ναὸς ἔχει μῆκος 20 μέτρων καὶ πλάτος 17 μέτρων. Κοσμεῖται μὲ κιονόκρανα κορινθιακοῦ ρυθμοῦ καὶ φέρει εἰς τὸ ἐσωτερικόν του πολλὰ βυζαντινά, σταυροφορικὰ καὶ μεταγενέστερα στοιχεῖα. Ὁ Ναὸς ἦτο τρισυπόστατος. Σήμερον ὑπάρχει μόνον τὸ κλίτος τοῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου καὶ τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου.
 
9. Ἱερά Μονή Ἁγίου Γεωργίου Πετζαλᾶ.
 
10. Ἐν Μπετζάλλᾳ, Ἱ. Ναοί: Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου, Ἁγίου Νικολάου καί Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ.
 
11. Ἱερά Μονή Προφήτου Ἠλιοῦ.
 
12. Ἐν Ραµάλλᾳ, Ἱερός Ναός Μεταµορφώσεως τοῦ Σωτῆρος.
 
13. Ἐν Ρέµλῃ, Ἱερός Ναός Ἁγίου Γεωργίου.
Ἡ ἄλλοτε ἀκμαία καὶ πολυάνθρωπος Ρέμλη εἶναι σήμερον μία μικρὰ πόλις, κειμένη εἰς τὴν γονιμοτάτην κοιλάδα τοῦ Σάρωνος καὶ ἀποτελοῦσα τὸν πρῶτον μεταξὺ Ἰόππης καὶ Ἱερουσαλὴμ σταθμόν, ἐνῶ εἶναι μία ἐκ τῶν κεντρικωτέρων πόλεων τῆς Παλαιστίνης. Ἡ πόλις Ρέμλη εἶναι ἡ Ραμαθὲμ τῆς Παλαιᾶς Γραφῆς καὶ ἡ Ἀριμαθαία τῆς Νέας, πατρὶς τοῦ Ἰωσὴφ καὶ Νικοδήμου τῶν ἐνταφιασάντων τὸν Κύριον ἡμῶν. Ὁ Ἅγιος Λουκᾶς καλεῖ αὐτὴν ὡς πόλιν τῶν Ἰουδαίων. Ἐδῶ εὑρίσκεται τὸ ἡμέτερον μοναστήριον, τὸ ὁποῖον τιμᾶται ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Εἶναι σταθμὸς περισπούδαστος καὶ ἀξέχαστος διὰ τοὺς ἀπερχομένους προσκυνητὰς. Ἐνταῦθα καταλύοντες ἀπολαύουν κάθε δυνατῆς φροντίδος, προστασίας καὶ βοηθείας ἀπὸ τὸν Ἡγούμενον.
Ἡ ἐκκλησία δὲ εἶναι ἀξιοσημείωτος διὰ τὴν παλαιότητά της, ἀλλὰ καὶ διὰ τὴν περίφημον κολώνα τοῦ Συναξαρίου, τὴν λεγομένην κολώνα τῆς χήρας. Ἡ ἐκκλησία ἐκτίσθη τὸ 784 ἐπὶ τῆς Βασιλίσσης Εἰρήνης, ὅπως ἐξάγεται ἀπὸ τὴν ἐπιγραφὴν εἰς τὸν βόρειον τοῖχον: “Πατριαρχοῦντος τοῦ Κλεινοῦ Πολυκάρπου, Ἐπιτροποῦντος Πέτρας τοῦ Μισαὴλ καὶ τοῦ Γεράρου. Σὺν αὐτῷ Γερασίμου, ἀνεκαινίσθη τῷ Θείῳ Γεωργίῳ ὁ Ναὸς οὗτος, ὡς νῦν καθορᾶται, ὅν Δοσίθεος Λύδδης ἐγκαινιάζει τῷ ΑΩΙΖ΄. Μαΐου ΚΣΤ΄. Ἡγουμενευόντος Μητροφανοὺς Κυθηρίου, ἐπὶ Αὐγούστης Εἰρήνης προκτισθέντα τῷ ΨΠΔ. Τῇ ἐφόδῳ δὲ τῶν Γάλλων ἐμπρησθέντα τῷ ΑΨΙΗ”.
Ὁ τροῦλος της ἑδράζετο ἐπὶ τεσσάρων κιόνων, ἐκ τῶν ὁποίων ὁ τέταρτος, ὁ πρὸς τὸ δεξιὸν, ἦτο ὁ κίων τῆς χήρας, φέρων τὴν ἐπιγραφὴν «τεθήτω εἰς τὰ δεξιὰ μέρη τοῦ ναοῦ». Ἡ ἀνοικοδόμησις τὸ 1817 ἔγινε μόνον εἰς τὸν θόλον, ἐνῶ οἱ τοῖχοι, οἱ μύακες τοῦ ἱεροῦ καὶ ἡ δυτικὴ πύλη ἔμειναν ὡς εἶχον. Ἐκ τῆς κολώνας τοῦ Συναξαρίου τμῆμα μόνον κεῖται σήμερον παρὰ τὸν δεξιόν τῆς ἐκκλησίας πεσσόν, μὲ κάποια λείψανα τῆς ἀρχαίας ἐπιγραφῆς.
 
14. Ἐν Τιβεριάδι, Ἱερός Ναός τῶν Δώδεκα Ἀποστόλων.
Ὁ Ἱερὸς Ναὸς τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων εἰς τὴν δυτικὴν ὄχθην τῆς Τιβεριάδος ἐκτίσθη ἀρχικῶς ὑπὸ τὴν Ἁγίαν Ἑλένην, ὅταν ἦλθε εἰς Ἱεροσόλυμα καὶ ἀνεῦρε τὸν Τίμιον Σταυρόν. Τότε ἔκτισε τὸν Πανίερον Ναὸν τῆς Ἀναστάσεως, καθὼς καὶ πλῆθος ἄλλων ἐκκλησιῶν εἰς τόπους, ὅπου διεδραματίσθησαν ἕτερα περιστατικὰ τοῦ βίου τοῦ Κυρίου. Εἰς τὴν Τιβεριάδα ἔγινε ἡ τρίτη ἐμφάνισις τοῦ Κυρίου μετὰ τὴν Ἀνάστασίν Του καὶ ἡ Ἁγία Ἑλένη ἔκτισε Ναὸν ἐκεῖ πρὸς τιμὴν τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Μὲ τὴν ἐπέλασιν τῶν Περσῶν τὸ 614 μ.Χ. ὁ Ναὸς κατεστράφη καὶ ἐπανεκτίσθη ὑπὸ τοῦ Βυζαντινοῦ αὐτοκράτορος Ἰουστινιανοῦ τὸν 6ον αἰῶνα μ.Χ. Ἡ ἐκκλησία ἦταν τρίκλιτος. Τὸ μεσαῖον κλίτος ἦταν ἀφιερωμένον εἰς τὴν Σύναξιν τῶν Δώδεκα Ἀποστόλων, τὸ βόρειον κλίτος εἰς τοὺς πρωτοκορυφαίους Ἀποστόλους, Πέτρον καὶ Παῦλον καὶ τὸ νότιον κλίτος εἰς τὴν ἰσαπόστολον Μαρίαν τὴν Μαγδαληνήν.  Ἡ ἐκκλησία τοῦ Ἰουστινιανοῦ κατεστράφη καὶ ἐπανεκτίσθη ὑπὸ τοῦ Μαρκιανοῦ τὸ 650 μ.Χ. Ὅταν ἦλθον οἱ Σταυροφόροι τὸ 1200 μ.Χ. κατέλαβον καὶ τὸν Ναὸν τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ τὸν κατέστρεψαν. Ἀργότερον, ἐπὶ τῶν ἐρειπίων τῆς καταστραφείσης ἐκκλησίας τοῦ Μαρκιανοῦ ἐκτίσθη ἡ σημερινὴ ἐκκλησία. Τὸ 1978 ἔγινε ἡ τελευταία ἐπισκευὴ καὶ ἡ Μονὴ ἀπέκτησε τὴν ἀρχικήν της μορφήν. Τὸ κτιριακὸν συγκρότημα τῆς Μονῆς ἐνσωματώνει τμήματα τῶν μεσαιωνικῶν τειχῶν τῆς πόλεως. Εἰς τὸ νοτιοανατολικὸν μέρος τοῦ τείχους καὶ ἐπάνω εἰς τὴν δυτικὴν ὄχθην τῆς λίμνης τῆς Τιβεριάδος εὑρίσκεται τὸ παρεκκλήσιον τοῦ Ἁγίου Νικολάου. Σήμερον ἡ ἐκκλησία φέρει εὐδιάκριτα τὰ σημεῖα τῆς ἐπιχωματώσεως, δι’ αὐτὸν δὲ τὸν λόγον καὶ αἱ ἁψίδες τῆς στέγης εἶναι χαμηλές. Τοῦτο κατέστη ἀναγκαῖον λόγω τῆς ἀνυψώσεως τῆς στάθμης τῶν νερῶν τῆς λίμνης, ἡ ὁποία εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς κατασκευῆς φράγματος εἰς τὴν ἔξοδον τῶν νερῶν πρὸς τὸν Ἰορδάνην ποταμόν, ὥστε νὰ ἀξιοποιοῦνται πρὸς ἄρδευσιν. Ἡ Μονὴ ἀνήκει εἰς τὴν Ἁγιοταφιτικὴν Ἀδελφότητα.   
Παρακλητικὸς κανὼν εἰς τοὺς δώδεκα Ἀποστόλους: «Τῶν Ἀποστόλων τῷ ναῷ νῦν προσδράμωμεν καὶ τῇ εἰκόνι τῇ αὐτῶν προσκυνήσωμεν, ἐκ κατωδύνου κράζοντες καρδίας αὐτοῖς πάσης ἡμᾶς  ῥύσασθε, ἐπηρείας καὶ βλάβης, ὁρατῶν ἁπάντων τε καὶ ἐχθρῶν ἀοράτων, τοὺς μετὰ πόθου σκέπη τῇ  ἡμῶν, προσπεφευγότας, Ἀπόστολοι ἔνδοξοι.
 
15. Ἱερά Μονή Τιµίου Προδρόµου ἐν Ὀρεινῇ.
Μία καὶ μισὴ ὣρα δυτικῶς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τῶν Ἱεροσολύμων, εἰς μίαν κατάφυτον κοιλάδα, εὑρίσκεται τὸ χωριόν, τὸ ὁποῖον ὑπὸ τῶν Ἀράβων ὀνομάζεται Ἄϊν Κιάρεμ, ὑπὸ τῶν Φράγκων Ἅγιος Ἰωάννης, ὑφ’ ἡμῶν δὲ Ὀρεινή. Τὸ χωριὸν τοῦτο κατοικεῖται ὑπὸ Μωαμεθανῶν καὶ Χριστιανῶν τοῦ Λατινικοῦ δόγματος. Ἔχουν δὲ ἐκεῖ οἱ Φραγκισκανοὶ μοναστήριον μὲ κομψοτάτην ἐκκλησίαν, ἀνοικοδομηθεῖσαν τὸ 1621. Καὶ ὅσον ἀφορᾶ στὸ ὄνομα τοῦ χωριοῦ Κιάρεμ, αὐτὸ ἀντιστοιχεῖ πιθανῶς πρὸς τὴν ὑπὸ τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ μνημονευομένην πόλιν Καρὲμ καὶ προσετέθη εἰς αὐτὸ μόνον ἡ λέξις Ἄϊν, ἡ ὁποία σημαίνει πηγήν, ὡς ἐκ τῆς ἀναβλυζούσης πηγῆς εἰς τὸν πυθμένα τῆς κοιλάδος.
Ὅσον δὲ ἀφορᾶ στὴν σημασίαν τοῦ τόπου αὐτοῦ, ἐπὶ τοῦ ὁποίου ἔχει κτισθεῖ τὸ Λατινικὸν μοναστήριον, τῶν κειμένων ἐρειπίων νοτίως τῆς κοιλάδος καὶ τῆς πηγῆς εἰς τὴν κοιλάδα, ἡ παράδοσις καὶ ἐνταῦθα χρονολογουμένη ἀπὸ τὴν ἐποχὴν τῶν Σταυροφόρων ἐμφανίζεται ποικιλόμορφος. Ἐνταῦθα, κατὰ τοὺς Φραγκισκάνους, ὑπῆρχε ὁ οἶκος, κατ’ ἄλλους δὲ τὸ ἀγροκήπιον τοῦ Ζαχαρίου. «ἐν δὲ ταῖς ἡμέραις, ἐκείναις, ἀναστᾶσα Μαριὰμ ἐπορεύθη ἐνταῦθα (εἰς τὴν Ὀρεινὴν εἰς πόλιν Ἰούδα) καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὸν οἶκον Ζαχαρίου, καὶ ἠσπάσατο τὴν Ἐλισάβετ». Ἐνταῦθα ἐγεννήθη ὁ Πρόδρομος. Ἐνταῦθα ἐσκίσθη ἡ πέτρα καὶ ἐφύλαξε τὴν Ἐλισάβετ μὲ τὸν Πρόδρομον τὸν καιρὸν τῆς βρεφοκτονίας τοῦ Ἡρώδου. Ἐνταῦθα εἰς τὴν πηγὴν Ἄϊν Κιάρεμ, ἡ Παναγία, ὅταν ἐπεσκέφθη τὴν Ἐλισάβετ, συναντιλαμβανομένη αὐτῆς, ἔπλυνε τὰ ἱμάτια τῆς οἰκίας τοῦ Ζαχαρίου καὶ ἐντεῦθεν ἤπιεν ὕδωρ. Ἐνταῦθα (παρὰ τὴν πηγὴν Ἄϊν Χαπής) ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος διέτριψε τρεφόμενος μὲ ἀκρίδας καὶ μέλι ἄγριον καὶ ἄλλα παρόμοια.
Ἀλλά, μὲ ὅλας τὰς λεπτομερείας τῶν ἀπὸ τῶν Σταυροφόρων χρονολογουμένων αὐτῶν παραδόσεων καὶ μὲ ὅλα τὰ ἐρείπια, τὰ ὁποῖα θεωροῦνται ὡς ἐρείπια τῆς οἰκίας τοῦ Ζαχαρίου, οἱ ἐπισημότεροι τῶν ἱερῶν γεωγράφων, ὅπως ὁ Ρελάνδος, ὁ Ροζενμύλλερ, ὁ Ράουμερ, τοποθετοῦν τὴν ἀναφερθεῖσαν εἰς τὸ Εὐαγγέλιον (Λούκ.1,39) πόλιν Ἰούδα εἰς τὴν μεταξὺ τῆς Χεβρῶνος καὶ τοῦ Καρμήλου τῆς Ἰουδαίας κειμένην Ἰάττε (σήμερον Ἰάττα), διότι πουθενὰ ἀλλοῦ, λένε, δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ ἀναζητήσῃ κανεὶς τὸν οἶκον τοῦ Ζαχαρίου, τοῦ πατρὸς τοῦ Προδρόμου, παρὰ εἰς τὴν ἱερατικὴν πόλιν, εἰς τὴν ὁποίαν ἀνῆκε καὶ ἡ Ἰάττα. Ἐκεῖ εὑρίσκεται καὶ ὁ Ναὸς τοῦ Τιμίου Ἐνδόξου Προφήτου Προδρόμου καὶ Βαπτιστοῦ Ἰωάννου, ὁ ὁποῖος κάποτε ἦτο ὁ οἶκος τοῦ Προφήτου Ζαχαρίου καὶ μετετέθη εἰς ναὸν εὐσεβῶν Βασιλέων. Ὁ ναὸς εἶναι στρογγυλοειδὴς μὲ τροῦλον. Εἰς τὸ μέσον τοῦ βήματος κατὰ δεξιὰν ἔχει τὸν τύπον καὶ κατεβαίνει 20 σκαλώνια. Ἐκεῖ κάτω εἶναι ὁ τόπος ὅπου ἐγεννήθη ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος. Νοτίως τοῦ ναοῦ, σὰν λίθου βολή, εἶναι τὸ ὕδωρ τῆς ἐλέγξεως. Καὶ δυτικῶς εἶναι ὁ λίθος, ὅπου ἐκρύβησαν ὁ Τίμιος Πρόδρομος καὶ ἡ μητέρα του Ἐλισάβετ καὶ ἐφυλάχθησαν διὰ τὸν φόβον τοῦ Ἡρώδου. Ὁ δὲ πατέρας του, Ζαχαρίας, ἐσφάγη εντός τοῦ θυσιαστηρίου τοῦ Θεοῦ ὑπὸ τοῦ Βασιλέως Ἡρώδου.
 
16. Ἱερά Μονή Φρέατος τοῦ Ἰακώβ ἐν Σαµαρείᾳ.
Εἰς τὴν Σαμάρειαν τὸ μόνον χριστιανικὸν προσκύνημα, τὸ ὁποῖον ὑπάρχει εἶναι τὸ Φρέαρ τοῦ Πατριάρχου Ἰακώβ. Εἰς τὸ πηγάδι αὐτό, τὸ ὁποῖον ἀνάγει τὴν ὕπαρξίν του ἀπὸ τοὺς προχριστιανικοὺς χρόνους, συμφώνως πρὸς τὸ Εὐαγγέλιον (Ἰωάν.4:4-30) ὁ Χριστὸς διεσταυρώθη μὲ τὴν Σαμαρείτιδα εἰς τὸν δρόμον Του ἀπὸ τὴν Γαλιλαίαν πρὸς τὴν Ἱερουσαλήμ. Εἰς τὸ πηγάδι αὐτὸ τὸν 5ον αἰῶνα ἐκτίσθη ἡ πρώτη ἐκκλησία καὶ ἀπὸ τότε θεωρεῖται ἱερὸν προσκύνημα. Ἡ ἐκκλησία κατεστράφη καὶ σήμερον τὸ πηγάδι εὑρίσκεται εἰς τὸ βάθος ἑνὸς μικροῦ παρεκκλησιοῦ. Εἰς τὸ σημεῖον αὐτὸ ὑπάρχει ἐπίσης ἐκκλησία, τὴν ὁποίαν ἤρχισε νὰ κτίζῃ τὸ Πατριαρχεῖον τῆς Ἱερουσαλήμ.
 
17. Ἐν Κάρακ, Ἱερός Ναός Ἁγίου Γεωργίου
 
18. Ἐν Χάϊφα, Ἱερός Ναός Προφήτου Ἠλιοῦ.

 
Περίπου ἕν χιλιόμετρον ἀνατολικῶς τῆς Βηθλεὲμ εἰς τὸ χωριὸν Μπετσαχοὺρ (χωριὸν τῶν Ποιμένων), εἰς μίαν μικρὰν κοιλάδα μὲ ἐλαιόδενδρα, μερικὰ ἐκ τῶν ὁποίων εἶναι 2.000 ἐτῶν, εἶναι οἱ Ἀγροὶ τῶν Ποιμένων. Εἰς τὸ μέσον τῆς κοιλάδος ὑπάρχει σπήλαιον, τὸ ὁποῖον ἔχει μετατραπεῖ ἀπὸ τὴν Ἁγίαν Ἑλένην εἰς ἐκκλησίαν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ πανηγυρίζει τὴν 26ην Δεκεμβρίου.
Εἰς τὴν θέσιν αὐτὴν ἦτο τὸ σπήλαιον τῶν Ποιμένων, οἱ ὁποῖοι τὴν νύκτα τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ ἤκουσαν τὸν Ἀγγελικὸν ὕμνον «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία» (Λουκᾶ 2, 14).
Εἰς τὸ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιον (2, 8-20) γίνεται ἀναφορὰ εἰς τοὺς Ἀγρούς τῶν Ποιμένων: «καὶ ποιμένες ἦσαν ἐν τῇ χώρᾳ τῇ αὐτῇ ἀγραυλοῦντες καὶ φυλάσσοντες φυλακὰς τῆς νυκτὸς ἐπὶ τὴν ποίμνην αὐτῶν. Καὶ ἰδοὺ Ἄγγελος Κυρίου ἐπέστη αὐτοῖς καὶ δόξα Κυρίου περιέλαμψε αὐτοὺς καὶ ἐφοβήθησαν φόβον μέγαν καὶ εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἄγγελος «Μὴ φοβεῖσθε. Ἰδοὺ γὰρ εὐαγγελίζομαι ὑμῖν χαρὰν μεγάλην, ἤτις ἔσται παντὶ τῷ λαῷ ὅτι ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον Σωτήρ, ὃς ἔστιν Χριστὸς Κύριος, ἐν πόλει Δαυΐδ. Καὶ τοῦτο ὑμῖν τὸ σημεῖον, εὑρήσετε βρέφος ἐσπαργανωμένον κείμενον ἐν φάτνῃ». Καὶ ἐξαίφνης ἐγένετο σὺν τῷ Ἀγγέλῳ πλῆθος στρατιὰ οὐρανίου αἰνούντων τὸν Θεὸν καὶ λεγόντων «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῶ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία». Καὶ ἐγένετο ὡς ἀπῆλθον ἀπ’ αὐτῶν εἰς τὸν οὐρανὸν οἱ Ἄγγελοι, καὶ οἱ Ποιμένες εἶπον πρὸς ἀλλήλους: «Διέλθωμεν δὴ ἕως Βηθλεὲμ καὶ ἴδωμεν τὸ ρῆμα τοῦτο τὸ γεγονός, ὁ Κύριος ἐγνώρισε ἡμῖν». Καὶ ἦλθον σπεύσαντες καὶ ἀνεῦρον τὴν τὲ Μαριὰμ καὶ τὸν Ἰωσήφ καὶ τὸ βρέφος κείμενον ἐν τῇ φάτνῃ. Ιδόντες δὲ διεγνώρισαν περὶ τοῦ ρήματος τοῦ λαληθέντος αὐτοῖς περὶ τοῦ Παιδίου τούτου. Καὶ πάντες οἱ ἀκούσαντες ἐθαύμασαν περὶ τῶν λαληθέντων ὑπὸ τῶν Ποιμένων πρὸς αὐτούς. Ἡ δὲ Μαριὰμ πάντα συνετήρει τὰ ρήματα ταῦτα συμβάλλουσα ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς. Καὶ ὑπέστρεψαν οἱ Ποιμένες δοξάζοντες καὶ αἰνοῦντες τὸν Θεὸν ἐπὶ πᾶσιν οἷς ἤκουσαν καὶ εἶδον καθὼς ἐλαλήθη πρὸς αὐτούς». Εἰς τὸν Συναξαριστὴν τοῦ Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου ἀναφέρεται ὅτι ὁ Ἄγγελος, ὁ ὁποῖος ὡμίλησε εἰς τοὺς Ποιμένας ἦτο ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριήλ. Οἱ Χριστιανοὶ τῆς περιοχῆς ὀνομάζουν τὴν τοποθεσίαν “Kanisat el Rawat”, ἡ ὁποία σημαίνει «Ἐκκλησία τῶν Ποιμένων». Εἰς τὴν ἑλληνικὴν ἡ τοποθεσία εἶναι γνωστὴ ὡς «Ποιμένιον», τὸ ὁποῖον σημαίνει βοσκότοπος. Διὰ μέσου τῶν αἰώνων τὸ Ἱερὸν Προσκύνημα ἔχει γίνει γνωστὸν μὲ διαφόρους ὀνομασίας, ὅπως «Σύναξις τῆς Θεοτόκου», «Δόξα ἐν Ὑψίστοις Θεῷ», «Εἰρήνη», «Οἱ Ἄγγελοι», «Χωριὸν τῶν Ποιμένων».
Αὐτὸ τὸ σπήλαιον ἦτο μία ἐκ τῶν πολλῶν ἐκκλησιῶν, τὰς ὁποίας ἔκτισε ἡ Ἁγία Ἑλένη τὸ 325 μ.Χ., ὅταν ἦλθε εἰς τοὺς Ἁγίους Τόπους διὰ νὰ βρῇ τὸν Τίμιον Σταυρὸν τοῦ Κυρίου. Ἱστορικῶς ἀναφέρουμε ὅτι ἀπ’ ὅλας τὰς ἐκκλησίας, τὰς ὁποίας ἔκτισε ἡ Ἁγία Ἑλένη μόνον αὐτὴ διασώζει τὸν ἀρχικόν της χαρακτήρα. Ὅλαι αἱ ἄλλαι ἔχουν καταστραφεῖ καὶ ἐπανακτισθεῖ διὰ μέσου τῶν αἰώνων. Αὐτὸ τὸ σπήλαιον λειτούργησε ἀρχικῶς ὡς καταφύγιον τῶν ποιμένων, ἔπειτα ὡς τόπος λατρείας τους καὶ ἀπὸ τὸν 4ον αἰῶνα ἔχει χρησιμοποιηθεῖ ὑπὸ τῶν Χριστιανῶν ὡς ἐκκλησία. Ἔτσι λοιπόν, ἐπειδὴ τὸ σπήλαιον συνδέεται μὲ τὸν Χριστόν, τιμᾶται ἀπὸ τὰ πρῶτα χρόνια τῆς Ἐκκλησίας ὡς ἱερὸς τόπος. Εἰς τὴν τοποθεσίαν τοῦ σπηλαίου ἀναφέρονται τὰ Ὁδοιπορικὰ τῶν Χριστιανῶν προσκυνητῶν, μὲ πρῶτον ἐκεῖνο τῆς Αἰθέριας, τὸ ὁποῖον εὑρίσκεται εἰς ἀπόστασιν περίπου ἑνὸς χιλιομέτρου ἀπὸ τὴν Βασιλικήν τῆς Γεννήσεως.
Μὲ βάσιν ἀρχαιολογικὰς μαρτυρίας ἔχει ἀποδειχθεῖ ὅτι ἡ ἐκκλησία χρονολογεῖται ἀπὸ τὴν πρώιμον Βυζαντινὴν περίοδον καὶ ὅτι εἶναι τὸ πρώτον χριστιανικὸν οἰκοδόμημα, τὸ ὁποῖον ἐκτίσθη εἰς τὴν περιοχήν. Ἔτσι αἱ μαρτυρίαι ἀπὸ τὰς ἀνασκαφὰς συμφωνοῦν πλήρως μὲ τὰς πρωίμους γραπτὰς χριστιανικὰς πηγὰς, ὅτι πράγματι εἰς τὴν τοποθεσίαν “Kanisat el Rawat” εὑρίσκονται τὰ ἐρείπια τοῦ Ἱεροῦ Προσκυνήματος τῶν Ποιμένων. Ἀπὸ τὸ τέλος περίπου τοῦ 4
ου αἰῶνος εὐσεβεῖς παραδόσεις συνδέουν ἐπίσης τοὺς «Ἀγροὺς τῶν Ποιμένων» μὲ τὸν τόπον, ὅπου ὁ Πατριάρχης Ἰακὼβ ἔβοσκε τὰ πρόβατά του καὶ ἔκτισε τὸν πύργον Γαδέρ, ὁ ὁποῖος ἀναφέρεται εἰς τὴν Γένεσιν (35,16) «Ἀπάρας δὲ Ἰακὼβ ἐκ Βαιθήλ, ἔπηξε τὴν σκηνὴν αὐτοῦ ἐπέκεινα τοῦ πύργου Γαδέρ. Ἐγένετο δὲ ἠνίκα ἤγγισεν εἰς Χαβραθὰ τοῦ ἐλθεῖν εἰς τὴν Ἐφραθά, ἔτεκε Ραχὴλ καὶ ἐδυστόκησεν ἐν τῷ τοκετῷ».
Τὰ ὑπολείμματα τῆς βάσεως τοῦ Πύργου εἶναι ἀκόμα ὁρατὰ ἕως σήμερον. Ἡ ἀκόλουθος ἱστορία εὑρίσκεται εἰς τὴν Γένεσιν (35,16): «Ἀπάρας δὲ Ἰακὼβ ἐκ Βαιθήλ, ἔπηξε τὴν σκηνὴν αὐτοῦ ἐπέκεινα τοῦ πύργου Γαδέρ. Ἐγένετο δὲ ἠνίκα ἤγγισεν εἰς Χαβραθὰ τοῦ ἐλθεῖν εἰς τὴν Ἐφραθά, ἔτεκε Ραχὴλ καὶ ἐδυστόκησεν ἐν τῷ τοκετῷ».
Ὁ Θεὸς ὡμίλησε εἰς τὸν Ἰακὼβ μετὰ τὴν ἐπιστροφήν του ἀπὸ τὴν Μεσοποταμίαν, εὐλογῶν αὐτὸν καὶ ὀνομάζων αὐτὸν Ἰσραήλ. Του εἶπε ὅτι Αὐτὸς θὰ δώσει καὶ εἰς αὐτὸν τὴν γῆν, τὴν ὁποίαν ἔδωσε εἰς τὸν Ἀβραὰμ καὶ τὸν Ἰσαάκ. Εἰς τὸν τόπον, ὅπου ὁ Θεὸς τοῦ ὡμίλησε, ὁ Ἰακὼβ ἀνήγειρε ἕν πέτρινον μνημεῖον καὶ ὠνόμασε τὸ μέρος Βαιθήλ. O Ἰακὼβ μετεκίνησε τὴν σκηνὴν του πλησίον τοῦ Πύργου Γαδέρ. Ὅταν τελικῶς ὁ Ἰακὼβ ἔφθασε εἰς τὴν Βηθλεέμ, ἡ Ραχὴλ ἐγέννησε μὲ μέγαν πόνον. Ἕν ἀρχαῖον ἰουδαϊκὸν βιβλίον ἀναφέρει τὸν Πύργον Γαδὲρ ὡς παρατηρητήριον, ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἠδύνατο κανεὶς νὰ δῇ τὸ μέρος, ὅπου θὰ ἐγεννᾶτο ὁ Μεσσίας. Πράγματι ἀπ’ αὐτὸν τὸν Πύργον, ὁ ὁποῖος ὑπάρχει ἀκόμα εἰς τὸ Ἱερόν μας προσκύνημα, φαίνεται καθαρῶς ἡ Βασιλική τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ.
Γενικῶς οἱ βοσκοὶ (Ποιμένες) ἐθεωροῦντο ἄνθρωποι κατωτέρας κοινωνικῆς τάξεως. Πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἐθεωροῦντο ἀκάθαρτοι καὶ δὲν τοὺς ἐπέτρεπαν τὴν εἴσοδον εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Σολομῶντος εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα. Οἱ βοσκοὶ γύρω ἀπὸ τὸν Πύργον Γαδὲρ ἦταν οἱ Ἐκλεκτοὶ Ποιμένες, διότι εἶχον ὡς διακόνημα νὰ προμηθεύουν τὸν Ναὸν μὲ πρόβατα διὰ τὰς θυσίας.
Πολλαὶ ἱστορίαι καὶ ὁδοιπορικὰ προσκυνητῶν δέχονται ὅτι τὸ Ἱερόν μας Προσκύνημα εἶναι οἱ πραγματικοὶ «Ἀγροὶ τῶν Ποιμένων» ἐξαιτίας τοῦ Πύργου Γαδέρ, τῶν ἀγρῶν τοῦ Βοὸζ καὶ τοῦ Ἀγγελικοῦ ὕμνου, τὸν ὁποῖον ἤκουσαν οἱ ποιμένες εἰς τὸ σημεῖον αὐτό.

Ἡ ἱστορία τῆς Ροὺθ καὶ τοῦ Βοὸζ
Οἱ «Ἀγροὶ τῶν Ποιμένων» εἶναι ἐπίσης ὁ τόπος τῆς συναντήσεως τοῦ Βοὸζ καὶ τῆς Ρούθ, ὅπως διηγεῖται μὲ λεπτομέρειαν τὸ βιβλίον τῆς Ροὺθ εἰς τὴν Παλαιὰν Διαθήκην. Ἡ Ροὺθ ἦταν Μωαβίτισσα καὶ ἐπαντρεύθη ἕνα ἀπὸ τοὺς δυὸ υἱοὺς τῆς Νωεμίν, τὸν Μααλῶν, ἡ ὁποία μαζὶ μὲ τὸν ἄνδρα τῆς Ἀβιμέλεχ καὶ τοὺς δυὸ υἱούς της, Μααλῶν καὶ Χελαίων, μετῴκησαν εἰς τὴν Μωάβ, ὅταν ξέσπασε λιμὸς εἰς τὴν Βηθλεέμ. Ἐνῶ εὑρίσκετο εἰς τὴν Μωάβ, ὁ ἄνδρας καὶ οἱ δυὸ υἱοὶ τῆς Νωεμὶν ἀπέθαναν καὶ αὐτὴ τότε ἀπεφάσισε νὰ ἐπιστρέψῃ εἰς τὴν Βηθλεέμ. Ἡ Νωεμὶν εἶπε εἰς τὴν Ροὺθ καὶ εἰς τὴν νύφην της, τὴν Ὀρφά, νὰ γυρίσουν εἰς τὰς οἰκογενείας τους καὶ νὰ φτιάξουν πάλι τὴν ζωὴν τους ἀνάμεσον τῶν συγγενῶν τους. Ἡ Ροὺθ ὅμως, παρὰ τὰς παρακλήσεις τῆς Νωεμὶν νὰ ἐπιστρέψῃ εἰς τὴν οἰκίαν της, ἠρνήθη καὶ συνώδευσε τὴν Νωεμὶν ὀπίσω εἰς τὴν Βηθλεέμ, λέγουσα: «Μὴ ἀπαντῆσαι μοὶ τοῦ καταλιπεῖν σὲ ἢ ἀποστρέψαι ὄπισθέν σου ὅτι σὺ ὅπου ἐὰν πορευθῇς, πορεύσομαι. Καὶ οὐ ἐὰν αὐλισθῆς αὐλισθήσομαι. Ὁ λαός σου λαός μου καὶ ὁ Θεός σου Θεός μου» (Ροὺθ 1,16).
Ἔτσι ἡ Ροὺθ ἐπέστρεψε εἰς τὴν Βηθλέεμ μαζὶ μὲ τὴν Νωεμὶν τὸν καιρόν, κατὰ τὸν ὁποῖον ἤρχιζε ὁ θερισμός. Ἡ Νωεμὶν εἶχε ἕνα πλούσιον συγγενῆ, κτηματίαν εἰς τὴν Βηθλέεμ, ὁ ὁποῖος ὠνομάζετο Βοόζ. Εἰς τὰ χωράφια αὐτοῦ ἐπῆγε ἡ Ροὺθ καὶ ἔκανε τὴν σταχομαζώχτραν.
Ἐξαιτίας τῆς καλοσύνης καὶ τῆς φροντίδος, τὴν ὁποίαν ἐπεδείκνυε ἡ Ροὺθ εἰς τὴν πεθεράν της, ὁ Βοὸζ τῆς ἐπέτρεψε νὰ σταχομαζεύῃ εἰς τὰ χωράφια του καὶ διέταξε τοὺς ἀνθρώπους του νὰ ἀφήνουν ὀλίγα στάχυα νὰ πέφτουν ἀπὸ τὰ δεμάτια τους, ὥστε ἡ Ροὺθ νὰ μπορέσῃ νὰ γυρίσῃ εἰς τὴν οἰκίαν της μὲ πολὺ καρπόν. Καὶ ὅταν ἡ Ροὺθ εἶπε εἰς τὴν Νωεμὶν τί εἶχε γίνει, αὐτὴ τὴν ἔστειλε ὀπίσω εἰς τὰ χωράφια τοῦ Βοόζ, μέχρις ὅτου τελειώσῃ ὁ θερισμὸς τοῦ κριθαριοῦ καὶ τοῦ σιταριοῦ. Μετὰ τὸν θερισμὸν ἡ Νωεμὶν εἶπε εἰς τὴν Ροὺθ νὰ στολισθῇ καὶ νὰ φορέσῃ τὸ καλύτερον φόρεμά της καὶ νὰ ξαπλώσῃ εἰς τοὺς πόδας τοῦ Βοόζ, ὅταν θὰ κοιμᾶται. Ὅταν ὁ Βοὸζ ἐσηκώθη καὶ τὴν εἶδε, τὴν ἠρώτησε ποιὰ εἶναι καὶ αὐτὴ ἀπήντησε: «Ἐγὼ εἰμὶ Ρούθ, ἡ δούλη σου καὶ περιβαλεῖς τὸ πτερύγιόν σου ἐπὶ τὴν δούλην σου, ὅτι ἀγχιστεὺς εἶ σύ». Καὶ εἶπε ὁ Βοόζ: «Εὐλογημένη σὺ τῷ κυρίῳ, θύγατερ…» (Ρουθ 2,9-10) «Οἱ ὀφθαλμοί σου εἰς τὸν ἀγρόν, οὐ ἐὰν θερίζωσι, καὶ πορεύση κατόπισθεν αὐτῶν. Ἰδοὺ ἐνετειλάμην τοῖς παιδαρίοις τοῦ μὴ ἃψασθαί σου. Καὶ ὄτε διψήσεις καὶ πορευθήσῃ εἰς τὰ σκέυη καὶ πίεσαι ὅθεν ἐὰν ὑδρεύωνται τὰ παιδάρια. Καὶ ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον αὐτῆς καὶ προσεκύνησεν ἐπὶ τῆς γῆς καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν. Τὸ ὅτι εὗρον χάριν ἐν ὀφθαλμοῖς σου τοῦ ἐπιγνῶναι μὲ καὶ ἐγὼ εἰμὶ ξένη;»
καὶ τὴν ἐζήτησε εἰς γάμον. Ἔπρεπε ὅμως πρῶτον νὰ ζητήσῃ ἄδειαν ἀπὸ κάποιον πλησιέστερον συγγενῆ της. Ἡ Νωεμὶν ἤθελε νὰ πωλήσῃ ἕν χωράφι, τὸ ὁποῖον ἀνῆκε εἰς τὸν μακαρίτην τὸν ἄνδρα της, ἀλλὰ ἔθεσε ὡς ὃρον ὅτι ὁ ἀγοραστὴς πρέπει νὰ πάρῃ τὴν Ροὺθ γυναίκα του. Ὁ στενότερος συγγενὴς ἠρνήθη τὴν πρόσκλησιν καὶ ἔτσι ἡ Ροὺθ ἐπαντρεύθη τὸν Βοόζ. Ἀργότερον ἡ Ροὺθ ἐγέννησε ἕναν υἱόν, τὸν Ὀβίδ, ὁ ὁποῖος μὲ τὴν σειρὰν του ἐγέννησε τὸν Ἰεσσαί, τὸν πατέρα τοῦ Προφητάνακτος Δαυΐδ. Ὁ Δαυΐδ εἶναι κατευθείαν ἀπόγονος τοῦ Ἀβραὰμ καὶ πρόγονος τοῦ Ἰωσήφ, τοῦ Μνηστῆρος τῆς Θεοτόκου.
Ἀναφέρεται ὅτι τελευταία ἐπιθυμία καὶ διαθήκη τῶν ποιμένων ἦσαν νὰ ταφοῦν εἰς τὸν τόπον, ὅπου εἶχαν ἀκούσει τὸν Ἀγγελικὸν ὕμνον. Μέχρι τὸ 1972 μόνον ἡ ὑπόγειος ἐκκλησία ἐφαίνετο καὶ ἦταν εἰς κανονικὴν χρῆσιν, ἀλλὰ σχεδὸν κανένα ἀπὸ τὰ μωσαϊκὰ δὲν ἦταν ὁρατόν. Ἐκεῖνον τὸν καιρὸν ὁ ἡγούμενος καὶ πνευματικὸς τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Σάββα τοῦ Ἡγιασμένου Ἀρχιμανδρίτης Σεραφείμ, μὲ τὴν εὐλογίαν τοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βενεδίκτου τοῦ Α΄ καὶ τὴν ἔγκρισιν τῆς Ἱερᾶς Συνόδου ἔλαβε ὑπὸ τὴν δικαιοδοσίαν του τὸ Ἱερὸν αὐτὸ Προσκύνημα, μὲ σκοπὸν νὰ κτίσῃ μίαν μεγάλην ἐκκλησίαν ἐπάνω ἀπὸ τὸν ὑπόγειον ναόν. Σκάβων τὰ θεμέλια τῆς καινούριας ἐκκλησίας εὑρέθησαν τὰ ὑπολείμματα τριῶν διαφορετικῶν ἐκκλησιῶν διαδοχικῶς, αἱ ὁποῖαι ἀνήκουν εἰς τὸν 5
ον , 6ον καὶ 7ον αἰῶνα. Ἐξαιτίας αὐτοῦ, τὸ ἀρχικὸν σχέδιον ἐκαθυστέρησε διὰ πέντε χρόνια καὶ τὸ ἔργον προχωροῦσε ὑπὸ ἀρχαιολογικὸν ἔλεγχον.

Τώρα τὸ Ἱερὸν Οἰκοδόμημα ἀποτελεῖται ἀπὸ πέντε ἐκκλησίας:
Τὸ φυσικὸν σπήλαιον, τὸ ὁποῖον μετετράπη εἰς ἐκκλησίαν ἀπὸ τὸ δεύτερον ἥμισυ τοῦ 4ου αἰῶνος
Τὴν ἐκκλησίαν τοῦ σπηλαίου, ἡ ὁποία χρονολογεῖται ἀπὸ τὸν 5ον αἰῶνα
Τὸ παρεκκλήσιον τῆς Στέγης, τὸ ὁποῖον ἐπίσης χρονολογεῖται ἀπὸ τὸν 5ον αἰῶνα
Τὴν Βασιλικήν τοῦ 6ου αἰῶνος
Τὴν ἐκκλησίαν τοῦ μοναστηριοῦ, ἡ ὁποία χρονολογεῖται ἀπὸ τὸν 7ον αἰῶνα
Τελικῶς ὁ καινούριος τρισυπόστατος Ναὸς ἐκτίσθη δίπλα ἀπὸ τὴν ὑπόγειαν ἐκκλησίαν. Αἱ ἀρχαιολογικαὶ ἔρευναι τὸ 1972-73 ἔφεραν εἰς τὸ φῶς τὰ χρωματιστὰ μωσαϊκά, μὲ τὰ ὁποῖα ἦτο ἐστρωμένον τὸ πάτωμα τοῦ φυσικοῦ σπηλαίου. Ἀνήκουν εἰς τὸν 4
ον αἰῶνα καὶ εἶναι παρόμοια μὲ τὰ μωσαϊκά τῆς Βασιλικῆς τῆς Γεννήσεως. Ἕν μέγα κομμάτι ἀπὸ τὸ ἀρχικὸν μωσαϊκὸν πάτωμα διατηρεῖται εἰς ἀρκετῶς καλὴν κατάστασιν. Εἰς τὴν δυτικὴν πλευρὰν τὸ μωσαϊκὸν καταλήγει εἰς μίαν εὐθεῖαν γραμμὴν καὶ δείχνει τὸ σημεῖον, ἀπὸ ὅπου ἤρχιζε τὸ φυσικὸν σπήλαιον, ἐνῶ εἰς τὴν βόρειον καὶ νότιον πλευρὰν τὸ μωσαϊκὸν ἐξαφανίζεται κάτω ἀπὸ τοὺς τοίχους τῆς ἐκκλησίας τοῦ σπηλαίου. Εἰς τὴν ἀνατολικὴν πλευρὰν ἔχει ὁλοκληρωτικῶς καταστραφεῖ. Ἡ καλλιτεχνικὴ ἀξία τοῦ μωσαϊκοῦ εἶναι μεγάλη. Ἡ ἐπιφάνειά του εἶναι ἀχώριστος καὶ διακοσμεῖται μὲ ἀσύμμετρα σχέδια. Τὸ κεντρικὸν μοτίβον ἀποτελεῖται ἀπὸ ἕν στρογγυλὸν διακοσμητικὸν σχέδιον, τὸ ὁποῖον περικλείεται ἀπὸ ἕν τετράγωνον. Ἐξωτερικῶς τὸ σχέδιον περιλαμβάνει ἕνα ὀκταγωνικὸν ἀστέρα, ὁ ὁποῖος δημιουργεῖται ἀπὸ δυὸ σταυρωτὰ τετράγωνα, τὰ ὁποῖα εἰς τὸ κέντρον τοὺς ἔχουν ἕνα κύκλον μὲ σταυρόν. Τὸ κεντρικὸν μοτίβον εἶναι ἀναπαράστασις τοῦ ἀστέρος, ὁ ὁποῖος ἐνεφανίσθη κατὰ τὴν Γέννησιν τοῦ Χριστοῦ. Μεταξὺ τῶν δυὸ αὐτῶν κεντρικῶν διακοσμήσεων, εἶναι μία σειρὰ ἀπὸ μαύρους ψηφιδωτοὺς σταυροὺς ἐπάνω εἰς κόκκινον φόντον. Κόκκινοι ψηφιδωτοὶ σταυροὶ εἰς διάφορα μεγέθη φαίνονται ἐπίσης εἰς ὃλον τὸ ψηφιδωτόν. Τὸ μωσαϊκὸν πάτωμα προεκτείνεται μέχρι τὸ Ἱερὸν τῆς ὑπογείου ἐκκλησίας. Εἰς τὴν βόρειον πλευρὰν ἐπίσης εὑρέθησαν δυὸ ψηφιδωτὰ δοχεῖα, τὰ ὁποῖα ἐχρησίμευαν εἰς τὸν καθαρισμὸν τῶν μωσαϊκῶν ἢ εἰς ἄλλην ἐκκλησιαστικὴν χρῆσιν. Δὲν τίθεται ἀμφιβολία ὅτι οἱ σταυροί, οἱ ὁποῖοι εἶναι τετοποθετημένοι εἰς ὃλον τὸ πάτωμα ἔχουν καθαρὸν συμβολικὸν σκοπὸν καὶ δὲν εἶναι ἁπλῶς γεωμετρικὰ διακοσμητικὰ σύμβολα. Οἱ διακοσμητικοὶ σταυροὶ αὐτοῦ τοῦ πατώματος μποροῦν νὰ ὑποστηρίξουν τὴν ἀρχαιότητὰ του, διότι ὅπως εἶναι γνωστόν, ἡ χρῆσις τοῦ σταυροῦ καὶ ἄλλων συμβόλων τῆς Χριστιανικῆς θρησκείας ὡς διακοσμητικὰ μοτίβα εἰς τὰ πατώματα ἀπηγορεύθη μὲ διάταγμα, τὸ ὁποῖον ἐξέδωσε ὁ Θεοδόσιος Β΄ καὶ ὁ Βαλεντιανὸς τὸ 427 μ.Χ.

Ἡ ἐκκλησία τοῦ Σπηλαίου, ἡ ὁποία χρονολογεῖται ἀπὸ τὸν 5ον αἰῶνα
Τὸν 5ον αἰῶνα ἔγινε ἐπέκτασις τῆς δυτικῆς πλευρᾶς τῆς ἐκκλησίας τοῦ Σπηλαίου. Ὁ χῶρος τῆς ἐκκλησίας ἐστρώθη μὲ ψηφιδωτὰ τὰ ὁποῖα ἐτοποθετήθησαν 0,33 μ. ἐπάνω ἀπὸ τὸ μωσαϊκόν, τὸ ὁποῖον ὑπῆρχε εἰς τὸ φυσικὸν σπήλαιον. Δυστυχῶς μόνον ἕν μικρὸν τμῆμα ἀπὸ αὐτὸ τὸ ψηφιδωτὸν ἔχει διασωθεῖ. Ἡ νέα ἐκκλησία λοιπὸν ἀποτελεῖται ἀπὸ τὸν κυρίως ναόν, ὁ ὁποῖος περιλαμβάνει ἕνα στενὸν νάρθηκα δυτικῶς καὶ μίαν λαξευτὴν ἡμικυκλικὴν ἀψίδαν ἀνατολικῶς. Ὁ κυρίως ναὸς ἔχει διαστάσεις 15x7 μ. Ἡ εἴσοδος ἠνοίχθη διαμέσου κλίμακος μὲ 16 σκαλιά, ἡ ὁποία εἶναι κατὰ ἕν μέρος κλειστὴ καὶ κατὰ ἕν μέρος λαξευμένη εἰς τὸν βράχον, ὁ ὁποῖος εἶναι εἰς τὴν νοτιοδυτικὴν στέγην, κατεσκευασμένη ἀπὸ βαρεῖς ἀσβεστόλιθους. Τόσο ἡ ὀροφὴ ὅσο καὶ οἱ τοῖχοι ἔχουν διασωθεῖ μέχρι σήμερον. Εἰς τὸ κέντρον τοῦ νάρθηκος, κοντὰ εἰς τὸν δυτικὸν τοῖχον ὁ τάφος τῶν Ποιμένων σημαδεύεται ἀπὸ ἕνα βαρὺν μαρμάρινον σταυρόν.
Δυὸ δωμάτια μὲ ἄνισον μέγεθος, τὰ ὁποῖα ἐχρησιμοποιοῦντο διὰ διαφόρους σκοποὺς εὑρέθησαν προσκεκολλημένα εἰς τὸν βόρειον τοῖχον τῆς ἐκκλησίας. Τὸ δυτικὸν μὲ διαστάσεις 2x7,5μ. εἶναι μεγαλύτερον καὶ συνδέεται μὲ τὸν κυρίως ναόν. Ἀρχικῶς ἐχρησιμοποιεῖτο ὡς μικρὸν παρεκκλήσιον, πιθανὸν ὡς βαπτιστήριον εἴτε ὡς σκευοφυλάκιον, διὰ τὴν διαφύλαξιν τῶν ἱερῶν σκευῶν τῆς ἐκκλησίας. Ἐπικοινωνεῖ μὲ τὸν κυρίως ναὸν μὲ μίαν θύραν, ἡ ὁποία εἶναι ἀνοικτὴ εἰς τὴν δυτικὴν γωνίαν τοῦ βορείου τείχους. Τὸ ἀνατολικότερον δωμάτιον μὲ διαστάσεις 2x4,5μ. εὑρίσκετο εἰς ὑψηλότερον ἐπίπεδον ἀπὸ τὸ δάπεδον τόσο τοῦ κυρίως ναοῦ, ὅσο καὶ τοῦ δυτικοῦ δωματίου. Τὸ δωμάτιον αὐτὸ ἐκτίσθη ἔξω ἀπὸ τὸ φυσικὸν σπήλαιον καὶ εἶχε ὡς εἴσοδον μία στενὴν θύραν, ἡ ὁποία εὑρίσκετο εἰς τὸν βόρειον διάδρομον. Ἐχρησίμευε ὡς νεκρικὸς θάλαμος. Τὸ δωμάτιον ἔχει θολωτὴν στέγην καὶ διατηρεῖται εἰς τὴν ἀρχικήν του μορφήν. Εἰς τὸ μέσον αὐτοῦ τοῦ δωματίου εὑρέθη εἷς τάφος γεμάτος μὲ ἀνθρώπινα ὀστᾶ, τὰ ὁποῖα ἀνήκουν εἰς περισσότερα τῶν 100 ἀτόμων. Τὰ δυὸ παράθυρα, τὰ ὁποῖα φαίνονται σήμερον εἰς τὸν νότιον τοῖχον εὑρίσκονται εἰς τὴν ἰδίαν θέσιν μὲ τὰ ἀρχικὰ παράθυρα.

Ἡ ἐκκλησία τῆς ὀροφῆς
Ὅταν τὸ φυσικὸν σπήλαιον ἐπεξετάθη διὰ νὰ διαμορφωθῇ ἡ ἐκκλησία τοῦ σπηλαίου, ἐκτίσθη ἐπίσης ἕν μικρὸν παρεκκλήσιον εἰς τὴν ὀροφήν. Τὸ κτίσιμον ἑνὸς παρεκκλησίου εἰς τὴν κορυφὴν τῆς στέγης τῆς ἐκκλησίας τοῦ σπηλαίου ἦτο ἀναγκαῖον, διότι ἡ ἐκκλησία τοῦ σπηλαίου ἦτο ὁλοκληρωτικῶς σχεδὸν ὑπόγειος καὶ μόνον ἕν πολὺ μικρὸν μέρος της ἐφαίνετο ἐπάνω ἀπὸ τὴν ἐπιφάνειαν τῆς γῆς. Τὸ κτίσιμον τοῦ παρεκκλησίου εἰς τὴν κορυφὴν τῆς ἐκκλησίας τὴν ἔκανε ὄχι μόνον πιὸ ἑλκυστικὴν εἰς τὸ σύνολὸν της, ἀλλὰ ἐπίσης ἐχρησίμευε ὡς διακριτικὸν σημεῖον, τὸ ὁποῖον ἔδειχνε τὴν θέσιν τοῦ Ἱεροῦ αὐτοῦ μνημείου. Εἰς τὴν ἐξωτερικὴν στέγην τῆς ἐκκλησίας τοῦ σπηλαίου ἀνεκαλύφθη ἀνέπαφον ἕν ψηφιδωτὸν δάπεδον, τὸ ὁποῖον ἔχει σχῆμα ἐπιμήκους ἐλλειπτικῆς ἁψίδος. Τὸ ψηφιδωτὸν εὑρίσκετο εἰς πολὺ χαμηλότερον ἐπίπεδον ἀπὸ τὸ δάπεδον καὶ τὸ εἰκονοστάσιον, τὰ ὁποῖα ἐτοποθετήθησαν εἰς τὴν Βασιλικὴν τὸν 6ον αἰῶνα. Ἀκόμα τὸ ψηφιδωτὸν εὑρίσκετο εἰς διαφορετικὸν ἄξονα ἀπὸ ἐκεῖνον τῆς ἁψίδος τῆς Βασιλικῆς. Αὐτὸ τὸ μωσαϊκὸν δύναται νὰ θεωρηθῇ ὡς ἕν ἐκ τῶν ἀρχαιοτέρων χριστιανικῶν μωσαϊκῶν καὶ ἕν ἐκ τῶν ὡραιοτέρων, τὰ ὁποῖα εὑρέθησαν εἰς τοὺς Ἁγίους Τόπους.
Τὸ δάπεδον ἔχει ἠμιελλειπτικὸν σχῆμα καὶ ἔχει ἕν πλατὺ χώρισμα ἀπὸ μαύρους καὶ κόκκινους σταυροὺς κατὰ μῆκος τοῦ περιθωρίου. Ἡ διακόσμησις συνίσταται εἰς δύο τρίφυλλα κλήματα, τὰ ὁποῖα ἐκφύονται ἀπὸ ἕναν ἀμφορέα καὶ καλύπτει τὸ ἐπάνω μέρος τοῦ δαπέδου. Εἰς τὰς δύο πλευρὰς τοῦ ἀμφορέως εἶναι δυὸ κλαδιὰ μὲ λουλούδια ἐνῶ εἰς τὸ ἐπάνω μέρος τοῦ δαπέδου ὑπάρχει ἕν στρογγυλὸν διακοσμητικὸν σχέδιον διακεκοσμημένον μὲ κόκκινα λουλούδια, τὰ ὁποῖα ἔχουν κόκκινα καὶ μαῦρα φύλλα. Εἰς τὸ μέσον τοῦ διακοσμητικοῦ σχεδίου ὑπάρχει εἷς σταυρὸς μὲ μαύρας ψηφίδας. Τὸ ὄμορφον αὐτὸ μωσαϊκὸν συμβολίζει τὴν Ἄμπελον, διὰ τὴν ὁποίαν ὁμιλεῖ ὁ Κύριος εἰς τὸ Εὐαγγέλιον. Εἰς τὴν δυτικὴν πλευρὰν τοῦ μωσαϊκοῦ εὑρέθησαν δυὸ ἑλληνικαὶ ἐπιγραφαὶ. Ἡ μία εἶναι ἐντελῶς ἄθικτος καὶ γράφει: «Μνήσθητι Κύριε τοῦ δούλου σου Λαζάρου καὶ τῆς καρποφορίας αὐτοῦ. Ἀμήν». Ἡ ἄλλη δυστυχῶς εἶναι ἐσπασμένη καὶ δὲν δύναται νὰ ἀναγνωσθῇ. Τὸ μωσαϊκόν τοῦ δαπέδου εὑρίσκεται ἀκριβῶς ἐπάνω ἀπὸ τὸ Ἱερὸν τῆς ὑπογείου ἐκκλησίας. Ἀπὸ τὸν 6ον αἰῶνα οἱ «Ἀγροὶ τῶν Ποιμένων» ἦταν ἐκ τῶν πιὸ σημαντικῶν καὶ σεβαστῶν προσκυνημάτων τῶν Ἁγίων Τόπων. Ὁ σχετικῶς εὔκολος τρόπος προσεγγίσεὼς του ἀπὸ τὸν κυρίως δρόμον, ὁ ὁποῖος ὁδηγεῖ ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ τὴν Βηθλεὲμ εἰς τὰ μοναστήρια τῆς ἐρήμου τῆς Ἰουδαίας καὶ ἡ στενὴ σχέσις του μὲ τὴν Βασιλικήν τῆς Γεννήσεως εἰς τὴν Βηθλεὲμ (μία λιτανεία τὴν παραμονὴν τῶν Χριστουγέννων ἤνωνε τὰ δυὸ μέρη μεταξύ τους) συνηγοροῦσαν νὰ χτισθῇ ἐδῶ μία πιὸ μεγάλη ἐκκλησία. Μέχρι τὴν ἀρχὴν τοῦ αἰῶνος μας ὁ Πατριάρχης καὶ ἡ Ἱερὰ Σύνοδος μὲ χιλιάδας Ὀρθοδόξους κληρικοὺς καὶ λαϊκοὺς ἤρχοντο εἰς τὴν ἐκκλησίαν τοῦ σπηλαίου, ἡ ὁποία εἶναι ἀφιερωμένη εἰς τὴν Παναγίαν καὶ ἐλειτούργουν τὴν Παραμονὴν τῶν Χριστουγέννων. Μετὰ ἐσχημάτιζον πομπὴν πρὸς τὴν Βηθλεὲμ διὰ τὸν Μέγαν Ἑσπερινὸν τῶν Χριστουγέννων. Σήμερον τὸ πρόγραμμα εἶναι τὸ ἀκόλουθον:
Ὁ Πατριάρχης μὲ τὴν Ἱερὰν Σύνοδον, τὴν Ἁγιοταφιτικὴν Ἀδελφότητα καὶ τοὺς πιστοὺς ξεκινοῦν μὲ πομπὴν ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ κάνοντες μικρὸν σταθμὸν εἰς τὸ Μοναστήριον τοῦ Προφήτου Ἠλία. Ἀπὸ ἐκεῖ πηγαίνουν εἰς τὸν Ναὸν τῆς Γεννήσεως διὰ τὸν Μέγαν Ἑσπερινόν. Τὸ ἀπόγευμα τῆς ἡμέρας τῶν Χριστουγέννων Ἀρχιερεὺς τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων μαζὶ μὲ πολλοὺς ἀπὸ τὴν ἀδελφότητα ἔρχονται εἰς τὸ χωριὸν τῶν Ποιμένων διὰ τὸν Μέγαν Πανηγυρικὸν Ἑσπερινόν τῆς Συνάξεως τῆς Θεοτόκου.
Αὐτὴ ἡ λιτανεία, ἡ ὁποία ξεκινᾶ ἀπὸ τὴν ἐνοριακὴν ὀρθόδοξον ἐκκλησίαν τῶν Προπατόρων εἰς τὸ κέντρον τοῦ χωριοῦ θεωρεῖται τὸ πιὸ σπουδαῖον γεγονὸς τοῦ χρόνου εἰς τὸ Μπετσαχούρ. Τὴν ἑπομένην, 25η Δεκεμβρίου, τελεῖται Ἀρχιερατικὴ Θεία Λειτουργία.

Ἡ Βασιλική τοῦ 6ου αἰῶνος
Τὸ μέγεθος αὐτῆς τῆς ἐκκλησίας δύναται νὰ μελετηθῇ ἐκ τῶν θεμελίων, τὰ ὁποῖα ἀνεκαλύφθησαν κατὰ τὴν διάρκειαν τῶν ἀρχαιολογικῶν ἀνασκαφῶν τὸ 1972. Ἡ Βασιλικὴ καὶ τὸ μοναστήριον εἰς τὸ χωριὸν τῶν Ποιμένων κατεστράφησαν κατὰ τὴν Περσικὴν ἐπιδρομὴν τὸ 614 μ.Χ. Μόνον ἡ ὑπόγειος ἐκκλησία διεσώθη καὶ μία ἐπιγραφή, ἡ ὁποία ἔλεγε: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησον τὸν δοῦλον σου Ἠσύχιον».
Ἡ παράδοσις ἀναφέρει ὅτι ὅλοι οἱ μοναχοὶ καὶ οἱ ἱερεῖς ἐσφάγησαν. Αὐτὸ λογικῶς στηρίζεται εἰς τὸ ὅτι πολλὰ ὀστᾶ εὑρέθησαν εἰς τὸ κέντρον τοῦ νεκρικοῦ θαλάμου καὶ φαίνεται ὅτι ἐτοποθετήθησαν ἐκεῖ εἰς μίαν συγκεκριμένην μαζικὴν ταφήν. Ἐξαιτίας τῆς σπουδαιότητος τοῦ προσκυνήματος ἐκτίσθη εἰς τὸ μέρος αὐτὸ καινούρια ἐκκλησία ὁμοία μὲ τὴν Βασιλικήν τοῦ 6ου αἰῶνος, ἐνῶ πολλὰ ἄλλα προσκυνήματα εἰς τοὺς Ἁγίους Τόπους παρέμειναν ἔρημα μετὰ τὴν ἐπιδρομήν. Μετὰ τὴν Ἀραβικὴν κατάκτησιν τὸ 638 μ.Χ. τὸ ρεῦμα τῶν προσκυνητῶν εἰς τοὺς Ἁγίους Τόπους ἐμειώθη καὶ τὸ προσκύνημα τῶν Ποιμένων ἔγινε ἕν ἀπομονωμένον μοναστήριον. Ἐντούτοις χριστιανικαὶ πηγαὶ ἀναφέρουν ὅτι οἱ ὀλίγοι προσκυνηταί, οἱ ὁποῖοι ἐπισκέπτοντο τότε τοὺς Ἁγίους Τόπους κατὰ κανόναν ἤρχοντο καὶ ἐδῶ.
Εἰς τὰ μετέπειτα χρόνια ἡ ἐκκλησία τοῦ μοναστηριοῦ κατεστράφη πάλι καὶ παρέμεινε μόνον ἡ ὑπόγειος ἐκκλησία νὰ ἐξυπηρετῇ τοὺς Ὀρθοδόξους τοῦ Μπετσαχοὺρ εἰς τὰς λατρευτικὰς τους ἀνάγκας. Τὸ 1895 τὸ Ἑλληνικὸν Ὀρθόδοξον Πατριαρχεῖον ἔκτισε ἄλλην ἐνοριακὴν ἐκκλησίαν εἰς τὸ κέντρον τοῦ χωριοῦ ἀφιερωμένην εἰς τὴν μνήμην τῶν Προπατόρων. Ὅλα τὰ μωσαϊκά, τὰ ὁποῖα εὑρέθησαν εἰς τὰ προσκυνήματα τῶν Ποιμένων χρονολογοῦνται μεταξὺ τοῦ 4ου καὶ τοῦ 7ου αἰῶνος. Μέχρι τὸ 1972 τίποτε δὲν εφαίνετο εἰς τὸ προσκύνημα παρὰ μόνον τὸ ὑπόγειον σπήλαιον. Ὁ σημερινὸς ἡγούμενος τῆς Λαύρας τοῦ Ἁγίου Σάββα Ἀρχιμανδρίτης Σεραφείμ, ὅθεν ἔγινε μοναχὸς τῆς Μονῆς, εἶχε ὡς διακόνημα κάθε χρόνον νὰ μαζεύῃ τὰς ἐλιὰς ἀπὸ τοὺς ἀγροὺς τοῦ Βοόζ. Ἐξαιτίας τῶν ἐτησίων ἐπισκέψεών του καὶ ἀπὸ τὰς ἱστορίας, τὰς ὁποίας ἤκουσε ἀπὸ τὸν Γέροντά του, τὸν πατέρα Παντελεήμονα, τὸν ἡγούμενον τοῦ Καστελίου, ὁ πατὴρ Σεραφεὶμ ἠγάπησε αὐτὸ τὸ Ἱερὸν Προσκύνημα.
Ὁ Γέρων ἤθελε νὰ χτίσῃ τὴν καινούριαν μεγάλην ἐκκλησίαν ἐπάνω ἀπὸ τὴν ὑπόγειον, ἀλλὰ τὰ παλαιὰ θεμέλια, τὰ ὁποῖα προαναφέραμε τὸν ἠνάγκασαν νὰ κτίσῃ τὴν καινούριαν ἐκκλησίαν δίπλα ἀπὸ τὴν παλαιάν. Μὲ γενναιοδώρους προσφορὰς τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη τοῦ κόσμου ἐκτίσθη ἡ καινούρια ἐκκλησία. Ἐκκλησιαστικὰ εἴδη, ὅπως τὸ εἰκονοστάσιον καὶ οἱ εἰκόνες, καθὼς καὶ 24 τόνοι μάρμαρον διὰ τὰ δάπεδα κλπ. μετεφέρθησαν ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα. Ἡ νέα ἐκκλησία ἔχει τρία καθιερωμένα θυσιαστήρια. Τὸ κεντρικὸν εἶναι ἀφιερωμένον εἰς τὴν Σύναξιν τῆς Θεοτόκου, ἡ ὁποία ἑορτάζεται τὴν 26ην Δεκεμβρίου. Ὁ ὅρος σύναξις σημαίνει «συγκέντρωσις» καὶ ἀναφέρεται εἰς μίαν, ὡς γνωστόν, εἰδικὴν λατρευτικὴν σύναξιν τὴν ἑπομένην μίας μεγάλης ἑορτῆς, διὰ νὰ τιμηθῇ κάποιο ἀπὸ τὰ Ἱερὰ πρόσωπα, τὰ ὁποῖα ἐδιακόνησαν μὲ τὴν παρουσίαν τοὺς τὸ γεγονὸς τῆς ἑορτῆς τῆς προηγουμένης ἡμέρας. Εἰς τὴν περίπτωσιν αὐτὴν ἡ Παναγία τιμᾶται λειτουργικῶς τὴν ἑπομένην τῆς Γεννήσεως. Τὸ δεξιὸν θυσιαστήριον εἶναι ἀφιερωμένον εἰς τὸν Μεγαλομάρτυρα καὶ Ἰαματικὸν Παντελεήμονα (27 Ἰουλίου). Τὸ ἀριστερὸν θυσιαστήριον εἶναι ἀφιερωμένον εἰς τὴν Σύναξιν τῶν Ἀρχαγγέλων Μιχαὴλ καὶ Γαβριὴλ καὶ πασῶν τῶν Ἐπουρανίων Δυνάμεων, οἱ ὁποῖοι ἑορτάζονται τὴν 8ην Νοεμβρίου. Ἡ Τρισυπόστατος αὐτὴ καινούρια ἐκκλησία ἐνεκαινιάσθη ἀπὸ τὴν Αὐτοῦ Θεότητα Μακαριώτατον, Πατριάρχην Ἱεροσολύμων κ.κ. Διόδωρον τὸν ΑΙ΄ τὴν 27ην Ἰουλίου 1989, ἡμέραν τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος.

Θαύματα εἰς τὸ «Χωριὸν τῶν Ποιμένων»
• Ἡ τοπικὴ εὐσέβεια ἔχει διασώσει τὴν ἱστορίαν ἑνὸς εὐσεβοῦς ἀνθρώπου, τοῦ Khalil al Kasis, ὁ ὁποῖος ἦτο πολὺ τακτικὸς εἰς τὴν παρακολούθησιν τῶν ἀκολουθιῶν τοῦ Ὄρθρου εἰς τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Σπηλαίου. Μία ἡμέρα ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἐσηκώθη πολὺ νωρὶς καὶ κατευθύνθη βιαστικῶς εἰς τὴν ἐκκλησίαν νομίζων ὅτι ἦτο αὐγή, ἐνῶ ἀκόμη ἔλαμπε τὸ φεγγάρι. Ηὗρε τὴν ἐκκλησίαν, ὅπως περίμενε, γεμάτην ἀπὸ ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι παρηκολούθουν τὴν Θείαν Λειτουργίαν. Ἔλαβε μέρος εἰς τὴν λειτουργίαν καὶ εἰς τὸ τέλος ἔλαβε ἀντίδωρον. Ἀργότερον ὁ σεβαστὸς καὶ γνωστὸς διὰ τὴν εὐσέβειάν του ἱερεὺς τοῦ χωριοῦ, ὁ πατὴρ Νικόλαος, ἦλθε εἰς τὴν ἐκκλησίαν διὰ τὴν πρωινὴν ἀκολουθίαν. Ἤνοιξε τὴν θύραν καὶ ηὗρε τὸν κ. Khalil al Kasis νὰ κοιμᾶται καὶ νὰ κρατᾶ εἰς τὴν χεῖρα του τὸ ἀντίδωρον. Ὁ Χαλὴλ συμμετεῖχε εἰς τὴν οὐρανίαν λειτουργίαν μαζὶ μὲ τοὺς ἁγίους καὶ τοὺς Ἀγγέλους.
• Ἡ κυρία Ἀζίζε, μία εὐσεβὴς ὀρθόδοξος γυναίκα ἀπὸ τὸ Μπετσαχούρ, ἡ ὁποία ἐκτελεῖ χρέη οἰκονόμου εἰς τὴν οἰκίαν ἑνὸς ἐπισκόπου μας εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα εἶπε εἰς τὸν Γέροντα ὅτι, ὅταν ἦταν μικρὸν κορίτσι, συνήθιζε νὰ πηγαίνῃ εἰς τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Σπηλαίου καὶ νὰ μαζεύῃ ἀγριολούλουδα καὶ ὅτι μία φορὰ εἶδε ἐκεῖ κοντὰ τὴν Θεοτόκον περιτριγυρισμένην ἀπὸ ἀρκετὰ μικρὰ τέκνα. Τὰ τέκνα αὐτὰ ἦταν πιθανὸν Ἅγιοι Ἄγγελοι.
• Μία ἡμέρα εἷς Μουσουλμάνος, γείτων τοῦ Προσκυνήματος ἦλθε εἰς τὸν πατέρα Σεραφεὶμ φέρων δυὸ λίρας, κεριὰ καὶ ὀλίγον ἔλαιον. Ἐκεῖνον τὸν καιρὸν ἡ προσφορὰ αὐτὴ ἤξιζε ὅσο ἤξιζαν τέσσαρα μεροκάματα. Ὁ Γέρων ἤξερε ὅτι ὁ δωρητὴς ἦτο πτωχὸς καὶ ἠρνήθη νὰ τὰ λάβῃ. Ὅμως ὁ ἄνθρωπος ἐπέμενε καὶ ἐξήγησε εἰς τὸν Γέροντα ὅτι εἶχε κλέψει λίθους, οἱ ὁποῖοι προωρίζοντο διὰ τὴν νέαν ἐκκλησίαν καὶ τοὺς ἐχρησιμοποίησε διὰ νὰ τελειώσῃ τὴν ἰδικὴν του οἰκίαν. Ἡ Παναγία ἐνεφανίσθη εἰς αὐτόν, ζητοῦσα νὰ πληρώσῃ ἀμέσως τοὺς λίθους, διαφορετικῶς μέγα κακὸν θὰ εὕρισκε τὴν οἰκογένειάν του. Τότε ὁ πατὴρ Σεραφεὶμ ὑπήκουσε εἰς τὴν Παναγίαν καὶ ἐδέχθη τὰ χρήματα.
• Εἷς κάτοικος τοῦ Μπετσαχοὺρ διηγήθη τὴν ἀκόλουθον ἱστορίαν διὰ τὸν Khalil Abufarha, ὁ ὁποῖος εἶναι πρόγονος τοῦ ἱερέως τοῦ χωριοῦ. Αὐτὸ συνέβη πρὶν ἀπὸ πολλὰ χρόνια, περίπου πέντε γενεὰς.  Ὁ Khalil Abufarha ἐπήγαινε εἰς τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Σπηλαίου διὰ τὸν Ὄρθρον, νομίζων ὅτι ἦτο πέντε τὸ πρωί, καθὼς εἶχε πανσέληνον ἐκεῖνο τὸ βράδυ. Ἐπειδὴ δὲν εἶχε ὡρολόγιον, δὲν ἠδύνατο νὰ γνωρίζῃ ὅτι ἡ ὥρα ἦταν μόνον δυὸ μετὰ τὰ μεσάνυχτα. Ὅταν ἔφθασε εἰς τὴν ἐκκλησίαν ἤκουσε ψαλμωδίαν, ἀλλὰ ἐδίστασε νὰ εἰσέλθῃ, ἐπειδὴ αἱ φωναὶ τοῦ ἐφάνησαν ἄγνωσται. Τελικῶς ἀφοῦ ἐπῆρε ἀρκετὸν θάρρος εἰσῆλθε εἰς τὴν ἐκκλησίαν καὶ κοιτάζων γύρω του ἀντελήφθη ὅτι εὑρίσκετο ἀνάμεσον ξένων. Εἶδε τότε μίαν γυναικείαν μορφὴν πλησίον τῆς Ὡραίας Πύλης περιτριγυρισμένην ἀπὸ φωτοστέφανον. Ἐστάθη ἀκίνητος ἀκούων μὲ σεβασμὸν τὴν ὑμνωδίαν καὶ διερωτώμενος ποία εἶναι ἡ θαυμαστὴ αὐτὴ γυναίκα. Ξάφνου ἤκουσε νὰ ἔρχεται ἀπὸ ἐπάνω θόρυβος βημάτων ἀλόγου καὶ εἷς νεαρὸς καβαλάρης ἔφθασε εἰς τὴν ἐκκλησίαν. Μόλις εἰσῆλθε, ἐπλησίασε τὴν γυναίκα, ἡ ὁποία τὸν ἠρώτησε μὲ δυνατὴν φωνήν: «Ποῦ ἤσουν καὶ ἄργησες νὰ ἔρθεις Ἅγιε Γεώργιε ἐσύ, ὁ ὁποῖος δέχεσαι τὰ περισσότερα δῶρα ἀπὸ τοὺς πιστούς;» καὶ αὐτὸς ἀπήντησε: «Μητέρα Θεοῦ, μία βάρκα ἐβυθίζετο καὶ ἤμουν ὑποχρεωμένος νὰ βοηθήσω τοὺς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι ἐζήτησαν τὴν βοήθειάν μου». Λέγων αὐτὰ ἐτίναξε τὸν μανδύαν του, ὁ ὁποῖος ἦτο βρεγμένος καὶ ὀλίγον νερὸν ἔβρεξε τὰ ροῦχα τοῦ Khalil Abufarha. Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ ἐβεβαιώθη ὅτι ἡ γυναίκα ἦταν ἡ Θεοτόκος. Ἔκανε τὸν σταυρόν του καὶ γύρισε τρέχων εἰς τὴν οἰκίαν του. Μόλις εἰσῆλθε, διηγήθη εἰς τὴν γυναίκα του καὶ τὰ τέκνα του τί εἶχε συμβεῖ καὶ τοὺς ἔδειξε τὰ ροῦχα του, τὰ ὁποία ἦταν ἀκόμα νωπά.
• Ἡ γυναίκα τοῦ Khalil Abufarha, ὅταν ἦτο ἔγκυος εἰς τὸν υἱὸν τους, Saleh Khalil, εἶδε εἰς ὀπτασίαν ἕναν ὄφι νὰ ἐξέρχεται ἀπὸ τὸ χωριὸν τῶν Ποιμένων. Αὐτὸ συνέβη ἐνῶ ἡ ἴδια εἶχε ἀποβάλει τρία ἀγόρια. Τὸ ἐθεώρησε αὐτὸ ὡς σημάδι ὅτι τὸ τέκνο θὰ ἦτο ἀγόρι καὶ θὰ ζοῦσε. Πράγματι ἔζησε 120 χρόνια ἔχον καλὴν ὑγείαν μέχρι τὰ βαθιὰ γεράματα.
• Ο Saleh Khalil κάθε Κυριακὴ ἐσυνήθιζε νὰ πηγαίνῃ ἀπὸ τὸ Μπετσαχοὺρ εἰς τὸν Ναὸν τῆς Γεννήσεως εἰς τὴν Βηθλεέμ. Λίγο πρὶν πεθάνῃ εἶπε εἰς τὴν γυναίκα του ὅτι πρόκειται συντόμως νὰ φύγῃ καὶ ὅτι πρέπει αὐτὴ νὰ ἀναλάβῃ τὴν φροντίδα τῶν τέκνων. Αὐτὴ ἠπόρησε μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ἀφοῦ ἦτο καλῶς εἰς τὴν ὑγείαν του. Ἐκάλεσε τὰ τέκνα του καὶ τοὺς εἶπε νὰ φροντίζουν τὴν μητέρα τους καὶ νὰ φροντίζουν διὰ τὴν ἀσφάλειαν καὶ τὴν εὐημερίαν τῆς οἰκογενείας. Μετὰ ἐπανέλαβε τὴν τελευταίαν του ἐπιθυμίαν καὶ διαθήκην εἰς τὴν γυναίκα του, λέγων νὰ διατηρήσῃ τὴν οἰκογένειαν ἑνωμένην. Ἔπειτα ἔδειξε πρὸς τὴν θύραν καὶ τοὺς εἶπε ὅτι ἤρχετο ἡ Παναγία νὰ τὸν πάρῃ καὶ ἀποχαιρετῶν αὐτοὺς ἔκανε τὸν σταυρόν του, ἔκλεισε τὰ μάτια καὶ ἐκοιμήθη εἰρηνικῶς.
• Κάποτε εἰς τὰ λιομαζώματα ἦλθον μερικοὶ ἄνθρωποι πολὺ πρωί, μὲ σκοπὸν νὰ κλέψουν τὸν καρπόν. Ἐγέμισαν ἕν μέγα σακὶ καὶ ἔφεραν ἕν γαϊδούρι νὰ μεταφέρουν τὰς ἐλιὰς. Οἱ κλέφται ὅμως, ἂν καὶ ἦσαν πολλοί, δὲν ἠδύναντο νὰ σηκώσουν τὸ σακὶ παρὰ τὰς ἐπανειλημμένας προσπαθείας τους καὶ εἶδαν τότε εἰς ὀπτασίαν τὴν Θεοτόκον, ἡ ὁποία τοὺς εἶπε: «Ξέρετε τί κάνετε; Αἱ ἐλιαὶ ἀνήκουν εἰς τὴν ἐκκλησίαν καὶ δὲν δύνασθε νὰ πάρετε αὐτὰς». Ἡ Παναγία τοὺς προειδοποίησε ὅτι ὁποιοσδήποτε ἔκλεβε κάτι ἀπὸ τὴν ἐκκλησίαν θὰ ὑπέφερε εἰς τὸ μέλλον. Μόλις ἤκουσαν αὐτὰ οἱ κλέφται ἄφησαν τὰς ἐλιὰς καὶ ἔφυγαν. Ἀργότερον ἐπῆγαν καὶ ἐξομολογήθησαν εἰς τὸν πατέρα Ἀβραάμ.
• Ἕν παρόμοιον γεγονὸς συνέβη τὸ 1930 εἰς τὸν πατέρα Νικόλαο, τὸν υἱὸν τοῦ πατρὸς Ἀβραάμ. Ἐνῶ ἐπήγαινε εἰς τὴν ἐκκλησίαν, εἶδε μίαν γυναίκα, ἡ ὁποία προσεπάθη νὰ σηκώσῃ ἕν δεμάτιον ξύλα, τὰ ὁποῖα μόλις τὰ εἶχε μαζέψει ἀπὸ τὰ χωράφια γύρω ἀπὸ τὴν ἐκκλησίαν, ὅμως κάθε προσπάθειὰ της ἦταν ἄκαρπος. Ὁ πατὴρ Νικόλαος κατάλαβε τί εἶχε κάνει ἡ γυναίκα καὶ τῆς εἶπε: «Ὁ Θεὸς νὰ σὲ συγχωρήσῃ. Πάρε τὸ δεμάτιον καὶ πήγαινε εἰς τὴν οἰκίαν σου». Μόνον τότε ἡ γυναίκα ἠδυνήθη νὰ σηκώσῃ τὸ δεμάτιον καὶ νὰ ἀπέλθῃ.
• Τὸ 1986 ὁ πατὴρ Ἰάκωβος μὲ εὐλογίαν τοῦ Γέροντος Σεραφεὶμ ἦλθε νὰ κλαδέψῃ τὰ ἐλαιόδεντρα εἰς τοὺς Ἀγροὺς τῶν Ποιμένων. Ἀφοῦ ἐστοίβαξε τὰ κεκομμένα κλαδιὰ ἠρώτησε τοὺς γείτονας ἂν τὰ θέλουν διὰ καυσόξυλα, ἀλλὰ αὐτοὶ ἠρνήθησαν λέγοντες: «Δὲν θέλουμε νὰ τὰ βάλουμε μὲ τὴν Παναγίαν».
• Ὁ μέγας σεβασμὸς τῶν ἀνθρώπων διὰ τὴν ἁγιότητα τῆς περιοχῆς ἐφαίνετο ἐπίσης καὶ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἐσυνήθιζαν, φεύγοντες ἀπὸ τὸ προσκύνημα, νὰ τινάζουν τὴν σκόνην ἀπὸ τὰ παπούτσια τους, ὥστε νὰ μὴν μεταφέρουν ἀπολύτως τίποτε ἀπὸ τὸν Ἱερὸν τόπον μακριὰ ἀπὸ αὐτόν.
• Μίαν χρονιάν, τὸν καιρὸν τοῦ πατρὸς Ἀβραάμ, ἔπεσε μεγάλη ἀκαρπία εἰς τὰ ἐλαιόδεντρα. Ἑμάζεψε μόνον δυὸ σακιὰ καὶ τὰ μετέφερε εἰς τὸ ἐλαιοτριβεῖον, διὰ νὰ βγάλῃ ἔλαιον. Εἶπε εἰς τὴν πρεσβυτέραν νὰ φέρῃ ὅσο πιὸ πολλὰς νταμιτζάνας καὶ δοχεῖα ἠδύνατο νὰ εὕρῃ καὶ τὴν προειδοποίησε νὰ μὴν πῇ τίποτα διὰ ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα ἐπρόκειτο νὰ δοῦν τὰ μάτια της. Ἔπειτα ὁ πατὴρ Ἀβραὰμ ἔφερε τὸ εὐχολόγιον καὶ ἐγονάτισε κοντὰ εἰς τὴν βρύσην, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἔτρεχε τὸ ἔλαιον, διὰ νὰ τὸ εὐλογήσῃ συμφώνως πρὸς τὸ τοπικὸν ἔθιμον. Ὁ Θεὸς εἰσήκουσε τὰς προσευχὰς του καὶ τὸ ἔλαιον ἔτρεχε εἰς τὰς νταμιτζάνας ὅσο ἐσυνέχιζε νὰ προσεύχεται. Μετὰ ἀπὸ ὀλίγον τὰ δοχεῖα τῆς πρεσβυτέρας ἐγέμισαν καὶ ἐκείνη ἐφώναξε αὐθορμήτως: «Δὲν ἔχουμε ἄλλα δοχεῖα νὰ συγκεντρώσουμε τὸ ἔλαιον». Ἐκείνην τὴν στιγμὴν τὸ ἔλαιον ἐσταμάτησε νὰ τρέχῃ. Τότε ὁ πατὴρ Ἀβραὰμ εἶπε: «Διατί ὡμίλησες; Ὑπάρχουν τόσοι πτωχοὶ εἰς τὸ Μπετσαχούρ, διατί δὲν ἐπῆγες νὰ τοὺς εἰδοποιήσεις νὰ φέρουν τὰ δοχεῖα τους; Ἀφοῦ ὁ Θεὸς ηὐλόγησε αὐτὰς τὰς ἐλιὰς». Τὸ ἔλαιον, τὸ ὁποῖον συνεκεντρώθη ἦτο ἀρκετὸν διὰ τὰς ἀνάγκας τῆς ἐκκλησίας καὶ τῆς οἰκογενείας τους, καθὼς καὶ διὰ τὰς πτωχὰς οἰκογενείας εἰς τὸ Μπετσαχούρ.
• Ὁ πατὴρ Costa Abu – Ilia Khoury, ἀνηψιὸς τοῦ πατρὸς Νικολάου, ἐπήγαινε μαζὶ μὲ τὸν πατέρα του εἰς τοὺς «Ἀγροὺς τῶν Ποιμένων» ὅταν ξάφνου εἶδον ἕν μέγα κίτρινον ἑρπετόν, τὸ ὁποῖον ἔκανε ἕναν παράξενον θόρυβον. Ὁ πατέρας ἐπῆγε εἰς τὴν οἰκίαν νὰ φέρῃ ὅπλο νὰ πυροβολήσῃ τὸ παράξενον ἑρπετόν. Καθὼς ὅμως ἐσημάδευε τὸν ὄφι, τὸ ὅπλο δὲν ἐπυροδοτοῦσε ἂν καὶ προσεπάθησε πολλὰς φορὰς. Ἔφυγε ἀμέσως ἀπὸ τὸ χωράφι διὰ νὰ διορθώσῃ τὸ ὅπλο, τὸ ὁποῖον τότε ἐδούλευε κανονικῶς. Ὅταν ἐπέστρεψε διὰ νὰ πυροβολήσῃ τὸν ὄφι, τὸ ὅπλο πάλι δὲν ἐλειτούργει. Διηγήθη τὸ γεγονὸς εἰς τὸν ἀδερφόν του, τὸν πατέρα Νικόλαον, ὁ ὁποῖος τοῦ εἶπε ὅτι ὁ ὄφις εἶναι ὁ φύλαξ τοῦ τόπου καὶ διὰ αὐτὸ δὲν πυροδοτοῦσε τὸ ὅπλο του.
• Κάποτε μία μουσουλμανικὴ οἰκογένεια, ἡ ὁποία κατῳκοῦσε πλησίον τῶν Ἱεροσολύμων, ἔφερε εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ πατρὸς Νικολάου εἰς τὸ Μπετσαχοὺρ μίαν δαιμονισμένην γυναίκα, ἐπειδὴ εἶχον ἀκούσει διὰ αὐτὸν καὶ ἐπίστευον ὅτι ἠδύνατο νὰ τὴν ἀπαλλάξῃ ἀπὸ τὸν δαίμονα. Ὁ πατὴρ Νικόλαος ἐτοποθέτησε εἰς τὸν λαιμὸν τῆς γυναικὸς μίαν εἰκόνα μετρίου μεγέθους, διὰ νὰ τὴν ἠρεμήσῃ. Ἔπειτα ἤρχισε νὰ προσεύχεται εἰς τὴν Παναγίαν, πράγμα τὸ ὁποῖον προὐξένησε σπασμοὺς εἰς τὴν γυναίκα καὶ ὁ δαίμων, ὁ ὁποῖος ἦτο ἐντὸς της οὔρλιαξε καὶ εἶπε εἰς τὸν πατέρα Νικόλαον: «Σταμάτα νὰ προσεύχεσαι, μὲ σκοτώνεις, ἄφησε μὲ νὰ φύγω». Ὁ δαίμων τελικῶς ἐγκατέλειψε τὴν γυναίκα μὲ παράξενον θόρυβον ὡς μαῦρος καπνὸς ἀπὸ τὸν μέγαν δάκτυλον τοῦ ποδὸς της.
• Ὁ πατὴρ Νικόλαος ἦτο βαθέως θρησκευόμενος καὶ πάντοτε ἐνήστευε καὶ ἐπροσεύχετο. Ἔδιδε ἀκόμη καὶ τὰ ἀγαθὰ του εἰς τοὺς πτωχοὺς καὶ πολλὰς φορὰς καθὼς περπατοῦσε εἰς τὸν δρόμον, ἐμάζευε κομμάτια ἀπὸ λερωμένον ψωμί, τὰ ἐκαθάριζε καὶ τὰ ἔτρωγε. Ἡ οἰκία του εἰς τὸ Μπετσαχοὺρ ἦτο ἀνοικτὴ διὰ κάθε οἰκογένειαν. Ἦτο ἄνθρωπος εἰρηνοποιὸς καὶ συνεφιλίωνε τὰς οἰκογενείας, αἱ ὁποῖαι εἶχον διαφορὰς. Ὁ Πατριάρχης ἐκτιμῶν τὸ ἔργον τοῦ πατρὸς Νικολάου, τοῦ ἔδωσε τὸ ὀφίκιον τοῦ Οἰκονόμου.
• Εἰς τὴν ὑπόγειον ἐκκλησίαν τοῦ προσκυνήματος, ὅπου ἐσυνήθιζαν νὰ τελοῦν τὴν ἀκολουθίαν τὰς μεγάλας ἑορτὰς καὶ τὰς Κυριακὰς, μίαν Κυριακὴν, κατὰ τὴν ὁποίαν οἱ πιστοὶ ἐπῆγαν εἰς τὴν ἐκκλησίαν, μερικοὶ ἀπὸ αὐτοὺς εἶδαν τὸν ἱερέα, ὁ ὁποῖος συνήθως ἐλειτούργει νὰ εἶναι δεμένος ἐντὸς τοῦ ἱεροῦ. Δεύτερος ἱερεὺς, ὁ ὁποῖος ὠμοίαζε μὲ τὸν δεμένον ἐλειτούργει καὶ ἔδωσε εἰς τὸ τέλος τῆς λειτουργίας τὸ ἀντίδωρον εἰς τοὺς πιστούς. Ἀφοῦ ἔλαβαν τὸ ἀντίδωρον οἱ πιστοί, οἱ ὁποῖοι εἶδον τὸ γεγονὸς αὐτό, συνήντησαν τὸν ἱερέα, ὁ ὁποῖος τοὺς ἐφάνη δεμένος, καὶ μὲ ἀπορίαν τὸν ἠρώτησαν διατί δὲν ἐλειτούργησε. Ὁ ἱερεὺς τοὺς διηγήθη τί εἶχε συμβεῖ τὴν προηγουμένην νύκτα. Μετὰ ἀπὸ μίαν λογομαχίαν μὲ τὸν πατέρα του, τὸν ἐχτύπησε, δὲν ἐζήτησε συγχώρεσιν καὶ ἡ Παναγία ἀποφάσισε νὰ τὸν ταπεινώσῃ. Ἐδέθη λοιπὸν διὰ τὴν ἐνοχήν του καὶ ἔτσι τὸν εἶδαν μερικοὶ πιστοί, οἱ ὁποῖοι τὸν συνώδευσαν εἰς τὴν οἰκίαν του πατέρα του καὶ τοὺς ἐβοήθησαν νὰ συμφιλιωθοῦν.
• Πρὶν 50 περίπου χρόνια τὸ Μπετσαχοὺρ ἐπέρασε μίαν περίοδον ἀνομβρίας καὶ οἱ ἄνθρωποι ἀπογοητεύθησαν. Αἱ γυναῖκες τοῦ Μπετσαχοὺρ ἐπῆγαν εἰς τὴν παλαιὰν ἐκκλησίαν νὰ προσευχηθοῦν καὶ νὰ ζητήσουν τὴν μεσιτείαν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Ἡ προσευχὴ τους ἔφερε ἄμεσα ἀποτελέσματα, διότι, καθὼς ἐπέστρεφαν ὀπίσω εἰς τὰς οἰκίας τους, ἤνοιξαν οἱ οὐρανοὶ καὶ ἔπεσε ἄφθονος βροχή.
• Οἱ προσκυνηταὶ Γαρυφ. Ψαρούλη, Α. Λιανοῦ, Γ. Ἀνδριανός, Φ. Παναγόπουλος εἶχαν ἐπισκεφθεῖ τὸν χῶρον, εἰς τὸν ὁποῖον κατὰ τὴν Ἁγίαν Γραφήν, οἱ Ποιμένες ἀγρυπνοῦσαν τὴν νύκτα τῆς Γεννήσεως τοῦ Κυρίου καὶ εἰδοποιήθησαν ἀπὸ Ἄγγελον διὰ τὴν προσκύνησίν Του. Ἀφοῦ ἔλαβον τὴν εὐλογίαν ἀπὸ τοὺς Γέροντας καὶ τὰς κλεῖδας, ἤνοιξαν τὸ παρεκκλήσιον, ὅπου ὁ τόπος τῆς προσκυνήσεως. Ἤρχισαν νὰ προσκυνοῦν καὶ εἰς τὴν συνέχειαν νὰ ἀνοίγουν κάτω εἰς τὸ δάπεδον τὰς προστατευτικὰς θύρας – ἐκ δεξιῶν καὶ ἐξ ἀριστερῶν- αἱ ὁποῖαι καλύπτουν τὰ ψηφιδωτά, τὰ ὁποῖα σώζονται ἀπὸ τὰ χρόνια τῆς Ἁγίας Ἑλένης. Εἰς ἕν ἐξ αὐτῶν ᾐσθάνθησαν νὰ μυροβλύζῃ. Θεωρῶντες αὐτὸ μεγάλην εὐλογίαν ἐπέστρεψαν εἰς τοὺς Γέροντας, οἱ ὁποῖοι καὶ διεπίστωσαν τὴν ἰδίαν εὐωδίαν, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι εἶχε σφραγισθεῖ τὸ σημεῖον.
• Μία ὁμὰς πιστῶν ἐξ Ἀθηνῶν μετέβη διὰ προσκύνημα εἰς τὸ «Δόξα ἐν Ὑψίστοις Θεῷ», μετόχιον τοῦ Ἁγίου Σάββα. Ὅταν κατέβηκαν εἰς τὸν ἀρχαῖον ναὸν τῆς Ἁγίας Ἑλένης καὶ ἀνεφέρθη τὸ παραπάνω περιστατικόν, σταδιακῶς αἱ πλάκες ἤρχισαν νὰ ὑγραίνονται. Κάποιοι ἠδύναντο νὰ αἰσθανθοῦν τὴν εὐωδίαν, κάποιοι ὄχι. Καὶ ἀμέσως ἔβγαλαν τοὺς σταυροὺς τους χρυσοὺς ἢ ξυλίνους καὶ τοὺς ἐσταύρωναν ἐπάνω εἰς τὰς πλάκας.
• Μία ὁμὰς προσκυνητῶν, ἡ ὁποία ἀπηρτίζετο ἀπὸ μοναχοὺς ἀπὸ τὴν Μακεδονίαν καὶ μίαν ἡλικιωμένην κυρίαν μὲ τὸν υἱόν της, μὲ ἀρχηγὸν ἕνα Μητροπολίτην, μετέβαινον εἰς τὴν Βηθλεὲμ διὰ προσκύνημα. Ἐπλησίασε τὴν κυρίαν κάποιος, ὁ ὁποῖος ὡμοίαζε μὲ βοσκὸν καὶ τὴν ἠρώτησε ἂν θὰ περάσουν ἀπὸ τὴν περιοχὴν καὶ τὴν οἰκίαν του. Ὅταν ἡ κυρία ἐπλησίασε τὸν Μητροπολίτην διὰ νὰ τὸν ρωτήσῃ μὲ περιέργειαν διὰ αὐτό, ὁ βοσκὸς εἶχε ἐξαφανισθεῖ. Κατόπιν ἀντελήφθησαν ὅτι ἡ περιοχὴ τοῦ ἐμφανιζομένου βοσκοῦ ἦτο τὸ Προσκύνημα τῶν Ποιμένων.
 
20. Ἐν Φχές καί Ἀλάλι,Ἱεροί Ναοί Ἁγίου Γεωργίου καί Ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου.
 
21. Πύργος Ἁγίου Σάββα.
 
22. Ἀσκητήριον Ἁγίου Χαρίτωνος ἐν Ἄιν Φάρα.
 
23. Ἱερά Μονή τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου
    
Εὑρίσκεται ἀνατολικῶς τῆς Ἱεριχοῦς εἰς μικράν ἀπόστασιν ἀπὸ τὴν δυτικὴν ὄχθην τοῦ ποταμοῦ Ἰορδάνου. Συμφώνως πρὸς τάς πηγάς, ἀπὸ τὸ μέρος αὐτὸ διέβησαν αἱ φυλαὶ τοῦ Ἰσραὴλ τὸν Ἰορδάνην ποταμὸν διὰ νὰ καταλάβουν τὴν γῆν τῆς Ἐπαγγελίας. Κατὰ τὴν παράδοσιν τῆς ἐποχῆς, τὸ μοναστήριον ἐκτίσθη πλησίον τοῦ τόπου τῆς βαπτίσεως τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐπάνω εἰς τὴν σπηλιὰν τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου. Ὁ ἱστορικὸς Προκόπιος ἀναφέρει ὅτι ὁ Ἰουστινιανὸς, ὁ ὁποῖος ᾠκοδόμησε τὴν μονὴν τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος εἰς τὴν ἔρημον τοῦ Ἰορδάνου κατεσκεύασε καὶ εἰς τὸ ἤδη ὑπάρχον μοναστήριον τοῦ Προδρόμου κρήνην. Ὅλοι οἱ περιηγηταὶ μετὰ τὸν Προκόπιον περιγράφουν αὐτὸ ὡς «μέγαν καὶ ἰσχυρόν». Τὸν 6ον αἰῶνα ἦτο γνωστὸν διὰ τοὺς μεγάλους ξενῶνας του, οἱ ὁποῖοι ἐφιλοξενοῦσαν τοὺς προσκυνητὰς καὶ τοὺς φωτιστὰς, δηλαδὴ τοὺς μοναχοὺς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι μοναδικόν τους ἔργον ἦτο νὰ βαπτίζουν τοὺς προσκυνητὰς εἰς τὸν Ἰορδάνην ποταμὸν. Τὸν 12ον αἰῶνα, ὁ Ἰωάννης ὁ Φωκᾶς γράφει ὃτι κατεστράφη ὑπὸ σεισμοῦ, ἀλλὰ ἀνῳκοδομήθη ὑπὸ τοῦ Μανουὴλ τοῦ Πορφυρογέννητου καὶ κατῳκεῖτο ἀπὸ μοναχοὺς μέχρι τὰς ἀρχὰς τοῦ 15ου αἰῶνος. Ἀλλὰ, ἔκτοτε, ἐξ αἰτίας τῶν ἐπιδρομῶν τῶν Ἀράβων ἀπεμακρύνθησαν οἱ μοναχοί, κατέστη φωλιὰ ληστῶν, ὥστε ἀργότερον ἠναγκάσθη ἡ κυβέρνησις νὰ τὸ καταστρέψῃ. Εἰς τό μέρος τῆς Ἐκκλησίας ἐπὶ τοῦ τοίχου εὑρίσκεται ἀρχαία εἰκών, ἡ ὁποία φέρει τὴν ἑξῆς ἐπιγραφὴ «Ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ εὑρήκαμεν δεῦτε τὸν ποθούμενον». Τὸ σημερινὸν κτήριον τοῦ μοναστηριοῦ ἀνῳκοδομήθη τὸν 19 ον αἰῶνα ὑπὸ τοῦ Ἑλληνικοῦ Πατριαρχείου.
 
24. Ἱερά Μονή τοῦ Τιμίου Σταυροῦ
    
Ἡ ἵδρυσις τοῦ μοναστηριοῦ ἀνάγεται κατὰ τοὺς Βυζαντινοὺς χρόνους τῆς Παλαιστίνης. Εἰς τὸ Ἱερὸν βῆμα τῆς Ἐκκλησίας ὑπῆρξε τὸ δέντρον, τὸ ὁποῖον κατὰ τὴν χριστιανικὴν παράδοσιν, ἐφύτευσεν ὁ Λὼτ καὶ ἐκ τοῦ ὁποίου ἐποιήθη ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ. Εἰς τὴν κεντρικὴν Ἐκκλησίαν ἀνεκαλύφθησαν, πρὶν ὀλίγα χρόνια, τμήματα μωσαϊκοῦ δαπέδου, τά ὁποῖα χρονολογοῦνται ἀπὸ τὸ 1040 μ.Χ. Τὸ 614, οἱ Πέρσαι κατέστρεψαν τὴν Ἐκκλησίαν, ἀλλὰ συντόμως ἐπανεκτίσθη ὑπὸ τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων. Τὸν 11ον αἰῶνα, ὁ Αἰγύπτιος μονάρχης Ἒλ –Χάκεμ προὐκάλεσε τεραστίους καταστροφὰς εἰς τὰ μοναστήρια καὶ τὰς Ἐκκλησίας τῆς Ἱερουσαλήμ. Τότε ἐπεσκευάσθη ὑπὸ τοῦ ἁγιορείτου Ἴβηρος μοναχοῦ Προχόρου, ὁ ὁποῖος καὶ τὸ ἐπάνδρωσε μὲ μοναχούς. Εἰς τὰ χρόνια τῆς Κατοχῆς τῶν Μαμελούκων, εἶχε γίνει τὸ σπουδαιότερον καὶ τὸ πιὸ φημισμένον κέντρον τοῦ Ἰβηρικοῦ μοναχισμοῦ εἰς τὴν Ἁγίαν Γῆν. Οἱ μοναχοὶ ξεπερνοῦσαν τοὺς ἑκατό, πολλοὶ ἀπό αὐτοὺς ἦσαν λόγιοι, ἄνθρωποι τῶν τεχνῶν καὶ τῶν ἐπιστημῶν. Μαζί τους ἔζησε καὶ ὁ περίφημος ἐθνικὸς ποιητὴς τῆς Ἰβηρίας Σώτα Ρουσταβέλη. Εἰς τὰς ἀρχὰς τοῦ 18ου αἰῶνος τὸ μοναστήριον μὲ ὅλην του τὴν πνευματικὴν καὶ ὑλικὴν περιουσίαν του περιῆλθε εἰς τὴν δικαιοδοσίαν τοῦ Ἑλληνικοῦ Πατριαρχείου. Τὸ 1857 ὁ Πατριάρχης Κύριλλος ὀργάνωσε τὴν περίφημον Θεολογικὴν Σχολὴν τοῦ Τιμίου Σταυροῦ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἱερουσαλὴμ, ἡ ὁποία ἦτο εἰς λειτουργίαν μέχρι τὸ 1905. Σήμερον, τὸ σπουδαῖον αὐτὸ μοναστήριον μὲ τοὺς ἀνεκτιμήτους πνευματικοὺς καὶ καλλιτεχνικοὺς θησαυροὺς χρησιμοποιεῖται ὡς ὁλοζώντανον Μουσεῖον τοῦ Ἑλληνορθοδόξου Πατριαρχείου τῶν Ἱεροσολύμων.
 
 



ΠΗΓΗ ΕΙΚΟΝΩΝ:http://picasaweb.google.gr/injerousalem/
Εἰς τοὺς Ἁγίους Τόπους ὑπάρχουν ἑβδομήκοντα ὀρθόδοξα μοναστήρια, ἀνδρικὰ καὶ γυναικεῖα, ἐκ τῶν ὁποίων τὰ ἑξήκοντα ἕν εἶναι ἑλληνικὰ καὶ ἀνήκουν εἰς τὸ Πατριαρχεῖον Ἱεροσολύμων, ὀχτὼ εἶναι ρωσικὰ καὶ ἕν ρουμανικόν. Τὰ ἑλληνικὰ μοναστήρια εὑρίσκονται ἐκτισμένα διάσπαρτα εἰς τὴν Ἁγίαν Γῆν, εἰς ἱεροὺς χώρους καὶ ἐρείπια, ἐνῶ τριάκοντα εἶναι ἐκτισμένα εἰς τὴν πόλιν τῆς Ἱερουσαλήμ. Ὁ ἀριθμὸς τῶν ὀρθοδόξων μοναστηριῶν σήμερον εἶναι ἀσυγκρίτως μικρότερος ἀπὸ αὐτὸν κατὰ τὴν βυζαντινὴν ἐποχήν, 4ον – 7ον αἰῶνα. Ἡ Λαύρα τοῦ Ἁγίου Σάββα, ἡ ὁποία ἀνάγει τὴν ἀρχήν της εἰς τὴν βυζαντινὴν ἐποχὴν εἶναι ἡ μόνη ἀπὸ τὰς μονὰς τῆς ἐρήμου, ἡ ὁποία κατώρθωσε νὰ ἐπιβιώσῃ μέχρι σήμερον ἀλώβητος. Τὰ μοναστήρια τοῦ Ἀββᾶ Θεοδοσίου, τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Χοζεβίτου, τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου καὶ τοῦ Ἁγίου Γερασίμου ἀνεκαινίσθησαν καὶ ἐπανδρώθησαν μόλις τὸν προηγούμενον αἰῶνα. Ἀπὸ τὰ λοιπὰ μοναστήρια, ἄλλα εἶναι ἐρειπωμένα καὶ ἄλλα δὲν ἔχουν ἀκόμα ἀνασκαφεῖ.
 ΠΗΓΗ:http://jerusalem-patriarchate.info

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου